Λόγος ΞΑ΄: Περί του πόθεν φυλάττεται η νήψις, η κρυπτή, η έσω εν τη ψυχή γινόμενη, και πόθεν εισέρχεται ο ύπνος και η ψυχρότης εν τη διανοία, και σβεννύει την θέρμην την αγίαν από της ψυχής, και απονεκροί την εις Θεόν επιθυμίαν, από της θέρμης των πνευματικών και ουρανίων
Ούκ έστι δυνατόν τοις έχουσι τάς καλάς επιθυμίας υπό της ενναντιώσεως κωλυθήναι δράσαι ταύτας, εάν μη εύρη ο πονηρός χώραν καλής προφάσεως εν τοις ποθούσι το καλόν. Έστι δε το πράγμα παρά τούτο. Πάση εννοία επιθυμίας αγαθής εν τη αρχή της κινήσεως αυτής ακολουθεί ζήλος τις, όμοιος τοις του πυρός άνθραξιν εν τη εαυτού θερμότητι, και ούτος είωθε περιτειχίζειν ταύτην την έννοιαν και αποδιώκειν από των έγγιστα αυτής πάσαν εναντίωσιν και εμποδισμόν και κώλυμα γινόμενον αυτή. Ισχύν γαρ πολλήν και δύναμιν άρρητον κτάται ούτος ο ζήλος του περιτειχίζειν την ψυχήν πάσαν ώραν εκ της χαυνώσεως ή του μη πτοείσθαι τάς ορμάς των περιστάσεων απασών.
Και αύτη μεν η έννοια η πρώτη, η δύναμις εστί της αγίας επιθυμίας, η εν τη φύσει της ψυχής φυσικώς πεφυτευμένη. Ούτος δε ο ζήλος εστίν η έννοια η κινούμενη εκ της θυμικής δυνάμεως, της ούσης εν αυτή, η εκ Θεού τεθείσα ημίν συμφερόντως, του τηρήσαι τον όρον της φύσεως, του εκπέμψαι την έννοιαν της ελευθερίας αυτής, εις πλήρωσιν της φυσικής επιθυμίας, της εν τη ψυχή ούσης, ήτις εστίν η αρετή, ης χωρίς αγαθόν ουκ εργάζεται. Και καλείται ζήλος, ότι αυτός εστίν ο κινών και ζηλών και εξάπτων και ενισχύων τον άνθρωπον κατά καιρόν και καιρόν καταφρονείν της σαρκός εν ταίς θλίψεσι και τοις πειρασμοίς τοις φοβεροίς τοις απαντώσιν αυτώ και του παραδιδόναι εις θάνατον αεί την εαυτού ψυχήν, και απαντάν τη αποστατική δυνάμει υπέρ της τελειώσεως εκείνου του πράγματος, ου η ψυχή πόθον έσχε σφοδρόν.
Άνθρωπος γαρ τις ενδεδυμένος τον Χριστόν, κύνα τον ζήλον τούτον εκάλεσεν εν τοις λόγοις αυτού και φύλακα του νόμου του Θεού, όπερ εστίν η αρετή’ η γαρ αρετή νόμος Θεού καλείται. Στερεούται δε η δύναμις αύτη του ζηλου και εξυπνίζεται και εξάπτεται εις φυλακήν του οίκου κατά δύο τρόπους, και ασθενεί πάλιν και νυστάζει και ραθυμεί κατά δύο τρόπους. Ήγουν, ο εξυπνισμός και η έξαψις γίνεται, όταν τω ανθρώπω εννοηθή φόβος τις, καταπτοών αυτόν υπέρ του αγαθού, ου εκτήσατο, ή ό μέλλει κτήσασθαι, μήπως κλαπείη, ήτοι αφανισθείη εκ τίνος των συμβαινόντων και ακολουθούντων αυτώ. Και τούτο εκ της θείας προνοίας κινείται* λέγω δη ο φόβος εν πάσι τοις εργαζομένοις την αρετήν εξ αληθείας εις εξυπνισμόν και ζήλον διαμένοντα εν τη ψυχή, ίνα μη νυστάξη.
Όταν δε ο φόβος ούτος κινηθή εν τη φύσει, ο ζήλος ο ρηθείς ύφ’ ημών κύων, νυκτός και ημέρας ώσπερ κλίβανος καιόμενος θερμαίνεται και εξυπνίζει την φύσιν, και καθ’ ομοιότητα των Χερουβίμ εξυπνίζεται και προσέχει τοις περικύκλω αυτού κατά πάσαν ώραν. Και ως λέγει ο άνθρωπος, εάν όρνεον διέρχεται, κύκλω αυτού κινείται και υλακτεί εν ορμή οξυτάτη και αρρήτω.
Και αυτός ο φόβος όταν γίνηται, διότι εδίστασεν εις την πρόνοιαν του Θεού εν τη πίστει αυτού και επελάθετο πώς επιμελείται ο Θεός και προνοείται των αγωνιζομένων υπέρ της αρετής, του επισκέπτεσθαι αυτούς καθ’ ώραν, ως και το Πνεύμα το άγιον, δια στόματος του Προφήτου λέγει, «οφθαλμοί Κυρίου επί δικαίους», και τα έξης. Και πάλιν, «κραταίωμα Κύριος των φοβούμενων αυτόν». Και αυτός ως εκ προσώπου αυτού είπε τοις φοβουμένοις αυτόν «ου προσελεύσεται προς σε κακά, και μάστιξ ουκ εγγιεί τω σκηνώματί σου».
Όταν δε υπέρ της ψυχής γένηται ο φόβος, δια τα συμβαίνοντα τη αρετή και ακολουθούντα, ίνα μη κλαπή η βλάβη εκ τίνος των αίτιων, ούτος ο λογισμός θεϊκός εστί, και μέριμν αγαθή και εκ της προνοίας του Θεού εστίν η λύπη αύτη και η βάσανος.
Και πάλιν ο δεύτερος τρόπος, ήγουν η ισχύς και η έξαψις του κυνός εστίν, όταν επί πλείον αυξηθή η επιθυμία της αρετής εν τη ψυχή. Καθ’ όσον γαρ η επιθυμία εν τη ψυχή αυξάνεται, κατά τοσούτον και ούτος ο κύων εξάπτεται, ός εστίν ο φυσικός ζήλος υπέρ της αρετής.
Η δε πρώτη πρόφασις της ψυχρότητος αυτού εστίν, όταν αύτη η επιθυμία λήξη και ελαττωθή εν τη ψυχή η δευτέρα δε εστίν, όταν πεποιθήσεως και θάρσους λογισμός τις είσέλη εν τη ψυχή και καταμείνη εν αυτή και ελπίση ο άνθρωπος και ενθυμηθή και δοκήση ότι ουκ εστίν αυτώ φόβος εκ τίνος δυνάμεως βλάψαι αυτόν. Και εκ τούτου λύει εξ αυτού τα όπλα του ζήλου και γίνεται ώσπερ οίκος αφύλακτος. Και υπνοί ο κύων και αφίησι την φυλακήν επί πολύ.
Εκ τούτου του λογισμού κλέπτονται οι πλείστοι των νοητών οίκων. Και τούτο γίνεται, όταν αμαυρωθή το καθαρόν της ελλάμψεως εκείνης της γνώσεως της αγίας, της εν τη ψυχή. Και πόθεν αμαυρούται τόδε, ει μη λογισμός τις λεπτότατος της υπερηφανίας υπεισήλθε τη ψυχή και ενεφώλευσεν εκεί, ή εξηκολούθησεν ο άνθρωπος επί πλέον τη μερίμνη των παρερχομένων, ή τη απαντήσει τη συνέχει του κόσμου τη απατώση αυτόν, ή εκ της γαστρός της κυρίας πάντων των κακών.
Πάντοτε γαρ, όταν έλθη ο αγωνιστής προς την απάντησιν του κόσμου, ευθύς η ψυχή αυτού ατονεί. Ωσαυτώς δε, και όταν εις την απάντησιν των πολλών, των μόνων εξ ανάγκης εκ της κενοδοξίας συντριβόντων την ψυχήν αυτού. Και ει δει συντόμως ειπείν, όμοιος εστίν ο νους του δραπετεύοντας, ηνίκα απαντήσει τω κόσμω, τω κυβερνήτη τω εν γαλήνη διαπορευομένω εν τη θαλάσση και εξαίφνης εμπεσόντι εν μέσω των πετρών και ναυαγούντι.
Τω δε Θεώ ημών δόξα, κράτος, τιμή και μεγαλοπρέπεια εις τους αιώνας. Αμήν.
Πηγή: (Το βιβλίο: Όσιος Ισαάκ ο Σύρος - Ασκητικά), Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, Ελληνική Πατρολογία