Ὁ Ἰωάννης ὁ Δ´ ἦτο Καππαδόκης τῇ καταγωγή καὶ ἐπατριάρχευσε εἰς τὴν Κωνσταντινούπολι μετὰ τὸν Ἰωάννη τὸν Σχολαστικό ἀπὸ τὸ 585 μέχρι το 595 μ.Χ. Διὰ τὴν θεολογική του κατάρτισι καὶ τὴν ἄκρα ἐκρατειά του ὠνομάσθη Νηστευτής, ἐνῷ διὰ τὴν ὁλόκληρό του ἐνάρετο ζωὴ καὶ τὸ ἔργο του ἀνεκηρύχθη Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μνήμη αὖτου τιμᾶται τῇ 2ᾳ Σεπτεμβρίου μετὰ τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Μάμμα.
Ἔγινε ἰδιαιτέρως γνωστὸς διὰ τὴν ἔριδα μεταξὺ Ῥώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως ὡς πρὸς τὸν τίτλο οἰκουμενικός, τὸν ὁποῖο ἐδέχετο ἀποδιδόμενο ὁ πατριάρχης Ἰωάννης Δ´. Ἡ ἀντίδραση τῶν παπῶν Ῥώμης Πελαγίου Β´ καὶ Γρηγορίου Α´ ἀπετυπώθη εἰς τὰς πηγὰς καὶ τὰς περιφήμους ἐπιστολὰς τοῦ πάπα Γρηγορίου Α´. Τὰ κείμενα ταῦτα ἀποδεικνύουν ὅτι ὑπῆρχε διαφορετικὴ κατανόησις τοῦ τίτλου οἰκουμενικὸς εἰς τὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴν Δύση, ὁπωσδήποτε δὲ δὲν μπορεῖ νὰ συνδεθῇ μὲ φιλόδοξας τάσεις τοῦ ἀσκητικοῦ πατριάρχου. Στὴ συνάφεια τῆς ἔριδος ταύτης ὁ πάπας Γρηγόριος Α´ ἐχαρακτήρισε ἀντιθετικῶς τὸν ἑαυτὸ του, ὡς δοῦλον τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ (servus servorum Dei).
π. Συμεών Κραγιόπουλος: Ομιλία επί τη εορτή του Αγίου Ιωάννου του Νηστευτού
Ο εν αγίοις Πατήρ ημών Ιωάννης ο νηστευτής έζη κατά τους χρόνους Ιουστίνου και Τιβερίου και Μαυρικίου των βασιλέων, εν έτει φπ' (580), εγεννήθη δε εν Κωνσταντινουπόλει· και ότε ήλθεν εις ηλικίαν, έγινε χαράκτης κατά την τέχνην. Ήτον δε ευσεβής ομού και φιλόπτωχος και φιλόξενος και φοβούμενος τον Θεόν.
Ούτος μίαν φοράν εδέχθη ένα μοναχόν καταγόμενον από την Παλαιστίνην, ονόματι Ευσέβιον, ο οποίος περιπατών εις την οδόν ομού με τον άγιον Ιωάννην, και ευρισκόμενος κατά τα δεξιά μέρη του αγίου, ήκουσεν αοράτως φωνήν λέγουσαν:
«Δεν είναι συγκεχωρημένον εις σε, αββά, να περιπατάς εις τα δεξιά μέρη του μεγάλου Ιωάννου»·
επρομήνυε δε ο Θεός με την φωνήν ταύτην το μέγα αξίωμα της Αρχιερωσύνης, όπερ έμελλε να λάβη ο Ιωάννης.
Μετά ταύτα γίνεται γνώριμος και φίλος ο νηστευτής ούτος Ιωάννης με τον συνώνυμόν του άγιον Ιωάννην τον τρίτον, τον από Σχολαστικών καλούμενον, όστις και Πατριάρχης εχρημάτισε Κωνσταντινουπόλεως· ο οποίος εσυναρίθμησεν αυτόν εις την τάξιν των αναγνωστών· έπειτα εχειροτόνησεν αυτόν διάκονον, και μετά ταύτα πρεσβύτερον.
Ενώ δε ήτο ακόμη διάκονος ο άγιος ούτος, επήγεν εις τον Ναόν του Αγίου Λαυρεντίου κατά την ώραν της μεσημβρίας και εκεί ευρίσκει εναν ερημίτην, τον οποίον δεν εγνώριζε κανείς από τους εκεί, ποίος είναι· ούτος λοιπόν εδείκνυεν εις τον θείον Ιωάννην τους αναβαθμούς και τα σκαλοπάτια, άτινα ευρίσκονται όπισθεν της αγίας Τραπέζης και αναβαίνουν εις το ιερόν σύνθρονον, όπου κάθηται ο Αρχιερεύς· και ταύτα δεικνύοντος αυτού, ιδού εφάνησαν μυριάδες Αγίων, και ηκούετο εξ αυτών μία φωνή μεμιγμένη και μία μελωδία γλυκύτατη και παναρμόνιος· όλοι δε οι φαινόμενοι εκείνοι Άγιοι ήσαν ενδεδυμένοι με στολάς λευκάς και λαμπράς.
Αύτη δε η οπτασία ήτο σημείον αληθινόν της λαμπρότητος, την οποίαν έμελλε να λάβη ο άγιος Ιωάννης ούτος· επειδή δε ήτο διαμοιραστής των χρημάτων της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας ο άγιος, ενώ εγύριζεν από τον έξωθεν πεδινόν τόπον της Κωνσταντινουπόλεως, έμεινε μόνον εν σακκίον χρήματα, από το οποίον εμοίραζε πλουσίως ελεημοσύνην και επειδή εσύντρεχον ακόμη πτωχοί περισσότεροι, δια τούτο και αυτός έδιδεν ακόμη περισσοτέραν την ελεημοσύνην· το δε σακκίον τελείως δεν ευκαιρώνετο, αλλά και περισσότερον εγέμιζεν.
Όταν δε ο άγιος έφθασεν εις την αγοράν την επονομαζομένην Βουν, σκορπίζων εις όλους την ελεημοσύνην, τότε ευρέθη εκεί ένας φθονερός άνθρωπος, ο οποίος εφώναξε και είπε·
› Κύριε ελέησον, έως πότε δεν ευκαιρώνεται εις ημάς το βαλάντιον τούτο;
Και παρευθύς, (ως και τι δεν κάμνει ο φθόνος!) το μεν βαλάντιον ευρέθη εύκαιρον, ο δε Άγιος βλέπων με λεοντικόν και άγριον βλέμμα τον άνθρωπον εκείνον, ο Θεός, είπε, να σοι συγχωρήση αδελφέ, διότι, αν συ δεν έλεγες τον φθονερόν αυτόν λόγον, εις πολλήν ώραν ήθελε διαρκέση το πουγκείον διαμοιραζόμενον και μη ευκαιρωνόμενον.
Να προσέχουμε από τους φθονερούς
Λέγαμε και άλλη φορά, θα θυμάσθε, ότι ενόσω κανείς είναι υπό την επήρεια του φθόνου, είναι σε πολύ άσχημη κατάσταση. Είναι πολύ άσπλαχνος αυτός ο άνθρωπος και κάνει κακό.
«Φθόνος ουκ οίδε προτιμάν το συμφέρον.»
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Κατά κάποιο τρόπο, ίσως θα μπορούσαμε να πούμε, ο φθόνος, το δηλητήριο αυτό, το μίσος αυτό, το κεντρί αυτό του φθόνου, για να μείνει χωρίς κάποια αφορμή, για να μείνει χωρίς τροφή και έτσι να μην εκδηλώνεται, γι' αυτό εξαφανίζεται το καλό, χάνεται το καλό, όπως έγινε σ' αυτήν εδώ την περίπτωση.
Όπως έχουμε πει, όταν κάτι δεν μπορεί να βρει τροφή, πεθαίνει ένεκα ελλείψεως τροφής. Είπε αυτός τον φθονερό λόγο και το σακκίο, όπως λέει, το βαλάντιο άδειασε αμέσως. Έπαυσε να είναι γεμάτο, όπως ήταν πρώτα. Ο διάβολος που κρύφθηκε μέσα στην ψυχή αυτού του φθονερού άνθρωπου, τις οίδε πόσο φθόνο εξετόξευσε και, ας πούμε, εξαφανίσθηκε το καλό, αυτό ακριβώς που προκαλούσε τον φθόνο. Όχι με την έννοια ότι είναι αδύνατος ο Θεός μπροστά στη δύναμη του διαβόλου, όχι ότι το καλό είναι πιο αδύνατο από το κακό, αλλά είναι ίσως μια οικονομία Θεού, αφ' ενός για να φαίνεται η δύναμη του κακού -όχι ότι είναι μεγαλύτερη η δύναμη του κακού από το καλό, αλλά για να φαίνεται η δύναμη του κακού- και να μισήσει έτσι ο άνθρωπος το κακό, και αφ' ετέρου για να πεθάνει το κακό ένεκα ελλείψεως τροφής. Γι' αυτό ας προσέχουμε από τους φθονερούς.
Και άλλη φορά λέγαμε, αν θυμάσθε, καλό είναι να προσέχει κανείς από τους φθονερούς. Όσο μπορεί να μην τους προκαλεί. Όσο μπορεί να μην τους δίνει αφορμή. Όσο μπορεί να ξεφεύγει από τις παγίδες που στήνουν οι φθονεροί. Θα λέγαμε, και από μια διάθεση ευσπλαχνίας. Ο άνθρωπος που είναι κυριευμένος από το πάθος αυτό αμαρτάνει πολύ, και όσο γίνεται, ας μη δίνουμε εμείς αφορμή να αμαρτάνει. αλλά και ας μη δίνουμε αφορμή να γιγαντώνεται αυτό το κακό και να εκδηλώνεται με όλη την κακία του.
Επειδή δε ο Άγιος ούτος επιάσθη δια να χειροτονήθη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ύστερον αφ' ου εκοιμήθη ο Ευτύχιος, και δεν επείθετο, τούτου χάριν είδε μίαν έκστασιν φοβεράν, ήτις ήτο τοιαύτη. Εφάνη εις αυτόν μία θάλασσα τόσον μεγάλη, ώστε έφθανεν από την γην έως του ουρανού· ομοίως εφάνη και μία φοβερά κάμινος ανημμένη· εφάνη δε προς τούτοις και πλήθος Αγγέλων, οι οποίοι έλεγον εις τον θείον Ιωάννην:
«Δεν είναι δυνατόν να γένη το πράγμα κατ' άλλον τρόπον μόνον σιώπα, ει δε και αντιλέγεις, ήξευρε ότι θα δοκιμάσης και τας δύο παιδείας ταύτας, και της θαλάσσης και της καμίνου.»
Εφαίνοντο δε ότι έλεγον ταύτα με μεγάλον φοβερισμόν όθεν αφ' ου ταύτα είδεν ο Άγιος, και μη θέλων παρέδωκε τον εαυτόν του εις το θέλημα του Θεού και εχειροτονήθη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, και τούτο πότε; ύστερον αφ' ου δια μέσου της άκρας ασκήσεως διεπέρασεν εις την τελειότητα πάσης αρετής.
Μίαν φοράν διαπερών ο Άγιος από τον τόπον τον ονομαζόμενον Έβδομον, είδεν ότι εσηκώθη μεγάλη τρικυμία εις την θάλασσαν όθεν δια προσευχής του μετέβαλεν αυτήν εις γαλήνην, ποιήσας τον τύπον του Σταυρού· ο δε Γαζεύς Ιωάννης ο Σχολαστικός είχεν εις τους οφθαλμούς του επίχυσιν αίματος και δεν έβλεπε, διά τούτο επρόστρεξεν εις τον Άγιον τούτον Ιωάννην και εκοινώνησεν από αυτόν τα θεία Μυστήρια.
Όταν δε εκοινώνει αυτόν ο Άγιος, είπε:
«Τούτο το Σώμα του Ιησού Χριστού, του ιατρεύσαντος τον εκ γενετής τυφλόν, αυτό θέλει ιατρεύσει και την εδικήν σου τύφλωσιν.»
Και ώ του θαύματος! όμού με τον λόγον ιατρεύθη ο πριν τυφλός Ιωάννης.
Ένα καιρόν συνέβη μέγα θανατικόν εις την Κωνσταντινούπολιν· όθεν έδωκεν ο Άγιος εις ενα του υπηρέτην δύο κοφφίνια, το μεν εν εύκαιρον, το δε άλλο γεμάτον από πέτρας μικράς, και είπεν αυτώ· ύπαγε στάσου εις τον δρόμον τον ονομαζόμενον Βουν, και μέτρα τους νεκρούς, όσοι περνούν από εκεί· και όσοι είναι οι νεκροί, τόσας πέτρας ρίπτε μέσα εις το εύκαιρον κοφφίνιον· τούτο λοιπόν ποιήσας ο υπηρέτης όλην την ημέραν, το βράδυ εμέτρησε τας πέτρας και ευρήκεν, ότι κατ' εκείνην την ημέραν εβγήκαν νεκροί τριακόσιοι εικοσιτρείς· ομοίως τούτο ποιήσας και την ερχομένην ημέραν, εβρήκεν ότι εβγήκαν νεκροί ολιγώτεροι· και ακολούθως τούτο ποιήσας εως εις επτά ημέρας, εύρεν ότι έπαυσε παντελώς το θανατικόν με την εκτενή προσευχήν του Αγίου.
Τόσην δε επιμέλειαν εδείκνυεν εις την εγκράτειαν ο Άγιος ούτος, ώστε επί εξ μήνας δεν έπιε νερόν· το δε φαγητόν και ποτόν του ήτον, ένα μαρούλι και ολίγον πεπόνιον ή σταφύλιον ή σύκα ολίγα· έτρωγε δε ταύτα εέως εις τους δεκατρείς ήμισυ χρόνους της Πατριαρχείας του.
Ο δε ύπνος του αγίου τούτου με τοιούτον τρόπον εγίνετο· καθήμενος εις ένα τόπον, εσυμμάζωνε τα στήθη του εις τα γόνατά του και ούτως εκοιμάτο· πλην δια να μη κοιμάται περισσότερον καιρόν από όσον αυτός ήθελεν, ήναπτε κηρίον, εις δε το κηρίον επήγνυε μίαν μεγάλην βελόνην, υποκάτω δε εις το κηρίον και εις την βελόνην έβαζε μίαν λεκάνην. Όταν λοιπόν καίον το κηρίον και διαλυόμενον έφθανεν εις τον τόπον, όπου ήτον η βελόνη, τότε ερρίπτετο η βελόνη μέσα εις την λεκάνην· από δε τον κτύπον της βελόνης έξυπνα ο άγιος και ευθύς εσηκώνετο· ανίσως δε καμμίαν φοράν δεν ήκουε κατά τύχην τον κτύπον της βελόνης, επέρνα άγρυπνος όλην την ερχομένην νύκτα· με τοιούτον τρόπον επολέμει τα πάθη ο τρισμακάριστος, δια προσευχής και νηστείας και αγρυπνίας.
Νηστεία, αγρυπνία, προσευχή
Όλοι οι άγιοι, όλοι οι ασκητές, όλοι οι όσιοι, όλοι οι Πατέρες, έτσι πολέμησαν τα πάθη. Διά προσευχής, διά νηστείας και αγρυπνίας.
«Νηστεία αγρυπνία προσευχή, ουράνια χαρίσματα λαβών...»
Να το προσέξουμε αυτό. Γι' αυτό κάνουμε, μέσα στις δυνατότητες που έχουμε, τις αγρυπνίες και τελούμε συνεχώς τη Θεία Λειτουργία και γι' αυτό προσπαθούμε να μαθαίνουμε να λέμε την ευχή. Άμα τη μάθουμε, άμα γλυκαθεί η ψυχή από την ευχή, μετά και στη δουλειά και στον δρόμο και παντού θα λέμε την ευχή και θα είμαστε προσευχόμενοι.
Κάνουμε κι εμείς αυτά, όσο μπορούμε, για να ελεηθούμε. Να ελεηθούμε κι εμείς, όσο γίνεται. Δεν μπορεί ένας που ζει στον κόσμο να προσεύχεται, όπως ένας ερημίτης. Μπορεί όμως κι αυτός να προσευχηθεί. Να κάνει προσευχή, όσο μπορεί. Δεν μπορεί να αγρυπνεί, όσο ο ερημίτης· αλλά μπορεί κάτι να κάνει. Αυτό που μπορεί, να το κάνει. Δεν μπορεί να νηστεύει, όσο ο ερημίτης· αλλά μπορεί κάτι να κάνει. Αυτό που μπορεί, να το κάνει.
Αυτό να προσέξουμε. Να θυμηθούμε εδώ τον άγιο που πήρε ειδικό βιβλίο από τον πνευματικό του να διαβάζει, για να βοηθηθεί στην πνευματική ζωή. Κι εκεί βρήκε κάτι που του έκανε εντύπωση και το εφάρμοσε: να μην αφήσεις τον εαυτό σου να κοιμηθεί, αν σε ελέγχει η συνείδηση· αν δηλαδή σου λέει η συνείδηση ότι κάτι μπορούσες να κάνεις και δεν το έκανες. Αυτό θέλει ο Θεός. Δεν θέλει ο Θεός να κάνουμε κάτι που δεν μπορούμε. Αλλά στάσου ενώπιον του Θεού ειλικρινά, τίμια, με απλότητα, με ταπείνωση, με διάθεση καλή, και πρόσεξε τι θα πει η συνείδησή σου.
Αν η συνείδηση σου λέει ότι μπορείς λίγο ακόμη να προσευχηθείς και δεν το κάνεις, αυτό είναι φυγή, είναι παράπτωμα, και δεν μπορείς να δικαιολογηθείς. Αν δεν μπορείς, δεν μπορείς· αλλά όντως δεν μπορείς; Αν σου πει η συνείδηση ότι δεν μπορείς, καλώς. Όπως λέει ο άγιος, επειδή ακριβώς διάβασε αυτό και του έκανε εντύπωση, κάθε βράδυ πρόσεχε τη συνείδησή του και δεν άφηνε τον εαυτό του να κοιμηθεί, αν τον έλεγχε η συνείδησή του. Γι' αυτό κάθε βράδυ παρέτεινε την προσευχή όλο και περισσότερο και αξιώθηκε, από τα μικρά του ακόμη χρόνια, από τον πρώτο ακόμη καιρό, να έχει την επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος, την επίσκεψη του Θείου Φωτός.
Το ίδιο ισχύει και για τη νηστεία και για την αγρυπνία και για όλα.
Ούτος ο άγιος διά προσευχής του εματαίωνε και τους των βαρβάρων πολέμους και διέλυε τας βλάβας, όσαι κατά της Κωνσταντινουπόλεως ήρχοντο· και όλην την ποίμνην αυτού εφύλαττεν από τους ορατούς και αόρατους εχθρούς.
Μίαν φοράν, ούσης ημέρας Παρασκευής, είπον μερικοί εις τον άγιον· αύριον, δέσποτα, θέλει γένη θέατρον και ιπποδρόμιον, ήγουν παρατρέξιμον των αλόγων· ήτον δε η ερχομένη ημέρα Σάββατον της Πεντηκοστής· ο δε άγιος αποκριθείς είπεν ιπποδρόμιον θέλει γένη εις την Πεντηκοστήν! παρεκάλει λοιπόν τον Θεόν να δείξη σημείον δια να φοβηθούν οι άνθρωποι και να εμποδισθούν από το τοιούτον παιγνίδιον· και ω του θαύματος! όταν ήλθε το δειλινόν του Σαββάτου, ένω ήτον ανέφελος ο ουρανός, έγιναν ανεμοστρόβιλοι φοβεροί και πλήθος ανέμων· και τόση ραγδαία βροχή έπεσεν, ώστε έφυγεν ευθύς ο λαός όλος από τον τόπον του ιπποδρομίου και ενόμισεν ότι έφθασεν η του κόσμου συντέλεια· διότι τοιαύτη μεγάλη ταραχή των στοιχείων δεν ενθυμούντο να ηκολούθησε πώποτε εις τον καιρόν τους, φοβίζουσα άπαντας.
Γυνή, έχουσα άνδρα δαιμονισμένον, επρόστρεξεν εις ενα ερημίτην δια να τον ιατρεύση· ο δε ερημίτης είπε προς αυτήν· ύπαγε εις τον αγιώτατον πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννην, και εκείνος θέλει ιατρεύσει τον άνδρα σου· όθεν τούτο ποιήσασα η γυνή, δεν απέτυχε του ποθουμένου, επειδή δια προσευχής του θείου Ιωάννου έλαβε την ιατρείαν ο άνδρας της· και παίρνουσα αυτόν υγιή, εγύρισεν εις τον οίκόν της χαίρουσα. Με την ευχήν του αγίου τούτου και πολλαί στείραι γυναίκες ετεκνοποίησαν κaι πολλοί ασθενείς την θεραπείαν έλαβον.
Πατριαρχεύσας λοιπόν ούτος έτη δεκατρία και μήνας πέντε εκοιμήθη εν έτει 595 τη δευτέρα του Σεπτεμβρίου· και έγινε μετά τούτον Πατριάρχης ο Κυριακός, όστις εορτάζεται κατά την εικοστήν εβδόμην του Οκτωβρίου.
Όταν δε ο άγιος εκοιμήθη εν ειρήνη και απήλθε προς Κύριον, ετέθη εις το μέσον το λείψανόν του δια να το ασπασθούν οι χριστιανοί· τότε ελθών Νείλος ο ενδοξότατος έπαρχος δια να ασπασθή, ώ του θαύματος! καθώς αυτός εφίλησε το λείψανον, ευθύς εσηκώθη και το λείψανον και αντεφίλησεν αυτόν, ωσάν να ήτο ζωντανόν· και λόγια δε τινα μυστικά είπεν εις το ους του, τα οποία ο θείος Νείλος εις κανένα δεν εφανέρωσεν εις όλην του την ζωήν· ώστε βλέπων όλος ο λαός το τοιούτον θαυμάσιον, εξεπλάγησαν και εδόξαζον τον Θεόν, τον ούτω δοξάζοντα τους αγίους του. Έπειτα εκηδεύθη ευλαβώς και εντίμως, και κατετέθη μέσα εις το άγιον Βήμα της Εκκλησίας των αγίων Αποστόλων (εποίησε δε και βιβλίον ο θείος ούτος Ιωάννης ο νηστευτής, Κανονικόν ονομαζόμενον).
Κανόνες και επιτίμια
Πράγματι, υπάρχουν οι κανόνες του αγίου Ιωάννου του Νηστευτού, ο οποίος με τους κανόνες αυτούς συντέμνει πολύ τον χρόνο των επιτιμίων. Δηλαδή για παραπτώματα, για αμαρτήματα, που οι παλαιότεροι Πατέρες έβαζαν αποχή από τα μυστήρια, από τη Θεία Κοινωνία, 15-20 χρόνια, αυτός βάζει 3 χρόνια. Όμως το κάνει αυτό από τη μια πλευρά από φιλανθρωπία προς τους αμαρτάνοντας, αλλά από την άλλη πλευρά όμως δεν λέει απλώς 3 χρόνια αποχή από τη Θεία Κοινωνία, αλλά λέει και άλλα πράγματα. Και κυρίως λέει ξηροφαγία. Νηστεία δηλαδή. Τρεις χρόνους αλλά τρεις χρόνους, λέει,θα ξηροφαγείς. Θα τρως ξηρά τροφή. Και μάλιστα λέει ότι όποιος δεν τηρεί αυτά, τότε να φυλάσσει τους παλαιούς κανόνες που βάζουν επιτίμιο 15, 20, 25 χρόνια.
Τώρα οι πνευματικοί κατά κανόνα χρησιμοποιούν αυτούς τους κανόνες του αγίου Ιωάννου του Νηστευτού, αλλά δυστυχώς δεν λαμβάνουν υπ' όψιν και τα άλλα που λέει ο άγιος. Πολλές φορές μάλιστα ακόμη και τον χρόνο αποχής από τη Θεία Κοινωνία που λέει ο άγιος Ιωάννης στους κανόνες τον μειώνουν. Αλλά αυτά είναι λίγο επικίνδυνα. Βέβαια, έχουμε να κάνουμε με χριστιανούς της εποχής μας, και είναι διαφορετικές οι συνθήκες. Οπωσδήποτε, όπως λένε πάλι οι ίδιοι οι κανόνες, γενικότερα δεν θα παίρνουμε το γράμμα των κανόνων αλλά το πνεύμα των κανόνων. Όμως χρειάζεται προσοχή, διότι με την πολλή επιείκεια μπορεί να κάνουμε ζημία αντί να ωφελήσουμε. Όπως λέει ένας κανόνας -νομίζω ο 102ος της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου- όλα γίνονται, για να θεραπευθεί η ψυχή, όλα γίνονται, για να σωθεί ο άνθρωπος.
Θυμάστε, λέγαμε και άλλη φορά ότι το θέμα δεν είναι, κάνε αυτό, κάνε εκείνο. Τρόπον τινά σαν να χρωστούμε στον Θεό και θέλουμε να εξαγοράσουμε το χρέος. Αυτά όλα που λέει το Ευαγγέλιο, αυτά όλα που λένε οι Πατέρες, αυτά όλα που λένε οι κανόνες, αυτά όλα που λέει η Εκκλησία, είναι σαν γιατρικά, για να θεραπευθεί κανείς. Είναι δηλαδή όπως όταν σου λέει ο γιατρός ότι θα κάνεις αυτό, θα κάνεις εκείνο και έτσι θα γιατρευτείς. Μπορεί να είναι δύσκολα, να είναι πικρά, να είναι οδυνηρά, αυτά τα οποία σου λέει να κάνεις, αλλά έτσι θα γιατρευτείς. Αυτή την έννοια έχουν τα επίτιμια και οι κανόνες. Δεν είναι ότι θέλουμε να βασανίσουμε, θέλει δηλαδή η Εκκλησία να βασανίσει κάποιον, σαν να τον τιμωρεί: «Α, έκανες αυτό; Τώρα θα δεις τι θα πάθεις». Μοιάζει καμιά φορά και έτσι. Όμως η Εκκλησία έχει παιδαγωγικό σκοπό, για να βοηθήσει τον χριστιανό να μετανοήσει, να ταπεινωθεί, να συντριβεί. Τελικά, έχει σκοπό να βοηθήσει τον χριστιανό να θεραπευθεί.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια. Πάτερ Ἰωάννη Ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα). Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Χρισθείς θείω Πνεύματι, της Εκκλησίας ποιμήν, Θεώ Ίεράτευσας, άγγελικώς επί γης, Ιωάννη Πατήρ ημών, συ γαρ δια νηστείας, σεαυτόν έκκαθάρας, κάθαρσιν των πταισμάτων, τώ σω λόγω παρέχεις, τοίς πόθω Ίεράρχα θερμώς προστρέχουσι.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς τοῦ Προδρόμου κοινωνὸς ἐν τῇ κλήσει, τούτου ἐφάνης μιμητὴς καὶ τῇ πράξει· νηστείᾳ γὰς διέλαμψας καὶ βίῳ καθαρῷ· ὅθεν Ποιμενάρχην σε, τῶν οἰκείων προβάτων, ὁ Χριστὸς κατέστησεν, Ἰωάννη ἀξίως. Ὃν ἐκδυσώπει σώζεσθαι ἡμᾶς, τοὺς ἐκτελοῦντας, τὴν πάνσεπτον μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον
Ἔχων τὴν νηστείαν οἷα τρυφήν, τὴν ψυχὴν ἐτράφης, ταῖς τοῦ Πνεύματος δωρεαῖς· ὅθεν διατρέφεις, τῆς χάριτος τῷ λόγῳ, παμμάκαρ Ἰωάννη, πιστῶν τὸ πλήρωμα.
Πηγή: Διακόνημα, Ομολογία Πίστεως, Ορθόδοξος Συναξαριστής, Μέγας Συναξαριστής