Λόγος ΚB΄: Περί των τρόπων της εις Θεόν ελπίδος και τινα δεί ελπίζειν επί τον Θεόν και τις εστίν ο αφρόνως και ασυνέτως έχων την ελπίδα.
Γίνεται ελπίς επί τω Θεώ δια της καρδιακής πίστεως, ήτις εστί καλή και μετά διακρίσεως και γνώσεως πέφυκε. Και γίνεται άλλη παρηλλαγμένη και εξ ανομίας υπάρχουσα, ήτις εστί ψευδής. Άνθρωπος ο μη παντελώς φροντίδα ποιούμενος των επικήρων πραγμάτων, αλλ’ εαυτόν ολοτελώς αναθέμενος τω Κυρίω νυκτός και ημέρας, μηδενός φροντίζων κοσμικού δια την πολλήν εαυτού επιμέλειαν την εις τάς αρετάς και πάσαν την σχολήν αυτού εις τα θεία κεκτημένος και δια τούτο αμελών ευτρεπίσαι εαυτώ τροφάς τε και ενδύματα και ετοιμασίαν τόπου κατασκηνώσεως του σώματος και τα λοιπά πάντα, ούτος καλώς και επιστημόνως ελπίζει επί Κύριον. Ότι αυτός ετοιμάσει αυτώ τα προς την χρείαν, και αύτη εστίν αληθώς η αληθής και σοφωτάτη ελπίς.
Δίκαιον ούν εστί τον τοιούτον έλπίζειν έπι τον Θεόν, καθότι δούλος αυτού κεχρημάτικε και επιμελώς διάκειται εν τω έργω αυτού, χωρίς πάσης αμελείας της εκ τινός αιτίας συμβαινούσης. Επί τω τοιούτω άξιον εστίν ενδείκνυσθαι παρά του Θεού ειδικώς την επιμέλειαν, διότι εφύλαξε την εντολήν αυτού την λέγουσαν, «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν», «και της σαρκός πρόνοιαν μη ποιείσθε». Όταν γαρ ούτω διατιθέμεθα, ο κόσμος ώσπερ τις δούλος ετοιμάσει ημίν πάντα και ως δεσπόταις υποταγήσεται αδιστάκτως τοις λόγοις ημών, και τω θελήματι ημών ου μη εναντιωθή. Ίνα γαρ μη αργήση ο τοιούτος εκ της διηνεκούς στάσεως αυτού έμπροσθεν του Θεού, ου παραδίδωσιν εαυτόν φροντίζειν της αναγκαίας χρείας του σώματος. Και ουδενός ετέρου επιμελείται, αλλ’ η μόνον αργός γενέσθαι από πάσης τοιαύτης φροντιδος μικράς και μεγάλης, της προς ηδονήν συντεινούσης και μετεωρισμόν, δια τον φόβον του Θεού. Τεύξεται δε όμως τούτων θαυμασίως, μήτε φροντίσας αυτών μήτε κοπιάσας είς αυτά.
Ο μέντοι άνθρωπος ο παντελώς έχων την καρδίαν συγκεχωρισμένην εν τοις γηίνοις και αεί μετά του όφεως εσθίων χουν και μηδαμώς επιμελούμενος των ευαρεστούντων τω Θεώ, αλλ’ εν πάσι τοις σωματικοίς καταπεπονημένος και λελυμένος και αργός από πάσης αρετής, δια την διηνεκή συντυχίαν και τον μετεωρισμόν της στρηνιάσεως και προφάσεις τινάς προφασιζόμενος, ο τοιούτος όντως δια ταύτην την ραθυμίαν και αργίαν έκπτωτος εστί του αγαθού. Και ενίοτε, ότε στενωθή υπό τίνος ενδείας ή θλιβή υπό της επικαρπίας των ανομημάτων αυτού, ερεί δε πώς ούτος, ότι ελπιώ επί τον Θεόν και αμέριμνον με ποιήσει και άνεσιν μοι παρέξει; Άφρων, μέχρι της άρτι ώρας ουκ εμνήσθης του Θεού, αλλά καθύβριζες αυτόν τη καταλύσει των σων πράξεων και το όνομα αυτού δια σε εν τοις έθνεσιν εβλασφημείτο, καθώς γέγραπται, και νυν τολμάς λέγειν δι’ όλου του στόματος, επ’ αυτώ ελπιώ, και αυτός βοηθήσει μοι και μέριμναν μου ποιήσεται; Καθώς είρηκεν ο Θεός δια του Προφήτου, τους τοιούτους εντρέπων, ότι «καθ’ ημέραν εκζητούσι με και βούλονται μαθείν τάς οδούς μου ως τινές πιούντες την δικαιοσύνην και τα δικαιώματα του Θεού αυτών μη καταλιπόντες, αιτουσί με κρίσιν και δικαιοσύνην». Εκ των τοιούτων εστίν ο άφρων, ο μηδέ τη διανοία αυτού προσεγγίζων τω Θεώ, όταν δε κυκλωθή υπό των θλίψεων αίρων τάς χείρας αυτού προς αυτόν μετά πεποιθήσεως. Ο τοιούτος δέεται καυστηριασθήναι πολλάκις, ίνα ένθεν κακείθεν παιδευθή. Ου γαρ κέκτηται έργον άξιον της είς Θεόν πεποιθήσεως, αλλά δια μεν τάς χαλεπας αυτού πράξεις και την αμέλειαν αυτού από των καθηκόντων άξιος γίνεται παιδείας, δια δε το έλεος αυτού ο Θεός μακροθυμών ανέχεται αυτού.
Μη ούν εξαπατάτω εαυτόν ο τοιούτος και επιλανθανέσθω της τάξεως της διαγωγής αυτού και λεγέτω ελπίζειν επί τον Θεόν, παιδευθήσεται γαρ, διότι ουδαμού το της πίστεως έργον κέκτηται, μηδέ τανυέτω τους πόδας αυτού εν τη αργία και λεγέτω, ότι πιστεύω τω Θεώ επιχορηγήσαι μοι τα προς την χρείαν, ως εν τοις έργοις του Θεού πολιτευόμενος ή αφρόνως ριπτέτω εαυτόν εν φρέατι, μηδαμού σχών τον Θεόν κατ’ ενθύμησιν, τα νυν δε μετά την έκπτωσιν ερεί, ελπιώ επί τον Θεόν, και αυτός με ρύσεται. Μη πλανώ, ώ άφρων. Προηγούμενος εστίν ο δια τον Θεόν κόπος και ο ιδρώς ο εν τη γεωργία αυτού της είς αυτόν ελπίδος. Ει πιστεύεις τω Θεώ, καλώς ποιείς, αλλ’ η πίστις και έργων δέεται, και η είς Θεόν ελπίς εκ της είς τας αρετάς κακοπαθείας φαίνεται. Πιστεύεις, ότι ο Θεός προνοείται των κτισμάτων αυτού και δυνατός εστίν είς πάντα; Αλλά τη πίστει σου επακολουθείτω και η πρέπουσα εργασία, και τότε σου επακούσεται. Μη θέλε κρατείν ανέμους είς την σήν δράκα, πίστιν φημί χωρίς έργων.
Πολλάκις τις αγνοών, διεισδύει οδόν έχουσαν θηρίον πονηρόν ή φονικούς τινας ή τι παραπλήσιον. Και αύτη εστί κοινή πρόνοια του Θεού, το ρύσασθαι εκ της τοιαύτης επηρείας ή το εμποδίσαι εκ του ορμήματος δια τινάς αιτίας, έως αν παρέλθη το πονηρόν θηρίον ή υπαντήσαι τινά και υποστρέψαι αυτόν εκ της οδού. Και πάλιν ενίοτε ευρίσκεται όφις πονηρός εν τη οδώ κατακείμενος και μη θεωρούμενος, και μη βουλόμενος ο Θεός παραδούναι τον άνθρωπον τούτω τω πειρασμώ εξαίφνης ποιεί τον όφιν συρήσαι και του τόπου απελθείν ή έρπειν έμπροσθεν αυτού, κακείνος ιδών παραφυλάτετται και ρύεται εξ αυτού, καίπερ μη ων άξιος δια τας αμαρτίας τας αφανείς, ας μόνος αυτός έπίσταται’ εξαιρείται δε όμως αυτόν ο Θεός δια το έλεος αυτού. Και πάλιν συμβαίνει πολλάκις οίκον ή τοίχον ή λίθον πίπτειν και εκ του ιδίου τόπου ολισθαίνειν μετά ροίζου, και τινας ευρίσκεσθαι εκεί καθημένους, και φιλανθρώπως εντέλλεται Αγγέλω ο Θεός κατέχειν και κρατείν άπτωτον τον τόπον, έως αν αναστώσιν εκείθεν, ή και δια τινας αιτίας εξάγει αυτούς, ώστε μηδένα ευρεθήναι υποκάτω. Άμα δε το εξελθείν αυτούς, παραυτίκα εά πεσείν. Εάν δε και συμβή τινά κατενεχθήναι, ποιεί μηδαμού βλαβήναί εν τούτω γαρ βούλεται δείξαι το άπειρον μέγεθος της δυνάμεως αυτού.
Ταύτα μεν ούν και τα τοιαύτα της κοινής και καθολικής προνοίας τον Θεού, ο δε δίκαιος, ταύτην έχει αχώριστον. Τους μεν γαρ λοιπούς ανθρώπους διακριτικώς εκέλευσεν ο Θεός διοικείν τα κατ’ αυτούς και συγκεράσαι τη του Θεού προνοία την γνώσιν, αλλ’ ο δίκαιος δια ταύτης της γνώσεως διοικήσαι τα κατ’ αυτόν ου δέεται. Διότι εκτήσατο αντί ταύτης της γνώσεως την πίστιν, δι’ ης «καθελεί παν ύψωμα επαιρόμενον κατά της γνώσεως του Θεού». Και από τίνος των απηριθμημένων ου φοβηθήσεται, καθώς γέγραπται, άτι δίκαιος ως λέων πεποιθε, κατά παντός τολμών δια της πίστεως, ούχ ως πείραζων τον Κύριον, αλλ’ ως καθορών αυτόν, ώσπερ τις καθωπλισμένος καί ενδεδυμένος την του αγίου Πνεύματος δύναμιν. Και καθ’ όσον διηνεκή έχει την φροντίδα μετά του Θεού, κατά τοσούτον και ο Θεός ερεί περί αυτού, «μετ’ αυτού ειμί εν θλίψει, εξελούμαι αυτόν και δοξάζω αυτόν», «μακρότητος ημερών εμπλήσω αυτόν», και δείξω αυτώ το σωτήριον μου.
Ο μέντοι χαύνος και ράθυμος εις το έργον αυτού ταύτην την ελπίδα έχειν ου δύναται, άλλ’ ο διηνεκώς εμμένων τω Θεώ εν πασι και προσεγγίζων αυτώ δια της καλλονής των έργων αυτού και εκτείνων το βλέμμα της καρδίας αυτού προς την χάριν αυτού αδιαλείπτως, ως έφησεν ο θείος Δαβίδ, «εξέλιπον οι οφθαλμοί μου από του ελπίζειν με επί τον Θεόν μου».
Ότι αυτώ πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν.
Πηγή: (Το βιβλίο: Όσιος Ισαάκ ο Σύρος - Ασκητικά), Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, Ελληνική Πατρολογία