Στὴν Κυθραία, κωμόπολη τῆς Κύπρου ποὺ τώρα εἶναι στὰ κατεχόμενα, λίγα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν εἰσβολή, συνέβη τὸ ἑξῆς: Στὶς 6 Νοεμβρίου, ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Δημιτριανοῦ, Ἐπισκόπου Κυθραίας, οἱ κάτοικοι πῆγαν νὰ ἑορτάσουν τὴν μνήμη του καὶ νὰ κάνουν ὑπαίθρια Θεία Λειτουργία στὰ ἐρείπια ἀνὸς παλαίου ναοῦ τοῦ Ἁγίου, σ’ ἕνα «λάκκωμα» ποὺ ἀπεῖχε δύο χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν πόλη. Οἱ Κυθραιῶτες εὐλαβοῦνταν πολὺ τὸν τοπικό τους Ἅγιο καὶ πολλοὶ ἔκαναν ἀρτοκλασία. Οἱ «γιορτάρηδες» ἔπαιρναν φαγητὰ μαζί τους καὶ φίλευαν ὅλους τοὺς ἐκκλησιαζόμενους.
Μόλις ἄρχισε ἡ Ὀρθινὴ ἀκολουθία ἄρχισε νὰ βρέχη. Ἡ βροχὴ ἦταν καταρρακτώδης καὶ ὁ χῶρος ἀσκεπής. Κανεὶς πιστὸς δὲν ἔφυγε ἀλλὰ οὔτε καὶ βράχηκε κανένας. Μιὰ μεγάλη ὀμπρέλλα ἀόρατή τοὺς σκέπαζε, ἐνῶ δίπλα τους γινόταν κατακλυσμός. Μόλις ὅμως τελείωσε ἡ θεία Λειτουργία καὶ οἱ «γιορτάρηδες» ἑτοιμάζονταν νὰ δώσουν τὰ φαγητὰ στοὺς παρευρισκόμενους, ἡ βροχὴ ἐξαπλώθηκε καὶ στὸν χώρο του ὑπαίθριου ναοῦ. Ὅλοι ἔφυγαν βρεγμένοι καὶ ἀλλοιωμένοι, δοξάζοντας τὸν Θεὸ καὶ τὸν Ἅγιο γιὰ τὸ παρατεταμένο θαῦμα ποὺ ἔζησαν.
Πηγή: Ασκητές μέσα στον κόσμο, Τόμος A΄, Ιερόν Ησυχαστήριον Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, σελ. 359