Περί το 390 ζούσε στα Σίγγαρα (σημ. Σεντζάρ, 15 χλμ. από την Μοσούλη) ένας μικρός Εβραίος έντεκα ετών με το όνομα Ασέρ, στον οποίο ο πατέρας του, ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος, είχε αναθέσει να φυλάει τις αγελάδες του.
Όταν πήγαινε να ποτίσει τα ζώα συναντούσε συχνά παιδιά χριστιανών που καθώς έτρωγαν το κολατσιό τους είχαν την συνήθεια να διηγούνται ιστορίες μαρτύρων. Ο Ασέρ λαχταρούσε να πάρει κι αυτός μέρος στην παρέα, αλλά τα άλλα παιδιά του απαντούσαν ότι δεν μπορούσε να συμμετάσχει στο γεύμα, παρά μόνο αν δεχόταν να λάβει το άγιο Βάπτισμα. «Να το νερό, γιατί δεν με βαπτίζετε», απαντούσε ο Ασέρ.
Μπροστά στην τόση επιμονή του τον οδήγησαν μία μέρα στην πηγή και τον βούτηξαν τρεις φορές λέγοντας: «Βαπτίζεται ο Αμπντούλ Μασίχ (“δούλος του Χριστού”) στο όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος! Κι εσύ Χριστέ, ο Θεός μας, συμπλήρωσε στο νερό αυτό όλα τα λόγια που λένε οι ιερείς όταν βαπτίζουν και κάνε ο δούλος Σου να βαπτισθεί όπως πρέπει».
Έπειτα τον πήραν με πομπή θριαμβευτική και τον πήγαν να φάνε από κοινού το γεύμα τους, ενώ ένα παιδί του χάρισε ένα χρυσό σκουλαρίκι, συμβουλεύοντάς τον να μείνει πιστός στην ομολογία του.
Επιστρέφοντας στο σπίτι, η μητέρα του φοβούμενη την οργή του συζύγου της έκρυψε το παιδί. Για έναν μήνα έφευγε πρωί πρωί να πάει το κοπάδι στην βοσκή και το βράδυ γυρνούσε στο κρησφύγετό του και ο πατέρας του απασχολημένος με τις δουλειές του ούτε καν πρόσεξε την απουσία του.
Μία ημέρα, ενώ βοσκούσε τα κοπάδια στο βουνό έτυχε να περνά από κει ένας ιεραπόστολος επίσκοπος και ο Αμπντούλ Μασίχ του ζήτησε να ολοκληρώσει το βάπτισμα που είχε λάβει.
Την επαύριο, ο πατέρας του είχε καλέσει τα μέλη της οικογένειάς του σε μεγάλο δείπνο και έστειλε τους υπηρέτες να μαζέψουν τα παιδιά του. Μόλις είδε τον Αμπντούλ Μασίχ, πρόσεξε το σκουλαρίκι που απαγορευόταν να φοράνε οι Εβραίοι και αποκαλώντας τον δούλο τον ρώτησε τι σήμαινε αυτό.
«Ναι, έγινα δούλος του Χριστού», του απάντησε το παιδί. Εξοργισμένος ο πατέρας όρμησε πάνω του και τον ξυλοφόρτωσε. Μπήκαν στην μέση οι άλλοι ομοτράπεζοι και κατάφεραν να τον ηρεμήσουν, όταν όμως κάλεσαν το παιδί να έλθει να καθήσει μαζί τους, εκείνο αρνήθηκε λέγοντας ότι δεν έπρεπε Εβραίοι και χριστιανοί να τρώνε μαζί.
Ο πατέρας του δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί άλλο κι αρπάζοντας ένα μαχαίρι άρχισε να κυνηγά τον γιό του μέσα στους αγρούς. Τον πρόφθασε κοντά στην πηγή όπου είχε βαπτισθεί, την στιγμή που το παιδί είχε μόλις γονατίσει, και στρέφοντάς του το κεφάλι το έσφαξε σαν αρνί.
Πηγή: (Από το βιβλίο: “Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας”, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος δέκατος, Ιούνιος, σελ. 318. Ίνδικτος, Αθήναι 2007), Κοινωνία Ορθοδοξίας, Η άλλη όψη