Ηρακλής Ρεράκης,
Καθηγητής ΑΠΘ, Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων (ΠΕΘ)
Η πεποίθηση των θεόπνευστων Πατέρων ότι ο άνθρωπος είναι το ανώτερο ον της Δημιουργίας, με λογική συνείδηση και ελευθερία και ότι, ως λογικό ον, συνδέεται με τον Λόγο του Θεού δίδει μια θετική διάσταση στη έλλογη λειτουργία του, δημιουργώντας σ’ αυτόν μια εύ-λογη αισιοδοξία, στην ασκητική του πορεία από τον θάνατο στη ζωή.
Έτσι, ο λογικός άνθρωπος μπορεί να έχει μια ένθεη βεβαιότητα πως, αν ακολουθήσει ελεύθερα τη λογικότητα που του έχει χαρίσει ο Θεός - Λόγος, στο πλαίσιο της θεολογικής του συστάσεως και αποστολής,αυτή η λογική αλλά και υπέρλογη, ταυτόχρονα, πνευματική του πορεία, θα τον κρατά εν τω Θεώ, σε μια, εν τω Λόγω, αγωνιστική πορεία πνευματικής ολοκληρώσεως.
Ο Άγιος Μάξιμος σημειώνει ότι ο άνθρωπος είναι «μοίρα του Θεού», δηλαδή κομμάτι ή μέρος ή τέκνο Θεού και συνεπώς συγγενής Του, γεγονός που σημαίνει ότι μπορεί να διαμορφώνει έναν τρόπο ζωής με δόμηση συγγενική προς τον Θεό, έτσι ώστε ο λόγος του, ως μέρος του Θείου Λόγου, να σκέπτεται και να λειτουργεί, πάντοτε ως ελεύθερο ον και σύμφωνα με το πρότυπό του.
Ωστόσο, υπάρχει και ο κακός δαίμων, ο οποίος επιδιώκει την πτώση του ανθρώπου και τη μετατροπή του λογικού του σε παράλογο. Εκείνος επιτίθεται διαρκώς στον άνθρωπο, προσπαθώντας να επηρεάσει το λογικό και το αυτεξούσιό του, έτσι ώστε, με τις αποφάσεις και τις πράξεις του, να απομακρύνεται από τον Θείο Λόγο και να παράγει κακούς και πτωτικούς, για την ανθρώπινη ύπαρξη, λογισμούς.
Ακολουθώντας τη δαιμονική α- λογία, μάλιστα, μέσω των κακών του λογισμών, αποφασίζει να ακολουθεί μια παράλογη και παρά φύση πορεία, καθώς όσο ζει μακράν του Θεού, απομακρύνεται από το δημιουργικό και ζωοποιητικό του κέντρο, κινείται δηλαδή στο πλαίσιο του παραλόγου, προς το μη ον, προς το χείρον, με αποτέλεσμα να πορεύεται διαρκώς σε μια πορεία αντίθετη προς την εν τω Λόγω του Θεού κατά χάρη θέωση.
Ο άνθρωπος, συνεπώς, όταν υποκύπτει στις αντίθεες δυνάμεις που τον πολιορκούν, κάνει κατάχρηση του λόγου του και αποστασιοποιείται από τον Θεό – Λόγο, επαναλαμβάνει, δηλαδή, τα ίδια λάθη της Πτώσεως των πρωτοπλάστων, καθώς χάνει την κατά φύσιν λογική δημιουργική αλλά και επιστρεπτική προς τον Λόγο της ζωής κίνηση, που αποτελεί θέλημα και σχέδιο του ίδιου του Θείου Λόγου.
Ουσιαστικά,μέσα από τους παράλογους λογισμούς και τις μακράν του Λόγου της ζωής επιλογές του, ο άνθρωπος, με δική του ευθύνη και υπαιτιότητα, χάνει τη σχέση του με τον Θεό, με αποτέλεσμα να μην εκλαμβάνει, πλέον,το Πρόσωπο του Λόγου, ως υπόδειγμα στη ζωή του.
Αν παρατηρήσει κανείς τον άνθρωπο της σύγχρονης εποχής, διαπιστώνει ότι, συνήθως, ζει και ενεργεί στα χνάρια ενός άθεου ορθολογισμού, καθώς ο εξ Αποκαλύψεως Θεός - Λόγος δεν θεωρείται, πλέον, γι’ αυτόν, μια αδιαμφισβήτητη ιστορική πραγματικότητα, αλλά ταυτίζεται με τον μύθο και τη λεγόμενη μεταφυσική (διανοητικές σκέψεις ή ιδέες περί ανώτατου όντος).
Με τον εγκλωβισμό του σύγχρονου ανθρώπου στον άθεο ορθολογισμό, συνεπώς, δημιουργείται ένα βαθύτατο ρήγμα ανάμεσα στον κόσμο και τον Λόγο, αφού, ουσιαστικά, η σχέση κόσμου (δημιουργίας) και Λόγου (Δημιουργού) απορρίπτεται και τη θέση της παίρνει ο κόσμος και ο ανθρώπινος λόγος.
Τα όντα και ο άνθρωπος, δεν θεωρούνται ότι είναι μέρος ή δημιουργήματα του Θεού, αλλά ότι είναι εγκόσμια και τυχαία όντα, ανεξάρτητα και αυτόνομα από οποιεσδήποτε υπερβατικές θεωρήσεις.
Μαζί με την απώλεια της συγγένειας με τον Θείο - Λόγο και Δημιουργό, χάνεται και η συγγένεια ανθρώπου και κτίσεως.
Για τον ορθολογιστή, ο άνθρωπος,δεν θεωρείται ότι είναι ο πλασθείς κατ’ εικόνα και καθ΄ ομοίωσιν του Θεού, αλλά ότι αποτελεί, όπως όλα τα φυσικά όντα, μια εύθραυστη μεταβλητή έννοια ή μια οργανωμένη σκέψη, που αναλύεται με διανοητικούς ορισμούς.
Τον 18ο αιώνα, ο διαφωτισμός είναι εκείνος που αναδημιούργησε τον άνθρωπο και τον διαμόρφωσε να ζει χωρίς Θεό, ως ένα απόλυτα αυτοδύναμο, αυτάρκες, λογικό και φυσικό ον, αυτονομημένο από κάθε υπερβατικότητα.
Οι ορθόδοξοι Πατέρες, πολλούς αιώνες πριν τον διαφωτισμό, χρησιμοποιούσαν τον ανθρώπινο λόγο, σε συνδυασμό, όμως, με όλες τις άλλες ψυχοσωματικές δυνάμεις και τα χαρίσματα του ανθρώπου και σε σχέση και αναφορά προς τον Θεό – Λόγο και Δημιουργό.
Ο στόχος ζωής του ορθόδοξου Χριστιανού, σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία ήταν και είναι να μπορεί, μέσα από την πίστη στον Θεό – Λόγο και την ισορροπία του λογικού και του υπέρλογου, να φτάνει στον προορισμό του, στην εμπειρία της αληθινής γνώσεως, που ταυτίζεται με την αληθινή κοινωνία με τον Θείο Λόγο.
Οι διαφωτιστές, αντίθετα, πρόδρομοι του παράλογου εκσυγχρονισμού και της αλλοπρόσαλλης προοδευτικότητας, ακύρωσαν όλες τις άλλες δυνάμεις και τα χαρίσματα του ανθρώπου και κράτησαν μόνο μία, τον ορθό – λόγο.
Στην ουσία, αρνήθηκαν και παρερμήνευσαν την ύπαρξη του ίδιου του Θεού και Λόγου, ενώ δεν παραχώρησαν στον άνθρωπο περιθώρια ελευθερίας, έτσι ώστε, ως το «κατ’ εξοχήν ιερό ον που είναι, με επίγνωση του ιερού» και ως ύπαρξη, που εκ φύσεως έχει την τάση επικοινωνίας με το πρότυπο της εικόνας του, να ιεροποιεί τη ζωή του για να μπορεί, όπως σημειώνει ο Άγιος Μάξιμος, να βρίσκει «εν τω λόγω» τον Θεό.
Η οντολογική αλλοτρίωση, στην οποία οδηγήθηκε το λογικό και το αυτεξούσιο του ευρωπαίου -και όχι μόνο- ανθρώπου, μέσω των υπαρξιακών διαστρεβλώσεων της φιλοσοφίας του διαφωτισμού, κατέληξε, σταδιακά και μεθοδευμένα, στην υποταγή του στον άθεο προοδευτισμό και στην άρνηση της σχέσεως του ανθρώπινου, με τον Θείο Λόγο.
Αυτό είχε ως συνέπεια, την απώλεια, της δυνατότητάς του να χρησιμοποιεί ορθά την ανθρώπινη λογική, γεγονός, όμως, που λειτούργησε αντίστροφα, αφού τελικά, κατέληξε, συν τω χρόνω, σε μια αμφισβήτηση της ορθότητας, όχι μόνον του περιεχομένου του ορθολογισμού, αλλά ακόμη και της ίδιας της ονομασίας του, καθώς, μέσω της αμείλικτης κριτικής, που δέχτηκε, έφτασε να θεωρείται, από ορθός λόγος, λόγος ψεύδους και απάτης.
Οι ορθόδοξοι Πατέρες, φιλοσόφησαν εντελώς διαφορετικά τη χρήση του ανθρώπινου λόγου, αποσοβώντας το ενδεχόμενο να μετατραπεί η χρήση του σε μια παραφυσική και παράλογη παράχρηση.
Ήδη (14) αιώνες, πριν από τον διαφωτισμό, ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, υποστηρίζοντας την υγιή, σωτήρια και αρμονική συνεργασία του ανθρώπινου με τον Θείο Λόγο, συστήνει την «εν τω Χριστώ και Λόγω» λειτουργία της ανθρώπινης λογικής, ως εξής: «Συν Χριστώ γράφεις, συν Χριστώ ταλαντεύεις, συν κεφαλή δοκιμάζεις, μετά Λόγου λογίζεις».
Η απάντηση, συνεπώς στο ερώτημα, γιατί φτάνει ο λογικός άνθρωπος στο παράλογο, είναι: Διότι απομακρύνεται από το υπέρλογο του Θείου Λόγου.