Ἐλπίζοντας, ἀδελφέ, στὸν ἴδιο τὸν Θεό, ποὺ σὲ προσκαλεῖ λέγοντας: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. 11,29), δηλαδὴ ἐλᾶτε ὅλοι ἐσεῖς ποὺ εἶσθε κουρασμένοι καὶ φορτωμένοι κι ἐγὼ θὰ σᾶς ἀναπαύσω, σ᾿ αὐτὸ τὸ κάλεσμα λέγω τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ ἀκολουθῇς προσμένοντας τὸν ἐρχομὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ρῖξε τὸν ἑαυτό σου ἀποφασιστικὰ μὲ κλεισμένα μάτια στὸ πέλαγος τῆς θείας προνοίας καὶ τῆς αἰώνιας εὐδοκίας, σὲ τρόπο ποὺ νὰ φέρεσαι σὰν ἄψυχο ἀντικείμενο μόνον ἀπὸ τὰ δυνατώτατα κύματα τῆς θελήσεως τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ προβάλῃς κάποια ἀντίστασι σ᾿ αὐτὰ μὲ τὴν δική σου θέλησι, γιὰ νὰ μεταφερθῇς στὸ λιμάνι τῆς τελειότητος καὶ σωτηρίας σου. Κάνοντάς το λοιπὸν αὐτὸ πολλὲς φορὲς τὴν ἡμέρα, ἀγωνίσου καὶ φρόντισε μὲ ὅση ἀσφάλεια μπορεῖς, ἐσωτερικὴ καὶ ἐξωτερική, νὰ πλησιάσῃς μὲ ὅλες σου τὶς ψυχικὲς δυνάμεις, στὶς πράξεις ἐκεῖνες ποὺ σὲ παρακινοῦν νὰ ἀγαπήσῃς τὸν Θεό, καὶ αὐτὲς εἶναι ἡ προσευχὴ καὶ ἡ παντοτινὴ μνήμη τοῦ γλυκυτάτου ὀνόματός του, τὰ δάκρυα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ἡ θερμὴ εὐλάβεια καὶ χαρὰ πρὸς αὐτὸν καὶ τὰ ἄλλα πνευματικὰ ἔργα. Καὶ αὐτὲς οἱ πράξεις ἂς γίνωνται πάντοτε χωρὶς τὴν βία καὶ τὴν καταπίεσι τῆς καρδιᾶς σου, γιὰ νὰ μὴ σὲ ἀδυνατίσουν μέσῳ τῶν ἀδιάκριτων καὶ ἐνοχλητικῶν γυμνασμάτων καὶ ἴσως σὲ σκληρύνουν καὶ σὲ κάνουν ἄτομο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ δεχθῆ καὶ νὰ χωρέσῃ κάτι πνευματικὸ μέσα του. Γι᾿ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα δέξου καὶ τὴν συμβουλὴ τῶν ἐμπείρων καὶ προπάθησε νὰ συνηθίζῃς πάντοτε νὰ βρίσκεσαι μὲ ἐπιθυμία στὴν μνήμη τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος, καὶ στὴν θεωρία τῶν συνεχῶν καὶ ἀξιαγάπητων εὐεργεσιῶν του. Καὶ νὰ δέχεσαι μὲ ταπείνωσι τὶς σταγόνες καὶ γλυκύτητες ποὺ θὰ κατεβοῦν στὴν ψυχή σου ἀπὸ τὴν ἀνέκφραστη ἀγαθότητά του. Ὅλα αὐτά, καὶ ἰδιαιτέρως τὰ δάκρυα (1), μὴν τὰ ψάχνῃς ἐσὺ μὲ τὴν βία, ἀλλὰ παράμενε ἥσυχος στὴν ἐσωτερική σου μοναξιά, παρακαλώντας γι᾿ αὐτὰ καὶ προσμένοντας νὰ γίνῃ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν ἐκεῖνος σοῦ τὰ δώσῃ, τότε θὰ εἶναι γλυκὰ καὶ καρποφόρα χωρὶς δικό σου κόπο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ θὰ τὰ δεχθῇς μὲ κάθε εὐχαρίστησι. Καὶ περισότερο ἀπὸ ὅλα μὲ κάθε ταπείνωσι. Τὸ δὲ κλειδὶ μὲ τὸ ὁποῖο ἀνοίγονται τὰ ἀπόκρυφα ταμεῖα τῶν πνευματικῶν θησαυρῶν τῆς γνώσεως καὶ τῆς θείας ἀγάπης, εἶναι τὸ νὰ γνωρίζῃς νὰ ἀπαρνῆσαι τὸν ἑαυτό σου σὲ κάθε καιρὸ καὶ σὲ κάθε περίπτωσι. Καὶ μὲ αὐτὸ τὸ ἴδιο κλειδὶ κλείνει καὶ ἡ θύρα τῆς ἀγνωσίας καὶ τῆς ψυχρότητος ποὺ εἴχαμε μέχρι τότε.
Ὅσο μπορεῖς, νὰ ἀγαπᾷς νὰ στέκεσαι μαζὶ μὲ τὴν Θεοτόκο στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἄκουγε ἐκεῖνο ποὺ θὰ σοῦ λέγει ὁ Θεός. Πρόσεχε, οἱ ἐχθροί σου (ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἶσαι ἐσὺ ὁ ἴδιος) νὰ μὴ σοῦ ἐμποδίσουν αὐτὴν τὴν ἁγία σιωπή. Καὶ ὅταν ἐσὺ ζητᾷς μὲ τὸ νοῦ σου νὰ βρῇς τὸν Θεὸ γιὰ ν᾿ ἀναπαυθῇς σ᾿ αὐτόν, μὴ ζητᾷς τόπους καὶ σύνορα μὲ τὴν ἀδύνατη καὶ στενὴ φαντασία σου (2). Γιατὶ αὐτὸς εἶναι ἀσύγκριτα ἄπειρος καὶ βρίσκεται παντοῦ σὲ ὅλα, μᾶλλον ὅλα τὰ πράγματα βρίσκονται σ᾿αὐτόν. Ἐσὺ θὰ τὸν βρῇς μέσα στὴν ψυχή σου (3) κάθε φορὰ ποὺ πράγματι θὰ τὸν ἀναζητήσῃς, δηλαδὴ γιὰ νὰ βρῇς μόνον αὐτὸν καὶ ὄχι τὸν ἑαυτό σου. Διότι ἡ χαρὰ τοῦ Θεοῦ εἶναι νὰ βρίσκεται μὲ μᾶς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων, ὅπως προείπαμε, γιὰ νὰ μᾶς κάνῃ ἀντάξιους τοῦ ἑαυτοῦ του, χωρὶς νὰ ἔχῃ ἀπὸ ἐμᾶς κάποια ἀνάγκη.
Ὅταν διαβάζῃς ἢ μελετᾷς τὶς Ἅγιες Γραφές, μὴν τὸ κάνῃς αὐτὸ μόνο γιὰ νὰ τὶς ξεφυλλίζῃς, ἀλλὰ στὰ λόγια ἐκεῖνα ποὺ θὰ βρῇς κατάνυξι ἢ ἀγάπη θεϊκὴ ἢ πνευματικὴ χαρά, ἐκεῖ νὰ σταματήσῃς καὶ νὰ ἀπολαύσῃς τὸν Θεὸ μὲ κάθε τρόπο ποὺ αὐτὸς θέλει νὰ ἐπικοινωνήσῃ μαζί σου. Καὶ ἂν ἐγκαταλείψῃς νὰ μελετήσῃς ἐκεῖνο ποὺ εἶχες προγραμματίσει, μὴν ἀνησυχήσῃς γι᾿ αὐτό, διότι ὁ σκοπὸς καὶ τὸ τέλος ὅλων αὐτῶν τῶν ἀσκήσεων εἶναι νὰ ἀπολαύσῃς τὸν Θεό. Μὲ γνώμη ὅμως νὰ μὴν ἐπιλέξης ὡς κύριο σκοπό σου αὐτὴν τὴν παρόμοια ἀπόλαυσι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καλύτερα, γιὰ νὰ ἀγαπήσῃς τὸ ἅγιο θέλημά του, ἐπιθυμώντας νὰ μιμηθῇς τὰ ἔργα του σὲ ὅ,τι μπορεῖς. Ἔτσι, ὅταν βρῇς ἐσὺ τὸν σκοπό, δὲν πρέπει νὰ φροντίζῃς πλέον γιὰ τὰ μέσα τὰ ὁποῖα ὑποδεικνύονται, ὄχι γιὰ ἄλλο λόγο, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποκτηθῆ αὐτὸς ὁ σκοπός. Παρόμοια καὶ ὅταν μελετᾷς κάποιο ἀπὸ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ ἢ κάποιο ἀπὸ τὰ ἔργα του, σὲ ἐκεῖνο ποὺ κατανύγεσαι περισσότερο, σὲ ἐκεῖνο νὰ σταματήσῃς, καὶ νὰ μελετήσῃς τὸν περισσότερο καιρό. Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ ἐπόδια τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἡσυχίας, ἀδελφέ, εἶναι τὸ νὰ φροντίζῃς καὶ νὰ ἀναγκάζῃς τὸν λογισμό σου ὅτι πρέπει νὰ διαβάσης κάθε μέρα τόσα καθίσματα τοῦ Ψαλτηρίου, τόσα κεφάλαια ἀναγνώσεως ἀπὸ τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια ἢ τὶς Ἐπιστολές, καὶ νὰ ταράσσεσαι ἂν δὲν τὰ περάσης μόνο, χωρὶς νὰ φροντίζῃς νὰ κατανυχθῇ ἡ καρδιά σου ἀπὸ αὐτὰ ποὺ διαβάζεις ἢ νὰ λάβη ὁ νοῦς σου κάποιο πνευματικὸ νόημα (4), πρᾶγμα τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ τὸ νὰ ἀναζητᾷς τὸν Θεὸ φεύγοντας ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ θέλῃς νὰ ὑπηρετήσῃς τὸν Θεό, χωρὶς νὰ κάνῃς τὸ θέλημά του.
Ἂν πράγματι ἐπιθυμῇς στὴ ζωὴ αὐτὴ νὰ ζήσῃς ἐνάρετα καὶ νὰ φθάσῃς στὸ τέλος ποὺ ἐπιθυμεῖς, μὴν ἔχῃς ἄλλο σκοπὸ παρὰ νὰ βρῇς τὸν Θεό· καὶ ὅπου θέλει αὐτός, ἐκεῖ ἂς φανερωθῆ. Καὶ τότε ἐγκατάλειψε τὸ κάθε πρᾶγμα καὶ μὴ προχωρᾷς μπροστὰ πλέον, ὅπου ἐσὺ δὲν ἔχεις θέλημα· ἀλλὰ λησμόνησε κάθε ἄλλο καὶ νὰ ἀναπαύεσαι μόνο στὸν Θεό σου· καὶ πάλι ὅταν θέλῃ ἡ μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ νὰ κρυφθῆ καὶ νὰ μὴ σοῦ φανερωθῆ πλέον μὲ τὸν τρόπο ἐκεῖνον, τότε μπορεῖς πάλι νὰ ἐπιστρέψης καὶ νὰ τὸν γυρεύῃς ἀκολουθώντας τὰ γυμνάσματά σου καὶ πάλι μὲ τὸν ἴδιο σκοπὸ καὶ τὴν ἴδια ἐπιθυμία, δηλαδὴ διὰ μέσου αὐτῶν νὰ βρῇς αὐτὸν ποὺ ἀγαπᾷς καὶ βρίσκοντάς τον, νὰ κάνῃς αὐτὰ ποὺ εἴπαμε, ἐγκαταλείποντας κάθε πρᾶγμα καὶ ἀναπαυόμενος μόνο στὸν Θεό, γνωρίζοντας καλὰ ὅτι τότε ἐκπληρώνεται ἡ ἐπιθυμία του. Καὶ νὰ γνωρίζῃς καλὰ καὶ τὸ ἑξῆς, ὅτι δηλαδὴ πολλὰ πνευματικὰ πρόσωπα δὲν ἔχουν καρπὸ πνευματικὸ καὶ ἡσυχία, διότι αὐξάνουν τόσο πολὺ τὶς πνευματικές τους ἀσκήσεις καὶ νομίζουν ὅτι δὲν κάνουν τίποτε, ἂν δὲν τὰ τελειώσουν ὅλα, τοποθετώντας σ᾿ αὐτὸ τὴν τελειότητα καὶ γινόμενοι ἰδιόρρυθμοι καὶ ἀκολουθοῦν ἔτσι τὴν θέλησί τους: βασανίζονται οἱ ταλαίπωροι καὶ πολὺ κοπιάζουν, ποτὲ ὅμως δὲν φθάνουν στὴν ἀληθινὴ ἀνάπαυσι καὶ ἐσωτερικὴ ἡσυχία, στὴν ὁποία ἀληθινὰ βρίσκεται καὶ ἀναπαύεται ὁ Θεός.
1. Ἄλλο εἶναι πένθος καὶ ἄλλο δάκρυα. Πένθος εἶναι λυπηρὸς λογισμὸς καὶ ἕνας πόνος τῆς καρδιᾶς, μὲ τὸν ὁποῖο λυπούμαστε καὶ πονοῦμε: α) διότι λυπήσαμε καὶ παραπικράναμε τὸν Θεὸ μὲ τὶς ἐπιθυμίες μας καὶ παραβήκαμε τὶς ἐντολές του, β) διότι στὴ ζωὴ αὐτὴ στερηθήκαμε τὴν χάρι του καὶ μετὰ θάνατο μπορεῖ νὰ στερηθήκαμε καὶ τὴν βασιλεία του καὶ γ) διότι μὲ τὶς ἁμαρτίες μας κάναμε τὸν ἑαυτό μας ὑπεύθυνο γὰ τὴν αἰώνια κόλασι. Ὁ πόνος αὐτὸς καὶ ἡ σκέψις γίνεται σὰν ἕνα βάρος καὶ πλακώνει τὴν καρδιὰ ἢ σὰν ἕνα κεντρὶ ποὺ τὴν κεντᾷ καὶ ἀπὸ αὐτὸ ἀκολουθοῦν οἱ ἐκ βάθους στεναγμοί: ὅταν αὐξηθῆ πολὺ τὸ πλάκωμα καὶ τὸ κέντρισμα αὐτό, τότε κατανύγεται ἡ καρδιὰ καὶ πηδοῦν δάκρυα ἀπὸ τὰ μάτια, διὰ μέσου ὅμως τῆς συνεργίας τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς χαρίζει αὐτὰ γιὰ νὰ πλύνουμε τὶς ἁμαρτίες μας καὶ γιὰ νὰ ξανακερδίσουμε τὴν χάρι του. Διότι ὅπως ἀναφέρεται ὁ Θεὸς μὲ τὴν στέρησι τῆς χάριτός του σκληρύνει τὶς καρδιές: «Σκλήρυνες τὶς καρδιές μας ὥστε νὰ μὴ σὲ φοβούμαστε» (Ἡσ. 63,17). Ἔτσι ἀναφέρεται ὅτι μὲ τὴν ἐνέργεια καὶ χορηγία τῆς χάριτός του κατανύγει τὶς καρδιές (Ρωμ. 11,8 καὶ Ψαλμ. 59,3. Ἡσ. 29,10). Λοιπὸν ἐμεῖς πρέπει πάντοτε νὰ ἀσχολούμαστε μὲ τὸ πένθος, διότι ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμᾶς καὶ μοιάζει μὲ τὴν ἐπιστροφὴ καὶ μετάνοια τοῦ Ἀσώτου. Τὰ δάκρυα ὅμως πρέπει νὰ τὰ ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ σὰν ἕνα χάρισμα δικό του, καὶ παρομοιάζουν μὲ τοὺς ἐναγκαλισμοὺς καὶ ἀσπασμοὺς τοῦ Θεοῦ πατρὸς πρὸς τὸν Ἄσωτο, ὅπως λέγει ὁ Γρηγόριος Θεσσαλονίκης.
2. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος στὶς ἐρωτικές του εὐχές, ἀφοῦ ρώτησε τοὺς φωστῆρες τὰ ἄστρα, τὴν ἄβυσσο καὶ τὰ ἄλλα κτίσματα ἂν αὐτὰ ἔχουν τὸ Θεό του, καὶ ὅταν ἔμαθε ὅτι δὲν κατοικεῖ σ᾿ αὐτά, στὸ τέλος ἀφοῦ στράφηκε στὸν ἑαυτό του βρῆκε τὸν Θεὸ νὰ κατοικῇ μέσα του. Καὶ ἔτσι ἐλεεινολογεῖ τὸν ἑαυτό του ποὺ ζητοῦσε τὸν Θεὸ στὰ ἐξωτερικὰ πράγματα, ἐνῷ αὐτὸς βρισκόταν μέσα του.
3. Σημείωσε ὅτι ὁ Θεὸς βρίσκεται μέσα στὴν ψυχὴ καὶ μετέχεται, ὄχι κατὰ τὴν ἀληθινή του οὐσία, μακριὰ μία τέτοια σκέψι, ἀλλὰ κατὰ τὴν δική του χάρι καὶ ἐνέργεια, ὅπως λέγουν οἱ ἱεροὶ θεολόγοι: βρίσκεται μάλιστα, ὄχι μόνο στὴν ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο στὴν οὐσία της. Διότι ἐφόσον μόνον ὁ Θεὸς εἶναι δημιουργὸς οὐσιῶν, κατὰ συνέπεια αὐτὸς εἶναι μόνον ποὺ ἑνώνεται καὶ διὰ μέσου τῶν οὐσιῶν καὶ μὲ τὶς οὐσίες, τόσο τῶν σωμάτων, ὅσο καὶ τῶν πνευμάτων, ὅπως ἀναφέρει μὲ λεπτομέρεια ὁ ὑψινούστατος ἐκεῖνος Γρηγόριος Θεσσαλονίκης στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Βαρλαάμ. Μᾶλλον γιὰ νὰ μιλήσουμε πιὸ συγκεκριμένα, αὐτὸς εἶναι τὸ κέντρο ὅλο στὸ ὁποῖο βρίσκονται καὶ στερεώνονται ὅλες οἱ οὐσίες τῶν ὄντων, σύμφωνα μὲ τὸ γραφικὸ χωρίο «ἐν αὐτῷ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν» (Πράξ. 7,28). Βλέπε καὶ τὸ κδ´ κεφάλαιο τοῦ α´ μέρους. Εἶπα ὅτι μόνον ὁ Θεὸς ἑνώνεται μὲ τὶς οὐσίες, ἐπειδὴ κανένα κτίσμα, εἴτε εἶναι πνεῦμα εἴτε σῶμα, δὲν ἑνώνεται μὲ τὴν οὐσία ἄλλου κτίσματος, ἀλλὰ μὲ μόνη τὴν ἐνέργεια: ὥστε καὶ ὁ σατανᾶς δὲν μπορεῖ νὰ ἑνωθῆ μὲ τὴν οὐσία τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ μόνη τὴν ἐνέργειά της κατὰ συζυγία, ὅπως λέγει ὁ ἀνωτέρω ἅγιος Γρηγόριος.
4. Τὰ ἴδια λέγει καὶ ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ παραγγέλοντας νὰ ἀφήσουμε τὴν ποσότητα καὶ τὴν γνῶσι τῶν μέτρων καὶ τοὺς στίχους καὶ τὸ ἀποστήθισμα, καὶ μόνον ἡ σκέψι μας νὰ βρίσκεται στὴν μελέτη τῶν λεγομένων, μέχρις ὅτου ἐγερθῆ ἡ ψυχή μας ἢ στὴν δοξολογία τοῦ Θεοῦ, ἢ σὲ ὠφέλιμη λύπη καὶ κατάνυξι: καὶ ἀπὸ τότε ἀναχωρεῖ ἡ σύγχυσις, ποὺ ἀφαιρεῖ τὴν γλυκύτητα τῶν νοημάτων καὶ σὰν βδέλλα πνίγει τὰ νοήματα αὐτῶν ποὺ μελετῶνται (λόγος γ´): βλέπε καὶ τὸν κη´ λόγο του, ὅπου ὁ ἴδιος λέγει ὅτι πρέπει μὲ ἀπόλυτη ἐλευθερία νὰ κάμνουμε τὴν ἀκολουθία μας, χωρὶς ταραχή. Κι ἂν ὁ λογισμός μας πῇ ὅτι πρέπει νὰ συντομέψουμε, πρέπει νὰ ἀφήνουμε μία στάσι ἢ ὅσο θέλουμε…
Πηγή: (Ἀόρατος Πόλεμος - Μέρος 2ον - Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης), Ορθόδοξοι Πατέρες