Η ύπαρξη του ατομικισμού στην εποχή μας και σε κάθε εποχή δείχνει ότι ο άνθρωπος δεν αισθάνεται τη φυσική ανάγκη να είναι ενωμένος με τους «άλλους», αποκαλύπτοντας έτσι την άβυσσο και την αποξένωση που έχει φυτέψει μέσα του η κακία και η εμπάθεια.
Οι φιλοσοφικές αρχές, που νομιμοποίησε, για τον άνθρωπο, ο Διαφωτισμός και έχουν διαδοθεί, μέσω της παιδείας, σε όλον τον κόσμο, από τον 18ο αιώνα έως σήμερα, δεν συμπεριέλαβαν, ως τρόπο ζωής των ανθρώπων, την αγάπη στον συνάνθρωπο και όλες τις συναφείς αρετές που έφερε στον κόσμο ο Ιησούς Χριστός.
Η ουσία του συγκεκριμένου αυτού φιλοσοφικού συστήματος, που επιβίωσε εντός της Ιστορίας, είτε ως Μαρξισμός είτε ως Καπιταλισμός είτε, εσχάτως, ως νέα τάξη πραγμάτων, διατηρεί και καλλιεργεί τον ατομικισμό εντός της ζωής του ανθρώπου, με άλλα λόγια, διασώζει το απάνθρωπο και μισάνθρωπο στοιχείο, που αρνήθηκε και αντέκρουσε ο Ιησούς Χριστός, διά της Θείας του Ενανθρωπήσεως.
Το σύστημα αυτό, δυστυχώς, δεν έδωσε φιλοσοφική λύση στην κλειστότητα, τη σκληρότητα, την αγριότητα, την αδιαφορία, την αποξένωση, που διακατέχουν τον έσω - άνθρωπο για τον συνάνθρωπο, δεν πρόσφερε, δηλαδή, ούτε πρότεινε κάτι, που θα μπορούσε να αλλάξει τον κακό ψυχισμό του.
Μέσα στην Ιστορία, όμως, έχει εκφραστεί, διαχρονικά, η ανάγκη της υπάρξεως του ανθρώπου ως συνανθρώπου. Από τη χρυσή εποχή της αρχαίας Ελλάδας, έχει καταγραφεί ότι ο Διογένης ο Κυνικός, Φιλόσοφος του 4ου αι. π.Χ., θέλοντας να δώσει το δικό του μήνυμα στο κλείσιμο του ανθρώπου της εποχής του στη φυλακή του ατομικισμού και της ιδιοτέλειας, κυκλοφορούσε στην Αθήνα μέσα στο φως της ημέρας, κρατώντας ένα αναμμένο φανάρι.
Όταν τον ρωτούσαν, γιατί κυκλοφορεί με αναμμένο το φανάρι του, εκείνος απαντούσε πως έψαχνε να βρει έναν άνθρωπο!
Λίγο αργότερα, ο Χριστός, με πολλά μηνύματα αγάπης υπέρ του συνανθρώπου, έδειχνε στον άνθρωπο όλων των εποχών τον τρόπο που μπορεί να νικήσει το πάθος του ατομικισμού και να γίνει άνθρωπος και συνάνθρωπος.
Πώς, δηλαδή, μπορεί να καλύψει έναν από τούς βασικούς οντολογικούς σκοπούς της δημιουργίας του, ως ανθρώπου, που είναι να έχει αρμονική σχέση και κοινωνία με τον συνάνθρωπο, να είναι γι αυτόν πάντοτε «εγγύς», «πλησίον», «συνάνθρωπος» και όχι άγνωστος, αδιάφορος, αναίσθητος και μακράν ιστάμενος από τη ζωή του.
Ο Χριστός δεν παίρνει απλώς κάποια θεωρητική θέση για τα ζητήματα αυτά, αλλά, μέσα από την ανακαινιστική ζωή της Εκκλησίας Του, προσφέρει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να νικά τη φθορά και την αμαρτία, την κατάσταση, δηλαδή, που αποτελεί την αφετηρία όλων των διακρίσεων, των απομονώσεων και των διαιρέσεων.
Μόνο μέσα από μια τέτοια ανακαίνιση μπορεί να συμβιώνει δημιουργικά με τον συνάνθρωπο.
Από τη στιγμή που ό άνθρωπος απομονώνεται, κάνει έναν συμβιβασμό με τον διάβολο, διότι, φυσικά, το θέλημα εκείνου, ως διαβολέα, εκτελεί ο άνθρωπος, όταν ενδιαφέρεται μόνον για τον εαυτό του και δεν επιτρέπει να χωρέσει μέσα του κανείς άλλος, εκτός από αυτόν τον ίδιο.
Έτσι γεννιέται και αναπτύσσεται μέσα στον άνθρωπο η ιδιοτέλεια, ως ατομικισμός και κοινωνική αποξένωση του «άλλου».
Ο Απ. Παύλος υπογραμμίζει ότι κανείς, παρασυρόμενος από την φιλαυτία του, να μην επιζητεί αυτό που του αρέσει ή τον εξυπηρετεί, αλλά, ας επιδιώκει ο καθένας, το καλό του άλλου: «μηδείς το εαυτού ζητήτω, αλλά το του ετέρου έκαστος» (Α΄Κορ. 10, 24).
Ως βασικό λόγος, που ο Απόστολος δεν θεωρεί σωστό και χριστιανικό να βρίσκεται ο άνθρωπος μακράν του συνανθρώπου του, αποτελεί το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούν και παίρνουν, αν θέλουν, διά του Χριστού, την υιοθεσία του Θεού και Πατρός, την την αποδοχή, δηλαδή, να είναι υιοί του Θεού, δηλαδή συγγενείς και μάλιστα αδελφοί μεταξύ τους και, επομένως, να αποτελούν ένα σώμα: «πάντες υμείς είς έστε εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. 3, 28).
Όντως, η αναζήτηση του ανθρώπου, ως συνανθρώπου, δεν σταμάτησε ποτέ, αλλά, επίσης, δεν ικανοποιήθηκε ποτέ, μέσω των διαφόρων θρησκειών και των φιλοσοφιών, ούτε, όμως, δόθηκε ποτέ, μέσω αυτών των χώρων, αποτελεσματική λύση για την κάλυψη και θεραπεία αυτού του κενού της ανθρωπότητας.
Η μοναδική ικανοποιητική απάντηση ήλθε άνωθεν, μέσω της εν Χριστώ Αποκαλύψεως του Θεού στον κόσμο, διότι με αυτήν φανερώθηκε, όχι μόνο ποιος είναι ο τέλειος Θεός αλλά και ποιος είναι ο τέλειος άνθρωπος και συνάνθρωπος, που έψαχνε και ψάχνει να βρει η ανθρωπότητα σε όλες τις εποχές.
Ως παράδειγμα, θυμίζουμε το θαύμα της θεραπείας του παραλυτικού. (Ιω. 5, 2 – 9): Στα Ιεροσόλυμα, κοντά στην προβατική πύλη του τείχους, υπήρχε μια δεξαμενή νερού, η οποία είχε το όνομα Βηθεσθά. Γύρω από αυτήν υπήρχαν πέντε υπόστεγα.
Σ’ αυτά τα υπόστεγα βρισκόταν ένα πλήθος από αρρώστους, τυφλούς, χωλούς, ανθρώπους με ακίνητο κάποιο μέλος του σώματός τους, οι οποίοι περίμεναν να κατέβει ο άγγελος, να ταραχθεί το νερό και ο πρώτος, που θα έμπαινε, μετά την ανατάραξη του νερού στην κολυμβήθρα, θεραπευόταν, από οποιοδήποτε νόσημα και αν υπέφερε.
Ανάμεσα σε όλους, υπήρχε και ένας παράλυτος, ο οποίος έπασχε από αυτήν την αρρώστια τριάντα οκτώ χρόνια. Όταν τον είδε ο Ιησούς να βρίσκεται εκεί κατάκοιτος, γνωρίζοντας ως Παντογνώστης το πρόβλημά του, τον ρώτησε: “θέλεις να γίνεις υγιής;”
Και ο παράλυτος Του απάντησε: “θέλω, Κύριε, αλλά δεν έχω άνθρωπο, ώστε, όταν ταραχθεί το νερό, να με βοηθήσει να μπω στην κολυμβήθρα. Ενώ δε εγώ σύρομαι προς αυτήν, άλλος, πριν από μένα, προλαβαίνει και κατεβαίνει στην κολυμβήθρα και θεραπεύεται”.
Η απάντηση του παραλυτικού εκφράζει τον πόνο του ανθρώπου, ο οποίος είχε μείνει εντελώς μόνος, χωρίς να έχει έναν συνάνθρωπο να ενδιαφερθεί γι΄ αυτόν και να τον βοηθήσει.
Φανερώνει, επομένως έναν άνθρωπο αποκλεισμένο που ένιωθε την εγκατάλειψη των συνανθρώπων του, τον αποκλεισμό και το κενό που κυριαρχούσε στην κοινωνική ζωή της εποχής και του τόπου του, λόγω του ατομικισμού, της έλλειψης αγάπης και θυσίας και της κυριαρχίας της ιδιοτέλειας των ανθρώπων και της έλλειψης αγαπητικού ενδιαφέροντος για τον συνάνθρωπο.
Ουσιαστικά, με την παραβολή, υπογραμμίζεται η άρνηση του ανθρώπου να γίνει συνανθρωπος. Ουδείς υγιής έδειξε, επί τόσα χρόνια, ενδιαφέρον, ουδείς θυσίασε τον χρόνο και την υπομονή του, για να βρεθεί δίπλα του και να γίνει γι΄ αυτόν συνάνθρωπος.
Κανείς επίσης από τους αρρώστους, που ήσαν μαζί του, δεν επέδειξε αγάπη προς αυτόν, διότι κανείς δεν του είπε: Η περίπτωσή σου είναι χειρότερη από τη δική μου. Μπες εσύ τώρα και εγώ θα περιμένω να πέσω άλλη φορά.
Ο καθένας φρόντιζε μόνον για τον εαυτό του.
Πράγματι είναι θαυμαστή η μετριοπάθεια, με την οποία εκφράζει ο παράλυτος την απανθρωπιά, την αδιαφορία και την ασυμπάθεια, την οποία του έδειχναν οι γύρω του, χωρίς να κατακρίνει ούτε το σύστημα ούτε κανέναν από τους συνανθρώπους του.
Είναι φανερό ότι μπροστά στον Χριστό, ο παράλυτος δείχνει, ότι αισθάνθηκε, ίσως για πρώτη φορά, την αγάπη και το ενδιαφέρον του «άλλου», ως συνανθρώπου.
Και τότε ο Ιησούς απαντά θαυματουργικά, τόσο ως συνάνθρωπος όσο και ως Θεός της αγάπης και του ελέους και του λέγει: “Σήκω πάνω, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτησε”.
Ωστόσο, την απάντηση που έδωσε ο παραλυτικός στον Ιησού: «άνθρωπον ουκ έχω», θα μπορούσαν να δώσουν σήμερα εκατομμύρια άνθρωποι, αναμένοντας αβοήθητοι, χωρίς να υπάρχει κάποιος, που να γίνει γι αυτούς συνάνθρωπος.
Διότι ο Θεάνθρωπος ήλθε μεν, πριν από 20 αιώνες και αποκάλυψε τον αγαπητικό και κοινωνικό τρόπο ζωής, ο οποίος μπορεί να αλλάξει τη ζωή της ανθρωπότητας, αλλά, δυστυχώς, και Εκείνος και η διδασκαλία Του, συνεχώς αποβάλλονται και εξορίζονται από εκείνους που επιλέγουν να υπάρχουν και να ζουν τη ζωή της δοκιμασίας τους σε αυτόν τον κόσμο, όχι ως συνάνθρωποι αλλά ως απάνθρωποι.
Είναι γεγονός ότι μπορεί να βελτιώνονται και να εκσυγχρονίζονται οι συνθήκες ζωής της ανθρωπότητας, να μικραίνουν ολοένα και πιο πολύ οι χιλιομετρικές αποστάσεις, αλλά οι άνθρωποι εντός της εσωτερικότητάς τους εξακολουθούν να αισθάνονται ξένοι και μακράν μεταξύ τους, διότι εξακολουθούν να μην υπακούν στις εντολές - συμβουλές του Χριστού.
Ο Χριστός έχει πει ότι, μόνο τότε, που οι άνθρωποι θα θελήσουν να προσεγγίσουν τον αληθινό Θεό και, με τη δική Του βοήθεια, θα προσπαθήσουν να καθαριστούν από τα αμαρτωλά πάθη της κακίας και της ιδιοτέλειας και να ακολουθούν τις αρετές της αγάπης, της ειρήνης, της πίστεως, της αγαθωσύνης, της μακροθυμίας της πραότητας, θα αισθανθούν την ανάγκη να γίνουν για τον «άλλο» συνάνθρωποι.
Όσο βρίσκονται μακράν του Θεού, θα βρίσκονται και μακράν του ανθρώπου, εγκλωβισμένοι στον εαυτό τους και στην θανατερή τους κακία, δηλαδή, ατομικιστές, ιδιοτελείς, απάνθρωποι, ασυμπαθείς, ακοινώνητοι.
Θα έχουν μεν επικοινωνία, αλλά, όχι αληθινή κοινωνία με τον συνάνθρωπο.