Λόγος ΞΓ΄: Περί τάξεως πρώτης της γνώσεως.
Ότε τη επιθυμία τη σαρκική η γνώσις ακολουθεί, τούτους τους τρόπους συνάγει τον πλούτον, την κενοδοξίαν, την κόσμησιν, την ανάπαυσιν την του σώματος, σπουδήν σοφίας της λογικής, της αρμοζούσης εις την διοίκησιν του κόσμου τούτου και βρυούσης τας ανανεώσεις των ευρέσεων και των τεχνών και των μαθήσεων και τα λοιπά τα στεφανούντα το σώμα εν τω κοσμώ τούτω τω ορατώ. Εκ των ειδών τούτων γίνεται εναντία τη πίστει, ήπερ ειρήκαμέν τε και διετάξαμεν, ήτις γνώσις ψιλή ονομάζεται, καθότι γυμνή εστί πάσης θείας μερίμνης και αδυναμίαν άλογον εισφέρει κατά της διανοίας, δια το κεκρατήσθαι υπό του σώματος, και τελείως η μέριμνα αυτής εν τω κοσμώ τούτω εστί.
Τούτο το μέτρον της γνώσεως, ότι εστί παντελώς δύναμις νοητή και κυβερνήτης κρυπτός του ανθρώπου και επιμέλεια θεία, η επισκεπτομένη αυτόν και επιμελουμένη τελείως και τη πρόνοια του Θεού τας διοικήσεις ου λογίζεται,αλλ’ έκαστον αγαθόν το όν εν τω ανθρώπω και η εκ των βλαπτόντων αυτόν αυτού σωτηρία και η εκ των δυσχερών φυσική αυτού προσοχή και η εκ των πολλών εναντιωμάτων των ακολουθούντων τη φύσει ημών κρυπτώς και φανερώς φυσική εν τη εαυτού σπουδή και εν τοις εαυτού τρόποις είναι δοκεί.
Τούτο το μέτρον της γνώσεως της αδολεσχούσης τη εαυτής πρόνοια τα πάντα είναι οίεται, κατά τους λέγοντας, ως ουκ εστί κυβέρνησις τούτων των ορωμένων. Όμως εκτός της διηνεκούς μερίμνης και του φοβείσθαι υπέρ του σώματος τυγχάνειν ου δύναται. Δια τούτο κατέχει αυτόν η μικροψυχία και η λύπη και η απόγνωσις και ο των δαιμόνων φόβος και η εκ των ανθρώπων δειλία και η των ληστών φήμη και ακοαί των θανάτων και η των νοσημάτων φροντίς και η μέριμνα της ενδείας και της λείψεως της χρείας και ο φόβος του θανάτου και ο φόβος των παθών και των πονηρών θηρίων, και τα λοιπα τα τούτοις όμοια, τα κατά την θάλασσαν την υπό των κυμάτων ταραττομένην εν πάση ώρα της νυκτός και της ημέρας και βρύουσαν κατ’ αυτών. Διότι ουκ οίδε ρίψαι την μέριμναν αυτής επί τον Θεόν εν τη πεποιθήσει της εις αυτόν πίστεως. Δια τούτο εν μηχανήμασι και εν πανουργίαις εν άπασι τοις εαυτής αναστρέφεται. Όταν δε αργήσωσιν οι τρόποι των μηχανημάτων αυτής εν μιά προφάσει τινι και μη θεώρηση την μυστικήν πρόνοιαν, μάχεται μετά των ανθρώπων των εμποδιζόντων αυτήν και εναντιουμένων αυτή.
Εν αυτή τη γνώσει πεφυτευμένον εστί το ξύλον της γνώσεως των καλών και πονηρών, το εκριζούν την αγάπην, και αύτη εξετάζει τα βραχέα εγκλήματα των άλλων ανθρώπων και τάς αίτιας και τάς ασθενείας αυτών, και παρασκευάζει τον άνθρωπον είς το δογματίζειν και αντιλέγειν τοις λόγοις και δολιεύεσθαι εν μηχανήμασι και πανουργίαις πονηραίς και εν τοις λοιποίς τρόποις τοις καθυβρίζουσι τον άνθρωπον. Αύτη εγγίνεται και ταύτη εστί φυσίωσις και υπερηφανία* ότι εαυτή ανατίθησι πάν πράγμα καλόν και ουκ επί τον Θεόν αναφέρει.
Η πίστις δε τη χάριτι λογίζεται τα έργα αυτής. Δια τούτο και επαρθήναι ου δύναται, καθώς γέγραπται «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντί με Χριστώ» · και πάλιν, «ουκ εγώ δε, άλλ’ η χάρις του Θεού η συν εμοί». Και όπερ είπεν ο μακάριος Απόστολος, ότι «η γνώσις φυσιοί», περί της γνώσεως ταύτης είρηκε, της μη συγκεκραμένης τη πίστει και τη ελπίδι τη είς Θεόν, και ουχί περί της γνώσεως της αληθείας είπε. Μη γένοιτο.
Η γνώσις της αληθείας εν ταπεινώσει τελειοί την ψυχήν των κτώμενων αυτήν, ως τον Μωυσέα και τον Δαβίδ και τον Ησαίαν και τον Πέτρον και τον Παύλον και τους λοιπούς αγίους τους αξιωθέντας αυτής της γνώσεως της τελείας, κατά το μέτρον της ανθρωπίνης φύσεως. Και εκ των παρηλλαγμένων θεωριών και των αποκαλύψεων των θείων και εκ της θεωρίας της υψηλής των πνευματικών και εκ των αρρήτων μυστηρίων καταπίνεται η γνώσις αυτών πάντοτε εκ των ομοίων τούτων, και σποδόν και χουν αριθμείται η ψυχή αυτών εν τοις εαυτών οφθαλμοίς
Η δε ετέρα γνώσις πρεπόντως φυσιούται ότι εν τη σκοτία πορεύεται και εκ της ομοιότητας των επί γης δοκιμάζεται τα όντα αυτή, και ου γινώσκει ότι εστί τι κρείττον αυτής. Και πάντες δε υπό της επάρσεως αρπάζονται, δια το είναι αυτούς εν τη γη και εν τη σαρκί την αυτών πολιτείαν ζυγοστατείν και εις τα έργα αυτών επερείδεσθαι, αλλά μη εις τα ακατάληπτα διαλογίζεσθαι εν τω νοΐ αυτών. ‘Έως αν εν τούτοις τοις κύμασιν ώσιν εμπλέοντες, τούτο πάσχουσιν.
Οι δε άγιοι την αρετήν την ένδοξον της θεότητος εκτελούσι. Και η εργασία αυτών άνω εστί και ουκ εκκλίνει το φρόνημα αυτών μεριμνήσαι περί των ευρέσεων και των ματαίων. Οι γαρ εν τω φωτί πορευόμενοι ου δύνανται πλανηθήναι. Δια τούτο πάντες οι πλανηθέντες εκ του φωτός της επιγνώσεως του Υιού του Θεού και εκκλίναντες από της αληθείας, εν ταύταις ταίς τρίβοις διαπορεύονται.
Αύτη η τάξις της γνώσεως η πρώτη, εν η τις τη επιθυμία της σαρκός κατακολουθεί. Ταύτην ψέγομεν και εναντίον ου μόνον τη πίστει, αλλά και πάση αρετής εργασία, αποφαινόμεθα.
Πηγή: (Το βιβλίο: Όσιος Ισαάκ ο Σύρος - Ασκητικά), Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, Ελληνική Πατρολογία