Ακούσαμε, εδώ και καιρό, έναν καθηγητή, από τους πρωταγωνιστές της εισαγωγής και εγκαθίδρυσης των ισλαμικών σπουδών στη Θεολογική Σχολή, να προσπαθεί, σε συνέντευξή του, να εφεύρει νομικό άλλοθι αυτού του εγχειρήματος, επικαλούμενος, παραπλανητικώς, την 194/1987 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), η οποία, μεταξύ άλλων, διευκρίνιζε ότι, «τα όσα διδάσκονται στο θεολογικό τμήμα αποτελούν μεν κυρίως δόγματα της ορθόδοξης εκκλησίας, δεν αποκλείεται, όμως, να αποτελέσουν αντικείμενο σπουδής και έρευνας και από μη μέλη της εκκλησίας αυτής».
Παρερμηνεύοντας την παραπάνω απόφαση, κατά το δοκούν, ο καθηγητής ισχυρίζεται ότι το ΣτΕ, με αυτήν την απόφασή του, επιβεβαιώνει το γεγονός ότι «οι θεολογικές Σχολές στην Ελλάδα δεν είναι ορθόδοξες, δεν είναι ομολογιακές και επομένως ότι το Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής της Θεσσαλονίκης δεν είναι ομολογιακό».
Τις ίδιες θέσεις, επίσης, εξέφρασε εναντίον και της ομολογιακότητας του Μαθήματος των Θρησκευτικών (ΜτΘ), σε ομιλία του στη Λάρισα, ήδη από το 2011, ισχυριζόμενος ότι: «Η εποχή του ομολογιακού και κατηχητικού χαρακτήρα του Μαθήματος παρήλθε ανεπιστρεπτί... Το ΜτΘ θα πρέπει να αποδεσμευθεί από οποιεσδήποτε ηθικιστικές, κατηχητικές και ομολογιακές εξαρτήσεις και να καταστεί ένα μάθημα πολιτισμού, με περιεχόμενο απόλυτα γνωσιολογικό».
Στην Ιστοσελίδα επίσης του Τμήματος Θεολογίας, στο οποίο υπηρετεί εν λόγω καθηγητής, περιέχεται παρόμοια διαστρεβλωτική ερμηνεία, για το ΣτΕ, μιας επιτροπής καθηγητών του Τμήματος. Στην ίδια γραμμή, το 2016, ο Γ. Γραμματέας Θρησκευμάτων του Υπουργείου Παιδείας, εμπνευστής και υπέρμαχος υποστηρικτής της ίδρυσης Ισλαμικού Τμήματος στη Θεολογική Θεσσαλονίκης, ανέφερε σε ομιλία του στη Θεσσαλονίκη, σχετικά με την μη ομολογιακότητα των Θεολογικών Σπουδών: «Το μάθημα των θρησκευτικών, αν έχει ένα λόγο ύπαρξης δεν είναι να μας κάνει καλύτερους Χριστιανούς Ορθοδόξους. Αυτό το κάνει άλλος, το κάνει η μητέρα, πρώτη και καλύτερη, ο παπάς, η Εκκλησία. Όχι το σχολείο όμως. Δουλειά του σχολείου, πρώτα και κύρια, είναι να μας δώσει τη δυνατότητα να γίνουμε δημοκρατικοί πολίτες. Στον χώρο του σχολείου, που είναι δημόσιος χώρος, η αντίληψη είναι πώς θα επιβάλλουμε ένα θρήσκευμα σε όλους. Η αντίληψη που λέει: μένω στη δική μου αλήθεια και δεν διαλέγομαι με τον κόσμο, μάς θέτει στο περιθώριο και της γειτονιάς μας και του κόσμου…..».
Υπογραμμίζουμε, ως νοοτροπία, το παραπάνω σημείο: «πώς θα επιβάλλουμε ένα θρήσκευμα σε όλους».
Καθηγητής επίσης της Θεολογικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, που συμπορεύεται σε αυτή τη μη ομολογιακή γραμμή των Θεολογικών Σπουδών, σε άρθρο του (περ. Νέα Παιδεία) αναφέρει: «Στις θρησκευτικά πλουραλιστικές κοινωνίες μας, η θρησκευτική μόρφωση είναι απαραίτητη και αυτή πρέπει να προσφέρεται στη δημόσια εκπαίδευση, με σκοπό την πληροφόρηση, τη γνώση, την επικοινωνία και τη μόρφωση του νέου ανθρώπου, όχι τη μύηση σε μία θρησκεία ή στον πολιτισμό που παράγει μία μόνο θρησκεία σε ένα τόπο».
Υπογραμμίζουμε και εδώ το ως άνω σημείο, ως νοοτροπία: «όχι τη μύηση σε μία θρησκεία ή στον πολιτισμό, που παράγει μία μόνο θρησκεία σε ένα τόπο».
Όμως, όσες προσπάθειες και αν γίνονται, με στόχο την καθιέρωση στις Θεολογικές Σχολές και στο ΜτΘ μιας φύρδην μίγδην ανάμεικτης Θεολογίας, που θα ευνοεί και «θα παράγει, όχι μία μόνο θρησκεία», αλλά την επιβολή «ενός θρησκεύματος σε όλους», σύμφωνα με τα σχέδια που προαναφέραμε, είναι σαφές ότι η ομολογιακότητα (ορθοδοξότητα) της διδασκαλίας τόσο των θεολογικών Σχολών όσο και του ΜτΘ είναι δεδομένη και ότι διαρκώς αποκαλύπτονται οι κακόβουλες συνέπειες των κακόβουλων σχεδίων ορισμένων παραγόντων.
Η Αγιορείτικη Κοινότητα του Αγίου Όρους, ήδη από το 2012 αναφέρει σε επιστολή της, για την ομολογιακότητα του ΜτΘ: «Εις το σχολείον της δήθεν πολυπολιτισμικής νέας ελληνικής κοινωνίας επιχειρείται η μετατροπή του ΜτΘ εις γνωσιακόν... Φρονούμεν ότι το ΜτΘ θα έδει να είναι ομολογιακὸν διὰ να είναι ανοικτόν, ειδάλλως θα είναι “φυλακή”».
Για τις ισλαμικές σπουδές, επίσης, ήδη από το 2014, η Ιερά Κοινότητα αναφέρει σε επιστολή της ότι τις θεωρεί «ως παρέκκλισιν εκ του σκοπού, τον οποίον ετάχθη να υπηρετεί η Ορθόδοξος Θεολογία», χαρακτηρίζοντας μάλιστα την απόφαση αυτή «σοβαρόν ολίσθημα, που θα οδηγήσει εις επικινδύνους ατραπούς» και η οποία «στρέφεται κατά της επιστήμης, της Θεολογίας και κατ’ αυτής της Εκκλησίας».
Το ΣτΕ επίσης, την αποφάση του οποίου επικαλούνται οι ως άνω καθηγητές, με τέσσερις νέες αποφάσεις του (το 2018 και το 2019), υποστηρίζει την ομολογιακότητα της διδασκαλίας του ΜτΘ, που προσφέρεται στους ορθόδοξους μαθητές, από τους Θεολόγους που παράγουν οι Θεολογικές Σχολές, τα παρακάτω:
Ως [«ανάπτυξη της ορθόδοξης χριστιανικής θρησκευτικής συνειδήσεως κατά τα ανωτέρω νοείται η εμπέδωση και ενίσχυση της συγκεκριμένης αυτής θρησκευτικής συνειδήσεως των μαθητών με τη διδασκαλία των δογμάτων, ηθικών αξιών και παραδόσεων της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού (ΣτΕ 660,926/2018 Ολομ.). Το κυριότερο μέσο, με το οποίο -εκτός άλλων (προσευχή, εκκλησιασμός)- υπηρετείται ο ανωτέρω συνταγματικός σκοπός είναι η διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών (ΣτΕ 660,926/2018 Ολομ.)].
Ως προς το πώς ερμηνεύεται, απλανώς, η φράση του ΣτΕ: τα όσα διδάσκονται στο θεολογικό Τμήμα αποτελούν δόγματα της ορθόδοξης εκκλησίας» και πώς συνδέονται τα δόγματα με τις παραδόσεις της Εκκλησίας μας, ο Μακαριστός Καθηγητής π. Γ. Φλορόφσκυ αναφέρει: «Θα διδάξω τα δόγματα της πίστεως. Τα δόγματα είναι σεβαστά. Δέχομαι και ασπάζομαι τα δόγματα της πίστεως, ολοψύχως και ενσυνειδήτως… Πιστεύω δε ότι ακριβώς τα “δόγματα της πίστεως” δύνανται να βοηθήσουν μίαν απέλπιδα γενεά, ως η ιδική μας, να ανακτήσει χριστιανικό θάρρος και ενόραση».
Επομένως, οι εμπνευστές και εκτελεστές της αποφάσεως της Ιδρύσεως και λειτουργίας Τμήματος, ή Κατεύθυνσης ή Προγράμματος Ισλαμικών Σπουδών εντός της Θεολογικής, με διδάσκοντες ορθόδοξους πανεπιστημιακούς θεολόγους, δεν μπορούν να εμπαίζουν και να παραπλανούν τους Έλληνες πολίτες, με ψευδείς και χωρίς υπόσταση ισχυρισμούς, υποστηρίζοντας, αντορθόδοξα, τη θεολογική συμβατότητα μεταξύ ομολογιακής ορθόδοξης θεολογίας και ομολογιακής ισλαμικής θεολογίας.
Στην ορθόδοξη θεολογία δεν χωρούν τέτοιοι συμβιβασμοί, που μηδενίζουν την ομολογία και μαρτυρία της αλήθειας της. Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, ομολογεί ότι «στα πράγματα της πίστεως δεν υπάρχουν συμβιβασμοί. Δεν χωρά κανένας συμβιβασμός, γνωσιολογικός, γιατί δεν υπάρχει καμιά οντολογική σχέση μεταξύ της Αλήθειας και τους ψεύδους».
Οι όποιοι συμβιβασμοί, με τους οποίους πασχίζουν ορισμένοι, από το 2014, να αθωώσουν την εγκαθίδρυση ομολογιακής διδασκαλίας του Ισλάμ και του Κορανίου, εντός της Ορθόδοξης Θεολογικής Σχολής, δεν άλλαξαν ούτε θα αλλάξουν, ποτέ, τις θέσεις του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά γι’ αυτήν την αντιχριστιανική Θρησκεία, όπως αυτές αναφέρονται στον διάλογο, που ο ίδιος έκανε με τους Μουσουλμάνους.
Κατά την θεολογική αποτίμησή του, [«επειδή οι Μουσουλμάνοι δεν πίστεψαν στον Χριστό, αλλά πίστεψαν σε έναν θνητό άνθρωπο, τον Μωάμεθ, ο Θεός τους παρέδωσε σε αδόκιμο νου (Ρωμ. 1,28), σε «πάθη ατιμίας» (Ρωμ. 1, 26, 27-32), ώστε να ζουν «αισχρώς και απανθρώπως και θεομισώς», με μαχαίρια και ασωτία, επιδιδόμενοι σε αιχμαλωσίες, φόνους, λεηλασίες, αρπαγές, ακολασίες, μοιχείες κ.ά. Στο Ευαγγέλιο διδάσκει ο ίδιος ο Χριστός ότι εκείνος, που δεν πιστεύει στους λόγους του διδασκάλου, δηλ. του Χριστού, δεν αγαπά και τον διδάσκαλο, ως διδάσκαλο. Οι λόγοι του Χριστού είναι να μην πιστεύουμε σε άλλον θεό, μέχρι να ξανάρθει ο Χριστός, ως κριτής, κατά την Δευτέρα Παρουσία· διότι θα περάσουν εν τω μεταξύ πολλοί ψευδόχριστοι που θα πλανήσουν πολλούς· μην τους ακολουθήσετε. Ο Χριστός μαρτυρείται και από τον Μωυσή και από άλλους Προφήτες. Τον Μωάμεθ, όμως, δεν τον βρίσκουμε να μαρτυρείται από τους Προφήτες. Γι᾿ αυτό, εμείς πιστεύομε στον Χριστό και στο Ευαγγέλιό του. Αυτός είναι ο λόγος που εμείς δεν πιστεύουμε ούτε στον Μωάμεθ ούτε και στο βιβλίο (Κοράνιο), που προέρχεται από αυτόν. Ο Μωάμεθ, ξεκινώντας από την Ανατολή, νικητής, έως τη Δύση του ηλίου… αυτό το πέτυχε με πόλεμο και μαχαίρι, με λεηλασίες, αιχμαλωσίες και ανθρωποκτονίες. Η διδασκαλία όμως του Χριστού, κατέλαβε όλα τα πέρατα της γης, χωρίς να επιβάλλει καμία βία, αλλά μάλλον νικώντας τη βία»].
Σχετικά άρθρα: