Μέσα στη σεπτή χορεία των μαρτυρικών ιεραρχών της ιστορικής και αγιοτόκου μικρασιατικής γης εξέχουσα θέση κατέχει ο τιμώμενος στις 23 Φεβρουαρίου ένδοξος ιερομάρτυς του Χριστού Άγιος Πολύκαρπος Επίσκοπος Σμύρνης, ο οποίος κατέστη Αποστολικός Πατήρ της Εκκλησίας, αφού σύμφωνα και με τον ιερό υμνογράφο υπήρξε «και τρόπων μέτοχος και θρόνων διάδοχος των Αποστόλων».
Ο Άγιος Πολύκαρπος γεννήθηκε στην Έφεσο περί το 70μ.Χ. από ευσεβείς και φιλόχριστους γονείς. Ο πατέρας του ονομαζόταν Παγκράτιος και η μητέρα του Θεοδώρα. Μάλιστα οι γονείς του φυλακίστηκαν με διαταγή του Ρωμαίου διοικητού της Εφέσου Μαρκίωνος λόγω του ότι αρνήθηκαν να ασπασθούν τα είδωλα και να εγκαταλείψουν τη χριστιανική τους πίστη. Μόλις μία ημέρα προτού μαρτυρήσουν οι δύο γονείς για την αγάπη του Χριστού, γεννήθηκε μέσα στη φυλακή ο Άγιος Πολύκαρπος, τον οποίο η Πρόνοια του Θεού θέλησε να προστατεύσει. Έτσι την ανατροφή του ανέλαβε μία πλούσια και ευσεβής γυναίκα, που δεν είχε δικά της παιδιά. Του έδωσε μάλιστα το όνομα Παγκράτιος για να τιμήσει τον δι’ αποκεφαλισμού τελειωθέντα πατέρα του.
Βλέποντας η θετή μητέρα του ότι ο Παγκράτιος διαθέτει πολλά πνευματικά χαρίσματα, του ανέθεσε και τη διαχείριση των οικονομικών. Ο Παγκράτιος όμως ήταν φιλάνθρωπος και άρχισε να πηγαίνει στις γεμάτες από τρόφιμα αποθήκες και να διανέμει κρυφά τα αγαθά στους φτωχούς. Όταν όμως μία ημέρα πήγε η μητέρα του στις αποθήκες και τις βρἠκε άδειες, εξοργίστηκε για την ευσπλαχνία και την αγαθή προαίρεση του Παγκρατίου και τότε εκείνος της είπε να πάνε μαζί να ξαναδούν τις αποθήκες. Η γυναίκα αρνήθηκε να πάει και τότε ο Παγκράτιος πήγε μόνος του και αφού προσευχήθηκε στον πολυεύσπλαχνο Θεό, οι αποθήκες γέμισαν και πάλι με καρπούς. Μετά από το θαύμα κάλεσε και πάλι την ευσεβή γυναίκα, η οποία έκπληκτη αντίκρισε τις αποθήκες γεμάτες από τρόφιμα. Το θαυμαστό αυτό γεγονός έκανε τη θετή μητέρα του να μετονομάσει τον Παγκράτιο σε Πολύκαρπο, αφού είναι πηγή τόσο των υλικών όσο και των πνευματικών αγαθών. Μάλιστα ο ελεήμων Πολύκαρπος συνέχισε να μοιράζει τρόφιμα όχι μόνο στους φτωχούς, αλλά ακόμη και στους πλούσιους.
Σε ηλικία είκοσι ετών γνώρισε τον Ευαγγελιστή Ιωάννη τον Θεολόγο, ο οποίος την εποχή αυτή κήρυττε το Ευαγγέλιο του Χριστού στη Μ. Ασία. Σαγηνευμένος από το πύρινο κήρυγμα και την ιεραποστολική δράση του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου έγινε μαθητής και συνοδοιπόρος του μαζί και με δύο άλλους πνευματικούς άνδρες, τον Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, ο οποίος έγινε αργότερα Επίσκοπος Αντιοχείας, και τον Επίσκοπο Σμύρνης Βουκόλο. Όταν όμως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εξορίστηκε στο νησί της Πάτμου από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Δομετιανό, ο Πολύκαρπος έμεινε κοντά στον Επίσκοπο Βουκόλο, ο οποίος εκτιμώντας τις σπάνιες αρετές του τον χειροτόνησε ιερέα και του ανέθεσε το έργο του ορφανοτρόφου.
Μετά τον θάνατο του Βουκόλου και σύμφωνα με την επιθυμία του πριν την κοίμησή του, τη θέση στο αξίωμα του Επισκόπου Σμύρνης κατέλαβε ο Πολύκαρπος, ο οποίος αναδείχθηκε στοργικός και φιλάνθρωπος ποιμενάρχης, αλλά και ακούραστος εργάτης του Ευαγγελίου του Χριστού. Είναι ενδεικτικό ότι ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, ο οποίος το 113 μ.Χ. συνελήφθηκε από τους ειδωλολάτρες με σκοπό να θανατωθεί στη Ρώμη, έστειλε επιστολή στον Άγιο Πολύκαρπο, στην οποία τον επαινεί και τον αναγνωρίζει ως ένα φλογερό αγωνιστή της πίστεως. Μάλιστα κατά τη σύλληψη του Αγίου Ιγνατίου ο Άγιος Πολύκαρπος έτρεξε για να τον συναντήσει και να τον εμψυχώσει. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι μέχρι σήμερα σώζεται επιστολή του Αγίου Πολυκάρπου προς τους χριστιανούς των Φιλίππων της Μακεδονίας, στην οποία τους συγχαίρει και τους ευχαριστεί για τη φιλοξενία, που επεφύλαξαν στον Ιγνάτιο κατά τη διέλευσή του από εκεί, καθώς τον οδηγούσαν στη Ρώμη, όπου και μαρτύρησε.
Ο Άγιος Πολύκαρπος, ο οποίος αναδείχθηκε φλογερός και ακαταπόνητος διδάσκαλος της χριστιανικής αλήθειας, ανέλαβε να υπερασπισθεί σθεναρά τη χριστιανική πίστη απέναντι στις πλάνες και τις αιρέσεις της εποχής του. Γι’ αυτό και αποφάσισε και πήγε στη Ρώμη, για να διευθετήσει το θέμα που είχε ανακύψει από τη διαφορετική ημέρα εορτασμού του Πάσχα. Την εποχή αυτή στη Ρώμη δρούσε ο αιρεσιάρχης Μαρκίωνας. Όταν μία ημέρα τον συνάντησε στον δρόμο και ο Πολύκαρπος δεν τον χαιρέτησε, ο Μαρκίωνας τον ρώτησε τον λόγο που δεν τον χαιρετά σαν να μην τον γνωρίζει. Τότε ο Πολύκαρπος του απάντησε ότι τον γνωρίζει ως τον πρωτότοκο γιο του Σατανά.
Με τη χάρη του Παντοδύναμου Θεού ο Άγιος Πολύκαρπος τέλεσε πολλά θαύματα. Ένα από αυτά ήταν και η κατάσβεση της μεγάλης καταστροφικής πυρκαγιάς, η οποία για επτά ολόκληρες ημέρες κατέκαιγε μέσα και έξω από τη Σμύρνη σπίτια, ζώα και χωράφια. Οι ειδωλολάτρες παρακάλεσαν τους ψεύτικους θεούς τους για να σταματήσει η καταστροφή, αλλά η φωτιά δυνάμωσε ακόμη περισσότερο. Οι χριστιανοί ζήτησαν τότε τη βοήθεια του Αγίου Πολυκάρπου, ο οποίος αφού προσευχήθηκε στον Πανοικτίρμονα Θεό ασκώντας παράλληλα και κριτική στους ειδωλολάτρες για την εμμονή τους στη θρησκεία των ψεύτικων ειδώλων, σταμάτησε τη φωτιά και τη φοβερή καταστροφή. Το θαύμα αυτό παρακίνησε πολλούς ειδωλολάτρες στο να πιστέψουν στον ένα και αληθινό Θεό και στη συνέχεια να βαπτισθούν χριστιανοί. Ένας όμως ειδωλολάτρης, ονόματι Πετρόνιος, άρχισε να μιλά με βλασφημία εναντίον του αγίου και της χριστιανικής πίστεως. Κατά τη διάρκεια όμως που βλασφημούσε, δαιμονίσθηκε, έπεσε κάτω και άρχισε να βγάζει αφρούς και κραυγές από το στόμα. Βλέποντας οι χριστιανοί αυτό το θέαμα, τον λυπήθηκαν και ζήτησαν από τον άγιο να τον θεραπεύσει. Ο εύσπλαχνος Άγιος Πολύκαρπος προσευχήθηκε και αμέσως ο Πετρόνιος θεραπεύτηκε ψυχικά και σωματικά και απαλλάχθηκε από το πονηρό και ακάθαρτο πνεύμα.
Μετά το θαύμα ο Πετρόνιος ασπάσθηκε τον χριστιανισμό και βαπτίσθηκε χριστιανός τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένειά του. Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε που η φοβερή πυρκαγιά είχε ξεσπάσει στην περιοχή της Σμύρνης και η περιοχή αντιμετώπιζε το σοβαρό πρόβλημα της ανομβρίας και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε κινδύνευαν να καταστραφούν όλοι οι καρποί στα χωράφια. Οι χριστιανοί ζήτησαν τότε τη βοήθεια του αγίου, ο οποίος με την προσευχητική του δύναμη έκανε το θαύμα και έτσι άρχισε να βρέχει ασταμάτητα. Όμως οι βροχές είχαν τέτοια διάρκεια, ώστε και πάλι με την προσευχή του αγίου σταμάτησαν.
Την εποχή αυτή στη Ρώμη αυτοκράτορας ήταν ο Αντωνίνος Πίος, ο οποίος είχε εξαπολύσει έναν αδυσώπητο διωγμό εναντίον των χριστιανών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της σκληρότητας και της λυσσαλέας οργής του εναντίον των χριστιανών ήταν ότι στο στάδιο της Σμύρνης είχαν οδηγηθεί χριστιανοί για να κατασπαραχθούν από τα θηρία. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ένας γενναίος χριστιανός σε γεροντική ηλικία, που ονομαζόταν Γερμανικός. Αυτός ο γέροντας ήταν τόσο σταθερός στη χριστιανική του πίστη, ώστε παρά τις απειλές είχε φτάσει στο σημείο να προκαλεί τα θηρία για να ενθαρρύνει τους χριστιανούς. Η θαρραλέα αυτή στάση του γέροντα προκάλεσε τόσο πολύ την οργή των ειδωλολατρών, ώστε όλοι μαζί άρχισαν να φωνάζουν «θάνατος στους άθεους», ενώ άρχισαν να αναζητούν τον Πολύκαρπο για να τον συλλάβουν.
Μόλις πληροφορήθηκαν οι χριστιανοί ότι οι ειδωλολάτρες επιδιώκουν να συλλάβουν τον Επίσκοπο Σμύρνης Πολύκαρπο, τον έπεισαν να φύγει από την πόλη και να εγκατασταθεί σ’ ένα αγρόκτημα μαζί με μερικούς χριστιανούς. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του εκεί, προσευχόταν αδιάλειπτα για όλους τους χριστιανούς. Τρεις ημέρες πριν τη σύλληψή του και αφού έκανε την προσευχή του, αποκοιμήθηκε. Στον ύπνο του είδε σε όραμα ότι το προσκέφαλό του είχε πιάσει φωτιά και καιγόταν. Μόλις ξύπνησε, είπε στους χριστιανούς που ήταν μαζί του, ότι θα πρέπει να καεί ζωντανός για την αγάπη του Χριστού. Όμως οι χριστιανοί πληροφορούμενοι ότι οι ειδωλολάτρες αναζητούν τον Πολύκαρπο, τον έπεισαν να φύγει από το κτήμα, όπου βρισκόταν. Μόλις έφυγε, κατέφθασαν εκεί οι ειδωλολάτρες και επειδή δεν τον βρήκαν, συνέλαβαν δύο μικρά παιδιά και άρχισαν να τα βασανίζουν. Το ένα παιδί αναγκάστηκε να φανερώσει τον τόπο, όπου βρισκόταν ο άγιος και έτσι έχοντας μαζί τους και το παιδί, έφτασαν στο σπίτι, όπου ο γέροντας Επίσκοπος της Σμύρνης ετοιμαζόταν να κοιμηθεί. Παρόλο που είχε τη δυνατότητα να διαφύγει, προτίμησε να μείνει, αφού αυτό ήταν και το θέλημα του Θεού. Ο άγιος εμφανίστηκε ήρεμος και χαρούμενος μπροστά τους και άρχισε να συνομιλεί μαζί τους. Μάλιστα έδωσε την εντολή στους χριστιανούς να ετοιμάσουν τραπέζι για να φάνε οι ειδωλολάτρες, ενώ ζήτησε να τον αφήσουν να προσευχηθεί. Στη συνέχεια τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στην πόλη. Στο δρόμο τον συνάντησε ο Ειρήναρχος της Σμύρνης, που ονομαζόταν Ηρώδης, μαζί με τον πατέρα του και τον κάλεσε να καθίσει στο κάρο του. Ο Ηρώδης τον ρώτησε γιατί δεν θυσιάζει στους προγονικούς θεούς, αλλά ακούγοντας από τον Πολύκαρπο την αρνητική απάντηση, θύμωσε τόσο πολύ, ώστε μαζί με τον πατέρα του τον έριξαν από το κάρο με αποτέλεσμα ο άγιος να σπάσει το πόδι του. Παρόλα αυτά ο γέροντας Επίσκοπος βάδιζε με προθυμία προς το στάδιο και τη στιγμή που μπήκε, ακούσθηκε από τον ουρανό μία φωνή, η οποία έλεγε: «ίσχυε Πολύκαρπε και ανδρίζου». Αυτή τη φράση την άκουσαν πολλοί χριστιανοί, αλλά κανείς δεν γνωρίζει ποιος την είπε.
Μόλις πληροφορήθηκε ο όχλος ότι συνελήφθη ο Πολύκαρπος, άρχισαν όλοι μαζί να φωνάζουν. Ο Ρωμαίος ανθύπατος της Μ. Ασίας Στάτιος Κοδράτος τον ρώτησε, εάν είναι πράγματι ο Πολύκαρπος. Αφού ο άγιος απάντησε θετικά, ο ειδωλολάτρης ανθύπατος τον παρακάλεσε να σεβαστεί την ηλικία του και να ασπασθεί την ειδωλολατρική θρησκεία βλασφημώντας το όνομα του Ιησού Χριστού. Ο άγιος τότε του απάντησε με παρρησία «έχω ογδοήκοντα έξ χρόνους όπου Τον δουλεύω, και κανένα κακόν δεν μου έκαμε, πως ημπορώ να βλασφημήσω τον Βασιλέα μου, τον Σωτήρα και Λυτρωτήν μου;». Ο ανθύπατος προσπάθησε και πάλι να τον πείσει να αρνηθεί τον Χριστό, αλλά ο ένδοξος ιερομάρτυς Πολύκαρπος ομολόγησε θαρραλέα τη χριστιανική του πίστη. Ο ανθύπατος τον απείλησε ότι θα τον ρίξει στα θηρία, αλλά ο γενναίος αθλητής του Χριστού έμεινε ατάραχος. Τότε τον απείλησε και πάλι λέγοντάς του ότι θα τον κάψει ζωντανό. Ο άγιος όμως του απάντησε ότι δεν τον φοβίζει η φωτιά, η οποία ανάβει και σβήνει, αλλά το άσβεστο πυρ της αιωνίου κολάσεως που κατακαίει τους ασεβείς. Η θαρραλέα αυτή στάση του αγίου προκάλεσε την οργή του ανθυπάτου, ο οποίος έστειλε τον κήρυκα στη μέση του σταδίου και ανακοίνωσε ότι ο Πολύκαρπος ομολόγησε τη χριστιανική του ιδιότητα. Η ανακοίνωση αυτή προκάλεσε τη λυσσαλέα οργή του όχλου, ο οποίος φώναξε ότι ο Πολύκαρπος είναι ο διδάσκαλος και πατέρας των χριστιανών και αυτός, που διδάσκει τους ανθρώπους να μην προσκυνούν τους ειδωλολατρικούς θεούς.
Στη συνέχεια παρακάλεσαν τον φύλακα των αγρίων ζώων να αφήσει ένα λιοντάρι για να κατασπαράξει τον άγιο. Ο φύλακας δήλωσε ότι τα άγρια ζώα είναι ήδη χορτάτα και τότε αποφασίστηκε να καεί ο άγιος ζωντανός, ώστε να εκπληρωθεί και το όραμα που είχε δει. Αμέσως άρχισαν να συγκεντρώνουν ξύλα, ενώ στην πρόθεση των ειδωλολατρών να τον καρφώσουν για να μην δραπετεύσει, ο άγιος τους απάντησε ότι ο Κύριος του έχει δώσει τη δύναμη να υπομείνει τη φωτιά. Του έδεσαν μόνο τα χέρια και ο άγιος προσευχόμενος ευχαρίστησε τον Θεό, που τον αξίωσε να συναριθμηθεί στους μάρτυρες του Ιησού Χριστού και να απολαύσει την αιώνια ζωή, αλλά και για το ότι προεφανέρωσε το ένδοξο μαρτύριό του. Μόλις τελείωσε την προσευχή του ο άγιος, δυνάμωσαν τη φωτιά και τότε συνέβη ένα θαύμα. Οι φλόγες σχημάτισαν ένα είδος καμάρας πάνω από το σώμα του αγίου και μία άρρητη ευωδία πλημμύρισε το στάδιο. Βλέποντας με έκπληξη οι ασεβείς ειδωλολάτρες ότι το σώμα του αγίου δεν καιγόταν, έδωσαν εντολή σ’ έναν δήμιο να τον θανατώσει μ’ ένα ξίφος. Όμως από το σώμα του αγίου έτρεξε τόσο πολύ αίμα, ώστε έσβησε τελείως η φωτιά. Ο άγιος παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Κύριο στις 23 Φεβρουαρίου του 156 μ.Χ. επί των ημερών του αυτοκράτορος Αντωνίνου Πίου και έτσι έλαβε τον στέφανο της αιωνίου ζωής και δόξας. Το μαρτυρικό τέλος του Αγίου Πολυκάρπου σώζεται σε εγκύκλιο επιστολή της Εκκλησίας Σμύρνης προς την Εκκλησία Φιλομηλίου της Φρυγίας, θεωρείται δε το κείμενο αυτό του μαρτυρίου, που διασώθηκε σε πέντε χειρόγραφα, ως το αρχαιότερο από τα διασωθέντα μέχρι σήμερα μαρτύρια.
Μετά τη μαρτυρική τελείωση του αγίου οι χριστιανοί προσπάθησαν να πάρουν το ιερό λείψανο, αλλά με προτροπή του ειδωλολάτρη πατέρα του Ειρηνάρχου Σμύρνης δόθηκε η εντολή να κάψουν το σώμα του αγίου για να μην αποτελέσει πηγή ευλογίας και προσκυνήματος. Μετά την καύση οι χριστιανοί περισυνέλαξαν τα ιερά λείψανα και τα διαφύλαξαν ως πολύτιμη πνευματική παρακαταθήκη. Ένα από τα ιερά αυτά λείψανα είναι και το φυλασσόμενο από το έτος 1475 στην Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Αμπελακιωτίσσης (Κοζίτσης) Ναυπακτίας δεξιό χέρι του Αγίου, το οποίο επαργυρώθηκε το 1792 και αποτελεί μέχρι σήμερα αστείρευτη πηγή ευλογίας και θαυματουργικών ιάσεων. Χάρη στο ιερό αυτό λείψανο η επίσημη ονομασία της μονής από το 1945 είναι «Ιερά Μονή Παναγίας Αμπελακιωτίσσης › ο Άγιος Πολύκαρπος», η δε τιμή του Αγίου διαδόθηκε στην ευρύτερη περιοχή, αφού οι ενοριακοί ναοί των χωριών Μαμουλάδα Ναυπακτίας και Μαλάματα Φωκίδος τιμούνται επ’ ονόματι του Αγίου Πολυκάρπου. Επίσης στον ιερό μητροπολιτικό ναό του Αγίου Δημητρίου Ναυπάκτου τελείται κατ’ έτος την Κυριακή των Μυροφόρων πανήγυρη προς τιμήν του μαρτυρικού και θαυματουργού ιεράρχου της Σμύρνης Αγίου Πολυκάρπου.
Αξιομνημόνευτοι είναι και οι ενοριακοί ναοί του Αγίου στη συνοικία Βοτανικός των Αθηνών που αναστηλώθηκε το 1940, στην εύφορη και πλούσια από περιβόλια εσπεριδοειδών περιοχή Κάμπος της μυροβόλου νήσου Χίου που ανεγέρθηκε το 1880 και στο ομώνυμο ορεινό χωριό της Ικαρίας που ανεγέρθηκε το 1889 πάνω στα θεμέλια του πρώτου παλαιού ναού. Η μνήμη του τιμάται επίσης στον ιερό καθεδρικό ναό της Αγίας Φωτεινής Ν. Σμύρνης Αττικής, αλλά και στον ιερό μητροπολιτικό ναό του Αγίου Μηνά Ηρακλείου Κρήτης από τον σύλλογο των Μικρασιατών Ηρακλείου, ο οποίος τον έχει προστάτη και φέρει το όνομά του. Πλούσια είναι και η υμνογραφία του Αγίου Πολυκάρπου, ο οποίος θεωρείται ο προστάτης άγιος της ευφορίας και της γονιμότητος, αλλά και θαυματουργός άγιος, αφού το 1878 ο εκ Μεσολογγίου διαπρεπής μουσικοδιδάσκαλος Ανδρέας Παλαμάς συνέταξε ακολουθία προς τιμήν του από βαθιά ευγνωμοσύνη για το θαύμα, το οποίο επιτέλεσε σ’ αυτόν. Ακολουθίες προς τιμήν του Αγίου Πολυκάρπου έχουν συντάξει μεταξύ άλλων ο Μοναχός Γεράσιμος ο Μικραγιαννανίτης και ο αοίδιμος Μητροπολίτης Ξάνθης Πολύκαρπος.
Ο ένδοξος ιερομάρτυς του Χριστού Άγιος Πολύκαρπος, ο οποίος κατέστη «τρόπων μέτοχος και θρόνων διάδοχος» και «της Ασίας διδάσκαλος και πατήρ των χριστιανών» προβάλλει στη σημερινή πνευματικά άστατη και κοινωνικά διαταραγμένη εποχή μας ως ο πολύφωτος αστέρας, που θα μας διδάσκει, θα μας εμπνέει, θα μας ενισχύει και θα μας καθοδηγεί στον δρόμο της εν Χριστώ ζωής και σωτηρίας.
Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Εκπαιδευτικός
Βιβλιογραφία
Β.Ε.Π.Ε.Σ. (Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων), τόμος 3ος, Έκδοσις Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1955.
Βίος και Ακολουθία του εν Αγίοις πατρός ημών Πολυκάρπου Επισκόπου Σμύρνης του θαυματουργού, Αθήναι 1965.
(Πηγή: “Ο ΑΓΙΟΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ Ο «τρόπων μέτοχος και θρόνων διάδοχος των Αποστόλων» μαρτυρικός ιεράρχης της Σμύρνης”, Σύνδεσμος Κληρικών Χίου)
Μαρτύριον του Αγίου Πολυκάρπου
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ἡ παροικοῦσα Σμύρναν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ τῇ παροικούσῃ ἐν Φιλομηλίῳ καὶ πάσαις ταῖς κατὰ πάντα τόπον τῆς ἁγίας καὶ καθολικῆς ἐκκλησίας παροικίαις (ποὺ παροικεῖ στὴν Σμύρνη πρὸς τὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ πού παροικεῖ στὸ Φιλομήλιο καὶ πρὸς ὅλες τὶς παροικίες τῆς ἁγίας καὶ καθολικῆς Ἐκκλησίας σὲ κάθε τόπο) ἔλεος, εἰρήνη καὶ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πατρὸς καὶ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ πληθυνθείη σὲ σᾶς.
(Ἐγράψαμεν ὑμῖν ἀδελφοί) Σᾶς γράψαμε, ἀδελφοί, τὰ σχετικὰ μὲ τοὺς μάρτυρες καὶ τὸ τέλος τοῦ μακαρίου Πολυκάρπου, ποὺ σὰν σφραγίδα ἔκλεισε τοὺς διωγμούς. Ὅλα ὅσα ἔλαβαν χώραν φανερώνουν μὲ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ πῶς μαρτυρεῖται τὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ Πολύκαρπος αὐτὴ τὴν ὥρα περίμενε, γιὰ νὰ παραδοθῆ καὶ ὁ ἴδιος, κάνοντας ὅ,τι εἶχε κάμει κι ὁ Κύριος, ὥστε νὰ τὸν μιμηθοῦμε κι ἐμεῖς μὴ μόνον σκοποῦντες τὸ καθ᾽ ἑαυτούς, ἄλλα καὶ τὸ κατὰ τοὺς πέλας. Διότι γνώρισμα τῆς ἀληθινῆς καὶ δυνατῆς ἀγάπης εἶναι τὸ νὰ μὴ θέλη κανεὶς νὰ σώση μόνο τὸν ἑαυτό του, ἄλλα καὶ ὅλους τοὺς ἀδελφούς.
(Μακάρια μὲν οὖν καὶ γενναῖα τὰ μαρτύρια πάντα τὰ κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γεγονότα) Ὑπῆρξαν, λοιπόν, μακάριοι καὶ γενναῖοι ὅλοι οἱ μάρτυρες ποὺ ἔπεσαν πιστοὶ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι ἐμεῖς πρέπει μὲ περισσότερη εὐλάβεια τώρα νὰ ἐμπιστευόμαστε τὸ πᾶν στὸν ἐξουσιαστὴ τῶν πάντων Θεό. Καὶ ποιός δὲν θὰ θαυμάση τὴν γενναιότητα, τὴν ὑπομονὴ καὶ τὸν ἔρωτα πρὸς τὸν Κύριο, ποὺ εἶχαν ἐκεῖνοι; Μὲ τὸ μαστίγωμα τοὺς καταξέσχισαν τὸ κορμί, κάνοντας νὰ φανοῦν οἱ φλέβες καὶ οἱ ἀρτηρίες, ἀλλ᾽ ἐκεῖνοι ἔδειξαν τόση καρτερία, ὥστε οἱ θεαταὶ νὰ νοιώσουν ἔμφοβο θαυμασμὸ καὶ συμπόνοια καὶ νὰ ξεσπάσουν σὲ ὀδυρμό. Ἄλλοι μάρτυρες ἔφτασαν σὲ τέτοιο σημεῖο ἀνδρείας, ποὺ κανένας τους δὲν ἔβγαλε ἄχνα καὶ στεναγμό, δείχνοντας ἔτσι σ᾽ ὅλους μας ὅτι ἐκείνη τὴν ὥρα τῶν βασάνων ἀνέβαιναν στὸν Χριστὸ ἢ μᾶλλον ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶχε κατεβῆ καὶ συνομιλοῦσε μαζί τους. Κολλημένοι στὴν χάρι τοῦ Χριστοῦ, καταφρονοῦσαν τὰ βάσανα ποὺ τοὺς ἔκανε ὁ κόσμος, ἀγοράζοντας μέσα σὲ λίγες στιγμὲς ὁλόκληρη τὴν αἰωνία ζωή. Ἡ φωτιὰ ποὺ τοὺς ἔβαζαν οἱ δήμιοι ἦταν γι᾽ αὐτοὺς δροσιά. Διότι μπροστὰ στὰ μάτια τους ἕνα εἶχαν μέλημα· πῶς νὰ ξεφύγουν τὸ αἰώνιο πῦρ, τὴν φωτιὰ ποὺ δὲν σβύνεται ποτὲ κι οἱ καρδιές τους λαχταροῦσαν ἐκεῖνα τὰ ἀγαθὰ ποὺ περιμένουν ὅσους ἐγκαρτερήσουν, τὰ ἀγαθά, ἃ οὔτε οὖς ἤκουσε οὔτε ὀφθαλμὸς εἶδεν οὔτε ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου ἀνέβη. Αὐτὰ τὰ ἀγαθὰ τοὺς παρουσίαζε ἤδη ὁ Κύριος καὶ δὲν ἦσαν πλέον ἄνθρωποι, ἀλλὰ ἄγγελοι. Ἐπίσης καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ρίχθηκαν στὰ θηρία ὑπέφεραν πολλὴ καὶ φοβερὴ δοκιμασία. Ἄλλοι ἔγιναν κομμάτια μ᾽ ἀγκαθωτὰ κολαστήρια ὄργανα κι ἄλλοι τέλος μ᾽ ἄλλες χιλιότροπες ἐπινοήσεις βασάνων τελειώθηκαν. Ὅλους αὐτοὺς ὁ διάβολος πάσχισε μ᾽ ἕνα σωρὸ δοκιμασίες νὰ τοὺς τραβήξη στὴν ἄρνησι, ἀλλὰ χωρὶς νὰ τὸ καταφέρη.
(Πολλὰ γὰρ ἐμηχανᾶτο κατ᾽ αὐτῶν ὁ διάβολος) Πολλὰ μηχανεύθηκε ἐναντίον τους τὸ πονηρὸ πνεῦμα. Ἀλλὰ δόξα τῷ Θεῷ· ὅλοι τὸ κατατρόπωσαν. Παράδειγμά τους ἐνισχυτικὸ ἦταν ἡ ὑπομονὴ ποὺ ἔδειξε ὁ γενναιότατος Γερμανικός. Αὐτὸς ἀντιμετώπισε καὶ τὰ θηρία μέσα στὸ ἀμφιθέατρο. Ἐνῶ ὁ ἀνθύπατος προσπαθοῦσε νὰ τὸν πείση ν᾽ ἄλλαξη γνώμη, λέγοντάς του νὰ λυπηθῆ τὰ νιάτα του, προκάλεσε ὁ ἴδιος τὸ θηρίο νὰ τὸν κατασπάραξη, θέλοντας μία ὥρα γρηγορώτερα ν᾽ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὴν ἄδικη καὶ ἄνομη πολιτεία τῶν ἐθνικῶν. Μόλις, λοιπόν, ὁ ὄχλος εἶδε καὶ θαμπώθηκε ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ δεῖγμα γενναιότητος τοῦ θεοφιλοῦς καὶ θεοσεβοῦς γένους τῶν χριστιανῶν ξέσπασε σὲ φωνὲς· (Αἶρε τοὺς ἀθέους· ζητείσθω Πολύκαρπος) Νὰ λείψουν οἱ ἄθεοι! Φέρε ἐδῶ καὶ τὸν Πολύκαρπο!
(Εἷς δέ, ὀνόματι Κόϊντος, Φρύξ, προσφάτως ἐληλυθὼς ἀπὸ τῆς Φρυγίας) Ἕνας ὅμως ἀπὸ τοὺς χριστιανούς, ποὺ τὸν ἔλεγαν Κόϊντο, καταγόμενος ἀπὸ τὴν Φρυγία, καὶ ποὺ εἶχε ἔλθει πρόσφατα ἀπὸ ἐκεῖ, βλέποντας τὰ θηρία λιποψύχισε. Ἐνῶ ὁ ἴδιος ἦταν ποὺ εἶχε πείσει μερικοὺς ἄλλους νὰ ἔλθουν νὰ μαρτυρήσουν μόνοι τους, χωρὶς νὰ τοὺς ἔχουν πιάσει. Αὐτὸν ὁ ἀνθύπατος κατώρθωσε μὲ καλοπιάσματα πολλὰ νὰ τὸν κάνη νὰ ἐξωμόση καὶ νὰ θυσιάση στὰ εἴδωλα. Γι᾽ αὐτό, λοιπόν, ἀδελφοί, δὲν ἐπαινοῦμε ἐκείνους ποὺ πᾶνε νὰ μαρτυρήσουν χωρὶς νὰ τοὺς βιάση κανείς, διότι δὲν διδάσκει ἔτσι τὸ Εὐαγγέλιο.
(Ὁ δὲ θαυμασιώτατος Πολύκαρπος τὸ μὲν πρῶτον ἀκούσας οὐκ ἐταράχθη) Ὅσο γιὰ τὸν ὑπερθαύμαστο Πολύκαρπο, ὅταν ἄκουσε ὅτι ζητοῦσαν νὰ τὸν πιάσουν, δὲν ταράχθηκε, ἀλλὰ ἤθελε νὰ μείνη στὴν πόλι. Ἀλλὰ οἱ πιστοὶ τὸν ἔπεισαν νὰ κρυφθῆ. Καὶ κρύφθηκε σ᾽ ἕνα μικρὸ κτῆμα ποὺ δὲν ἀπεῖχε πολὺ ἀπὸ τὴν πόλι κι ἐκεῖ ἔμεινε μὲ λίγους χριστιανούς, νύχτα μέρα μὴ κάνοντας τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ προσεύχεται γιὰ ὅλους καὶ γιὰ τὶς Ἐκκλησίες τῆς οἰκουμένης, πράγμα ποὺ ἦταν ἡ συνήθειά του. Καὶ καθὼς προσευχόταν εἶδε μία ὀπτασία, τρεῖς μέρες πρὶν ἀπὸ τὴν σύλληψί του. Εἶδε ὅτι τὸ προσκέφαλό του εἶχε πιάσει φωτιά. Καὶ γύρισε καὶ εἶπε στοὺς συντρόφους του· θὰ καῶ ζωντανός.
(Καὶ ἐπιμενόντων τῶν ζητούντων αὐτόν μετέβη εἰς ἕτερον ἀγρίδιον) Καὶ καθὼς οἱ ἔρευνες γίνονταν πιὸ ἐπίμονες καὶ πλησίαζαν στὸ μέρος ποὺ κρυβόταν, ὁ Πολύκαρπος ἔφυγε καὶ πῆγε σ᾽ ἕνα ἄλλο ἀγρόκτημα. Καὶ μόλις ἔφυγε, ἔφθασαν ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ζητοῦσαν. Καὶ μὴ ἔχοντάς τον βρεῖ, ἔπιασαν δύο παιδιὰ ποὺ δούλευαν στὸ κτῆμα ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ ἕνα ἀφοῦ τὸ βασάνισαν ὡμολόγησε. Ἄλλωστε ἦταν ἀδύνατο νὰ ξεφύγη, διότι ἐκεῖνοι ποὺ τὸν εἶχαν προδώσει ἦταν γνωστοί του. Καὶ ὁ εἰρήναρχος, ποὺ εἶχε τὸ ἴδιο μὲ τὸν Πολύκαρπο ὄνομα καὶ τὸν ἔλεγαν ἐπίσης καὶ Ἡρώδη, βιαζόταν νὰ τὸν μπάση στὸ ἀμφιθέατρο, ἔτσι ποὺ ὁ μὲν Πολύκαρπος νὰ τελειωθῆ, γινόμενος κοινωνὸς τοῦ Χρίστου, οἱ δὲ καταδότες του νὰ πάρουν τὴν τιμωρία τοῦ Ἰούδα.
(Ἔχοντες οὖν τὸ παιδάριον, τῇ παρασκευῇ περὶ δείπνου ὥραν ἐξῆλθον) Ἔχοντας, λοιπόν, ὁδηγὸ τὸ παιδί, ἡμέρα Παρασκευὴ καὶ κατὰ τὸ σούρουπο, βγῆκαν οἱ στρατιῶτες τῆς καταδιώξεως μὲ καβαλλάρηδες, ἁρματωμένοι σὰν σὲ πόλεμο καὶ ὡς ἐπὶ ληστὴν τρέχοντες. Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ ἔκαμαν ἕφοδο στὸ μέρος ποὺ βρισκόταν καὶ τὸν βρῆκαν στὸ ὑπερῶο, ξαπλωμένον σ᾽ ἕνα δωμάτιο. Καὶ ἀπὸ κεῖ θὰ μποροῦσε νὰ φύγη, ἀλλὰ εἶχε ἀρνηθῆ, λέγοντας· τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γενέσθω. Ὅταν, λοιπόν, τοὺς ἄκουσε, κατέβηκε κι ἔπιασε κουβέντα μαζί τους. Καὶ ἀπόρησαν βλέποντας τὴν εὐστάθεια τῆς μεγάλης του ἡλικίας καὶ τὴ βιασύνη νὰ συλληφθῆ τόσο γέρος ἄνθρωπος. Εὐθύς, λοιπόν, πρόσταξε νὰ τοὺς βάλουν νὰ φᾶνε καὶ νὰ πιοῦν ὅσο θέλουν καὶ τοὺς παρακάλεσε νὰ τοῦ ἐπιτρέψουν στὸ μεταξὺ νὰ προσευχηθῆ ἄνετα. Ἐκεῖνοι τοῦ τὸ ἐπέτρεψαν καὶ ἔπιασε καὶ προσευχήθηκε πλημμυρισμένος ἀπὸ τὴ Χάρι τοῦ Θεοῦ δύο ὁλόκληρες ὧρες, ἔτσι ποὺ θαμπώθηκαν οἱ στρατιῶτες καὶ μερικοὶ ἀπ᾽ αὐτοὺς μετάνοιωσαν ποὺ εἶχαν ἔλθει νὰ πιάσουν ἕνα τέτοιο θεόπρεπο γέροντα.
(Ἐπεὶ δέ ποτε κατέπαυσεν τὴν προσευχήν) Ὅταν κάποια φορᾶ τελείωσε τὴν προσευχή, στὴν ὁποία μνημόνευσε ὅλους ὅσοι εἶχαν ἔλθει σὲ συνάφεια μαζί του, μικροὺς καὶ μεγάλους, ἔνδοξους καὶ ἄσημους καὶ ὅλη τὴν καθολικὴ Ἐκκλησία ποὺ ἁπλώνεται στὴν οἰκουμένη, καὶ ἦλθε ἠ ὥρα νὰ βγοῦν, τὸν ἔβαλαν πάνω σ᾽ ἕνα ὄνο καὶ τὸν ἔφεραν στὴν πόλι, ξημερώματα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Καὶ στὸν δρόμο τὸν προϋπάντησε ὁ εἰρήναρχος Ἡρώδης μὲ τὸν πατέρα του τὸν Νικήτη ποὺ τὸν ἔβαλαν νὰ καθίση δίπλα τους στὸ ἁμάξι τους, κι ἄρχισαν νὰ προσπαθοῦν νὰ τὸν μεταπείσουν, λέγοντας.
› (Τί γὰρ κακόν ἐστιν εἰπεῖν· Κύριος καῖσαρ) Μὰ εἶναι τόσο κακὸ νὰ πῆς: Κύριος εἶναι ὁ Καῖσαρ; Εἶναι τόσο σπουδαῖο πράγμα νὰ θυσιάσης στοὺς θεοὺς καὶ νὰ κάνης ὅλους τους ὑπολοίπους τύπους, προκειμένου νὰ γλυτώσης τὴν ζωή σου;
Ἐκεῖνος στὴν ἀρχὴ σώπαινε, ἀλλὰ ὅταν εἶδε ὅτι ἐπέμεναν ἀποκρίθηκε.
› Δὲν πρόκειται νὰ κάμω αὐτὰ ποὺ μὲ συμβουλεύετε.
Τότε ἐκεῖνοι, βλέποντας πὼς τοῦ κάκου πῆγαν τὰ λόγια τους, τὸν περιέλουσαν μὲ βρισιὲς καὶ τὸν γκρέμισαν ἀπὸ τὸ ἁμάξι, ἔτσι ποὺ πέφτοντας νὰ πληγωθῆ στὸ πόδι. Καὶ χωρὶς νὰ τοὺς πεῖ οὔτε λέξι, σὰν νὰ μὴν εἶχε πάθει τίποτε, πορευόταν ὁλοπρόθυμα, ὁδηγούμενος στὸ ἀμφιθέατρο, ὅπου γινόταν τέτοια ὀχλοβοή, ὥστε νὰ μὴ μπορῆ νὰ κρυφθῆ ἡ φωνὴ κανενός,
(Τῷ δὲ Πολυκάρπῳ εἰσιόντι εἰς τὸ στάδιον) Ἀλλὰ στὸν Πολύκαρπο καθὼς ἔμπαινε στὸ ἀμφιθέατρο ἀκούσθηκε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ ἔλεγ· Ἴσχυε, Πολύκαρπε, καὶ ἀνδρίζου. Καὶ ἐκεῖνον ποὺ μίλησε κανένας δὲν τὸν εἶδε, ἄλλα τὴν φωνὴ τὴν ἄκουσαν οἱ δίκοι μας ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ. Ὅταν, λοιπόν, ὡδηγήθηκε ἐκεῖ, ἔγινε μεγαλύτερη ἡ ὀχλοβοή, διότι ὁ λαὸς ἔμαθε ὅτι ὁ Πολύκαρπος εἶχε συλληφθῆ. Στεκόμενον μπροστὰ στὸ βῆμα του, ὁ ἀνθύπατος ἄρχισε νὰ τὸν ἀνακρίνη. Πρῶτα τὸν ρώτησε ἂν ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Πολύκαρπος καὶ σὰν ἐκεῖνος τὸ ἐβεβαίωσε, βάλθηκε ὁ ἀνθύπατος νὰ τὸν πείση ν᾽ ἀρνηθῆ τὴν πίστι του, λέγοντας· Λυπήσου τὰ χρόνια σου καὶ ἄλλα παρόμοια ποὺ συνηθίζουν οἱ ἐθνικοὶ δικασταί, ὅπως: Ἀναγνώρισε τὴ θεία δύναμι τοῦ Καίσαρος, ἄλλαξε γνώμη, πὲς· Νὰ λείψουν οἱ ἄθεοι.
(Ὁ δὲ Πολύκαρπος ἐμβριθεῖ τῷ προσώπῳ εἰς πάντα τὸν ὄχλον τὸν ἐν τῷ σταδίῳ ἀνόμων ἐθνῶν ἐμβλέψας καὶ ἐπισείσας αὐτοῖς τὴν χεῖρα, στενάξας τε καὶ ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εἶπε· Αἶρε τοὺς ἀθέους) Ὁ Πολύκαρπος τότε μὲ γαλήνια κι ἄτρομη ὄψη γυρόφερε τὸ βλέμμα στὶς κερκίδες ποὺ ἦσαν σκεπασμένες ἀπὸ τοὺς ἀνόμους ἐθνικούς, σήκωσε τὸ χέρι ἐναντίον τους μὲ τρομερὴ κίνησι, ἀναστέναξε καὶ ἀναβλέποντας τέλος στὸν οὐρανὸ εἶπε: Ἂς λείψουν οἱ ἄθεοι! Καὶ καθώς, ἐπιμένοντας ὁ ἀνθύπατος τοῦ ἔλεγε:
› Ἐξώμοσε, βρίσε τὸν Χριστὸ καὶ σ᾽ ἐλευθερώνω,
ἀποκρίθηκε ὁ Πολύκαρπος:
› Ὀγδόντα ἓξ χρόνια τὸν ὑπηρετῶ καὶ σὲ τίποτε δὲν μ᾽ ἔβλαψε. Πῶς μπορῶ, λοιπόν, νὰ ὑβρίσω τὸν βασιλέα καὶ σωτήρα μου;
(Ἐπιμένοντος δὲ πάλιν αὐτοῦ καὶ λέγοντος) Ἀλλὰ ὁ ἀνθύπατος ἐπέμενε, λέγοντας.
› Ἀναγνώρισε τὴν θεία δύναμι τοῦ Καίσαρος. Καὶ ὁ Πολύκαρπος ἀποκρίθηκε.
› Ζητεῖς νὰ ἀναγνωρίσω τὴν θεία δύναμι τοῦ αὐτοκράτορος καὶ ὑποκρίνεσαι ὅτι ἀγνοεῖς ποιός εἶμαι. Ἄκουσε, λοιπόν, καθαρὰ καὶ ξάστερα τὴν ἀπάντησί μου. Χριστιανός εἰμι. Εἶμαι χριστιανός. Κι ἂν θέλεις νὰ διδαχθῆς τὸν χριστιανισμό, δός μου καιρὸ νὰ σοῦ τὸν μάθω.
Τοῦ λέγει ὁ ἀνθύπατος.
› Πεῖσε τὸν ὄχλο. Καὶ ὁ Πολύκαρπος τοῦ ἀπαντᾶ.
› Ἐσένα σ᾽ ἀξίωσα τῶν λόγων μου. Διότι διδαχθήκαμε νὰ ἀποδίδουμε στὶς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες ποὺ ὑπάρχουν μὲ τὴν ἀνοχὴ τοῦ Θεοῦ τιμὴ τόση ὅση δὲν μᾶς ζημιώνει. Αὐτοὶ ἐδῶ ὅμως δὲν ἔχουν κανένα δικαίωμα ν᾽ ἀκούσουν τὴν ἀπολογία μου.
Καὶ ὁ ἀνθύπατος τοῦ λέγει.
› Ἔχω θηρία, σ᾽ αὐτὰ θὰ σὲ ρίξω, ἂν δὲν ἀλλάξης γνώμη. Καὶ ὁ Πολύκαρπος ἀποκρίνεται.
› Φέρε τα· γλύστρημα γιὰ μᾶς ἀπὸ τὰ καλύτερα στὰ χειρότερα δὲν ἐπιτρέπεται. Ἀπεναντίας ἀπὸ τὰ χαλεπὰ μᾶς ἀρέσει νὰ ἀνεβαίνουμε στὰ δίκαια.
Καὶ ὁ ἀνθύπατος πάλι.
› Θα σὲ ἀνάψω σὰν λαμπάδα, ἂν δὲν σοῦ φαίνονται σκληρὴ τιμωρία τὰ θηρία, καὶ μείνης ἀμετανόητος.
Καὶ ὁ Πολύκαρπος τοῦ ἀπαντᾶ.
› Μ᾽ ἀπειλεῖς μὲ τὴν φωτιὰ ποὺ καίει γιὰ λίγη ὥρα κι ὑστέρα σβύνεται κι ἀγνοεῖς τὸ πῦρ τῆς μελλούσης κρίσεως κι αἰωνίας κολάσεως ποὺ φυλάγεται ἄσβυστο γιὰ τοὺς ἀσεβεῖς. Ἀλλὰ τί ἀργοπορεῖς; Κάμε ὅ,τι θέλεις.
(Ταῦτα δὲ καὶ ἕτερα πλείονα λέγων θάρσους καὶ χαρᾶς) Αὐτὰ κι ἄλλα ἀκόμα λέγοντας, ἦταν πλημμυρισμένος ἀπὸ θάρρος καὶ χαρὰ καὶ στὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ἡ θεία χάρις. Ὄχι μόνο δὲν εἶχαν καμμιὰ ἐπίδρασι πάνω του οἱ συμβουλὲς κι οἱ ἀπειλὲς ποὺ ἄκουε, ἀλλ᾽ ἀπεναντίας σάστισε ὁ ἀνθύπατος. Ἔστειλε τότε τὸν κήρυκά του στὴν μέση τοῦ στίβου νὰ φωνάξη τρεῖς φορές.
› Ὁ Πολύκαρπος ὡμολόγησε ὅτι εἶναι χριστιανός.
Μόλις τ᾽ ἄκουσε ὁ ὄχλος τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ τῶν Ἰουδαίων ποὺ εἶχαν μαζευθῆ ἐκεῖ ἀπ᾽ ὅλη τὴ Σμύρνη ξέσπασε σὲ κραυγὲς φωνάζοντας ἄγρια.
› Αὐτὸς εἶναι ὁ τῆς Ἀσίας διδάσκαλος, ὁ πατὴρ τῶν χριστιανῶν, ὁ χαλαστὴς τῶν θεῶν μας, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔμαθε πολλοὺς νὰ μὴ προσκυνοῦν καὶ νὰ μὴ θυσιάζουν.
Καὶ φώναζαν στὸν ἀσιάρχη Φίλιππο ν᾽ ἀμολήση πάνω στὸν Πολύκαρπο ἕνα λέοντα. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε ὅτι δὲν εἶχε τέτοιο δικαίωμα, διότι παρόμοια θεάματα εἶχαν δοθῆ καὶ τελειώσει πιὰ τὶς προηγούμενες ἡμέρες. Τότε ὅλοι μὲ μία φωνὴ ζήτησαν νὰ ριχθῆ στὴ φωτιὰ ὁ Πολύκαρπος. Διότι ἐπέπρωτο νὰ πραγματοποιηθῆ ἡ ὀπτασία ποὺ εἶχε δῆ, ὅταν εἶδε τὸ προσκέφαλο νὰ καίεται καὶ γύρισε καὶ εἶπε προφητικὰ στοὺς πιστοὺς ποὺ τὸν τριγύριζαν:
› Θὰ καῶ ζωντανός.
(Ταῦτα οὖν μετὰ τοσούτου τάχους ἐγένετο, θᾶττον ἢ ἐλέγετο) Ὅλα ἔγιναν μὲ τέτοια γρηγοράδα, ποὺ περισσότερη ὥρα κάνει κανεὶς νὰ τὰ διηγηθῆ. Οἱ ὄχλοι μάζεψαν ἀμέσως ἀπὸ τὰ γειτονικὰ ἐργαστήρια καὶ λουτρὰ ξύλα καὶ φρύγανα καὶ πρὸ παντὸς οἱ Ἰουδαῖοι ποὺ σὲ κάτι τέτοιες περιστάσεις συνήθως εἶναι οἱ πιὸ πρόθυμοι ἀπ᾽ ὅλους. Καὶ ὅταν ἑτοιμάσθηκε ἡ πυρά, ἔβγαλε ὅλα τὰ ροῦχα του, ξεζώσθηκε κι ἔσκυψε νὰ βγάλη καὶ τὰ ὑποδήματά του, πράγμα ποὺ ἔκαμε γιὰ πρώτη φορά, διότι πάντα ἔσπευδαν τὰ πνευματικά του παιδιὰ νὰ τὸν ὑπηρετοῦν σ᾽ αὐτὸ ἁμιλλώμενα ποιό πρῶτο νὰ τὸν ἀγγίξη. Τόση μεγάλη ἀρετὴ τὸν στόλιζε πρὶν ἀπὸ τὸ μαρτύριο. Εὐθύς, λοιπόν, τὸν τύλιξαν μὲ τὰ σίδερα ποὺ χρησιμοποιοῦνται στοὺς καταδικασμένους νὰ πεθάνουν πάνω στὴν πυρά. Κι ἐνῶ πήγαιναν νὰ τὸν καρφώσουν, εἶπε:
› Ἀφῆστε με ἔτσι. Ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἔσπρωξε ἕως τὴ φωτιά, θὰ μ᾽ ἀξιώση καὶ χωρὶς τὰ καρφιά σας νὰ μείνω ἀσάλευτος πάνω της.
(Οἱ δὲ οὐ καθήλωσαν μέν, προσέδησαν δὲ αὐτόν) Ἔτσι δὲν τὸν κάρφωσαν, ἄλλα τὸν ἔδεσαν μονάχα. Καὶ ἐκεῖνος ἑνώνοντας πίσω στὴν ράχη τὰ χέρια του καὶ ἀφήνοντας νὰ τὰ δέσουν, σὰν κάποιο διαλεχτὸ κριάρι ποὺ προσφέρεται ἀπὸ ὁλόκληρο κοπάδι, ὁλοκαύτωμα εὐάρεστο στὸν Θεό, σήκωσε τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε:
› Κύριε, ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ, ὁ πατέρας τοῦ ἀγαπητοῦ καὶ εὐλογητοῦ παιδιοῦ σου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖον σὲ γνωρίσαμε βαθειά, ὁ Θεὸς τῶν ἀγγέλων καὶ δυνάμεων καὶ πάσης τῆς κτίσεως καὶ ὅλων τῶν δικαίων ποὺ ζοῦν ἐνώπιόν σου, σ᾽ εὐχαριστῶ ποὺ μ᾽ ἀξιώνεις μ᾽ αὐτὴ τὴν ἡμέρα καὶ τὴν ὥρα, ὥστε νὰ συγκαταριθμηθῶ στοὺς μάρτυρές σου ποὺ ἤπιαν ἀπὸ τὸ ποτήριον τοῦ Χριστοῦ σου εἰς ἀνάστασιν ζωῆς αἰωνίας τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος μέσα στὴν ἀφθαρσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἴθε νὰ γίνω δεκτὸς ἀνάμεσα στοὺς μάρτυρές σου σήμερα σὲ μία θυσία πλούσια κι εὐπρόσδεκτη, ὅπως προετοίμασες καὶ προφανέρωσες κι ἐξεπλήρωσες, ὁ ἀληθινὸς καὶ ἄψευδὴς Θεός. Γι᾽ αὐτὸ καὶ γιὰ ὅλα σὲ αἰνῶ, σὲ εὐλογῶ, σὲ δοξάζω διὰ τοῦ αἰωνίου καὶ ἐπουρανίου ἀρχιερέως Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀγαπητοῦ σου υἱοῦ, διὰ τοῦ ὁποίου σὲ σένα μαζί του καὶ μαζὶ μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἀπονέμεται δόξα καὶ τώρα καὶ στοὺς μέλλοντες αἰῶνες. Ἀμήν.
(Ἁναπέμψαντος δὲ αὐτοῦ τὸ ἀμὴν καὶ πληρώσαντος τὴν εὐχήν) Ἀφοῦ ἀνέπεμψε τὸ Ἀμὴν καὶ τελείωσε τὴν προσευχή του, ἔβαλαν οἱ ἐντεταλμένοι φωτιὰ στὰ ξύλα καὶ τὰ φρύγανα. Τότε ξεπήδησε μεγάλη φλόγα καὶ εἴδαμε ἕνα θαῦμα σ᾽ ὅσους ἀπὸ μᾶς δόθηκε νὰ τὸ δοῦμε. Οἱ ὁποῖοι καὶ φυλαχθήκαμε σῶοι γιὰ νὰ τὸ ἀναγγείλουμε καὶ στοὺς λοιπούς. Οἱ φλόγες, λοιπόν, ἔφτιαξαν ἕνα εἶδος καμάρας, σὰν πανὶ καραβιοῦ φουσκωμένο ἀπὸ τὸν ἄνεμο καὶ περιτείχισαν κυκλοτερὰ τὸ σῶμα τοῦ μάρτυρος. Κι αὐτὸς ἦταν στὸ κέντρο ὄχι σὰν σάρκα καιόμενη, ἀλλὰ σὰν ψωμὶ ποὺ ψήνεται στὸ φοῦρνο ἢ σὰν χρυσάφι ἢ σὰν ἀσῆμι ποὺ πυρώνεται στὸ καμίνι. Καὶ μᾶς ἦλθε τέτοια εὐωδία, σὰν ἀπὸ λιβάνι ἢ ἀπὸ κάποιο ἄλλο, ἀκριβὸ θυμίαμα.
(Πέρας γοῦν ἰδόντες οἱ ἄνομοι) Στὸ τέλος βλέποντας οἱ ἄνομοι ὅτι τὸ σῶμα του δὲν τὸ ἄγγιζε ἡ φωτιά, πρόσταξαν ἕνα κομφέκτορα νὰ τὸν χτυπήση μὲ τὸ ξίφος του. Καὶ σὰν τὸν χτύπησε, ἔτρεξε αἷμα τόσο ποὺ ἔσβησε τὴν φωτιὰ κι ὁ ὄχλος θαύμασε τὴν τόση διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στοὺς ἄπιστους καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἦταν καὶ ὁ ὑπερθαύμαστος Πολύκαρπος ποὺ ὑπῆρξε στὸν καιρό μας διδάσκαλος ἀποστολικὸς καὶ μὲ προφητικὸ χάρισμα καὶ ἐπίσκοπός τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας στὴν Σμύρνη. Διότι κάθε λόγος ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα του, καὶ πραγματοποιήθηκε καὶ θὰ πραγματοποιηθῆ.
(Ὁ δὲ ἀντίζηλος καὶ βάσκανος καὶ πονηρός, ὁ ἀντικείμενος τῷ γένει τῶν δικαίων) Ὅσο γιὰ τὸν ἀντίζηλο καὶ βάσκανο καὶ πονηρὸ ἐχθρὸ τῶν δικαίων, σὰν εἶδε τὸ μεγαλοπρεπὲς τέλος τοῦ Πολυκάρπου καὶ τὴν ἀνέκαθεν ἀνεπίληπτη ζωή του, σὰν τὸν εἶδε στεφανωμένον μὲ τὸν στέφανο τῆς ἀφθαρσίας καὶ βραβευμένον ἀναντίρρητα, βρῆκε τρόπο νὰ μὴν πάρουμε μήτε τὸ σκήνωμά του, ποὺ τόσοι καὶ τόσοι ἀνάμεσα στοὺς πιστοὺς ἤθελαν νὰ τὸ ἀποκτήσουν. Ὑπέβαλε, λοιπόν, στὸν Νικήτη, τὸν πατέρα τοῦ Ἡρώδη καὶ ἀδελφὸ τῆς Ἄλκης, νὰ παρακαλέση τὸν ἄρχοντα νὰ μὴ μᾶς παραδώση τὸ σῶμα. Καὶ διετύπωσε τὴν δικαιολογία ὅτι ὑπῆρχε φόβος, ἂν ἄφηνε τὸ λείψανο, νὰ παρατήσουν τὸν ἐσταυρωμένο καὶ νὰ λατρεύουν αὐτό. Αὐτὲς τὶς ἰδέες τὶς ὑπέβαλλαν καὶ τὶς ἐνίσχυαν οἱ ἰουδαῖοι, ποὺ ἐξ ἄλλου μᾶς φύλαγαν μὴ πάρουμε τὸ σῶμα, μὴ ξέροντας ὅτι οὔτε τὸν Χριστὸ ποτὲ θὰ μπορέσουμε νὰ ἐγκαταλείψουμε, ποὺ ἔπαθε ὁ ἄμωμος γιὰ τὴν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου οὔτε ἄλλον νὰ λατρεύουμε. Αὐτὸν τὸν προσκυνοῦμε, διότι εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς μάρτυρες ὡς μαθητὰς καὶ μιμητὰς τοῦ Κυρίου τοὺς ἀγαποῦμε ἄξια, διότι εὐνοήθηκαν ἀπερίγραπτα ἀπὸ τὸν βασιλέα καὶ διδάσκαλό τους. Εἴθε κι ἐμεῖς νὰ γίνουμε κοινωνοί τους καὶ συμμαθηταί τους.
(Ἰδὼν οὖν ὁ κεντυρίων τὴν τῶν ἰουδαίων γενομένη φιλονικείαν) Ὅταν, λοιπόν, εἶδε ὁ ἑκατόνταρχος τὴν κακὴ διάθεσι τῶν Ἰουδαίων, ἔβαλε τὸ λείψανο στὴν μέση καὶ κατὰ τὴν συνήθεια τῶν εἰδωλολατρῶν τὸ ἔκαψε. Ἔτσι ἐμεῖς κατόπιν μαζέψαμε τὰ ἄκριβωτερα ἀπὸ πέτρες πολύτιμες καὶ καθαρώτερα ἀπὸ χρυσάφι ὀστᾶ του καὶ τὰ ἀποθέσαμε σὲ κατάλληλο τόπο. Ἐκεῖ θὰ συναζόμαστε μ᾽ ἀγαλλίασι καὶ χαρὰ καὶ θὰ γιορτάζουμε τὴν γενέθλια ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου του, μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, γιορτάζοντας τὴν μνήμη ἐκείνων ποὺ ἄθλησαν καὶ δυναμώνοντας τὶς ψυχές μας γιὰ νέα μαρτύρια.
(Τοιαῦτα τὰ κατὰ τὸν μακάριον Πολύκαρπον) Αὐτὰ σχετικὰ μὲ τὸν μακάριο Πολύκαρπο, ποὺ μαζὶ μ᾽ ἐκείνους ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὴν Φιλαδέλφεια μαρτύρησε δωδέκατος στὴν Σμύρνη καὶ ἡ μνήμη τοῦ ξεχωρίζει ἀπ᾽ ὅλων τῶν ἄλλων καὶ ἀναφέρεται σὲ κάθε τόπο ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ὁ Πολύκαρπος δὲν ὑπῆρξε μονάχα μεγάλος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ μάρτυς περιφανής, τοῦ ὁποίου τὸ μαρτύριο ὅλοι θέλουν νὰ μιμηθοῦν, διότι ἔγινε σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Πολέμησε μὲ τὴν ὑπομονὴ τὸν ἄρχοντα τῆς ἀδικίας κι ἔτσι παίρνοντας τὸν στέφανο τῆς ἀφθαρσίας, μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους κι ὅλους τοὺς δικαίους ἀγάλλεται καὶ δοξάζει τὸν Θεὸ καὶ πατέρα παντοκράτορα καὶ εὐλογεῖ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν σωτήρα τῶν ψυχῶν μας καὶ κυβερνήτη τῶν σωμάτων μας καὶ ποιμένα τῆς καθολικῆς καὶ οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας.
(Ὑμεῖς μὲν οὖν ἠξιώσατε διὰ πλειόνων δηλωθῆναι ὑμῖν τὰ γενόμενα) Μᾶς ζητήσατε μὲ λεπτομέρειες νὰ σᾶς διηγηθοῦμε τὰ ὅσα συνέβησαν καὶ σὲ τοῦτο τὸ γράμμα μας σᾶς τὰ ἐκθέτουμε ὅλα, στέλνοντάς το σὲ σας μὲ τὸν ἀδελφό μας Μαρκίωνα. Ἀφοῦ, λοιπόν, τὸ διαβάσετε καὶ μάθετε ὅσα ἀναφέραμε, στεῖλτε το καὶ στοὺς παραπέρα ἀδελφοὺς γιὰ νὰ δοξάζουν κι ἐκεῖνοι τὸν Κύριο ποὺ διαλέγει τοὺς δούλους του.
(Τῷ δὲ δυναμένῳ) Στὸν δὲ δυνάμενο νὰ μᾶς εἰσαγάγη μὲ τὴν χάρι του καὶ τὴν δωρεά του στὴν αἰωνία βασιλεία του διὰ τοῦ υἱοῦ του μονογενοῦς Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἂς εἶναι ἡ δόξα, ἡ τιμή, τὸ κράτος, ἡ μεγαλωσύνη στοὺς αἰῶνες. Χαιρετῆστε μας ὅλους τοὺς ἁγίους ἀδελφούς. Σᾶς χαιρετοῦν ὅλοι οἱ δικοί μας καὶ ὁ Εὐάρεστος ποὺ ἔγραψε τὸ γράμμα, μ᾽ ὅλη του τὴν οἰκογένεια.
(Μαρτυρεῖ δὲ ὁ μακάριος Πολύκαρπος μηνὸς Ξανθικοῦ δευτέρᾳ ἱσταμένου, πρὸ ἑπτὰ καλανδῶν Μαρτίου) Ὁ μακάριος Πολύκαρπος ἐμαρτύρησε τὸν μήνα Ξανθικό, στὴ δεύτερη μέρα, πρὶν ἀπὸ τὶς ἑπτὰ Μάρτιες καλάνδες, τὸ Μέγα Σάββατο καὶ ὥρα ὀγδόη. Συνελήφθη ἀπὸ τὸν Ἡρώδη, ὅταν ἀρχιερεὺς ἦταν ὁ Τραλλιανὸς Φίλιππος, ἀνθύπατος ὁ Στάτιος Κοδράτος, βασιλεὺς δὲ αἰώνιος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός· ᾯ ἡ δόξα, τιμή, μεγαλωσύνη, θρόνος αἰώνιος ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεάν.
Ἀμήν.
(Πηγή: «ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ», Βασιλείου Μουστάκη, «Ἀποστολικοὶ Πατέρες», ἐκδ. «ΑΣΤΗΡ», Ἀθῆναι 1986, σελ. 230-249, Χριστιανική Βιβλιογραφία)
«Ο άγιος Πολύκαρπος μαθήτευσε στον Θεολόγο και Ευαγγελιστή Ιωάννη μαζί με τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο. Μετά τον Βουκόλο, τον αγιότατο επίσκοπο Σμύρνης, χειροτονήθηκε από τους επισκόπους, αφού είχε προφητεύσει την είσοδό του στην ιερωσύνη ο μακάριος Βουκόλος. Συνελήφθη κατά τον διωγμό του Δεκίου και οδηγήθηκε στον ανθύπατο. Έκανε τον μαρτυρικό αγώνα του μέσα από τη φωτιά και έγινε δημιουργός εξαίσιων θαυμάτων. Διότι και προ της ιερωσύνης του γέμισε με την προσευχή του τις αποθήκες σίτου της γυναίκας που τον έθρεψε, τις οποίες προηγουμένως είχε αδειάσει για να καλύψει τις ανάγκες των πτωχών. Κι ακόμη σταμάτησε την ορμή μιας πυρκαϊάς, μετά την ανάρρησή του στην ιερωσύνη, όπως και με την ικεσία του προς τον Κύριο κατέβασε βροχή στην ξεραμένη γη και πάλι τη σταμάτησε, όταν έβρεχε διαρκώς. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία.»
Η χριστοκεντρικότητα της ζωής του αγίου Πολυκάρπου είναι το κύριο στοιχείο που θίγει η υμνολογία της εορτής του. Αξιοποιώντας ο υμνογράφος το ίδιο το όνομά του: Πολύκαρπος, βλέπει τον άγιο ως το πολύκαρπο στάχυ, που βλάστησε από τον σπόρο που φύτευσε στη γη ο Χριστός, όπως και ως το πολύκαρπο κλήμα που προεκτείνει την άμπελο Χριστό. Ήδη από τα πρώτα στιχηρά του εσπερινού ακούμε: «Όταν ο καρπός της Παρθένου και πηγή ζωής σπόρος έπεσε στη γη, τότε βλάστησε σένα ως πολύκαρπο στάχυ» («Ότε της Παρθένου ο καρπός και ζωαρχικώτατος σπόρος εις γην ενέπεσε, τότε σε πολύκαρπον στάχυν εβλάστησε»)∙ «Όταν υψώθηκε πάνω στο ξύλο του Σταυρού η αληθινή άμπελος που κρεμάστηκε, τότε άπλωσε εσένα ως κατάκαρπο κλήμα, που κόπηκε από το δρεπάνι του σεπτού μαρτυρίου» («Ότε επί ξύλου τουο Σταυρού, η αληθινή κρεμασθείσα υψώθη άμπελος, τότε σε κατάκαρπον κλήμα εξέτεινε, τη δρεπάνη τεμνόμενον σεπτού μαρτυρίου»). Ο υμνογράφος με άλλα λόγια κατανοεί τον άγιο Πολύκαρπο όχι ως ένα ήρωα απλώς της πίστεως, αλλά ως προέκταση της ζωής και της σταυρώσεως του Κυρίου, ως τίμιο μέλος του αγίου σώματός Του, ως ένα με Εκείνον, συνεπώς στο πρόσωπο του αγίου Πολυκάρπου βλέπει τον ίδιο τον Κύριο.
Γι’ αυτό και επιμένει στην πραγματικότητα αυτή και με άλλες εικόνες. Στην α΄ ωδή για παράδειγμα παρουσιάζει τον άγιο ως μία στήλη που έχει γραμμένο πάνω της όχι με μελάνι, αλλά με το Πνεύμα του Θεού, το Ευαγγέλιο της θείας χάρης. Ο άγιος Πολύκαρπος είναι ένα ζωντανό ευαγγέλιο: και μόνο βλέποντάς τον είναι σα να βλέπει κανείς τη ζωή του Χριστού. «Νόμου καινού στηλογραφία συ γέγονας, εγγεγραμμένον έχουσα, Πάτερ, ου μέλανι, αλλά Πνεύματι θείω, της χάριτος της θείας το Ευαγγέλιον». Η επισήμανση εν προκειμένω του αγίου Θεοφάνη του υμνογράφου, ότι με το Πνεύμα του Θεού είναι γραμμένο στον άγιο το ευαγγέλιο, ότι δηλαδή με το Πνεύμα του Θεού φανερώνει τον Χριστό, είναι εξόχως σημαντική. Διότι μας θυμίζει ότι κανείς δεν γνωρίζει και δεν συνδέεται με τον Χριστό, ερήμην του αγίου Πνεύματος, συνεπώς εκτός της Εκκλησίας. Μόνον ο εν τη Εκκλησία ζων και ενεργούμενος από το Πνεύμα το Άγιον μπορεί να είναι και με τον Χριστό. «Ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω» κατά τον λόγο και του αποστόλου Παύλου.
Ο άγιος Θεοφάνης δεν παύει να τονίζει - εκτός βεβαίως της μαθητείας του Πολυκάρπου στον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο, από τον οποίο, λέγει, ότι δέχτηκε και τα ρείθρα της ζωής σαν από χείμαρρο: «Δέχτηκες το ρείθρο της ζωής σαν από χείμαρρο τρυφής, όσιε, γιατί μαθήτευσες στον αγαπημένο μαθητή που άντλησε από τον Χριστό την άβυσσο της σοφίας» (ωδή ε΄) – και το μαρτύριο αίματος του αγίου. Δεν πρέπει μάλιστα να ξεχνάμε ότι το μαρτύριο του αγίου Πολυκάρπου καταγράφηκε απαρχής σ’ ένα μικρό κείμενο, λίγο μετά την αποτομή της κεφαλής του, από ένα Σμυρναίο χριστιανό, ονόματι Μαρκίωνα, και επέδρασε καταλυτικά στη μετέπειτα Παράδοση της Εκκλησίας ως προς την κατανόηση γενικώς του μαρτυρίου και της θεολογίας αυτού. Το μαρτύριο λοιπόν του αγίου τονίζεται επαρκώς από τον άγιο υμνογράφο. Δίνει όμως και τις βαθύτερες διαστάσεις του: ο άγιος Πολύκαρπος μαρτύρησε βεβαίως, αλλά προ του μαρτυρίου του ήδη μαρτυρούσε ως προς τη συνείδησή του, δηλαδή τηρώντας τις εντολές του Κυρίου. Που σημαίνει: κανείς δεν φτάνει στο σημείο ολοκληρωτικής θυσίας, χωρίς να είναι έτοιμος εσωτερικά γι’ αυτό. «Πρόσφερες ολόκληρο τον εαυτό σου στον Χριστό, σαν ζωντανή θυσία, με την άσκηση του μαρτυρίου σου, παμμακάριε, αφού προηγουμένως προαθλήθηκες στο μαρτύριο της συνειδήσεως» («Ολόκληρον σαυτόν Χριστώ προσήγαγες ως ζώσαν θυσίαν τω μαρτυρίω, συνειδήσεως μαρτύριον προαθλήσας, παμμάκαρ, δι’ ασκήσεως») (ωδή γ΄). Κι ακόμη: Πριν ριχτεί στη φωτιά για να καεί, έκαιγε μέσα του η φλόγα της δόξας του αγίου Πνεύματος. Συνεπώς η αισθητή φωτιά ολοκλήρωσε την τελείωσή του που ήδη βρισκόταν σε εξελικτική πορεία διά του Πνεύματος του Θεού. «Με λαμπρό τον νου από τη δόξα του αγίου Πνεύματος, όσιε, σαν να φλεγόσουν, για να το πούμε συμβολικά, από τη φωτιά Εκείνου, μυήθηκες σαφώς στην τελείωσή σου, θεόφρον, μέσα από την αισθητή φωτιά» («Αίγλη του Πνεύματος συ καταλαμπόμενος τον νουν, όσιε, συμβολικώς, πυρί φλεγομένω, σαφώς εμυήθης την διά πυρός σου, θεόφρον, τελείωσιν») (ωδή ε΄).
Δεν παραξενευόμαστε λοιπόν που η υμνολογία μας αφενός στέκεται με σεβασμό απέναντι στο παράδοξο: να βλέπει σε βαθύ γήρας νεανική ανδρεία και υψηλό φρόνημα («Επέδειξες νεανική ανδρεία σε βαθύτατο γήρας, με τη δύναμη του Σταυρού, και ανάστησες το φρόνημά σου για τους θείους αγώνες») (ωδή η΄), δείγμα ότι τα νειάτα δεν βρίσκονται πρωτίστως στην ηλικία αλλά στην καρδιά, αφετέρου τον παραλληλίζει με τους αγίους τρείς παίδας εν τη καμίνω και τον χαρακτηρίζει «αγγέλων ισοστάσιον και αποστόλων σύσκηνον» (εξαποστειλάριον). «Με στέρεο λογισμό μπήκες μέσα στην καιόμενη φλόγα, ένδοξε, όπως οι τρεις παίδες που δρόσισαν το καμίνι με την άυλη φωτιά» («Στερρώ λογισμώ καιομένης της φλογός επέβης, ένδοξε, ως οι τρεις παίδες οι την κάμινον πυρί αϋλω δροσίσαντες») (ωδή ζ΄).
(Πηγή: «Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΜΥΡΝΗΣ (23 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ)», π. Γεώργιος Δορμπαράκης, Ακολουθείν)
Ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος - Κατὰ τῆς βλασφημίας
Συνιστῶ σὲ ὅλους, ἀγαπητοί μου, μετὰ τὴν ἁγία Γραφή, μετὰ τὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἱερὰ Σύνοψι, νὰ ἀγαπᾶτε ἕνα βιβλίο ποὺ οἱ πρόγονοί μας τὸ ἀγαποῦσαν πολύ. Εἶνε ὁ Συναξαριστής, ποὺ ἱστορεῖ τοὺς βίους τῶν ἁγίων. Νὰ ἐντρυφᾶτε στὶς σελίδες του.
Ἐδῶ θὰ ποῦμε λίγα λόγια γιὰ τὸν ἅγιο Πολύκαρπο, ποὺ ἑορτάζει σήμερα.
* * *
Ὁ ἅγιος Πολύκαρπος γεννήθηκε τὸ 60 μ.Χ. στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὴν ἀλησμόνητη Σμύρνη. Καὶ ποῦ ἀκριβῶς; Μέσα στὴ φυλακή! Ἡ μητέρα του ἦταν Χριστιανή, ὡμολόγησε μὲ παρρησία τὴν πίστι, καὶ συνελήφθη. Ἦταν τότε ἔγκυος καὶ φυλακίστηκε ἑτοιμόγεννη, μαζὶ μὲ ἄλλους. Προσπάθησαν νὰ τὴ μεταπείσουν, ἀλλ᾿ αὐτὴ παρέμεινε ἀκλόνητη. Μέσα ἐκεῖ λοιπὸν γέννησε τὸν ἅγιο Πολύκαρπο, καὶ ὕστερα ἀπὸ δύο μέρες μαρτύρησε.
Νεογνὸ τὸν πῆρε μία εὐλαβὴς Χριστιανή, τὸν υἱοθέτησε καὶ τὸν ἀνέθρεψε. Τοῦ διηγεῖτο γιὰ τὴ γλυκειά του μάνα, ποὺ μαρτύρησε μέσ᾿ στὶς φυλακές. Τὸν πότισε μὲ τὸ νέκταρ καὶ τὸ γάλα τῆς ἁγίας μας πίστεως.
Αὐτὰ σ᾿ ἐμᾶς φαίνονται παραμύθια. Οἱ Χριστιανοὶ ἐκεῖνοι ἦταν ἀετοὶ καὶ πετοῦσαν πολὺ ψηλά. Ἂν στὴ θέσι τῆς μητέρας του ἦταν καμμιὰ ἄλλη γυναίκα, θὰ ἔλεγε· Ἐγὼ τώρα εἶμαι ἔγκυος· ἔχω ἄντρα, περιμένω παιδί· ἐγὼ νὰ μαρτυρήσω; ἂς πᾶνε ἄλλοι… Ἐκεῖνοι πάνω ἀπὸ τὰ νεογνὰ καὶ τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς γονεῖς, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, εἶχαν τὸ Χριστό. Αὐτὸς ἦταν ὁ μεγάλος ἔρωτας τῆς ψυχῆς τους.
Εἶνε λοιπὸν ἁγία ἡ μητέρα, καὶ ὁ Πολύκαρπος παιδὶ ἁγίων. Σήμερα τί παιδιὰ νὰ βγοῦν; Ἀπὸ ποιές μῆτρες νὰ βγοῦνε ἅγιοι; Δὲν εἶνε ἁγιασμένες οἱ μῆτρες, δὲν εἶνε ἁγιασμένα τὰ παιδιά. Καὶ γεννιοῦνται τέρατα, τρομοκράτες, ἐγκληματίες. Καλὰ εἶπε ἕνας στάρετς, μεγάλος διδάσκαλος καὶ πνευματικὸς τῆς Ῥωσίας. Πῆγε καὶ τὸν ρώτησε ἕνας νέος· –Νὰ παντρευτῶ; Λέει ὁ στάρετς· –Νὰ τὸ σκεφτῶ· ἔλα τὴν ἄλλη βδομάδα. Ὅταν ἦρθε πάλι ὁ νέος τοῦ λέει ὁ ἀσκητής· –Πρέπει νὰ προσευχηθῶ ἀκόμα περισσότερο· εἶνε μεγάλο αὐτὸ ποὺ ζητᾷς, νὰ παντρευτῇς. Μετὰ δυὸ – τρεῖς ἑβδομάδες τοῦ λέει ὁ γέροντας· –Ἔκανα τὴν προσευχή μου, παρακάλεσα τὸ Θεό, καὶ σοῦ ἀπαντῶ· ἐὰν μπορῇς νὰ φέρῃς ἕναν ἅγιο στὸν κόσμο, νὰ παντρευτῇς.
Μεγάλα λόγια αὐτά· «Ἂν μπορῇς νὰ φέρῃς ἕναν ἅγιο, νὰ παντρευτῇς»· δηλαδή, ἂν δὲν μπορῇς νὰ φέρῃς ἕναν ἅγιο, ἀλλὰ βγάλῃς ἕναν ἀκόμη ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἀχρήστων ἢ καὶ ἐγκληματιῶν ἀνθρώπων, πού ᾿νε βάρος τῆς κοινωνίας καὶ ὅλοι καταριῶνται τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα ποὺ τὸν γέννησαν, νὰ μὴν παντρευτῇς. Δὲν εἶνε μικρὸ πρᾶγμα ὁ γάμος.
Ὁ Πολύκαρπος, μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας, γνώρισε ἀπὸ μικρὸς ἕνα μεγάλο διδάσκαλο, ποὺ ὅλους ἐμᾶς νὰ μᾶς πιάσῃς καὶ νὰ μᾶς στύψῃς δὲν φτειάνεις οὔτε τὸ νυχάκι του. Διδάσκαλός τους ἦταν ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής, ὁ ἠγαπημένος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ μας. Τὸν εἶχε κοντά του καὶ τὸν ἀγαποῦσε ὁ Ἰωάννης τὸ μικρὸ Πολύκαρπο.
Ἀργότερα ἔγινε ἀναγνώστης καὶ μελετοῦσε τὰς Γραφάς. Ἦταν ὑπόδειγμα στὴ ζωή του. Τακτικὸς μέσα στὴν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τότε δὲν ἦταν κτήρια· κατακόμβες ἦταν καὶ σπηλιές. Τέλος, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ὁ Πολύκαρπος διαδέχθηκε τὸν ἅγιο Βουκόλο καὶ ἔγινε ἐπίσκοπος Σμύρνης.
Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ἀνέβηκε στὸ θρόνο δὲν ἡσύχασε. Γι᾿ αὐτὸ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του τὸ ποίμνιο τῆς Σμύρνης αὐξήθηκε. Ἀλλ᾿ αὐτὸ προκάλεσε τὴν κακία καὶ τὸ φθόνο τῶν εἰδωλολατρῶν.
Ὅταν ἔγινε ὁ διωγμὸς τοῦ Δεκίου (τὸ 143 μ.Χ.), οἱ Χριστιανοὶ τὸν φυγάδευσαν σὲ ἐρημικὴ δασώδη περιοχή. Ἐκεῖ ἔμενε καὶ προσευχόταν. Ἀλλὰ κάτι παιδιά, ἀθῷα, τὸν μαρτύρησαν στὸ ἀπόσπασμα καὶ ἔτσι τὸν βρῆκαν. Παρουσιάστηκε ἐνώπιον τοῦ ἀνθυπάτου. Ἐκεῖνος τὸν διέταξε νὰ βλαστημήσῃ τὸ Χριστό, καὶ ὁ Πολύκαρπος ἀπήντησε μὲ λόγια ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσουμε:
› Ὀγδονταέξι χρόνια ὑπηρετῶ τὸ Χριστό, καὶ δὲν μοῦ ἔκανε κανένα κακό. Πῶς νὰ τὸν ἀρνηθῶ καὶ νὰ βλαστημήσω τὸν Σωτῆρα μου;
Βγῆκε ἡ ἀπόφασι νὰ τὸν ῥίξουν στὰ θηρία. Ἀλλά, περίεργο, τὰ θηρία δὲν τὸν πείραξαν. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι· ἐμεῖς πιστεύουμε, ὅτι ὁ ἅγιος ἔχει δύναμι ὑπερφυσική. «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ» (Ψαλμ. 67,36). Τότε ἀκούστηκε φωνή· Στὴ φωτιά! Πῆγαν νὰ τὸν δέσουν, ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν θέλησε. Πέφτοντας μέσα στὶς φλόγες ἔκανε τὴν προσευχή του. Καὶ ἡ φωτιὰ ἔκανε καμάρα! Ὅπως τὸ πανὶ τῆς βάρκας κολπώνεται ἀπὸ τὸν ἄνεμο, ἔτσι ἔκανε καὶ ἡ φωτιά, καὶ μέσα στὴν καμάρα ἐκείνη ἔμενε ἀβλαβής. Στὸ τέλος κάηκε, καὶ μιὰ εὐωδία σκορπίστηκε ἐκεῖ, σὰν νὰ καιγόταν λιβάνι.
Ἀπὸ τὸ ἅγιο σῶμα τοῦ Πολυκάρπου ἔμειναν μερικὰ ἅγια λείψανα, τὰ ὁποῖα περισυνέλεξαν οἱ Χριστιανοί.
Αὐτὸς ἦταν ὁ ἅγιος Πολύκαρπος· ἕνας ἅγιος τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων.
* * *
Ἀπὸ ὅλο τὸν βίο του, ἀγαπητοί μου, ἂς προσέξουμε τὴν ἀπάντησι ποὺ ἔδωσε· «Πῶς νὰ βλαστημήσω τὸν Σωτῆρα μου;». Δὲν θέλησε νὰ πῇ κακὸ λόγο γιὰ τὸ Χριστό, καὶ μαρτύρησε.
Ἐκεῖνος μπροστὰ στὰ θηρία καὶ στὴ φωτιὰ δὲν βλαστήμησε. Ἐμεῖς σήμερα; Ποιός μᾶς πιέζει κι ἀκούγονται βλαστήμιες μέρα – νύχτα; Δεξιὰ – ἀριστερά, μικροὶ – μεγάλοι, σὲ δρόμους καὶ πλατεῖες, σὲ στρατόπεδα καὶ σχολεῖα, παντοῦ. Βλαστημᾶνε καὶ οἱ γυναῖκες ἀκόμη! Ποιός μᾶς πιέζει; Μᾶς ἔβαλε κανεὶς τὸ μαχαίρι στὸ λαιμό; ποὺ καὶ τότε πάλι δὲν ἔπρεπε νὰ βλαστημήσουμε, ἂν εἴμαστε Χριστιανοί.
«Χριστιανοὶ» ποὺ βλαστημᾶτε, τί κακὸ μᾶς ἔκανε ὁ Χριστός; Ἢ μᾶλλον τί καλὸ δὲν μᾶς ἔκανε; Ὁ ἥλιος, ὁ ἀέρας, τὰ ποτάμια, ἡ θάλασσα, τὰ ἄστρα, τὰ δέντρα, ἡ ἀναπνοή μας, ἡ ζωή μας, κάθε τὶκ – τὰκ ποὺ κάνει ἡ καρδιά, τὰ πάντα εἶνε δῶρα του. Τί κακὸ μᾶς ἔκανε;
Τὸν βλαστημοῦμε, καὶ μακροθυμεῖ. Ἀλλὰ μέχρι πότε; Θὰ ἔρθῃ ἡ τιμωρία. Καὶ θά ᾿μαστε ἀναπολόγητοι τὴν ἡμέρα ἐκείνη.
Ἡ βλαστήμια εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη ἁμαρτία στὸν κόσμο. Οἱ ἄλλες ἁμαρτίες εἶνε παράβασι τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ· ἐνῷ ἡ βλαστήμια εἶνε ὕβρις τοῦ ἰδίου τοῦ νομοθέτου Θεοῦ, λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως ἔχουν ἀγριέψει ἐναντίον μας. Γιατί νὰ μᾶς ὑπηρετοῦν; Σὰν ν᾿ ἀκούω τὸν ἥλιο νὰ λέῃ· Χριστέ μου, ἄφησέ με νὰ πλησιάσω τὴ Γῆ νὰ τοὺς ζεματίσω. Καὶ ἡ θάλασσα νὰ λέῃ· Ἄφησέ με νὰ φουσκώσω τὰ κύματά μου νὰ τοὺς πνίξω. Καὶ ἡ φωτιὰ νὰ λέῃ· Ἄφησέ με νὰ τοὺς κάψω. Καὶ ἡ Γῆ νὰ λέῃ· Ἄφησέ με νὰ κάνω σεισμὸ μεγάλο νὰ τοὺς θάψω… Γι᾿ αὐτὸ θὰ ὑποστοῦμε τιμωρίες· δὲν θὰ μείνουν ἔτσι αὐτά.
Τὰ παλιὰ τὰ χρόνια οἱ ἄνθρωποι ἦταν εὐγνώμονες. Λίγο νερὸ ἔχουμε στὰ νησιά μας· δὲν ὑπάρχουν ἐκεῖ ποτάμια μεγάλα. Καὶ εἶδα τότε γεροντάκια σεβάσμια, ποὺ ἔπιναν ἕνα ποτήρι νερὸ κ᾽ ἔκαναν τὸ σταυρό τους. Εὐχαριστοῦσαν τὸ Θεὸ σὰν τὰ πουλάκια, ποὺ ὅταν πίνουν ὑψώνουν τὸ κεφαλάκι τους πρὸς τὰ ἐπάνω, σὰν νὰ λένε· Χριστέ, σ᾿ εὐχαριστῶ.
Σήμερα; Ἀχάριστοι. Καὶ ἰδού λοιπὸν τώρα ἡ τιμωρία· ἄρχισε ἡ ἀνομβρία! Καὶ ἂν συνεχιστῇ ἔτσι, θὰ ἔρθῃ μέρα ποὺ τὸ νερὸ θὰ μοιράζεται μὲ τὸ δελτίο. Μάλιστα. Γιὰ νὰ μάθῃς, ἄνθρωπε ἀχάριστε! Ὅπως ἔχω πεῖ χίλιες φορές, ἕνα σκύλο ἔχεις, τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο, κι ὁ σκύλος κουνάει τὴν οὐρὰ σὰν νὰ λέῃ· Ἀφέντη, σ᾿ εὐχαριστῶ. Κ᾿ ἐμεῖς, τὴ μπουκιὰ ἔχουμε στὸ στόμα καὶ τὸ Χριστὸ βλαστημᾶμε. Θὰ ποῦμε τὸ ψωμὶ ψωμάκι καὶ τὸ νερὸ νεράκι. Θὰ στερέψουν τὰ ποτάμια καὶ οἱ λίμνες.
Ἂς πάρουμε λοιπὸν τὸ δίδαγμα αὐτό. Καὶ ὅπως ἀπήντησε ὁ ἅγιος Πολύκαρπος, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς. Καὶ σὲ κάθε βλάστημο ποὺ ἀκούσετε, διαμαρτυρηθῆτε ν᾿ ἁγιάσῃ τὸ στόμα σας. Διαφορετικά, ἔχουμε ἁμαρτία. Δὲν ἁμαρτάνει μόνο αὐτὸς ποὺ βλαστημᾷ· ἁμαρτάνει καὶ ὅποιος ἀκούει τὸ βλάστημο καὶ μένει ἀδιάφορος.
Ὅταν ἤμουν στρατιωτικὸς ἱερεύς, μόλις μπῆκα μιὰ νύχτα στὸ στρατόπεδο, ἀκούω ἕνα στρατιώτη νὰ βλαστημάῃ τὰ θεῖα. Τί κακὸ σοῦ ἔκανε, τοῦ λέω, ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγιά; Ἂν σοῦ φταίῃ ἡ ἀδικία τοῦ κράτους, νὰ βλαστημήσῃς τὸ βασιλιᾶ, τὸν πρόεδρο τῆς κυβερνήσεως, τὸ λοχαγό σου. Ἄ, αὐτοὺς δὲν τολμᾷς! Δειλὲ ἄνθρωπε, τὸ Θεὸ βλαστημᾷς;
Θεέ μου, σὲ ποιόν αἰῶνα ζοῦμε! Θά ᾿πρεπε νὰ μὴν ὑπάρχῃ οὔτε ἕνας βλάστημος. Φταῖμε ὅλοι.
Ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου, ποὺ θυσιάσθηκε γιὰ νὰ μὴ βλαστημήσῃ, ἂς ἐλεήσῃ καὶ σώσῃ ὅλους μας· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Πηγή: Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὀποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν Παρασκευὴ 24-2-1989 πρωί, Ορθόδοξος Έλληνας Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης)
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τήν κλῆσιν τοῖς ἔργοις σου, ἐπισφραγίσας σοφέ, ἐλαία κατάκαρπος, ὤφθης ἐν οἴκῳ Θεοῦ, Πολύκαρπε ἔνδοξε∙ σύ γαρ ως Ἱεράρχης, καί στερρός Ἀθλοφόρος, τρέφεις τήν Ἐκκλησίαν, λογικῇ εὐκαρπίᾳ, πρεσβεύων Ἱερομάρτυς, ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’.
Καί τρόπων μέτοχος, καί θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τήν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διά τοῦτο τόν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καί τῇ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Πολύκαρπε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Καρπούς τούς λογικούς, τῷ Κυρίῳ προσφέρων, Πολύκαρπε σοφέ, ἀρετῶν δι᾽ ἐνθέων, ἐδείχθης ἀξιόθεος, Ἱεράρχα μακάριε· ὅθεν σήμερον, οἱ φωτισθέντες σοῖς λόγοις, ἀνυμνοῦμέν σου, τήν ἀξιέπαινον μνήμην, Θεόν μεγαλύνοντες.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τὸν τῆς χάριτος βότρυν ἐν τῇ ψυχῇ, ἀληθῶς γεωργήσας Πάτερ σοφέ, ὡς οἶνον ἐξέβλυσας, τὸν τῆς πίστεως λόγον, τὸν εὐφραίνοντα πάντων, Πιστῶν τὴν διάνοιαν, καὶ θαυμάτων ὤφθης ἀπέραντον πέλαγος· ὅθεν καὶ Μαρτύρων, καλλονὴ ἀνεδείχθης, πυρὶ τελειούμενος, καὶ φωτὸς ἀξιούμενος, ἀϊδίου Πολύκαρπε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν Μνήμην σου.
Ὁ Οἶκος
Τὴν τῆς σοφίας χρηστότητα ἀρυσάμενος, ἐξ αὐτῆς Πάτερ ἔπλησας θεογνωσίᾳ τὴν ποίμνην σου, καὶ τῆς παναγίας καὶ ἀρρήτου Θεότητος τὸ τρισήλιον ἤστραψας, τοῦ Πατρος τὸ ἀγέννητον, Υἱοῦ δὲ τὴν γέννησιν καὶ ἐκπόρευσιν Πνεύματος, μίαν Θεότητα, μίαν δόξαν τρανῶς ἐκδιδάξας, καὶ εἰδώλων ἀθεΐαν ἐκ ποδῶν ἀποποιήσας, καρπούς δὲ ὡρίμους, ψυχὰς πιστευόντων προσάγων τούτῳ ἔνδοξε, ἐν ᾧ βεβαπτίσμεθᾳ, εἰς ὃν καὶ πιστεύομεν, δοξάζοντες Κύριον.
Πηγή: Σύνδεσμος Κληρικών Χίου, Ακολουθείν, Ορθόδοξος Έλληνας Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης, Ορθόδοξος Συναξαριστής