Θαυμαστή αλλοίωση
Σέ ἡλικία 23 ἐτῶν, εἶχα ἔντονες ἀνησυχίες γιά τήν ὕπαρξη ἤ ὄχι τοῦ Θεοῦ καί γιά τό ποιός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. Μέσῳ ἑνός φίλου, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1991, βρέθηκα σέ μιά μικρή ὀργάνωση στήν Ἀθήνα πού πιστεύει ὅτι σημερινή ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ γκουρού Sathya Sai Baba. Στήν ὀργάνωση αὐτή πήγαινα δύο-τρεῖς φορές τήν ἑβδομάδα, ὅπου κάναμε ἀσκήσεις χαλάρωσης. Δέν προχώρησα σέ ἀσκήσεις διαλογισμοῦ, γιατί δέν εἶχα μυηθεῖ ἀκόμη, δέν εἶχα πάρει τό μάντραμ, τήν λέξη πού θά ἐπαναλάμβανα διαρκῶς ἐν εἴδει προσευχῆς.
Ἡ βασική θεωρία τῆς ὀργάνωσης εἶναι ὅτι ὁ Θεός εἶναι μέσα μας. Μέ ποιά ἔννοια ὅμως: Μέ τήν ἔννοια ὅτι κάθε ἄνθρωπος ὅπως καί κάθε ζῶο εἶναι κατ’οὐσίαν Θεός, ὁ ὁποῖος ἔχει μπεῖ στήν περιπέτεια τῆς ὕλης. Γι’αὐτό εἶναι ἀπαραίτητες οἱ μετενσαρκώσεις, προκειμένου τό ὄν (ἄνθρωπος-ζῶο) νά ὑποστῆ διάφορες παιδαγωγίες, ἔτσι ὥστε νά βελτιωθῆ καί νά ἐπανέλθη στήν κατάσταση τῆς «θεώσεως», δηλαδή νά ξαναγίνη κατ’οὐσίαν Θεός. Πολύ συχνές ἦταν οἱ ἀναφορές σέ φράσεις καί ὅρους ὀρθόδοξους πού ἐπέτειναν τήν σύγχυση: «Θεοί ἐστέ καί Θεοί γίνεσθε».
Μᾶς ἔλεγαν, πώς δέν πρέπει νά φοβόμαστε κανέναν καί τίποτα. Ἐγώ τούς εἶχα πεῖ ὅτι φοβόμουν τόν Σατανᾶ. Τότε, μοῦ ἔλεγαν, ὅτι δέν ἔπρεπε νά τόν φοβᾶμαι, γιατί εἶχα κι ἐγώ δυνάμεις μέσα μου πού ἔπρεπε νά τίς ἀπελευθερώσω (ἐννοοῦσαν μέ τήν μύηση καί τό μάντραμ).
Ἔλεγαν ἐπίσης ὅτι ὁ καθένας μπορεῖ νά εἶναι Χριστιανός, Μουσουλμάνος, Βουδδιστής καί ταυτόχρονα νά ἀνήκει στήν ὀργάνωση καί νά ἐξελίσσεται-βελτιώνεται μέ τίς τεχνικές της.
Χαρακτηριστικό εἶναι ἕνα γεγονός πού μοῦ διηγήθηκαν: Σέ παρακείμενη ἐκκλησία, ἕνα μέλος τῆς ὀργάνωσης βάφτισε τό παιδί του. Ἡ ὁδηγία πρός τά μέλη ἦταν: «Λέμε τό μάντραμ μέσα μας, μέσα στήν ἐκκλησία, προκειμένου νά αντλήσουμε τήν θετική ἐνέργεια πού ἔχει νά μᾶς δώσει ἡ ἐκκλησία».
Ἐπειδή, λοιπόν, μέσα στόν ναό γινόταν ἀπόλυτη ἡσυχία –πράγμα ἀρκετά σπάνιο γιά τήν σημερινή ἐποχή- ὁ ἱερέας στό τέλος τοῦ Μυστηρίου ἔδωσε συγχαρητήρια στό ἐκκλησίασμα γιά τήν ἄψογη χριστιανική του παρουσία!!!
Μέ τό πέρασμα τοῦ καιροῦ, ἄρχισα νά ἔχω ὁρισμένες ἀμφιβολίες γιά τήν ὀργάνωση. Μικρός εἶχα ἐπαφή μέ τήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἔχασα περίπου στήν Γ΄ Γυμνασίου. Μοῦ ἄρεσε, λοιπόν, ὅποτε πήγαινα ἐκκλησία, νά πηγαίνω στό ἱερό. Τό βράδυ τῆς Ἀναστάσεως κάποιου ἔτους, στό ἱερό, εἶπα σέ ἕνα φίλο μου ποῦ πήγαινα καί τί ἔκανα. Τότε ἔγινε ὁ κατωτέρω διάλογος μέ τόν φίλο μου:
-Ξέρεις, ὁ Σατανάς χρησιμοποιεῖ πολλές μεθόδους γιά νά πλανήσει τούς ἀνθρώπους.
-Ποιός Σατανάς, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει Σατανάς (ἀπό ἐκεῖ ποῦ τόν φοβόμουν, πές, πές, μετά ἀπό ἕξι μῆνες εἶχα πεισθεῖ ὅτι δέν ὑπάρχει!).
-Κι ὅμως ὑπάρχει καί ἡ μεγαλύτερή του ἐπιτυχία εἶναι νά πείσει ὅτι δέν ὑπάρχει προκειμένου νά ἀσχολεῖσαι ὅλη τήν ὥρα μαζί του!!!
Ὅταν ἄκουσα αὐτή τήν πρόταση, ἔνοιωσα νά μέ πλημμυρίζει κάτι, σκέφτηκα ἀμέσως ὅτι κάνω λάθος πού πηγαίνω σέ αὐτή τήν ὀργάνωση καί ἀναγκάστηκα νά κάτσω σέ μιά καρέκλα, γιατί μοῦ ἦρθε ζάλη.
Ἔπιασα τί κεφάλι μου μέ τά δυό μου χέρια καί δέν μποροῦσα νά συνέλθω.
Συγκλονίστηκα, σοκαρίστηκα καί ταυτόχρονα φωτίστηκα, βιώνοντας ὅτι αὐτό πού κάνω εἶναι τό σωστό, ὁπότε ἔπρεπε νά ψάξω καί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιά νά δῶ ποιά εἶναι ἡ ἄποψή της γι’ αὐτό πού κάνω. Ρωτώντας γνωστούς κατέληξα στόν π. Ἀντώνιο Ἀλεβιζόπουλο, τόν ὁποῖο εἶχα μετά Πνευματικό μέχρι τήν κοίμησή του καί ὁ ὁποῖος μέ βοήθησε νά οἰκοδομηθῶ στήν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἕνα στοιχεῖο πού θυμᾶμαι ἀπό ἐκείνη τήν ἐποχή εἶναι ὅτι γιά δύο περίπου χρόνια, ὅταν ἐξιστοροῦσα τήν περιπέτειά μου ἔνοιωθα ταραχή, ἔτρεμα καί εἶχα ἕνα «πνίξιμο» στό λαιμό…
Τόν Γέροντα Παΐσιο τόν γνώρισα τό ἴδιο ἔτος, τό 1992, πρός τό τέλος τοῦ καλοκαιριοῦ ἤ τίς ἀρχές τοῦ φθινοπώρου, δέν θυμᾶμαι ἀκριβῶς. Φθάνοντας στό Ἅγιον Ὄρος, πῆγα νά μείνω στήν Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου. Μέ τό πού ἔφτασα, ἄφησα τά πράγματά μου στό Μοναστήρι καί κατέβηκα τό μονοπάτι πού συνδέει τήν Ἱ. Μ. Κουτλουμουσίου μέ τό Κελλί του. Ἐκεῖ ὑπῆρχε πλῆθος κόσμου. Τόν εἶδα ἀπό μακρυά.
Πῆρα τήν εὐχή του μαζί μέ τούς ἄλλους προσκυνητές χωρίς νά μπορέσω νά τοῦ μιλήσω ἰδιαιτέρως. Γυρνώντας στό Μοναστήρι ἤμουν σκεπτικός. Δέν ἦταν αὐτό πού ἤθελα καί περίμενα. Ἤμουν κατά βάθος στενοχωρημένος. «Δέν ἀσχολήθηκε μαζί μου», ἔλεγα μέσα μου. «Ἔκανα ὁλόκληρο ταξίδι ἀπό τήν Ἀθήνα, γιά νά πάρω μιά εὐχή μόνο;»
Ἀποφάσισα νά προσπαθήσω καί δεύτερη φορά. Σκέφτηκα, θά πάω νωρίς τό πρωΐ τήν ἑπόμενη μέρα, ὁπότε δέν θά ἔχει πολύ κόσμο. Ἔφτασα, λοιπόν, ἔξω ἀπό τό Κελλί του.
Ἐκεῖ μέ περίμενε νέα ἀπογοήτευση, ὁ φράκτης κλειστός, δέν ὑπῆρχε κανένας προσκυνητής, ἀλλά δέν ὑπῆρχε καί Γέροντας Παΐσιος. Κάθησα κάτω ἀπό ἕνα δένδρο πού ὑπῆρχε ἔξω ἀπό τόν φράκτη καί μετά ἀπό λίγη ὥρα μέ πῆραν τά κλάματα.
Ἔλεγα, «τόσο ἁμαρτωλός εἶμαι πού δέν θέλει οὔτε νά μέ δῆ;» Πέρασε κάμποση ὥρα καί ἀκούω θόρυβο. Τόν βλέπω στήν πόρτα καί μοῦ φωνάζει:
- Ἔεεε! Τί γίνεται ἐκεῖ πέρα;
- Τί νά γίνει, πάτερ, θάλασσα τά ἔκανα, τά ἔχω μπερδέψει ὅλα.
- Γιά ἔλα μέσα νά τά ξεμπερδέψουμε.
Μπαίνοντας, τοῦ ἐξιστόρησα τήν περιπέτειά μου μέ τήν ὀργάνωση πού εἶχα πάει, τοῦ περιέγραψα τόν θαυματουργικό τρόπο μέ τόν ὁποῖο γύρισα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τό γεγονός ὅτι εἶχα πλέον πνευματικό, τόν ἀείμνηστο π. Ἀντώνιο Ἀλεβιζόπουλο. Μοῦ εἶπε ὅτι «ἡ ἐνασχόληση μέ αὐτά τά θέματα εἶναι τρέλλα καί μοῦ τόνισε ἰδιαίτερα τό γεγονός ὅτι ἡ βοήθεια τοῦ πνευματικοῦ ἦταν πολύ σημαντική γιά τήν οἰκοδομή μου στήν Ὀρθοδοξία».
Στήν συνέχεια, μέ ἔβαλε μέσα στό Κελλί του. Μπαίνοντας, δεξιά ἦταν ἕνα ἐκκλησάκκι. Μέ ἔβαλε νά γονατίσω στό κέντρο τοῦ ναοῦ, καί πῆγε στό Ἀναλόγιο. Διάβασε κάμποση ὥρα κάποιες εὐχές. Ἐγώ ἔκλαιγα ὅλη αὐτή τήν ὥρα.
Μοῦ ἔδωσε νά προσκυνήσω τό ἅγιο Λείψανο μέ τό ὁποῖο μέ σταύρωσε (ἦταν τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου).
Μετά μέ σήκωσε, συζητήσαμε λίγο ἀκόμη καί μέ ξεπροβόδισε μέχρι ἔξω ἀπό τό Κελλί του, τονίζοντάς μου πάλι τήν ἀναγκαιότητα τῆς ὕπαρξης πνευματικοῦ καί τό ὅτι «θά μοῦ αὐξηθεῖ ὁ πόλεμος», ὅπως χαρακτηριστικά μοῦ εἶπε.
Ἀπό ἐδῶ καί πέρα ἀρχίζει τό θαυμαστό σημεῖο πού ἐγώ ἔζησα ἀπό τόν Γέροντα Παΐσιο.
Γυρνώντας στό Μοναστήρι, κατάλαβα πώς μοῦ συνέβαινε κάτι ἀλλοιώτικο, κάτι πού δέν τό εἶχα ξαναζήσει. Μακαριότητα εἶναι, κατά τήν γνώμη μου, ἡ καλύτερη λέξη γιά νά περιγράψει κανείς τήν κατάστασή μου.
Ἤμουν ἤρεμος, δέν εἶχα ἄγχος, δέν εἶχα ἀνησυχία, δέν εἶχα ἀγωνία, δέν εἶχα νεῦρα, δέν προβληματιζόμουν γιά τίποτα, δέν μέ ἀπασχολοῦσε καμμία ἔγνοια, δέν ἔβλεπα κανένα ἐμπόδιο στή ζωή μου.
Ἤμουν χαρούμενος, ἔνοιωθα γλυκύτητα μέσα μου, ὅλα ἦταν εὐχάριστα καί αἰσιόδοξα. Δέν εἶχα πονοκέφαλο, δέν εἶχα λογισμούς, δέν εἶχα οὔτε αὐτό τό μόνιμο βουητό πού ἄκουγα στά αὐτιά μου. Καθόμουν μ’ ἕνα χαμόγελο καί ἀπολάμβανα τό περιβάλλον, τήν Μονή, τόν καιρό. Εἶχα γαληνέψει καί ἠρεμήσει σέ πρωτόγνωρο βαθμό. Σκεφτεῖτε, πόσο μεγάλη ἦταν ἡ διαφορά μέ ὅσα ζοῦσα, ταραχή, ἀγωνία καί ἄγχος, εἰδικά ὅταν ἐξιστοροῦσα τήν περίπτωσή μου.
Δεκαέξι χρόνια μετά, ἔγραψα αὐτή τήν μικρή μου ἐμπειρία μέ τόν γέροντα Παΐσιο.
Ὁμολογῶ πώς αὐτό τό συναίσθημα, αὐτή τήν γαλήνη τῶν λογισμῶν δέν τήν ἔχω ξαναζήσει ἀπό τότε. Ἦταν ἕνα ἀνεπανάληπτο γεγονός γιά μένα, γι’ αὐτό καί τό θυμᾶμαι τόσο καθαρά καί ἔντονα τόσα χρόνια μετά.
Ἦταν σίγουρα δῶρο Θεοῦ λόγῳ τῆς προσευχῆς τοῦ Γέροντα. Διαβάζοντας καί ἀκούγοντας τόσα πράγματα γιά τόν Γέροντα, θά νομίσει πώς ἡ ἐμπειρία μου αὐτή εἶναι μικρή, σέ σχέση μέ τόσα πού ἔχουν γραφτεῖ γιά τόν Γέροντα.
Γιά μένα ὅμως πού ἔζησα αὐτή τήν ἐμπειρία εἶναι πολύ σημαντική καί παράλληλα ἐπιβεβαίωση τοῦ ὄτι ὁ Θεός ἀκούει τήν προσευχή τοῦ Γέροντα Παΐσιου.
Πηγή: (ΑΠΟ «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ», ΕΚΔΟΣΗ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ «ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ». ΑΡ. ΤΕΥΧΟΥΣ: 115, ΑΝΟΙΞΗ-ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2018), ΙΧΘΥΣ, Αβέρωφ