Η Αγία Ξενία, γεννήθηκε το 291 μ.Χ. στην Καλαμάτα της Πελοποννήσου. Οι γονείς της Αγίας ονομαζόταν Νικόλαος και Δέσποινα. Ήσαν και οι δύο Χριστιανοί και πολύ ευσεβείς και πάντα προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τις εντολές του Θεού. Αυτοί δεν ήσαν καλαματιανοί και προέρχονταν από τα Ανατολικά μέρη της Ιταλίας. Εξαιτίας όμως των μεγάλων διωγμών, πού γίνονταν εκείνα τα χρόνια εναντίον των Χριστιανών, έφυγαν από εκεί και ήλθαν στην Καλαμάτα. Εγκαταστάθηκαν σ’ ένα αγροτικό κτήμα, έξω από την πόλη, ο πατέρας της Αγίας ήταν γεωργός.
Εκεί, λοιπόν, απέκτησαν και την χαριτωμένη θυγατέρα τους, την Ξενία. Η μικρή κόρη από τα πρώτα της χρόνια άρχισε να ξεχωρίζει από τις άλλες n συνομήλικες κοπέλες. Αυτή έμενε μέσα στο σπίτι με την μητέρα της. Άκουγε τις συμβουλές και τις διδασκαλίες, πού της έδινε η ευλαβής μητέρα της, για την πίστη του Χριστού και τους Αγίους.
Ενάρετη Νέα
Η Ξενία ήταν στην μορφή ωραιότατη. Ήταν υψηλή με ξανθά και μακριά μαλλιά και λυγερή κορμοστασιά. Ανθούσε πάντα στο πρόσωπο της το παρθενικό και αθώο χαμόγελο, η καλοσύνη και η χριστιανική απλότητα. Λόγω όμως της μεγάλης φτώχειας τους, η Ξενία δεν επήγε στο σχολείο. Αλλά έμαθε απλώς ανάγνωση από την μητέρα της για να διαβάζει το Ευαγγέλιο. Κάθε Κυριακή η Αγία δεν έλειπε από την Εκκλησία. Ήταν η μακαρία πολύ φιλακόλουθη. Από μικρή νήστευε και προσευχόταν πολύ. Καθώς προχωρούσε η ηλικία της Αγίας, μεγάλωναν και πλήθαιναν και οι αρετές της.
Έδειχνε μεγάλη συμπάθεια στους φτωχούς, στις χήρες και ατά ορφανά. Ήταν πονόψυχη. Εάν καμιά φορά ερχόταν κανένας φτωχός και ζητούσε ελεημοσύνη, του έδινε ότι είχε. Πολλές φορές, μάλιστα, καθόταν νηστική η ιδία για να προσφέρει το φαγητό της στους φτωχούς. Ο πονηρός, όμως, πού δεν ανεχόταν να βλέπει την Ξενία να προοδεύει στην αρετή, θέλησε να την παρασύρει στην αμαρτία και την ανηθικότητα. Της έφερε πολλούς και διαφόρους πειρασμούς για να την σκανδαλίσει.
Η παγίδα
Την εποχή εκείνη έπαρχος στην Καλαμάτα ήταν ο Δομετιανός. Ήταν άνθρωπος, πού φημιζόταν για την σκληρότητά του και τους κακούς του τρόπους. Αυτός μια μέρα επέστρεφε από το κυνήγι και συνάντησε στον δρόμο την όμορφη Ξενία. Μόλις ο Δομετιανός αντίκρισε τη νέα, θαμπώθηκε από την ομορφιά της και το ωραίο της παράστημα. Τρελάθηκε. Κεραυνοβόλο έρωτα του έβαλε ο σατανάς για την νέα. Τόσο μάλιστα γοητεύθηκε από την ομορφιά της, ώστε θέλησε να την πάρει γυναίκα του. Της το πρότεινε. Η Ξενία αρνήθηκε.
Δεν μπορούσε ποτέ αυτή να πάρει έναν ειδωλολάτρη. Σκέφθηκε τότε ο Δομετιανός να την κατακτήσει, καταφεύγοντας σε κάποιο ονομαστό μάγο της εποχής. Προσπάθησε κι εκείνος με τα μάγια του, αλλά αυτά δεν έπιαναν την Ξενία. Η Αγία, με την δύναμιν του Τιμίου Σταυρού, φυλάχθηκε αβλαβής από κάθε δύναμη του πονηρού. Τούς πιστούς, τους ανθρώπους του Θεού, δεν τους πιάνουν τα μάγια. Τα μάγια πιάνουν όσους είναι μακριά από το Θεό και τα μυστήρια.
Βλέποντας όμως ο Δομετιανός, ότι το σατανικό σχέδιο του μάγου απέτυχε, μεταχειρίσθηκε την βία. Διέταξε να φέρουν την Αγία μπροστά του στο Διοικητήριο. Ενώ οδηγούσαν την Αγία εκεί, αυτή σ’ όλο τον δρόμο προσευχόταν. Παρακαλούσε το Θεό να την φυλάξει και να της δώσει δύναμη, για ν’ αντιμετωπίσει με χριστιανικό θάρρος τον ασεβή έπαρχο.Και έτσι να μπορέσει κι αυτή να πάρει τον στέφανο του μαρτυρίου. Όταν έφθασε στο Διοικητήριο η Αγία, ο έπαρχος διέταξε να την φέρουν μπροστά του και την ερώτησε ποια είναι και ποια είναι η θρησκεία της. Και αποκρίθηκε με θάρρος:
› Ονομάζομαι Ξενία. Είμαι κόρη Χριστιανών γονέων. Κατάγομαι απ’ αυτήν εδώ την πόλη κι εύχομαι ολόψυχα να αξιωθώ να γίνω δούλη του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Τότε ο Δομετιανός προσπάθησε με άλλον τρόπον να την παρασύρει.
› Σου υπόσχομαι, της είπε, δώρα και ζωή ονειρώδη, εάν δεχτείς ν’ αλλάξεις την πίστη σου στον Εσταυρωμένο και να γίνεις σύζυγος μου. Εάν όμως δεν υπακούσεις στην θέληση μου, τότε σε περιμένουν βασανιστήρια, σκληρές τιμωρίες και στο τέλος φρικτός θάνατος. Σκέψου και πράξε.
› Δεν με τρομάζουν, έπαρχε, του αποκρίθηκε, ούτε τα βασανιστήρια, ούτε ακόμη και αυτός ο σκληρός θάνατος με τα οποία με φοβερίζεις. Θα τα υπομείνω όλα με θάρρος και καρτερικότητα, για να ενωθώ μια ώρα γρηγορότερα με τον Νυμφίο μου Χριστό.
Τρομερά βασανιστήρια
Μόλις άκουσε ο Δομετιανός τα λόγια αυτά της Ξενίας, θύμωσε πολύ. Διέταξε να κλείσουν την Αγία μέσα σ’ ένα σκοτεινό θάλαμο. Εκεί όλη τη νύχτα η Αγία προσευχόταν στο Χριστό να την δυναμώσει. Την επομένη ήλθε ο έπαρχος στο σκοτεινό θάλαμο και προσπάθησε, έστω και διά της βίας, να την πείσει να γίνει γυναίκα του. Οικτρά, όμως απατήθηκε και αυτή τη φορά, διότι η Αγία αρνήθηκε κάθε πρόταση, βρίζοντάς τον για την ελεεινή διαγωγή του, πού έδειχνε. Τότε ο έπαρχος γεμάτος οργή και τυφλωμένος, όπως ήταν, από το πάθος του, άρπαξε την αγία από τα μαλλιά και την παρέδωσε στους φύλακες. Τούς διέταξε να την γυμνώσουν και να την βασανίσουν σκληρά.
Την άρπαξαν και την κρέμασαν και επί πολλή ώρα την κτυπούσαν. Της τσακίσανε με τα ξύλα τα πλευρά. Η Αγία όμως άντεξε στο σκληρό μαρτύριο. Έπειτα της έκοψαν τους μαστούς. Το αίμα έτρεχε ποτάμι. Κατόπιν της έκαιγαν με αναμμένες λαμπάδες τις πληγές, αλλά και ολόκληρο μαζί το σώμα της Αγίας. Οι φλόγες είχαν ζώσει το άχραντο σώμα της Αγίας. Αυτή όμως προσευχόταν και παρακαλούσε τον Θεό να της δώσει μέχρι τέλους δύναμη και θάρρος για να αντιμετωπίσει την αγριότητα του έπαρχου.
Ο Θεός την άκουσε και επενέβη αμέσως. Και τότε συνέβη το παράδοξο θαύμα. Η Αγία, ενώ οι φλόγες την είχαν ζώσει, το σώμα της δεν καιγόταν, γιατί μαζί της ήλθε και παραστεκόταν Άγγελος Κυρίου, πού την δρόσιζε. Απέκαμαν να την καίγουν οι στρατιώτες, χωρίς όμως και να μπορούν να την κάψουν. Τέλος ο ασεβής τύραννος διέταξε να λύσουν την Αγία και να την κλείσουν πάλι στον πρώτο θάλαμο.
Της παρουσιάστηκε ο Χριστός
Την νύχτα, πού η Αγία προσευχόταν, είδε κάποιο ουράνιο, γλυκύτατο φώς, να φωτίζει όλον τον θάλαμο. Και ξαφνικά παρουσιάσθηκε μπροστά της ο Σωτήρας μας, λέγοντάς της:
› Μη φοβάσαι τα βάσανα, διότι η χάρις μου θα σε προστατέψει και θα σε γλυτώσει από κάθε πειρασμό.
Συγχρόνως όμως, την θεράπευσε από κάθε πληγή και αμέσως έγινε άφαντος. Το άλλο πρωί οι στρατιώτες του έπαρχου έφεραν την Αγία πάλι μπροστά του. Αυτός, μόλις την είδε θεραπευμένη από κάθε πληγή, θαύμασε και της είπε:
› Βλέπεις, Ξενία, πόσο σε αγαπούν οι μεγάλοι θεοί; Για να μη χάσης την ωραιότητα σου, σου γιάτρεψαν τις χθεσινές, πληγές. Και συ τόσο αχάριστη είσαι, ώστε δεν θυσιάζεις προς τιμήν τους και δεν τους προσκυνάς.
› Όχι οι θεοί σου, αλλά ο αληθινός Θεός, πού εγώ πιστεύω, με γιάτρεψε από τις πληγές.
Συντρίβει τα είδωλα
Ο άρχοντας όμως επέμεινε να θυσιάσει. Η Αγία τότε δέχθηκε να πάει μαζί του στον ναό των ειδωλολατρών. Μόλις έφθασαν εκεί, η Ξενία στάθηκε στην μέση του ναού και άρχισε θερμή προσευχή προς τον Χριστό. Παρεκάλεσε στην προσευχή της τον Κύριο, να γκρεμίσει και να αφανίσει τα άψυχα είδωλα, για να γνωρίσουν όλοι αυτοί, πού παρευρίσκονταν εκεί τον αληθινό Θεό και την δύναμη Του. Πράγματι! Προτού η Αγία τελειώσει την προσευχή της, έγινε μεγάλος σεισμός και γκρεμίσθηκαν μπροστά τους όλα τα είδωλα, τα αγάλματα.
Ο Δομετιανός, βλέποντας το θαύμα, τα έχασε και αντί να πιστέψει στον αληθινό Θεό, έγινε ο ταλαίπωρος εκτός εαυτού. Διέταξε να επαναλάβουν τις τιμωρίες. Την έκαψαν πάλι την Αγία, με αναμμένες λαμπάδες, όπως και την προηγουμένη ημέρα, αλλά τώρα με περισσότερη σκληρότητα.
Βλέποντας ο έπαρχος, ότι δεν πετύχαινε τίποτε, σκέφθηκε άλλον τρόπο για να βασανίσει την νεαρή κόρη. Διέταξε κι έφεραν ένα άλογο. Έδεσαν την Αγία στα πίσω πόδια του αλόγου και την έσυρε κατόπιν το άλογο, σε μέρη γεμάτα από μυτερές πέτρες. Αλλά και τότε δεν την άφησε αβοήθητη ο Κύριος την Αγία. Και να τι συνέβη. Όταν έδεσαν την Αγία και άφησαν ελεύθερο το άλογο, αυτό αντί να ορμήσει και να τρέξει, όπως σκέφθηκε ο τύραννος, δεν κινήθηκε καθόλου από την θέση του, παρά τα κτυπήματα των στρατιωτών. Παρατηρώντας ο Δομετιανός, το γεγονός αυτό, πήρε ο ίδιος τα χαλινάρια του αλόγου και κεντούσε το άλογο να τρέξει. Αλλά τότε έγινε το μεγάλο θαύμα. Το άλογο, όπως η όνος του Βαλαάμ, έβγαλε ανθρώπινη φωνή και επέπληξε τον έπαρχο για την αγριότητα και τα βασανιστήρια, πού έκαμε στην νεαρή κόρη. Την ίδια στιγμή λύθηκαν τα σχοινιά, πού ήταν δεμένη η Αγία, και Άγγελος Κυρίου την έστησε όρθια στα πόδια της. Όλοι τότε, όσοι είδαν το θαύμα, επίστεψαν στο Θεό της Ξενίας και τον δόξαζαν. Μόνον ο σκληροτράχηλος έπαρχος δεν μετανόησε. Διέταξε μάλιστα, για μια ακόμη φορά, να ρίξουν την Αγία στην σκοτεινή φυλακή.
Ήταν μεσάνυχτα και η Ξενία προσευχόταν. Ξαφνικά ο θάλαμος φωτίσθηκε από θειο φως. Πριν όμως προφθάσει να καταλάβει τί συνέβαινε, εμφανίζεται ο Κύριος ανάμεσα από λαμπροφορεμένους Αγγέλους. Tης λέγει:
› Ξενία, μη φοβάσαι. Λίγο ακόμη και ο αγώνας σου θα έχει καλό τέλος.
Μετά από αυτά τα λόγια, ο Κύριος έγινε άφαντος. Παρέμεινε μόνο μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο μια ωραία ευωδία. Την άλλη ημέρα επισκέφθηκε την Αγία πάλι ο τύραννος και προσπάθησε τώρα με λόγια κολακευτικά να την κάμει να θυσιάσει στους θεούς του. Η Αγία όμως δεν υπεχώρησε και του είπε:
› Άκουσε, τύραννε, θα είναι καλύτερα να κάμεις, ότι έχεις στο νου σου, μια ώρα γρηγορότερα. Έτσι θα με ενώσεις ταχύτερα με τον μεγάλο μου Νυμφίο.
Ξίφει τελειούται
Πείσθηκε επί τέλους ο απαίσιος τύραννος, ότι δεν θα κατόρθωνε με τίποτε τον σκοπό του. Εξέδωσε τότε την έξης καταδικαστική απόφαση για την Αγία:
«Επειδή η Ξενία αρνείται να θυσιάσει στους θεούς, διατάσσω να θανατωθεί με ξίφος και ν’ αφαιρεθεί η καρδιά της και την βάλουν μέσα σ’ ένα πιάτο, το δε σώμα της να κοπεί σε πολύ μικρά κομμάτια και ριχτεί μαζί με πίσσα μέσα σε φωτιά για να καεί τελείως.»
Πράγματι! οι στρατιώτες, σύμφωνα με τη διαταγή του έπαρχου, παρέλαβαν την Αγία και την πήγαν έξω από την πόλη. Ζήτησε εκεί η Αγία από τους στρατιώτες, μέχρις ότου ετοιμάσουν τα σύνεργα για το μαρτύριο, να την αφήσουν να προσευχηθεί. Δεν της επέτρεψαν. Αλλά η Αγία γονάτισε και άρχισε να προσεύχεται προς τον ουράνιο Πατέρα. Ζήτησε από τον Κύριο, αυτή να είναι η τελευταία της ημέρα. Ζήτησε επί πλέον να συγχωρήσει και αυτούς, πού θα την θανάτωναν, χαρίζοντάς τους την θεία φώτιση, για να μετανοήσουν. Μόλις απέσωσε την προσευχή της η Αγία, ακούσθηκε από ψηλά μια φωνή βροντερή πού έλεγε:
› Άκουσα την προσευχή σου, Ξενία. Θα γίνει, όπως θέλεις.
Τότε η Αγία, με μεγάλη χαρά, είπε στον δήμιό της να εκτελέσει την διαταγή του έπαρχου. Έσκυψε το κεφάλι της, για να δεχτεί ευκολότερα το χτύπημα. Ο στρατιώτης με φόβο, έκοψε το κεφάλι της Αγίας γυναίκας. Ήταν 3η Μαΐου 318 μ.Χ. Μαρτύρησε σε ηλικία 27 ετών. Σύμφωνα με την διαταγή του έπαρχου, τεμάχισαν το σώμα της και το έριξαν στη φωτιά. Την καρδιά της όμως την έβαλαν μέσα σ’ ένα πιάτο και την έφεραν στον μιαρό έπαρχο. Την ώρα όμως, πού το σώμα της καιγόταν, μεγάλη και ωραία ευωδία έβγαινε απ’ αυτό! Μοσχοβόλησε όλη η περιοχή.
Η θεία δίκη όμως δεν άφησε ατιμώρητο τον σκληρό έπαρχο. Κάποια ημέρα πού βγήκε για κυνήγι, έπεσε ένας κεραυνός και κατάκαψε το σώμα του. Κάηκε και αυτός, όπως έκαψε την Αγία Ξενία.
Ευχή της Αγίας Ξενίας
Του Κυρίου δεηθώμεν. Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, ο ρυσάμενος με εκ χειρός του αποστάτου Δομετιανού. Ο επαμβλύνας πάσας τάς κατ΄εμού επινοίας και μηχανάς αυτού. Ο τη αηττήτω δυνάμει του Σταυρού Σου κατασφαλίσας με και σώαν εκ του διασυρμού των ίππων διαφυλάξας. Ο παρασχών μοι την ισχύν καταβαλείν τον πολυμήχανον εχθρόν εν τω σκάμματι του μαρτυρίου. Αυτός και νυν, Δέσποτα, λύτρωσαι την μιανθείσαν ταις βιοτικαίς ηδοναίς ψυχήν μου εκ του βυθού της απωλείας, εν τω απέρχεσθαι με εκ του φθαρτού τούτου κόσμου, και δια της μετανοίας καθαράν παράστησον προ του αδεκάστου και φρικτού βήματός σου. Δός δόξαν τω ονοματί Σου και ενισχυσόν με έως τέλους κατισχύσαι των ορατών και αοράτων εχθρών μου. Παντί δε τω επικαλουμένω Σε μετά πίστεως, δι’ εμού της δούλης Σου Ξενίας, ή την ημέραν της προς Σε τον αθάνατον και μόνον αληθινόν Θεόν εκδημίας μου μεμνημένω και ταύτην εορτάζοντι ή την εμήν εικόνα κατέχοντι και ταύτη πιστώς προσπελάζοντι, ή την δέησίν μου ταύτην αναγινώσκοντι και το μαρτύριον μου μελετώντι βοήθειαν εν παντί και ψυχικήν σωτηρίαν. Και ως έλυσας Κύριε, πάσαν κατ΄εμού του απεχθούς τυράννου μου μαγείαν και επαοιδίαν και ανωτέραν της επηρείας αυτών ετήρησσάς με, ούτως αφάνισον τη ανυπερβλήτω και κραταιά δυνάμει σου, και εκ του δούλου σου (όνομα πασχόντος), του αιτούντος βοήθειαν παρά Σού, δι΄εμού της ταπεινής Σου δούλης, πάσαν γοητείαν ή μαγγανείαν, πάσα φαρμακείαν ή επαοιδίαν και πάσαν βασκανίαν ή αστρομαντείαν, εν παντί αντικειμένω ή τόπω ανήκοντι αυτώ γενομένην, εν τω αιθέρι , εν τη γή και υποκάτω της γής, εν τω αέρι, εν τοις γλυκέσιν ύδασι των λιμνών και ποταμών και των φρεάτων και τοις αλμήεσι των θαλασσών. Και όν τρόπον εκρύπτει ο άνεμος χνούν από προσώπου της γής, ούτω διασκορπισθήτωσαν και αφανισθήτωσαν και λυθήτωσαν υπό των φθονερών ανθρώπων της μαγείας έργα, τα δι΄επικλήσεως του μισοκάλου δαίμονος ένθα κείνται και ώτινι τρόπω ή σημείο ή οργάνω ή ύλη ποιηθέντα και εν οιωνδήτινι αριθμώ μετρηθέντακαι ώτινι των αστερισμών κατονομασθέντα εν νυκτί ή εν ημέρα εν τω φωτί ή εν τω σκότει. Απάλλαξον δε πάσης της εξ αυτών επηρείας τον προς Σε τον φιλάνθρωπον και εύσπλαχνον Θεόν καταφυγόντα πιστόν δούλον σου (όνομα πασχόντος) και την ταπεινή σου Μάρτυρα Ξενίαν εις πρεσβείαν προσάγοντα, παντός ψυχικού και σωματικού δεσμού ή ασθενείας ή γοητείας ή μαγγανείας ή αστρολογίας ή νεκρομαντείας ή επαοιδίας και βλάβης του πονηρού δι΄έργου ή διά λόγου ή διά δαιμόνων ή δι΄ανθρώπων ενεργηθείσης. Τήρησον αυτόν φυλάττοντα τάς εντολάς σου και αβλαβή πάσης των πονηρών πνευμάτων κακώσεως, και αξίωσον γενέσθαι μέτοχον των αιωνίων Σου αγαθών, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας. ᾿Αμήν
(Πηγή: «Η Αγία Ξενία η Μεγαλομάρτυρας και θαυματουργή, προστάτης των καρδιοπαθών και κατά της μαγείας. 3 Μαΐου», Χώρα Του Αχωρήτου)
Θαύματα της Αγίας Ξενίας
Πολλά θαύματα έκανε η Αγία. Αναφέρω όμως λίγα εδώ, είναι μια μικρή εικόνα της μεγάλης δυνάμεως της Αγίας.
1. Θεραπεύει την Πατρινιά
Εκείνο τον καιρό ήταν άρρωστη από σοβαρή αρρώστια μια γυναίκα από την Πάτρα. Την έλεγαν Μαρία. Οι γιατροί, τους όποιους είχε επισκεφτεί η άτυχη άρρωστη, δεν μπορούσαν να διαγνώσουν την αρρώστια της και να την θεραπεύσουν. Η άρρωστη, όμως, είχε μεγάλη πίστη. Δεν έπαψε να επικαλείται τον Θεό και τους Άγιους Μάρτυρες, για να την κάμουν καλά. Κάποια ημέρα ήλθε από την Καλαμάτα μια εξαδέλφη της, για να την δει. Μόλις είδε την κατάσταση, πού βρισκόταν η άρρωστη, της συνέστησε να πάει στην Καλαμάτα και να ζητήσει την βοήθεια της Αγίας Ξενίας. Μόλις η άρρωστη έμαθε για την Αγία Ξενία, άρχισε να προσεύχεται σ’ αυτήν νύχτα και ημέρα. Παρακαλούσε την Αγία Ξένια, να την απαλλάξει από την βαριά ασθένεια της.
Την άκουσε η Αγία και μια νύχτα η άρρωστη βλέπει την Αγία στον ύπνο της να της λέγει:
› Αν με συναντήσεις, θα λυθείς από την ασθένεια σου και θα θεραπευτείς.
Χαρούμενη ξύπνησε η γυναίκα και διηγήθηκε το όνειρο στον άνδρα της. Αυτός, χωρίς να χάση καιρό, την έφερε στον νεόκτιστο Ναό της Καλαμάτας, πού ήταν αφιερωμένος, στη μνήμην της Αγίας Ξενίας. Εκεί η γυναίκα σπάσθηκε την εικόνα της Αγίας και ανεγνώρισε την Αγία. Ήταν ακριβώς, όπως την είχε δη στο όνειρο της.
Την τρίτη ήμερα η Αγία φάνηκε πάλι στον ύπνο της. Της φάνηκε, σαν να έπαιρνε λάδι από το κανδήλι της και της άλειφε το σώμα της. Ξύπνησε η γυναίκα και κατάλαβε, ότι ήταν τελείως καλά! Δόξασε τότε τον Θεό και την μεγαλομάρτυρα Ξένια, πού την έσωσε από την φοβερή αρρώστια.
2. Στέλλει τον σεληνιασμένο στον Ιερέα
Στα χρόνια της Φραγκοκρατίας θεράπευσε η Αγία τον γιό κάποιου γεωργού, πού έπασχε από σεληνιασμό. Μόλις τον έπιανε το πάθος του, φώναζε:
› Η Αγία Ξενία με παιδεύει.
Ο πατέρας και η μητέρα του ζητούσαν πάντοτε και συνεχώς, την βοήθεια της Αγίας. Τότε η Αγία παρουσιάσθηκε στον ύπνο της μητέρας του αρρώστου, και την συμβούλεψε να καταφύγει στον ιερέα της ενορίας τους. Της έδωσε όμως υπόσχεση, ότι και αυτή θα βοηθούσε να γίνει καλά το άρρωστο παιδί της. Όταν ξύπνησε η γυναίκα, έκανε ότι της είπε η Αγία. Μέσα σε λίγο χρόνο το παιδί τους έγινε εντελώς καλά.
3. Και αλλά θαύματα
Κατά τον ίδιο τρόπο, θεραπεύθηκε και άλλος παράλυτος, πού λεγόταν Νικόλαος. Και αυτός είχε ζητήσει την βοήθεια της Αγίας και τον άκουσε. Του έδωσε την υγεία του και ο παράλυτος σηκώθηκε και περπατούσε και εργαζόταν, όπως και πριν παραλύσει.
Κάποια δε νεαρή γυναίκα, πού έπασχε από παράλυση του προσώπου, έγινε τελείως καλά, ευθύς ως ζήτησε την βοήθεια της Αγίας Ξενίας.
Έτσι πολλοί καταφεύγουν στην Αγία και βρίσκουν την υγεία τους. Πολλούς θεραπεύει, πού πάσχουν από παράλυση, σεληνιασμό, ασθένειες της καρδιάς, εξανθήματα και αρρώστιες των νεύρων.
(Πηγή: αποσπάσματα από το βιβλίο «Η Αγία Ξενία», Ιερά Δέησις)
Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄. Ταχύ προκατάλαβε.
Βαφαῖς τῶν αἱμάτων σου, φαιδράν στολήν σεαυτή, Ξενία, ἐπέχρωσας, παρισταμένη Χριστῷ ὡς νύμφη πανάσπιλος, εἴληφας δέ τήν χάριν, μαγγανείας τοῦ λύειν, δαίμονας ἐκδιώκειν, καί τάς νόσους ἰάσθαι. Ἱκέτευε ἐκτενῶς, ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος β΄. Τά ἄνω ζητῶν.
Αἱμάτων ροαῖς, τόν σόν ἐχθρόν ἀπέπνιξας, Ξενία, τό πῦρ, τῆς πλάνης ἐναπέσβεσας καί Χριστῷ παρίστασαι. Ὅθεν πόθω πάντες σοί κράζομεν, ἐκτενῶς μή παύση ἀεί, πρεσβεύουσα Μάρτυς, ὑπέρ πάντων ἠμῶν.
Μεγαλυνάρια
Χαίροις τῶν καλούντων σέ βοηθός, καί παραμυθία, θλιβομένων ἡ ταχινή, χαίροις καθαιρέτις παντός μαγείας εἴδους, ἐξ ἤς τους σέ τιμώντας, Ξενία, φύλαττε.
Τούς ἀσπαζομένους πανευλαβῶς, Μάρτυς στεφανηφόρε, τήν εἰκόνα σου τήν σεπτήν, νόσων τῆς καρδίας, καί νεύρων ταῖς λιταίς σου, καί σεληνιασμοῦ τέ, Ξενία, φύλαξον.
Στίχος
Ξενίας ὤφθης ἐργάτις, ὤ Ξενία, Ξενία, σεμνή, οὐρανῶν σύ ποθοῦσα, Ξενία τρίτη καμίνω βλήθη τμηθεῖσα.
Πηγή: Χώρα Του Αχωρήτου, Ιερά Δέησις