Ὅσον ἀφορᾶ τὸ χρονικὸ διάσημα τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ διαθέτουμε γιὰ τὴν ἐξάσκησι τῆς κάθε ἀρετῆς, αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τὸ καθορίσουμε ἐμεῖς. Γιατὶ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ κανονίζῃ κανεὶς σύμφωνα μὲ τὴν θέσι του, τὴν ἀνάγκη του, τὴν πρόοδο ποὺ κάνει στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ σύμφωνα μὲ τὴν διάκρισι ἐκείνου τοῦ Γέροντα ἢ τοῦ Πνευματικοῦ ποὺ μᾶς καθοδηγεῖ σ᾿ αὐτήν. Ἂν ὅμως δείξουμε ἐπιμέλεια πραγματικὴ καὶ χρησιμοποιοῦμε τοὺς τρόπους ποὺ εἴπαμε, δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι μέσα σὲ λίγες ἑβδομάδες σημειώνεται μεγάλη πρόοδος. Σημεῖο ὅτι εἴχαμε κάποια πρόοδο στὴν ἀρετή, εἶναι ἡ σταθερὴ συνέχισις τῆς ἐξασκήσεως στὴν ἀρετὴ. Καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ συμβαίνῃ ἀκόμη καὶ τὸν καιρὸ τῆς σκοτίσεως καὶ στενοχώριας τῆς ψυχῆς, ἀκόμη καὶ τὸν καιρὸ ποὺ θὰ ἀφαιρεθοῦν ἀπὸ ἐμᾶς, κατὰ θεία οἰκονομία, οἱ πνευματικὲς χαρὲς καὶ παρηγοριές (1).
Πολὺ καθαρὸ σημεῖο τῆς προόδου μας εἶναι καὶ ὁ πόλεμος ποὺ μᾶς κάνει ἡ σάρκα γιὰ νὰ προβάλλουμε τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς. Γιατὶ, ὅσο ἀδυνατίζει ὁ σαρκικὸς πόλεμος, πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι προκόψαμε στὴν ἀρετή.
Ἔτσι ὅταν δὲν αἰσθανώμαστε πόλεμο ἢ ἀποστασία στὸ αἰσθητικὸ καὶ κατώτερο μέρος, ἢ ὅταν τύχουν ξαφνικὰ τὰ αἴτια καὶ οἱ προσβολές (2), αὐτὸ εἶναι σημεῖο ὅτι πετύχαμε στὴν ἀρετή. Ἀλλὰ καὶ ὅταν οἱ πράξεις μας συνοδεύωνται μὲ μεγαλύτερη προθυμία στὴν ἐκτέλεσί τους ἀπὸ πρῶτα καὶ ὑπάρχει καὶ πνευματικὴ χαρά, τότε μποροῦμε περισσότερο νὰ ὑπολογίσουμε ὅτι προοδεύσαμε στὴν ἀρετή.
Ὅμως παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ποτὲ δὲν πρέπει νὰ ἔχουμε τὴν βεβαιότητα ὅτι ἀποκτήσαμε τὶς ἀρετὲς ἢ νικήσαμε ἐντελῶς κάποιο πάθος, μολονότι ὕστερα ἀπὸ πολὺ καιρὸ καὶ πολλοὺς πολέμους δὲν αἰσθανθήκαμε τὶς κινήσεις του πλέον, διότι ἐδῶ μπορεῖ νὰ εἶναι κρυμμένη ἡ πανουργία καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ διαβόλου καὶ τῆς φύσεώς μας ποὺ μᾶς ἐξαπατᾷ. Ἔτσι, μερικὲς φορὲς αὐτὴ εἶναι κακία, ποὺ ἀπὸ κάποια κρυφὴ ὑπερηφάνεια παρουσιάζεται ὡς ἀρετή· καὶ ἐκτὸς ἀπὸ αὐτό, ἂν σκεφθοῦμε τὴν τελειότητα, στὴν ὁποία μᾶς προσκαλεῖ ὁ Θεός, ἀκόμη κι ἂν εἴχαμε προοδεύσῃ πολὺ στὴν ἀρετή, πάλι δὲν μποροῦμε νὰ σκεφθοῦμε ὅτι μπήκαμε στὴν ἀρχὴ καὶ στὰ πρῶτα της σύνορα (3).
Ἔπειτα μέσα στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μας βρίσκονται τόσα κρυπτὰ καὶ τόσα λεπτὰ πάθη, ποὺ οὔτε κἂν γνωρίζουμε ὅτι εἶναι πάθη. Πῶς λοιπὸν μποροῦμε νὰ ξεθαρρέψουμε ὅτι καθαρισθήκαμε ἀπὸ τὰ πάθη; Καὶ ἂν ἐκείνοι οἱ πολὺ δυνατοὶ καὶ προφητικοὶ ὀφθαλμοὶ τοῦ Δαβίδ, δὲν μποροῦσαν νὰ τὰ γνωρίζουν αὐτά, πῶς μποροῦμε νὰ τὰ γνωρίσουμε ἐμεῖς; Γι᾿ αὐτὸ ὅπως ἐκεῖνος παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν καθαρίσῃ ἀπὸ αὐτά, «Ἀπὸ τὰ κρυφά μου πάθη καθάρισέ με» (Ψαλμ. 18,13), ἔτσι καὶ μεῖς εἴμαστε ὑποχρεωμένοι πάντοτε νὰ παρακαλοῦμε γιὰ τὴν κάθαρσι τῶν παρομοίων κρυφῶν παθῶν. Γιατὶ ἐμεῖς καταλαβαίνουμε μόνο τὶς ἐνέργειες καὶ τὰ κλαδιὰ τῶν παθῶν, δὲν μποροῦμε ὅμως νὰ γνωρίσουμε τὶς δυνάμεις τους καὶ τὶς ρίζες τους, χωρὶς τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μόνον ὅταν ἐνεργοῦν, καταλαβαίνουμε ὅτι ἔχουμε πάθη. Ὅταν ὅμως αὐτὰ ἠσυχάζουν (4), νομίζουμε ὅτι φθάσαμε στὴν τελειότητα.
Γι᾿ αὐτὸ ἐσὺ ὡς ἀρχάριος στὸν πόλεμο, καὶ σὰν ἕνα βρέφος ποὺ τότε γεννήθηκες γιὰ νὰ πολεμᾷς, νὰ γυμνάζεσαι πάντοτε μὲ προθυμία, σὰν νὰ μὴν εἶχες κάνει ἀκόμη ἀρχὴ στὴν ἀρετή. Καὶ καλύτερα νὰ φροντίζῃς νὰ προοδεύῃς στὶς ἀρετές, παρὰ νὰ ἐξετάζῃς καὶ νὰ ζητᾷς σημεῖα τῆς δικῆς σου πνευματικῆς προόδου.
Γιατὶ ὁ Κύριός μας, ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ μόνος ἐξεταστὴς τῶν καρδιῶν μας, μερικοὺς φωτίζει νὰ γνωρίζουν τὴν πρόοδό τους καὶ μερικοὺς δὲν τοὺς φωτίζει, ὅπως γνωρίζει ὅτι ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς γνώσεως μπορεῖ νὰ ἐπακολουθήσῃ ἡ ταπείνωσις ἢ ἡ ὑπερηφάνεια, καὶ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὡς φιλόστοργος Πατέρας ἐμποδίζει τὸν κίνδυνο, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τοὺς δίνει ἀφορμὴ γιὰ νὰ αὐξήσουν τὴν ἀρετή. Ὅμως κι ἐκεῖνος ποὺ δὲν γνωρίζει τὴν πρόοδό τους ἂς συνεχίζῃ τὴν ἐξάσκησι τῶν ἀρετῶν του καὶ θὰ τὸ γνωρίζῃ τότε, ὅταν φανῆ ἀρεστὸ στὸν Θεό· καὶ αὐτὸ γιὰ μεγαλύτερο καλὸ δικό του.
1. Καὶ ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ (λόγος ιβ´) θέλει νὰ τοποθετοῦμε σημάδια σὲ κάθε βῆμα ποὺ κάνουμε γιὰ νὰ γνωρίζουμε τὴν πρόοδό μας ἢ τὴν πλάνη τοῦ ἐχθροῦ· λέγει μάλιστα καὶ τὰ ἑξῆς σημεῖα· ὅταν βλέπῃς ὅτι ὁ νοῦς σου ὄχι μὲ κάποια βία, ἀλλὰ ἐλεύθερα τρέχει στοὺς ἀγαθοὺς λογισμούς, αὐτὸ εἶναι σημεῖο ὅτι προοδεύεις. Παρόμοια ὅταν στεκόμενος στὴν προσευχή, ὁ νοῦς σου δὲν γυρίζῃ ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἀλλὰ καὶ ὁ στίχος τοῦ ψαλμοῦ, κόβεται ἀπὸ τὴν γλῶσσα σου καὶ σοῦ ἔρχεται σιωπὴ καὶ θαυμασμὸς χωρὶς νὰ τὸ θέλῃς ἐσύ. Καὶ πάλι ὅταν βλέπῃς ὅτι σὲ κάθε σου ἐνθύμησι καὶ κάθε λογισμό, καὶ κάθε μελέτη καὶ θεωρία, γεμίζουν τὰ μάτια σου ἀπὸ δάκρυα, χωρὶς βία. Παρόμοια ὅταν βλέπῃς σὲ μερικὰ χρονικὰ διαστήματα νὰ βυθίζεται ὅλος ὁ νοῦς σου στὴν καρδιά σου, καὶ νὰ μένῃ ἐκεῖ λίγη ὥρα καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ βέπης ὅλα τὰ μέλη σου ἐξασθενημένα καὶ βασιλεύῃ στοὺς λογισμούς σου εἰρήνη, ὅλα αὐτά, λέγει ὁ ἅγιος εἶναι σημεῖο τῆς προόδου μας.
2. Ἀλλὰ οὔτε τότε πρέπει νὰ ξεθαρρέψουμε, ἂν δὲν ταραχθοῦμε, ὅταν μᾶς τύχουν ξαφνικὰ τὰ αἴτια τῶν παθῶν. Ἐπειδή, ἂν ὑποθέσουμε ὅτι δὲν ταραχθήκαμε τὴν μία ἢ τὶς δυὸ φορὲς τὴν ἡμέρα, ὄντας σὲ καλὴ κατάστασι, πιθανὸν τὴν τέταρτη ἢ τὴν πέμπτη φορὰ νὰ ταραχθοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη. Καὶ γιὰ νὰ μιλήσω πιὸ ἁπλά, ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν τρεπτότητα σὰν κάτι τὸ φυσικὸ καὶ μπορεῖ ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα νὰ ἀλλάξη, καὶ τὴν μία στιγμὴ νὰ βρίσκεται στὸν παράδεισο καὶ τὴν ἄλλη στὸν ᾅδη, γι᾿ αὐτὸ πρέπει πάντοτε νὰ ἔχῃ φόβο στὴν καρδιά του, ὅπως παραγγέλλει ὁ Παῦλος· «νὰ κατεργάζεσθε τὴν σωτηρία σας μὲ φόβο καὶ τρόμο» (Φιλιπ. 2,12) καὶ ποτὲ δὲν θὰ μπορέσῃ νὰ ξεθαρρέψη σὲ ὅλη του τὴ ζωή.
3. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ Πατέρες καὶ μάλιστα ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὠνόμασαν καὶ αὐτὴν τὴν τελειότητα τῶν τελείων ἀτελῆ καὶ λειψή· «ἡ ἀτέλειωτη τελειότητα τῶν τελείων». Καὶ ὁ Παῦλος σὲ αὐτὸ ὁρίζει τὴν τελειότητα, στὸ νὰ τρέχουμε πάντοτε μπροστὰ καὶ νὰ μὴ γυρίζουμε πίσω, καὶ στὸ νὰ νομίζουμε ὅτι δὲν κατωρθώσαμε τίποτε· γι᾿ αὐτὸ καὶ αὐτὸς ἀποκαλεῖ τὸν ἑαυτό του ἀτελῆ, καὶ λέγει ὅτι δὲν μπόρεσε νὰ λάβη τίποτε· «Δὲν λέῳ ὅτι ἔλαβα πλέον τὸ βραβεῖο καὶ ἔχω κατορθώσει τὴν πνευματική μου τελειοποίησι… Ἀδελφοί, ἐγὼ δὲν νομίζω ἀκόμη ὅτι ἐπέτυχα τὸ σκοπό, γιὰ τὸν ὁποῖον ἀπεστάλθηκα ἀπὸ τὸν Κύριο. Ὅσα κι ἂν ἔχω ἐργασθῆ καὶ ὅσα καὶ ἂν ἔχω κατορθώσει δὲν φρονῶ ὅτι ἀνταποκρίθηκα πλήρως στὴν ἀποστολή μου. Ἀλλὰ ἕνα πρᾶγμα κάνω καὶ γιὰ ἕνα φροντίζω· νὰ λησμονῶ τὰ ὅσα ἔγιναν στὸ παρελθὸν καὶ νὰ ἀπλώνωμαι συνέχεια καὶ νὰ σπεύδω σὲ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἐμπρός μου καὶ πρέπει νὰ ἐκτελέσω». Καὶ θέλοντας νὰ φανερώσῃ ὅτι ἡ τελειότητα βρίσκεται σὲ αὐτό, λέγει· «Ὅσοι λοιπὸν προσπαθοῦμε νὰ γίνουμε τέλειοι, αὐτὸ ἂς φρονοῦμε» (Φιλιπ. 3,12-15). Δηλαδή, αὐτὸ εἶναι ἡ τελειότητα, τὸ νὰ φρονοῦμε ὅτι δὲν φθάσαμε ποτὲ στὴν τελειότητα. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ στάσι τῆς ἀρετῆς, τὸ νὰ μὴ στεκώμαστε, ἀλλὰ νὰ τρέχουμε πάντοτε πρὸς αὐτήν, πρᾶγμα ποὺ φαίνεται κάπως παράξενο ὅταν λέγεται.
4. Ἀπὸ ποῦ καταλαβαίνουμε ὅτι αὐτὰ ἡσυχάζουν μέσα στὴν καρδιά μας; Ἀπὸ τὸ ἑξῆς σημάδι· γιατὶ ὅταν συναντήσουμε κάποιο αἴτιο καὶ μάλιστα ξαφνικὸ ποὺ νὰ παρακινῇ τὰ πάθη, τότε καταλαβαίνουμε κι ἐμεῖς ὅτι τὰ πάθη μᾶς ταράσσουν καὶ θαυμάζουμε ποῦ ἦταν κρυμμένα καὶ ξεφύτρωσαν. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὡραία εἶναι καὶ ἡ παρομοίωσις ποὺ κάνει γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ. Λέγει, ὅτι ὅπως τὸν χειμῶνα τὰ χορτάρια καὶ τὰ βότανα ἐξαφανίζονται ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, οἱ ρίζες τους ὅμως εἶναι κρυμμένες στὸ βάθος τῆς γῆς, καὶ ἀμέσως μόλις μυρίζουν τὶς ἀνοιξιάτικες βροχές, ξεφυτρώνουν καὶ γεμίζουν τὸ πρόσωπο τῆς γῆς, ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὰ πάθη. Καὶ γιὰ νὰ τὸ πῶ πιὸ ἔξυπνα· ὅπως αὐτὴ ἡ γῆ καταράσθηκε νὰ βλαστάνῃ ἀγκάθια καὶ τριβόλια, ἔτσι καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύσις μας, ἀφοῦ ἐφθάρη καὶ σπείρεται καὶ συλλαμβάνεται μὲ ἁμαρτία, φυσικὰ κατὰ κάποιον γεννᾷ τὰ πάθη καὶ ποτὲ δὲν ἔχει ἐμπιστοσύνη.
Πηγή: (Ἀόρατος Πόλεμος - Μέρος 1ον - Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης), Ορθόδοξοι Πατέρες