Στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα έζησαν και μαρτύρησαν στη Σεβάστεια της ιστορικής και αγιοτόκου μικρασιατικής γης σαράντα επίλεκτοι στρατιώτες, οι οποίοι κατάγονταν από διαφορετικούς τόπους, αλλά τους ένωνε η βαθιά και ακλόνητη πίστη τους στον Ιησού Χριστό, τον μόνο αληθινό και παντοδύναμο Θεό. Σύμφωνα με τους Παρισινούς Κώδικες 1575 και 1476 τα ονόματά τους ήταν: Κυρίων, Κάνδιδος (ή Κλαύδιος), Δόμνος, Ευτύχιος (ή Ευτυχής), Σεβηριανός, Κύριλλος, Θεόδουλος, Βιβιανός, Αγγίας, Ησύχιος, Ευνοϊκός, Μελίτων, Ηλιάδης (ή Ηλίας), Αλέξανδρος, Σακεδών (ή Σακερδών), Ουάλης, Πρίσκος, Χουδίων, Ηράκλειος, Εκδίκιος (ή Ευδίκιος), Ιωάννης, Φιλοκτήμων, Φλάβιος, Ξάνθιος (ή Ξανθιάς), Ουαλέριος, Νικόλαος, Αθανάσιος, Θεόφιλος, Λυσίμαχος, Γάιος, Κλαύδιος, Σμάραγδος, Σισίνιος, Λεόντιος, Αέτιος, Ακάκιος, Δομετιανός (ή Δομέτιος), δύο Γοργόνιοι, Ιουλιανός (ή Ελιανός ή Ηλιανός) και Αγλάιος ο καπικλάριος.
Την εποχή αυτή (308-323 μ.Χ.) αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν ο Λικίνιος, ο οποίος το 313 είχε συνυπογράψει με τον Μέγα Κωνσταντίνο το περίφημο «Διάταγμα των Μεδιολάνων», το οποίο διακήρυττε την ανεξιθρησκεία, γεγονός που παρείχε στους πολίτες του Ανατολικού και Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους τη θρησκευτική ελευθερία. Αλλά μετά από επτά χρόνια ο Λικίνιος στη μανιώδη προσπάθειά του να επικρατήσει και να εξαπλωθεί η ειδωλολατρεία έναντι της χριστιανικής πίστεως, εξαπέλυσε φοβερό διωγμό εναντίον των χριστιανών. Γι’ αυτό και έδωσε την εντολή στους διοικητές των ανατολικών επαρχιών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας να συλλαμβάνουν και να θανατώνουν με φρικτά βασανιστήρια τους χριστιανούς, οι οποίοι αρνούνται να θυσιάσουν στα είδωλα.
Ο διοικητής της επαρχίας του Πόντου, όπου βρισκόταν και η πόλη της Σεβάστειας, ήταν την εποχή εκείνη ο θηριώδης και αιμοβόρος Αγρικόλας, ο οποίος είχε καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για τη δημιουργία και οργάνωση ισχυρού και ετοιμοπόλεμου στρατού που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις εισβολές των εχθρών και κυρίως των Γότθων. Στον στρατό της επαρχίας του Πόντου υπηρετούσαν σαράντα επίλεκτοι στρατιώτες, οι οποίοι χάρη στις ικανότητες και στην απαράμιλλη ανδρεία τους είχαν νικήσει τους Γότθους σε όλες τις φονικές μάχες και είχαν αναδειχθεί σε ακοίμητους φρουρούς και ισχυρούς προστάτες της Σεβάστειας και ολόκληρης της επαρχίας του Πόντου. Οι συνεχείς όμως επιτυχίες των σαράντα επίλεκτων αυτών στρατιωτών οφείλονταν στη δύναμη του Ιησού Χριστού, τον Οποίο λάτρευαν ως τον μόνο αληθινό Θεό, αφού ήταν πιστά μέλη της Εκκλησίας του Χριστού.
Όταν ο Αγρικόλας πληροφορήθηκε ότι οι σαράντα αυτοί γενναίοι και χαρισματικοί στρατιώτες είναι χριστιανοί, έδωσε αμέσως την εντολή να πειθαρχήσουν στο διάταγμα του αυτοκράτορα και να προσφέρουν θυσία στους ειδωλολατρικούς θεούς. Οι σαράντα όμως χριστιανοί στρατιώτες ομολόγησαν τον Χριστό και απάντησαν όλοι μαζί με μία φωνή ότι είναι χριστιανοί και ότι αποστρέφονται τα είδωλα, τα οποία θεωρούν βδελύγματα. Ο Αγρικόλας ξαφνιάστηκε από τη γενναία ομολογία της χριστιανικής ιδιότητος των σαράντα χαρισματικών στρατιωτών του και αρχικά προσπάθησε, επαινώντας την ανδρεία και τη σωφροσύνη τους, αλλά και την προθυμία τους να πολεμούν υπέρ του βασιλέως, να τους πείσει να θυσιάσουν στους ειδωλολατρικούς θεούς. Μάλιστα τους υποσχέθηκε μεγάλες τιμές και αξιώματα, εάν πειθαρχήσουν στη διαταγή του αυτοκράτορα. Όμως οι σαράντα γενναίοι χριστιανοί στρατιώτες απάντησαν με παρρησία ότι μπορεί με πολλή προθυμία να πολέμησαν για τη δόξα του βασιλέως, αλλά ήρθε η ώρα να αγωνισθούν με ακόμη μεγαλύτερη προθυμία για την αγάπη και τη δόξα του Ουρανίου Βασιλέως, ο Οποίος θα τους προσφέρει πλουσιοπάροχα τα αιώνια αγαθά και όχι τα πρόσκαιρα και τα γήινα, και θα τους εξασφαλίσει τον αμάραντο στέφανο της δικαιοσύνης και τη δόξα της μακαριότητος των δικαίων. Επιπλέον του δήλωσαν ότι το μόνο που τους τρομάζει, είναι η τιμωρία της κολάσεως.
Μόλις ο Αγρικόλας άκουσε αυτούς τους λόγους εξοργίστηκε, και έδωσε την εντολή να τους κλείσουν στη φυλακή, ελπίζοντας ότι θα κάμψει το αγωνιστικό τους φρόνημα. Οι Άγιοι δεν δείλιασαν καθόλου, αλλά με προθυμία οδηγήθηκαν στη φυλακή, όπου προσευχόμενοι ζήτησαν τη βοήθεια του Κυρίου, λέγοντας:
› Φύλαξον ἡμᾶς, Κύριε, εἰς τήν ἀληθινήν πίστιν Σου καί λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν σκανδάλων τῆς ἀνομίας.
Κατά τα μεσάνυχτα και ενώ οι Άγιοι προσεύχονταν αδιάλειπτα και με ακλόνητη πίστη στον Ιησού Χριστό, εμφανίστηκε ο Κύριος μέσα σ’ ένα υπερκόσμιο φως και τους ενίσχυσε στον αγώνα τους, επαινώντας την προθυμία τους να μαρτυρήσουν για την αγάπη Του. Όμως μεταξύ άλλων τόνισε ότι όποιος υπομείνει μέχρι τέλους, αυτός και θα σωθεί. Και πράγματι ο λόγος του Κυρίου:
› Ὁ υπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται
υπήρξε προφητικός, αφού γνώριζε ότι ένας από τους σαράντα μάρτυρες θα δείλιαζε κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου, θα εγκατέλειπε τον αγώνα και θα έχανε τον αμάραντο στέφανο της δόξας του Ουρανίου Βασιλέως.
Μετά τη θαυμαστή εμφάνιση και τα προφητικά λόγια του Κυρίου μέσα στη φυλακή, συνέχισαν οι Άγιοι να προσεύχονται μέχρι που ξημέρωσε. Ο ηγεμόνας Αγρικόλας διέταξε να φέρουν τους σαράντα στρατιώτες ενώπιον του και προσπάθησε με κολακευτικά λόγια να τους πείσει να αρνηθούν τον Ιησού Χριστό, λέγοντάς τους ότι είναι οι ωραιότεροι, γενναιότεροι και συνετότεροι στρατιώτες που έχει συναντήσει στη ζωή του. Τους προειδοποίησε όμως ότι εάν δεν υπακούσουν στο πρόσταγμά του, θα τους τιμωρήσει. Τότε ένας από τους στρατιώτες, ονόματι Κάνδιδος, του δήλωσε με παρρησία ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν την πίστη τους στον Κύριο, ενώ τον αποκάλεσε άγριο άνθρωπο και μάλιστα αγριότερο από όλα τα θηρία που προσπαθεί με κολακείες και υποκρισίες να καλύψει την αγριότητά του. Μόλις ο Αγρικόλας άκουσε αυτά τα λόγια, εξοργίστηκε τόσο πολύ, ώστε ευρισκόμενος σε κατάσταση παραφροσύνης, διέταξε να δέσουν τα χέρια των σαράντα μαρτύρων και σέρνοντας και χτυπώντας τους, να τους οδηγήσουν στη φυλακή μέχρι να έρθει ο δούκας Λυσίας από την Καισάρεια.
Μέσα στη φυλακή οι Άγιοι συνέχισαν να προσεύχονται και να δοξολογούν το πάντιμο όνομα του Θεού. Μεταξύ των στρατιωτών ήταν και ο Κυρίων, ο οποίος ενίσχυσε το αγωνιστικό φρόνημα και την πίστη των συστρατιωτών του, λέγοντάς τους να μείνουν όλοι μαζί σταθεροί και ακλόνητοι στην ομολογία του Χριστού, ώστε να αξιωθούν της αιωνίου ζωής και δόξας.
Στη φυλακή έμειναν επτά ημέρες μέχρι που ήρθε ο δούκας Λυσίας. Τότε δόθηκε η διαταγή να οδηγηθούν οι Άγιοι ενώπιον αυτού και του αιμοσταγούς ηγεμόνος Αγρικόλα. Στον χώρο, όπου θα ελάμβανε χώρα η δίκη, είχε συγκεντρωθεί πλήθος λαού, ο οποίος δεν μπορούσε να πιστέψει ότι οι σαράντα επίλεκτοι στρατιώτες ήταν χριστιανοί. Ο στρατιώτης Κυρίων προσπάθησε να ενισχύσει το αγωνιστικό φρόνημα και την πίστη των συστρατιωτών του, λέγοντάς τους να μην φοβηθούν μπροστά στις απειλές των αρχόντων, αφού όπως Εκείνος που τους έδινε τη δύναμη να νικούν τους εχθρούς ήταν πάντοτε ο ίδιος ο Κύριος, έτσι και τώρα Εκείνος που θα τους στηρίξει στην πίστη είναι ο Σωτήρας και Λυτρωτής Χριστός, ο Οποίος θα τους βοηθήσει, επικαλούμενοι το όνομά Του, να νικήσουν τους εχθρούς της πίστεως, τον αόρατο και ασώματο εχθρό που είναι ο διάβολος και τους δύο νοητούς αντιπάλους, τον δούκα Λυσία και τον ηγεμόνα Αγρικόλα.
Όταν οι Άγιοι έφτασαν στον τόπο, όπου θα γινόταν η δίκη, ο δούκας Λυσίας άρχισε με απορία και αμηχανία να περιεργάζεται τους σαράντα χαρισματικούς στρατιώτες. Ύστερα απευθύνθηκε σ’ αυτούς και τους κάλεσε να θυσιάσουν στους προγονικούς θεούς, για να μπορέσουν να αποκτήσουν δόξα και τιμή, διαφορετικά η ανυπακοή στο πρόσταγμα του βασιλέως θα οδηγούσε στην αφαίρεση της στρατιωτικής τους ζώνης και στον ανελέητο βασανισμό τους. Τότε ο Κάνδιδος αποκάλεσε τον Λυσία οδηγό του σκότους και διδάσκαλο της ανομίας, δήλωσε δε ότι είναι αποφασισμένοι να υπομείνουν κάθε βασανιστήριο για την αγάπη του Χριστού, ενώ την ίδια στιγμή του είπαν ότι δεν θα χρειασθεί να τους αφαιρέσει τη στρατιωτική ζώνη, διότι θα του την πετάξουν μπροστά του, όπως και έγινε.
Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια ο Λυσίας, έμεινε εμβρόντητος και εξοργίστηκε τόσο πολύ, ώστε διέταξε τους στρατιώτες να λιθοβολήσουν τους Αγίους στο στόμα μέχρι να συντριβούν τα δόντια τους. Όμως οι στρατιώτες καθυστερούσαν να εκτελέσουν τη διαταγή, διότι εκτιμούσαν ιδιαίτερα τους σαράντα επίλεκτους συστρατιώτες τους. Το γεγονός αυτό εξαγρίωσε ακόμη περισσότερο τον Λυσία, ο οποίος επανέλαβε τη διαταγή του. Τότε οι στρατιώτες άρχισαν να λιθοβολούν τους Αγίους, αλλά ξαφνικά χτυπήθηκαν από θεία δύναμη, η οποία τους εμπόδιζε να βλέπουν τους Αγίους με αποτέλεσμα ο ένας στρατιώτης να χτυπά τον άλλο. Βλέποντας ο Λυσίας το παράδοξο αυτό γεγονός, άφρισε από το κακό του και παίρνοντας μία πέτρα, την εκσφενδόνισε με δύναμη εναντίον των Αγίων. Αλλά η πέτρα δεν χτύπησε τους Αγίους, αλλά τον Αγρικόλα, ο οποίος έπεσε κάτω αιμόφυρτος σφαδάζοντας από τους πόνους.
Τότε ο Κυρίων είπε ότι κατ’ αυτό τον τρόπο η δύναμη των εχθρών κατετροπώθηκε, ενώ ο αιμόφυρτος Αγρικόλας δήλωσε ότι το θλιβερό αυτό γεγονός είναι αποτέλεσμα μαγείας. Την ίδια όμως στιγμή ένας από τους σαράντα μάρτυρες, ονόματι Δόμνος, ομολόγησε με παρρησία ότι τα παράδοξα συμβάντα όχι μόνο δεν είναι μαγεία, αλλά αποτελούν ενέργειες του δικαιοκρίτου και παντοδυνάμου Θεού. Οι δηλώσεις αυτές ενίσχυσαν τον θυμό του Λυσία, ο οποίος διέταξε να οδηγηθούν και πάλι στη φυλακή. Όμως ο Κύριος δεν άφησε αβοήθητους τους εγκλεισμένους στη φυλακή σαράντα χριστιανούς, οι οποίοι Τον ευχαρίστησαν που τους αξίωσε να μείνουν σταθεροί και ακλόνητοι στην ομολογία της χριστιανικής πίστεως. Έτσι κάποια στιγμή μέσα στα μεσάνυχτα η φυλακή έλαμψε από υπερκόσμιο φως και εμφανίστηκε ο Κύριος, ο Οποίος τους ενθάρρυνε και τους παρηγόρησε λέγοντάς τους ότι όποιος πιστεύει στο όνομα και τη δόξα Του, θα ζήσει αιώνια μετά τον θάνατο, ενώ τους παρότρυνε να μην φοβούνται τα βασανιστήρια, διότι είναι προσωρινά.
Το πρωί οι Άγιοι παρουσιάσθηκαν ενώπιον του Αγρικόλα έτοιμοι και αποφασισμένοι να θυσιάσουν τη ζωή τους για την αγάπη του Χριστού. Ο Αγρικόλας τους ρώτησε, εάν θα θυσιάσουν στα είδωλα ή επιθυμούν να θανατωθούν. Τότε ο Κάνδιδος του απάντησε με παρρησία ότι όπως πρόθυμα πέταξαν τις στρατιωτικές τους ζώνες, έτσι με την ίδια θέληση και προθυμία περιφρονούν τον θάνατο για να στεφανωθούν δικαίως από τον Κύριο. Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο ηγεμόνας έδωσε την εντολή να δέσουν τους Αγίους από τον λαιμό και να τους ρίξουν στη βαθιά και παγωμένη λίμνη της Σεβάστειας, η οποία είχε επιλεγεί ως ο τόπος του φρικτού μαρτυρίου των Αγίων Τεσσαράκοντα.
Αμέσως οι Άγιοι αισθάνθηκαν απερίγραπτη χαρά και άρχισαν να συναγωνίζονται μεταξύ τους, ποιος θα βγάλει πιο γρήγορα τα ρούχα του και θα μπει πρώτος μέσα στην παγωμένη και ανθρωποκτόνο λίμνη. Το μαρτύριο των σαράντα χριστιανών στρατιωτών ήταν φρικτό και ανατριχιαστικό. Τα σώματα άρχισαν να μελανιάζουν και οι πόνοι ήταν αφόρητοι, αφού το σώμα άρχισε να ακρωτηριάζεται και τα άκρα να σαπίζουν και να διαλύονται. Σ’ αυτή τη φρικιαστική σωματική τιμωρία ο ένας ενθάρρυνε και παρηγορούσε τον άλλο λέγοντας ότι ο χειμώνας είναι δριμύς, αλλά ο Παράδεισος γλυκός. Γι’ αυτό και παρακινούσε ο ένας τον άλλο να υπομείνουν την παγωνιά για μία νύχτα, για να απολαύσουν στο μέλλον τον Παράδεισο και να κερδίσουν την αιωνιότητα. Θυσιάζοντας το σώμα τους για την αγάπη του Χριστού, θα μπορούσαν να ζήσουν αιώνια μέσα στη χαρά του Παραδείσου.
Στο μεταξύ γύρω από τη λίμνη είχε συγκεντρωθεί πλήθος λαού που παρακολουθούσε τα συμβάντα, ενώ πολλοί χριστιανοί προσεύχονταν στον Θεό να τους δώσει δύναμη να υπομείνουν την ανυπόφορη δοκιμασία και να κερδίσουν τον στέφανο της δόξας. Ο δόλιος και αιμοβόρος Αγρικόλας επινόησε όμως ένα τέχνασμα για να κάμψει την ακλόνητη πίστη των Αγίων. Απέναντι από τη λίμνη είχε δώσει την εντολή να ανάψουν φωτιά σ’ ένα λουτρό. Μ’ αυτό τον τρόπο θα παρακινούσε τους σαράντα μάρτυρες να βγουν από την παγωμένη λίμνη και να κατευθυνθούν στο λουτρό για να ζεσταθούν. Οι σαράντα στρατιώτες αποτελούσαν όμως μέσα στην παγωμένη λίμνη της Σεβάστειας ένα καινούργιο επίλεκτο σώμα στρατιωτών με αδιάσπαστη δύναμη και συνοχή χάρη στην αλύγιστη και σταθερή τους πίστη στον Ιησού Χριστό.
Παρά τη φρικιαστική τιμωρία, στην οποία είχαν υποβληθεί, δεν αισθάνονταν το ανυπόφορο ψύχος των παγωμένων νερών, αφού θερμαίνονταν από την άσβεστη φλόγα της πίστεως στον ένα και αληθινό Θεό. Όσο όμως περνούσαν οι ώρες μέσα στη νύχτα, το ψύχος ήταν τόσο διαπεραστικό και ανυπόφορο, ώστε οι πόνοι στο σώμα τους ήταν αφόρητοι. Τα μέλη του σώματός τους είχαν αρχίσει ήδη να παραλύουν και το αίμα να παγώνει. Έτσι πλησίαζε και η ώρα του σωματικού θανάτου. Σ’ αυτή την ύστατη στιγμή παρηγορούσε ο ένας τον άλλο με νουθεσίες και συμβουλές.
Ξαφνικά όμως ένας από τους σαράντα στρατιώτες και ομολογητές του Χριστού δεν άντεξε άλλο το ψύχος και αφού βγήκε από την παγωμένη λίμνη, κατευθύνθηκε προς το λουτρό για να μπορέσει να ζεσταθεί. Όταν όμως πλησίασε τη ζεστασιά που παρείχε η φωτιά στο λουτρό, διαλύθηκε σαν το κερί και έπεσε κάτω νεκρός. Η θλίψη των υπόλοιπων τριάντα εννέα στρατιωτών ήταν βαθύτατη, αφού ένας αδελφός και ομόψυχός τους είχε λιποτακτήσει, ενώ επιβεβαιώθηκε πλήρως ο προφητικός λόγος του Κυρίου «Ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται». Οι στρατιώτες άρχισαν να παρακαλούν τότε τον Θεό να τους ενισχύσει στον αγώνα τους μέχρι τέλους και αμέσως ο παντοδύναμος Θεός έκανε το θαύμα Του· μετέβαλε το δριμύ και ανυπόφορο ψύχος σε θερμότητα, γεγονός που οδήγησε στη διάλυση του πάγου και στη θέρμανση του νερού.
Τα θαυμαστά αυτά γεγονότα παρακολουθούσε με έκπληξη και θαυμασμό ο ειδωλολάτρης δεσμοφύλακας Αγλάιος, ο οποίος προσπαθούσε να δώσει κάποια εξήγηση. Όταν όμως είδε το υπέρλαμπρο ουράνιο φως να αστράφτει πάνω από τη λίμνη προτού ξημερώσει και σαράντα στεφάνια να κατεβαίνουν από τον Ουρανό, από τα οποία τα τριάντα εννέα κάθισαν πάνω από τα κεφάλια των Αγίων, ενώ το τεσσαρακοστό έμενε μετέωρο στον αέρα, κατάλαβε τη σημασία αυτής της εξαίσιας επουράνιας οπτασίας. Το στεφάνι που βρισκόταν μετέωρο στον αέρα, ανήκε στον στρατιώτη, ο οποίος λιποψύχησε και την τελευταία στιγμή λιποτάκτησε και έτσι έχασε τον στέφανο της δόξας του Θεού. Τότε ο Αγλάιος έβγαλε αμέσως τα ρούχα του και πήδηξε μέσα στη λίμνη, ομολογώντας με παρρησία ότι είναι και αυτός χριστιανός. Βλέποντας οι Άγιοι τον ειδωλολάτρη Αγλάιο να προσχωρεί στο σώμα των ομολογητών του Χριστού, ευχαρίστησαν τον Θεό που φρόντισε να αναπληρώσει αμέσως τον λιποψυχήσαντα αδελφό τους.
Μόλις ξημέρωσε, ο αιμοσταγής Αγρικόλας πήγε στην παγωμένη λίμνη της Σεβάστειας για να αντικρίσει από κοντά το αποτέλεσμα του φρικιαστικού μαρτυρίου. Μεταξύ των ετοιμοθάνατων μαρτύρων διέκρινε τον Αγλάιο και τότε με έκπληξη ρώτησε τους στρατιώτες του, πώς είναι δυνατόν να βρίσκεται αυτός ανάμεσα στους χριστιανούς μάρτυρες. Όταν πληροφορήθηκε ότι ο δεσμοφύλακας είχε γίνει χριστιανός, εξοργίστηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε διέταξε να βγάλουν από τη λίμνη τους σαράντα αήττητους αθλητές του Χριστού και να τους μεταφέρουν στο ποτάμι, όπου και να τους συντρίψουν τα μέλη τους.
Μεταξύ των χριστιανών που παρακολουθούσαν το φρικιαστικό μαρτύριο των Αγίων Τεσσαράκοντα, ήταν και η μητέρα ενός από τους σαράντα πολύαθλους μάρτυρες, ο οποίος ονομαζόταν Μελίτων και ήταν ακόμη ζωντανός. Η χριστιανή αυτή μητέρα προσπάθησε με κάθε τρόπο να ενισχύσει το αγωνιστικό φρόνημα και την πίστη του νεαρού γιου της, φοβούμενη μήπως και το μονάκριβο παιδί της δειλιάσει την τελευταία στιγμή και αρνηθεί τον Χριστό, και έτσι χάσει την ανείπωτη απόλαυση της αιωνίου ζωής. Η θεοσεβής αυτή μάνα προτίμησε να πνίξει τη μητρική της αγάπη και να θυσιάσει τον μονάκριβο γιο της για την αγάπη του Χριστού. Βλέποντας οι ειδωλολάτρες στρατιώτες ότι ο Μελίτων είναι ακόμη ζωντανός, δόθηκε η εντολή από τον Αγρικόλα να επιστραφεί στη μητέρα του, ενώ για τους υπόλοιπους τριάντα εννέα διατάχθηκε να διαμελισθούν τα μέλη τους και αφού φορτωθούν σε άμαξες, να κατευθυνθούν στο ποτάμι, όπου και θα έκαιγαν τα ιερά τους λείψανα. Τότε η μητέρα του μάρτυρος Μελίτωνος πήρε το παιδί της και άρχισε να τρέχει αγκομαχώντας πίσω από τις άμαξες για να συναθληθεί μαζί με τους υπόλοιπους ενδόξους μάρτυρες του ονόματος του Κυρίου. Στην αγωνιώδη προσπάθειά της να προφθάσει τις άμαξες, παρέδωσε ο Μελίτων την ψυχή του στα χέρια του δικαιοκρίτου Θεού και κατόπιν τοποθέτησε το πολύαθλο σώμα του μαζί με τους υπόλοιπους συναγωνιστές του για να λάβουν όλοι μαζί τον αμάραντο στέφανο της αγιότητος και της δικαιοσύνης. Όταν έφθασαν οι άμαξες στο ποτάμι, άναψαν φωτιά και κατέκαυσαν τα διαμελισμένα σώματα των Αγίων, ενώ στη συνέχεια έριξαν στο ποτάμι ό,τι η φωτιά δεν κατόρθωσε να εξαφανίσει.
Όμως λίγες ημέρες μετά το μαρτύριο των Αγίων, παρουσιάσθηκαν οι Άγιοι στον Επίσκοπο Σεβαστείας Πέτρο και του υπέδειξαν το ποτάμι, όπου θα μπορούσε να βρει τα ιερά τους λείψανα. Αμέσως πήγε τη νύχτα με μερικούς χριστιανούς και αφού τα περισυνέλεξε, τα τοποθέτησε μέσα σε θήκες. Η εύρεση των ιερών λειψάνων των Αγίων δημιούργησε αισθήματα απερίγραπτης χαράς και πνευματικής αγαλλίασης στον κλήρο και τον λαό της Τοπικής Εκκλησίας της Σεβάστειας.
Ιδιαίτερα σημαντική ιστορική σημασία έχει η διασωθείσα Διαθήκη των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, σύμφωνα με την οποία η επιθυμία των Αγίων ήταν να μεταφερθούν τα ιερά τους λείψανα και να κατατεθούν στο χωριό Σαρείμ για να μείνουν ενωμένοι σωματικά και μετά τον θάνατό τους και όχι να διασκορπισθούν μεταξύ των χριστιανών, όπως συνηθιζόταν την εποχή εκείνη. Το 438 ευρέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη από την αυτοκράτειρα Πουλχερία κρυμμένα ιερά λείψανα των Αγίων στον ιερό ναό του Αγίου Θύρσου. Αξιοθαύμαστο είναι το γεγονός ότι ο ίδιος ο Άγιος Θύρσος τα αποκάλυψε σε θεία οπτασία στον ύπνο της αυτοκράτειρας. Μετά από πολλές έρευνες τα ιερά λείψανα ανακαλύφθηκαν στον τάφο της διακόνισσας Ευσεβείας μέσα σε δύο αργυρές θήκες, οι οποίες είχαν τοποθετηθεί στον τάφο της και προς το μέρος της κεφαλής της σύμφωνα με τη διαθήκη της.
Στην Κωνσταντινούπολη ανεγέρθηκαν μάλιστα και τρεις ναοί επ’ ονόματι των Αγίων, ενώ μονές αφιερωμένες στους Αγίους Τεσσαράκοντα ιδρύθηκαν στη Σεβάστεια από τον Επίσκοπο Πέτρο και στην Καισάρεια της Καππαδοκίας από την αδελφή του Μεγάλου Βασιλείου, την Αγία Μακρίνα, η οποία κατείχε τεμάχια ιερών λειψάνων τους. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι τόσο οι γονείς όσο και δύο ανιψιοί του Μεγάλου Βασιλείου κατείχαν τμήματα ιερών λειψάνων των Αγίων.
Προς τιμήν των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, των οποίων η μνήμη τιμάται και γεραίρεται στις 9 Μαρτίου, αφιέρωσαν εγκωμιαστικές ομιλίες ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Ιερός Χρυσόστομος και ο Θεόδωρος Στουδίτης, ενώ το ένδοξο μαρτύριο τους, το οποίο κατέστη δημοφιλές σε ολόκληρη την Ορθόδοξη Ανατολή, υμνείται μέσα από την Ασματική Ακολουθία, τον Παρακλητικό Κανόνα και τους Χαιρετιστηρίους Οίκους που έχουν συνταχθεί για τους σαράντα αθλοφόρους μάρτυρες του Χριστού και έχουν εκδοθεί από την περιώνυμη ιερά μονή των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων Σπάρτης.
Η ιστορική αυτή μονή ιδρύθηκε τον 17ο αιώνα, ενώ βορειοανατολικά της σημερινής μονής σώζονται τα ερείπια της ιδρυθείσης τον 13ο - 14ο αιώνα παλαιάς μονής των Αγίων. Η σεβασμία και ιστορική ιερά μονή των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων Σπάρτης, η οποία αποτελεί ένα κόσμημα της μεταβυζαντινής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, συνεχίζει επάξια την από αιώνων πολύτιμη και ανεκτίμητη πνευματική της προσφορά προς δόξαν Θεού και προς πνευματική ωφέλεια του Ελληνορθόδοξου Έθνους μας.
Επ’ ονόματι των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων τιμούνται επίσης το καθολικό της ιδρυθείσης περί τα τέλη του 10ου αιώνα ιεράς μονής Ξηροποτάμου του Αγίου Όρους, όπου σε αργυρά λειψανοθήκη φυλάσσονται τεμάχια ιερών τους λειψάνων, και το χρονολογούμενο από τον 18ο αιώνα καθολικό της ομώνυμης μονής στο νησάκι Αλατάς του Παγασητικού που βρίσκεται στην περιοχή της Μαγνησίας.
Οι τιμώμενοι από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας στις 9 Μαρτίου Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες εορτάζονται με ιδιαίτερη λαμπρότητα στην πόλη της Λάρισας, όπου ο ομώνυμος ενοριακός ναός στην ομώνυμη συνοικία της πόλης θεμελιώθηκε το 1977 στη θέση του κατεδαφισθέντος παλαιού ναού, ο οποίος είχε οικοδομηθεί το 1862, ενώ ο πρώτος ναός που ήταν μετόχιο της μονής Ξηροποτάμου, χρονολογούνταν από το 1717. Οι Άγιοι τιμούνται επίσης στην πόλη των Σερρών, όπου ο ομώνυμος ενοριακός ναός ανεγέρθηκε το 1952 και εγκαινιάσθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 1967 και στο χωριό Γομάτι Χαλκιδικής, όπου σύμφωνα με τη διασωθείσα προφορική παράδοση των κατοίκων οι Άγιοι Τεσσαράκοντα συνδέονται με μία θαυμαστή διάσωση του χωριού από τους Τούρκους.
Σύμφωνα μ’ αυτή το 1905 ο Σουλτάνος διέταξε να καεί το χωριό και να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι κάτοικοι, διότι είχαν αντιδράσει βίαια στη στρατολόγηση εργατών και είχαν σκοτώσει Τούρκους στρατιώτες. Όταν όμως έφτασε ο Τούρκος αξιωματικός στο χωριό, ρώτησε σε ποιον άγιο είναι αφιερωμένος ο ναός που βρίσκεται έξω από αυτό. Όταν πληροφορήθηκε ότι πρόκειται για ναό των Αγίων Τεσσαράκοντα, δήλωσε στους κατοίκους ότι το όνομά του είναι Σαράντος και ότι κατάγεται από τη Σεβάστεια, όπου κατοικούσαν χριστιανοί, η δε μητέρα του τον έταξε στους Αγίους και έλαβε από αυτούς το όνομά του. Επιπλέον τους ανακοίνωσε ότι φτάνοντας μπροστά στον ναό, άλλαξε διάθεση και γνώμη και δεν επιθυμεί πλέον να προκαλέσει κακό στο χωριό και στους κατοίκους του. Μάλιστα από ευγνωμοσύνη κατευθύνθηκε στον ναό των Αγίων και γονάτισε μπροστά στην εικόνα τους γεμάτος συγκίνηση και αγαλλίαση. Αξίζει να αναφερθεί ότι επ’ ονόματι των Αγίων τιμάται τόσο το εξωκκλήσιο που συνδέεται με το θαύμα όσο και ο ενοριακός ναός του χωριού Γομάτι.
Αφιερωμένοι στους Αγίους Τεσσαράκοντα είναι και οι ενοριακοί ναοί στα ορεινά χωριά της Αχαΐας Ανω Καστρίτσι και Δρυμός, στο χωριό Διμυλιά της Ρόδου, στα Άλινδα της Λέρου, στα χωριά της Κρήτης Νεροκούρου Χανίων και Κουτσουνάρι Λασιθίου, ενώ επ’ ονόματι των Αγίων τιμούνται ο δισυπόστατος ενοριακός ναός της Υπαπαντής Κυρίου και των Αγίων Τεσσαράκοντα στη Χώρα της Πάτμου, αλλά και ο ενοριακός ναός της Θείας Αναλήψεως στην πόλη της Ζακύνθου. Αλλά και σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια διάσπαρτοι είναι οι ναοί, οι αφιερωμένοι στους Αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, μεταξύ δε αυτών γραφικά και ιστορικά παρεκκλήσια και εξωκκλήσια.
Αξιομνημόνευτος είναι ο ιστορικός βυζαντινός ναός των Αγίων στην Κηφισιά Αττικής, ο οποίος ανεγέρθηκε το 1562 και μέχρι το 1991 βρισκόταν επί της Λεωφόρου Κηφισίας. Στις 7 Μαρτίου 1991 αποφασίστηκε από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο η μεταφορά του ναού λόγω της διαπλάτυνσης της λεωφόρου σε χώρο μπροστά από τον ιερό μητροπολιτικό ναό του Αγίου Δημητρίου Κηφισιάς, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα. Ναοί επ’ ονόματι των Αγίων υπάρχουν επίσης στον Μαραθώνα Αττικής που χρονολογείται από τον 12ο αιώνα, στο χωριό Συκάμινο Αττικής που χρονολογείται από τον 13ο αιώνα, στην πόλη της Ύδρας που ανεγέρθηκε το 1820, στη Χώρα της Μυκόνου που αποτελούσε παλαιό ενοριακό ναό και από το 2011 φυλάσσεται απότμημα ιερού λειψάνου ενός εκ των Αγίων, στο χωριό Άγιος Νικόλαος της Κεφαλληνίας, στον ομώνυμο οικισμό της Ιθάκης, στο χωριό Περιβόλι της Κέρκυρας που αποτελεί μνημείο του 16ου αιώνα, στο Κάστρο και την Καταβατή της Σίφνου, στο Γιαλισκάρι της Ικαρίας, στον Κάμπο της Πάτμου, στα χωριά Συνέτι, Αμμόλοχος, Αρνάς, Αηδόνια και Απροβάτου της Άνδρου και στη Χίο, όπου οι Άγιοι Τεσσαράκοντα τιμούνται με ομώνυμους ναούς στην πόλη της Χίου, στα χωριά Δαφνώνας, Νεοχώρι, Νένητα, Πυργί, Έξω Δίδυμα, Πατρικά, Αφροδίσια, Θυμιανά, όπου ο ερειπωμένος πλέον ναός χρονολογείται από το 1740, καθώς και στην ιερά μονή του Αγίου Μηνά.
Την προσωνυμία «Άγιοι Σαράντα» φέρουν παραθαλάσσιες περιοχές στην Αμοργό και στο ανατολικό Πήλιο, την οποία έλαβαν από τα ομώνυμα εκκλησάκια, καθώς και η παραθαλάσσια πόλη της Βορείου Ηπείρου που το όνομά της το χρωστά στο ομώνυμο μοναστήρι, το οποίο βρισκόταν στην κορυφή του λόφου πάνω από την πόλη. Αξιοπρόσεκτος είναι και ο ανεγερθείς το 2007 περικαλλής ιερός ναός των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων στο χωριό Αλύκου της Βορείου Ηπείρου.
Οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες, οι μαρτυρήσαντες για την αγάπη του Χριστού το 320 στη λίμνη της Σεβάστειας της Μικράς Ασίας, προβάλλουν στους σημερινούς χαλεπούς καιρούς ως φωτεινοί φάροι και πνευματικοί οδοδείκτες, διδάσκοντας και παραδειγματίζοντας με τη δύναμη του ψυχικού τους μεγαλείου, με το ακμαίο αγωνιστικό τους φρόνημα και με τη σθεναρή τους ομολογία υπέρ της χριστιανικής πίστεως.
Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Εκπαιδευτικός
Βιβλιογραφία
1. Ιερά Ακολουθία των Αγίων Μεγάλων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων των εν Σεβαστεία μαρτυρησάντων, Έκδοσις Ιεράς Μονής Αγίων Τεσσαράκοντα Σπάρτης 2000.
2. Το μαρτύριο των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων και το ιστορικό της Ιεράς Μονής Αγίων Τεσσαράκοντα Σπάρτης, Σπάρτη 2004.
(Πηγή: «ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΜΑΡΤΥΡΕΣ Οι μαρτυρήσαντες στη λίμνη της Σεβάστειας σαράντα επίλεκτοι χριστιανοί στρατιώτες», Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος – Εκπαιδευτικός, Σύνδεσμος Κληρικών Χίου)
ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ OMIΛIA ΙΘ´: Εἰς τους Ἁγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρας
«Τὸ θαυμάσιο τοῦτο κείμενο δὲ ξέρουμε ποιὸ χρόνο γράφηκε. Ἐκφωνήθηκε ὅμως στὴ μνήμη τῶν 40 Μαρτύρων, ποὺ τὸ 320 θανατώθηκαν κατὰ τὸ διωγμὸ τοῦ Λικινίου. Τοὺς ἱεροὺς αὐτοὺς ἀθλητές, ἐπειδὴ γενναίως ὁμολόγησαν πίστη στὸν Χριστό, τοὺς σύναξαν καὶ τοὺς ἔστησαν στὴν παγωμένη λίμνη στὸ κέντρο τῆς Σεβαστείας. Ὁ Μέγας Βασίλειος, χάρη στὶς ἄριστες ἰατρικές του γνώσεις, περιγράφει μὲ τρόπο ἐκπληκτικὸ τὶς διεργασίες ποὺ συντελοῦνται στὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμὸ ἀπὸ τὸ ψύχος καὶ τὸ πάγωμα καὶ πῶς ἐπέρχεται ὁ θάνατος. Πέραν ὅμως τούτου ἔχουμε στὰ μάτια μας ἕνα πολὺ ἀρρενωπὸ κείμενο, ἔξοχα δομημένο, ποὺ δίνει ἀνάγλυφη τὴ θεολογία τοῦ μαρτυρίου, τὴ σημασία ποὺ αὐτὸ ἔχει γιὰ τὸν ἴδιο τὸ μάρτυρα, γιὰ τοὺς λοιποὺς πιστοὺς καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία γενικά.
Μαρτύρων μνήμης τίς ἂν γένοιτο κόρος τῷ φιλομάρτυρι; διότι ἡ πρὸς τοὺς ἀγαθοὺς τῶν ὁμοδούλων τιμὴ ἀπόδειξιν ἔχει τῆς πρὸς τὸν κοινὸν Δεσπότην εὐνοίας. Δῆλον γὰρ, ὅτι ὁ τοὺς γενναίους ἄνδρας ἀποδεχόμενος ἐν τοῖς ὁμοίοις καιροῖς οὐκ ἀπολειφθήσεται τῆς μιμήσεως. Μακάρισον γνησίως τὸν μαρτυρήσαντα, ἵνα γένῃ μάρτυς τῇ προαιρέσει, καὶ ἐκβῇς χωρὶς διωγμοῦ, χωρὶς πυρὸς, χωρὶς μαστίγων, τῶν αὐτῶν ἐκείνοις μισθῶν ἠξιωμένος. Ἡμῖν δὲ οὐχ ἕνα πρόκειται θαυμάζειν, οὐδὲ δύο μόνους, οὐδὲ μέχρι δεκάδος ὁ ἀριθμὸς πρόεισι τῶν μακαριζομένων· ἀλλὰ τεσσαράκοντα ἄνδρες, ὡς μίαν ψυχὴν ἐν διῃρημένοις σώμασιν ἔχοντες, ἐν μιᾷ συμπνοίᾳ καὶ ὁμονοίᾳ τῆς πίστεως, μίαν καὶ τὴν πρὸς τὰ δεινὰ καρτερίαν, καὶ τὴν ὑπὲρ τῆς ἀληθείας ἔνστασιν ἐπεδείξαντο. Πάντες παραπλήσιοι ἀλλήλοις, ἴσοι τὴν γνώμην, ἴσοι τὴν ἄθλησιν. Διὸ καὶ ὁμοτίμων τῶν στεφάνων τῆς δόξης κατηξιώθησαν. Τίς ἂν οὖν ἐφίκοιτο λόγος τῆς τούτων ἀξίας; Οὐδὲ τεσσαράκοντα γλῶσσαι ἐξήρκεσαν ἂν τοσούτων ἀνδρῶν ἀρετὴν ἀνυμνῆσαι. Καίτοι, εἰ καὶ εἷς ἦν ὁ θαυμαζόμενος, τήν γε τῶν ἡμετέρων λόγων δύναμιν ἐξήρκει καταπαλαῖσαι, μὴ ὅτι πλῆθος τοσοῦτον, φάλαγξ στρατιωτική, σύστημα δυσκαταγώνιστον, ὁμοίως ἔν τε πολέμοις ἀήττητον καὶ ἐν ἐπαίνοις ἀπρόσιτον.
Δεῦρο δὴ οὖν, εἰς μέσον αὐτοὺς ἀγαγόντες διὰ τῆς ὑπομνήσεως, κοινὴν τὴν ἀπ᾿ αὐτῶν ὠφέλειαν τοῖς παροῦσι καταστησώμεθα προδείξαντες πᾶσιν, ὥσπερ ἐν γραφῇ, τὰς τῶν ἀνδρῶν ἀριστείας. Ἐπεὶ καὶ πολέμων ἀνδραγαθήματα καὶ λογογράφοι πολλάκις, καὶ ζωγράφοι διασημαίνουσιν, οἱ μὲν τῷ λόγῳ διακοσμοῦντες, οἱ δὲ τοῖς πίναξιν ἐγχαράττοντες, καὶ πολλοὺς ἐπήγειραν πρὸς ἀνδρίαν ἑκάτεροι. Ἃ γὰρ ὁ λόγος τῆς ἱστορίας διὰ τῆς ἀκοῆς παρίστησι, ταῦτα γραφικὴ σιωπῶσα διὰ μιμήσεως δείκνυσιν. Οὕτω δὴ καὶ ἡμεῖς ἀναμνήσωμεν τῆς ἀρετῆς τῶν ἀνδρῶν τοὺς παρόντας, καὶ οἱονεὶ ὑπ᾿ ὄψιν αὐτῶν ἀγαγόντες τὰς πράξεις, κινήσωμεν πρὸς τὴν μίμησιν τοὺς γενναιοτέρους καὶ οἰκειοτέρους αὐτοῖς τὴν προαίρεσιν. Τοῦτο γάρ ἐστι μαρτύρων ἐγκώμιον, ἡ πρὸς ἀρετὴν παράκλησις τῶν συνειλεγμένων. Οὐδὲ γὰρ καταδέχονται νόμοις ἐγκωμίων δουλεύειν οἱ περὶ τῶν ἁγίων λόγοι. Διότι οἱ εὐφημοῦντες ἐκ τῶν τοῦ κόσμου ἀφορμῶν τὰς ἀρχὰς τῶν εὐφημιῶν λαμβάνουσιν· οἷς δὲ ὁ κόσμος ἐσταύρωται, πῶς δύναταί τι τῶν ἐν αὐτῷ ἀφορμὴν παρέχειν εἰς περιφάνειαν; Οὐκ ἦν μία πατρὶς τοῖς ἁγίοις· ἄλλος γὰρ ἀλλαχόθεν ὥρμητο. Τί οὖν; ἀπόλιδας αὐτοὺς εἴπωμεν, ἢ τῆς οἰκουμένης πολίτας, Ὥσπερ γὰρ ἐν ταῖς τῶν ἐράνων συνεισφοραῖς τὰ παρ᾿ ἑκάστου καταβληθέντα κοινὰ τῶν εἰσενεγκάντων γίνεται· οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν μακαρίων τούτων ἡ ἑκάστου πατρὶς κοινὴ πάντων ἐστί· καὶ πάντες εἰσὶ πανταχόθεν ἀντιδιδόντες ἀλλήλοις τὰς ἐνεγκούσας. Μᾶλλον δὲ τί δεῖ τὰς χαμαὶ κειμένας περιζητεῖν, ἐξὸν τὴν νῦν αὐτῶν πόλιν, ἥτις ἐστὶν, ἐννοεῖν Πόλις τοίνυν μαρτύρων ἡ πόλις ἐστὶ τοῦ Θεοῦ· ᾗ. τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεὸς, ἡ ἄνω Ἱερουσαλὴμ ἡ ἐλευθέρα, ἡ μήτηρ Παύλου, καὶ τῶν ἐκείνῳ παραπλησίων. Γένος δὲ τὸ μὲν ἀνθρώπινον ἄλλο ἄλλου· τὸ δὲ πνευματικὸν ἓν ἁπάντων. Κοινὸς γὰρ αὐτῶν πατὴρ ὁ Θεὸς, καὶ ἀδελφοὶ πάντες, οὐκ ἀπὸ ἑνὸς καὶ μιᾶς γεννηθέντες, ἀλλ᾿ ἐκ τῆς υἱοθεσίας τοῦ Πνεύματος εἰς τὴν διὰ τῆς ἀγάπης ὁμόνοιαν ἀλλήλοις συναρμοσθέντες. Χορὸς ἕτοιμος, προσθήκη μεγάλη τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος δοξαζόντων τὸν Κύριον, οὐ καθ᾿ ἕνα συναθροισθέντες, ἀλλ᾿ ἀθρόως μετατεθέντες. Τίς δὲ ὁ τρόπος τῆς μεταθέσεως; Οὗτοι, μεγέθει σώματος, καὶ ἡλικίας ἀκμῇ, καὶ δυνάμει τῶν καθ᾿ ἑαυτοὺς ἁπάντων διενεγκόντες, εἰς τοὺς στρατιωτικοὺς τελεῖν ἐτάχθησαν καταλόγους· καὶ δι᾿ ἐμπειρίαν πολεμικὴν, καὶ ἀνδρείαν ψυχῆς, ἤδη τὰς πρώτας εἶχον παρὰ βασιλέων τιμὰς, ὀνομαστοὶ παρὰ πᾶσιν ὄντες δι᾿ ἀρετήν.
Ἐπειδὴ δὲ περιηγγέλη τὸ ἄθεον ἐκεῖνο καὶ ἀσεβὲς κήρυγμα, μὴ ὁμολογεῖν τὸν Χριστόν, ἢ κινδύνους ἐκδέχεσθαι· ἠπειλεῖτο δὲ πᾶν εἶδος κολάσεως, καὶ πολὺς ὁ θυμὸς καὶ θηριώδης παρὰ τῶν κριτῶν τῆς ἀδικίας κατὰ τῶν εὐσεβούντων κεκίνητο· ἐπιβουλαὶ δὲ καὶ δόλοι κατ᾿ αὐτῶν συνεῤῥάπτοντο, καὶ ποικίλα εἴδη βασάνων ἐπετηδεύετο, καὶ οἱ αἰκιζόμενοι ἀπαραίτητοι, τὸ πῦρ ἕτοιμον, τὸ ξίφος ἠκόνητο, ὁ σταυρὸς ἐπεπήγει· ὁ βόθρος, ὁ τροχὸς, αἱ μάστιγες· οἱ μὲν ἔφευγον, οἱ δὲ ὑπέκυπτον, οἱ δὲ ἐσαλεύοντο· τινὲς δὲ πρὸ τῆς πείρας μόνην τὴν ἀπειλὴν κατεπλάγησαν· ἕτεροι δὲ, ἐγγὺς γενόμενοι τῶν δεινῶν, ἰλιγγίασαν· ἄλλοι δὲ, τοῖς ἀγῶσιν ἐμβάντες, εἶτα διαρκέσαι πρὸς τὸ πέρας τῶν πόνων ἀδυνατήσαντες, περὶ τὰ μέσα που τῆς ἀθλήσεως ἀπειπόντες, ὥσπερ οἱ ἐν πελάγει χειμαζόμενοι, καὶ ἃ εἶχον ἤδη ἀγώγιμα τῆς ὑπομονῆς ἐναυάγησαν· τότε δὴ οὗτοι, οἱ ἀήττητοι καὶ γενναῖοι τοῦ Χριστοῦ στρατιῶται, παρελθόντες εἰς μέσους, ἐπιδεικνύντος τοῦ ἄρχοντος τὰ βασιλέως γράμματα καὶ τὴν ὑπακοὴν ἀπαιτοῦντος, ἐλευθέρᾳ τῇ φωνῇ, εὐθαρσῶς καὶ ἀνδρείως, οὐδὲν ὑποπτήξαντες τῶν ὁρωμένων, οὐδὲ καταπλαγέντες τὰ ἀπειλούμενα, Χριστιανοὺς ἑαυτοὺς ἀνεκήρυξαν. Ὦ μακάριαι γλῶσσαι, ὅσαι τὴν ἱερὰν ἐκείνην ἀφῆκαν φωνὴν, ἣν ἀὴρ μὲν δεξάμενος ἡγιάσθη, ἄγγελοι δὲ ἀκούσαντες ἐπεκρότησαν· διάβολος δὲ μετὰ δαιμόνων ἐτραυματίσθη· Κύριος δὲ ἐν οὐρανοῖς ἀπεγράψατο.
Εἶπον τοίνυν ἕκαστος εἰς τὸ μέσον παριών· Χριστιανός εἰμι. Καὶ ὥσπερ ἐν τοῖς σταδίοις οἱ ἐπ᾿ ἄθλησιν παροδεύοντες ὁμοῦ τε λέγουσιν ἑαυτῶν τὰ ὀνόματα, καὶ ἐπὶ τὸν τόπον τῆς ἀγωνίας μεθίστανται· οὕτω δὴ καὶ οὗτοι τότε, ῥίψαντες τὰς ἀπὸ γενέσεως αὐτοῖς ἐπιφημισθείσας προσηγορίας, ἀπὸ τοῦ κοινοῦ Σωτῆρος ἕκαστος ἑαυτὸν ἀνηγόρευον. Καὶ τοῦτο ἐποίουν ἅπαντες, τῷ προλαβόντι ἑαυτὸν συνάπτων ὁ ἐφεξῆς. Ὥστε ἐγένετο πάντων προσηγορία μία· οὐκέτι γὰρ ὁ δεῖνα, ἢ ὁ δεῖνα, ἀλλὰ Χριστιανοὶ πάντες ἀνεκηρύττοντο. Τί οὖν ὁ κρατῶν τότε; Δεινὸς γὰρ ἦν καὶ ποικίλος, τὰ μὲν θωπείαις ὑπελθεῖν, τὰ δὲ ἀπειλαῖς παρατρέψαι. Πρῶτον μὲν αὐτοὺς κατεγοήτευε ταῖς θωπείαις, τὸν τόνον τῆς εὐσεβείας παραλύειν πειρώμενος. Μὴ προδῶτε ὑμῶν τὴν νεότητα· μηδὲ θάνατον ἄωρον τῆς ἡδείας ταύτης ζωῆς διαμείψητε. Ἄτοπον γὰρ τοὺς ἐν τοῖς πολέμοις ἀριστεύειν συνειθισμένους τὸν τῶν κακούργων θάνατον ἀποθνήσκειν. Πρὸς τούτοις χρήματα ὑπισχνεῖτο. Τὰ δὲ ἐδίδου, τιμὰς ἐκ βασιλέως, καὶ ἀξιωμάτων διανομὰς, καὶ μυρίαις αὐτοὺς ἐπινοίαις κατεστρατήγει, Ὡς δὲ οὐκ ἐνεδίδοσαν πρὸς τὴν πεῖραν ταύτην, ἐπὶ τὸ ἕτερον εἶδος τῆς μηχανῆς μετῄει. Πληγὰς αὐτοῖς, καὶ θανάτους, καὶ κολάσεων ἀνηκέστων πεῖραν ἐπανετείνετο. Καὶ ὁ μὲν τοιαῦτα, τὰ δὲ τῶν μαρτύρων ὁποῖα; Τί, φησὶ, δελεάζεις ἡμᾶς, ὦ θεομάχε, ἀποστῆναι ἀπὸ Θεοῦ ζῶντος, καὶ δουλεύειν δαίμοσιν ὀλεθρίοις, προτεινόμενος ἡμῖν τὰ σὰ ἀγαθά; Τί τοσοῦτον δίδως, ὅσον ἀφελέσθαι σπουδάζεις; Μισῶ δωρεὰν ζημίας πρόξενον· οὐ δέχομαι τιμὴν ἀτιμίας μητέρα. Χρήματα δίδως τὰ ἀπομένοντα, δόξαν τὴν ἀπανθοῦσαν. Γνώριμον ποιεῖς βασιλεῖ, ἀλλὰ τοῦ ὄντος βασιλέως ἀλλοτριοῖς. Τί μικρολόγως ὀλίγα τῶν ἐκ τοῦ κόσμου προτείνεις; Ὅλος ἡμῖν ὁ κόσμος καταπεφρόνηται. Οὐκ ἔστιν ἡμῖν τῆς ἐπιθυμουμένης ἐλπίδος ἀντάξια τὰ ὁρώμενα. Ὁρᾷς τὸν οὐρανὸν τοῦτον, ὡς καλὸς ἰδεῖν, ὡς δὲ μέγας; καὶ τὴν γῆν, ἡλίκη; καὶ τὰ ἐν αὐτῇ θαύματα; Οὐδὲν τούτων ἐξισοῦται τῇ μακαριότητι τῶν δικαίων. Ταῦτα μὲν γὰρ παρέρχεται· τὰ δὲ ἡμέτερα μένει. Μιᾶς ἐπιθυμῶ δωρεᾶς, τοῦ στεφάνου τῆς δικαιοσύνης· περὶ μίαν δόξαν ἐπτόημαι, τὴν ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. Φιλότιμός εἰμι πρὸς τὴν ἄνω τιμήν· κόλασιν δέδοικα τὴν ἐν τῇ γεέννῃ. Πῦρ ἐκεῖνό μοι φοβερόν· τὸ δὲ παρ᾿ ὑμῶν ἀπειλούμενον ὁμόδουλόν ἐστιν. Οἶδεν αἰδεῖσθαι τοὺς εἰδώλων καταφρονοῦντας. Βέλη νηπίων λογίζομαι τὰς πληγὰς ὑμῶν. Σῶμα γὰρ τύπτεις· ὅπερ, ἐὰν μὲν ἐπὶ πλεῖον ἀντίσχῃ, λαμπρότερον στεφανοῦται, ἐὰν δὲ θᾶττον ἀπαγορεύση, οἴχεται ἀπαλλαγὲν δικαστῶν οὕτω βιαίων, οἳ, σωμάτων ὑπηρεσίαν παραλαβόντες, ἔτι καὶ τῶν ψυχῶν κατάρχειν φιλονεικεῖτε· οἵ γε, εἰ μὴ καὶ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν προτιμηθείητε, ὡς τὰ ἔσχατα ὑβρισμένοι παρ᾿ ἡμῶν, χαλεπαίνετε, καὶ τὰς φοβερὰς ταύτας κολάσεις ἐπανατείνεσθε, ἔγκλημα ἡμῖν ἐπάγοντες τὴν εὐσέβειαν. Ἀλλὰ γὰρ οὐ δειλοῖς, οὐδὲ φιλοζώοις, οὐδ᾿ εὐκαταπλήκτοις ἐντεύξεσθε, ὑπὲρ τῆς εἰς Θεὸν ἀγάπης. Οἵδε ἡμεῖς καὶ τροχίζεσθαι, καὶ στρεβλοῦσθαι, καὶ καταπίμπρασθαι, καὶ πᾶν εἶδος βασανιστηρίων ἕτοιμοι καταδέχεσθαι.
Ἐπεὶ δὲ τούτων ἤκουσεν ὁ ἀλαζὼν ἐκεῖνος καὶ βάρβαρος, οὐκ ἐνεγκὼν τῶν ἀνδρῶν τὴν παῤῥησίαν, ὑπερζέσας τῷ θυμῷ, ἐσκόπει τίνα ἂν ἐξεύροι μηχανὴν, ὥστε μακρόν τε αὐτοῖς καὶ πικρὸν ὁμοῦ κατασκευάσαι τὸν θάνατον. Εὗρε δὴ οὖν ἐπίνοιαν, καὶ σκοπεῖτε ὡς χαλεπήν. Περισκεψάμενος γὰρ τὴν φύσιν τῆς χώρας, ὅτι κρυμώδης, καὶ τὴν ὥραν τοῦ ἔτους, ὅτι χειμέριος, νύκτα ἐπιτηρήσας ἐν ᾗ μάλιστα τὸ δεινὸν ἐπιτείνεται, ἄλλως δὲ καὶ τότε βορέου αὐτὴν ἐπιπνέοντος, ἐκέλευσε πάντας γυμνωθέντας ὑπὸ τὸ αἴθριον ἐν μέσῃ τῇ πόλει πηγνυμένους ἀποθανεῖν. Πάντως δὲ ἴστε, οἱ πεπειραμένοι χειμῶνος, ὡς ἀφόρητόν ἐστι τῆς βασάνου τὸ εἶδος. Οὐδὲ γὰρ δυνατὸν ἄλλοις ἐνδείξασθαι ἢ τοῖς προαποκείμενα ἔχουσιν ἐκ τῆς πείρας αὐτῆς τῶν λεγομένων τὰ ὑποδείγματα. Σῶμα γὰρ κρύει παραπεσὸν πρῶτον μὲν ὅλον ἐστὶ πελιδνόν, πηγνυμένου τοῦ αἵματος· ἔπειτα κλονεῖται καὶ ἀναβράσσεται, ὀδόντων ἀρασσομένων, σπωμένων δὲ τῶν ἰνῶν, καὶ παντὸς τοῦ ὄγκου ἀπροαιρέτως συνελκομένου. Ὀδύνη δέ τις δριμεῖα, καὶ πόνος ἄῤῥητος αὐτῶν καθικνούμενος τῶν μυελῶν, δυσφορωτάτην ποιεῖται τοῖς πηγνυμένοις τὴν αἴσθησιν. Ἔπειτα ἀκρωτηριάζεται, ὥσπερ ἀπὸ πυρὸς, καιομένων τῶν ἄκρων. Ἀποδιωκόμενον γὰρ τὸ θερμὸν ἀπὸ τῶν περάτων τοῦ σώματος, καὶ συμφεῦγον ἐπὶ τὸ βάθος, τὰ μὲν, ὅθεν ἀπέστη, νεκρὰ καταλείπει, τὰ δὲ, ἐφ᾿ ἃ συνωθεῖται, ὀδύναις δίδωσι, κατὰ μικρὸν τοῦ θανάτου διὰ τῆς πήξεως προσιόντος. Τότε τοίνυν αἴθριοι διανυκτερεύειν κατεδικάσθησαν, ὅτε λίμνη μὲν, περὶ ἣν ἡ πόλις κατῴκισται, ἐν ᾗ ταῦτα διήθλουν οἱ ἅγιοι, οἷόν τι πεδίον ἱππήλατον ἦν, μεταποιήσαντος αὐτὴν τοῦ κρυστάλλου· καὶ ἠπειρωθεῖσα τῷ κρύει, ἀσφαλῶς ὑπὲρ νῶτον πεζεύειν παρείχετο τοῖς περιοίκοις· ποταμοὶ δὲ ἀένναα ῥέοντες, τῷ κρυστάλλῳ δεθέντες, τῶν ῥείθρων ἔστησαν· ἥ τε ἁπαλὴ τοῦ ὕδατος φύσις πρὸς τὴν τῶν λίθων ἀντιτυπίαν μετεποιήθη· βορέου δὲ δριμεῖαι πνοαὶ τὸ ἔμψυχον ἅπαν ἐπὶ τὸν θάνατον ἤπειγον.
Τότε τοίνυν ἀκούσαντες τοῦ προστάγματος (καὶ σκόπει μοι ἐνταῦθα τῶν ἀνδρῶν τὸ ἀήττητον), μετὰ χαρᾶς ἀποῤῥίψαντες ἕκαστος καὶ τὸν τελευταῖον χιτῶνα, πρὸς τὸν διὰ τοῦ κρύους ἐχώρουν θάνατον, ὥσπερ ἐν σκύλων διαρπαγῇ ἀλλήλοις ἐγκελευόμενοι. Μὴ γὰρ ἱμάτιον, φησὶν, ἀποδυόμεθα, ἀλλὰ τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον ἀποτιθέμεθα, τὸν φθειρόμενον κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης. Εὐχαριστοῦμέν σοι, Κύριε, τῷ ἱματίῳ τούτῳ τὴν ἁμαρτίαν συναποβάλλοντες. Ἐπειδὴ διὰ τὸν ὄφιν ἐνεδυσάμεθα, διὰ τὸν Χριστὸν ἐκδυσώμεθα. Μὴ ἀντισχώμεθα ἱματίων διὰ τὸν παράδεισον ὃν ἀπωλέσαμεν. Τί ἀνταποδῶμεν τῷ Κυρίῳ; Ἐξεδύθη ἡμῶν καὶ ὁ Κύριος. Τί μέγα δούλῳ τὰ τοῦ Δεσπότου παθεῖν; Μᾶλλον δὲ καὶ αὐτὸν τὸν Κύριον ἡμεῖς ἐσμεν οἱ ἐκδύσαντες. Στρατιωτῶν γὰρ ἐκεῖνο τὸ τόλμημα, ἐκεῖνοι ἐξέδυσαν καὶ διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια. Ἀνάγραπτον οὖν ἡμῶν κατηγορίαν δι᾿ ἑαυτῶν ἀπαλείψωμεν. Δριμὺς ὁ χειμὼν, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ παράδεισος· ἀλγεινὴ ἡ πῆξις, ἀλλ᾿ ἡδεῖα ἡ ἀνάπαυσις. Μικρὸν ἀναμείνωμεν, καὶ ὁ κόλπος ἡμᾶς θάλψει τοῦ πατριάρχου. Μιᾶς νυκτὸς ὅλον αἰῶνα ἀνταλλαξώμεθα. Καυθήτω ὁ ποῦς, ἵνα διηνεκῶς μετ᾿ ἀγγέλων χορεύῃ· ἀποῤῥυήτω ἡ χεὶρ, ἵνα ἔχῃ παῤῥησίαν πρὸς τὸν Δεσπότην ἐπαίρεσθαι. Πόσοι τῶν στρατιωτῶν τῶν ἡμετέρων ἐπὶ παρατάξεως ἔπεσον, βασιλεῖ φθαρτῷ τὴν πίστιν φυλάττοντες; ἡμεῖς δὲ ὑπὲρ τῆς εἰς τὸν ἀληθινὸν βασιλέα πίστεως τὴν ζωὴν ταύτην οὐ προησόμεθα; Πόσοι τὸν τῶν κακούργων ὑπέστησαν θάνατον, ἁλόντες ἐπ᾿ ἀδικήμασιν; ἡμεῖς δὲ ὑπὲρ δικαιοσύνης τὸν θάνατον οὐχ ὑποίσομεν; Μὴ ἐκκλίνωμεν, ὦ συστρατιῶται, μὴ δῶμεν νῶτα τῷ διαβόλῳ. Σάρκες εἰσὶ, μὴ φεισώμεθα· ἐπειδὴ δεῖ πάντως ἀποθανεῖν, ἀποθάνωμεν ἵνα ζήσωμεν. Γενέσθω ἡ θυσία ἡμῶν ἐνώπιόν σου, Κύριε· καὶ προσδεχθείημεν, ὡς θυσία ζῶσα, εὐάρεστός σοι, τῷ κρύει τούτῳ ὁλοκαυτούμενοι, καλὴ ἡ προσφορὰ, καινὸν τὸ ὁλοκαύτωμα, οὐ διὰ πυρὸς, ἀλλὰ διὰ κρύους ὁλοκαρπούμενον. Τούτους τοὺς παρακλητικοὺς ἐνδιδόντες ἀλλήλοις, καὶ ἄλλος ἄλλῳ ἐγκελευόμενοι, ὥσπερ τινὰ προφυλακὴν ἐν πολέμῳ πληροῦντες, τὴν νύκτα παρέπεμπον, φέροντες τὰ παρόντα γενναίως, χαίροντες τοῖς ἐλπιζομένοις, καταγελῶντες τοῦ ἀντιπάλου. Μία δὲ ἦν πάντων εὐχή. Τεσσαράκοντα εἰσήλθομεν εἰς τὸ στάδιον, οἱ τεσσαράκοντα στεφανωθείημεν, Δέσποτα. Μὴ λείψῃ τῷ ἀριθμῷ μηδὲ εἷς. Τίμιός ἐστιν, ὃν ἐτίμησας τῇ νηστείᾳ τῶν τεσσαράκοντα ἡμερῶν, δι᾿ οὗ νομοθεσία εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον. Τεσσαράκοντα ἡμέραις ἐν νηστείᾳ Ἠλίας ἐκζητήσας τὸν Κύριον, τῆς θέας ἔτυχεν. Καὶ ἡ μὲν ἐκείνων εὐχὴ τοιαύτη· εἷς δὲ τοῦ ἀριθμοῦ, ὀκλάσας πρὸς τὰ δεινὰ, λειποτακτήσας ᾤχετο, πένθος ἀμύθητον τοῖς ἁγίοις καταλιπών. Ἀλλ᾿ οὐ γὰρ ἀφῆκεν αὐτῶν ἀτελεῖς γενέσθαι τὰς δεήσεις ὁ Κύριος. Ὁ γὰρ τὴν φυλακὴν τῶν μαρτύρων πεπιστευμένος, ἐγγύθεν ἀπό τινος γυμνασίου διαθαλπόμενος, ἀπεσκόπει τὸ μέλλον, ἕτοιμος προσδέχεσθαι τῶν στρατιωτῶν τοὺς προσφεύγοντας. Καὶ γὰρ αὖ καὶ τοῦτο, ἐγγύθεν εἶναι λουτρόν, ἐπενοήθη, ὀξεῖαν τὴν βοήθειαν τοῖς μεταβαλλομένοις ἐπαγγελλόμενον. Ὅπερ μέντοι τοῖς ἐναντίοις κακούργως ἐπενοήθη, τοιοῦτον ἐξευρεῖν τῆς ἀθλήσεως τόπον, ἐν ᾧ τὸ ἕτοιμον τῆς παραμυθίας ἐκλύειν ἔμελλε τῶν ἀγωνιζομένων τὴν ἔνστασιν· τοῦτο λαμπροτέραν ἐδείκνυε τὴν ὑπομονὴν τῶν μαρτύρων. Οὐ γὰρ ὁ ἀπορῶν τῶν ἀναγκαίων καρτερικὸς, ἀλλ᾿ ὁ ἐν ἀφθονίᾳ τῆς ἀπολαύσεως ἐγκαρτερῶν τοῖς δεινοῖς.
Ὡς δὲ οἱ μὲν ἠγωνίζοντο, ὁ δὲ ἐπετήρει τὸ ἐκβησόμενον, εἶδε θέαμα ξένον, δυνάμεις τινὰς ἐξ οὐρανῶν κατιούσας, καὶ οἷον παρὰ βασιλέως δωρεὰς μεγάλας διανεμούσας τοῖς στρατιώταις· αἳ τοῖς μὲν ἄλλοις πᾶσι διῄρουν τὰ δῶρα, ἕνα δὲ μόνον ἀφῆκαν ἀγέραστον, ἀνάξιον κρίνασαι τῶν οὐρανίων τιμῶν· ὃς εὐθὺς, πρὸς τοὺς πόνους ἀπαγορεύσας, πρὸς τοὺς ἐναντίους ἀπηυτομόλησεν. Ἐλεεινὸν θέαμα τοῖς δικαίοις ὁ στρατιώτης φυγὰς, ὁ ἀριστεὺς αἰχμάλωτος, τὸ Χριστοῦ πρόβατον θηριάλωτον· καὶ τό γε ἐλεεινότερον, ὅτι καὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς διήμαρτε, καὶ οὐδὲ ταύτης ἀπήλαυσεν, εὐθὺς αὐτῷ τῆς σαρκὸς ἐν τῇ προσβολῇ τῆς θέρμης διαλυθείσης. Καὶ ὁ μὲν φιλόζωος ἔπεσεν ἀνομήσας διακενῆς· ὁ δὲ δήμιος, ὡς εἶδεν αὐτὸν ἐκκλίναντα, καὶ πρὸς τὸ βαλανεῖον ἀποδραμόντα, ἑαυτὸν εἰς τὴν τοῦ λειποτακτήσαντος χώραν ἀντικατέστησε, καὶ ῥίψας τὰ περιβόλαια, τοῖς γυμνοῖς ἑαυτὸν ἐγκατέμιξε, κράζων τὴν αὐτὴν βοὴν τοῖς ἁγίοις· Χριστιανός εἰμι. Καὶ τῷ ἀθρόῳ τῆς μεταβολῆς ἐκπλήξας τοὺς συμπαρόντας, τόν τε ἀριθμὸν ἀνεπλήρωσε, καὶ τὴν ἐπὶ τῷ καταμαλακισθέντι λύπην τῇ παρ᾿ ἑαυτοῦ προσθήκῃ παρεμυθήσατο, μιμησάμενος τοὺς ἐπὶ παρατάξεως, οἳ, τοῦ κατὰ τὴν πρώτην ἀσπίδα πεσόντος, εὐθὺς ἀναπληροῦσι τὴν φάλαγγα, ὡς μὴ τὸν συνασπισμὸν αὐτοῖς διακοπῆναι τῷ λείποντι. Τοιοῦτον δή τι καὶ αὐτὸς ἐποίησεν. Εἶδε τὰ οὐράνια θαύματα, ἐπέγνω τὴν ἀλήθειαν, προσέφυγε τῷ Δεσπότῃ, συνηριθμήθη τοῖς μάρτυσι. Τὰ τῶν μαθητῶν ἀνενεώσατο. Ἀπῆλθεν Ἰούδας, καὶ ἀντεισήχθη Ματθίας. Μιμητὴς ἐγένετο Παύλου, ὁ χθὲς διώκτης, σήμερον εὐαγγελιζόμενος. Ἄνωθεν ἔσχε καὶ αὐτὸς τὴν κλῆσιν, Οὐκ ἀπ᾿ ἀνθρώπων, οὐδὲ δι᾿ ἀνθρώπου. Ἐπίστευσεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· ἐβαπτίσθη εἰς αὐτόν, οὐχ ὑπὸ ἄλλου, ἀλλ᾿ ὑπὸ τῆς οἰκείας πίστεως· οὐκ ἐν ὕδατι, ἀλλ᾿ ἐν τῷ ἰδίῳ αἵματι.
Καὶ οὕτως, ἡμέρας ἀρχομένης, ἔτι ἐμπνέοντες τῷ πυρὶ παρεδόθησαν, καὶ τὰ τοῦ πυρὸς λείψανα ἐπὶ τὸν ποταμὸν ἀπεῤῥίφη· ὥστε διὰ πάσης τῆς κτίσεως διεξελθεῖν τῶν μακαρίων τὴν ἄθλησιν. Ἐπὶ τῆς γῆς ἠγωνίσαντο, τῷ ἀέρι ἐνεκαρτέρησαν, τῷ πυρὶ παρεδόθησαν, τὸ ὕδωρ αὐτοὺς ὑπεδέξατο. Ἐκείνων ἐστὶν ἡ φωνή· Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος, καὶ ἐξήγαγες ἡμᾶς εἰς ἀναψυχήν. Οὗτοί εἰσιν οἱ τὴν καθ᾿ ἡμᾶς χώραν διαλαβόντες, οἱονεὶ πύργοι τινὲς συνεχεῖς, ἀσφάλειαν ἐκ τῆς τῶν ἐναντίων καταδρομῆς παρεχόμενοι, οὐχ ἑνὶ τόπῳ ἑαυτοὺς κατακλείσαντες, ἀλλὰ πολλοῖς ἤδη ἐπιξενωθέντες χωρίοις, καὶ πολλὰς πατρίδας κατακοσμήσαντες. Καὶ τὸ παράδοξον, οὐ καθ᾿ ἕνα διαμερισθέντες τοῖς δεχομένοις ἐπιφοιτῶσιν· ἀλλ᾿ ἀναμιχθέντες ἀλλήλοις, ἡνωμένως χορεύουσιν. Ὢ τοῦ θαύματος! Οὔτε ἐλλείπουσι τῷ ἀριθμῷ, οὔτε πλεονασμὸν ἐπιδέχονται. Ἐὰν εἰς ἑκατὸν αὐτοὺς διέλῃς, τὸν οἰκεῖον ἀριθμὸν οὐκ ἐκβαίνουσιν· ἐὰν εἰς ἓν συναγάγῃς, τεσσαράκοντα καὶ οὕτω μένουσι, κατὰ τὴν τοῦ πυρὸς φύσιν. Καὶ γὰρ ἐκεῖνο καὶ πρὸς τὸν ἐξάπτοντα μεταβαίνει, καὶ ὅλον ἐστὶ παρὰ τῷ ἔχοντι· καὶ οἱ τεσσαράκοντα καὶ πάντες εἰσὶν ὁμοῦ, καὶ πάντες εἰσὶ παρ᾿ ἑκάστῳ. Ἡ ἄφθονος εὐεργεσία, ἡ μὴ δαπανωμένη χάρις· ἑτοίμη βοήθεια Χριστιανοῖς, ἐκκλησία μαρτύρων, στρατὸς τροπαιοφόρων, χορὸς δοξολογούντων. Πόσα ἂν ἔκαμες, ἵνα ἕνα που εὕρῃς ὑπὲρ σοῦ δυσωποῦντα τὸν Κύριον; Τεσσαράκοντά εἰσι, σύμφωνον ἀναπέμποντες προσευχήν. Ὅπου δύο ἢ τρεῖς εἰσι συνηγμένοι ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ ἐστιν ἐν μέσῳ αὐτῶν. Ὅπου δὲ τεσσαράκοντα, τίς ἀμφιβάλλει Θεοῦ παρουσίαν; Ὁ θλιβόμενος ἐπὶ τοὺς τεσσαράκοντα καταφεύγει, ὁ εὐφραινόμενος ἐπ᾿ αὐτοὺς ἀποτρέχει· ὁ μὲν, ἵνα λύσιν εὕρῃ τῶν δυσχερῶν· ὁ δὲ, ἵνα φυλαχθῇ αὐτῷ τὰ χρηστότερα. Ἐνταῦθα γυνὴ εὐσεβὴς ὑπὲρ τέκνων εὐχομένη καταλαμβάνεται, ἀποδημοῦντι ἀνδρὶ τὴν ἐπάνοδον αἰτουμένη, ἀῤῥωστοῦντι τὴν σωτηρίαν. Μετὰ μαρτύρων γενέσθω τὰ αἰτήματα ὑμῶν. Οἱ νεανίσκοι τοὺς ἡλικιώτας μιμείσθωσαν· οἱ πατέρες, τοιούτων εἶναι παίδων πατέρες εὐχέσθωσαν· αἱ μητέρες, καλῆς μητρὸς διήγημα διδαχθήτωσαν. Μήτηρ ἑνὸς τῶν μακαρίων ἐκείνων, θεασαμένη τοὺς ἄλλους ἤδη τῷ κρύει τελειωθέντας, τὸν δὲ ἑαυτῆς υἱὸν ἔτι ἐμπνέοντα ὑπό τε ῥώμης καὶ τῆς πρὸς τὰ δεινὰ καρτερίας, καταλιμπανόντων αὐτὸν τῶν δημίων ὡς δυνάμενόν γε μεταβουλεύσασθαι, αὐτὴ ταῖς οἰκείαις χερσὶν ἀραμένη, ἐπέθηκε τῇ ἁμάξῃ, ἐφ᾿ ἧς οἱ λοιποὶ συγκείμενοι πρὸς τὴν πυρὰν ἤγοντο, μάρτυρος ὄντως μήτηρ. Οὐ γὰρ δάκρυον ἀφῆκεν ἀγεννές· οὐδ᾿ ἐφθέγξατο ταπεινόν τι καὶ ἀνάξιον τοῦ καιροῦ· ἀλλ᾿, Ἄπιθι, φησὶν, ὦ παῖ, τὴν ἀγαθὴν πορείαν μετὰ τῶν ἡλικιωτῶν, μετὰ τῶν συσκήνων· μὴ ἀπολειφθῇς τῆς χορείας· μὴ δεύτερος τῶν ἄλλων ἐμφανισθῇς τῷ Δεσπότη. Ὄντως ἀγαθῆς ῥίζης ἀγαθὸν βλάστημα. Ἔδειξεν ἡ γενναία μήτηρ, ὅτι δόγμασιν εὐσεβείας ἐξέθρεψεν αὐτὸν μᾶλλον ἢ γάλακτι. Καὶ ὁ μὲν οὕτω τραφεὶς οὕτω προεπέμφθη παρὰ μητρὸς εὐσεβοῦς· ὁ δὲ διάβολος ἀπῆλθε κατῃσχυμμένος. Ἅπασαν γὰρ ἐπ᾿ αὐτοὺς κινήσας τὴν κτίσιν, πάντα εὗρεν ἡττώμενα τῆς τῶν ἀνδρῶν ἀρετῆς, νύκτα δυσήνεμον, πατρίδα χειμέριον, τὴν ὥραν τοῦ ἔτους, τῶν σωμάτων τὴν γύμνωσιν. Ὢ χορὸς ἅγιος! ὢ σύνταγμα ἱερόν! ὢ συνασπισμὸς ἀῤῥαγής! ὢ κοινοὶ φύλακες τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων! ἀγαθοὶ κοινωνοὶ φροντίδων, δεήσεως συνεργοὶ, πρεσβευταὶ δυνατώτατοι, ἀστέρες τῆς οἰκουμένης, ἄνθη τῶν Ἐκκλησιῶν. Ὑμᾶς οὐχ ἡ γῆ κατέκρυψεν, ἀλλ᾿ οὐρανὸς ὑπεδέξατο· ἠνοίγησαν ὑμῖν παραδείσου πύλαι. Ἄξιον θέαμα τῇ στρατιᾷ τῶν ἀγγέλων, ἄξιον πατριάρχαις, προφήταις, δικαίοις, ἄνδρες ἐν αὐτῷ τῷ ἄνθει τῆς νεότητος, τοῦ βίου καταφρονήσαντες, ὑπὲρ γονεῖς, ὑπὲρ τέκνα τὸν Κύριον ἀγαπήσαντες. Αὐτὸ τῆς ἡλικίας ἄγοντες τὸ βιώσιμον, ὑπερεῖδον τῆς προσκαίρου ζωῆς, ἵνα δοξάσωσι τὸν Θεὸν ἐν τοῖς μέλεσιν ἑαυτῶν· θέατρον γενόμενοι τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις, καὶ ἀνθρώποις, τοὺς πεπτωκότας ἤγειραν, τοὺς ἀμφιβόλους ἐβεβαιώσαντο, τοῖς εὐσεβέσι τὴν ἐπιθυμίαν ἐδιπλασίασαν. Ἒν ὑπὲρ τῆς εὐσεβείας ἅπαντες ἀναστήσαντες τρόπαιον. ἑνὶ καὶ τῷ στεφάνῳ τῆς δικαιοσύνης κατεκοσμήθησαν, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.»
Ἀπόδοσις εἰς τὴν νέαν ἑλληνικὴν
Ποῖος κορεσμὸς θὰ ἠμποροῦσε νὰ ὑπάρξῃ ἀπὸ τὴν μνήμην τῶν μαρτύρων, δι᾿ αὐτὸν ὁ ὁποῖος ἀγαπᾷ τοὺς μάρτυρας; Διότι ἡ τιμὴ πρὸς τοὺς ἀνδρείους ἀπὸ μέρους τῶν συνδούλων των, ἀποδεικνύει τὴν εὔνοιαν πρὸς τὸν κοινὸν Κύριον. Εἶναι ἄλλωστε ὁλοφάνερον ὅτι αὐτὸς ὁ ὁποῖος παραδέχεται τοὺς γενναίους ἄνδρας, δὲν θὰ ὑστερήσῃ κατὰ τὴν μίμησιν, ὅταν εὑρεθῇ εἰς παρομοίας περιστάσεις. Νὰ μακαρίσῃς ἀληθινὰ αὐτὸν ποὺ ἐμαρτύρησε, διὰ νὰ γίνῃς μάρτυς κατὰ τὴν διάθεσιν, καὶ θὰ καταλήξῃς νὰ ἀξιωθῆς τοὺς ἰδίους μισθοὺς μὲ ἐκείνους, χωρὶς νὰ διωχθῆς, χωρὶς νὰ καῆς εἰς τὴν φωτιάν, χωρὶς νὰ μαστιγωθῆς. Ἠμεῖς δὲ δὲν πρόκειται νὰ θαυμάσωμεν ἕνα, οὔτε μόνον δύο, οὔτε ὁ ἀριθμὸς τῶν μακαριζομένων φθάνει μέχρι τοῦ ἀριθμοῦ τῶν δέκα. Ἀλλὰ σαράντα ἄνδρες, ποὺ ὡσὰν νὰ εἶχαν μίαν ψυχὴν εἰς ξεχωριστὰ σώματα, μὲ μίαν σύμπνοιαν καὶ ὁμόνοιαν τῆς πίστεως, μίαν ἐπέδειξαν καὶ τὴν καρτερίαν εἰς τὰ βάσανα καὶ τὴν ἀντίστασιν, χάριν τῆς ἀληθείας. Ὅλοι ὑπῆρξαν ἕνας καὶ ἕνας· ἴσοι εἰς τὴν διάθεσιν καὶ ἴσοι εἰς τὸν ἀγῶνα. Διὰ τοῦτο καὶ μὲ τὴν ἰδίαν τιμὴν κατηξιώθησαν νὰ λάβουν τὰ στεφάνια τῆς δόξης. Ποιὸς λόγος θὰ ἠμποροῦσε νὰ περιγράψῃ τὴν ἀξίαν των; Δὲν θὰ ἐπαρκοῦσαν οὔτε σαράντα γλῶσσαι νὰ ἐξυμνήσουν τὴν ἀρετὴν τόσων μεγάλων ἀνδρῶν. Καὶ ὅμως, καὶ ἂν ἀκόμη ἦταν ἕνας ὁ τιμώμενος, θὰ ἑξαρκοῦσε νὰ νικήσῃ τὴν δύναμιν τῶν λόγων μου, πολὺ δὲ περισσότερον τώρα ποὺ εἶναι τόσον μεγάλο πλῆθος, στρατιωτικὴ φάλαγγα, παράταξις δυσκολοκαταγώνιστος, ἐξ ἴσου ἀνίκητος εἰς τοὺς πολέμους καὶ ἄφθαστος εἰς τοὺς ἐπαίνους.
Ἐμπρὸς λοιπὸν τώρα, ἀφοῦ τοὺς φέρομεν ἐνώπιόν μας διὰ τῆς ἐνθυμήσεως, ἂς καταστήσωμεν κοινὴν τὴν ὠφέλειαν εἰς αὐτοὺς ποὺ εἶναι παρόντες, ἀφοῦ δείξωμεν πρῶτα εἰς ὅλους ὡσὰν εἰς ζωγραφιάν, τὰ κατορθώματα τῶν ἀνδρῶν. Ἄλλωστε καὶ τὰ πολεμικὰ ἀνδραγαθήματα, πολλὰς φορὰς καὶ οἱ λογογράφοι καὶ οἱ ζωγράφοι ἐξιστοροῦν. οἱ μὲν μὲ τὸ νὰ τὰ ἐγκωμιάζουν μὲ τὸν λόγον, οἱ δὲ μὲ τὸ νὰ τὰ ζωγραφίζουν εἰς τοὺς πίνακας, διεγείρουν πολλοὺς πρὸς τὴν ἀνδραγαθίαν, καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δέ. Διότι αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἡ ἱστοριογραφία παρουσιάζει διὰ τῆς ἀκοῆς, αὐτὰ τὰ ἴδια ἡ ζωγραφικὴ σιωπηλῶς τὰ παριστάνει διὰ τῆς μιμήσεως. Ἔτσι τώρα καὶ ἠμεῖς θὰ ὑπενθυμήσωμεν εἰς τοὺς παρόντας τὴν ἀρετὴν τῶν ἀνδρῶν. καὶ ἀφοῦ κατὰ κάποιον τρόπον φέρωμεν κάτω ἀπὸ τὰ μάτια σας τὰς πράξεις των, θὰ παρακινήσωμεν πρὸς μίμησιν, αὐτοὺς ποὺ εἶναι γενναιότεροι καὶ οἰκειότεροι κατὰ τὴν διάθεσιν πρὸς αὐτούς. Διότι «ἐγκωμιασμὸς μαρτύρων» σημαίνει προτροπὴ πρὸς ἀρετήν, αὐτῶν ποὺ εἶναι συγκεντρωμένοι. Οἱ λόγοι διὰ τοὺς ἁγίους δὲν καταδέχονται νὰ ὑποτάσσωνται εἰς τοὺς κανόνας τῶν ἐγκωμίων. Διότι οἱ ἐγκωμιασταὶ παίρνουν τὰς ἀρχὰς τῶν εὐφημιῶν, ἀπὸ τὰς ἀφορμᾶς τοῦ κόσμου. Δι᾿ αὐτοὺς ὅμως, οἱ ὁποῖοι ἔχουν σταυρώσει τὸν κόσμον, πῶς ἠμπορεῖ, κάτι ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτόν, νὰ δώσῃ ἀφορμὴν δι᾿ ὑπερηφάνειαν; Οἱ ἅγιοι δὲν εἶχαν μίαν πατρίδα. Διότι ὁ καθένας κατήγετο ἀπὸ διαφορετικὴν πατρίδα. Τί λοιπόν; θὰ τοὺς εἴπωμεν ἀπάτριδας, ἢ οἰκουμενικοὺς πολίτας; Διότι ὅπως εἰς τὰς συνεισφορὰς ἀπὸ τοὺς ἐράνους, αὐτὰ ποὺ ἔχουν προσφερθῆ ἀπὸ τὸν καθένα, γίνονται κοινὰ εἰς αὐτοὺς ποὺ τὰ προσέφεραν, ἔτσι καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν τῶν μακαρίων τούτων ἀνδρῶν, τοῦ καθενὸς ἡ πατρίδα εἶναι κοινὴ δι᾿ ὅλους. καὶ ὅλοι προερχόμενοι ἀπὸ παντοῦ, ἀνταποδίδουν ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον τὴν πατρίδα ποὺ τοὺς προσέφερεν. Ἄλλωστε διατί πρέπει νὰ ἀναζητοῦμεν τὰς εὐρισκομένας εἰς τὴν ὕλην πατρίδας, ἐνῷ εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίζωμεν ποία εἶναι ἡ τωρινὴ πατρίδα τους; Πόλις λοιπὸν μαρτύρων εἶναι ἡ πόλις τοῦ Θεοῦ τῆς ὁποίας ὁ Θεὸς εἶναι ὁ τεχνίτης καὶ ὁ δημιουργός. Εἶναι ἡ ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἡ ἐλευθέρα, ἡ μητέρα τοῦ Παύλου καὶ ὅλων ἐκείνων ποὺ εἶναι ὅμοιοι μὲ αὐτόν. Τὸ ἔθνος, αὐτὸ μὲν ποὺ εἶναι ἀνθρώπινον, εἶναι διάφορον διὰ τὸν καθένα, τὸ πνευματικὸν ὅμως ἔθνος εἶναι ἕνα δι᾿ ὅλους. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι κοινὸς πατέρας αὐτῶν, καὶ ὅλοι εἶναι ἀδελφοί, ἂν καὶ δὲν ἔχουν γεννηθῆ ἀπὸ ἕνα πατέρα καὶ μίαν μάνναν, ἀλλ᾿ ἔχουν συναρμοσθῆ ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον εἰς τὴν ὁμόνοιαν διὰ τῆς ἀγάπης μὲ τὴν υἱοθεσίαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἕτοιμος χορός! Μεγάλη συνδρομὴ αὐτῶν ποὺ ἀνὰ τοὺς αἰῶνας δοξάζουν τὸν Κύριον! Δὲν ἔχουν μαζευθῆ ἕνας-ἕνας, ἀλλὰ ὅλοι μαζὶ ἔχουν μετατεθῆ εἰς τὴν ἄλλην ζωήν. Ποιὸς ὅμως εἶναι ὁ τρόπος αὐτῆς τῆς μεταθέσεως; Αὐτοὶ ἐπειδὴ ὑπερεῖχαν καὶ κατὰ τὸ μέγεθος τοῦ σώματος καὶ κατὰ τὴν ἀκμὴν τῆς ἡλικίας, καὶ κατὰ τὴν δύναμιν ἀπὸ ὅλους τοὺς συνομήλικάς των, ἐτάχθησαν νὰ ὑπηρετοῦν εἰς τὰς στρατιωτικᾶς τάξεις. Λόγω δὲ τῆς πολεμικῆς πείρας καὶ τῆς ψυχικῆς γενναιότητος, εἶχαν λάβει κιόλας τὰς πρώτας τιμὰς ἐκ μέρους τοῦ αὐτοκράτορος, καὶ ἦταν ξακουστοὶ εἰς ὅλους διὰ τὴν ἀνδρείαν των.
Ὅταν δὲ ἐξηγγέλθη ἐκεῖνο τὸ ἄθεον καὶ ἀσεβὲς διάταγμα, νὰ μὴ ὁμολογοῦν πίστιν εἰς τὸν Χριστόν, ἢ διαφορετικὰ νὰ τιμωροῦνται, ἠπειλεῖτο δὲ κάθε εἶδος τιμωρίας καὶ εἶχε ξεσηκωθῆ πολὺς καὶ ἄγριος ὁ θυμὸς ἀπὸ μέρους τῶν ἀδίκων δικαστῶν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ἐμηχανορραφοῦντο δὲ ἐπιβουλαὶ καὶ δολοπλοκίαι ἐναντίον των, καὶ ἐπενοοῦντο ποικίλα εἴδη βασανισμοῦ, -καὶ οἱ βασανισταὶ ἦταν ἀπολύτως ἀναγκαῖοι-, ἡ φωτιὰ ἦταν ἑτοιμασμένη, τὸ ξίφος ἀκονισμένον, ὁ σταυρὸς εἶχε στηθῆ, ὁ λάκκος, ὁ τροχός, τὰ μαστίγια ἕτοιμα· καὶ ἄλλοι μὲν ἔφευγαν εἰς τὴν ἐρημίαν, ἄλλοι δὲ ὑπέκυπταν καὶ ἐπροσκυνοῦσαν τὰ εἴδωλα, ἄλλοι δὲ ἐκλονίζοντο, μερικοὶ δὲ κατετρόμαζαν καὶ μὲ μόνην τὴν δοκιμασίαν τῆς ἀπειλῆς, ἄλλοι δὲ ἀφοῦ ἤρχοντο κοντὰ εἰς τὰ δεινὰ ἐτρελλαίνοντο, ἄλλοι δὲ μόλις ἔμβαιναν εἰς τὸν ἀγῶνα, ἔπειτα ἀδυνατοῦσαν νὰ ὑπομείνουν ὡς τὸ τέλος τὰ βασανιστήρια, διότι ἐλύγιζαν εἰς τὸ μέσον περίπου τῆς ἀθλήσεως, ὅπως αὐτοὶ ποὺ κλυδωνίζονται εἰς τὴν θάλασσαν καὶ καταποντίζουν ἀκόμη καὶ αὐτὰ τὰ ἐμπορεύματα τοῦ μόχθου των. Τότε λοιπὸν οἱ ἀνίκητοι καὶ γενναῖοι στρατιῶται τοῦ Χριστοῦ, παρουσιασθέντες εἰς τὸ μέσον, ἐνῷ ὁ ἄρχων τοὺς ἐπεδείκνυε τὸ διάταγμα τοῦ βασιλέως καὶ ἀπαιτοῦσε τὴν ὑπακοήν, μὲ θαρρετὴν τὴν φωνήν, μὲ θάρρος καὶ γενναιότητα, χωρὶς νὰ φοβηθοῦν τίποτε ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔβλεπαν, χωρὶς νὰ τρομάξουν ἀπὸ τὰς ἀπειλάς, ὡμολόγησαν ὅτι εἶναι Χριστιανοί. Ὦ μακάριοι γλῶσσαι, ποὺ ἀφήκατε ἐκείνην τὴν ἱερὰν ὁμολογίαν, τὴν ὁποίαν ὁ ἀέρας μὲν ποὺ τὴν ἐδέχθη ἠγιάσθη, οἱ Ἄγγελοι δὲ ποὺ τὴν ἤκουσαν τὴν ἐπεκρότησαν, ὁ διάβολος μαζὶ μὲ τὰ δαιμόνια ἐπληγώθη, ὁ δὲ Κύριος τὴν κατέγραψεν εἰς τοὺς οὐρανούς!
Ὁ καθένας λοιπὸν παρουσιασθεὶς εἰς τὸ μέσον εἶπεν «εἶμαι Χριστιανός». Καὶ ὅπως εἰς τὰ στάδια αὐτοὶ ποὺ προσέρχονται εἰς τὴν ἄθλησιν, λέγουν συγχρόνως καὶ τὰ ὀνόματά τους, καὶ μεταβαίνουν εἰς τὸν τόπον τοῦ ἀγωνίσματος, ἔτσι λοιπὸν καὶ αὐτοὶ τότε, ἀφοῦ περιεφρόνησαν τὰ ὀνόματα μὲ τὰ ὁποῖα τοὺς εἶχαν ὀνομάσει ἀπὸ τὴν γέννησίν των, ὁ καθένας ὠνόμαζε τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τὸ κοινὸν ὄνομα τοῦ Σωτῆρος. καὶ ὅλοι ἔκαμναν τὸ ἴδιον μὲ τὸ νὰ συνδέῃ ὁ ἑπόμενος τὸν ἑαυτόν του μὲ τὸν προηγούμενον. Ὥστε ὅλοι εἶχαν ἕνα ὄνομα, διότι δὲν ἦταν πιὰ ὁ δεῖνα ἢ ὁ τάδε, ἀλλ᾿ ὅλοι ὠνομάζοντο Χριστιανοί. Τί λοιπὸν ἔπραττεν ὁ τότε κυρίαρχος; Διότι ἦταν φοβερὸς καὶ πολυμήχανος εἰς τὸ νὰ μεταχειρίζεται τὰς κολακείας, καὶ νὰ μεταπείθῃ μὲ τὰς ἀπειλάς. Κατ᾿ ἀρχὴν τοὺς ἐδελέαζε μὲ τὰς κολακείας, προσπαθώντας νὰ παραλύσῃ τὸν τόνον τῆς πίστεως. Μὴ χαραμίζετε τὰ νειάτα σας καὶ ἀνταλλάσσετε τὴν γλυκεῖαν αὐτὴν ζωὴν μὲ τὸν ἄγωρον θάνατον. Διότι εἶναι πρᾶγμα ἀνάρμοστον, αὐτοὶ ποὺ ἔχουν συνηθίσει νὰ ἀριστεύουν εἰς τοὺς πολέμους, νὰ πεθαίνουν τὸν θάνατον τῶν κακούργων. Κοντὰ εἰς αὐτὰ ὑπέσχετο καὶ χρήματα. Ἄλλα δὲ προσέφερε, δηλαδὴ τὰς βασιλικὰς τιμὰς καὶ τὰς ἀπονομὰς τῶν ἀξιωμάτων καὶ μὲ μυρίας ἐπινοήσεις τοὺς ἐδελέαζεν. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐκάμτττοντο μὲ τὴν δοκιμασίαν αὐτήν, ἐχρησιμοποίει τὸ ἄλλο εἶδος τῶν τεχνασμάτων. Τοὺς ἀπειλοῦσε μὲ πληγὰς καὶ θανάτους, καὶ μὲ δοκιμασίαν ἀθεραπεύτων κακῶν. Καὶ αὐτὰ μὲν ἔπραττεν αὐτός. Ποῖα ὅμως ἦταν τὰ ἔργα τῶν μαρτύρων; Διατί, λέγουν, μᾶς δελεάζεις, ὦ θεομάχε, νὰ ἀποστατήσωμεν ἀπὸ τὸν ζῶντα Θεόν, καὶ νὰ δουλεύωμεν εἰς τοὺς καταστρεπτικοὺς δαίμονας, μὲ τὸ νὰ μᾶς προτείνῃς τὰ ἀγαθά σου; Τί προσφέρεις τόσα πολλά, ὅσα φροντίζεις νὰ ἀφαιρέσῃς; Μισῶ τὴν δωρεὰν ποὺ προξενεῖ ζημίαν. Δὲν δέχομαι τὴν τιμὴν ποὺ εἶναι μητέρα τῆς ἀτιμίας. Προσφέρεις χρήματα ποὺ παραμένουν ἐδῶ, καὶ δόξαν ποὺ μαραίνεται. Μὲ κάμνεις γνωστὸν εἰς τὸν βασιλέα, ἀλλὰ μὲ ἀποξενώνεις ἀπὸ τὸν ἀληθινὸν Βασιλέα. Διατὶ μὲ τσιγκουνιὰν προτείνεις ὀλίγα ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου; Ἠμεῖς ὁλόκληρον τὸν κόσμον περιεφρονήσαμεν. Αὐτὰ ποὺ βλέπομεν δὲν εἶναι ἀντάξια τῆς ποθητῆς ἐλπίδος μας. Βλέπεις τὸν οὐρανὸν αὐτόν, πόσον καλὸς εἶναι εἰς τὸ νὰ τὸν βλέπῃς, καὶ πόσον μεγάλος; Καὶ τὴν γῆν πόσον μεγάλη εἶναι; Καὶ τὰ ἀξιοθαύμαστα ἐπάνω εἰς αὐτήν; Τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν ἐξισώνεται μὲ τὴν μακαριότητα τῶν δικαίων. Διότι ὅλα αὐτὰ παρέρχονται. Τὰ ἰδικά μας ὅμως παραμένουν αἰώνια. Μίαν χάριν ποθῶ, τὸ στεφάνι τῆς δικαιοσύνης. Μίαν δόξαν λαχταρῶ, αὐτὴν τῆς οὐρανίου βασιλείας. Εἶμαι φιλόδοξος διὰ τὴν οὐρανίαν τιμήν. Μίαν δὲ τιμωρίαν φοβοῦμαι, αὐτὴν τῆς κολάσεως. Ἐκεῖνο τὸ πῦρ εἶναι δι᾿ ἐμὲ φοβερόν, αὐτὸ δὲ ποὺ ἀπειλεῖται ἀπὸ σᾶς εἶναι ὁμόδουλον. Γνωρίζει νὰ σέβεται αὐτοὺς ποὺ περιφρονοῦν τὰ εἴδωλα. Τὰ κτυπήματά σας τὰ λογαριάζω σὰν παιδικὰ βέλη. Διότι κτυπᾷς τὸ σῶμα, ποὺ ἐὰν ἀνθέξῃ περισσότερον, στεφανώνεται λαμπρότερα. Ἐὰν δὲ γρηγορώτερα ὑποκύψη, φεύγει ἀπαλλαγμένον ἀπὸ δικαστᾶς τόσον σκληρούς, οἱ ὁποῖοι ἐνῷ ἔχετε ἀναλάβει τὴν ὑπηρεσίαν τῶν σωμάτων, φιλοδοξεῖτε νὰ κυριαρχήσετε καὶ ἐπάνω εἰς τὰς ψυχάς. Σεῖς οἱ ὁποῖοι βεβαίως, ἐὰν δὲν τιμηθῆτε περισσότερον καὶ ἀπὸ τὸν Θεόν μας, μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι ὑβρίζεσθε ἀπὸ ἡμᾶς εἰς τὸ ἔπακρον, δυσανασχετεῖτε, καὶ ἀπειλεῖτε τὰς φοβερὰς αὐτὰς τιμωρίας, μὲ τὸ νὰ κατηγορῆτε τὴν πίστιν μας ὡς ἔγκλημα. Ἀλλ᾿ ὅμως δὲν θὰ εὕρετε δειλούς, οὔτε φιλοτομαριστάς, οὔτε εὐκολοτρομάκτους, λόγω τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν Θεόν. Νά, ἠμεῖς εἴμεθα ἕτοιμοι καὶ νὰ τροχισθοῦμεν καὶ νὰ στρεβλωθοῦμεν καὶ νὰ κατακαοῦμεν καὶ νὰ καταδεχθοῦμεν κάθε εἶδος ἀπὸ τὰ βασανιστήρια.
Ὅταν δὲ ἐκεῖνος ὁ ἀλαζὼν καὶ βάρβαρος ἤκουσεν αὐτά, μὴ δυνάμενος νὰ ὑποφέρῃ τὸ θάρρος τῶν ἀνδρῶν καὶ βράζων ἀπὸ τὸν θυμόν του, ἐσκέπτετο, τί τρόπον θὰ ἠμποροῦσε νὰ ἐξεύρῃ, ὥστε νὰ κάμῃ δι᾿ αὐτοὺς καὶ διαρκῆ καὶ πικρὸν τὸν θάνατον. Εὑρῆκε λοιπὸν τὸν τρόπον. Καὶ κυττάξετε πόσον εἶναι φοβερός· Ἀφοῦ δηλαδὴ παρετήρησε προσεκτικὰ τὸ κλῆμα τῆς χώρας, ὅτι ἦταν ψυχρόν, καὶ ὅτι ἡ ἐποχὴ τοῦ ἔτους ἦταν χειμῶνας, καὶ παρεφύλαξε νὰ εἶναι νύκτα κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ ψῦχος ἐπιτείνεται πολύ, ἄλλωστε δὲ τότε κατ᾿ αὐτὴν ἐφυσοῦσε καὶ βοριᾶς, τοὺς διέταξεν ὅλους, ἀφοῦ ξεγυμνωθοῦν εἰς τὸ ὕπαιθρον, νὰ πεθάνουν εἰς τὸ μέσον τῆς πόλεως ἀπὸ τὴν παγωνιάν. Ἐξάπαντος δὲ γνωρίζετε, ὅσοι ἔχετε πεῖραν ἀπὸ τὸν χειμῶνα, πόσον ἀνυπόφορον εἶναι τὸ βασανιστικὸν αὐτὸ εἶδος. Διότι εἰς τοὺς ἄλλους δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δειχθῇ, παρὰ εἰς αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὰ παραδείγματα αὐτῶν ποὺ λέγομεν ἐκ τῶν προτέρων ἀποκείμενα μέσα τῶν ἀπὸ τὴν ἴδιαν τὴν πεῖραν. Διότι, τὸ σῶμα ποὺ θὰ ἐκτεθῇ εἰς τὸ ψῦχος, κατ᾿ ἀρχὴν μέν, ἐνῷ τὸ αἷμα πήζει, γίνεται ὁλόκληρον μαυροκίτρινον, ἔπειτα δὲ χοροπηδᾷ καὶ ἀνατινάσσεται πρὸς τὰ ἐπάνω, ἐνῷ τὰ δόντια κτυποῦν, αἱ ἶνες συσπῶνται καὶ ὅλον τὸ σῶμα χωρὶς νὰ θέλῃ συσπᾶται. Κάποιος δὲ τσουχτερὸς πόνος, καὶ πόνος ἀνείπωτος, ποὺ φθάνει ὡς τὸν μυελὸ τῶν ὀστῶν, κάμνει δυσκολοβάστακτον τὸ αἴσθημα εἰς αὐτοὺς ποὺ παγώνουν. Ἔπειτα ἀκρωτηριάζεται, ἐνῷ τὰ ἄκρα καίονται, ὡσὰν ἀπὸ φωτιάν. Διότι μὲ τὸ νὰ ἀπομακρύνεται ἡ θερμότης ἀπὸ τὰ ἄκρα τοῦ σώματος, καὶ νὰ φεύγῃ συγχρόνως εἰς τὸ βάθος, ἀφήνει νεκρὰ μὲν τὰ μέρη ἀπ᾿ ὅπου ἀπεμακρύνθη, παραδίδει δὲ εἰς δυνατοὺς πόνους αὐτὰ πρὸς τὰ ὁποῖα ὑποχωρεῖ, ἐνῷ ὁ θάνατος πλησιάζει ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον μὲ τὸ πάγωμα. Τότε λοιπὸν κατεδικάσθησαν νὰ διανυκτερεύουν ὑπαίθριοι, ὅταν ἡ μὲν λίμνη, γύρω ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἡ πόλις εἶναι κτισμένη, καὶ μέσα εἰς τὴν ὁποίαν οἱ ἅγιοι ἠγωνίζοντο τὰ ἀγωνίσματα αὐτά, ἦταν ἱπποδρόμιον εἰς τὸ ὁποῖον τὴν εἶχε μεταβάλλει ἡ παγωνιά, καὶ ποὺ ἀπὸ τὸ κρύον εἶχε μεταβληθῆ εἰς ξηράν, μὲ ἀσφάλειαν προσεφέρετο εἰς τοὺς περιοίκους νὰ περιπατοῦν εἰς τὴν ἐπιφάνειάν της. Τὰ δὲ ποτάμια ποὺ συνεχῶς ἔρρεαν, ἀφοῦ ἐπάγωσαν, ἐσταμάτησαν τὴν ροήν των, καὶ ἡ ἁπαλὴ φύσις τοῦ νεροῦ μετεβλήθη εἰς τὴν σκληρότητα τῶν λίθων. Σφοδρὰ δὲ φυσήματα τοῦ βοριᾶ ἔσπρωχναν κάθε τι τὸ ἔμψυχον εἰς τὸν θάνατον.
Τότε λοιπὸν ἀφοῦ ἤκουσαν τὴν προσταγὴν (καὶ νὰ παρατηρήσῃς ἐδῶ, παρακαλῶ, τὸ ἀνίκητον φρόνημα τῶν ἀνδρῶν), εὐχαρίστως ὁ καθένας ἔβγαλεν ἀπὸ ἐπάνω του καὶ τὸν τελευταῖον χιτῶνα, καὶ ἐβάδιζαν διὰ νὰ πεθάνουν τὸν θάνατον τοῦ ψύχους, προτρέποντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ὡσὰν εἰς διαρπαγὴν λαφύρων. Ἂς μὴ βγάλωμεν, ἔλεγαν, τὸ ἔνδυμα, ἀλλὰ νὰ ἀποβάλλωμεν τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον, αὐτὸν ποὺ φθείρεται σύμφωνα μὲ τὰς ἐπιθυμίας τῆς ἀπάτης . Σὲ εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, διότι μαζὶ μὲ τὸ ἱμάτιον τοῦτο ἀποβάλλομεν καὶ τὴν ἁμαρτίαν. Ἀφοῦ ἐξ αἰτίας τοῦ φιδιοῦ τὸ ἐφορέσαμεν, ἂς τὸ βγάλωμεν διὰ τὸν Χριστόν. Ἂς μὴ κρατήσωμεν τὰ ἱμάτια, πρὸς χάριν τοῦ παραδείσου ποὺ ἐχάσαμεν. Τί θὰ ἀνταποδώσωμεν εἰς τὸν Κύριον; Καὶ ὁ Κύριός μας ἐξεγυμνώθη. Τί εἶναι πιὸ μεγάλη τιμὴ διὰ τὸν δοῦλον, ἀπὸ τὸ νὰ πάθῃ αὐτὰ ποὺ ἔπαθεν ὁ Κύριος του; καὶ μάλιστα ἠμεῖς εἴμεθα ἐκεῖνοι, ποὺ ἐξεγυμνώσαμεν καὶ τὸν ἴδιον τὸν Κύριον. Διότι τὸ ἐγχείρημα ἐκεῖνο ἦταν ἔργον τῶν στρατιωτῶν. Ἐκεῖνοι ἐξεγύμνωσαν τὸν Κύριον καὶ ἐμοίρασαν τὰ ἱμάτιά του. θὰ ἑξαλείψωμεν λοιπὸν ἀπὸ μόνοι μας τὴν κατηγορίαν ποὺ ἔχει καταγραφῆ εἰς βάρος μας. Ὁ χειμὼν εἶναι δριμύς, ἀλλὰ γλυκὺς ὁ παράδεισος. Τὸ πάγωμα ὀδυνηρόν, ἀλλὰ γλυκεῖα ἡ ἀνάπαυσις. Ἂς Ἀναμείνωμεν λιγάκι, καὶ ὁ κόλπος τοῦ πατριάρχου θὰ μᾶς περιθάλψη· θὰ ἀνταλλάξωμεν μίαν νύκτα μὲ ὁλόκληρον τὴν αἰωνιότητα. Ἂς κατακαοῦν τὰ πόδια, διὰ νὰ χορεύουν διαρκῶς μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους. Ἂς ἀποκοποῦν τὰ χέρια, διὰ νὰ ἔχουν παρρησίαν νὰ ὑψώνωνται πρὸς τὸν Δεσπότην. Πόσοι ἀπὸ τοὺς στρατιώτας μας δὲν ἔπεσαν εἰς τὴν μάχην, μὲ τὸ νὰ τηροῦν τὴν πίστιν εἰς τὸν φθαρτὸν βασιλέα; Ἠμεῖς δὲ διὰ τὴν πίστιν εἰς τὸν ἀληθινὸν Βασιλέα, δὲν θὰ χαρίσωμεν τὴν ζωὴν αὐτήν; Πόσοι ἀπὸ τοὺς κακούργους ἐθανατώθησαν, ἀφοῦ συνελήφθησαν δι᾿ ἀδικήματα; Ἠμεῖς δὲ δὲν θὰ ὑποφέρωμεν τὸν θάνατον χάριν τῆς δικαιοσύνης; Ἂς μὴ ξεστρατήσωμεν, ὦ στρατιῶται, ἂς μὴ δώσωμεν τὰ νῶτα μας εἰς τὸν διάβολον. Σάρκες εἶναι, ἂς μὴ λυπηθοῦμεν. Ἐπειδὴ πρέπει ἐξάπαντος νὰ πεθάνωμεν, ἂς πεθάνωμεν διὰ νὰ ζήσωμεν. «Ἂς γίνῃ, Κύριε, ἡ θυσία μᾶς ἐνώπιόν σου». Καὶ μακάρι νὰ γίνωμεν δεκτοὶ «ὡς ζωντανὴ θυσία» ἡ, εὐάρεστος εἰς σέ, μὲ τὸ νὰ γίνωμεν ὁλοκαυτώματα διὰ μέσου του ψύχους τούτου, καλὴ προσφορά, καινούργια θυσία, ποὺ προσφέρεται ὄχι ἐπάνω εἰς τὴν φωτιὰν ἀλλὰ μὲ τὸ ψῦχος. Αὐτὰ τὰ παρακλητικὰ λόγια μεταδίδοντες ὁ ἕνας εἰς τὸν ἄλλον καὶ προτρέποντες ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ὡσὰν νὰ ἐκτελοῦν κάποιαν προφυλακὴν εἰς τὸν πόλεμον, περιεφρονοῦσαν τὴν νύκτα. Ὑπέμεναν τὰ παρόντα μὲ γενναιότητα, ἔχαιραν διὰ τὰ ἐλπιζόμενα ἀγαθὰ καὶ περιεφρονοῦσαν τοὺς ἐχθρούς. Ὅλων δὲ μία ἦταν ἡ εὐχή. Σαράντα ἐμβήκαμεν εἰς τὸ στάδιον, μακάρι, Δέσποτα, σαράντα νὰ στεφανωθοῦμεν. Ἂς μὴ λείψῃ οὔτε ἕνας ἀπὸ τὸν ἀριθμόν. Εἶναι τίμιος αὐτός, τὸν ὁποῖον ἐτίμησες μὲ τὴν νηστείαν τῶν σαράντα ἡμερῶν, διὰ τοῦ Ὁποίου ἡ νομοθεσία εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον. Μὲ νηστείαν ἐπὶ σαράντα ἡμέρας ὁ Ἠλίας ἀφοῦ παρεκάλεσε τὸν Κύριον, ἐπέτυχε νὰ τὸν ἴδῃ. Καὶ τέτοια μὲν ἦταν ἡ εὐχὴ ἐκείνων. Ἕνας δὲ ἀπὸ τὸν ἀριθμὸν ἀφοῦ ἐλύγισεν εἰς τὰ δεινά, ἔφυγεν ὡς λιποτάκτης, καὶ ἄφησεν ἀπαρηγόρητον πένθος εἰς τοὺς ἁγίους. ὁ Κύριος ὅμως δὲν ἐπέτρεψε νὰ γίνουν ἀτελεσφόρητοι αἱ παρακλήσεις των. Διότι ἐκεῖνος ποὺ εἶχεν ἀναλάβει τὴν φρούρησιν τῶν μαρτύρων, θερμαινόμενος πλησίον εἰς κάποιο φυλάκιον, παρετήρει αὐτὸ ποὺ ἔμελλε νὰ γίνῃ, ἕτοιμος διὰ νὰ δεχθῇ αὐτοὺς ἀπὸ τοὺς στρατιώτας ποὺ θὰ κατέφευγαν. Πράγματι καὶ τοῦτο πάλιν ἐπενοήθη, νὰ εἶναι δηλαδὴ κοντὰ ἐκεῖ λουτρόν, διὰ νὰ ὑπόσχεται ταχεῖαν τὴν βοήθειαν εἰς αὐτοὺς ποὺ θὰ μετανοοῦσαν. Αὐτὸ ὅμως κατὰ τρόπον κακοῦργον ἐπενοήθη ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Νὰ ἐξεύρουν δηλαδὴ τέτοιον τόπον κοντὰ εἰς τὸ μαρτύριον, εἰς τὸ ὁποῖον ἡ ἕτοιμος περιποίησις ἔμελλε νὰ ἐξουδετερώνῃ τὴν ἀντίστασιν τῶν ἀγωνιζομένων. Αὐτὸ ἀνεδείκνυε λαμπροτέραν τὴν ὑπομονὴν τῶν μαρτύρων. Διότι ὑπομονητικὸς δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει τὰ ἀναγκαῖα, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ ἔχει ἄφθονα τὰ ἀγαθά, καὶ ὑπομένει τὰ δεινά!
Καθ᾿ ὃν χρόνον δὲ οἱ μὲν ἠγωνίζοντο, αὐτὸς δὲ παρετηροῦσε τὴν ἔκβασιν, εἶδε παράδοξον θέαμα· Δυνάμεις νὰ κατεβαίνουν ἀπὸ τὸν οὐρανόν, καὶ τρόπον τινὰ νὰ διανέμουν εἰς τοὺς στρατιώτας μεγάλα δῶρα ἀπὸ τὸν Βασιλέα. Αὗται εἰς ὅλους μὲν τοὺς ἄλλους ἐμοίραζαν τὰ δῶρα, ἕνα δὲ μονάχα ἄφησαν ἀβράβευτον, διότι τὸν ἔκριναν ἀνάξιον διὰ τὰς οὐρανίους τιμάς. Αὐτὸς ἀμέσως ἀφοῦ ἐλύγισεν εἰς τὰ βασανιστήρια, ἐλιποτάκτησε πρὸς τοὺς ἀντιπάλους. Ἦταν ἐλεεινὸν θέαμα διὰ τοὺς δικαίους. Ὁ στρατιώτης νὰ γίνῃ φυγάς, ὁ ὑποψήφιος διὰ τὸ βραβεῖον νὰ γίνῃ αἰχμάλωτος, τὸ πρόβατον τοῦ Χριστοῦ νὰ ἁρπαγῇ ἀπὸ τὰ θηρία. Καὶ τὸ πιὸ θλιβερὸν βέβαια ἦταν ὅτι καὶ ἠστόχησεν εἰς τὴν αἰώνιον ζωήν, καὶ δὲν ἀπήλαυσε τὴν παροῦσαν, διότι ἀμέσως ἡ σάρκα μὲ τὴν ἐπαφὴν τοῦ θερμοῦ διελύθη. Καὶ αὐτὸς μὲν ποὺ ἠγάπησε τὴν ζωήν, ἔπεσεν, ἠμάρτησε χωρὶς κανένα κέρδος· ὁ δήμιος ὅμως, μόλις τὸν εἶδε νὰ ξεπέφτῃ ἀπὸ τὴν θέσιν του καὶ νὰ τρέχῃ πρὸς τὸ λουτρόν, ἔλαβεν ὁ ἴδιος τὴν θέσιν τοῦ λιποτάκτου, καὶ ἀφοῦ ἀπέβαλε τὰ ροῦχα του, ἀνεμίχθη μὲ τοὺς γυμνούς, κραυγάζοντας τὴν ἰδίαν φωνὴν μὲ τοὺς Ἁγίους «εἶμαι Χριστιανός». Καὶ μὲ τὴν ἀπότομον μεταβολὴν ἐξέπληξε αὐτοὺς ποὺ παρίσταντο, καὶ ἀνεπλήρωσε τὸν ἀριθμὸν καὶ μὲ τὴν πρόσθεσιν τοῦ ἑαυτοῦ του, ἐπαρηγόρησε τὴν λύπην των δι᾿ ἐκεῖνον ποὺ ἀπὸ ἀδυναμίαν ἐκάμφθη. Ἔτσι ἐμιμήθη τοὺς στρατιώτας ποὺ ἀγωνίζονται εἰς τὴν στρατιωτικὴν παράταξιν, καὶ οἱ ὁποῖοι ἀμέσως συμπληρώνουν τὴν θέσιν αὐτοῦ ποὺ ἔπεσεν εἰς τὴν πρώτην γραμμήν, ὥστε νὰ μὴ διαρραγῇ ὁ συνασπισμός τους μὲ αὐτὸν ποὺ ἔλειψε. Τέτοιαν λοιπὸν πρᾶξιν ἔκαμε καὶ αὐτός! Εἶδε τὰ οὐράνια θαύματα, ἐγνώρισε τὴν ἀλήθειαν, προσέφυγεν εἰς τὸν Δεσπότην καὶ συνηριθμήθη μὲ τοὺς μάρτυρας. Ἐπανέλαβε τὴν πρᾶξιν τῶν μαθητῶν. Ἀπεχώρησεν ὁ Ἰούδας, καὶ εἰς τὴν θέσιν του ἦλθεν ὁ Ματθίας. Ἔγινε μιμητὴς τοῦ Παύλου. Αὐτὸς ποὺ χθὲς ἦταν διώκτης, σήμερα γίνεται κῆρυξ τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ αὐτὸς εἶχεν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν τὴν κλῆσιν καὶ «ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, οὔτε διὰ μέσου ἀνθρώπου». Ἐπιστευσεν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐβαπτίσθη εἰς αὐτόν, ὄχι ἀπὸ ἄλλον, ἀλλὰ μὲ τὴν πίστιν του. Ὄχι εἰς τὸ νερόν, ἀλλὰ εἰς τὸ αἷμα του.
Καὶ ἔτσι ὅταν ἐξημέρωσε, ἐνῷ ἐζοῦσαν ἀκόμη, ἐρρίφθησαν εἰς τὴν φωτιάν, καὶ τὰ λείψανα ἀπὸ τὴν φωτιάν, τὰ ἔρριψαν εἰς τὸ ποτάμι, ὥστε ἡ ἄθλησις τῶν μακαρίων ἐπέρασεν ἀπὸ ὁλόκληρον τὴν κτίσιν. Ἠγωνίσθησαν εἰς τὴν γῆν, ὑπέμειναν εἰς τὸν ἀέρα, ἐρρίφθησαν εἰς τὴν φωτιάν, καὶ τέλος, τοὺς ἐδέχθη τὸ νερόν. Ἰδικός των εἶναι ὁ λόγος· «ἐπεράσαμεν ἀπὸ τὴν φωτιὰν καὶ τὸ νερόν, καὶ μᾶς ἔβγαλεν εἰς ἀνάπαυσιν». Αὐτοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ περιέβαλαν τὴν χώραν μας, ὡσὰν κάποιοι συνεχεῖς πύργοι, προσφέροντες ἀσφάλειαν ἀπὸ τὴν ἐπιδρομὴν τῶν ἐχθρῶν. Δὲν περιώρισαν τοὺς ἑαυτούς των εἰς ἕνα τόπον, ἀλλ᾿ ἔχουν γίνει κιόλας φίλοι εἰς πολλὰς περιοχὰς καὶ κοσμοῦν πολλὰς πατρίδας. Καὶ τὸ παράδοξον εἶναι ὅτι δὲν ἐπισκέπτονται ὁ καθένας χωριστὰ αὐτοὺς ποὺ τοὺς δέχονται, ἀλλ᾿ ὅλοι μαζὶ ὡς χορός, ἡνωμένοι μεταξύ των. Ὢ τί θαῦμα! Οὔτε εἶναι ἐλλιπεῖς εἰς τὸν ἀριθμόν, οὔτε ἐπιδέχονται προσθήκην. Ἐὰν τοὺς διαιρέσῃς εἰς ἑκατόν, δὲν βγαίνουν ἔξω ἀπὸ τὸν ἀριθμόν τους· ἐὰν εἰς ἕνα τοὺς μαζεύσῃς, καὶ ἔτσι σαράντα παραμένουν, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὴν φύσιν τοῦ πυρός. Διότι καὶ ἐκείνη προχωρεῖ πρὸς αὐτὸν ποὺ τὸ ἀνάπτει, καὶ ὅλον μένει εἰς αὐτὸν ποὺ τὸ ἔχει. Καὶ οἱ σαράντα μάρτυρες καὶ ὅλοι μαζὶ εἶναι, καὶ εὑρίσκονται ὅλοι εἰς τὸν καθένα. Αὐτοὶ εἶναι ἡ πλούσια εὐεργεσία, ἡ χάρις ποὺ δὲν ἐξοδεύεται, εἶναι ἑτοίμη βοήθεια τῶν Χριστιανῶν, ἐκκλησία μαρτύρων, στρατὸς τροπαιοφόρων, χορὸς ἀπὸ δοξολογοῦντες. Τί δὲν θὰ ἔπραττες διὰ νὰ εὕρῃς ἕνα ποὺ νὰ παρακαλῇ διὰ σὲ τὸν Κύριον; Σαράντα εἶναι, ποὺ ἀναπέμπουν σύμφωνον προσευχήν. «Ὅπου εἶναι μαζευμένοι δύο ἢ τρεῖς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ ὑπάρχει ὁ Κύριος ἀνάμεσα εἰς αὐτούς». Ὅπου ὅμως εἶναι σαράντα, ποιὸς ἀμφιβάλλει διὰ τὴν παρουσίαν τοῦ Θεοῦ; Αὐτὸς ποὺ θλίβεται καταφεύγει εἰς τοὺς σαράντα, αὐτὸς ποὺ εὐφραίνεται πρὸς αὐτοὺς σπεύδει· ὁ ἕνας μὲν διὰ νὰ εὕρῃ λύσιν εἰς τὰς δυσκολίας, ὁ ἄλλος δὲ διὰ νὰ διαφυλάξῃ εἰς τὸν ἑαυτόν του, ἀπὸ τὰ πιὸ καλά, τὰ ἀγαθά. Ἐδῶ ἡ εὐσεβὴς γυναῖκα συναντᾶται νὰ προσεύχεται διὰ τὰ τέκνα της, νὰ ζητῇ τὴν ἐπιστροφὴν τοῦ ἀνδρός της ἀπὸ τὴν ξενητείαν, τὴν ὑγείαν διὰ τὸν ἄρρωστον. Τὰ αἰτήματά σας ἂς γίνουν μαζὶ μὲ τοὺς μάρτυρας· οἱ νεαροὶ ἂς μιμηθοῦν τοὺς συνομήλικάς των, οἱ πατέρες ἂς εὐχηθοῦν νὰ εἶναι πατέρες τέτοιων παιδιῶν. Αἱ μητέρες ἂς διδαχθοῦν τὸ παράδειγμα τῆς καλῆς μητρός. ἡ μητέρα κάποιου ἀπὸ τοὺς μακαρίους ἐκείνους, ὅταν ἀντικρυσε τοὺς ἄλλους νὰ ἔχουν κιόλας πεθάνει ἀπὸ τὸ ψῦχος, τὸ παιδί της δὲ ἀκόμη νὰ ἀναπνέῃ λόγω καὶ τῆς ρωμαλεότητος καὶ τῆς καρτερίας εἰς τὰ δεινά, καὶ ἐνῷ οἱ δήμιοι τὸ ἄφηναν μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι θὰ ἠμποροῦσε νὰ ἀλλάξῃ γνώμην, αὐτὴ ἀφοῦ τὸ ἐσήκωσε μὲ τὰ χέρια της, τὸ ἔβαλεν ἐπάνω εἰς τὸ ἁμάξι, εἰς τὸ ὁποῖον εὐρισκόμενοι καὶ οἱ ὑπόλοιποι, ὡδηγοῦντο εἰς τὴν φωτιάν, γνησία πράγματι μητέρα μάρτυρος. Δὲν ἄφησε δάκρυα ἀπρεπῆ, δὲν ἐξεστόμισε κάτι τί τὸ ταπεινὸν καὶ ἀνάξιον πρὸς τὴν περίστασιν. Ἀλλ᾿ εἶπε «βάδιζε, παιδί μου, τὸν καλὸν δρόμον, μαζὶ μὲ τοὺς συνομηλίκους σου, μαζὶ μὲ τοὺς ὁμοσκήνους. Μὴ ἀπουσιάσῃς ἀπὸ τὴν χορείαν, μὴ ἐμφανισθῇς δεύτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους εἰς τὸν Κύριον». Πράγματι ὑπῆρξε βλαστάρι καλόν, ἀπὸ καλὴν ρίζαν. Ἔδειξεν ἡ γενναία μητέρα ὅτι τὸν εἶχεν ἀναθρέψει μὲ τὰ δόγματα τῆς πίστεως μᾶλλον, παρὰ μὲ τὸ γάλα της. καὶ αὐτὸς μὲν ἔτσι ἀφοῦ ἀνετράφη, ἔτσι κατευωδώθη ἀπὸ τὴν εὐσεβῆ μητέρα του, ὁ δὲ διάβολος ἔφυγεν ἐντροπιασμένος. Διότι ἀφοῦ ἐξεσήκωσεν ἐναντίον αὐτῶν ὁλόκληρον τὴν κτίσιν, ὅλα τὰ εὑρῆκε νὰ νικώνται ἀπὸ τὴν ἀρετὴν τῶν ἀνδρῶν δηλαδὴ τὴν ἀνεμοτάρακτον νύκτα, τὴν πατρίδα μὲ τὸν βαρὺν χειμῶνα, τὴν ἐποχὴν τοῦ ἔτους, τὴν γύμνιαν τῶν σωμάτων. Ὢ τί ἅγιος χορός! Ὢ τί σύνταγμα ἱερόν! Ὢ τί ἀδιάσπαστος συνασπισμός! Ὢ τί κοινοὶ φρουροὶ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους! Ἀγαθοὶ συμμέτοχοι εἰς τὰς φροντίδας, συνεργοὶ εἰς τὴν προσευχήν, πρεσβευταὶ δυνατώτατοι, ἄστρα τῆς οἰκουμένης, ἄνθη τῶν Ἐκκλησιῶν. Δὲν σᾶς ἐκάλυψε τὸ χῶμα, ἀλλὰ ὁ οὐρανὸς σᾶς ὑπεδέχθη. ἀνοίχθησαν εἰς σᾶς αἱ πύλαι τοῦ παραδείσου. Ἄξιον θέαμα εἰς τὴν Ἀγγελικὴν στρατιάν, ἀντάξιον τῶν πατριαρχῶν, τῶν προφητῶν, τῶν δικαίων. Ἄνδρες ἐπάνω εἰς τὸ ἄνθος τῆς νεότητος ποὺ κατεφρόνησαν τὴν ζωήν, ποὺ περισσότερον ἀπὸ τοὺς γονεῖς καὶ ἀπὸ τὰ τέκνα τοὺς ἠγάπησαν τὸν Κύριον. Ἐνῷ διῆγον αὐτὸ τὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας, περιεφρόνησαν τὴν πρόσκαιρον ζωὴν διὰ νὰ δοξάσουν μὲ τὰ μέλη των τὸν Θεόν, «μὲ τὸ νὰ γίνουν θέαμα εἰς τὸν κόσμον καὶ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀνθρώπους», ἐσήκωσαν αὐτοὺς ποὺ εἶχαν πέσει, ἐστερέωσαν τοὺς ἀμφιβόλους, ἐδιπλασίασαν τὸν πόθον εἰς τοὺς εὐσεβεῖς. Ὅλοι, ἀφοῦ ὕψωσαν ἕνα τρόπαιον ὑπὲρ τῆς πίστεως, μὲ ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ στεφάνι τῆς δικαιοσύνης ἐστεφανώθησαν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ποὺ εἶναι ὁ Κύριός μας, εἰς τὸν ὁποῖον πρέπει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμις, εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(Πηγή: «ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ OMIΛIA ΙΘ´. Εἰς τοὺς Ἁγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρας», ἀπόδοσις εἰς τὴν νέαν ἑλληνικὴν Βασίλειος Μουστάκης, ἔκδοσις Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 1980, users.uoa.gr/~nektar/)
ΟΙ ΑΓΙΟΙ 40 ΜΑΡΤΥΡΕΣ,
(†) Ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Καντιώτης
Για τους 40 Mαρτύρες, που εορτάζουν, θα μιλήσουμε σήμερα. Θα προσπαθήσω να προσφέρω λίγα άνθη στη μνήμη τους.
* * *
Ποιοί ήταν αυτοί οι άγιοι; Ήταν στρατιωτικοί. Ήταν στο άνθος της ηλικίας τους. Ήταν επίλεκτο σώμα του ρωμαϊκού στρατεύματος. Eίχαν ανάστημα, είχαν εμφάνιση, ήταν εμπειροπόλεμοι. Eίχανε και ανδρεία Eίχαν ακόμη πειθαρχία, απόλυτη υπακοή στους ανωτέρους. Ήταν υποδείγματα στρατιωτικά.
Mία φορά όμως οι 40 Mάρτυρες επαναστάτησαν. Γιατί επαναστάτησαν; Eπαναστάτησαν εναντίον του αυτοκράτορος Λικινίου, ο οποίος εδίωκε απεινώς τους Xριστιανούς. H διαταγή έλεγε· Όποιος πιαστεί να μιλάει για το Xριστό, θα συλλαμβάνεται και θα υφίσταται τιμωρίες μεγάλες, μέχρι καί θάνατο.
Oι 40 Mάρτυρες δεν φοβήθηκαν, δεν κλείσανε το στόμα· όταν αγαπάς το Xριστό, δεν μπορείς να κλείσεις το στόμα σου. Tους συνέλαβαν αμέσως και τους οδήγησαν μπροστά στο διοικητή της πόλεως, στον Aγρικόλαο. Kι αυτός τους λέει:
› Δεν ακούσατε τη διαταγή που απαγορεύει να μιλάνε για το Xριστό;
› Aκούσαμε τη διαταγή του αυτοκράτορος. Aλλά κάποια άλλη διαταγή, ανώτερη, διαταγή του Xριστού, μας λέει, να ομολογούμε το όνομά του το άγιο παντού.
O Aγρικόλαος διατάζει να τους ρίξουν στη φυλακή, στρατιωτική φυλακή, μέχρι το πρωΐ.
Tο πρωϊ τους βγάζουν. Tους ρωτούν, αν άλλαξαν γνώμη. H απάντησι ήταν αρνητική.
› Kρίμα σ’ εσάς, τους λέει ο διοικητής.
› Δεν αλλάζουμε γνώμη. Eίναι η μόνη φορά που δεν υπακούουμε σε διαταγή.
› Δεν υπακούετε;
Nευρίασε ο διοικητής. Σκεπτόταν, πως να τους βασανίσει περισσότερο. Kάποια στιγμή βλέπει έξω. Όλα ήταν παγωμένα. Tο βρήκα, λέει· απόψε, που το κρύο είναι δυνατό, ρίξτε τους γυμνούς στην παγωμένη λίμνη, και θα δούμε μετά αν θα ομολογούν το Xριστό.
Tους ξεγύμνωσαν, όπως τους γέννησε η μάνα τους. Παιδιά 20 έως 27 ετών. Tους ρίξανε πάνω στην παγωμένη λίμνη. Tο μαρτύριο λόγω ψύχους είναι φοβερό. δεν είμαι γιατρός, για να σας περιγράψω πως επέρχεται ο θάνατος από το ψύχος. Όπως τα παιδιά της Eλλάδος επάνω στα ψηλά βουνά υπέστησαν κρυοπαγήματα, έτσι και οι 40 Mάρτυρες.
Δεν φοβήθηκαν, δεν δείλιασαν· χαρά είχαν. Nαί ―ας μην πιστεύουν οι άπιστοι―, γλέντι είχαν. Kαι λέγανε ο ένας στον άλλο· Kουράγιο, αδέρφια! Mια φορά περνάμε από τη ζωή. Mετά από λίγο όλα τελειώνουν καί θα βρισκώμεθα κοντά στο Θεό. H νύχτα αυτή είναι ιστορική για ‘μας. Kουράγιο, αδέρφια! «Δριμύς ο χειμών (=σκληρό το κρύο), αλλά γλυκύς ο παράδεισος». Έτσι έλεγαν και έκαναν την προσευχή τους· Xριστέ, δος μας δύναμη. Σαράντα μπήκαμε στη λίμνη, σαράντα να βγούμε· να μη γίνει ούτε ένας προδότης!
Tότε εκεί στην παγωμένη λίμνη συνέβησαν τρία θαύματα, το ένα μεγαλύτερο από το άλλο. Tο πρώτο. Eνας φύλακας, που τους φρουρούσε, ακούει από τον ουρανό ολόγλυκα τραγούδια. Έμεινε εκστατικός βλέποντας τις ουράνιες δυνάμεις, που κρατούσαν στέφανα και πλησίαζαν τους μάρτυρες. Aλλά σ’ ένα μάρτυρα ο άγγελος δεν έβαλε στεφάνι. Tί συνέβη; Aυτός δείλιασε, κάμφθηκε. Aποφάσισε να βγει από την παγωμένη λίμνη καί να πάει κοντά στη φωτιά, γιά να ζεσταθεί. Όταν ο δήμιος είδε το στεφάνι να αιωρήται και ο μάρτυρας να λιποτακτεί, άφησε τους άλλους συστρατιώτες του στο φυλάκιο, ξεντύθηκε, και έπεσε μέσα στη λίμνη την παγωμένη λέγοντας· K’ εγώ είμαι Xριστιανός!
Tο δεύτερο θαύμα. Tο πρωί πλέον είχανε ξεψυχήσει όλοι. Kρυστάλλιασαν τα κορμάκια τους. Eνας μόνο δεν ξεψυχούσε. K’ εκείνη την ώρα μια γυναίκα τρέχει κοντά του. Ήταν η μάνα του. Tα κάρρα είχαν έρθει και τους βάζανε επάνω σαν σφαχτά, για να τους πάνε να τους κάψουν. H μάνα τον πήρε στην αγκαλιά της και είπε· Παιδί μου, μη χωρίσεις από τους συστρατιώτες σου· μη λείψεις κ’ εσύ από τους συντρόφους σου. Kαι τον σήκωσε στα χέρια καί τον πήγε – πού; επάνω στο κάρρο! Ω μάνα που είχες τέτοιον ηρωϊσμό!
Tους κάψανε όλους. Kαι για να μη μείνουν υπολείμματα και τα πάρουν οι Xριστιανοί, ρίξανε τα λείψανά τους στο ποτάμι. Tότε έγινε και τρίτο θαύμα. Oι Xριστιανοί είδαν φως. Άστραψε το ποτάμι, σαν να πέσανε διαμάντια καί σάπφειροι επάνω στα νερά. Eπέπλεαν τα αποκαΐδια των μαρτύρων! Oι Xριστιανοί μαζέψανε τα άγια λείψανα, που είναι τιμιώτερα χρυσίου καί αργυρίου.
Eτσι καί οι 40 Mάρτυρες μπορούσαν να πουν μαζί με τον άγιο Kοσμά τον Aιτωλό· «Διήλθομεν διά πυρός και ύδατος, και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν» (Ψαλμ. 65,12).
Δεν σας είπα, ποιά ήταν η πατρίδα των 40 Mαρτύρων. Eίναι η Mικρά Aσία. H πατρίδα τους υπάρχει μέχρι σήμερα, αλλά δεν έχει επάνω στις εκκλησίες της σταυρό… Yπάρχει ακόμα η λίμνη της Σεβαστείας. Kάτοικοι της Σεβαστείας ήταν οι 40 Mάρτυρες.
* * *
Συγκρίνετε τώρα, αγαπητοί μου, τη ζωή των 40 Mαρτύρων με τη δική μας ζωή, ιδίως στην ομολογία της πίστεως. Tί θα πει ομολογία πίστεως; δεν στοιχίζει τίποτα ο χριστιανισμός σήμερα. Δεν σημειώνουν το όνομά σου ούτε σε απολύουν από τη θέση σου γιατί εκκλησιάζεσαι. Erστε ελεύθεροι να πάτε στην εκκλησία. Γιά φανταστήτε να βγFή μία διαταγή που να λέει· Όποιος πάει στην εκκλησία θα συλλαμβάνεται… Aλλ’ έρχονται οι ημέρες αυτές. Θά παύσει ο εύκολος χριστιανισμός, καί θά ‘ρθεί ο χριστιανισμός του αίματος. Διάλειμμα είναι αυτό. Mη γλεντοκοπάτε, μη διασκεδάζετε. Nα προετοιμάζεσθε.
Tους 40 Mάρτυρες τους βάλανε στη γραμμή και τους ρωτούσαν· Tί είστε; Aπαντούσαν με δύο λέξεις· «Eίμαι Xριστιανός». Aυτό ακούστηκε σαράντα φορές· σαράντα κανονιές εναντίον του διαβόλου. Kαι τις δυό αυτές λέξεις τις πληρώσανε με το κεφάλι τους.
Tώρα πού είναι η ομολογία της πίστεώς μας; Mας έχει βάλει ο διάβολος λουκέττο στο στόμα και δεν ομολογούμε το Xριστό. Γι’ αυτό λέει ο Mέγας Bασίλειος: «Ω μακάριαι γλώσσαι! Mόνο γι’ αυτές τις δύο λέξεις, “Eίμαι Xριστιανός”, πήγατε στον παράδεισο».
Tην ώρα που οι μάρτυρες είπαν «Eιμαι Xριστιανός», γίνανε τέσσερα πράγματα. Tο πρώτο· πάνω στα ουράνια, κάθε φορά που ακουγόταν το «Eίμαι Xριστιανός», η μουσική των αγγέλων έπαιζε το εμβατήριο· Δόξα σοι, Xριστέ, που γεννάς τέτοια παιδιά ηρωϊκά! Tο δεύτερο· έσκουζε, για να μιλήσω πιό απλά, έσκουζε ο διάβολος. Ήθελε να τους πιάσει στο δίχτυ του φόβου, αλλά δεν μπόρεσε. Tο τρίτο· ένας άγγελος έγραφε τα ονόματά τους στο βιβλίο των ομολογητών της πίστεως, που απ’ έξω γράφει· «Πας όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς» (Mατθ. 10,32). Kαι το τελευταίο· μόλις είπανε «Eίμαι Xριστιανός», καθάρισε ο αέρας. Tί θα πει αυτό; Ότι με τα πόδια μας βρωμίζουμε τη γη, με τα χέρια μας κάνουμε τα αίσχη, κ.τ.λ.· όταν λοιπόν η γλώσσα πει «Eίμαι Xριστιανός», με την ομολογία γίνεται κάθαρσις.
Όλοι πρέπει να υποστούμε την κάθαρση. Όλοι πρέπει να περάσουμε από τον Iορδάνη της μετανοίας.
Στους έσχατους καιρούς λίγοι δυστυχώς θα μετανοούν. Θα γίνει σπάνιο πράγμα τότε ο πιστός. Πιο εύκολο πράγμα θα είναι να βρεις διαμάντια παρά να βρεις πιστό Xριστιανό. Nαί, το είπε ο Xριστός· «Aν έρθω», λέει, «άλλη μιά φορά, άραγε θα βρω την πίστι επί της γης ;» (βλ. Λουκ. 18,8) .
Πότε θα έρθει ο Xριστός; Δεν ξέρουμε πότε. Ξαφνικά σάλπιγγα ουράνιος θα σείσει τα πάντα. Θα λάμψει ο τίμιος σταυρός. Θα παρουσιασθεί ο Eσταυρωμένος για να δικάσει τη γη. Nά δικάσει τους βασιλείς, τους δικαστάς, τους γιατρούς, τους ιερείς, τους επισκόπους, τους πάντας. Θα έρθει ο Kύριος όχι πλέον ως νήπιο, όχι ως εσταυρωμένος. Kαι τότε ενώπιόν του «παν γόνυ κάμψει» (Φιλιπ. 2,10). Kάθε γόνατο θα γονατίσει, και κάθε καρδιά θα κλάψει, και κάθε γλώσσα θα ψάλει και θα πει· «Eίς άγιος, εις» «Kύριος Iησούς Xριστός εις δόξαν Θεού πατρός» (ε.α. 2,11). Aμήν.
(†) επίσκοπος Aυγουστίνος
(Πηγή: «ΟΙ ΑΓΙΟΙ 40 ΜΑΡΤΥΡΕΣ», αίθουσα συλλόγου «40 Mάρτυρες» Kοζάνης, οδός τότε Πέλλης τώρα Πλακοπίττη 11, παραμονή της εορτής 8-3-1964, Ορθόδοξος Έλληνας Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης)
Ένα θαύμα των Αγίων Τεσσαράκοντα στο Γομάτι Χαλκιδικής
Στην περιοχή του χωρίου Γοματίου της Χαλκιδικής υπήρχε μετόχι της Μονής Ξηροποτάμου. Η κτηματική περιουσία του μετοχίου απαλλοτριώθηκε και παραμένει μόνον ο ναός προς τιμήν των αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, που υπάγεται στην ενορία Γοματίου. Η εορτή των αγίων Τεσσαράκοντα είναι και η κυρία εορτή της ενορίας. Λειτουργεί πάντοτε ο Μητροπολίτης Ιερισσού και παρατίθεται τράπεζα (κουρμπάνι) σ' όλους τους προσκυνητάς που έρχονται από το χωριό και από τα άλλα γειτονικά χωριά.
Οι άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες συνδέονται με μία θαυμαστή διάσωσι του χωριού από βέβαιη καταστροφή, η οποία διασώζεται στην προφορική παράδοσι των κατοίκων.
Βρισκόμαστε στα 1905, όταν Τούρκοι στρατιώτες ήλθαν απεσταλμένοι από τον Μαντέμ Αγά της Στρατονίκης να πάρουν άνδρες για τα μεταλλεία. Ως γνωστόν τότε όλα τα χωριά της Βορείου Χαλκιδικής (Μαντεμοχώρια), ήσαν υποχρεωμένα να στέλνουν άνδρες στα μεταλλεία. Οι κάτοικοι όμως του Γοματίου αντέδρασαν βίαια στην στρατολόγησι εργατών και σκότωσαν τους Τούρκους στρατιώτες.
Αυτό όμως εξώργισε τους Τούρκους και ο Σουλτάνος διέταξε να καή το χωριό και να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι κάτοικοι. Ξεκίνησε λοιπόν σώμα στρατού από την Θεσσαλονίκη με κατεύθυνσι το Γομάτι και σκοπό να εκτελέσουν τα διαταχθέντα. Μόλις όμως έφθασαν κοντά στο χωριό, όπου ευρίσκεται ο ναός των αγίων Τεσσαράκοντα, συνέβη κάτι το θαυμαστό. Ο επικεφαλής αξιωματικός λυπήθηκε τον κόσμο και άλλαξε γνώμη:
› Γιατί να τους τιμωρήσω με τέτοιο σκληρό τρόπο;
Έφθασε στην πλατεία του χωριού και εκεί συγκέντρωσε όλους τους Χριστιανούς, οι οποίοι τρομοκρατημένοι περίμεναν την δίκαιη τιμωρία τους. Τότε ο Τούρκος αξιωματικός ρώτησε:
› Δεν μου λέτε, τι άγιος είναι η εκκλησία που είναι έξω από το χωριό σας;
› Άγιοι Σαράντα, απάντησαν οι κάτοικοι.
› Αλήθεια; Είναι άγιοι Σαράντα; Ξέρετε πώς με λένε έμενα; Με λένε Σαράντο. Ας είμαι Τούρκος. Κατάγομαι από την Σεβάστεια της Μικράς Ασίας, όπου μαρτύρησαν οι άγιοι Σαράντα. Η μητέρα μου έκανε παιδιά, άλλα κανένα δεν ζούσε. Μια χριστιανή είπε στη μάνα μου να με τάξη στους Αγίους Σαράντα. Εκεί στη Σεβάστεια κατοικούσαν Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι. Εγώ είμαι το παιδί που έταξε η μάνα μου στους αγίους Σαράντα και ζω και έχω και το όνομά τους. Ε, οι άγιοι Σαράντα που έσωσαν εμένα, έσωσαν και σας. Γιατί μόλις έφθασα μπροστά στο εκκλησάκι τους άλλαξα γνώμη. Εμπρός, συνέχισε, πάμε όλοι μαζί να τους ευχαριστήσουμε.
Όλοι μαζί γεμάτοι ευγνωμοσύνη και εμπρός ο Τούρκος κατευθύνθηκαν στο μετόχι των αγίων Σαράντα. Τότε ο Τούρκος γονάτισε μπροστά στην εικόνα των αγίων και γεμάτος συγκίνησι έβγαλε μια χρυσή λίρα και την κρέμασε στην εικόνα. Όλοι γεμάτοι ευγνωμοσύνη ευχαρίστησαν τους αγίους Σαράντα για την θαυμαστή τους διάσωσι.
Εμείς δε που ακούμε και διαβάζουμε το θαύμα αυτό, ας δώσουμε δόξα στον εν Τριάδι Θεό, που γίνεται θαυμαστός «διά των αγίων Του».
*Καταγράφηκε από τον Πρωτοσύγκελλο της Ι. Μητροπόλεως Ιερισσού Αρχιμ. Χρυσόστομο Μαϊδώνη
(Πηγή: «Ένα θαύμα των Αγίων Τεσσαράκοντα στο Γομάτι Χαλκιδικής», Αρχιμ. Χρυσόστομος Μαϊδώνης, Πρωτοσύγκελλος Ι. Μητροπόλεως Ιερισσού, Αγιορείτικη Μαρτυρία, Τριμηνιαία έκσοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου, Τεύχος 11, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου)
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείω Πνεύματι, συγκροτηθέντες, δῆμος ὤφθητε, τροπαιοφόρος, Ἀθλοφόροι Χριστοῦ Τεσσαράκοντα, διὰ πυρὸς γὰρ καὶ ὕδατος ἔνδοξοι, δοκιμασθέντες λαμπρῶς ἐδοξάσθητε. Ἀλλ' αἰτήσασθε, Τριάδα τὴν ὑπερούσιον, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’.
Τάς ἀλγηδόνας τῶν Ἁγίων, ἃς ὑπέρ σοῦ ἔπαθον, δυσωπήθητι, Κύριε· καί πάσας ἡμῶν τάς ὀδύνας ἴασαι, φιλάνθρωπε δεόμεθα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τοὺς γενναίους ὁπλίτας τοῦ τῶν ὅλων δεσπόζοντος, τοὺς συγκροτηθέντας ἐν πίστει, ὁμοφώνος τιμήσωμεν· Χριστῷ γὰρ στρατευθέντες εὐσεβῶς, δι’ ὕδατος διῆλθον καὶ πυρός, καὶ πρὸς θείαν εἰσέλθοντες ἀναψυχήν, προΐστανται τῶν βοώντων· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ θαυμαστώσαντι ὑμᾶς, Τεσσαράκοντα Μάρτυρες.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Συντεταγμένοι εὐσεβείᾳ καὶ στερρότητι μαρτυρικῶς τὸν δυσμενῆ ἐθριαμβεύσατε, Τεσσαράκοντα γενναῖοι Χριστοῦ ὁπλῖται· Ἀλλ’ ὡς σύμμορφοι ἐν ἄθλοις καὶ ἐν χάριτι, Ἐν ἀγάπῃ καὶ εἰρήνῃ συντηρήσατε τοὺς κραυγάζοντας, χαίροις ἅγιον σύνταγμα.
Ἕτερον Κοντάκιον Ἦχος πλ. β’. Τήν ὑπέρ ἡμῶν.
Πάσαν στρατιὰν, τοῦ κόσμου καταλιπόντες, τῷ ἐν οὐρανοῖς Δεσπότῃ προσεκολλήθητε, Ἀθλοφόροι Κυρίου Τεσσαράκοντα, διά πυρός γάρ καί ὕδατος, διελθόντες μακάριοι, ἐπαξίως ἐκομίσασθε, δόξαν ἐκ τῶν οὐρανῶν, καί στεφάνων πληθύν.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ'. Τὴν Σοφίαν.
Τῷ Χριστῷ στρατευθέντες μαρτυρικῶς, τὸν ἐχθρὸν καθελόντες ἀθλητικῶς, ἔργοις ἐκπληρώσαντες, τοῦ Προφήτου τὰ ῥήματα· διὰ πυρὸς γὰρ καὶ ὕδατος, γενναίως διήλθετε, ἀναψυχὴν εὑράμενοι, ζωὴν τὴν αἰώνιον· ὅθεν καὶ στεφάνους οὐρανόθεν λαβόντες, χοροῖς συνευφραίνεσθε, Ἀσωμάτων δυνάμεων, Ἀθλοφόροι πανεύφημοι, πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην ὑμῶν.
Ὁ Οἶκος
Τῷ ἐν θρόνῳ ἀστέκτῳ ἐποχουμένῳ, τῷ ἐκτείναντι τὸν οὐρανὸν καθάπερ δέρριν, τῷ τὴν γῆν ἑδράσαντι, καὶ συνάξαντι τὰ ὕδατα εἰς τὰς συναγωγὰς αὐτῶν, τῷ τὰ πάντα ἐκ μὴ ὄντων ποιήσαντι ὑπάρχειν, καὶ πᾶσι χορηγοῦντι πνοὴν καὶ ζωήν, τῷ προσδεχομένῳ τῶν Ἀρχαγγέλων τὸν ὕμνον, καὶ ὑπ' ἀγγέλων δοξαζομένῳ, καὶ ὑπὸ πάντων προσκυνουμένῳ, Χριστῷ τῷ παντοκράτορι, τῷ Πλάστῃ καὶ Θεῷ ἡμῶν, προσπίπτω ὁ ἀνάξιος προσάγων μου τὴν δέησιν, λόγου χάριν αἰτῶν, ἵνα ἰσχύσω εὐσεβῶς ὑμνῆσαι κἀγὼ τοὺς Ἁγίους, οὓς αὐτὸς ἔδειξας νικητάς, δωρησάμενος αὐτοῖς δόξαν ἐκ τῶν οὐρανῶν, καὶ στεφάνων πληθύν.
Μεγαλυνάριον
Τὸ τετραδεκάριθμον καὶ λαμπρόν, σύνταγμα τοῦ Λόγου, εὐφημήσωμεν ἐν ᾠδαῖς· κρύει καὶ πυρὶ γάρ, στερρῶς δοκιμασθέντες, ἐστέφθησαν ἀξίως, οἱ Τεσσαράκοντα.
Πηγή: Σύνδεσμος Κληρικών Χίου , users.uoa.gr/~nektar/ , Ορθόδοξος Έλληνας Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης , Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου , Ορθόδοξος Συναξαριστής