Λόγος Ν΄: Περί του αυτού νου του κεφαλαίου τούτου και περί προσευχής.
Διάνοια δε συνηγμένη του κεφαλαίου τούτου εστί το γινώσκειν ημάς εν πάση ώρα, ότι εν ταύταις ταίς εικοσιτέσσαρσιν ώραις της νυκτός και της ημέρας της μετανοίας χρήζομεν. Νόησις δε του ονόματος της μετανοίας, καθώς εκ του αληθινού τρόπου των πραγμάτων εγνώκαμεν, τούτο έστι δέησις εκτενής εν πάση ώρα εν ευχή πεπληρωμένη κατανύξεως προσεγγίζουσα τω Θεώ υπέρ αφέσεως των παρελθόντων, και λύπη υπέρ της των μελλόντων φυλακης.
Διά τούτο και ο Κύριος ημών εν τη προσευχή την ασθένειαν ημών ενηδραίωσε, λέγων «εξυπνίσθητε», φησί, «και γρηγορήσατε, και εύξασθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν». Και «εύξασθε και μη οκνήσητε», και «έσεσθε γρηγορούντες εν παντί καιρώ και ευχόμενοι». «Αιτείτε», φησί, «και λήψεσθε. Ζητήσατε, και ευρήσετε. Κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν. Πάς γαρ ο αιτών λαμβάνει, και ο ζητών ευρίσκει, και τω κρούοντι ανοιγήσεται». Μάλιστα δε τον εαυτού λόγον εβεβαίωσε και επί πλέον σπουδάσαι ημάς παρεσκεύασεν εν τη παραβολή του φίλου, του απελθόντος προς τον εαυτού φίλον το μεσονύκτιον και αιτησαμένου αυτώ άρτον, λέγων «Αμήν λέγω υμίν, ότι εάν μη δια την φιλίαν αυτού δω αυτώ, αλλά γε δια την αναίδειαν αυτού εγερθείς δώσει αυτώ πάντα όσα αν αιτήσηται αυτώ». Και υμείς εύξασθε και μη αμελήσητε.
Ω του θάρσους του αρρήτου. Ό δοτήρ διεγείρει ημάς αιτήσασθαι παρ’ αυτού, ίνα δω ημίν τα θεια αυτού χαρίσματα. Και εάν αυτός πάντα όσα ευεργετούσιν ημάς οικονομή ημίν, ως οίδεν αυτός, όμως εις το θαρρείν και πεποιθέναι μεγάλως πεπληρωμέναι εισίν αι φωναί αυτού αύται. Και διότι έγνω ο Κύριος, ως ουκ απήρε την έκκλισιν προ του θανάτου και ότι όσον αύτη η αλλοίωσις πλησίον εστίν, ήγουν από της αρετής επί την κακίαν και ότι ο άνθρωπος και η φύσις αυτού δεκτική εστί των εναντίων, επί την διηνεκή δέησιν σπουδάσαι και αγωνίσασθαι ημάς προτρέψατο. Ότι, ει ην η χώρα της πεποιθήσεως εν τω κόσμω τούτω, ηνίκα έφθασεν αυτήν ο άνθρωπος, έκτοτε υψούτο η φύσις αυτού εκ της χρείας και η εργασία αυτού εκ του φόβου, και υπέρ της ευχής ου προετρέπετο ημάς αγωνίζεσθαι, εν τη προνοία εαυτού τούτο ποιούμενος. Διότι ουδέ εν τω μέλλοντι αιώνι προσευχάς προσφέρουσι τω Θεώ εν αιτήσεσι τίνων. Διότι εν εκείνη τη πατρίδι της ελευθερίας η φύσις ημών ου δέχεται αλλοίωσιν, ούδ’ εκκλινισμόν κάτωθεν του φόβου της εναντιώσεως, και ότι τελεία εστίν εν πάσι.
Διά τούτο ου περί της ευχής μόνον και φυλακής, αλλά και δια την λεπτότητα και ακαταληψίαν των αεί απαντώντων ημίν, των μη καταλαμβανόμενων υπό της γνώσεως του νοός ημών εν τούτοις ων πολλάκις και ακουσίως εντός αυτών ευρισκόμεθα εν παντί καιρώ. Καν γαρ και το φρόνημα ημών μεγάλως βέβαιον και ευδοκούν εν τω αγαθώ, αλλά ποσάκις προς τον όρον των πειρασμών αφήκε, και έρριψεν ημάς η πρόνοια αυτού, καθώς είπεν ο μακάριος Παύλος, «ίνα μη υπεραίρωμαι τη υπερβολή των αποκαλύψεων, εδόθη μοι σκόλοψ τη σαρκί, άγγελος Σατάν, ίνα με κολαφίζη. Και όπερ τούτου τρις τον Κύριον παρεκάλεσα, ίνα αποστή απ’ εμού. Και είρηκέ μοι, αρκείσοι η χάρις μου. Η γαρ δύναμίς μου εν ασθένεια τελείουται ».
Λοιπόν Κύριε, ει τούτο εστί το θέλημα σου και τούτων πάντων δέεται η νηπιότης ημών παιδαγωγηθήναι και εξυπνισθήναι υπό σου, και οπόταν η ο άνθρωπος μεμεθυσμένος εν τω πόθω σου, ώσπερ εγώ, και έλκεται οπίσω των αγαθών,ως μη καθοράν τον κόσμον παντελώς δια τον μεθυσμόν, όν έχει εις σε, και υπέρ τούτου και έως τούτου φθάσαι με πεποίηκας εις αποκαλύψεις και θεωρίας τάς μη εξουσιαζομένας γλώσση σάρκινη ερμηνευθήναι και ιδείν και ακούσαι φωνής της λειτουργίας των πνευματικών και της θεωρίας σον της πεπληρωμένης αγιότητος αξιωθήναι, και ακμήν συν τούτοις πάσι ούχ ικανός ειμί φυλάξαι εμαυτόν εγώ, ο υπάρχων άνθρωπος τέλειος εν Χριστώ, δια το είναι τι έτι, και δια την λεπτότητα αυτού μη δυνάμενον υπό της δυνάμεως μου καταληφθήναι εμοί τω κεκτημένω τον νουν του Χριστού.
Λοιπόν Κύριε, δια τούτο χαίρω εν ασθενείαις, εν θλίψεσιν, εν φυλακαίς,εν δεσμοίς, εν ανάγκαις, είτ’ εκ της φύσεως, είτ’ εκ των υιών της φύσεως, είτ’ εκ των εχθρών αυτής, νυν χαίρων υπομένω τάς ασθενείας μου, τούτο δε εστίν εν τοις πειρασμοίς μου, ίνα επισκηνώση επ’ εμέ η δύναμις του Θεού. Εάν μετά τούτων απάντων της ράβδου των πειρασμών εγώ δέωμαι, ίνα επαυξήση εν αυτή επ’ εμέ η επισκηνωσίς σου και φυλαχθώ εν τω πλησιασμώ σου, εγώ γινώσκω, ότι ουκ έτι σοι αγαπητός πλέον εμού.
Και εκ τούτου υπέρ πολλούς εμεγάλυνάς με. Και ώσπερ εμοί έδωκες γνώναι τάς δυνάμεις σου και θαυμαστάς και ενδόξους, τινι των Αποστόλων των εταίρων μου ουκ έδωκας, και εκάλεσας με σκεύος εκλογής, ως πιστόν φυλάξαι την τάξιν της αγάπης σου δια ταύτα πάντα, και μάλιστα ως προκύπτον και πορευόμενον εις το έμπροσθεν το έργον του κηρύγματος, ει όταν λελυμένος γένωμαι εκ του δεσμού των πειρασμών, εγώ γινώσκω, ότι παρείχες μοι ελευθερίαν, ει ωφελούμην, άλλ’ ουκ ηυδόκησας είναι με χωρίς θλίψεως ουδέ μερίμνης εν τω κόσμω τούτω, ηνίκα ουκ έμελλε σοι πλέον μάλιστα πληθύνεσθαι το έργον του κηρύγματος του Ευαγγελίου σου εν τω κόσμω, όσον εγώ ωφεληθώ εν τοις πειρασμοίς μου και όταν η ψυχή μου υγιής φυλαχθή παρά σοι.
Λοιπόν, ω διακριτικέ, εάν τούτο όλον, μεγάλη η δωρεά των πειρασμών ότι, όσον επί πλέον υπεραρθή ο άνθρωπος και εισέλθη εις το πνευματικόν, κατά την ομοίωσιν του Παύλου, άκμην χρήζει φόβου και παραφυλακής, και ωφέλειαν τρυγά εκ της απαντήσεως των πειρασμών. Τις εστίν ούτος ο φθάσας εις την χωράν της πεποιθήσεως την πεπληρωμένην σκυλευτών και εδέξατο το μη εκκλίνειν, όπερ τοις αγίοις Αγγέλοις ουκ εδόθη, ίνα μη χωρίς ημών τελειωθώσι, και τούτο εδέξατο, όπερ εστί πάντων των πνευματικών εναντίον και των σωματικών, και αναλλοίωτος είναι εθέλει όλως και μη προσεγγίσαι αυτώ πειρασμόν τον εν τοις λογισμοίς;
Η τάξις δε τούτου του κόσμου αύτη εστίν η διάνοια, η ως εν πάσαις ταίς γραφαίς λεγομένη, εάν καθ’ ημέραν χιλίας καθόδους δεχώμεθα πληγών, ίνα μη μικροψυχήσωμεν και απολειφθώμεν του δρόμου του εν τω σταδίω. Δυνατόν γαρ εστίν εν μιά προφάσει μικρά αρπάσαι την νίκην και δέξασθαι τον στέφανον ημών.
Ούτος ο κόσμος δρόμος εστί του αγώνος και στάδιον των δρόμων, και ούτος ο καιρός της πάλης εστί, και εν τη χώρα, της πάλης και εν τω καιρώ του αγώνος νόμος ου κείται. Τούτο δε εστίν, ότι όρον ου τίθησιν ο βασιλεύς επί τους στρατιώτας αυτού, έως αν πληρωθή ο αγών και συνταχθή έκαστος άνθρωπος προς την θύραν του βασιλέως των βασιλευόντων και δοκιμασθή εκείσε ο υπομείνας εν τω αγώνι, και ου κατεδέξατο ηττηθήναι και όστις έστρεψε τον νώτον εαυτού. Ποσάκις γαρ γίνεται άνθρωπος μη χρησιμεύων τινι και αδιαλείπτως εκ της αγυμνασίας αυτού έστηκε κεκρατημένος και ερριμμένος, και εν παντί καιρώ εν αδυναμία υπάρχων, εστίν ότε αρπάζει το φλάμουλον εκ της χειρός των υιών του στρατού των γιγάντων και εξάγεται το όνομα αυτού, και επαινείται πολύ πλέον υπέρ τους αγωνιζόμενους και γνωριζομένους εν νίκαις, και υποδέχεται στέφανον και δωρήματα τίμια υπέρ απαντάς τους εταίρους αυτού. Δια τούτο μη στήτω τις άνθρωπος εν απογνώσει μόνον εις την ευχήν μη αμελήσωμεν, και αιτήσασθαι παρά Κυρίου αντίληψιν μη οκνήσωμεν.
Καί τούτο θώμεν εν τω φρονήματι ημών, ότι όσον έσμεν εν τω κόσμω τούτω και εν τη σαρκί καταλελειμμένοι, εάν έως της αψίδος των ουρανών υψωθώμεν, χωρίς έργων και μόχθου γενέσθαι ημάς εν αμεριμνία τε είναι ου δυνάμεθα. Τούτο εστί το τελείωμα’ συγχώρησον μοι. Το πλέον δε τούτου μελέτη εστί, τουτέστι χωρίς διανοίας.
Τω δε Θεώ ημών είη δόξα και κράτος και μεγαλοπρέπεια εις τους αιώνας. Αμήν.
Πηγή: (Το βιβλίο: Όσιος Ισαάκ ο Σύρος - Ασκητικά), Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, Ελληνική Πατρολογία