Μόλις εἶχε ἀρχίσει νὰ ροδοχαράζει ἡ αὐγὴ τῆς 11ης Ἰανουαρίου, ὅταν ἡ μακαρία ψυχὴ τοῦ σεβαστοῦ καὶ ἀγαπητοῦ μας πατρὸς Γρηγορίου πέταξε στὰ οὐράνια δώματα τοῦ παντοκράτορος Κυρίου, ὑποκύπτοντας σωματικῶς στὸν ἰὸ τῆς πανδημίας.
Ὁ ἀείμνηστος π. Γρηγόριος Μουσουρούλης ἦταν γόνος τῆς μυροβόλου νήσου Χίου. Γεννήθηκε τὸ ἔτος 1950 στὸν Δαφνώνα, στοὺς κόλπους μιᾶς ἀγροκτηνοτροφικῆς οἰκογένειας ἀπὸ γονεῖς πτωχοὺς μέν, ἀλλὰ πιστοὺς στὶς ἑλληνορθόδοξες παραδόσεις τῆς πατρίδας μας. Ὡς μαθητὴς γυμνασίου ἐπὶ ἕξι ὁλόκληρα χρόνια «ὄρθρου βαθέος» ὁδηγοῦσε τὸ ὑποζύγιό τους φορτωμένο μὲ ἀγροτικὰ προϊόντα στὴ λαχαναγορὰ τῆς πόλεως (ἀπόσταση 10 χιλιομέτρων περίπου), ὥστε νὰ ἐξοικονομεῖ κάποιο εἰσόδημα στὴν πατρική του οἰκογένεια. Διακρινόταν γιὰ τὴν ἄριστη ἐπίδοσή του στὰ μαθήματα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ἦθος του.
Στὰ φοιτητικά του χρόνια ἡ θεία Πρόνοια τὸν ὁδήγησε στὸ χριστιανικὸ οἰκοτροφεῖο τῆς «ΓΕΧΑ» Θεσσαλονίκης, ὅπου ἀναπαύθηκε πνευματικὰ καὶ ὅπου ἐργαζόταν – ταυτόχρονα μὲ τὶς σπουδές του – ὡς βοηθὸς τοῦ τότε διευθυντοῦ ἀειμνήστου Εὐστρατίου Βαμβουκλῆ, ποὺ ἦταν παλαιὸ μέλος τῆς Ἀδελφότητός μας. Παράλληλα ὁ φοιτητὴς Γρηγόριος ἐνσωματώθηκε σύντομα στὸ ἱεραποστολικὸ δυναμικὸ τῆς πόλεως τοῦ ἁγίου Δημητρίου ὡς κατηχητὴς καὶ στέλεχος τῶν νεανικῶν τομέων τοῦ Ἱεραποστολικοῦ Συλλόγου «Ὁ Μέγας Βασίλειος».
Μετὰ τὴ λήψη τοῦ πτυχίου τῆς κλασικῆς φιλολογίας συνέχισε τὶς σπουδές του στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ ΑΠΘ, ὑπηρετώντας συγχρόνως τὴν παρατεταμένη – λόγῳ ἐθνικῶν περιπετειῶν – στρατιωτικὴ θητεία του. Ἕνα χρόνο μετὰ τὴν ἀπόλυσή του εἰσῆλθε στὴν Ἀδελφότητα Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», ὅπου ἤδη ἐργαζόταν μὲ ζῆλο στὴ «Διεκπεραίωση» τῶν περιοδικῶν της. Ἡ ἔνταξή του στὴν Ἀδελφότητα καὶ ἡ διακονία του στὰ ἱεραποστολικὰ ἔργα της, εἴτε χειρωνακτικὰ εἴτε καθαρῶς πνευματικά, τοῦ ἐνίσχυαν τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὴ διάθεση νὰ παραβλέπει κάθε ἀπαιτούμενο κόπο καὶ μόχθο, προκειμένου ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ νὰ τρέχει καὶ νὰ διαδίδεται ἀνεμπόδιστα.
Ὑπηρέτησε ὡς λαϊκὸς θεολόγος ἐπὶ 11 χρόνια (1980-1991) στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Μεσσηνίας καὶ ἐπὶ 7 χρόνια (1991-1998) στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας (μὲ βάση τὸ Ἀγρίνιο), ὅπου διακρίθηκε ὡς δόκιμος κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ὡς διακριτικὸς σύμβουλος ἑκατοντάδων παιδιῶν καὶ νέων. Στὴ συνέχεια ἐπὶ μία τριετία ὁρίσθηκε διευθυντὴς τοῦ Οἰκοτροφείου φοιτητῶν τοῦ «Μ. Βασιλείου» στὴν Ἀθήνα, ὅπου συμπαραστάθηκε μὲ πολλὴ ἀγάπη στὰ προβλήματα τῆς χριστιανικῆς νεολαίας.
Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 2001 μετακινήθηκε στὴ μεγαλόνησο Κύπρο, ὅπου ξεδίπλωσε ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ χριστοκεντρικοῦ χαρακτήρα του ἐπὶ 20 σχεδὸν χρόνια. Μὲ βάση του τὴν πόλη τῆς Λεμεσοῦ ἐπισκεπτόταν τακτικὰ τὴν πρωτεύουσα Λευκωσία, ἀλλὰ καὶ τὴν πόλη τῆς Πάφου, κηρύττοντας «Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον» (Α΄ Κορ. β΄ 2). Ἐνδεικτικὸ παράδειγμα τοῦ ἔνθεου ζήλου του ἦταν τὸ ὅτι, μέσα σὲ μερικὰ χρόνια, ἐκφώνησε 400 περίπου ἁγιογραφικὲς ὁμιλίες ἀπὸ τὸν ραδιοφωνικὸ σταθμὸ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ.
Ὁ π. Γρηγόριος, ὁ ὁποῖος δὲν ἐπεδίωξε ποτὲ θέσεις καὶ ἀξιώματα, ἦταν κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ προορισμένος νὰ διακονήσει τὸν πολύπαθο κυπριακὸ λαὸ καὶ ἀπὸ ὑψηλότερη ἔπαλξη. Ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Χρυσόστομος Β΄ τὸν εἶχε ἐπισημάνει ὡς ἱκανὸ ὁμιλητὴ καὶ τὸν τοποθέτησε ὡς τακτικὸ ἱεροκήρυκα στὸν καθεδρικὸ ναὸ Ἁγίου Ἰωάννου Λευκωσίας, ἀπὸ ὅπου τὰ κηρύγματά του παρακολουθοῦσαν μέσῳ ραδιοφώνου οἱ εὐλαβεῖς Χριστιανοὶ ὅλης τῆς Κύπρου. Ἔπειτα ἀπὸ ἐπίμονη προτροπὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, τὸν Μάιο τοῦ 2014 ἔγινε μοναχὸς στὴν Ἱερὰ Μονὴ Τροοδίτισσας, χειροτονήθηκε δὲ διάκονος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Μακαριωτάτου.
Γιὰ τὴν ἀφειδώλευτη προσφορά του στὴν Ἐκκλησία τῆς Μεγαλονήσου ἂς ἀκούσουμε λίγα λόγια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ προϊσταμένου του. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος κ. Χρυσόστομος, ἐμφανῶς συγκινημένος, εἶπε ὅτι «χάσαμε σήμερα ἕναν καλὸ συνεργάτη. Ὁ πατὴρ Γρηγόριος ἦταν μιὰ πελεκητὴ πέτρα ποὺ ὅπου τὴν ἔβαζες ταίριαζε. Ἦταν ἐφημέριος τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ, θεολόγος, φιλόλογος, ἀλλὰ καὶ ἕνας θαυμάσιος κήρυκας, ἄνθρωπος τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς δουλειᾶς. (…) Ἦταν πάντοτε πρόθυμος καὶ ἀφοσιωμένος…».
Ἀλλὰ καὶ ἕνας προσωπικὸς φίλος τοῦ π. Γρηγορίου, έντυπωσιασμένος ἀπὸ τὰ ψυχικὰ χαρίσματά του, ἔγραψε τὴν ἡμέρα τῆς ἐκδημίας του: «Μπορῶ νὰ πῶ ἀνεπιφύλακτα πὼς ὁ Γέροντας ἦταν “ἄρτιος τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος”, ὁλοκληρωμένη πνευματικὴ προσωπικότητα. Ἀληθινὸς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ γνήσιο τέκνο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Φιλακόλουθος, εὐλαβής, παραδοσιακὸς κληρικός, ἐργατικός, καταδεκτικός, προσηνὴς καὶ φιλάδελφος».
Ἂς μὴ νομισθεῖ ὅμως ὅτι ἡ 40ετὴς διακονία τοῦ ἀείμνηστου ἀδελφοῦ μας «στὸν ἀγρὸ τοῦ θερισμοῦ» ὑπῆρξε ἀνέφελη. Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς σωματικὲς παθήσεις, ποὺ εἶχαν πληθύνει τὰ τελευταῖα χρόνια, ἀντιμετώπιζε κατὰ καιροὺς καὶ ἄλλες ἀντιξοότητες, μὲ συνέπεια νὰ πάσχει ἡ εὐαίσθητη ψυχή του. Ὡστόσο τὰ ξεπερνοῦσε στηριζόμενος μὲ ἐμπιστοσύνη στὴν προστασία τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπισκίαζε ὁ ἔνθεος ζῆλος του, ἡ ὑποδειγματικὴ αὐταπάρνησή του, ἡ πηγαία ἀγάπη καὶ ἡ ὁλοκάρδια ἀφοσίωσή του στὸ πρόσωπο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Μὲ τὴν εἰκοσαήμερη περίπου τελευταία περιπέτεια τῆς ὑγείας του πιστεύουμε ὅτι ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς καθάρισε τὴν ὁσία ψυχή του «ὡς χρυσὸν ἐν χωνευτηρίῳ» (Σοφ. Σολ. γ΄ 6), γιὰ νὰ τὴν ἀσφαλίσει στὴν αἰώνια Βασιλεία Του.
Τοῦ μακαριστοῦ ἀδελφοῦ μας καὶ ζηλωτοῦ κληρικοῦ πατρὸς Γρηγορίου, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ἕνας σύγχρονος «Καλὸς Σαμαρείτης», ἂς εἶναι «αἰωνία ἡ μνήμη»!
Πηγή: osotir.org