Ἂν κάποτε πέσῃς σὲ κάποιο σφάλμα συγγνωστὸ ἢ στὰ λόγια ἢ στὰ ἔργα, δηλαδὴ νὰ συγχισθῇς μὲ κάποιο γεγονὸς ποὺ θὰ σοῦ συμβῇ, ἢ κατακρίνῃς ἢ ἀκούσῃς νὰ κατακρίνουν ἄλλοι, ἢ φιλονικήσῃς μὲ κάποιον ἢ δείξης ἀνυπομονησία ἢ περιέργεια ἢ ὑποψία ἄλλων ἢ πέσῃς σὲ ἀμέλεια, δὲν πρέπει πλέον νὰ συγχίζεσαι οὔτε νὰ ἀπελπίζεσαι καὶ νὰ λυπᾶσαι συλλογιζόμενος ἐκεῖνο ποὺ ἔκανες, ἄλλοτε νομίζοντας ὅτι δὲν πρόκειται νὰ γλυτώσῃς ἀπὸ τέτοιες ἀδυναμίες, ἄλλοτε ὅτι οἱ ἀτέλειές σου εἶναι αἰτία αὐτῶν καὶ ἡ ἀδύνατη προαίρεσίς σου, καὶ ἄλλοτε βάζοντας στὸ νοῦ σου ὅτι δὲν βαδίζεις πραγματικὰ στὴν ὁδὸ τοῦ Πνεύματος καὶ στὴν ὁδὸ τοῦ Κυρίου, καὶ φορτώνεις μὲ χίλιους φόβους τὴν ψυχή σου σὲ κάθε τι ποὺ συμβαίνει ἀπὸ λύπη καὶ μικροψυχία σου.
Ἔτσι τί ἀκολουθεῖ; Τὸ νὰ ντρέπεσαι νὰ σταθῇς μπροστὰ στὸν Θεό, τὸ νὰ μὴν ἔχῃς θάρρος σ᾿ αὐτόν, σὰν νὰ μὴν τοῦ φύλαξες τὴν πίστι ποὺ ἔπρεπε καὶ τὸ νὰ πέφτῃς καὶ νὰ χάνῃς τὸν καιρὸ σκεπτόμενος τὰ πράγματα αὐτά, ψάχνοντας πόσο παρέμεινες στὸ κάθε πταῖσμα καὶ ἂν συγκατατέθηκες, ἂν θέλησες αὐτὰ ἢ ὄχι, ἂν ἀπέβαλες τὸν λογισμὸ ἐκεῖνον καὶ τὰ παρόμοια. Καὶ ὅσο περισσότερο λυπᾶσαι τόσο περισσότερο αὐξάνει ἡ ἀνορεξία καὶ ἐνόχλησις καὶ ἀνησυχία γιὰ νὰ ἐξομολογηθῇς. Ἀλλὰ καὶ ὅταν πηγαίνῃς στὴν ἐξομολόγησι, ἐξομολογεῖσαι μὲ ἕναν φόβο ἐνοχλητικό, καὶ ἀφοῦ πάλι πολὺ ξοδέψης καιρὸ στὴν ἐξομολόγησι, πάλι δὲν μπορεῖς νὰ ἔχῃς ἀναπαυμένο τὸ πνεῦμα σου, γιατὶ νομίζεις ὅτι δὲν τὰ εἶπες ὅλα. Καὶ ἔτσι περνᾷς μιὰ ζωὴ πικρὴ καὶ ἀνήσυχη μὲ μικρὸ καρπὸ χάνοντας τὸν καιρό σου. Καὶ αὐτὸ ὅλο γίνεται γιὰ νὰ σκεπτώμαστε καλύτερα τὴν φυσική μας χαυνότητα καὶ γιὰ νὰ μὴν ξέρουμε τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ἡ ψυχή μας πρέπει νὰ ἀσχολῆται (πραγματεύομαι) μὲ τὸν Θεό: δηλαδὴ καλύτερα νὰ μεταχειρίζεται ταπεινὴ μετάνοια καὶ ἐπιστροφὴ πρὸς τὸν Θεό, ὅταν πέσῃ σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ συγγνωστὰ καὶ μὴ θανάσιμα ἁμαρτήματα, παρὰ νὰ λυπᾶται γι᾿ αὐτὰ καὶ νὰ στενοχωρῆται τόσο πολὺ καὶ νὰ ταράσσεται.
Εἶπα συγγνωστὰ ἁμαρτήματα γιατὶ μόνο σ᾿αὐτὰ εἶναι συνηθισμένη νὰ πέφτῃ ἡ ψυχὴ ἐκείνη ποὺ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἐδῶ ὑποθέσαμε, μιλώντας μόνο γιὰ ἐκείνους ποὺ ζοῦν Πνευματικὴ ζωὴ καὶ ζητοῦν νὰ προοδεύσουν πνευματικὰ καὶ βρίσκονται χωρὶς θανάσιμα ἁμαρτήματα. Γιατὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ ζοῦν ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε καὶ μὲ θανάσια ἁμαρτήματα λυπώντας κάθε τόσο τὸν Θεό, χρειάζεται ἄλλου εἴδους συμβουλὴ καὶ παραγγελία καὶ δὲν εἶναι γι᾿ αὐτοὺς τὸ φάρμακο αὐτὸ ποὺ εἴπαμε· οἱ παρόμοιοι πρέπει νὰ ἐνοχλοῦνται καὶ νὰ κλαῖνε μὲ πόνο καὶ νὰ ἔχουν μεγάλο συλλογισμὸ ἐξετάζοντας πάντοτε τὴν συνείδησί τους καὶ νὰ ἐξομολογοῦνται γιὰ νὰ μὴ λείψουν ἐξ αἰτίας τῆς ἀδιαφορίας τους ἀπὸ τὴν ἀναγκαία ἰατρεία καὶ σωτηρία τους.
Λοιπὸν θέλοντας νὰ ποῦμε γιὰ τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἡσυχία ποὺ πρέπει νὰ ἔχῃ ἐκεῖνος ποὺ δουλεύει καὶ ὑπηρετεῖ τὸν Θεό, λέμε ὅτι αὐτὴ ἡ ἐπιστροφὴ καὶ μετάνοια γιὰ νὰ εἶναι ὅλη ἀποθεμένη στὴν ἐλπίδα πρὸς τὸν Θεό, πρέπει νὰ ἐννοῆται ὄχι μόνο γιὰ τὰ ἐλαφριὰ καὶ καθημερινὰ πταίσματα, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ μεγαλύτερα καὶ βαρύτερα καὶ συνηθισμένα, στὰ ὁποῖα καμμιὰ φορὰ πέφτει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο ἀπὸ ἀδυναμία καὶ χαυνότητα, ἀλλὰ μερικὲς φορὲς καὶ ἀπὸ κακία καὶ προαίρεσι (1). Διότι ἡ συντριβὴ ποὺ κάνει τὴν διάνοια τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου νὰ ταράσσεται καὶ νὰ ἀπορῇ, δὲν θὰ ὁδηγήσῃ ποτὲ τὴν ψυχὴ σὲ τέλεια στασιμότητα, ἂν δὲν ἑνωθῆ μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ τὴν ἀγαπητὴ ἐλπίδα τῆς εὐσπλαγχνίας καὶ ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ κατὰ πρῶτον εἶναι ἀπαραίτητο καὶ ἀναγκαῖο γιὰ ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦν ὄχι μόνον νὰ βγοῦν ἀπὸ τὶς ταλαιπωρίες τους, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀποκτήσουν μεγάλο βαθμὸ ἀρετῶν καὶ μεγάλη ἀγάπη καὶ ἕνωσι μὲ τὸν Θεό· πρᾶγμα τὸ ὁποῖο μὴ θέλοντας νὰ ἐννοήσουν πολλοὶ πνευματικοὶ ἄνδρες, παραμένουν πάντοτε μὲ μία καρδιὰ καὶ μὲ ἕνα νοῦ σχεδὸν ἀπελπισμένοι, ποὺ τοὺς κρατεῖ καὶ δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ προχωρήσουν ἐμπρὸς ἢ νὰ γίνουν δεκτικοὶ τωνμεγαλυτέρων χαρισμάτων, τὰ ὁποῖα ἔχει ἑτοιμάσει γι᾿ αὐτοὺς ὁ Θεὸς καὶ μέρα μὲ τὴν μέρα ζοῦν πολλὲς φορὲς μία ζωὴ ἄθλια καὶ ἀνώφελη καὶ ἄξια γιὰ νὰ τοὺς κλαίῃ κανείς. Διότι δὲν θέλουν παρὰ νὰ ἀκολουθοῦν τὴν δική τους φαντασία, μὴ δεχόμενοι τὴν ἀληθινὴ καὶ σωτήρια διδασκαλία ποὺ τοὺς κατευθύνει διὰ μέσου τῆς βασιλικῆς ὁδοῦ στὶς ὑψηλὲς καὶ σταθερὲς χριστιανικὲς ἀρετὲς καὶ στὴν εἰρήνη ἐκείνη ποὺ ἄφησε ὁ Χριστὸς στὴ γῆ λέγοντας: «Σὰς ἀφήνω εἰρήνη· τὴν δική μου εἰρήνη σᾶς ἀφήνω» (Ἰω. 14,27).
Ἀκόμη ὀφείλουν οἱ παρόμοιοι κάθε φορὰ ποὺ θὰ βρεθοῦν σὲ κάποια ἐνόχλησι γιὰ κάποια ἀμφιβολία, νὰ δέχωνται τὴ συμβουλὴ τοῦ Πνευματικοῦ τους πατρὸς ἢ ἀπὸ κάποιον ἄλλον ποὺ τὸν θεωροῦν ἱκανὸ νὰ τοὺς δίνη παρόμοιες συμβουλὲς καὶ νὰ ἀφιερώνωνται σὲ αὐτὸ καὶ νὰ ἀναπαύωνται πλήρως. Καὶ ἐν συντομίᾳ, γιὰ νὰ τελειώσουμε τὸν λόγο, ὅσο γιὰ τὴν ἐνόχλησι ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὶς ἐλλείψεις, ἀκολουθεῖ τὸ ἑπόμενο κεφάλαιο
1. Πολὺ καλὰ διδάσκεται αὐτὸ ἐδῶ. Ὅτι, δηλαδή, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ μερικὲς φορὲς πέφτει στὰ ἐλαφριὰ καὶ συνηθισμένα ἢ στὰ πιὸ βαρειὰ σφάλματα ἀπὸ αὐτά, τὰ ὁποῖα κοινῶς ὀνομάζονται συγγνωστὰ καὶ μὴ θανάσιμα. Γιατὶ ἄλλο εἶναι τὸ συγγνωστὸ ἁμάρτημα καὶ ἄλλο εἶναι τὸ νὰ ἔχῃ κανεὶς κάποια κλίσι καὶ θέλησι γενικὰ σὲ αὐτὸ καὶ νὰ τὸ ἐπαναλαμβάνῃ πολλὲς φορές· γιατὶ ἀπὸ τὰ συγγνωστὰ αὐτὰ ἁμαρτήματα καὶ αὐτοὶ οἱ ἅγιοι δὲν εἶναι ἐντελῶς ἐλεύθεροι σύμφωνα μὲ τὸν ρκε´, ρκστ´ καὶ ρκζ´ κανόνα τῆς ἐν Καρθαγένῃ ἁγίας Συνόδου, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς πέφτουν ἢ ἀπὸ ἄγνοια ἢ καὶ ἐν γνώσει τους ἢ καὶ μὲ τὴν προαίρεσί τους σ᾿ αὐτὰ λόγῳ τῆς ἀνθρωπίνης ἀσθένειας. Οἱ παρόμοιοι ὅμως δὲν πρέπει νὰ ἔχουν γενικὰ κλίσι σ᾿ αὐτά, οὔτε πολὺ συχνά, καὶ μὲ ἐπιμονὴ νὰ τὰ κόβουν, ἀλλὰ νὰ πολεμοῦν πάντοτε γιὰ νὰ καθαρίσουν τὴν ψυχή τους ἀπὸ τὴν κακὴ αὐτὴ κλίσι, γιὰ νὰ μὴ χάσουν τὴν εὐαρέσκεια πρὸς τὸν Θεό. Γιατὶ ἂν καὶ τὰ συγγνωστὰ ἁμαρτήματα ὁ Θεὸς δὲν τὰ τιμωρεῖ μὲ αἰώνια κόλασι, ὅμως πάντοτε τοῦ φαίνονται δυσάρεστα καὶ μισητά, ὅπως καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ τὰ διαπράττουν. Καὶ ἐπὶ πλέον ἀπὸ αὐτὰ τὰ συγνωστὰ ἁμαρτήματα ἀδυνατίζουν τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, καταστρέφουν τὴν εὐλάβεια, ἐμποδίζουν τὴν χάρι ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό, ἀνοίγουν θύρα στοὺς πειρασμούς, καὶ ἂν δὲν θανατώνουν τὴν ψυχή, ὅμως τὴν κάνουν νὰ ἀσθενῇ καὶ ἰδιαιτέρως ὅταν κανεὶς παραμένῃ σ᾿ αὐτὰ γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα μὲ τὴν κλίσι ποὺ ἔχει καὶ μὲ τὴν θέλησί του. Γιατὶ ἄλλο εἶναι τὸ νὰ πῇς μία ἢ δυὸ φορὲς ἕνα ἐλαφρὺ ψέμα καὶ ἄλλο τὸ νὰ λέγῃς ψέμα γιὰ κάθε ὑπόθεσι καὶ νὰ ἔχῃ κάποια κλίσι καὶ χαρὰ σὲ τέτοιο ἐλάττωμα. Οἱ μῦγες ὅταν περνοῦν γρήγορα ἀπὸ κανένα ἀρωματικό, δὲν τὸ καταστρέφουν ὅλο, ἀλλὰ ὅταν σταματήσουν καὶ ψοφήσουν μέσα σ᾿ αὐτό, τὸ καταστρέφουν ὁλόκληρο καὶ τὸ βρωμίζουν, ὅπως λέγει ὁ Σολομώντας: «Οἱ μῦγες ὅταν ψοφοῦν βρωμίζουν τὴν συσκευασία ἀρωματικοῦ ἐλαίου» (Ἐκκλ. 10,1). Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὰ συγγνωστὰ ἁμαρτήματα, ὅταν παραμένουν γιὰ πολὺ καιρὸ στὴν ψυχή, καταστρέφουν ὅλη της τὴν εὐλάβεια καὶ τὴν καλή της κατάστασι.
Πηγή: (Ἀόρατος Πόλεμος - Μέρος 2ον - Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης), Ορθόδοξοι Πατέρες