Τὸ πανοῦργο φίδι, δὲν σταματάει ποτὲ νὰ μᾶς πειράζῃ μὲ τὶς πανουργίες καὶ τὶς ἀπάτες του, ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὲς τὶς ἀρετές, ποὺ ἀποκτήσαμε, γιὰ νὰ μᾶς γίνωνται αὐτὲς αἰτίες φθορᾶς καὶ κακίας· ἐπειδή, συναρεσκόμενοι σὲ αὐτὲς καὶ στὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, φτάνουμε νὰ ὑψηλοφρονοῦμε, καὶ ὑψηλοφρονοῦντες πέφτουμε (φεῦ!) μετὰ ἀπὸ αὐτὰ στὴν κακία καὶ στὸ λάκκο τῆς ὑπερηφάνειας καὶ τῆς κενοδοξίας. Ὁπότε, γιὰ νὰ φυλαχθῇς, ἀδελφέ, ἀπὸ αὐτὸ τὸν κίνδυνο, συμμάζεψε ὅλο τὸ νοῦ σου στὴν καρδιά σου καὶ πολέμα πάντα αὐτὸ τὸν δαίμονα, σὰν νὰ κάθεσαι, σὲ μιὰ πλατιὰ καὶ εὐρύχωρη πολεμήστρα, στὴν ἀληθινὴ καὶ πολὺ βαθιὰ γνῶσι τῆς μηδαμινότητας τοῦ ἑαυτοῦ σου· σκεπτόμενος, πὼς ἀληθινὰ δὲν εἶσαι τίποτα ἄλλο, παρὰ τὸ μηδέν, καὶ πὼς δὲν μπορεῖς νὰ κάνῃς τίποτα, καὶ πὼς δὲν ἔχεις τίποτε ἄλλο, παρὰ ταλαιπωρίες, ἀρρώστιες, κακίες καὶ ἐλαττώματα, καὶ πὼς δὲν σοῦ ταιριάζει τίποτα ἄλλο, παρὰ αἰώνια καταδίκη. Καὶ ἀφοῦ βεβαιωθῇς σὲ αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, μὴν ἀφήσῃς ποτὲ τὸ νοῦ σου νὰ ἀσχοληθῆ μὲ τὰ ἐξωτερικὰ πράγματα τοῦ κόσμου, οὔτε κἂν ἀπὸ ἕνα παραμικρὸ λογισμὸ ἢ γεγονὸς ποὺ θὰ σοῦ τύχη, ἔχοντας βέβαιο καὶ σίγουρο, ὅτι ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ πράγματά σου εἶναι τόσο ἐχθρικά, ποὺ ἂν εἶχες παραδοθῆ στὰ χέρια τους, θὰ ἤσουν σίγουρα νεκρὸς ἢ πληγωμένος.
Καὶ γιὰ νὰ γυμνάζεσαι καλὰ καὶ νὰ κρατᾷς καλὰ τὴν ἀνωτέρω πολεμήστρα τῆς ἀληθινῆς γνώσεως τῆς μηδαμηνότητάς σου, χρησιοποίησε αὐτὸ τὸν κανόνα: Ὅσες φορὲς φέρεις τὸ νοῦ σου στὴ σκέψι τοῦ ἑαυτοῦ σου καὶ τῶν ἔργων σου, νὰ ὑπολογίζῃς πάντα μὲ ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι δικό σου καὶ ὄχι μὲ ἐκεῖνο ποὺ εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς χάριτός του· καὶ ἔπειτα, πίστευε τὸν ἑαυτό σου τέτοιο, ὅ,τι εἴδους τὸν βρίσκεις πὼς εἶναι μὲ τὴν δική σου δύναμι, γιὰ παράδειγμα· ἂν σκεφθῇς τὸν χρόνο, ποὺ ἦταν πρὶν νὰ δημιουργηθεῖς ἐσύ, θὰ δῇς ὅτι σὲ ὅλη ἐκείνη τὴν ἄβυσσο τῆς αἰωνιότητας ἤσουν ἕνα καθαρὸ μηδέν, οὔτε μποροῦσες νὰ κάνεις τίποτα, γιὰ νὰ λάβης τὴν ὕπαρξι· πάλι στὸν καιρὸ ποὺ ἔχεις τὴν ὕπαρξι, γιὰ μόνο τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, ἀφίνοντας σὲ αὐτὸν τὸ δικό του (τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ διαρκῆς πρόνοια, μὲ τὴν ὁποία κάθε ὥρα σὲ φυλάει), τί ἄλλο εἶσαι, παρὰ ἕνα μηδέν; Γιατὶ δὲν μένει καμμία ἀμφιβολία, ὅτι στὸ πρῶτο σου μηδὲν (ἀπὸ τὸ ὁποῖο σὲ τράβηξε μὲ τὸ παντοδύναμό του χέρι ὁ Θεός), θὰ μποροῦσες νὰ γυρίσεις αὐτοστιγμεί, ἂν αὐτὸς σὲ ἀφήσῃ γιὰ μία μόνη στιγμή.
Εἶναι λοιπὸν φανερό, ὅτι μένοντας σὲ αὐτὴ τὴ φυσικὴ ὕπαρξι, μὲ τὴν δική σου δύναμι, δὲν μπορεῖς ποτὲ νὰ ὑπολογίσῃς τὸν ἑαυτὸ γιὰ κάτι ἢ νὰ θέλης νὰ σὲ ὑπολογίζουν οἱ ἄλλοι.
Ἔπειτα, ἂν σταθῇς καλὰ στὸ «εὖ εἶναι» τῆς χάριτος, πρέπει νὰ σκεφθῇς καλὰ πὼς ἂν ἡ δική σου φύσις γυμνωθῆ ἀπὸ τὴν θεία βοήθεια καὶ τὴν χάρι, ποιό καλὸ καὶ ἀξιόμισθο μπορεῖ ποτὲ νὰ κάνῃ αὐτὴ μόνη της; Βέβαια, τίποτα. Ὥστε μπορεῖς καὶ σὺ νὰ λὲς μὲ τὸν Παῦλο «δὲν ἐκοπίασα ἐγὼ ἀλλὰ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι μαζί μου» (Α´ Κορ. 15,10). Ἔπειτα, σκεπτόμενος ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τὰ πολλά σου περασμένα λάθη, καὶ ἐπιπλέον σὲ αὐτὰ τὰ ἄλλα πάρα πολλὰ κακὰ ποὺ θὰ ἔκανες, ἂν ὁ Θεὸς δὲν σὲ ἐμπόδιζε μὲ τὸ σπλαγχνικό του χέρι, θὰ βρῇς ὅτι οἱ παρανομίες σου μὲ τὸν πολλαπλασιασμό, ὄχι μόνο τῶν ἡμερῶν καὶ τῶν χρόνων, στοὺς ὁποίους ἔγιναν, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τῶν κακῶν σου πράξεων καὶ τῶν συνηθειῶν καὶ παθῶν σου (γιατὶ ἡ μία κακία καλεῖ καὶ παρασύρει στὸν ἑαυτό της τὴν ἄλλη), οἱ παρανομίες σου, λέω, μποροῦν νὰ φθάσουν σὲ ἕνα ἀριθμὸ σχεδὸν ἀμέτρητο καὶ σὺ θὰ γινόσουν ἕνας ἄλλος καταχθόνιος ἑωσφόρος.
Ὁπότε, ἂν δὲν θέλῃς νὰ εἶσαι ἅρπαγας καὶ κλέφτης τῆς ἀγαθότητας καὶ τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ· ἐπειδὴ ὅλα τὰ ἄλλα τὰ ἔδωσε ὁ Θεὸς καὶ στὰ κτίσματά του, τὴν δόξα ὅμως τὴν κράτησε αὐτός, γιὰ νὰ δοξάζεται μόνος ὡς Δημιουργὸς ὅλων, γι᾿ αὐτὸ λέει, «τὴν δόξα μου δὲν θὰ τὴν δώσω σὲ ἄλλον» (Ἡσ. 42,8), ἀλλὰ θὰ μένῃς πάντα μὲ τὸν Κύριό σου καὶ νὰ δοξάζῃς αὐτὸν μόνο, ὅπως εἶναι δίκαιο, σὲ κάθε σου πρᾶξι ἀγαθή, ὡς ἀρχὴ καὶ μέση καὶ τέλος ὅλων τῶν ἀγαθῶν, πρέπει νὰ πιστεύῃς ὅτι ἐσὺ εἶσαι ὁ κατώτερος καὶ ὁ χειρότερος ὅλων τῶν ἀνθρώπων (1).
Καὶ γνώριζε καλά, ὅτι αὐτὴ ἡ κρίσις ποὺ κάνεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου, δὲν ἔχει καθόλου ὑπερβολή, γιὰ νὰ ἔχῃς ἀφορμὴ καὶ ἀπὸ αὐτὸ νὰ ὑπερηφανεύεσαι· ἀλλὰ εἶναι δίκαια καὶ ἀληθινή, καὶ στὴ συνέχεια, αἰτία ταπεινώσεως, τὸ πὼς εἶσαι δηλαδὴ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους χειρότερος. Ἐὰν ὅμως καὶ σὺ νομίζεις πὼς γνωρίζοντας τὴν πονηριά σου, ξεπερνᾷς κατὰ αὐτὸ κάποιον ἄλλο, ποὺ φαντάζεται κάποιος κάτι γιὰ τὸν ἑαυτό του· γνώριζε ὅτι ὑστερεῖσαι καὶ σὺ πολὺ καὶ γίνεσαι χειρότερος ἀπὸ αὐτόν, ἂν καὶ θέλῃς νὰ σὲ ὑπολογίζουν οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ νομίζεσαι ἀπὸ αὐτοὺς ὡς τέτοιος (ὡς ἄνθρωπος ποὺ μποροῦν νὰ ὑπολογίζουν), ὁ ὁποῖος γνωρίζεις ὅτι δὲν εἶσαι στὴν πραγματικότητα.
Λοιπόν, ἂν θέλῃς ἡ γνῶσις τῆς πονηριᾶς σου καὶ τῆς μηδαμηνότητάς σου νὰ κρατᾷ μακριὰ τοὺς ἐχθρούς σου καὶ νὰ σὲ κάνῃ ἀγαπητὸ στὸ Θεό, εἶναι ἀνάγκη, ὄχι μόνο νὰ περιφρονῇς τὸν ἑαυτό σου ὡς ἀνάξιο, καὶ στὴ συνέχεια ἄξιο ὅλων τῶν κακῶν, ἀλλὰ καὶ νὰ θέλεις νὰ εἶσαι καταφρονημένος καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀποστρεφόμενος τὶς τιμές, χαιρόμενος στὶς κατηγορίες καὶ κάνοντας ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ οἱ ἄλλοι ποὺ ἔχουν κοσμικὸ φρόνιμα περιφρονοῦν. Αὐτῶν τὴ γνώμη καὶ τὰ λόγια μὴ δεχθῇς καθόλου (2), οὔτε νὰ ἐγκαταλείψης αὐτὴ τὴν ἁγία πρᾶξι της περιφρονήσεως τοῦ ἑαυτοῦ σου, γιὰ νὰ γίνεται αὐτὸ ἀπὸ σένα, γι᾿ αὐτὸν καὶ μόνο τὸν σκοπὸ τῆς ταπεινώσεώς σου καὶ ὄχι γιὰ νὰ ἀρέσῃς στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ σὲ ἔχουν σὲ ὑπόληψι.
Ἐὰν δὲ καὶ τύχει καμιὰ φορά, νὰ σὲ ἀγαποῦν πολὺ καὶ νὰ σὲ ἐπαινοῦν ἄλλοι γιὰ κάποιο καλὸ ποὺ σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, στάσου καλὰ μαζεμένος μέσα στὸν ἑαυτό σου καὶ μὴ μετακινηθῇς καθόλου ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ γνῶσι τῆς μηδαμηνότητάς σου, ποὺ λέχθηκε παραπάνω, ἀλλὰ στρέψου πρῶτα στὸν Θεό, λέγοντας πρὸς αὐτὸν μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά· «Ἂς μὴ γίνει ποτέ, Κύριέ μου, νὰ γίνω κλέφτης τῆς δικῆς σου τιμῆς καὶ χάριτος· σὲ σένα πρέπει αἶνος, τιμὴ καὶ δόξα· σὲ μένα ντροπή». «Σὲ σένα, Κύριε, ἡ δικαιοσύνη καὶ σὲ μένα ἡ ντροπὴ τοῦ προσώπου σου» (Δαν. 9,7)· «ὄχι σὲ μᾶς Κύριε, ὄχι σὲ μᾶς, ἀλλὰ δόξασε τὸ ὄνομά σου» (Ψαλμ. 113,9). «Ἡ δόξα δική σου καὶ ἐγὼ δικός σου δοῦλος» (Ἔσδρ. 4,29).
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ γύρισε πρὸς αὐτὸν ποὺ σὲ ἐπαινεῖ, μιλώντας ἔτσι μέσα σου μὲ τὸν λογισμό σου· ἀπὸ ποῦ αὐτὸς μὲ ἔχει γιὰ καλόν, ἀφοῦ δὲν εἶναι ἄλλος καλὸς καὶ ἀγαθὸς παρὰ μόνος ὁ Θεός μου; «οὐδεὶς ἀγαθός, εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός» (Ματθ. 19,17). Γιατὶ, κάνοντας ἔτσι καὶ ἀποδίδοντας στὸ Θεὸ τὸ δικό του, θὰ κρατήσῃς μακριὰ τοὺς ἐχθροὺς καὶ θὰ γίνῃς ἄξιος νὰ δεχθῇς μεγαλύτερα χαρίσματα καὶ εὐεργεσίες ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἡ ἐνθύμησις τῶν καλῶν ἔργων καὶ ἀρετῶν ποὺ κάνεις σὲ παρακινοῦν στὴν ὑπερηφάνεια, ἀμέσως σκέψου, πὼς τὰ ἔργα αὐτὰ εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι δικά σου (3) καὶ σὰν νὰ μιλᾷς μὲ αὐτά, πές:
«Ἐγὼ δὲν γνωρίζω πῶς φανερωθήκατε καὶ ᾔρθατε στὸ νοῦ μου! Γιατὶ, ἐγὼ δὲν εἶμαι ἡ ἀρχή σας, ἀλλὰ ὁ ἀγαθὸς Θεὸς καὶ ἡ χάρις του· ἐκεῖνος σᾶς δημιούργησε, σᾶς ἔθρεψε καὶ σᾶς διαφύλαξε, λοιπὸν αὐτὸν μόνον θέλω νὰ γνωρίζω γιὰ ἀληθινὸ καὶ ἀρχικὸ πατέρα καὶ αἴτιο, αὐτὸν νὰ εὐχαριστῶ καὶ σὲ αὐτὸν νὰ ἀποδίδω κάθε ἔπαινο».
Ἔπειτα, σκέψου, πὼς ὅλα τὰ ἔργα ποὺ ἔκανες, δὲν ἔφτασαν τὴν ἀναλογία καὶ τὴ συμμετρία στὸ φῶς καὶ στὴ χάρη ποὺ σοῦ παραδόθηκε, γιὰ νὰ γνωρίσῃς καὶ νὰ τὰ κάνῃς, ἀλλὰ πὼς εἶναι πολὺ ἀτελῆ καὶ πολὺ μακριὰ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ καθαρὸ σκοπὸ καὶ τὴν πρέπουσα ἐπιμέλεια, μὲ τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ τὰ κάνῃς. Ὁπότε, ἂν σκεφθῇς καλά, περισσότερο πρέπει νὰ ντρέπεσαι ἀπὸ τὶς ἀρετές σου, παρὰ νὰ σοῦ ἀρέσουν αὐτὲς μάταια καὶ νὰ ὑπερηφανέυεσαι γιὰ αὐτές. Γιατὶ εἶναι ἀληθινό, ὅτι οἱ φυσικὲς ἀρετὲς τοῦ Θεοῦ, τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ μιμούμαστε, αὐτὲς ἀπὸ μόνες τους εἶναι καθαρὲς καὶ πολὺ τέλειες, μολύνονται κατὰ κάποιο τρόπο καὶ μειώνονται ἀπὸ τὶς ἀτέλειες καὶ ἐλλείψεις τῆς δικῆς μας μιμήσεως (4).
Ἀκόμη, σύγκρινε τὰ ἔργα σου μὲ ἐκεῖνα τῶν ἁγίων καὶ ἀληθινῶν φίλων καὶ δούλων τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ γνωρίσῃς, ὅτι τὰ μεγαλύτερα καὶ καλύτερα ἔργα τὰ δικά σου, εἶναι πολὺ τιποτένια καὶ πολὺ μικρῆς ἢ καθόλου τιμῆς, ἂν τὰ συγκρίνῃς πάλι μὲ ἐκεῖνα τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔκανε γιὰ σένα στὰ Μυστήρια τῆς ζωῆς καὶ τοῦ Σταυροῦ του (τὰ ὁποῖα νὰ ὑπολογίσῃς ὄχι σὰν ἔργα Θεοῦ, ἀλλὰ καθ᾿ ἑαυτὰ μόνον ὡς ἔργα ἀνθρώπου) καὶ ἂν σκεφθῇς τὴν καθαρότητα τῆς ἀγάπης του, τὴν ἀναμαρτησία, μὲ τὴν ὁποία τὰ ἔκανε, θὰ γνωρίσῃς ὅτι ὅλα σου τὰ ἔργα καὶ οἱ ἀρετές, εἶναι σχεδὸν ἁμαρτίες καὶ ἀκαθαρσίες. Γιατὶ γράφτηκε· «ὅλη ἡ δικαιοσύνη μας εἶναι σὰν βρώμικο ροῦχο» (Ἡσ. 64,6)· ἢ πολὺ περισσότερο, χειρότερες ἀπὸ τὸ τίποτα.
Τελευταῖα, ἂν ἐξυψώσῃς τὸν νοῦ σου στὴ θεότητα καὶ στὴν ἄπειρη μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ σου, «ἔμπροσθεν τοῦ ὁποίου, οὐδὲ ὁ οὐρανὸς εἶναι καθαρός», ὅπως γράφτηκε (Ἰὼβ 15,15), καὶ στὴν ὑπηρεσία καὶ λατρεία ποὺ τοῦ πρέπει, θὰ δῇς καθαρά, ὅτι ὄχι ὑπερηφάνεια καὶ ὑψηλοφροσύνη, ἀλλὰ μεγάλος τρόμος καὶ φόβος πρέπει νὰ σοῦ δημιουργηθῆ σὲ κάθε σου ἔργο, ὅσο καὶ ἂν εἶναι ἅγιο, ὅσο καὶ ἂν εἶναι πολὺ τέλειο καὶ ὅτι μόνο χρεωστᾶς νὰ πῇς μὲ ὅλη σου τὴν καρδιὰ στὸ Θεό, ἐκείνη τὴν ταπεινὴ φωνὴ τοῦ Τελώνου· «ὁ Θεὸς ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13).
Ἀκόμη σοῦ παραγγέλνω νὰ μὴν εἶσαι εὔκολος στὸ νὰ φανερώνῃς τὰ χαρίσματα, ποὺ σοῦ κάνει ὁ Θεός. Γιατὶ, αὐτὸ σχεδὸν πάντα, δὲν ἀρέσει στὸ Θεό, καθὼς ὁ ἴδιος μᾶς δίδαξε μὲ τὴν παρακάτω ἱστορία.
Φανερώθηκε μιὰ φορὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς σὰν εἶδος βρέφους, σὲ ἕνα εὐλαβῆ καὶ ἐνάρετο, καὶ ἐκεῖνος γνωρίζοντας πὼς ἦταν ὁ Κύριος, τὸν παρεκάλεσε μὲ ἁπλότητα νὰ τοῦ πῇ τὸν ἀγγελικὸ ἀσπασμό, καθὼς συνηθίζεται νὰ λέγεται ἀπὸ ὅλους, δηλαδὴ τό, Θεοτόκε Παρθένε· ἄρχισε τὸ πανάγιο ἐκεῖνο βρέφος νὰ λέγῃ μὲ προθυμία· «Χαῖρε, Κεχαριτωμένη Μαρία, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί». Καὶ ἐδῶ στάθηκε, καὶ δὲν θέλησε μὲ τὰ ὑπόλοιπα λόγια νὰ ἐπαινέσῃ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ πῇ: «Καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου». Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖνος τὸν παρακαλοῦσε νὰ πῇ καὶ τὸν παρακάτω στίχο καὶ τὰ ὑπόλοιπα, αὐτὸ ἐξαφανίσθηκε, ἀφίνοντας τὸν δοῦλο του σὲ μεγάλη χαρά. Καὶ μὲ τὸ δικό του παράδειγμα, φανέρωσε σὲ αὐτὸν αὐτὴ τὴν οὐράνια διδασκαλία, δηλαδή, τὸ νὰ μὴν ἐπαινῇ ποτὲ κανεὶς τὸν ἑαυτό του καὶ τὶς χάρες ποὺ ἔχει. Λοιπόν, μάθε καὶ σὺ νὰ ταπεινώνεσαι καὶ νὰ μὴν ἐπαινῆσαι μόνος σου, γνωρίζοντας τὸν ἑαυτό σου καὶ ὅλα τὰ ἔργα σου, πὼς εἶναι ἕνα τίποτα. «Ἂς σὲ ἐγκωμιάζῃ ὁ γείτονας, καὶ ὄχι τὸ δικό σου στόμα, ξένος καὶ ὄχι τὰ δικά σου χείλη» (Παροιμ. 27, 2).
Αὐτὸ εἶναι τὸ θεμέλιο ὅλων τῶν ἀρετών (5)· ὁ Θεὸς μᾶς δημιούργησε ἀπὸ τὸ μηδὲν καὶ τώρα ποὺ εἴμαστε ὄντα ἐξ αἰτίας του, θέλει νὰ θεμελιώσῃ ὅλη τὴν πνευματικὴ οἰκοδομὴ πάνω σὲ αὐτή μας τὴ γνῶσι, ὅτι δηλαδή, ἀπὸ μόνοι ἂς εἴμαστε ἕνα μηδὲν καὶ ὅσο περισσότερο ἐμβαθύνουμε σὲ αὐτήν, τόσο περισσότερο θὰ μεγαλώσῃ ἡ οἰκοδομή· καὶ ὅσο περισσότερο χῶμα βγάζουμε ἀπὸ αὐτὸ τὸ βάθος, δηλαδή, ὅσο, περισσότερο γνωρίζουμε τὰ ἐλαττώματα καὶ τὶς ἀθλιότητές μας, τόσο καὶ ὁ θεϊκὸς ἀρχιτέκτονας θὰ βάλῃ πλέον στερεὲς πέτρες, γιὰ νὰ αὐξήσῃ τὴν πνευματικὴ αὐτὴ οἰκοδομή. Καὶ μὴ νομίζῃς, παιδί μου, ὅτι μπορεῖς νὰ ἐμβαθύνῃς κάποτε σὲ αὐτὴ τὴν γνῶσι, ὅσο φτάνει. Γιατὶ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο· μάλιστα, κάνε στὸν ἑαυτό σου αὐτὸ τὸν λογαριασμό, ὅτι ἂν καὶ ἦταν δυνατὸν νὰ παραδοθῆ σὲ κανένα δημιούργημα τέτοιο πρᾶγμα, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ βρεθῆ ἄλλο πιὸ βαθὺ βάθος νὰ ἐρευνήσῃ, παρὰ ἡ δική σου μηδαμηνότητα.
Ἀπὸ αὐτὴ τὴν γνῶσι καλὰ βαλμένη στὴ πρᾶξι, μποροῦμε νὰ ἔχουμε κάθε καλό· καὶ χωρὶς αὐτὴν εἴμαστε σχεδὸν τίποτα, ἀκόμη καὶ ἂν θέλαμε νὰ κάνουμε τὰ ἔργα ὅλων τῶν ἁγίων καὶ νὰ εἴμαστε ἀπασχολημένοι πάντα μὲ τὸν Θεό· ὢ μακάρια γνῶσι, ποὺ μᾶς κάνεις εὐτυχισμένους στὴ γῆ καὶ δοξασμένους στὸν οὐρανό! ὢ φῶς ποὺ βγαίνεις ἀπὸ τὸ σκοτάδι καὶ κάνεις λαμπρὲς καὶ καθαρὲς τὶς ψυχές! ὢ χαρὰ ποὺ δὲν ἀναγνωρίζεσαι πὼς λάπεις ἀνάμεσα στὶς ἀκαθασίες μας! ὢ μηδέν, τὸ ὁποῖο σὰν γνωρισθῇς, μᾶς κάνεις κυρίους τοῦ σύμπαντος! Δὲν μπορῶ νὰ χορτάσω ποτέ, μιλώντας σου σχετικὰ μὲ αὐτό, ἀγαπητέ. Ἂν θέλῃς νὰ ἐπαινέσῃς τὸν Θεό, κατηγόρησε τὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ ἐπιθυμῇς νὰ κατηγορῆσαι ἀπὸ τοὺς ἄλλους· ταπεινώσου σὲ ὅλους καὶ κάτω ἀπὸ ὅλους, ἂν θέλῃς νὰ ὑψώσῃς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἑαυτό σου σ᾿ αὐτόν. Ἂν ἐπιθυμῇς νὰ τὸν βρῇς, μὴν ὑψώνεσαι, γιατὶ αὐτὸς φεύγει· ταπεινώνου καὶ ταπεινώσου ὅσο μπορεῖς· καὶ αὐτὸς θὰ ἔλθη νὰ σὲ βρῇ καὶ νὰ σὲ ἀγκαλιάση· καὶ τόσο θέλει νὰ σὲ δεχθῆ καὶ ἑνωθῆ σφικτὰ μαζί σου μὲ ἀγάπη, καὶ τόσο πλέον ἀγαπητά, ὅσο περισσότερο ἐσὺ ταπεινώνεσαι στὰ μάτια του καὶ ὅσο θέλεις νὰ ταπεινώνεσαι καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ ὅλοι νὰ σὲ ἀποστρέφωνται, σὰν ἕνα πρᾶγμα συγχαμερό.
Λοιπόν, γιὰ τὴν τόση χάρι, ποὺ σοῦ κάνει, ἀδελφέ, ὁ Θεός, ὁ τόσο λυπημένος ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες σου, γιὰ νὰ σὲ ἑνώσῃ μὲ τὸν ἑαυτό του, κάνε καὶ σὺ αὐτό, τὸ νὰ νομίζῃς δηλαδὴ τὸν ἑαυτό σου ἀνάξιο καὶ χειρότερο ἀπὸ ὅλους καὶ μὴ παραλείπῃς συνεχῶς, νὰ εὐχαριστῇς καὶ νὰ εἶσαι χρεώστης ἐκείνων, ποὺ γίνονται ἀφορμὴ νὰ ταπεινώνεσαι· δηλαδὴ σὲ ἐκείνους ποὺ σὲ περιφρόνησαν ἢ καὶ σὲ περιφρονοῦν συνέχεια. Καὶ ἂν ἄθελά σου καὶ μὲ κακὴ ὄρεξι τῆς καρδιᾶς σου, ὑποφέρεις τὶς περιφρονήσεις τους, ὅμως ἀγωνίσου ὅσο μπορεῖς, νὰ μὴ δείχνῃς κανένα ἐξωτερικὸ σημάδι ὅτι σοῦ κακοφαίνονται.
Καὶ ἂν μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς σκέψεις καὶ λογαριασμούς, ποὺ εἶναι πολὺ ἀληθινές, ἡ πανουργία τοῦ διαβόλου καὶ ἡ ἀγνωσία καὶ κακὴ κλίσι ἡ δική μας, θὰ μποροῦσαν νὰ ἤθελαν ὑπερισχύσῃ σὲ μᾶς, μὲ τρόπο ποὺ οἱ λογισμοὶ τῆς ὑψηλοφροσύνης νὰ μὴ λείπουν ἀπὸ τὸ νὰ μᾶς ἐνοχλοῦν καὶ νὰ πληγώνουν τὴν καρδιά μας, ἀκόμη καὶ τότε εἶναι καιρὸς κατάλληλος, τόσο περισσότερο νὰ ταπεινωνώμαστε καὶ νὰ περιφρονοῦμε καὶ νὰ μισοῦμε τὸν ἑαυτό μας, ὅσο ἀπὸ τὴν δοκιμὴ βλέπομε, πὼς πολεμοῦμε, ναί, καὶ ἀγωνιζόαστε μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις, γιὰ νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ αὐτό· δὲν μποροῦμε ὅμως νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴν τυραννία του, ἐπειδὴ καὶ πάσχουμε ἀπὸ τὶς ἐνοχλήσεις τῆς ὑπερηφάνειας, ἡ ὁποία ἔχει τὴν ρίζα καὶ ἀρχὴ στὴν μάταιη καὶ καταραμένη ὑπόληψι τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἔτσι θὰ βγάλη ἀπὸ τὸ πικρὸ φαρμάκι μέλι, ὑγεία ἀπὸ τὶς πληγὲς καὶ ταπείνωσι ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ὑπερηφάνεια.
1. Πόσο πολὺ ὠφέλιμο πρᾶγμα εἶναι τὸ νὰ ἔχῃ κανεὶς τὸν ἑαυτό του χειρότερο καὶ κατώτερο ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, τὸ μαρτυροῦν οἱ ἅγιοι· ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέγει· «Δὲν ὑπάρχει στὸν Θεὸ τίποτε τόσο ἀγαπητό, ὅσο τὸ νὰ θεωρῇ κάποιος τὸν ἑαυτό του ὡς τὸν χειρότερο ἀπ᾿ ὅλους». Ὁ μέγας ἀνάμεσα στοὺς Πατέρες Βαρσανούφιος εἶπε· «ᾶν πράγματι θέλῃς νὰ σωθῇς, ἄκουσε τί νὰ κάνῃς ἔμπρακτα· σήκωσε τὰ πόδια σου ἀπὸ τὴν γῆ καὶ ὕψωσε τὸ νοῦ σου στὸν Θεό. Καὶ ἡ μελέτη σου ἂς εἶναι ἐκεῖ μέρα καὶ νύκτα· καὶ μὲ ὅση δύναμι ἔχεις καταφρόνησε τὸν ἑαυτό σου· πιστεύοντας ὅτι βλέπεις τὸν ἑαυτό σου κάτω ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους· αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ὁδός· ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὴν δὲν ὑπάρχει ἄλλη γιὰ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ σωθῆ μὲ τὴν δύναμι τοῦ Χριστοῦ· ἂς τρέχῃ ἐκεῖνος ποὺ θέλει γιὰ νὰ προλάβη· τὸν ἐξορκίζω στὸ ὄνομα τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ ποὺ θέλει νὰ χαρίσῃ τὴν αἰώνια ζωὴ σὲ ὅποιον ἐπιθυμεῖ». Ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, προσθέτει, ὅτι πρέπει νὰ ἔχουμε τὸν ἑαυτό μας χειρότερο καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα καὶ ἐλεεινότερο ἀπὸ τοὺς ἰδίους δαίμονες, διότι λέγει. «Ὑπάρχουν δυὸ εἴδη ταπεινώσεως, ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες. Τὸ ἕνα εἶναι νὰ θεωρῇ κανεὶς τὸν ἑαυτό του κάτω ἀπὸ ὅλους καὶ νὰ ἀναφέρῃ τὰ κατορθώματά του στὸν Θεό· τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἀρχή, τὸ δεύτερο τὸ τέλος». Καὶ αὐτὴ ἡ ταπείνωσις πετυχαίνεται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὴν ἐπιζητοῦν ὅταν ἐν γνώσει τους σκέπτωνται αὐτὰ τὰ τρία γιὰ τὸν ἑαυτό τους· ὅτι εἶναι οἱ πιὸ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ ὅλους· καὶ τὸ ὅτι εἶναι οἱ πιὸ αἰσχροὶ ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα, ἐπειδὴ βρίσκονται στὴν παρὰ φύσι κατάστασι· καὶ ὅτι εἶναι πιὸ ἐλεεινοὶ καὶ ἀπὸ τοὺς δαίμονες, ἐπειδὴ ὑπηρετοῦν τοὺς δαίμονες». (Φιλοκαλία, κεφ. ριε´).
2. Σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία αὐτή, λέγει καὶ ὁ μέγας ἐκεῖνος ἔγκλειστος καὶ προφητικώτατος Βαρσανούφιος τὰ ἑξῆς: «Τὸ νὰ εἶσαι ἀμέριμνος ἀπὸ κάθε πρᾶγμα σὲ κάνει νὰ πλησιάσης στὴν πόλι, καὶ τὸ νὰ μὴ σὲ ὑπολογίζουν οἱ ἄνθρωποι, σὲ κάνει νὰ κατοικήσῃς στὴν πόλι· καὶ τὸ νὰ πεθάνης γιὰ κάθε ἄνθρωπο, σὲ κάνει νὰ κληρονομήσῃς τὴν πόλι καὶ τοὺς θησαυρούς της. Ἂν θέλῃς νὰ σωθῇς, κράτα τὸ ἀψήφιστο, δηλαδὴ τὸ νὰ μὴ σὲ ὑπολογίζουν οἱ ἄνθρωποι, καὶ τρέχε πρὸς τὸν σκοπό σου». Τὸ ἀψήφιστο, κατὰ τὸν ὅσιο Ἰωάννη, τὸν μαθητὴ τοῦ Βαρσανουφίου, εἶναι τὸ νὰ μὴν ἐξισώσῃς τὸν ἑαυτό σου μὲ ἄλλον καὶ νὰ τὸν συγκρίνῃς μὲ κάποιον ἄλλον. Οὔτε νὰ πῇς καὶ γιὰ κανένα καλὸ ἔργο ὅτι κι ἐγὼ αὐτὸ τὸ ἔκανα. (πάλι ἐδῶ ὁ ἅγιος ἐννοεῖ ἢ τὴν καρδιά, ἢ τὴν ἀπάθεια ἢ τὴ θεϊκὴ γνῶσι).
3. Καὶ ἀκολούθως συλλογίσου αὐτὸν τὸν ἀληθέστατο καὶ βεβαιώτατο στοχασμό, δηλαδὴ ὅσες περισσότερες ἀρετὲς κατορθώσεις καὶ ὅσα περισσότερα χαρίσματα λάβεις, τόσο περισσότερο εὐεργετεῖσαι ἀπὸ τὸν Θεό· καὶ ὅσο περισσότερο εὐεργετεῖσαι, τόσο καὶ περισσότερο χρέος ἔχεις πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τόσο περισσότερο ὑπόχρεως γίνεσαι· ἔτσι ἀπὸ τὸν στοχασμὸ αὐτὸν ὄχι μόνο δὲν θὰ ὑπερηφανευθῇς γιὰ τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ χαρίσματά σου, ἀλλὰ θὰ ἀγωνισθῇς καὶ νὰ κατεβῆς στὸ βάθος τῆς ταπεινώσεως μὴ ἔχοντας κάτι τὸ ἀντάξιο γιὰ νὰ εὐχαριστήσῃς τὸν Θεὸ γιὰ τὰ θεϊκά του χαρίσματα.
4. Χωριστὰ ἀπὸ αὐτὸ ὅλες οἱ ἀρετές, μὲ τὸ νὰ εἶναι φυσικὲς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καὶ δωρεὲς καὶ χάριτες τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀκολούθως εἶναι ἄναρχες καὶ ἀτέλειωτες κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο, ἄπειρες δὲ κατὰ τὸ μέγεθος καὶ ἀναρίθμητες κατὰ τὸ πλῆθος, ὡς λέγει ὁ μέγας Βασίλειος. Πῶς λοιπὸν μπορεῖ κάποιος νὰ ὑψηλοφρονήσῃ, ὅτι ἀπέκτησε ἀρετές, ἀφοῦ μάθη πὼς καὶ οἱ ἀρετές, οὔτε ἀρχὴ ἔχουν, οὔτε τέλος, οὔτε ἀριθμό; καὶ πὼς μάλιστα δὲν θὰ κατεβῇ στὸ βάθος τῆς ταπεινώσεως, συλλογιζόμενος πὼς ὅσες ἀρετὲς κι ἂν κατώρθωσε, πάλι οὔτε στὴν ἀρχὴ ἀκόμη τῶν ἀρετῶν δὲν ἔφθασε; ἀλλὰ δέχθηκε ἀπὸ αὐτὲς τόσο μόνο, ὅσο εἶναι μία σταλαγματιὰ ἀπὸ ἄπειρο πέλαγος· ἢ πὼς δὲν θὰ παρακινηθῆ καὶ αὐτὸς πάντοτε νὰ λέγῃ ἐκείνη τὴν εὐχὴ τοῦ μεγάλου Ἀρσενίου, ποὺ λέγει· «Ὁ Θεός μου, μὴ μὲ ἐγκαταλείψης· δὲν ἔκανα κανένα ἀγαθὸ ἐνώπιόν σου, ἀλλὰ ἐξ αἰτίας τῆς εὐσπλαγχνίας σου, βοήθησέ με νὰ κάνω ἀρχή».
5. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος θέλοντας νὰ οἰκοδομήσῃ τὴν θαυμαστὴ οἰκοδομὴ τῶν μακαρισμῶν, πρῶτο θεμέλιο αὐτῶν ἔβαλε τὴν πτωχεία τοῦ πνεύματος, δηλαδὴ τὴν ταπείνωσι, λέγοντας· «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5,3)
Πηγή: (Ἀόρατος Πόλεμος - Μέρος 1ον - Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης), Ορθόδοξοι Πατέρες