«Χαῑρε, δι᾿ ἧς ἐγείρονται τρόπαια· χαῖρε, δι᾿ ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι»
(Ἀκάθ. ὕμν. Ψ5)
Ἆσμα, ἀγαπηγοί μου, ᾆσμα δηλαδὴ τραγούδι, ποὺ ἔψαλαν οἱ πρόγονοί μας, οἱ Χριστιανοὶ τοῦ Βυζαντίου, εἶνε ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος. Περιλαμβάνει ἑκατὸν σαραντατέσσερα (144) «Χαῖρε», μὲ τὰ ὁποῖα ἐπαναλαμβάνει τὸν χαιρετισμὸ ποὺ εἶπε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ πρὸς τὴν Θεοτόκο «Χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετὰ σοῦ…» (Λουκ. 1,28).
Συνήθως, σὲ ὀλιγόλεπτα κηρύγματα, ἑρμηνεύουμε ἕνα ἢ δύο χαιρετισμοὺς τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου. Σήμερα θὰ προσπαθήσουμε νὰ δώσουμε μιὰ ἑρμηνεία στὸ «Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἐγείρονται τρόπαια· χαῖρε, δι᾿ ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι» (Ἀκάθ. ὕμν. Ψ5). Τί σημαίνει αὐτό· Χαῖρε, Παναγία, γιατὶ μὲ τὴ δική σου βοήθεια ὑψώνονται ἀπὸ μᾶς μνημεῖα νίκης, ἐνῷ οἱ ἐχθροί μας καταπίπτουν νικημένοι.
* * *
⃝ Ὁ χαιρετισμὸς αὐτός, ἀγαπητοί μου, μᾶς ὑπενθυμίζει τὸ ἱστορικὸ ἐκεῖνο γεγονὸς ποὺ συνέβη στὴν πόλι τῶν ὀνείρων μας, τὴν Κωστατινούπολι, τὸ 626 μ.Χ..
Πᾶνε ἀπὸ τότε αἰῶνες πολλοί. Ἡ Πόλις μας τὸ ἔτος ἐκεῖνο πολιορκήθηκε ἀπὸ τὴν ξηρὰ καὶ ἀπὸ τὴ θάλασσα. Καὶ ἦταν ἀδύνατον οἱ Βυζαντινοὶ πρόγονοί μας νὰ νικήσουν, γιατὶ ὁ ἔνδοξος τότε αὐτοκράτωρ, ὁ Ἡράκλειος, μὲ τὸ στρατό του ἀπουσίαζε χιλιόμετρα μακριὰ ἀγωνιζόμενος ἐναντίον τῶν Περσῶν. Τότε λοιπὸν οἱ Ἄβαροι ἔκαναν ἐπιδρομή, καὶ νομίζοντας πὼς εὔκολα θὰ νικήσουν ἀποθρασύνθηκαν· ἰταμοί, ὑπερήφανοι καὶ ἐγωισταί, ἔλεγαν στοὺς Βυζαντινούς· Δὲν γλυτώνετε, ἀδύνατον νὰ σωθῆτε· μόνο ἂν γίνετε ψάρια καὶ κολυμπήσετε στὸ Βόσπορο ἢ γίνετε πουλιὰ καὶ πετάξετε, τότε μόνο θὰ ζήσετε.
Ἀλλὰ ἔκανε ὁ Θεὸς τὸ θαῦμα καὶ ταπείνωσε τοὺς ὑπερηφάνους. Τὴ νύχτα – τὰ μεσάνυχτα φύσηξε ἄνεμος σφοδρός, τὰ πλοῖα τῶν ἐχθρῶν ἔγιναν συντρίμμια, κι αὐτοὶ τὸ πρωὶ διαλύθηκαν· ἔφυγαν ντροπιασμένοι, καὶ ἡ Βασιλεύουσα ἐλευθερώθηκε.
Τότε οἱ Χριστιανοί, εὐγνωμονώντας τὸν Κύριο καὶ τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο γιὰ τὴ σωτηρία, πῆγαν στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν καὶ δοξολογοῦσαν. Καὶ τότε γιὰ πρώτη φορὰ ἐψάλη ὁ ὑπέροχος αὐτὸς ὕμνος, τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…».
⃝ Καὶ δὲν εἶνε αὐτὴ ἡ μόνη φορά. Ἄλλη μιὰ φορά, δευτέρα φορά, ἡ Παναγία ἔδειξε τὴν προστασία της στὸ γένος μας, καὶ τότε ἀκούστηκε πάλι ὁ ὕμνος αὐτός.
Ἦταν τὸ 1821. Τότε οἱ πρόγονοί μας σήκωσαν τὴ σημαία τῆς ἐλευθερίας, εἶπαν «ἐλευθερία ἢ θάνατος», καὶ πῆραν μεγάλο θάρρος ἀπὸ τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. Ὡς ἡμέρα ἐθνεγερσίας ὥρισαν τὴν 25η Μαρτίου 1821, ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου.
Ἦταν καὶ τότε μία πολὺ δύσκολη περίοδος. Ὁ Ἰμπραὴμ μὲ τὰ στρατεύματά του κατέκλυσε τὴν Πελοπόννησο καὶ εἶχε πέσει κάποια ἀπογοήτευσις. Τότε ὁ ἀείμνηστος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πῆγε μόνος σ᾿ ἕνα ἐξωκκλήσι· ἐκεῖ ὅλη τὴ νύχτα προσευχόταν μετὰ δακρύων στὸ Θεὸ καὶ παρακαλοῦσε τήν ὑπεραγία Θεοτόκο. Ὅταν βγῆκε ἔξω ἡ ἐλπίδα του εἶχε ἀναπτερωθῆ καὶ εἶπε ἐκεῖνο τὸ λόγο· Ἡ Παναγία δὲν εἶνε ὅπως οἱ μεγάλες δυνάμεις ποὺ λησμονοῦν τὴν Ἑλλάδα· ἡ Παναγία ὑπέγραψε τὴν ἐλευθερία μας, καὶ δὲν παίρνει πίσω τὴν ὑπογραφή της, θὰ πραγματοποιήσῃ τὴν ὑπόσχεσί της.
Ἔτσι πῆραν πάλι θάρρος, ἀγωνίστηκαν μέχρι ἐσχάτων, καὶ ἐλευθέρωσαν τὴ μικρὴ αὐτὴ γωνία τῆς γῆς ἀπὸ τὸν Τοῦρκο.
⃝ Πρώτη φορὰ λοιπὸν τὸ 626 μ.Χ., δευτέρα τὸ 1821, ὑπάρχει ὅμως καὶ τρίτη φορά. Ποιά εἶνε ἡ τρίτη· τὸ 1940, στὸν ἑλληνοϊταλικὸ πόλεμο.
Θυμᾶμαι τότε στὴν ἐπιστράτευσι τοῦ ᾽40, ὅτι οἱ μανάδες, καθὼς τὰ παιδιά τους ἔφευγαν γιὰ τὸ μέτωπο, τὰ ἐμπιστεύονταν στὴν Παναγία. Καὶ πολλοὶ μαχηταί μας βεβαίωναν, ὅτι στὰ βουνὰ τῆς Βορείου Ἠπείρου εἶδαν τὴν Παναγία νὰ τοὺς σκεπάζῃ καὶ νὰ τοὺς ἐμψυχώνῃ.
Ζοῦσαν ἀκόμη μέχρι τὶς ἡμέρες μας ἀγωνισταὶ τοῦ Ἀλβανικοῦ ἔπους· γεροντάκια πιά, ποὺ δὲν τοὺς δίνει κανεὶς σημασία καὶ ἡ νεολαία τὰ περιφρονεῖ καὶ τὰ ἐμπαίζει, μιὰ νεολαία ποὺ ξέρει μόνο τὰ κέντρα διασκεδάσεως, ἐνῷ ἀπὸ τὸ ναὸ κατὰ κανόνα ἀπουσιάζει. Τέτοια ἀνάγωγα παιδιὰ στὴν Ἀθήνα, ὅταν εἶδαν στὸ δρόμο ἕνα γεροντάκι, τοῦ ἔρριξαν ἕνα κεσὲ μὲ γιαούρτι καὶ τὸν ἔχρισαν. Γιὰ τὴν πρᾶξι τους αὐτὴ ὡδηγήθηκαν στὸ ἀστυνομικὸ τμῆμα, καὶ ἐκεῖ οἱ νέοι μας ἔμαθαν, ὅτι ὁ γέρος ἐκεῖνος ἦταν λοχίας στὴ μάχη τῆς Πίνδου καὶ εἶχε τιμηθῆ μὲ ἀριστεῖο ἀνδρείας!
Τέτοιοι ἀγωνισταί, κάθε φορὰ ποὺ κατελάμβαναν μιὰ κορυφὴ καὶ ἔστηναν τὴν Ἑλληνικὴ σημαία, πανηγύριζαν καὶ ἔψελναν «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…».
* * *
Καὶ σήμερα, ἀγαπητοί μου, ἡ πατρίδα μας περνάει ἄλλη δοκιμασία καὶ περιμένει πάλι ἕνα θαῦμα. Γιατὶ πάλι τὰ ἴδια μᾶς κάνουν. Μᾶς ἐγκατέλειψαν αὐτοὶ ποὺ ὑπόσχονταν πὼς θὰ μᾶς ἐνισχύσουν, αὐτοὶ ποὺ διακήρυτταν τότε· «Μέχρι τώρα λέγαμε ὅτι οἱ Ἕλληνες πολεμοῦν σὰν ἥρωες, στὸ ἑξῆς θὰ λέμε ὅτι οἱ ἥρωες πολεμοῦν σὰν Ἕλληνες». Μᾶς ἐγκατέλειψαν αὐτοί· ἂς μὴ μᾶς ἐγκαταλείψῃ ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος.
Καὶ ἡ Παναγία εἶνε παρήγορος ἄγγελος ὄχι μόνο ἐν καιρῷ πολέμου, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες δύσκολες στιγμές. Εἶνε ἄρρωστο τὸ παιδί, καὶ ἡ μάνα προσεύχεται· Παναγία μου, κάνε το καλά! Ἔμεινε ἡ γυναίκα χήρα καὶ τὸ παιδὶ ὀρφανό, καὶ αὐτὴν παρακαλοῦν· Παναγία, προστάτεψέ μας! Ταξιδεύει κανεὶς στὴ θάλασσα, ἔπεσε σὲ φουρτούνα καί, Παναγία μου, σῶσε με! φωνάζει. Φοβᾶται στὸ ἀεροπλάνο ἢ στὸ αὐτοκίνητο καί, Παναγία μου! λέει αὐθόρμητα. Φτάνουμε καὶ στὸ τέλος τῆς ζωῆς, καὶ ἐκείνην πάλι καλοῦμε νὰ σταθῇ δίπλα μας.
Τὸ θλιβερὸ εἶνε ὅτι, ὅταν περνάῃ ἡ δυσκολία, λησμονοῦμε τὶς εὐεργεσίες τῆς Παναγίας καὶ δὲν τῆς λέμε οὔτε ἕνα εὐχαριστῶ. Καὶ τὸ ἀξιοθρήνητο εἶνε ὅτι, εἴτε σὲ μιὰ ἀντιξοότητα εἴτε κι ἀπὸ μιὰ ἐπιπολαιότητα καὶ κακὴ συνήθεια, πολλοὶ ἀνοίγουν τὰ ἄθλια στόματά τους καὶ ἀντὶ γιὰ προσευχὲς βγάζουν ὕβρεις καὶ βλαστήμιες. Τὸ δὲ ἀποκορύφωμα τοῦ παραλογισμοῦ ποιό εἶνε· ὅτι, ἐνῷ μέσα στοὺς ναοὺς ψάλλουμε «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια…» καὶ «Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε», ὅταν βγοῦμε ἔξω καὶ μετρήσουμε τὶς βλαστήμιες ποὺ ξεστομίζουν οἱ νεοέλληνες, βλέπουμε ὅτι αὐτὲς εἶνε πολὺ περισσότερες. Φρίκη! Κάποτε στὴν Ἑλλάδα, στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὸν Πόντο, παντοῦ στὰ εὐλογημένα μας μέρη, δὲν ἀκουγόταν βλαστήμια· τώρα τὸ φοβερὸ αὐτὸ ἁμάρτημα ἔχει διαδοθῆ τόσο, ὥστε μολύνει καὶ τὸν ἀέρα ἀκόμη.
Εἶνε ἀνάγκη νὰ ἐξαλειφθῇ, νὰ σβήσῃ ἡ βαστήμια, ἂν θέλουμε νὰ ἔχουμε τὴ βοήθεια καὶ τὴν προστασία τῆς Παναγίας. Σᾶς ὑπενθυμίζω τί ἔλεγε γι᾽ αὐτὸ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός· «Ἕνας ἄνθρωπος νὰ μὲ ὑβρίσῃ, νὰ φονεύσῃ τὸν πατέρα μου, τὴν μητέρα μου, τὸν ἀδελφόν μου, καὶ ὕστερα τὸ μάτι νὰ μοῦ βγάλῃ, ἔχω χρέος ὡσὰν Χριστιανὸς νὰ τὸν συγχωρήσω· τὸ δὲ νὰ ὑβρίσῃ τὸν Χριστόν μου καὶ τὴν Παναγίαν μου, δὲν θέλω νὰ τὸν βλέπω» (βλ. στὰ βιβλία μας Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Ἀθῆναι 201331, σ. 185 καὶ Ἀντιβλασφημικὸς ἀγών, Ἀθῆναι 19892, σ. 82).
Ὁ δὲ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, αὐστηρότερος ἀπὸ τὸν ἅγιο Κοσμᾶ, ἔλεγε ὅτι δὲν εὐθύνονται μόνο αὐτοὶ ποὺ βλαστημοῦν, ὑπεύθυνοι εἶνε κι αὐτοὶ ποὺ τοὺς ἀκοῦνε καὶ ἀδιαφοροῦν. Τί θὰ ἔκανες ἂν βλαστημοῦσαν τὴ μάνα σου ἢ κατηγοροῦσαν τὸν πατέρα σου; δὲν θὰ διαμαρτυρόσουν; Ἔτσι συνέβη κάποτε στὴν Καλαμάτα. Βλαστημοῦσε ἕνας, καὶ πῶς τὸν διώρθωσε ὁ ἄλλος· βγαίνει ἀπὸ τὸ μαγαζὶ καὶ τοῦ λέει· –Γιατί βλαστήμησες τὸν πατέρα μου; Ἐννοοῦσε τὸν οὐράνιο Πατέρα (βλ. τὸ περιστατικὸ στὸ βιβλίο μας Ἀντιβλασφημικὸς ἀγών, σσ. 21 καὶ 178-9). Καμμιά γυναίκα, καὶ ἡ πιὸ διεφθαρμένη, δὲν ὑβρίζεται ὅπως ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος. Θεέ μου, πῶς μᾶς ἀνέχεσαι; Γι᾽ αὐτὸ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει· Ἄκουσες βλαστήμια; μὴ μείνῃς ἀδιάφορος. Ἔχεις γλῶσσα; συμβούλεψε τὸ βλάσφημο. Δὲν σ᾽ ἀκούει; χτύπα τον· χέρι ποὺ θὰ χτυπήσῃ βλάστημο θὰ ἁγιάσῃ (βλ. Ε.Π. Migne 49,32).
Κ᾽ ἐμεῖς λοιπόν, ἐκεῖ ποὺ βρισκόμαστε κι ἀπὸ μέρα σὲ μέρα δὲν ξέρουμε τί μᾶς ξημερώνει, γιὰ νὰ ἔχουμε πάλι βοηθό μας τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, ἂς ἀγωνιστοῦμε νὰ ἀπαλλάξουμε τὸν τόπο μας ἀπὸ τὴ φοβερὴ πληγὴ τῆς βλασφημίας. Κ᾽ ἔτσι ἡ πατρίδα μας, ὅπως τὸ 626, ὅπως τὸ 1821, ὅπως τὸ 1940, ἀλλὰ καὶ σ᾿ ἄλλες περιπτώσεις, γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ νὰ σωθῇ. Καὶ τότε ὅλα μαζὶ τὰ στόματα στοὺς ναοὺς νὰ ποῦμε· Χαῖρε, Παναγία! «Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἐγείρονται τρόπαια· χαῖρε, δι᾿ ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσι»· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν Παρασκευὴ 8-4-1994 μὲ ἄλλο τίτλο.), Ἐπίσκοπος Αὐγουστίνος Καντιώτης