Λόγος ΟΗ΄: Περί ερωτήσεως αδελφού τινός.
Ηρωτήθη ποτέ ο αυτός γέρων από τίνος αδελφού:
Τι ποιήσω, ότι πολλάκις μοι γίνεται τι πράγμα ου χρείαν έχω, ή δια την άσθένειαν ή δι’ έργον ή δι’ ήντινα ουν αιτίαν, και τούτου χωρίς ου δύναμαι πολιτεύσασθαι εν τη ησυχία, και βλέπων τινά τούτου χρείαν έχοντα και νικώμενος υπό του ελέους, δίδωμι τούτο αυτώ. Πολλάκις δε, και ως αιτηθείς υπό τίνος, τούτο ποιώ. Και γαρ αναγκάζομαι υπό τε της αγάπης και της εντολής και παρέχω τω αίτουντι το εμοί χρειώδες. Και μετά ταύτα ποιοί με η τούτου χρεία εμπεσείν είς μέριμναν και ταραχήν λογισμών, είθ’ ούτω σκορπίζει μου τον νουν από της εις την ησυχίαν μερίμνης και αναγκάζομαι ίσως εξελθείν εκ της ησυχίας και απελθείν εις ζήτησιν του αυτού πράγματος. Εάν δε και υπομείνω του μη εξελθείν, εν θλίψει πολλή και θορύβω των λογισμών γίνομαι. Ουκ οίδα ουν τίνα των δυο εκλέξομαι εμαυτώ, την παυουσάν μου και σκορπίζουσαν την ησυχίαν δια την ανάπαυσιν του αδελφού μου, ή παριδείν την αίτησιν και υπομένειν εν τη ησυχία;
Πρός ταύτα ανταπεκρίθη μοι ο γέρων, και είπε.
Πάσα ελεημοσύνη, ή αγάπη, ή ευσπλαχνία, ή οτιούν δια τον Θεόν νομιζόμενον είναι, από της ησυχίας κωλύον σε και αίρον σου το όμμα επί τον κόσμον και εμβάλλον σε εις μέριμναν και ταράσσον σε από της μνήμης του Θεού και εκκόπτον τάς ευχάς σου και εισάγον σε εις θόρυβον και ακαταστασίαν λογισμών και παύον σε της μελέτης των θείων αναγνώσεων, ήτις εστίν όπλον ρυόμενον από των μετεωρισμών και λύον την παραφυλακήν σου και ποιούν σε μετά το δεδέσθαι περιπατήσαι και μετά το μονωθήναι συναναστρέφεσθαι και εξυπνίζον επάνω σου τα τεθαμμένα πάθη και διαλύον την εγκράτειαν των αισθήσεων σου και εγείρον την από του κόσμου σου θνήξιν και κατάγον σε από της γεωργίας της αγγελικής, ης το έργον μία φροντίς, και εν τω μέρει των κοσμικών ιστών σε, απόλοιτο εκείνη η δικαιοσύνη.
Τό πλήρωμα γαρ της οφειλής της αγάπης εν τη αναπαύσει των σωματικών, του έργου των κοσμικών εστίν ή και μοναχών, αλλά των ενδεέστερων όντων, ου των εν ησυχία διαγόντων ή και των εχόντων την ήσυχίαν μεμιγμένην τη ομονοία τη μετ’ αλλήλων, και εισερχομένων δινηνεκώς και εξερχόμενων. Και τούτο τοις τοιούτοις καλόν και αξιάγαστον.
Τοις μέντοι εν αληθεία εκλεξαμένοις την από του κόσμου αναχώρησιν σώματι και νοΐ, του στήσαι τάς διανοίας αυτών εις την μεμονωμένην ευχήν, εις την θνήξιν των παρερχομένων και της θέας και της μνήμης των πραγμάτων, ου πρέπει τη των σωματικών γεωργία και τη δικαιοσύνη των φανερών πραγμάτων, ίνα δι’ αυτών δικαιωθώσι τω Χριστώ, υπηρετείν, αλλά τη νεκρώσει των μελών αυτών των έπι της γης, κατά το Αποστόλου λόγιον, προσφέρειν αυτώ θυσίαν την των λογισμών καθαράν τε και άμωμον, απαρχήν της εαυτών γεωργίας, και την θλίψιν των σωμάτων εν τη υπομονή των κίνδυνων δια την μέλλουσαν ελπίδα. Η γαρ μοναχική πολιτεία τη των Αγγέλων εφάμιλλος καθέστηκεν. Ου πρέπει δε ημίν εάσαι την επουράνιον γεωργίαν και πραγμάτων αντέχεσθαι.Τω δε Θεώ ημών είη δόξα εις τους αιώνας. Αμήν
Πηγή: (Το βιβλίο: Όσιος Ισαάκ ο Σύρος - Ασκητικά), Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, Ελληνική Πατρολογία