Ἕνας ἄλλος σπουδαῖος μαθητής τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, εἶναι καὶ ὁ βιογραφούμενος ἐδῶ ὅσιος Ρωμύλος. Αὐτὸς ἐγεννήθη περὶ τὸ 1310 μ.Χ. εἰς τὴν περίδοξο πόλι τῆς Βιδύνης, ὅπου εὑρίσκεται εἰς τὸ ΒΔ ἄκρο τῆς Βουλγαρίας. Ὁ πατέρας του «ρωμαῖος ἦν τὸ γένος», δηλαδὴ Ἕλληνας, καὶ ἡ μητέρα του «ἐκ τῶν βουλγάρων».
Ἡ νεανικὴ σύνεσι καὶ ἡ ἄρετὴ του γίνονται γνωστές εἰς ὅλους, ἀλλὰ οἱ γονεῖς του προσπαθοῦν νὰ τὸν νυμφεύσουν, ἔστω καὶ χωρίς τὴν συγκατάθεσί του. Οἱ ἀρνήσεις του γιὰ ἕνα ἐπίγειο γάμο δέν εὕρισκουν κατανόησι ἔτσι ἀποφασίζει νὰ ἀσπασθῆ τὸν βίο τῆς ἀσκήσεως, ἔστω καὶ ἄνευ τῆς πατρικῆς συγκαταθέσεως, διότι ἐγνώριζε πὼς «ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος».
Ἔρχεται ἀνατολικότερα εἰς τὴν περιοχὴ τῆς Ζαγορᾶς καὶ εἰς τὴν τότε πρωτεύουσα τοῦ κράτους, τὸ κάστρο τοῦ Τυρνόβου. Ὡς «ἡ διψητικοτάτη ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων», ἔτσι καὶ αὐτὸς φλεγόμενος ἀπὸ θεῖο πόθο, εἰσέρχεται εἰς τὸ ἐκεῖ μοναστήρι τῆς Θεομήτορος Ὁδηγητρίας καὶ λαμβάνει τὸ ἀγγελικὸ Σχῆμα, μετονομαζόμενος ἀπὸ Ράϊκος εἰς Ρωμανό.
Εἰς ὀλίγο χρονικὸ διάστημα, οἱ πολλὲς ἀρετές του, καὶ προπαντός «ἡ ἐνοικοῦσα τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ταπείνωσις», τὸν καθιστοῦν ἀγαπητὸ εἰς ὅλους, ὅπου τὸν ὀνομάζουν πλέον Καλορώμανο. Εἶναι ἡ εὐλογημένη ἐποχὴ ὁποὺ ἦλθε εἰς τὰ Παρόρια ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης. Ἡ φήμη του ἐξαπλώνεται παντοῦ καὶ ὁ θεῖος Ρωμανὸς ζητεῖ καὶ λαμβάνει τὴν εὐχὴ τοῦ γέροντός του νὰ ὑποταχθῆ εἰς τὸν Ἕλληνα ἡσυχαστή.
Τὸ διακριτικὸ βλέμμα τοῦ ἱεροῦ Σιναΐτου πατρὸς διακρίνει ὅτι ὁ νέος μοναχὸς εἶναι ἐργάτης τῆς ἀρετῆς, γι ̓ αὐτὸ καὶ δέν ἀμελεῖ νὰ τοῦ προσθέση κοπιώδη διακονήματα. Εἰς ὅλα ἀνταποκρίνεται πλήρως πρὸς τὶς προσδοκίες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, καὶ μετὰ τὸν θάνατον αὐτοῦ, περὶ τὸ 1346 μ.Χ., «διὰ τόν πειρασμὸν τῶν ληστῶν», ἀναχωρεῖ «τῶν Παρορίων καὶ εἰς τὴν Ζαγοράν» πάλι ἐπιστρέφει.
Μετ' ὀλίγoν, μαθαίνοντας ὅτι ὁ βασιλεὺς Ἰωάννης Ἀλέξανδρος ἀπεδίωξε τούς ληστάς, ἐπανέρχεται εἰς «τὴν ἔρημο τῶν Παρορίων», συνεχίζων τὴν ἄκρως ἀσκητικὴ βιοτή του καὶ κοσμούμενος μὲ «τὴν τῶν δακρύων δωρεὰν καὶ χάριν». Ὁ φόβος, ὅμως τῶν ἀγαρηνῶν δὲν τοῦ ἐπιτρέπει ἐπὶ πολὺ νὰ ἀπολαύση τὴν ἐκεῖ ἡσυχία καὶ «ἄκων εἰς τὴν Ζαγορὰν ἀπέρχεται», ἀλλ ̓ ἐκ νέου «εἰς τὰ Παρόρια ἀφικνουται, ἐπειδὴ φιλέρημος ἦν».
Ἐδῶ λαμβάνει τὸ μέγα ἀγγελικὸ Σχῆμα καὶ «Ρωμύλος μετονομάζεται». Παραμένει ἐπὶ πενταετίαν «παλαίων μετὰ δαιμόνων», ἀλλ ̓ ἐπιστρέφει πάλι διὰ τελευταίαν φορὰν εἰς τήν Ζαγορά, ἐξ αἰτίας τῶν ἐπιδρομῶν «τῶν τῆς Ἄγαρ ἀπογόνων». Ἀπ ̓ ἐκεῖ συντόμως ἀναχωρεῖ διὰ «τὸ ἅγιον ὄρος τοῦ Ἄθωνος» καὶ ἐγκαθίσταται «πλησίον τῆς ἱερᾶς λαύρας», ὅπου ἤδη ἀνθεῖ ἡ ἡσυχαστικὴ κίνησι καὶ πολλοὶ «πατέρες ὁμότροποι oἰκοῦν».
Ἀλλὰ τώρα πλέον, οἱ ἀρετές του εἶναι πολλὲς καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ κρυφθῆ, ὡς «πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη». «Πεπειραμένος ὢν τὰ τῶν μοναχῶν» προσελκύει πλήθη «ἀναχωρητῶν καὶ μιγάδων», οἱ ὁποῖοι σαγηνεύoνται ἀπὸ τοὺς θείους λόγους του, «ὡς ἡ μαγνῆτις λίθος ἕλκει τὸν σίδηρον». Βλέπει κανεὶς «κατηφεῖς, ξηρούς, σκληρούς, ἐκ δαιμόνων ἢ ἐξ ἀνθρώπων τοῦτο πάσχοντας», καὶ διὰ τῆς πλήρους χάριτος καὶ δυνάμεως νουθεσίας του, ἀλλα καὶ τῆς νηπτικῆς διδασκαλίας του, νὰ φεύγουν «φαιδροὶ τῷ προσώπῳ καὶ τῇ ψυχῇ».
Οἱ τραγικές, ὅμως, ἱστορικὲς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς, καθὼς πλέον ἡ χιλιετὴς Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία συνταράσσεται ἀπὸ τὶς μουσουλμανικὲς βαρβαρικὲς ὀρδές, δὲν ἀφήνουν ἀνεπηρεάστους οὔτε τοὺς μοναχοὺς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τότε, «οἱ πλείους τῶν ἀναχωρητῶν ἐξέφυγον», καὶ μαζί των οὗτος ὁ Ἅγιος, ὁ ὁποῖος φθάνει εἰς τὸν Αὐλῶνα τῆς Ἀλβανίας. Ἐδῶ, πρὸς χάριν τῶν «μυριοπαθῶν» ἐκείνων ἀνθρώπων, ἀναδεικνύεται «ἰσαπόστολος, πάντας εἰς ἑνότητα τῆς ἀληθοῦς πίστεως συγκαλῶν» μὲ τὸν «κεχαριτωμένον λόγον του».
Ἐπειδή, ὅμως, «μεγάλως ὑπερετίμων αὐτόν, εἰς τὴν Σερβίαν ἀπέρχεται», πλησίον τοῦ Μοναστηρίου τῆς Ραβενίτσης, ὅπου τελειώνει τὸν πολύαθλο ἐπίγειο βίο του περὶ τὸ 1380. Ὁ Θεός, καὶ μετὰ τὴν κοίμησί του, τὸν δοξάζει μέ «τὴν χάριν τοῦ ἰᾶσθαι πᾶσαν ἀσθένειαν καὶ πᾶν πάθος», ὥστε νὰ προσέρχωνται πλήθη ἀνθρώπων διὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν τάφο καὶ τὰ τίμια αὐτοῦ λείψανα, τὰ ὁποῖα μέχρι σήμερον φυλάσσονται εἰς τήν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ραβανίτσης.
Τὸ γεγονὸς τῆς συντάξεως Ἀκολουθίας πρός τιμήν του, ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου Βιδυνίου Ἰωάσαφ, δεκαετία μόλις ἀπὸ τῆς κοιμήσεώς του, δείχνει τὴν γρήγορο ἐξάπλωσι τῆς φήμης του ὡς θαυματουργοῦ καὶ τήν ἄμεσο ἀναγνώρισί του ὡς Ἁγίου ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ τῇ ιη ́ τοῦ μηνὸς Σεπτεμβρίου. (Ἡ ἡμερoμηνία αὐτὴ ἀναφέρεται τὸ πρῶτον εἰς μίαν παράφρασι τοῦ Βίου ἐν ἔτει 1904 -ὅρα σχετικῶς κατωτέρω καὶ εἰς ὅλους τοὺς νεωτέρους Συναξαριστάς. Εἰς τὸν κώδικα 73, ὅμως, τῆς Ἱ. Μ. Δοχειαρίου σημειώνεται: «Μὴν Νοέμβριος κατὰ α ́». Ὁ μακαριστὸς Σέρβος π. Ἰουστίνος Πόποβιτς [ἅγιος] καταχωρεῖ τήν μνήμη του τῇ ιϛ ́Ἰανουαρίου, ἐνῶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης δέν τὸν ἀναφέρει καθόλου).
Ἕνα ζήτημα τὸ ὅποιον θὰ ξενίση ἴσως τούς φιλοθέους ἀναγνωστας καὶ τὸ ὁποῖον ἀξιζει, ὅμως, νὰ ἐξετασθῆ εἶναι οἱ συχνὲς μετακινήσεις τοῦ βιογραφουμένου Ὁσίου. Καθ' ὅσον μάλιστα συνέβαιναν εἰς μίαν παλαιοτέρα ἐποχή, ὁπού οἱ μετακινήσεις ἦσαν δυσκολώτερες, ἀλλ ̓ ἰδίως ἐπειδὴ ὁ ὅσιος Ρωμύλος ἀνῆκε εἰς τὴν χορεία τῶν ἡσυχαστῶν Ἁγίων. Τί νὰ εἴπη ὁ σημερινὸς μοναχός, ὁ ὁποῖος ἔχει μέν δώσει ὑπόσχεσι νὰ «παραμείνη τῷ Μοναστηρίῳ ἕως ἐσχάτης του ἀναπνοῆς», ἀλλα τὸν δελεάζει ἡ εὐκολία τῆς μετακινήσεως ὁπού εἶναι πολὺ μεγάλη, καὶ δὲν τὸν ἐνισχύει ἡ ἡσυχαστικὴ πνευματικότης ὁποὺ εἶναι τόσο χαμηλή; Εἶναι βεβαίως γεγονὸς ὅτι σήμερον δὲν μᾶς «χωρὰ ὁ τόπος», καὶ ὅλοι μας, εἴτε μοναχοὶ εἴτε λαϊκοί, μετακινούμεθα συνεχῶς, εὑρισκόμενοι εἰς μίαν διαρκῆ καὶ ἄσκοπο περιπλάνησι.
Ὅμως, δεν μᾶς «χωρᾶ ὁ τόπος», ὄχι χάριν τῆς μεγάλης κινητικότητος τῆς ἐποχῆς μας, ἀλλὰ διότι ἔχομε, κατὰ βάθος, ἕνα ἀνυπότακτο «Ἐγώ», ὅπου δὲν θέλει νὰ δεσμευθῆ εἰς ἕνα ὁρισμένο τόπο, νὰ σταθῆ εἰς ἕνα σημεῖο ἐφ ̓ὅρου ζωῆς. Νιώθομε τὸν χῶρο ὡς ἕνα ἀφηρημένο πεδίο καὶ ἡ ἀντίληψί μας γι ̓ αὐτόν, ὡς ἄμεσο ἀποτέλεσμα τῆς φυσιοκρατικῆς παιδείας μας, εἶναι μηχανιστικὴ ἢ ἔστω συναισθηματική. Δὲν διανοούμεθα νὰ δημιουργήσωμε ἕνα τύπο σχέσεως μὲ τὸν χῶρο, νὰ δεθοῦμε μὲ ἕνα τόπο, νὰ περιορισθοῦμε εἰς ἕνα μέρος, ὅπως τὸ οἰκιακὸ δωμάτιο ἢ τὸ μοναχικὸ κελλί, τὸ ὁποῖο εἶναι ἱκανὸ νὰ «μᾶς διδάξη τὰ πάντα», κατὰ τὸν ἀββα Μωϋσῆ.
Ἀλλ' οἱ μετακινήσεις τοῦ βιογραφουμένου Ὁσίου εἶχαν ἕνα διαφορετικὸ χαρακτήρα ἀπὸ τὸν σημερινὸ ἀενάως περιπλανώμενο τρόπο ζωῆς μας, γιατὶ δὲν συνδέονται τόσο μὲ τὴν ἐσωτερική του παρόρμησι, ὅσο μὲ τὶς ἐξωτερικὲς ἱστoρικὲς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ὁ ἴδιος ἦτο ἕνας μοναχὸς ἄκρας ἡσυχαστικῆς νοοτροπίας, μὲ πλήρη ἀποταγὴ τῶν ἐγκοσμίων, βαθὺ πόθο τῆς ἐρημικῆς ζωῆς, μεγάλη διάθεσι ὑπακοῆς, συνεχῆ ἀποφυγὴ τῆς συγχύσεως καὶ τῶν ματαίων μεριμνῶν.
Εἶχε τὴν συνείδησι κάθε φορὼ πῶς, εἰς τὸν τόπο ὁποὺ ἐξ ἀνάγκης μετεκινεῖτο, θὰ διέμενε ἕως τέλους τῆς ζωῆς του, κάτι ὁποὺ ἀποτελεῖ ἀσφαλὲς κριτήριο ἀπλανοῦς ἀσκητικοῦ βίου. Ἀλλ ̓ οἱ συνεχεῖς ἐπιδρομὲς τῶν Τούρκων, ὁποὺ ὁλοὲν καὶ περισσότερον εἰσέδυαν εἰς τὰ ἐδάφη τῆς ἐξησθενημένης Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, δὲν ἐπέτρεπαν ἐπὶ πολὺ εἰς τοὺς κατοίκους, καὶ ἰδιαιτέρως εἰς τοὺς μοναχούς, νὰ ἡσυχάζουν καὶ νὰ ζοῦν ἀπερισπάστως.
Μέσα εἰς τέτοιες τραγικὲς συνθῆκες ἀκουσίου ξερριζωμοῦ, ἡ μόνη μετὰ Θεὸν παρηγορία των ἦτο ἡ οἰκουμενικὴ συνείδησι, τὴν ὁποίαν ἐνέπνεαν οἱ ἀρχαὶ τοῦ ἡσυχασμοῦ καὶ ἐνεθάρρυνε ἡ πανορθόδοξος ἔννοια τοῦ Ρωμαίου (Ρωμηοῦ ἢ Βυζαντινοῦ) πολίτου, ὥστε μετακινούμενοι εἰς ὅλο τὸ πλάτος τῆς Βαλκανικῆς Χερσονήσου νὰ αἰσθάνωνται γνώριμοι καὶ οἰκεῖοι, ὡσὰν εἰς τὴν ἰδιαιτέρα πατρίδα των.
(ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν Εἰσαγωγὴ [ὑπὸ τοῦ Ἀρχιμ. Νικοδήμου Μπαρούση, ἡγουμ. Ἱ. Μ. Παναγίας Χρυσοποδαριτίσσης Νεζερῶν] τοῦ βιβλίου: «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΡΩΜΥΛΟΥ ΤΟΥ ΕΡΗΜΙΤΟΥ», σειρά «ΑΝΘΗ ΕΥΣΕΒΕΙΑΣ» τ. 6, Ἐκδόσεις «ΤΗΝΟΣ» ©)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Βιδυνίου τὸν γόνον Βαλκανίων τὸ καύχημα, καὶ τῶν Ὀρθοδόξων ἁπάντων, τὸν σεπτὸν ἀντιλήπτορα•Ῥωμύλον τοῦ Κυρίου ἀσκητήν, ὑμνήσωμεν συμφώνως οἱ πιστοί, δι᾽ αὐτοῦ γὰρ φωτισθέντες τὸ ἡσυχάζειν ἐν Κυρίῳ ἐδιδάχθημεν. Δόξα τῷ ἀναδείξαντί σε ἡμῖν καθηγητῇ, δόξα τῷ σὲ χαριτώσαντι, δόξα τῷ τῶν ὀρθοδόξων λαῶν, κοινὸν προστάτην σε δείξαντι.