«Χαῖρε, ἡ στήλη τῆς παρθενίας»
(Ἀκάθ. ὕμν. Τ1α΄)
Ὁ κόσμος, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε δημιούργημα τύχης· δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ ἐκ τοῦ μηδενός, αὐτὴ εἶνε ἡ διδασκαλία τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Καὶ κορυφὴ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου εἶνε ὁ ἄνθρωπος.
Ἀπ᾽ τὴν ἡμέρα ποὺ πάνω στὸ φλοιὸ τῆς γῆς ἐμφανίστηκε ὁ ἄνθρωπος μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων ἔζησαν – ζοῦν – θὰ ζήσουν δισεκατομμύρια γυναῖκες. Ἀπ᾽ ὅλες αὐτὲς διακρίθηκαν καὶ θὰ διακριθοῦν ὡρισμένες εἴτε γιὰ προσωπικὰ φυσικὰ χαρίσματα (ὀμορφιά, εὐφυΐα κ.τ.λ.), εἴτε ὡς συγγενεῖς μεγάλων ἀνδρῶν.
Ἀλλ᾽ ἐὰν ρωτήσετε, ποιά ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν γυναικῶν εἶνε ἡ ἀνώτερη ἀπ᾽ ὅλες, ἡ βασίλισσα τοῦ γυναικείου κόσμου, καὶ ἂν ἐμεῖς σιωπήσουμε, καὶ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ θὰ φωνάξουν, ὅτι ἐκείνη ποὺ ἀνῆλθε σὲ «ὕψος δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς», ὅπως λέει ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος (Α3), εἶνε ἡ ταπεινὴ κόρη τῆς Ναζαρέτ, ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος.
Δικαίως καὶ πρεπόντως τὴν ἐγκωμιάζει ἡ Ἐκκλησία μας, τὴν ἐγκωμιάζουν ποιηταὶ καὶ ῥήτορες. Καὶ μία ἄριστη συλλογὴ – ἀνθοδέσμη ὡραιοτάτων ἐγκωμίων εἶνε ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος, ὁ ὁποῖος ἐπαναλαμβάνει ἑκατὸν σαραντατέσσερις (144) φορὲς τὸ πρῶτο «Χαῖρε» ποὺ ἀκούστηκε πρὸς αὐτὴν στὴ Ναζαρέτ (Λουκ. 1,28).
Τί ἐγκωμιάζει ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος; Ὁ ἁμαρτωλὸς κόσμος τῶν ῥαδιοφώνων καὶ τῆς τηλεοράσεως, ὁ κόσμος τῆς διαφθορᾶς, τῶν Σοδόμων καὶ τῆς Γομόρρας, ἐγκωμιάζει τὴ φυσικὴ ὀμορφιὰ τῆς γυναίκας. Τέτοιο κάλλος ἐγκωμιάζει καὶ ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος; Χωρὶς ἀμφιβολία ἡ Παρθένος Μαρία εἶχε καὶ κάλλος φυσικό. Ἀλλὰ ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος δὲν ἐγκωμιάζει αὐτό. Τὸ κάλλος τὸ φυσικό, ὅσο καὶ ἂν λάμπῃ καὶ ἂν σαγηνεύῃ καὶ ἂν καίῃ καὶ πυρπολῇ, τὸ κάλλος αὐτὸ ποὺ εἶνε πηγὴ δαιμονισμοῦ ἐὰν κατοικήσῃ σὲ γυναῖκα διεφθαρμένη, τὸ κάλλος αὐτὸ δὲν εἶνε τὸ ἀντικείμενο θαυμασμοῦ τοῦ ἐμπνευσμένου ἀνωνύμου ποιητοῦ τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου. Τὸ φυσικὸ κάλλος, ἡ ὀμορφιὰ αὐτὴ τῶν γυναικῶν, εἶνε ἄνθος ποὺ μαραίνεται. Πηγαίνετε στὰ νεκροταφεῖα καὶ δεῖτε ἐκεῖ «ποῦ τὸ κάλλος τοῦ σώματος;(Ἀκολ. νεκρώσ., εἰς τὸν ἀσπ.).
Πέρα ὅμως ἀπὸ τὸ κάλλος τὸ φυσικὸ ὑπάρχει ἕνα ἄλλο κάλλος, αἰώνιο καὶ ἀθάνατο. Τὸ κάλλος αὐτὸ εἶνε «ῥόδον τὸ ἀμάραντον» (Καν. Ἀκαθ. α΄3), θησαυρὸς ἀτίμητος, πάνω ἀπ᾽ ὅλους τοὺς θησαυρούς. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀρετή. «Πᾶς ὅ τ᾽ ἐπὶ γῆς καὶ ὑπὸ γῆς χρυσὸς ἀρετῆς οὐκ ἀντάξιος», ὅπως ἔλεγαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι (Πλάτ., Νόμ. 5,728Α· Μιχ. Ἰατροῦ, Πόθεν καὶ διατί, σ. 70). Τὸ ἄφθαρτο αὐτὸ καὶ αἰώνιο κάλλος, ὁ ἀστὴρ ὁ ἄδυτος, ἡ ἀρετή, εἶνε ἡ καλωσύνη, ἡ ἁγιότης. Τῆς δὲ ἀρετῆς δοχεῖο ἔκτακτο καὶ μοναδικὸ ὑπῆρξε ἡ Θεοτόκος.
Τὸ φῶς τοῦ ἡλίου, ἂν καὶ φαίνεται μονοειδές, ἐν τούτοις διαθλᾶται σὲ πολλὰ χρώματα, ὅπως βλέπουμε καὶ στὸ ὡραῖο φαινόμενο τοῦ οὐρανίου τόξου· ὅπως λοιπὸν τὸ φῶς ὅταν διαθλᾶται ἀναλύεται, ὅπως λένε οἱ φυσικοί, στὰ διάφορα χρώματα τῆς ἴριδος, ἔτσι κάπως καὶ ἡ ἁγιότης τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου διαθλᾶται σὲ πολλὰ ἔξοχα χρώματα κάθε ἀρετῆς.
Τί πρῶτο καὶ τί δεύτερο τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου νὰ ἐγκωμιάσουμε; Ὑπῆρξε τὸ ὑπόδειγμα τῶν γυναικῶν σὲ ὅλες τὶς ἀρετές.
Ὑπῆρξε ὑπόδειγμα προσευχῆς καὶ μελέτης. Γυναῖκες ὅσες δὲν διαβάζετε τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ δὲν προσεύχεσθε γιὰ τὰ παιδιά σας, ἐλεγχθῆτε ἀπὸ τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, ποὺ προσευχόταν καὶ ἐντρυφοῦσε στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ὑπῆρξε ὑπόδειγμα πραότητος καὶ ὑπομονῆς. Γυναῖκες ὅσες ἀπὸ σᾶς δαιμονίζεστε ἀπὸ θυμὸ καὶ ὀργή, ἀτενίστε στὸ ὑπόδειγμα τῆς ὑπομονῆς καὶ πραότητος. Τίποτε ἄλλο δὲν ἠρεμεῖ τὸν ἄντρα ὅσο ἡ πραότητα τῆς συζύγου του ποὺ λάμπει στὸν καθημερινό της βίο.
Ὑπῆρξε ὑπόδειγμα ἐργατικότητος. Δὲν ἦταν ἀκαμάτρα, ὅπως οἱ γυναῖκες τῶν σημερινῶν μεγαλουπόλεων ποὺ δὲν ξέρουν ἀπὸ δουλειά· ἦταν σὰν τὶς ἐπαρχιώτισσες, ποὺ μὲ τὸν κόπο καὶ τὴν ἀξιωσύνη τους τρέφουν ὅλους. Τὰ χέρια της εὐωδίαζαν ἄρωμα ἀγγέλων. Ἀπὸ τὰ δάκτυλά της ἦταν φτειαγμένα στὸν ἀργαλειὸ καὶ τὰ ἀπέριττα ροῦχα ποὺ φοροῦσε ὁ Χριστός μας.
Ἡ Παναγία ὑπῆρξε ἰδίως ὑπόδειγμα ταπεινώσεως, ὑπερτάτης ταπεινώσεως. Αὐτή, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ γίνῃ ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ μας, δὲν καυχήθηκε ποτέ γι᾿ αὐτό, ἀλλὰ ἔμενε στὴν ἀφάνεια καὶ τὴν ἡσυχία.
Τέλος, κοντὰ σ᾽ αὐτὲς τὶς ἀρετὲς ποὺ κοσμοῦν τὸ φωτοστέφανο τῆς δόξης της, ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ὑπῆρξε καὶ τὸ ὑπόδειγμα τῆς παρθενίας. Ἐδῶ θὰ ἐπιμείνω· καὶ ὑπογραμμίζω τὶς λέξεις αὐτές, διότι κατ᾿ ἐξοχὴν αὐτὴ εἶνε ἡ ἀρετὴ ποὺ λείπει σήμερα.
Παρθενία. Τί παρθενία; Σώματος καὶ ψυχῆς. Ἡ παρθενία τοῦ σώματος δὲν εἶνε τόσο δύσκολη· πιὸ δύσκολο εἶνε νὰ παρθενεύῃ ἡ ψυχή. Ποιό τὸ ὄφελος νά ᾽νε καθαρὸ καὶ ἀμόλυντο τὸ σῶμα, ἡ δὲ ψυχὴ μέσα νὰ εἶνε ἀκάθαρτη ἀπὸ ῥύπους αἰσχρῶν ἐπιθυμιῶν; Ὁ Κύριος εἶπε, ὅτι καὶ ἕνα βλέμμα ἁμαρτωλὸ προκαλεῖ πορνεία καὶ μοιχεία (βλ. Ματθ. 5,28)· ζητάει καθαρότητα βλέμματος, καθαρότητα καρδιᾶς, νά ᾽νε ἀπηλλαγμένη ἡ διάνοια ἀπὸ βέβηλες σκέψεις. Ἡ Παναγία, παρθένος στὸ σῶμα καὶ παρθένος στὴν ψυχή, εἶχε κρυστάλλινη τὴν παρθενία. Παρθένος πρὸ τοῦ τόκου, παρθένος κατὰ τὸν τόκον, παρθένος μετὰ τὸν τόκον· εἶνε ἡ μόνη ποὺ τῆς ἀνήκει ὁ τίτλος «Ἀειπάρθενος».
Μὲ δέος καὶ θαυμασμὸ στέκεται μπροστά της ὁ ὑμνῳδὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ λέει· «Τί σε καλέσωμεν», πῶς νὰ σὲ ὀνομάσουμε, Παναγία Παρθένε; «Οὐρανόν; ὅτι ἀνέτειλες τὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης». Νὰ σὲ ὀνομάσουμε «Παράδεισον; ὅτι ἐβλάστησας τὸ ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας». Νὰ σὲ ὀνομάσουμε «Παρθένον; ὅτι ἔμεινας ἄφθορος». Νὰ σὲ ὀνομάσουμε «Ἁγνὴν Μητέρα; Ὅτι ἔσχες σαῖς ἁγίαις ἀγκάλαις Υἱὸν τὸν πάντων Θεόν», τὸν Κύριό μας Ἰησοῦν Χριστόν (Α΄ Ὥρα). Ὅ,τι καὶ νὰ ποῦμε, εἶνε ἀδύνατον νὰ ἐξυμνήσουμε τὸ μεγαλεῖο τῆς Θεοτόκου.
* * *
Θέλω, ἀγαπητοί μου, νὰ ἐπιστήσω τὴν προσοχὴ ὅλων καὶ πρὸ παντὸς τῶν γυναικῶν στὸ μεγάλο θέμα τῆς παρθενίας.
Ἡ παρθενία, τὸ στέμμα τῆς Θεοτόκου, ἦταν εἶνε καὶ θὰ εἶνε πάντοτε τὸ καύχημα τοῦ γυναικείου φύλου. Εἶνε δὲ καὶ ἡ ἀρετὴ ἐκείνη ποὺ ἀπὸ ἀρχαιοτάτης ἐποχῆς ἐθαύμαζε τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων. Θέλετε ἀποδείξεις;
Ἡ πρώτη ἀπόδειξις βρίσκεται στὴν Ἀθήνα, ποὺ τὴν ἐπισκέπτονται τόσοι ξένοι. Γιατί ἔρχονται ἐκεῖ ἀπ᾽ τὰ πέρατα τοῦ κόσμου; Ἀνεβαίνουν στὴν Ἀκρόπολι νὰ δοῦν τὸν Παρθενῶνα, τὸ μνημεῖο πρὸς τιμὴν τῆς παρθενίας. Μὰ ἂν δὲν τιμᾶται ἡ παρθενία, τότε νὰ τὸ γκρεμίσουμε
Ἀπόδειξις τῆς τιμῆς πρὸς τὴν παρθενία εἶνε ἀκόμα ὁ ἄλλος Παρθενών, ὁ ἀνώτερος τοῦ πρώτου, κι αὐτὸς εἶνε ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος. Ἐὰν ἄλλοι θαυμάζουν τὸν Παρθενῶνα, ἐγὼ θαυμάζω τὸν ποιητικὸ αὐτὸν Παρθενῶνα, ποὺ ἔφτειαξε ἡ ἐμπνευσμένη ποίησις τοῦ Βυζαντίου.
Ἀπόδειξις τῆς τιμῆς πρὸς τὴν παρθενία εἶνε ἀκόμη τὰ δημοτικὰ τραγούδια, ποὺ ἀντηχοῦσαν στὰ βουνὰ καὶ στὰ λαγκάδια ὑμνώντας τὴν τιμὴ τῆς κόρης τὰ χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας.
Κι ἂν αὐτὰ δὲν σᾶς ἔπεισαν, κάνετε μία ἐπίσκεψι – ποῦ; στὰ βράχια τῆς Ἀραπίτσας, ἔξω ἀπ᾽ τὴ Νάουσα. Μ᾽ ἀξίωσε ὁ Θεὸς ὅταν ἤμουν ἱεροκήρυκας Βεροίας & Ναούσης νὰ ψάλω τρισάγιο μετὰ δακρύων ἐκεῖ, ποὺ δέκα, εἴκοσι, τριάντα, ἑκατὸ κοπέλλες, ἁγνὰ ῥόδα, προτίμησαν νὰ πέσουν στὸ βάραθρο, γιὰ νὰ κρατήσουν τὴν τιμή τους ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ τῶν Τούρκων. Κάνετε μιὰ ἐπίσκεψι καὶ στὸ Ζάλογγο, ἐκεῖ ποὺ γιὰ τὸν ἴδιο λόγο θυσιάστηκαν χορεύοντας οἱ Σουλιώτισσες. Αὐτὴ ἦταν τότε ἡ Ἑλλάδα!
Τώρα; Ὤ, θὰ γίνω πικρός, θὰ γίνω κακός! Μὰ πρέπει νὰ γίνω. Γιατὶ στὰ χρόνια μας τὸ γένος μας ἔπαψε νὰ ψάλλῃ τὸ μεγαλεῖο τῆς παρθενίας· τὰ τραγούδια ποὺ μεταδίδουν οἱ σταθμοὶ ἐξυμνοῦν τὸν αἰσχρὸ ἔρωτα, τὴ μοιχεία, τὴν πορνεία, τὰ ἐπαίσχυντα πάθη.
Ἄλλαξε ὁ κόσμος· κακὸς ἄνεμος πνέει, ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὴ Δύσι νὰ κάψῃ σὰν λίβας τὰ ἄνθη ποὺ εἴχαμε στὸ περιβόλι μας. Καὶ ἤδη τὰ μάρανε, καὶ πρέπει νὰ κλάψουμε. Δὲν πιστεύουν πιὰ οἱ Ἑλληνίδες στὴν παρθενία. Μιὰ καθηγήτρια κλαίγοντας μοῦ ἔλεγε, ὅτι στὸ γυμνάσιο σηκώθησαν ὅλες καὶ φώναζαν, ὅτι ἡ παρθενία εἶνε πιὰ ξεπερασμένη! Κι ἀπὸ φοιτητικὰ στόματα ἀκούγεται τὸ βραχνὸ σύνθημα «Κάτω ἡ παρθενία». Δηλαδή, Σόδομα καὶ Γόμορρα. Φοβᾶμαι μήπως κανένας σεισμὸς θάψῃ αὐτὴ τὴ σαπίλα.
Γυναῖκες πιστές, κλεῖστε τ᾿ αὐτιά σας! Εἰς πεῖσμα τῶν δαιμόνων θὰ μείνουμε Χριστιανοί, θὰ τιμοῦμε «τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας» (τέλος ἀκολ. Χαιρετ.). Ὄχι νὰ τὸ λέμε μόνο στὴν ἐκκλησιὰ σὰν τραγούδι, ἀλλὰ «τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενίας» καὶ στὸ ναό, καὶ στὸ σπίτι, παντοῦ· ὥστε ἀπὸ τὴ Μακεδονία καὶ τὴ Φλώρινα, νὰ εὐωδιάσῃ ἡ παρθενία. Καὶ τότε νὰ λέμε πραγματικὰ στὴν Παναγία· «Χαῖρε, ἡ στήλη τῆς παρθενίας· χαῖρε, ἡ πύλη τῆς σωτηρίας» (Ἀκάθ. ὕμν. Τ1)· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν Παρασκευὴ 25-3-1977 τὸ βράδυ.), Ἐπίσκοπος Αὐγουστίνος Καντιώτης