Λόγος ΞΒ΄: Περί των τριών της γνώσεως τρόπων, και της διαφοράς της εργασίας αυτών, και των νοημάτων αυτών. Και περί της πίστεως της ψυχής και του πλούτου του μυστικού, του εγκεκρυμμένου εν αυτή, καί πόσον διαφέρει η γνώσις του κόσμου τούτου εν τοις τρόποις αυτής της απλότητας της πίστεως.
Η ψυχή η εν ταίς τρίβοις της πολιτείας και εν τη οδώ της πίστεως διαπορευομένη και ταύτην πολλάκις κατορθώσασα, εάν στραφή πάλιν εις τους τρόπους της γνώσεως, ευθέως χωλαίνει εκ της πίστεως και στερείται εξ αυτής η νοερά δύναμις αυτής, η εκ των εναλλαγμάτων των αντιλήψεων φανερουμένη εν τη καθαρά ψυχή και ανεξετάστως εν αυτή αναστρεφόμενη εν απλότητι εν πασι τοις εαυτής.
Ψυχή γαρ η άπαξ παραθεμένη εαυτήν τω Θεώ εν πίστει και εν πολλή πείρα δεξαμενή την γεύσιν της συνεργίας αυτού, πάλιν εαυτής ου φροντίζει, αλλά τη εκπλήξει και τη σιωπή φιμούται, και στραφήναι πάλιν εις τους τρόπους της γνώσεως αυτής και αναστρέφεσθαι εν αυτοίς ουκ έχει έξουσίαν, μήπως εν τη εναντιώσει αυτών στερηθή της προνοίας του Θεού, της κρυπτώς επισκεπτόμενης αυτήν απαύστως και επιμελουμένης αυτής και αδιαλείπτως εξακολουθούσης αυτή εν παντί τρόπω. Διότι εμωράνθη, υπονοήσασα εαυτήν ικανήν ούσαν προνοήσασθαι εαυτής εν τη δυνάμει της γνώσεως αυτής. Εν οίς γαρ το φως της πίστεως ανατέλλει, ουκ εστί πάλιν αναισχυντούσιν υπέρ εαυτών εύξασθαι, ουδέ εξαιτήσασθαι παρά του Θεού, δός ημίν τόδε ή λάβε εξ ημών τόδε, ουδέ φροντίζουσιν εαυτών κατά πάντα τρόπον. Διότι εν τοις νοεροίς οφθαλμοίς της πίστεως εν πάση ώρα θεωρούσι την πρόνοιαν την πατρικήν, επισκιάζουσαν αυτοίς εξ εκείνου του Πατρός του αληθινού, του υπερέχοντος εν τη εαυτού πολλή αγάπη τη αμέτρω πάσαν πατρικήν αγάπησιν, του δυναμένου και ισχύοντος παρά πάντας συνεργήσαι ημίν υπερεκπερισσού, υπέρ ό αιτούμεθα και ενθυμούμεθα και νοούμεν.
Η γνώσις εναντία τη πίστει εστίν, η δε πίστις, λύσις εν πάσι τοις εαυτοίς των νόμων της γνώσεως, ουχί της πνευματικής δε λέγομεν. Ούτος γαρ εστίν ο ορισμός της γνώσεως, ότι εκτός εξετάσεως και ερεύνης ποιήσαί τι πράγμα ουκ εξουσιάζει, αλλ ‘ εξετάζει ει δυνατόν γενέσθαι όπερ ενθυμείται και θέλει. Η δε πίστις τι; ‘Ότε τις προσεγγίσει εν αυτή ουκ ορθώς, εν αυτώ παραμείναι ου πείθεται.
Η γνώσις χωρίς εξετάσεως και τρόπων αναστροφής ουδέ γνωσθήναι δύναται, και τούτο εστί το σημεΐον του δισταγμού περί της αληθείας. Η πίστις δε φρόνημα έν καθαρόν και απλούν επιζητεί το απέχον από πάσης πανουργίας και του ζητήσαι τρόπους. Βλέπε πώς εναντιούνται αλλήλαις ο οίκος της πίστεως έννοια νηπιώδης εστί και καρδία απλή «εν απλότητι», γαρ φησι, «καρδίας αυτών εδόξαζον τον Θεόν», και «εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε είς την βασιλείαν των ουρανών». Η γνώσις δε τοις δυσί τούτοις επίβουλος εστί και εναντία.
Η γνώσις όρος της φύσεως εστί, φυλάττουσα αυτήν εν πάσαις ταίς τρίβοις αυτής, η δε πίστις υπέρ την φύσιν ενεργεί την εαυτής οδοιπορίαν. Η γνώσις πάν πράγμα καταλύον την φύσιν ου πειράται προς εαυτήν εάσαι, αλλά μακρύνεται έξ αυτού, η δε πίστις ευχερώς επιτρέπει και λέγει «επί ασπίδα», φησί, «και βασιλίσκον επιβήση, και καταπατήσεις λέοντα και δράκοντα».
Τη γνώσει φόβος εξακολουθεί, τη δε πίστει ελπίς* όσον γαρ τις εν τοις της γνώσεως τρόποις διαπορεύεται, τοσούτον υπό του φόβου δεσμεύεται και της ελευθερίας τούτου αξιωθήναι ου δύναται. Ό δε τη πίστει εξακολουθών, ευθέως ελεύθερος και αυτεξούσιος και ως υιός του Θεού εν πάσι τοις πράγμασιν εν ελευθερία χρήται εξουσιαστικώς. Άνθρωπος ευρών τάς κλείς της πίστεως ως ο Θεός χρήται ταίς φύσεσι πάσαις της κτίσεως. Τη πίστει γαρ εστίν η εξουσία κτίσιν δημιουργήσαι καινήν κατά την του Θεού ομοιότητα, «ηθέλησας», φησί, «και τα πάντα παρέστη ενώπιον σου», και πολλάκις εξ ουκ όντων τα πάντα δύναται ποιήσαι, η δε γνώσις χωρίς ύλης ποιήσαι τι ου δύναται. Η γνώσις το μη δοθέν τη φύσει ουκ αναισχυντεί διαπράξασθαι. Και πώς; Διότι ή ρυτή φύσις του ύδατος ου δέχεται έπι νώτων αυτής τα ίχνη του σώματος, και ο προσεγγίζων τω πυρί εαυτόν κατακαίει, και εάν απαναιδεύηται κατά τούτων, κίνδυνος αυτώ επακολουθεί.
Εκ τούτων η γνώσις εν φυλακή παραφυλάττεται και διαβήναι τον όρον τούτων παντελώς ου πείθεται, η δε πίστις εν εξουσία διαβαίνει ταύτα και λέγει ότι, «εάν διαβαίνης δια πυρός ου κατακαύσει σε, και ποταμοί ου κατακλύσουσί σε». Και ταύτα πολλάκις η πίστις ενώπιον ενήργησε πάσης της κτίσεως. Και ει εδόθη τη γνώσει τόπος εκείσε, πειρασθήναι εν τούτοις, παντελώς ουκ είχε πεισθήναι. Δια πίστεως γαρ πολλοί εις την φλόγα εισήλθον και την δύναμιν την καυστικήν του πυρός εχαλίνωσαν και αβλαβώς εν μέσω αυτής διέβαινον και επί νώτων της θαλάσσης ως επί ξηράς εβάδισαν. Και ταύτα πάντα υπέρ την φύσιν είσι και εναντία τοις τρόποις της γνώσεως και απέδειξαν αυτήν ματαίαν εν πάσι τοις τρόποις αυτής και τοις νόμοις αυτής.
Είδες την γνώσιν πώς φυλάττει τους όρους της φύσεως; είδες την πίστιν πώς υπεράνω της φύσεως διαβαίνει και ποιεί την τρίβον της οδοιπορίας; Πεντακισχιλίους χρόνους, ή μικρόν έλαττον ή υπέρ τούτο, οι τρόποι της γνώσεως τον κόσμον εκυβέρνων και παντελώς άραι την κεφαλήν αυτού ο άνθρωπος εκ της γης και αισθέσθαι της ισχύος του κτίστου αυτού ουκ ηδυνήθη, Εως ου η πίστις ημών επανέτειλε και ηλευθέρωσεν ημάς εκ του σκότους της γηίνης εργασίας και εκ της υποταγής της μετά τον μετεωρισμόν τον δωρεάν γινόμενον. Και νυν δε πάλιν ότε εύρομεν την θάλασσαν την ατάραχον και τον θησαυρόν τον ανέκλειπτον, προς πηγάς ταπεινάς επιποθούμεν εκκλίναι. Ουκ εστί γνώσις μη εν ενδεία ούσα, καν μεγάλως πλουτήση, τους δε της πίστεως θησαυρούς ο ουρανός και η γη ου χωρούσιν. Ουχ υστερείται ποτέ τίνος ο τη ελπίδι της πίστεως τη καρδία ερηρεισμένος και ότε ουδέν έχει, τη πίστει πάντα κατέχει, ως γέγραπται, ότι «όσα αιτείσθε εν προσευχή και πίστει, λήψεσθε» και πάλιν, «ο Κύριος εγγύς, μηδέν μεριμνάτε».
Η γνώσις αει τρόπους ζητεί προς φυλακήν των κτώμενων αυτήν, η δε πίστις φησίν, «εάν μη Κύριος οικοδόμηση οίκον και φύλαξη πόλιν, εις μάτην ηγρύπνησεν ο φυλάσσων, και διακενής εκοπίασεν ο οικοδομών». Ουδέποτε ο εν πίστει προσευχόμενος εν τρόποις χρήται και αναστρέφεται. Η γνώσις γαρ εν παντί τόπω τον φόβον επαινεί, καθώς είπεν ό σοφός «ο φοβούμενος», φάσκων, «τη καρδία, μακάριος». Τι δε η πίστις; «Έφοβήθη», φησί, «και ήρξατο καταποντίζεσθαι»’ και πάλιν, «ουκ ελάβετε», φησί, «πνεύμα δουλείας εις φόβον, άλλα πνεύμα υιοθεσίας, εις ελευθερίαν πίστεως και ελπίδος του Θεού»’ και πάλιν, «μη φείση εξ αυτών», μηδέ φυγής από προσώπου αυτών.
Πάντοτε ακολουθεί τω φόβω ο δισταγμός και ο δισταγμός τη εξετάσει, και η εξέτασις τοις τρόποις και οι τρόποι τη γνώσει και εν τη εξερευνήσει και εξετάσει αεί ο φόβος και ο δισταγμός γνωρίζεται. Διότι ουκ εν παντί καιρώ εις πάντα κατορθοί η γνώσις, καθώς εν πρώτοις απεδείξαμεν. Πολλάκις γαρ συναντώσιν τη ψυχή συμβάσεις και επιφοραί δυσχερείς και προφάσεις πολλοί πλήρεις κινδύνων, άπερ παντελώς η γνώσις και οι τρόποι της σοφίας βοηθήσαί τι εκείσε ου δύνανται. Παλιν δε τοις δυσχερέσι τοις μη καταβαλλομένοις πάση δυνάμει και τω όρω της ανθρωπίνης γνώσεως, η πίστις ουδέποτε νικάται υπό τίνος αυτών. Τι γαρ εξαρκεί η γνώσις η ανθρωπίνη βοηθήσαι εν τοις φανεροίς πολέμοις, ή προς τάς φύσεις τάς αόρατους και προς τάς ενσωμάτους δυνάμεις συν άλλοις πολλοίς;
Είδες την ασθένειαν της δυνάμεως της γνώσεως και την ισχύν της δυνάμεως της πίστεως; Η γνώσις πάσι τοις ξένοις της φύσεως κωλύει τους μαθητάς αυτής προσπελάσαι. Όρα δε την δύναμιν ενταύθα της πίστεως και τι επιτρέπει τοις αυτή μαθητευομένοις. «Εν τω ονόματι μου», φησί, «δαιμόνια εκβαλείτε, όφεις αρείτε και, εάν τον ιόν πίητε, ου βλαβήσεσθε».
Η γνώσις πάσι τοις εν τη οδώ εαυτής πορευομένοις επιτρέπει κατά τους νόμους αυτής προ της αρχής εν πάσι το τέλος εξετάσαι και ούτως άρξασθαι, μήπως δυσευρέτου του τέλους του πράγματος τω όρω της ανθρωπίνης δυνάμεως ευρεθέντος τον κόπον μάτην κοπιάσωσι, και αδύνατον και δυσχερές του γενέσθαι ευρέθη το πράγμα. Η δε πίστις τι λέγει; «πάντα δυνατά τω πιστεύοντι». Αδυνατεί γαρ ουδέν τω Θεώ.
Ο πλούτος άρρητος και θάλασσα πλούτου εν κύμασιν αυτής και εν τοις εαυτής θησαυροίς τοις θαυμαστοίς τοις υπερεκχυνομένοις εκ της δυνάμεως της πίστεως. Πόσου θάρσους έμπλεως και πόσης ηδονής και ελπίδος πλήρης η οδοιπορία η μετ’ αυτής, και τα φορτία αυτής πόσον ελαφρά εισί και η εργασία αυτής πόσην ηδύτητα έχει!
Ερώτησις. Ο αξιωθείς γεύσασθαι της ηδύτητος της πίστεως και πάλιν στραφείς προς την γνώσιν της ψυχής, εν τίνι διαφέρει το πράγμα αυτού;
Απόκρισις. Τω ευρόντι μαργαρίτην πολύτιμον και αλλάξαντι αυτόν είς οβολόν χαλκού, τω εάσαντι ελευθερίαν αυτεξούσιον και στραφέντι εις τους τρόπους της πτώχειας, πεπληρωμένους φόβου και δουλείας.
Ουχί ψεκτή εστίν η γνώσις, αλλ’ η πίστις υψηλοτέρα αυτής εστί. Και εάν ψέξωμεν, ουχί την γνώσιν ψέγομεν, μη γένοιτο, αλλ ‘ ή το διακρίναι τους τρόπους τους παρηλλαγμένους, εν οις πορεύεται εξ εναντίας φύσεως, και πώς τοις τάγμασι των δαιμόνων συγγενειάζει, άπερ μετά ταύτα μέλλομεν διακρίναι φανερώς και πόσοι βαθμοί εισιν, εν αυτοίς η γνώσις, και τις η διαφορά η γινομένη εν εκάστω αυτών, και εν ποίοις νοήμασιν εξυπνίζεται εν εκάστω τρόπω, ότε μείνη εν αυτοίς, και εν τίνι τούτων των τρόπων (όταν πορευθή εν αυτοίς) εναντιούνται τη πίστει και εξέρχεται έξωθεν της φύσεως, και ποία εστίν η διαφορά η εν αύτη, και εν ποία τάξει (όταν στρέψη τον σκοπόν αυτής τον πρώτον) άρχεται εις την φύσιν αυτής και καθιστή τον βαθμόν έμπροσθεν της πίστεως εν αγαθή πολιτεία, και έως πότε ποιεί φθάσαι την διαφοράν της τάξεως αυτής, και πώς διαπερά από τούτων εις τα υψηλότερα αυτών, και ποίοι εισίν οι τρόποι της τάξεως εκείνης της άλλης, ήγουν της πρώτης, και πότε συνάπτεται η γνώσις τη πίστει και γίνεται μετ’ αυτής μία καί ενδύεται εξ αυτής νοήματα πύρινα και εξάπτεται εν τω πνεύματι και κτάται πτέρυγας απαθείας και υψούται εκ της διακονίας των γήινων εν τη χώρα του δημιουργού εαυτής, συν άλλοις τρόποις.
Όμως τέως αρμόζει ημάς ειδέναι, ότι η πίστις και η εργασία αυτής υψηλοτέρα εστί της γνώσεως. Και αύτη η γνώσις εν τη πίστει τελειούται και κτάται δύναμιν ανελθείν άνω και αισθέσθαι εκείνου του υψηλοτέρου πάσης αισθήσεως, και ιδείν την αυγήν εκείνην την ακατάληπτον τω νω και τη γνώσει των κτισμάτων. Η γνώσις δε βαθμίς εστί, δι’ ης ανέρχεται τις εις το ύψος της πίστεως, και όταν φθάση εγγύς αυτής, ουκ έτι πάλιν χρήζει αυτής* «νυν γαρ», φησίν, «και εκ μέρους νοούμεν, όταν δε έλθη το τέλειον, το εκ μέρους καταργείται». Η πίστις λοιπόν άρτι ως εν οφθαλμοίς δεικνύει ημίν την αλήθειαν της τελειότητος και εν τη πίστει ημών μανθάνομεν εκείνα τα ακατάληπτα, και ουκ εν τη εξετάσει και τη δυνάμει της γνώσεως.
Ταύτα τα έργα της δικαιοσύνης νηστεία, ελεημοσύνη, αγρυπνία, αγιασμός και τα λοιπά τα δια του σώματος ενεργούμενα* αγάπη προς τον πλησίον, ταπεινοφροσύνη καρδίας, συγχώρησις των επταισμένων, ενθύμησις των αγαθών, εξέτασις των μυστηρίων των όντων εν ταίς αγίαις γραφαίς κεκαλυμμένων, αδολεσχία της διανοίας εν τοις έργοις τοις κρείττοσι, του φυλάξαι τους όρους των παθών της ψυχής, και αί λοιπαί αρεταί, αί εν τη ψυχή εκτελούμεναι. Ταύτα πάντα χρήζουσι της γνώσεως. Αύτη γαρ φυλάττει αυτά και διδάσκει την τάξιν αυτών. Και ταύτα πάντα ακμήν βαθμοί είσιν, εν οίς η ψυχή ανέρχεται εις το ύψος το ανώτερον της πίστεως, και αρεταί καλούνται.
Η δε πολιτεία της πίστεως υπέρ την άρετήν εστίν και η εργασία αυτής ουκ έργα εστίν, αλλά ανάπαυσις τελεία και παράκλησις και εν καρδία και εν ταίς έννοίαις της ψυχής τελειούται. Και πάντες οι τρόποι οι θαυμαστοί της πνευματικής πολιτείας, ων η εργασία αίσθησις εν τη ζωή τη πνευματική και τρυφή και απόλαυσις ψυχής και πόθος και χαρά εν Θεώ, και τα λοιπά, όσα δίδονται εν εκείνη τη πολιτεία τη ψυχή τη άξια της χάριτος της εκείθεν μακαριότητος, και όσα ως εν νεύματι εν ταίς θείαις Γραφαίς εν τη πίστει τελειούνται εντεύθεν εκ του Θεού του πλουσίου εν τοις εαυτού χαρίσμασιν
Απορία. Ει δε λέγει τις, ει πάντα τα αγαθά ταύτα και τα έργα της αρετής τα προλεχθέντα και η αποχή των κακών και η διάκρισις των λεπτών λογισμών των εν τη ψυχή αναφυομένων και η μετά λογισμών πάλη και ο αγών ο προς τα πάθη τα ερεθίζοντα, και τα λοιπά, ων εκτός ουδέ αύτη η πίστις δύναται δείξαί σοι την δύναμιν αυτής εν τη εργασία της ψυχής, ει ταύτα πάντα η γνώσις τελειοί, πώς νομίζεται η γνώσις τη πίστει εναντία;
Λύσις του δισταγμού. Και λέγομεν, ως τρεις τρόποι είσι νοητοί, εν οίς η γνώσις ανέρχεται και κατέρχεται, και ως αλλοίωσις τοις τρόποις, εν οίς πορεύεται, ούτω και ταύτη αλλοίωσις εγγίνεται, και παρά τούτο βλάπτει και βοηθεί. Τρεις δε τρόποι είσί’ σώμα, ψυχή και πνεύμα. Και ει μία εστίν η γνώσις εν τη φύσει αυτής, αλλά προς τάς χώρας ταύτας των νοητών και των αισθητών και λεπτύνεται και επαλλάττει τους τρόπους αυτής και της εργασίας των νοημάτων αυτής.
Άκουσον δε λοιπόν και την τάξιν της εργασίας αυτής και τάς αιτίας, δι’ ας βλάπτει και βοηθεί. Η γνώσις δόσις παρά Θεού εστί τη φύσει των λογικών, ήτις εκ της αρχής εδόθη της αυτών διαπλάσεως, και εστίν απλή και ου μερίζεται τη εαυτής φύσει, ώσπερ ουδέ του ηλίου το φως, και κατά την εργασίαν αυτής κτάται αλλοιώσεις και μερισμούς.
Πηγή: (Το βιβλίο: Όσιος Ισαάκ ο Σύρος - Ασκητικά), Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, Ελληνική Πατρολογία