του Βασιλείου Τ. Γιούλτση
Καθηγητού
Στο ερώτημα, λοιπόν, «τί προσέφερε ή Εκκλησία στον κόσμο»,
ή απάντηση έρχεται αν αναλογισθούμε
«ποιος ήταν ό κόσμος πριν από τη θεία ενανθρώπηση».
***
Υπάρχουν στην παράδοση της Εκκλησίας λεπτομέρειες η κατανόηση των οποίων είναι δύσκολη και συχνά οδηγεί σε παρερμηνείες. Τότε η ανθρώπινη λογική με υπεραπλουστεύσεις επιχειρεί εισβολή στο χώρο της χάριτος και του μυστηρίου.
Η χάρη και το μυστήριο δεν αποτελούν ποιότητες της ανθρώπινης φύσεως αλλά δώρα του Αγίου Πνεύματος, γι αυτό και η κατανόηση των «επιρροών του Χριστιανισμού στην κοινωνία» είναι μάλλον συνάντηση με το θαύμα πού συντελείται στην Ιστορική του πορεία.
Ασφαλής προοπτική για την κατανόηση της πορείας αυτής προσφέρεται μέσα από τα κείμενα και τις μαρτυρίες των αγίων. Στη ζωή της Εκκλησίας συναντάται η πίστη με τη ζωή, το δόγμα με το ήθος και διαφαίνεται ο σταυρικός εναγκαλισμός θείου και ανθρωπίνου πού εκπροσωπεί το θαύμα. Η προσέγγιση, κυρίως θεολογική, διαπερνά τον θεσμικό χώρο και αποκαλύπτει την πνευματική και κοινωνιοπλαστική Ιδιότητα της Εκκλησίας.
Η ορθόδοξη ανθρωπολογία συνδέεται με την έννοια του προσώπου. Με αφετηρία τη διάκριση των θείων προσώπων της Αγίας Τριάδος, η θεολογία προσδιόρισε ως ανθρώπινο πρόσωπο την ξεχωριστή και επώνυμη υπόσταση(1).
Άς σημειωθεί ότι καμμιά θρησκεία η άλλη χριστιανική ομολογία δεν ενδιαφέρθηκε να ενισχύσει τόσο τη σημασία του ανθρώπινου προσώπου.
Οι απαρχές του ενδιαφέροντος επικεντρώνονται στο δόγμα του «κατ' εικόνα». Η δημιουργία εκφράζεται ως «κατ' εικόνα Θεού» και στη διανθρώπινη προοπτική νοείται ως «εξεικονισμό» της Θεότητος πού είναι «κοινωνία ισοσθενών και ισαξίων θείων προσώπων»(2). Με τη διευκρίνηση αυτή γίνεται φανερό ότι ο άνθρωπος προικίστηκε από τον Δημιουργό με το δώρο της κοινωνικότητας, πού κατά το πρότυπο της Θεότητος κινείται στην ενότητα των ετεροτήτων. Ό,τι «ενοποιεί και παρωθεί προς κοινωνίαν» εντάσσεται στο σχέδιο της δημιουργίας, ενώ ό,τι παρεμβαίνει διασπαστικά, συνδέεται με την παρακοή και την πτώση.
Στο ερώτημα, λοιπόν, «τί προσέφερε η Εκκλησία στον κόσμο», η απάντηση έρχεται αν αναλογισθούμε «ποιος ήταν ο κόσμος πριν από τη θεία ενανθρώπηση»(3). Η κοινωνικο-φιλοσοφική άποψη δέχεται στην κοσμολογία τη δυαλιστική αντίθεση «βέβηλου» και «ιερού». Από την αντίθεση φαίνεται η πορεία μεταβολής του βέβηλου σε ιερό και κατανοούνται οι πραγματικές εισβολές θρησκευτικών στοιχείων πού περνούν στον βέβηλο κοσμικό ορίζοντα και προοδευτικά τον «καθιερώνουν».
Τέτοιες καθιερώσεις θεωρούνται η αναγωγή της πολιτικής εξουσίας σε επίπεδο ιερότητας, οι καθαγιασμοί πτυχών της καθημερινής ζωής, οι αγιασμοί κατοικιών, σχολείων, καταστημάτων, πλοίων, αγρών η αντικειμένων πού συνδέονται με την παραγωγή αγαθών.
Ακόμη, η μεταλλαγή των θεσμικών δομών του κόσμου μαρτυρεί την παρουσία στην Εκκλησία δυνάμεων πού επενεργούν μεταμορφωτικά, έστω κι αν κάποτε δέχονται την αντίστροφη πίεση της εκκοσμικεύσεως. Ας σημειωθεί ότι η εκκοσμίκευση υπήρξε το τίμημα της εξόδου της Εκκλησίας στον κόσμο. Στην έξοδο αυτή υπάρχει η αναπόφευκτη αλλοτρίωση άλλ' επίσης και η διακονία, η μετακένωση των δώρων του Παρακλήτου και η θυσία.
Άν επιχειρήσουμε να ψηλαφίσουμε πτυχές της διαχρονικής διακονίας της Εκκλησίας, θα δούμε ότι η αφετηρία τους είναι έξω από πολύπλοκα οργανωτικά σχήματα και περιορίζεται σε λίγα πρόσωπα. Κάποιοι μοναχοί, ορισμένοι επίσκοποι και αυτοκράτορες, μερικές φωτισμένες γυναίκες, λίγοι στρατιώτες, ορισμένοι διδάσκαλοι και κάποιοι πιστοί πυρπολήθηκαν από τη φλόγα της αγάπης και έγιναν «πύρινοι νόες και πύρινες γλώσσες». Η Ιεραποστολή και η φιλανθρωπία είναι οι πιο παράδοξες έξοδοι της Εκκλησίας. Κίνητρο τους έχουν την ανιδιοτελή θεία αγάπη, πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η θεανθρώπινη κοινωνία και ως προέκταση της η κοινωνία των ανθρώπων, «ότι τοις αγαθοίς εκείθεν το αγαθύνεσθαι»(4). Τέτοια αγάπη ξεπερνά τα εμπόδια, τις απειλές, την τραχύτητα του κλίματος, τις εδαφολογικές αντιξοότητες, τις ασθένειες και τις κακουχίες και εκδηλώνεται με πνεύμα αληθινής θυσίας. Στην ιστορία των ορθοδόξων ιεραποστολών δεν υπάρχουν σκοπιμότητες ή επεκτατισμοί, σφαίρες επιρροής ή αποικιοκρατικές προθέσεις.
Οι διαπιστώσεις συνδέονται και με βαθύτερες θεσμικές μεταβολές στην οικογένεια, την πολιτική, το δίκαιο και την παιδεία πού εκπροσωπούν τις πιο σημαντικές πτυχές του πολιτισμού. Οι πρώτες πηγές του υγιούς οικογενειακού δικαίου βρίσκονται στις «Νεαρές» του Ιουστινιανού, στην «Εκλογή» των Ισαύρων και στην «Νεαρά» 89 του Λέοντος Στ' του Σοφού.
Σε ανάλογη προοπτική διαμορφώθηκε η πολιτική θεωρία του Μεγάλου Φωτίου, πού όρισε τις λεπτές ισορροπίες μεταξύ των δύο εξουσιών. Κατά τη θεωρία αυτή ο φορέας της αυτοκρατορικής εξουσίας εκπροσωπεί τη δεσποτεία του Τριαδικού Θεού και όχι μία αυθαίρετη προσωπική μοναρχία με απόλυτα εγωκεντρικό περιεχόμενο.
Παρόμοιες πρωτοβουλίες εντοπίζονται στην περιοχή του δίκαιου. Ο «codex Theodosianus» είναι έργο δύο μοναχών και ενός νομοδιδασκάλου της αυλής του Θεοδοσίου του Β' και του Ούαλεντιανού τόΰ Γ'. Στον «Codex Justinianus», στις «Εισηγήσεις» και στους «Πανδέκτες», αλλά και στις «Νεαρές του Ιουστινιανού» συνεργάσθηκαν με τον αυτοκράτορα ένας πατριάρχης, ένας επίσκοπος και δύο λόγιοι από την Έφεσο. Σε ανάλογο περιβάλλον συντάχθηκε η «Εκλογή» του Λέοντος του Ισαύρου και του Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου, ο «Πρόχειρος Νόμος» του Βασιλείου του Α΄, η «Συλλογή» του Βασιλείου του Μακεδόνα, ο «Νομοκάνων» του Φωτίου και η «Εξάβιβλος» του Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου.
Για την Παιδεία τα πράγματα ήσαν πιο σύνθετα. Εδώ συναντήθηκαν διαφορετικοί κόσμοι κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Η συνάντηση Χριστιανισμού και κλασικής Παιδείας πραγματοποιήθηκε κάτω από συνθήκες παρακμής(5) του αρχαίου κόσμου, όταν το πνεύμα και ο λόγος έδειξαν το δυναμισμό τους έναντι των οπλών καταστροφής και των ενστίκτων.(6)
Μια σύντομη αναφορά στη ρωμαϊκή παρακμή είναι σε θέση να φανερώσει το μέγεθος της πνευματικής αλλοτριώσεως. Ειδικότερα η παρακμή καλύπτει δύο περιόδους, την πρώτη πού αναφέρεται στις δυναστείες των Ιουλίων και των Κλαυδίων, και τη δεύτερη πού αρχίζει μετά το θάνατο του Μάρκου Αυρηλίου, με την άνοδο στο θρόνο του γιου του Κόμμοδου. Στην πρώτη περίοδο πραγματοποιείται μια προοδευτική εξαχρείωση της πολιτικής εξουσίας, πού μεταβάλλεται σε μέσο για την εξασφάλιση γοήτρου, κοινωνικών αγαθών αλλά και ασυλίας για υπερβάσεις και αυθαιρεσίες. Χαρακτηριστικό της φάσεως αυτής είναι οι συνεχείς εναλλαγές αυτοκρατόρων, πού συνήθως τελείωναν τη ζωή τους με βίαιο θάνατο. Είναι μία περίοδος με εμφανή την έκλυση των ηθών σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής.
Στη δεύτερη περίοδο οι αρχικές συνέπειες επεκτείνονται στους θεσμούς, για να εκδηλωθεί προοδευτικά μια πολιτιστική φθορά με τάσεις αποστροφής πολιτιστικών στοιχείων του παρελθόντος.
Γράμματα, τέχνες, δίκαιο και γενικά κάθε πνευματική ζωή υποβαθμίζονται καθημερινά, και τα ελάχιστα δείγματα της περιόδου δεν έχουν καμμιά ιδιαίτερη σημασία. Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα η τέχνη και το αρχαίο πνεύμα ήταν φυσικό να σχετικοποιηθούν και στη συνέχεια να παραμεληθούν.
Παρά ταύτα ο πνευματικά πιο αυθεντικός υπερίσχυσε τελικά του δυνάστη. Έτσι, κατά τις εκτιμήσεις του Π. Κανελόπουλου πού καθοδηγούνται από τη γνωστή μεθοδολογική αρχή των «συγκριτικών αναλύσεων» της Φιλοσοφίας της Ιστορίας και κινούνται στα δεδομένα επίπεδα Ελληνισμός - Ρωμαϊσμός και Χριστιανισμός - Ισλαμισμός, πραγματοποιήθηκε ένα περίεργο πολιτιστικό θαύμα υπερβάσεων. Το σχετικό κείμενο από το βιβλίο του· Ο Χριστιανισμός και η εποχή μας, Αθήνα 1985, σ. 65 αποδίδει με εκπληκτική γλαφυρότητα το πνεύμα των διαπιστώσεων. «Ο Ισλαμισμός επιβαλλόταν από τον νικητή στους ηττημένους. Ο Χριστιανισμός, αντίθετα, από τους ηττημένους στον νικητή. Ύστερα από διωγμούς αιώνων νίκησε ο κατατρεγμένος - «εγκόσμια ηττημένος» - Χριστιανισμός το ρωμαϊκό κράτος και τοκαμε δικό του· και νίκησε, υστέρα, με τη σειρά τους, το ένα μετά το άλλο, όλα τα νικηφόρα βάρβαρα στίφη του βορρά και τάκαμε δικά του. Εδώ βρισκόμαστε πραγματικά μπροστά σ ένα θαύμα. Το θαύμα πού σήμανε η επικράτηση του Χριστιανισμού έσωσε και το ελληνικό πνεύμα. Χωρίς το πνεύμα της Ελλάδος, δε θα μπορούσε να διαμορφωθεί ο κόσμος, όπως τον ξέρουμε' ας πούμε ο δυτικός. Αλλά και χωρίς Χριστιανισμό, το ελληνικό πνεύμα θα είχε ταφεί και χαθεί κάτω από τα ερείπια του ρωμαϊκού κόσμου».
Αν, λοιπόν, επιχειρήσουμε μια ολική εκτίμηση των γεγονότων, οδηγούμαστε στο επόμενο συμπέρασμα: Στο πνευματικό, πολιτισμικό και θεσμικό σχήμα, πού η Εκκλησία μορφοποίησε κατά τη δισχιλιετή πορεία της, Ορθοδοξία, κοινωνία και πιστοί λειτουργούν ως ενότητα μιας νέας ανθρωπολογικής αρχής πού προσδιορίζεται ορατά η αδιόρατα από την αναφορά του άνθρωπου στην υπερβατική αρχή, τον Θεό.
***
1. Περισσότερα βλ. Β· Γιούλτση, Θεολογία και διαπροσωπικά! σχέσεις κατά τον Μ. Φώτιον, Θεσσαλονίκη 1974.
2. Βλ. Βαλέττα, Ίω. Φωτίου Επιστολαί, αίς δύο του αυτού παρήρτηται πονημάτια, Λονδίνον 1864,4,174.
3. Ειδικότερα για τη διάκριση μεταξύ των εννοιών βλ. R. Otto, Das Heilige, Breslau 1917,
και κυρίως E. Durkheim, Les forms elementaires de la vie religieuge. Lesysteme totemique enAustralie. Paris 51968, καθώς επίσης και M. Eliade, Le sacre et le profane, Paris 1965.
4. Βλ. Βαλέττα, Ίω. Φωτίου Επιστολαί, 1,139.
5. Περισσότερα για τις περιόδους της παρακμής βλ. M. Rostovtzeeff, Ρωμαϊκή Ιστορία, μετάφρ. Β. Κάλφογλου, Αθήνα 1984, σα 221-233, 302-314. Γενικές εκτιμήσεις για τα γεγονότα και τα αίτια της παρακμής βλ. G. Alfoldy, Romische Sozialgeschichte, Wiesbaden 1975- P. Petit, Histoire generale de /' empire remain, t. I-III, Paris 1978- P.A.L. Greenhalg, The year of the four Emperors, London 1975 επίσης M. Gary, Ρωμαϊκή Ιστορία, μετάφρ. Α. Ε. Σταθόπουλου, Αθήναι 1960, τ. Β', σ. 447-464 και ιδιαίτερα το πολύ γνωστό κείμενο του Πετρωνίου, Σατυρικόν (κινηματογραφική παρουσίαση το 1968 από τον Ιταλό σκηνοθέτη Federico Fellini), μετ. Μ. Μερακλή, Αθήνα 1983.
6. Την άποψη αυτή υποστήριξε, υστέρα από προσεκτικές εκτιμήσεις των ιστορικών μεγεθών του μεσογειακού χώρου, σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς και ασιατικούς λαούς, κυρίως ό Π. Κανελλόπουλος.
από το νέο περιοδικό «ΕΡΩ»,
του ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ-ΠΡΟΒΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΝ ΜΑΣ
«ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ»,
τεύχος 1, Ιανουάριος-Μάρτιος 2010
http://www.zoiforos.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=3303&Itemid=1