Σύντομη κριτική ἀποτίμηση τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης
καί ἡ σημασία τοῦ βιβλίου τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου «Ἡ ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος στήν Κρήτη»
Ι. Μία ἐλλειμματική Σύνοδος
Σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική Παράδοση καί ἱστορία σέ κρίσιμες γιά τήν Ἐκκλησία στιγμές, ἕνας Ἅγιος φωτισμένος ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα κατέχει τό «πρωτεῖο τῆς ἀληθείας» (Στυλιανός Παπαδόπουλος) καί γίνεται ὁδηγός τῶν ὀρθοδόξων τέμνοντας τήν ὁδό τῆς ἀληθείας. Ἔτσι τό 1977 ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς ὁ Νέος Ὁμολογητής μετά τήν πρώτη προσυνοδική Διάσκεψη ἀποστέλλει διά τοῦ ἐπισκόπου του Ὑπόμνημα πρός τήν Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Σερβικῆς Ἐκκλησίας «περί τήν μελετωμένην Μεγάλην Σύνοδον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Ἀποτελεῖ γιά τούς Ὀρθοδόξους κείμενο καθοδηγητικό. Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος προβλέπει τίς ἀδυναμίες τῶν προσυνοδικῶν διασκέψεων, τή σχολαστική ἐναλλασσόμενη θεματολογία τῆς μελλούσης τότε Συνόδου, τήν μεθοδολογία τῶν συζητήσεων, τἠν μή σύμφωνη μέ τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας συγκρότηση τῆς Συνόδου καί τήν «νεοπαπιστική», ὅπως τήν ἀποκαλεῖ, συμπεριφορά τοῦ τότε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Εἰσηγεῖται τήν μή σύγκληση τῆς Μεγάλης Συνόδου, ἡ ὁποία ἐάν κάποτε θά συνεκαλεῖτο θά ἔπρεπε νά ἔχει ὡς κυριώτερο τῶν θεμάτων της τήν ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ.
Ὅλα τά ἀνωτέρω ἐπαληθεύθηκαν στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης (18-26 Ἰουνίου 2016). Ἔχουν περάσει ἤδη δύο χρόνια ἀπό τή σύγκλησή της καί μπορεῖ κανείς νά διαπιστώσει τόν ἐλλειμματικό χαρακτήρα της σέ ὅλα τά ἐπίπεδα: Ἐλλειμματική στό ὀρθόδοξο φρόνημα, στή συνοδικότητά της, στίς ἀποφάσεις της. Ἤδη ἐγράφησαν πολλά καί σημαντικά ὡς κριτική γιά τή Σύνοδο τῆς Κρήτης.
Α) Ὀρθόδοξο φρόνημα: Ἡ ἀναφορά ἐκ μέρους τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τῶν προσευχῶν καί εὐχῶν τοῦ Πάπα γιά τήν ἐπιτυχία τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου καί ἡ παρουσία τῶν αἱρετικῶν ἔστω καί στήν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν της φανερώνουν τό φρόνημα πού εἶχε ἐπιβληθεῖ στούς συνέδρους. Κατά τίς συζητήσεις ἦταν αδύνατον νά ἀρθρωθεῖ ὀρθόδοξος θεολογικός λόγος χωρίς νά γίνει προσπάθεια ἀκυρώσεώς του. Μόνιμη ἐπωδός σέ κάθε συζήτηση ἦταν ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος ὅλων τῶν χριστιανῶν, ὡσάν τό μόνο ἔργο τῆς Συνόδου νά ἦταν ἡ προσπάθεια ὁμοσπονδοποιήσεως τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν παπική παρασυναγωγή καί τίς προτεσταντικές παραφυάδες μετά ἀπό ἀμοιβαῖες ὑποχωρήσεις.
Τά δογματικά, θεολογικά, ἐκκλησιολογικά ζητήματα σέ πολλούς ἐκ τῶν συνοδικῶν προκαλοῦσαν, ὅπως εἰπώθηκε ἐπιτυχῶς, «ἀλλεργία»! Ἦταν ἀδύνατον νά ἀκούσουν, πολύ περισσότερο νά συμμετάσχουν πολλοί ἐξ αὐτῶν σέ συζητήσεις πού ἀφοροῦσαν τήν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία καί Τριαδολογία, ὅπως διαπιστώνει ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος. Ἡ ἀποκλειστικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ὁδοῦ γιά τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία δέν συνεζητεῖτο, ἐνῷ πρακτικά, στίς ἐκφερόμενες ἀπόψεις κυριαρχοῦσε ἡ ἀρχή τῆς περιεκτικότητος. Πολλοί ἐκ τῶν ἐπισκόπων μηδέ ἐξαιρουμένων καί κάποιων Πατριαρχῶν δέχονταν τό ὑποστατό καί ἔγκυρο τοῦ βαπτίσματος τῶν Παπικῶν καί προτεσταντῶν. Μέ ὅλες αὐτές καί πολλές ἄλλες τοποθετήσεις τῶν συνοδικῶν ἱεραρχῶν ἠχεῖ ὑποκριτική ἡ θέση τοῦ τελικοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία» εἶναι «ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία....».
Β) Συνοδικότητα: Ὀρθῶς εἰπώθηκε ὅτι «ἡ Σύνοδος ἡ ὁποία συνῆλθε στήν Κρήτη... ἦταν Σύνοδος Προκαθημένων μέ τίς συνοδεῖες τους»[i]. Τέσσερεις Ἐκκλησίες δέν παρευρέθηκαν, μόνο ἀντιπροσωπεῖες καί ὄχι ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ἔλαβαν μέρος, καί ψήφισαν μόνο οἱ Προκαθήμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν, δέκα (10) ὅλοι καί ὅλοι! Καί ἐνῶ δόθηκε στούς παρευρεθέντες ἐπισκόπους τό δικαίωμα νά ὑπογράψουν τά ψηφισθέντα κείμενα, ἡ Σύνοδος (δηλ. ὁ Οἰκουμ. Πατριάρχης) ἀποδέχθηκε τήν αὐθαίρετη ὑποκατάσταση τῶν ὑπογραφῶν κάποιων ἐπισκόπων τῆς Κύπρου ἀπό τήν ὑπογραφή τοῦ ἀρχιεπισκόπου τῆς Κύπρου κάτω ἀπό τό κείμενο Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον τό ὁποῖο οἱ ἴδιοι δέν ὑπέγραψαν. Ἀδιαφόρησε ἐπίσης γιά τήν ἔλλειψη ὑπογραφῶν τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας ἀρκουμένη μόνο στήν ψῆφο τοῦ Πατριάρχου Σερβίας. Καί τό ἐπιστέγασμα τῆς ἀντι-συνοδικότητος ἦταν ἡ ἐκ μέρους μόνο τοῦ Πατριάρχου (τῇ ὑποδείξει τίς πιό πολλές φορές τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου) τελική λύση πού δινόταν σέ κάθε ἀμφισβητούμενο ζήτημα.
Ἄξια προσοχῆς εἶναι νομίζουμε ἡ τοποθέτηση τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου στό θέμα τῆς Συνοδικότητος:
«Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἀποστολική Καθολική καί Συνοδική μόνον διά τῶν ἐπισκόπων της ὡς κεφαλῶν ἤ προϊσταμένων τῶν πραγματικῶν ἐκκλησιαστικῶν κοινοτήτων τῶν ἐπισκοπῶν. Τά δέ ἱστορικῶς διαμορφωθέντα καί διά τοῦτο μεταβαλλόμενα καί τρεπτά σχήματα καί ʺσυστήματαʺ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀργανώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας: τό μητροπολιτικόν, τό ἀρχιεπισκοπικόν, τό πατριαρχικόν, τό πενταρχικόν, τό αὐτοκέφαλον, τό αὐτόνομον καί τἆλλα, καθ΄ ὅσον ὑπῆρχον καί καθ’ ὅσον θά ὑπάρξουν, δέν ἔχουν καί δέν δύνανται νά ἔχουν ὁριστικήν καί ἀποφασιστικήν σημασίαν εἰς τό συνοδικόν σύστημα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐπί πλέον δέ, ταῦτα δύνανται ἐνίοτε νά καταντήσουν καί ἐμπόδιον εἰς τήν ὁμαλήν λειτουργίαν καί ἔκφρασιν τῆς καθολικότητος ἑκάστης Ἐκκλησίας καί τῆς συνοδικότητος ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐμπόδιον δέ γίνονται, ὅταν δι΄αὐτῶν συγκαλύπτουν, παραγκωνίζουν, ἀπωθοῦν εἰς δευτέραν μοῖραν ἤ ἀκόμη καί ὑποκαθιστοῦν τόν ἐπισκοπικόν χαρακτῆρα τῆς δομῆς καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Ἐκκλησιῶν. Καί ἀναμφιβόλως εἰς τοῦτο ἀκριβῶς ἔγκειται μία τῶν βασικῶν διαφορῶν μεταξύ τῆς ὀρθοδόξου καί τῆς παπικῆς ἐκκλησιολογίας.» (Ὑπόμνημα σ. 13. Ὁ τονισμός τῶν λέξεων εἶναι τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου)
Γ) Τά ψηφισθέντα κείμενα, οἱ τελικές ἀποφάσεις τῆς Συνόδου ἔχουν σοβαρό ἔλλειμμα ὀρθοδοξίας, διότι:
α) Ὅπως ὀρθά ἐπισημάνθηκε δέν ἀντιμετωπίσθηκε κανένα δογματικό ζήτημα, ζήτημα δηλαδή πού νά ἀφορᾶ στή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, δέν ὁριοθετήθηκε ἡ Ὀρθή Πίστη τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν αἱρέσεων, δέν καταγνώσθηκαν μέ δογματικούς ὅρους οἱ αἱρετικές κακοδοξίες πού κυριαρχοῦν στόν δυτικό «χριστιανικό» κόσμο. Οἱ λέξεις «αἵρεσις» καί «αἱρετικοί» εἶναι ἀποῦσες στά τελικά κείμενα.
β) Στό κείμενο «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον» γίνεται λόγος γιά ζητήματα πού δέν ἀφοροῦν ἄμεσα στή σωτηρία μας. Τά ζητήματα αὐτά παρουσιάζονται σέ εἰδικά κεφάλαια ὅπως «Περί ἐλευθερίας καί εὐθύνης», «Περί εἰρήνης καί δικαιοσύνης», «Περί εἰρήνης καί ἀποτροπῆς τοῦ πολέμου», «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔναντι τῶν διακρίσεων», «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς μαρτυρία ἀγἀπης ἐν διακονίᾳ». Πρός ἄρσιν παρεξηγήσεων τονίζουμε ὅτι ὅλα αὐτά τά θέματα ἀντιμετωπίζονται μέσα στήν ἁγία Γραφή καί τή διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι μέ παρρησία ἔλεγξαν τήν ἀδικία τῶν πλουσίων καί τῶν ἀρχόντων. Ὅλες οἱ τοπικές καί Οἰκουμενικές Σύνοδοι πού ἔχουν γίνει μέχρι τώρα ἀσχολήθηκαν πάντοτε μέ θέματα δογματικά, ποιμαντικά, κανονιστικά ἀποβλέποντας στήν ἀσφαλῆ ὁδό τῆς σωτηρίας τῶν Ὀρθοδόξων. Ποτέ Μεγάλες Σύνοδοι δέν ἀσχολήθηκαν μέ θέματα παρόμοια μέ τά ἀνωτέρω οὔτε ἔκαναν τέτοιες τοποθετήσεις, οἱ ὁποῖες σέ μεγάλο βαθμό θυμίζουν τίς διακηρύξεις καί τίς ἀρχές τῶν διεθνῶν ὀργανισμῶν. Οἱ συνοδικές αὐτές διακηρύξεις μετακινοῦν τό κέντρο βάρους τοῦ σκοποῦ τῆς Συνόδου ἀπό τή σωτηριώδη γιά τόν ἄνθρωπο ἀποστολή της σέ ἐκκοσμικευμένες προτεραιότητες συμβατές μέ τά διεθνῆ συμφέροντα.
γ) Στό Κείμενο «Τό Μυστήριον τοῦ Γάμου καί τά Κωλύματα αὐτοῦ» καταπατήθηκε ὁ 72ος Κανών τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἐπιτρέποντας συνοδικῶς τόν γάμο ὀρθοδόξων μέ αἱρετικούς «ἐν πνεύματι ποιμαντικῆς διακρίσεως». Αὐτή ἡ τοποθέτηση θά ἔχει ὡς συνέπεια τήν ἀκόμη περισσότερο ἄμβλυνση τῆς ὀρθοδόξου συνειδήσεως τῶν πιστῶν, ἐνῶ μέ ἀφορμή τήν ἀπόφαση αὐτή πολλοί ἐκ τῶν συμμετεχόντων στή Σύνοδο ἱεραρχῶν κατέληξαν στό συμπέρασμα ὅτι, ἐφόσον εὐλογοῦμε τό γάμο ὀρθοδόξου - ἑτεροδόξου σημαίνει ὅτι δεχόμεθα τό βάπτισμα τῶν ἑτεροδόξων, ἐνῶ πιό «προχωρημένη» ἄποψη διατυπώθηκε ἀπό ἄλλους ὅτι γι΄αὐτό ἐπίσης θά μποροῦμε νά τούς δίδουμε ἀνεπιφυλάκτως τή Θεία Εὐχαριστία!
δ) Ἡ θλιβερότερη γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπόφαση εἶναι αὐτή τοῦ 6ου Κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Στήν ἀρχική μορφή τοῦ Κειμένου περιλαμβανόταν ἡ φράση:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί κοινοτήτων μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς.»
Ἡ ἑλληνική ἀντιπροσωπεία τῶν ἱεραρχῶν κατέθεσε πρόταση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ σχετική φράση ἔπρεπε νά διαμορφωθεῖ ἔτσι:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία γνωρίζει τήν ἱστορικήν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν καί κοινοτήτων μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ΄αὐτῆς.»
Δυστυχῶς ἡ πρόταση αὐτή δέν ἔγινε ἀποδεκτή, καί ἡ ἀντιπροσωπία τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας πού παρευρέθηκε στήν Κρήτη, ὑπερβαίνοντας τήν ἐξουσιοδότηση τῆς ἱεραρχίας κατέθεσε τήν ἀκόλουθη πρόταση:
«Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ΄αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν», ἡ ὁποία καί ἔγινε ἀποδεκτή μέ χειροκροτήματα.
Μέ τή διακήρυξη αὐτή ἀποδόθηκε ἐκκλησιαστικότητα στόν Παπισμό, στούς Μονοφυσίτες, Ἀγγλικανούς καί τίς ἄλλες προτεσταντικές παραφυάδες.
ΙΙ. Ἡ θεολογική συμβολή τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου
Ἐν προκειμένω θά θέλαμε νά τονίσουμε τήν σημαντική θεολογική προσπάθεια πού κατέβαλε ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέος γιά νά υἱοθετηθεῖ ἡ ὀρθόδοξη τοποθέτηση τῆς ἱεραρχίας, δηλ. ὅτι ἐκτός τῆς Μιᾶς Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας δέν μποροῦν νά ὑπάρξουν ἄλλες Ἐκκλησίες. Ἐξήγησε τήν ὀρθόδοξη θέση του σέ σχετική παρέμβαση κατά τή διάρκεια τῆς σχετικῆς συζητήσεως καί δέν ὑπέγραψε τό σχετικό Κείμενο. Ἡ συμβολή τοῦ ἁγίου Ναυπάκτου δέν ἀφοροῦσε μόνο στήν θεολογική συζήτηση πάνω στή συγκεκριμένη ἐπίμαχη φράση, ἀλλά καί σέ ἄλλες τοποθετήσεις τῶν ὑπό ἔγκρισιν κειμένων κατά τή διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου.
Οὐσιαστική ἦταν ἡ τοποθέτησή του στό ζήτημα τῆς ἐσφαλμένης θεολογίας τοῦ προσώπου καί τῆς κοινωνίας προσώπων στήν ἁγία Τριάδα ὅπως διατυπώνεται στό κείμενο, «Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον». Ἐξήγησε ὅτι «στόν Τριαδικό Θεό δέν ὑπάρχει κοινωνία προσώπων, ἀλλά κοινωνία φύσεως καί περιχώρηση προσώπων» καί ἀναίρεσε τή θέση τοῦ ἀνωτέρω κειμένου ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι «κοινωνία προσώπων ἀντανακλώντων κατά χάριν διά τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τήν ἐν τῇ ἁγίᾳ Τριάδι ζωήν καί κοινωνίαν τῶν θείων προσώπων» (σ. 656). Ἀπέδειξε θεολογικά ὅτι δέν ὑπάρχει ἀναλογία ὄντος (analogia entis), δηλ. ἀναλογία μεταξύ τοῦ κτιστοῦ ὄντος καί τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ καί ὅτι δέν γνωρίζουμε τήν ἐνδοτριαδική ζωή καί γι΄αὐτό δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀναλογία μέ τίς ἀνθρώπινες σχέσεις. Πρός τοῦτο πλήν ἄλλων ἐπεκαλέσθη τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος γράφει ὅτι «δέν ὑπάρχει κανένα ὑπόδειγμα στή φύση πού νά εἰκονίζη τόν Τριαδικό Θεό» (650).
Ὅλη ἡ συνεισφορά τοῦ Μητροπολίτου Ἱεροθέου μέ τίς τοποθετήσεις πού ἔκανε ἐπί τῶν θεολογικῶν θεμάτων πού ἀνέκυψαν κατά τή Σύνοδο τῆς Κρήτης, ἔχει πίσω της ἕνα θεολογικό ἔργο πολλῶν χρόνων. Ὅλη αὐτή ἡ θεολογική ἐργασία-προεργασία καί ἡ συμμετοχή του στή Σύνοδο ἀπεικονίζεται μέ ἐνάργεια στόν τόμο «Ἡ "Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος" στήν Κρήτη-Θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές θέσεις» (750 σελίδες) πού συνέγραψε ὁ ἐπίσκοπος Ἱερόθεος καί ἐξέδωσε ἡ Ἱ. Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου.
Στόν τόμο αὐτόν δημοσιεύονται ἐργασίες προγενέστερες, σύγχρονες καί μεταγενέστερες τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης. Ὁ βασικός του ἄξονας εἶναι ἡ δογματική – θεολογική – κανονική κατοχύρωση τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας. Τά περισσότερα θέματα πού ἀναπτύσσονται στό βιβλίο π.χ. «τό Χριστολογικό θεμέλιο τῆς ἐκκλησίας» (σ. 57-74), «Ἡ σὐνοδος τῶν Πατριαρχῶν τοῦ ἔτους 1756» (σ. 77-101), «Ἡ Β΄Βατικανή Σύνοδος καί ἡ νέα θεολογία καί ἐκκλησιολογία της» (σ.102-115), «Τά χαρισματικά καί τά κανονικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας» (σσ. 553—589), παρουσιάζουν καί κατοχυρώνουν τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, φωτίζοντας καί ἀναλύοντας ὅλες τίς πλευρές της. Ἀκόμη καί τή φιλοκαλική διάσταση τῆς ἐν Χριστῶ ζωῆς τήν συνδέει ὀργανικά μέ τήν Ἐκκλησία ὡς «κοινωνία θεώσεως» (σ. 61-64).
Ἡ θέση τοῦ βαπτίσματος, τό ὑποστατό ἤ ἀνυπόστατο τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν (σσ.266- 268), «Ἡ ʺὁμολογιακήʺ διγλωσσία...»(σ.179—196), ὅλα σχετίζονται μέ τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καί δικαίως ἀφοῦ ἡ πίστη στήν Ἐκκλησία περιλαμβάνεται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἐπειδή, ὅπως τό κηρύττει ὁ Ἀπ. Παῦλος: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄Τιμ. 6,15). Μέ κατ΄ἐπίγνωσιν ζῆλο καί μέ ἀφορμή τήν ἀπόδοση ἐκκλησιαστικότητος στόν δυτικό «χριστιανικό» κόσμο ἀνατρέπει ἐπίσης τά ὀρθολογιστικά ἐπιχειρήματα τῶν οἰκουμενιστῶν ἐξηγώντας π.χ. ὅτι σέ συνοδικό κείμενο πού ἀπαιτεῖ δογματική ἀκρίβεια δέν μπορεῖ ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» νά χρησιμοποιηθεῖ ὡς τεχνικός ὅρος (terminus technicus) καί ὅτι ἡ φράση «ἱστορική ὀνομασία» στό 6ο Κείμενο κρύβει ἕνα ἐκκλησιαστικό νομιναλισμό γιατί «δέν ὑπάρχει ὄνομα χωρίς ὕπαρξη».
Πλήν τῶν θεολογικῶν κειμένων του ὁ Σεβασμιώτατος περιλαμβάνει στό βιβλίο αὐτό, ὅλη τήν ἱστορία τῆς «Μεγάλης Συνόδου», τήν προετοιμασία της διά τῶν πανορθοδόξων διασκέψεων, τήν ἀλληλογραφία του μέ τήν Ἱερά Σύνοδο σχετικά μέ τά ἔγγραφα τῶν Διασκέψεων, ὅσα διημείφθησαν κατά τίς συνεδριάσεις τῆς Μ. Συνόδου, τίς παρεμβάσεις του καί τίς ἐκτιμήσεις του γιά τίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης. Τό βιβλίο αὐτό ἀποτελεῖ νομίζουμε ἕνα βοήθημα μέ κατανοητό θεολογικό λόγο γιά κάθε μελετητή τῆς Συνόδου καί γιά κάθε κληρικό καί λαϊκό, πού ἐπιθυμεῖ νά ἔχει μιά πλήρη, σφαιρική εἰκόνα γιά τή Σύνοδο τῆς Κρήτης.
ΙΙΙ. Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης δέν ἀποτελεῖ συνέχεια τῶν Μεγάλων Συνόδων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
Ἐπανερχόμενοι στήν τελική ἀποτίμησή μας γιά τή Σύνοδο τῆς Κρήτης νομίζουμε ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή δέν ἀποτελεῖ ὑπό καμμιά ἔννοια συνέχεια τῶν Μεγάλων Συνόδων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διότι μέ τίς ἀποφάσεις της:
α) Δέν διακηρύσσει τήν ἀπόλυτη μοναδικότητα, τήν ἀποκλειστικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
β) Δέν στερεώνει στίς συνειδήσεις τῶν πιστῶν τό Ὀρθόδοξο φρόνημα.
γ) Δέν καταδικάζει τίς παλαιές αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καί προτεσταντισμοῦ. Ἀντιθέτως ἀπέδωσε σ΄αὐτές ἐκκλησιαστικότητα. Ἐπίσης δέν κατεδίκασε οὔτε τίς νεοφανεῖς αἱρέσεις πού μέ ποικίλα προσωπεῖα παραπλανοῦν τούς Ὀρθοδόξους.
δ) Δέν σεβάστηκε τό συνοδικό σύστημα μέ τήν ἐπιλεκτική συμμετοχή τῶν ἐπισκόπων σ΄αὐτήν.
ε) Ἀναγνώρισε θετικό ρόλο στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκλησιῶν καί ἐπικρότησε τή συμμετοχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στούς ἀτελέσφορους Διαλόγους μέ τούς ἑτεροδόξους.
Ἀσφαλῶς ὑπάρχουν καί ὀρθόδοξες θέσεις μέσα στά ψηφισθέντα κείμενα, ὅπως π.χ. ὅτι οἱ Σύνοδοι ἐπί Μ. Φωτίου καί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ εἶναι «καθολικοῦ κύρους», τό Κείμενο γιά τή σπουδαιότητα τῆς νηστείας, ὀρισμένες ὀρθόδοξες τοποθετήσεις διάσπαρτες στήν «Ἐγκύκλιο τῆς ἁγίας καί μεγάλης Συνόδου», στό «Μήνυμα τῆς ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πρός τόν Ὀρθόδοξο λαό», καί ἀλλοῦ. Ὅμως οἱ ἐπί μέρους ὀρθόδοξες θέσεις δέν ἀρκοῦν γιά νά προσδώσουν ὀρθόδοξο συνοδικό χαρακτήρα στή Σύνοδο τῆς Κρήτης, καθόσον τό πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ διαπνέει ὅλες τίς ἐργασίες καί τίς ἀποφάσεις της. Ἐκτός αὐτοῦ γιά τή Σύνοδο ὑπάρχουν ἀντιδράσεις στόν ὀρθόδοξο κλῆρο καί τόν λαό. Τέλος ἀσκήθηκε ἀρνητική κριτική καί ἀπό τίς μή συμμετασχοῦσες στή Σύνοδο ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.
Τί ἀπομένει; Ἡ ἐλπίδα τῆς συγκροτήσεως μιᾶς ἀληθινά Μεγάλης Συνόδου, ἡ οποία θά καταργήσει τίς ἐσφαλμένες, ἀντορθόδοξες ἀποφάσεις καί θά καταδικάσει τόν ἐχθρό τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς σωτηρίας τῆς ἀνθρωπότητος, τόν Οἰκουμενισμό.
Ἐκ τῆς Συντονιστικῆς Ἐπιτροπῆς
[i] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» στήν Κρήτη (σ.473).
Πηγή: Ἑστία Πατερικῶν Μελετῶν