«Γιατί νὰ ὑπάρχη τὸ φυσικὸ κακὸ καὶ πῶς αὐτὸ συμβιβάζεται μὲ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ;». Ἀφοῦ ὄντως ὅλα τὰ ἔργα τῆς Δημιουργίας παρήχθησαν ἀπὸ τὰ θεῖα Του χέρια «καλὰ λίαν», γιατί νὰ ὑπάρχουν ὁ πόνος, οἱ ἀρρώστειες, πολὺ περισσότερο αὐτὸς τοῦτος ὁ θάνατος;Ἐπὶ πλέον, οἱ ποικίλες ἐπαναστάσεις τῆς φύσεως καὶ οἱ τρομεροὶ συγκλονισμοὶ τῆς γῆς; Ἡ ἀπάντησις καὶ πάλι εἶναι δύσκολη. «Τὶς ἔγνω νοῦν Κυρίου ἢ τὶς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;» (Ρωμ. ια΄, 33). Πῶς θὰ κατανοήση ὁ πεπερασμένος ἄνθρωπος τὸν ἄπειρο καὶ ἀκατάληπτο Θεό; Ἐκεῖνο βέβαια ποὺ γνωρίζομε εἶναι ὅτι, μετὰ τὴν πτῶσι «πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. η΄, 22). Πονᾶ καὶ ὑποφέρει ἡ κτίσις ὁλόκληρη, μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ὥσπου μία ἡμέρα καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις «ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. η΄, 21). Δηλαδή, αὐτὴ ἡ κτίσις θὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὴν ὑποδούλωσι στὴν φθορὰ καὶ θὰ μετάσχη στὴν ἐλευθερία τῆς ἐνδόξου καταστάσεως ποὺ θὰ ἀπολαμβάνουν τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ.
Ὁ παραβάτης ἄνθρωπος κατέστησε ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του «Προμηθέα Δεσμώτη». Στὴν προσπάθειά του νὰ ἀπολαύση τὰ ἀγαθά, ἄνευ ὅμως τοῦ χορηγοῦ τῶν ἀγαθῶν, αὐτοαλυσοδέθηκε στὸν «Καύκασο» τῆς προσωπικῆς του ἐπιλογῆς. Ἀποτέλεσμα εἶναι, ὁ «γύπας» τῶν ποικίλων παθῶν, τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς, νὰ τοῦ κατατρώγη συνεχῶς τὸ «ἧπαρ», ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴν ἠμπορῆ νὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὰ δεσμὰ ποὺ οὐσιαστικὰ ὁ ἴδιος ἐχάλκευσε γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ὁ «Δεσμώτης»-ἄνθρωπος λοιπὸν κατεστρατήγησε τὴν ἴδια του τὴν ζωή. Κατήντησε ὡς ἕνα ἀνεμοδαρμένο δένδρο, ἔκθετο στοὺς βιαίους ἀνέμους καὶ στὶς θύελλες τῶν φυσικῶν φαινομένων. Ἕρμαιο τοῦ φυσικοῦ κακοῦ καὶ ἐντελῶς ἀνήμπορος νὰ ἀντιμετωπίση τὸν «θυμὸ» τῆς φύσεως, ὅταν αὐτὴ ἐπαναστατῆ κατὰ τοῦ ἐπαναστάτου «Προμηθέως»-ἀνθρώπου, πληρώνοντάς τον μὲ τὸ ἴδιο ἀκριβῶς νόμισμα τῆς καταστροφῆς, ποὺ ἦταν ἡ συνέπεια τῆς ἀνυπακοῆς του στὸ πανάγιο καὶ σωστικὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἐχθροί του λοιπὸν οἱ θύελλες, οἱ καταιγίδες, τὰ ἀστροπελέκια, οἱ σεισμοί, τὰ ἄγρια θηρία, τὰ φαρμακερὰ φίδια, οἱ ἐπιδημίες, οἱ πεῖνες, οἱ καταποντισμοί, οἱ ἐμφύλιοι πόλεμοι καὶ γενικώτερα οἱ πόλεμοι μεταξὺ τῶν λαῶν, τῶν ἐθνῶν, τῶν θρησκειῶν, τῶν πολιτισμῶν. Οἱ ἐμπρησμοί, οἱ φωτιές, οἱ πλημμύρες, οἱ τρικυμίες, οἱ καύσωνες, οἱ σφοδροὶ ἄνεμοι, οἱ ἀνεμοθύελλες, ποὺ σαρώνουν τὰ πάντα στὸ πέρασμά τους, κι ἕνα σωρὸ ἀναρίθμητα τέτοιου εἴδους ὄντως θλιβερὰ καὶ καταστροφικὰ φαινόμενα.
Τί μποροῦμε λοιπὸν ἀνθρωπίνως, ἢ μᾶλλον θεολογικῶς, νὰ ποῦμε γιὰ ὅλα αὐτά; Ἤδη ἐδώσαμε μία πρώτη ἑρμηνεία, ὅταν προαναφέραμε τὴν φράσι «μετὰ τὴν πτῶσι, ὅλα αὐτά». Μόνο μετὰ τὴν πτῶσι. Ὄχι πρὶν ἀπὸ αὐτή. Καὶ ἐξηγούμεθα ἐκτενέστερα.
Ὁ ἅγιος ἔνδοξος Τριαδικὸς Θεός, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται ἀχρόνως σὲ ἀνέκφραστη μακαριότητα σὰν Αὐτοαγάπη ποὺ εἶναι, πάντα δημιουργεῖ μακάρια καὶ εὐτυχισμένα τὰ πλάσματά Του. Ὅταν λοιπὸν ὁ Θεός, ἀγάπης ἕνεκεν, πρωτοεδημιούργησε τὸν ἄνθρωπο, τὸν ἐτοποθέτησε στὸν Παράδεισο, ποὺ ἦταν τόπος, μὰ προπαντὸς κατάστασις, ἀπείρου καὶ νομίμου ἀπολαύσεως. Ἦταν μία κατάστασις, στὴν ὁποία δὲν ὑπῆρχε ἡ φθορά, ὁ πόνος καὶ τὸ κυριώτερο ὑπῆρχε ἡ δυνατότητα τῆς ἀθανασίας, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ἐπρόσεχε. Ἐξαρτᾶτο δηλαδὴ ἀπὸ τὸ πῶς θὰ ἐπορεύετο ὁ ἄνθρωπος ἐντὸς τοῦ Παραδείσου: Ἐὰν δηλαδὴ ἔκανε ὑπακοὴ στὸν Θεὸ καὶ ἐφύλαττε τὸν Παράδεισο, θὰ ἐγίνετο ἀθάνατος.
Ἀλλὰ ἐδῶ ἀκριβῶς ἀρχίζει ἡ θλιβερὴ ἱστορία, ποὺ μὲ μία πρώτη ἐπιπόλαιη ματιὰ φαίνεται μύθος στοὺς ὀρθολογιστές, ἀθέους, κ.λπ. Ὅμως, κατὰ γενικὴ ὁμολογία, εἶναι ἡ μόνη διήγησις, ἔστω καὶ θεωρητικά, ποὺ ἐξηγεῖ τὸ θλιβερώτατο φαινόμενο τῆς εἰσαγωγῆς στὸ ἀνθρώπινο γένος τῆς ὀδύνης, τῆς φθορᾶς, μὲ ἀποκορύφωμα τὸν θάνατο. Πουθενὰ ἀλλοῦ, σὲ καμμία ἄλλη ψευδοθρησκεία ἢ ἀνθρωπίνη φιλοσοφία δὲν ὑπάρχει πλήρης ἐξήγησις τοῦ φαινομένου τῆς φθαρτότητος καὶ τοῦ θανάτου. Περιττὸ νὰ εἴπωμε, ὅτι οἱ ὑπόλοιπες θρησκεῖες εἶναι ἀνθρώπινες ἐπινοήσεις καὶ προϊόντα δαιμονικῶν «ἀποκαλύψεων», καὶ ὄχι ἀποκεκαλυμμένες ἐκ Θεοῦ ἀλήθειες.
Στὸν Παράδεισο ὅμως, ὁ Ἑωσφόρος ἐζήλεψε τὴν δόξα καὶ τὴν μακαριότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ ὑπεσχέθη αὐτοθέωσι καὶ αὐτολύτρωσι. Ὑποσχέθηκε στοὺς πρωτοπλάστους, ὅτι, ἐὰν ἐδοκίμαζαν τὸν ἀπαγορευμένο καρπό, τότε θὰ ἐγίνοντο ἰσόθεοι.
[…]
Ἐν ἀντιθέσει μὲ ὅλα αὐτά, τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι νὰ μετέχη ὁ ἄνθρωπος, ὁλοένα καὶ περισσότερο, στὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μὲ τὴν ἰδική Του θεϊκὴ βοήθεια.
Ἐξαπατώμενοι λοιπὸν ἀπὸ τὸν Διάβολο, ἄρχισαν οἱ πρωτόπλαστοι νὰ περιεργάζωνται τὸν ἀπαγορευμένο καρπό. Καὶ πρώτη ἡ Εὔα διεπίστωσε, ὅτι ἦτο ὡραῖος στὴν ὅρασι καὶ ἡδονικὸς στὴν γεῦσι. Ἀκριβῶς τότε, ἄρχισε νὰ γεννᾶται ἡ ἔνοχος ἡδονὴ γιὰ πρώτη φορὰ στὸ ἱστορικὸ ἀνθρώπινο γίγνεσθαι. Καὶ λέγομεν αὐτὴν τὴν ἡδονὴ «ἔνοχη», διότι ὁλόκληρος ὁ Παράδεισος ἦτο τόπος, καὶ προπαντὸς κατάστασις, νομίμου καὶ ἀπλήστου ἡδονῆς καὶ θεοαπολαύσεως. Ἡ ἐνοχὴ δὲν εὑρίσκετο αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴ στὸν καρπό, ἀλλὰ στὴν παράβασι τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ. Στὴν παρακοὴ δηλαδὴ στὴν μοναδικὴ αὐθεντία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἐνοχὴ λοιπὸν εὑρίσκετο στὴν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀπεξαρτητοποιηθῆ ἀπὸ τὸν Θεό. Σημειωτέον δέ, ὅτι αὐτὴ ἡ δέσμευσις ὑπῆρχε στὸν Παράδεισο γιὰ νὰ δοκιμασθῆ τὸ αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ ἡ ἐλευθερία του.
Αὐτὴ ὅμως ἡ ἔνοχη ἡδονὴ τῶν πρωτοπλάστων ἀπὸ τὴν γεῦσι εἰδικὰ αὐτοῦ του καρποῦ, ἐγέννησε τὴν ὀδύνη. Ἐβγῆκαν τοπικὰ καὶ ἀπεκόπησαν ἀπὸ τὴν μακαριότητα τοῦ Παραδείσου ἐξ αἰτίας τῆς παρακοῆς των. Καὶ θὰ ἐγεύοντο ἀργότερα τὸν θάνατο, ποὺ πρὶν τοὺς ἦτο ἄγνωστος. Εἶναι ἀναντίρρητο, ὅτι κορυφαία ὀδύνη τῆς ζωῆς εἶναι ὁ θάνατος. Καὶ ἀκολουθοῦν οἱ πολυποίκιλες ἀρρώστειες, ποὺ δὲν ἀποτελοῦν στὸ βάθος τους παρὰ τὸ προμήνυμα αὐτοῦ τούτου τοῦ θανάτου.
Στὴν οὐσία τους τί εἶναι οἱ ἀρρώστειες; Εἶναι τὸ καμπανάκι ποὺ μᾶς θυμίζει τὸν θάνατο καὶ μᾶς προσγειώνει σὲ αὐτὴν τὴν κατεύθυνσι. Ὅλες αὐτὲς οἱ πρὸ τοῦ θανάτου μας ταλαιπωρίες εἶναι σὰν νὰ μᾶς λέγουν «ἔ, ἄνθρωπε, μὴ συμπεριφέρεσαι σὰν νὰ εἶσαι ἀθάνατος».
Ἀπὸ τότε, τὸ σχῆμα «ἡδονὴ ≠ ὀδύνη» ἀποτελεῖ ἕνα συνεχὲς θλιβερὸ καὶ ἐντελῶς ἀδιάσπαστο δίπολο. Δηλαδή, πηγαίνουν αὐτὰ τὰ δύο πάντα μαζί. Εἶναι ἀχώριστα. Ἡ ἡδονὴ γεννᾶ ὀδύνη. Ἤ, διαφορετικά, ἡ ὀδύνη εἶναι σύμφυτος-«συνώνυμος» τῆς ἡδονῆς. Καὶ ὁ θάνατος γίνεται «συνώνυμος» τῆς ζωῆς. Διότι, δὲν πεθαίνομε στὴν τάδε ἡλικία, ἀλλὰ ἀρχίζει ὁ θάνατός μας, ἀρχίζει ἡ φθορά μας, ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς γεννήσεώς μας. Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς ζωῆς, ξεκινᾶ καὶ ἡ ἀντίστροφη μέτρησίς μας πρὸς τὸν θάνατο. Ὁπότε κάθε φορά, ποὺ δυστυχῶς γιὰ τὴν ἐποχή μας ἑορτάζομε μὲ τόση λαμπρότητα τὰ γενέθλιά μας, κατ’ οὐσίαν ἑορτάζομε τὸ πλησίασμά μας κατὰ ἕνα χρόνο πρὸς τὸν θάνατό μας.
Λοιπόν, ὁ θάνατος εἰσῆλθε στὸ ἀνθρώπινο γένος ὡς παμμέγιστος παρείσακτος, ὡς ἡ μεγαλυτέρα παραφωνία μόνον φθόνῳ καὶ συνεργείᾳ τοῦ Διαβόλου. Δὲν ἀποτελεῖ τὸ κατ’ εὐδοκίαν, ἀλλὰ τὸ κατὰ παραχώρησιν θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἕως καὶ βλασφημία, ὅταν ἐσφαλμένως νομίζωμε ὅτι ὁ Θεὸς εἰσήγαγε τὸν θάνατο στὸ ἀνθρώπινο γένος.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ κρίνεται ἀπαραίτητο νὰ ἐπισημανθῆ, ὅτι ὁ θάνατος δὲν εἰσῆλθε ὡς τιμωρία γιὰ τὴν πτῶσι τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς δηλαδὴ δὲν ἐπέβαλε τὸν θάνατο γιὰ νὰ τιμωρήση τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴν παρακοή του. Δὲν εἰσάγεται ὁ θάνατος λόγῳ τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ἁπλῶς, μὲ τὴν πτῶσι ἀναδεικνύεται, ἀναφαίνεται, ἀποκαλύπτεται καὶ προβάλλεται ἡ φυσικὴ ἀδυναμία πλέον νὰ γίνη ὑπέρβασις τοῦ θανάτου καὶ γι’ αὐτὸ καθίσταται ἡ κτίσις ἀνίκανη νὰ ἀποφύγη τὸν θάνατο καὶ αὐτομάτως ἐνεργοποιεῖται ὁ μεταπτωτικὸς μηχανισμὸς τῆς φθορᾶς ποὺ ὁδηγεῖ καὶ καταλήγει στὸν θάνατο. Δὲν εἶναι δυνατόν το κτιστὸν νὰ ἀποφύγη τὴν ἐπάνοδό του εἰς τὸ μηδέν, ἀπ’ ὅπου καὶ προῆλθε, παρὰ μόνον ἐὰν εὑρίσκεται σὲ διαρκῆ σχέσι μὲ τὸ ἄκτιστο, δηλαδὴ μὲ τὸν Δημιουργὸ Θεό. Μόνον δηλαδὴ μὲ τὴν θέλησι-ἐπέμβασι τοῦ Θεοῦ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀρθῆ ὁ θάνατος. Αὐτὸ ὅμως, μὲ δεδομένη τὴν ἀγαθότητα καὶ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, ἐξαρτᾶται τελικὰ ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη συγκατάθεσι ἢ ὄχι τοῦ λογικοῦ κτίσματος.
Λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὅτι ἡ κτίσις ἔχει στὴν φύσι της τὸ μηδὲν καὶ τὸν θάνατον. Ὅ,τι ἔχει ἀρχή, δὲν ἠμπορεῖ ἀπὸ μόνο του νὰ παραμείνη αἰώνιο, παρὰ μόνο μὲ τὴν θέλησι τοῦ ἀϊδίου Δημιουργοῦ Του. Καὶ πρὸ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ πρὶν τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα ὁ θάνατος ἦταν μία ἐγγενὴς πραγματικότης εἰς τὴν κτίσι, μὴ ἐνεργοποιηθεῖσα ὅμως. Mετὰ τὴν πτῶσι ἐνεργοποιήθηκε. Ἔτσι λοιπόν μὲ τὴν πτῶσι κυριαρχεῖ ὁ θάνατος, διότι, ὅπως εἴπαμε, λόγῳ τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, αὐτομάτως καὶ φυσικῷ τῷ τρόπῳ προβάλλεται ἡ ἔμφυτη ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ μόνος του νὰ ὑπερβῆ τὸν θάνατο.
Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ μεταπτωτικὴ κατάστασις τοῦ θανάτου, ἂν δοῦμε τὸ θέμα μέσα ἀπὸ ἕνα καθαρὰ πνευματικὸ πρίσμα, καὶ πάλιν εἶναι εὐεργεσία, διότι κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, εἰσῆλθε ὁ θάνατος στὴν ζωή μας «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται». Γιὰ νὰ μὴ γίνη δηλαδὴ αὐτὴ ἡ νέα μεταπτωτικὴ ἁμαρτωλὴ κατάστασις ἀθάνατη, γιὰ νὰ παύση κάποτε νὰ ὑπάρχη σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο ἡ ἁμαρτία. Δηλαδή, γιὰ νὰ μὴ μείνη ἀτελεύτητη, καὶ τοὐτέστιν ἀθεράπευτη, αὐτὴ ἡ νέα ἁμαρτωλὴ κατάστασις. Διότι, ἐὰν τὸ φιλοσοφήσωμε, θὰ παύσωμε ὅλοι μας νὰ ἁμαρτάνωμε, μόνον ὅταν πεθάνωμε.
[…]
Μόνον μετὰ τὴν Ἀνάστασι τῶν νεκρῶν, στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, θὰ παύση ἐντελῶς νὰ ὑπάρχη ὀντολογικῶς ἡ ἁμαρτία, καὶ σὲ προσωπικὸ καὶ σὲ γενικὸ ἐπίπεδο.
Συνοψίζοντας, ἤμασταν στὸν Παράδεισο. Ἐκεῖ μᾶς ἐτοποθέτησε ὁ Κύριος γιὰ νὰ εἴμεθα πάντα μακάριοι. Μόνοι μας ἐπιλέξαμε καὶ φύγαμε. Ἰδική μας ἀποκλειστικῶς ἦταν ἡ ἐπιλογή. Ἔτσι, ἀπὸ τὴν ἡδονὴ καταλήξαμε στὴν ὀδύνη.
Τώρα, διὰ τοῦ Σταυροῦ, χρειάζεται ἡ ἐντελῶς ἀντίστροφη πορεία. Ποιά εἶναι αὐτή; Εἶναι νὰ δοκιμάσωμε ὀδύνη, ὄχι γιὰ ἄλλα πράγματα, ποὺ πολλὲς φορὲς εἶναι ματαιόδοξα καὶ ἁμαρτωλά, ἀλλὰ ὀδύνη γιὰ τὸν Χριστό. Καὶ ἔτσι νὰ καταλήξωμε στὴν ἐν Θεῷ ἡδονὴ καὶ μακαριότητα.
Ἐπιγραμματικά, ἡ πνευματικὴ ζωὴ συνίσταται στὸ σχῆμα «ὀδύνη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἡδονὴ ἐν Θεῷ». Ὀδύνη πρόσκαιρη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ὅπως εὐαρεστῆται ὁ Θεὸς καὶ ἡδονὴ αἰωνία. Τὸ πρῶτο, ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμᾶς, ἐὰν τὸ ἐπιλέξωμεν. Τὸ δεύτερο, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἀρκεῖ νὰ προηγηθῆ ἡ ἰδική μας ἀγαθὴ προαίρεσις καὶ ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὄντως οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ στὴν ἀρχὴ μᾶς φαίνονται πικρὲς καὶ ὀδυνηρές. Καὶ εἶναι πικρές, διότι ἔχομε κληρονομήσει μέσα μας τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα καὶ ἐπὶ πλέον ἔχομε ἀποκτήσει διάφορα πάθη, λόγῳ τῆς ἀπροσεξίας μας. Καὶ θέλει δουλειὰ στὴν ἀρχή, κόπο καὶ ἀγῶνα προκειμένου νὰ ἐπιτευχθῆ τὸ ἐσωτερικό μας πνευματικὸ μπόλιασμα. Καὶ πρέπει νὰ συνεχισθῆ μὲ ὀδύνη ὁ ἀγῶνας τῆς μετανοίας, ὥσπου νὰ ἔλθη ἡ ἄκτιστη θεϊκὴ ἐμπειρία. Διότι τότε, μὲ τὴν πρώτη θεϊκὴ γεῦσι ἀρχίζομε νὰ βγάζωμε πνευματικὰ φτερὰ καὶ τότε τὰ πράγματα ἀλλάζουν μέσα μας καὶ ἔξω μας. Τότε πλέον τὰ πράγματα γίνονται πιὸ εὔκολα.
Πηγή: (ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ. Ἀρσενίου Κατερέλου «Τὸ καυτὸ πρόβλημα τῆς Θεοδικίας» (Γιατί νὰ ὑπάρχουν ἡ θλίψη καὶ τὸ κακὸ στὸν κόσμο;), ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσ/νίκη 2015, σελ. 87 κ. ἑξ.), Χριστιανική Βιβλιογραφία, Η άλλη όψη