Δὲν τακτοποιοῦνται οἱ ἁμαρτίες οὔτε μὲ τὸ νὰ περάσει ὁ καιρὸς οὔτε ἁπλῶς μὲ τὸ νὰ πεῖ κανεὶς στὴν προσευχή του: «Συγχώρησε μέ, Θεέ μου, γιατί ἔκανα αὐτό». Εἶναι πολὺ σοβαρὸ τὸ θέμα, καὶ ὁ καθένας πολὺ σοβαρά, πολὺ ὑπεύθυνα νὰ τὸ τακτοποιήσει καὶ ὄχι μὲ ἀρρωστημένη διάθεση. Γιατί ἐπικρατεῖ καὶ αὐτὴ ἡ ἄποψη ὅτι, μὲ αὐτὰ ποὺ λέμε περὶ ἁμαρτίας, κάνουμε τοὺς ἀνθρώπους νὰ αἰσθάνονται ἐνοχές, καὶ καθὼς ἔχουν ἐνοχές, παθαίνουν ψυχολογικὰ προβλήματα. Ἔτσι εἶναι βέβαια, ἂν τὰ πάρει κανεὶς ἀνάποδα καὶ στραβά. Ἀλλὰ τὸ λέω ρητῶς καὶ κατηγορηματικῶς ὅτι δὲν παθαίνει κανεὶς τίποτε, τίποτε, καὶ ὄχι ἁπλῶς δὲν παθαίνει, ἀλλὰ τότε λυτρώνεται, ὅταν καλὰ-καλὰ δεῖ τὴν ἁμαρτία. Ἔκανες τὴν ἁμαρτία; Δὲς τὴν. Μὴ φοβᾶσαι νὰ τὴ δεῖς καὶ μετανόησε. Ἂν μετανοήσεις, λυτρώνεται ἡ ψυχή σου. Οὔτε κομπλεξικὲς καταστάσεις δημιουργοῦνται οὔτε ψυχοπαθολογικὲς οὔτε ψυχολογικὰ προβλήματα οὔτε τίποτε.
Ὅποιος παθαίνει ἀπὸ αὐτά, σημαίνει ὅτι στὸ βάθος δὲν μετανοεῖ ἀληθινά. Δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, καθὼς ἀκούει τὴν ἀλήθεια, νιώθει ὅτι ἔκανε ἁμαρτίες, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ὅμως δὲν θέλει νὰ μετανοήσει, δὲν θέλει νὰ ἀναγνωρίσει: «Ἁμάρτησα, Θεέ μου, συγχώρησε μέ», ὥστε νὰ ταπεινωθεῖ ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ νὰ ζητήσει τὸ ἔλεός του. Θέλει νὰ εἶναι ἀσπροπρόσωπος. Αὐτὰ ὅμως δὲν συμβιβάζονται.
Κανείς μας ἀπέναντί του Θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀσπροπρόσωπος. Ἐνώπιόν του Θεοῦ εἴμαστε ὅλοι ἐκτεθειμένοι, ὅποιοι κι ἂν εἴμαστε. Ὅπου ὑπάρχει ἀληθινὴ μετάνοια, ὅπου ὑπάρχει ἀληθινὴ ἐξομολόγηση, δὲν εἶναι δυνατὸν ἐκεῖ νὰ ὑπάρχουν ὕστερα αἰσθήματα ἐνοχῆς, τὰ ὁποία καταπιέζουν τὸν ἄνθρωπο καὶ δημιουργοῦν, ὅπως εἴπαμε, κομπλεξικὲς καὶ ψυχοπαθολογικὲς καταστάσεις. Τὸ λέω ρητῶς καὶ κατηγορηματικῶς.
Θὰ ἤθελα σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀκόμη μία φορὰ νὰ τονίσω τὴν ὅλη ἀρνητικὴ δουλειά, τὸ ὅλο κακὸ ποὺ κάνει ἡ ἁμαρτία. Ὅταν διαπράττει κανεὶς ἁμαρτία –καὶ μάλιστα νὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ πῶ, ὅταν ἡ ἁμαρτία ἔχει καὶ ἀρρωστημένο χαρακτήρα· καὶ δὲν μποροῦμε στὴ γενιά μας νὰ μὴν τὸ ποῦμε, γιατί κατὰ κανόνα οἱ ἄνθρωποι σήμερα ἔχουν καὶ ἀρρωστημένες καταστάσεις– ὅταν λοιπὸν διαπράττει κανεὶς ἁμαρτία, δὲν εἶναι ἁπλῶς ὅτι ἐνώπιόν του Θεοῦ εἶναι ἐν ἁμαρτίαις, καὶ τί θὰ γίνει, ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία ἐπηρεάζει καὶ τὸ λογικό του καὶ τὴν ψυχή του καὶ τὴν καρδιά του καὶ τὰ συναισθήματά του καὶ τὴ βούλησή του καὶ τὰ πάντα, ὅποτε ἀνάλογα σκέπτεται καὶ συμπεριφέρεται.
Καὶ ἐπιπλέον, καθόλου δὲν πάει τὸ μυαλό του νὰ σκεφθεῖ: «Γιὰ στάσου· σὰν νὰ μὴ σκέπτομαι καλά. Σὰν νὰ μὴν αἰσθάνομαι καλά, καὶ ὅλη ἡ βούλησή μου καὶ ἡ ὅλη ἐσωτερική μου κατάσταση σὰν νὰ μὴ λειτουργοῦν σωστά. Ἂς ρωτήσω κανέναν ἄλλο». Δὲν κάνει ἔτσι. Ἀκόμη καὶ νὰ ἔρθει ὁ ἄλλος καὶ νὰ τοῦ πεῖ: «Χριστιανέ μου, δὲν εἶναι τὰ πράγματα ὅπως τὰ καταλαβαίνεις ἐσύ. Δὲν εἶναι ὅπως τὰ κάνεις ἐσύ· δὲν εἶναι ὅπως τὰ λὲς ἐσύ», δὲν θὰ τὸ δεχθεῖ. Ἂν ἐδῶ ὑπάρχει καὶ ἀρρωστημένη κατάσταση, ἀκόμη πιὸ δύσκολα καταλαβαίνει κανεὶς αὐτὸ ποὺ τοῦ λένε. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἁμαρτάνει, ἐπειδὴ ὑπάρχει μέσα τοῦ γενικότερα ἡ ἀδυναμία. Δὲν ἁμαρτάνει ἐν ψυχρῶ, σὰν νὰ λέει: «Τώρα θὰ ἁμαρτήσω». Ὄχι· ἁμαρτάνει, ἐπειδὴ δὲν ἐλέγχει πλήρως τὸν ἑαυτό του. Ὑπάρχουν καταστάσεις μέσα στὸν ἄνθρωπο ποὺ διαφεντεύουν, καὶ πάρα πολλὲς φορὲς ἐπηρεάζεται ἀπὸ αὐτὲς καὶ ἁμαρτάνει.
Δηλαδή, πιὸ συγκεκριμένα, ἐὰν κάποιος, ἔτσι ἢ ἀλλιῶς, δὲν αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι καὶ ὅτι μπορεῖ καὶ αὐτὸς νὰ σταθεῖ ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ νὰ ζήσει σωστά, ἔχοντας τὴν ὑπόληψη καὶ τὴν ἀναγνώριση ποὺ θὰ ἤθελε νὰ ἔχει, ἀλλὰ αἰσθάνεται μειονεκτικά, αὐτὸ πολύ του στοιχίζει, πολὺ τὸν ἐνοχλεῖ καὶ τὸν κάνει νὰ εἶναι στενοχωρημένος, νὰ ἔχει μέσα τοῦ θλίψη, κατάθλιψη. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τί θὰ κάνει; Καθὼς δὲν ἀντέχει αὐτὴ τὴν κατάσταση, ἀναζητεῖ κάτι ποὺ θὰ τὸν εὐχαριστήσει. Καὶ τὸ κάνει αὐτό, ὄχι τόσο γιατί θέλει νὰ πάει νὰ κάνει ἐκείνη τὴ συγκεκριμένη πράξη ποὺ θὰ τὸν εὐχαριστήσει, ἀλλὰ σὰν νὰ τὸν σπρώχνει ἀπὸ μέσα τοῦ αὐτὴ ἡ ἔλλειψη, αὐτὴ ἡ ἄσχημη κατάσταση ποὺ ἔχει, αὐτὸ τὸ αἴσθημα ὅτι μειονεκτεῖ, ὅτι δὲν μπορεῖ ἄνετα νὰ συνυπάρχει μὲ τοὺς ἄλλους. Γι’ αὐτό, π.χ., θὰ φάει πολύ· θὰ τρώει καὶ δὲν θὰ τελειώνει. Θὰ πάει νὰ πιεῖ, θὰ βλέπει μὲ τὶς ὧρες τηλεόραση, καὶ ἄλλα καὶ ἄλλα πράγματα θὰ κάνει. Ὅποτε, ἐδῶ τώρα δὲν εἶναι μόνο ὅτι ἁμαρτάνει κανείς, ὅπως εἴπαμε, ἀλλὰ ἁμαρτάνει καὶ κατὰ ἀρρωστημένο τρόπο. Ὑπάρχει δηλαδὴ καὶ τὸ κίνητρο τῆς ἀρρωστημένης καταστάσεως. Ἔτσι, γίνεται ἕνας φαῦλος κύκλος, γίνεται ἕνα μπέρδεμα, καὶ ποὺ νὰ τὰ ξεμπερδέψει κανείς!
Σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις θὰ λέγαμε ὅτι δὲν φθάνει ἁπλῶς νὰ πάει κανεὶς στὴν ἐξομολόγηση καὶ νὰ πεῖ: «Εἶμαι λαίμαργος». Δὲν φθάνει νὰ πάει νὰ πεῖ: «κάθομαι μὲ τὶς ὧρες στὴν τηλεόραση» ἢ «κάθε τόσο θέλω νὰ καπνίσω, κάθε τόσο θέλω νὰ πιῶ». Δὲν φθάνει αὐτό. Πρέπει νὰ δεῖ καὶ βαθύτερα, γιατί τὸ κάνει αὐτό. Ἅμα δὲν δεῖ αὐτὸ τὸ βαθύτερο, ἂν δὲν τὸ προσέξει ἐκεῖνο, ναὶ μὲν εἶπε τὶς συγκεκριμένες πράξεις, εἶπε τὶς συγκεκριμένες ἁμαρτίες καὶ θὰ πάρει ἄφεση, ὅμως ἡ πληγὴ μένει, ἡ πηγὴ τοῦ κακοῦ μένει, καὶ εἶναι ἀτακτοποίητη ἡ ψυχή. Ἔτσι, ἀρχίζει πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ καὶ κάνει πάλι τὰ ἴδια. Καὶ τί γίνεται; Ἂν δηλαδὴ καὶ ὁ ἐξομολογούμενος δὲν καταλάβει καλὰ τί τοῦ συμβαίνει, καὶ ὁ πνευματικὸς δὲν δεῖ περὶ τίνος πρόκειται, πῶς θὰ βοηθηθεῖ αὐτὸς ὁ ἐξομολογούμενος νὰ δεῖ ὅτι ὅλα ξεκινοῦν βαθύτερα ἀπὸ τὴ φιλαυτία του;
Γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι μειονεκτικός; Γιατί αἰσθάνεται μειονεξία; Διότι ὑπάρχει ἡ φιλαυτία. Ἡ ὁποία φιλαυτία στὴν προκειμένη περίπτωση ὑπάρχει καὶ ἐκδηλώνεται κατὰ ἀρρωστημένο τρόπο καὶ ἐπηρεάζει τὸν ἄνθρωπο κατὰ ἀρρωστημένο τρόπο. Νὰ βοηθηθεῖ λοιπὸν κανεὶς νὰ δεῖ τὴ φιλαυτία του, τὸν ἐγωισμό του· νὰ δεῖ ὅλο αὐτὸ ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἔχει μὲν μία γενικὴ πίστη στὸν Θεό, νὰ εἶναι θρησκευτικὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἡ ὕπαρξή του νὰ μὴν ἀκουμπᾶ στὸν Θεό, νὰ μὴν εἶναι πιασμένη ἀπὸ τὸν Θεό. Ἂν ὅμως κανεὶς βρεῖ τὸν Θεό, ἂν ἀκουμπήσει στὸν Θεό, ἂν ἀνοίξει ἡ ψυχὴ καὶ ἔχει μέσα τῆς τὸν Θεό, πᾶνε καὶ οἱ φιλαυτίες, πᾶνε καὶ οἱ ἀρρώστιες, πᾶνε ὅλα, καὶ δὲν ἁμαρτάνει κανεὶς ὕστερα. Γιατί νὰ ἁμαρτήσει; Δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη, καθὼς ὁ Θεὸς γεμίζει καὶ ἱκανοποιεῖ ὅλο τὸν ἄνθρωπο.
Πηγή: (Ἀπὸ τὸ βιβλίο: π. Συμεὼν Κραγιοπούλου, “…πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2014, σέλ. 212.), Ενωμένη Ρωμηοσύνη, Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό