Ὁ κόσμος σήμερα καίγεται καὶ ὁ Μοναχισμὸς ἀποδυναμώνεται, ξεφτάει, χάνει τὴν ἀξία του. Ἂν φύγη τὸ πνευματικὸ ἀπὸ τὸν Μοναχισμό, δὲν μένει τίποτε μετά. Στὸ Ἅγιον Ὄρος κάποιος προσκυνητὴς εἶπε σὲ ἕναν καλόγερο: «Καλά, ἐδῶ δὲν ὑπάρχει ἀσκητικὸ πνεῦμα;». «Τώρα, τοῦ εἶπε ἐκεῖνος, εἶναι νέα ἐποχή· πᾶνε αὐτὰ τὰ πράγματα»! Θὰ πῆ κανεὶς ὅτι βρέθηκε ἕνας παλαβός. Μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν ἀκόμη πέντε-δέκα παλαβοί· ἀλλά, ἂν λένε τέτοιες ἀνοησίες, νὰ τοὺς κλείσουν στὸν Πύργο! Δὲν ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ λένε τέτοιες κουβέντες, ποὺ βρίζουν τὸν Μοναχισμὸ στὴν ἐποχή μας καὶ νὰ σκανδαλίζουν τὸν κόσμο. Ἀφορμὴ ζητάει ὁ ἄλλος.
Θὰ δῆτε, σιγὰ-σιγὰ σὲ μερικὰ μοναστήρια θὰ καταργήσουν τὶς πατερικὲς ἀναγνώσεις, γιὰ νὰ μὴν ἐλέγχωνται. Θὰ διαβάζουν βιβλία κοινωνικά, γιατὶ δῆθεν αὐτὰ στὴν ἐποχή μας βοηθοῦν. Ἐκεῖ πᾶμε! Καὶ ἔρχονται οἱ καημένοι οἱ λαϊκοὶ στὰ μοναστήρια, γιὰ νὰ βοηθηθοῦν... Ὅπως ὁ εὐλαβὴς στὸν κόσμο περιφρονεῖται, ἔτσι καὶ ὁ καλὸς μοναχὸς σὲ λίγο θὰ περιφρονῆται. Γιατί, ἀλλοίμονο, ἂν δὲν προσέξουμε τὸ κοσμικὸ πνεῦμα, σὲ λίγο καιρό, ἂν κάποιος νέος πηγαίνη στὸ μοναστήρι καὶ θέλη νὰ ζήση σωστὰ μοναχικά, θὰ τοῦ λένε οἱ ἄλλοι: «Τί δουλειὰ ἔχεις ἐσὺ ἐδῶ;». Οἱ ἄνθρωποι, ὅταν βλέπουν μοναχοὺς νὰ μὴ διαφέρουν ἀπὸ τοὺς κοσμικούς, ἀπογοητεύονται ἀπὸ τὸν Μοναχισμό. Πολλοὶ ἔρχονται καὶ μοῦ λένε πόσο σκανδαλίζονται ἀπὸ μερικὰ μοναστήρια, καὶ πῶς νὰ διορθώνω λογισμοὺς τώρα;
Μπῆκε στὸν Μοναχισμὸ πολὺ τὸ κοσμικὸ πνεῦμα καὶ δὲν σταματάει τὸ κακό. Οἱ μοναχοὶ πρέπει νὰ σταθοῦν ὡς μοναχοί, ὄχι ὡς κοσμικοί. Ἔχουμε χάσει τὴν ἁπλότητα ποὺ εἶχαν οἱ παλιὲς γενιές. Τώρα οἱ νέοι μοναχοὶ κινοῦνται μὲ μιὰ λογικὴ ἀνθρώπινη καὶ μὲ μιὰ κοσμικὴ εὐγένεια· κοιτοῦν πῶς νὰ μὴ χάσουν τὴν ὑπόληψή τους κ.λπ. Πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια ἔβλεπες στὰ Κοινόβια μιὰ κατάσταση Λαυσαϊκοῦ[1]. Ἄλλοι πήγαιναν στὰ μοναστήρια ἀπὸ θεῖο ζῆλο, ἄλλοι ἀπὸ μετάνοια. Καὶ ἦταν διάφορες περιπτώσεις. Ἄλλου πέθαινε ἡ γυναίκα καὶ ἐκεῖνος πήγαινε στὸ μοναστήρι. Ἄλλος χρόνια ζοῦσε μιὰ κοσμικὴ ζωὴ καὶ ὕστερα μετανοοῦσε καὶ πήγαινε στὸ μοναστήρι. Ἔβρισκες καὶ δαιμονισμένους στὰ μοναστήρια, ποὺ κατέφευγαν ἐκεῖ καὶ θεραπεύονταν μὲ τὶς προσευχὲς τῶν Πατέρων καὶ ἔμεναν ὕστερα καὶ γίνονταν μοναχοί. Ἂν ἔπειτα ἔκαναν καμμιὰ ἀταξία, δαιμονίζονταν πάλι, καὶ ἔτσι ὑπῆρχαν καὶ δαιμονισμένοι στὰ μοναστήρια. Ἔβρισκες καὶ πλανεμένους καὶ διὰ Χριστὸν σαλοὺς καὶ μοναχοὺς μὲ διορατικὸ χάρισμα καὶ μὲ ἰαματικὰ χαρίσματα. Μεγάλη ποικιλία! Σήμερα οὔτε μὲ διορατικὸ χάρισμα βρίσκεις οὔτε μὲ ἰαματικὰ χαρίσματα οὔτε δαιμονισμένους οὔτε διὰ Χριστὸν σαλούς. Ἐμεῖς ἔχουμε τὴν ἄλλη σαλάδα, τὴν σαλάδα τοῦ κόσμου. Γίναμε ἐγκέφαλοι, γι᾿ αὐτὸ καὶ παλαβώσαμε. Μπῆκε πολλὴ κοσμικὴ λογικὴ καὶ αὐτὴ ἡ πολλὴ λογικὴ κατέστρεψε τὰ πάντα. Καὶ τὸ κακὸ εἶναι ποὺ δὲν τὸ καταλαβαίνουμε.
Σὲ μερικὰ μοναστήρια σήμερα ἔχουν γεμίσει εὐκολίες-εὐκολίες καὶ κάνουν τὴν ζωή τους δύσκολη. Πράγματα ποὺ δὲν χρειάζεται νὰ ψειρίσουν, τὰ ψειρίζουν. Ἐκεῖνο ποὺ εἶναι πνευματικὸ καὶ μὲ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ἀσχοληθοῦν, τὸ ἀφήνουν. Ἂν οἱ νέοι ποὺ ἔρχονται στὰ μοναστήρια μπαίνουν ἀπὸ τὸ κοσμικὸ ἄγχος σὲ ἕνα ὑπηρεσιακὸ πνεῦμα, δὲν θὰ ἀναπαυθοῦν. Μετὰ θὰ θέλουν νὰ κάνουν τουρισμὸ πνευματικό, ἐκδρομές, γιὰ νὰ ξεσκάσουν. «Θέλω τὴν ἄδειά μου», θὰ σοῦ λέη ὁ ἄλλος – ἐνῶ ὁ μοναχὸς πρέπει νὰ ξεκολλάη μὲ πόνο ἀπὸ τὸ κελλί του.
Εἶμαι ἀγανακτισμένος ἀπὸ πολλὲς μεριές, γι᾿ αὐτὸ ξεσπάω. Πονάω, γιατὶ παλιὰ οἱ μοναχοὶ οὔτε πνευματικὰ βιβλία εἶχαν καὶ οἱ καημένοι εἶχαν ἄγνοια ἀπὸ Μοναχισμό, καὶ ὅμως ἔκαναν προκοπή. Τὸ 30% ἦταν γεννημένοι γιὰ μοναχοί· οἱ ἄλλοι ποὺ πήγαιναν στὰ μοναστήρια δὲν ἦταν καλλιεργημένοι· ἦταν ἀπὸ πεντακόσιες καρυδιὲς καρύδια, καὶ ὅμως ἔκαναν προκοπή. Πήγαινε στὸ μοναστήρι ὁ ἄλλος καὶ δὲν ἤξερε τίποτε ἀπὸ πνευματικά. Μπορεῖ νὰ καθόταν ἕναν-δυὸ μῆνες, καὶ οὔτε ὁ ἡγούμενος ἤξερε ποιός εἶναι. Μετά, ὅταν ἔλεγε ὅτι θέλει νὰ γίνη μοναχός, πήγαινε στὸν Πνευματικό, ἐξομολογεῖτο, καὶ ἔμενε στὸ μοναστήρι. Καὶ δὲν ἤξερε κανεὶς τί ἄνθρωπος ἦταν, ποιά πατρίδα εἶχε κ.λπ. Καὶ αὐτός, παρ᾿ ὅλα τὰ προβλήματα ποὺ εἶχε, προχωροῦσε καὶ προόδευε. Καὶ μερικοὶ οὔτε γράμματα ἤξεραν. Ἄκουγαν τὴν ἀνάγνωση στὴν Τράπεζα, τὸ Συναξάρι στὴν Ἐκκλησία καὶ τίποτε ἄλλο. Καὶ στὴν Τράπεζα καμμιὰ φορὰ δὲν καταλάβαιναν οὔτε τὴν ἀνάγνωση. Οὔτε καὶ ἀπὸ τὰ ψαλτικὰ καταλάβαιναν· ἔλεγαν καμμιὰ εὐχὴ στὴν Ἀκολουθία, ἀλλὰ εἶχαν καλοὺς λογισμούς. Καὶ ὅμως ἐκεῖνοι ἔφθαναν σὲ μέτρα, σὲ πνευματικὴ κατάσταση, ἐνῶ τώρα μὲ Κατηχητικά, μὲ πνευματικὰ βιβλία, μὲ τόσες προϋποθέσεις νὰ χαραμίζεται τέτοιο ὑλικό!... Δηλαδὴ οἱ ἀκαλλιέργητοι νὰ ἔχουν τέτοια πνευματικὴ καλλιέργεια καὶ οἱ καλλιεργημένοι νὰ μὴν ἔχουν τίποτε! Νὰ εἶναι ἕνα καλλιεργημένο χωράφι, κατὰ κάποιον τρόπο, καὶ νὰ μὴ βγάζη οὔτε τὸν σπόρο ποὺ τοῦ σπέρνουν! Δὲν εἶναι βαρὺ αὐτό; Πῶς τὸ βλέπετε;
Πάντως, ἂν δὲν προσέξουμε, δὲν θὰ σταθῆ ὁ Μοναχισμός· θὰ τιναχθῆ στὸν ἀέρα. Βέβαια τὸ μέλλον ἀνήκει στὸν Χριστὸ καὶ στὰ χέρια τῆς Καλῆς Νοικοκυρᾶς, τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία θὰ πάρη τὴν σκούπα καὶ θὰ σαρώση καὶ θὰ νοικοκυρέψη πάλι τὰ μοναστήρια της. Πρέπει νὰ καταλάβουμε ὅτι ὅλα θὰ χαθοῦν καὶ θὰ παρουσιασθοῦμε μπροστὰ στὸν Θεὸ χρεωμένοι, ἂν δὲν ζήσουμε σωστὰ μοναχικά. Ξεκινήσαμε νὰ γίνουμε καλόγεροι, γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας καὶ γιὰ νὰ βοηθήσουμε τὴν κοινωνία μὲ τὴν προσευχή. Γι' αὐτὸ μὴν ξεχνᾶτε τί ὑποσχεθήκατε στὸν Χριστό, ὅπως μὴν ξεχνᾶτε καὶ τί τραβοῦν οἱ ἄνθρωποι στὸν κόσμο, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν αὐτὴν τὴν εὔνοια νὰ κληθοῦν στὸ Ἀγγελικὸ Τάγμα.
__________________________
[1] Λαυσαϊκὸ ἢ Λαυσαϊκὴ ἱστορία: Βιογραφίες Ἁγίων ἀσκητῶν τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Παλαιστίνης. Τὸ ἔργο συντάχθηκε πιθανὸν κατὰ τὰ μέσα τοῦ 5ου αἰώνα ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ἑλενοπόλεως τῆς Βιθυνίας Παλλάδιο καὶ ἀφιερώθηκε ἀπὸ αὐτὸν στὸν Βυζαντινὸ Πατρίκιο Λαῦσο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο πῆρε καὶ τὸ ὄνομα.
Πηγή:(Από το βιβλίο: Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου Λόγοι, τόμος Β’ «Πνευματική αφύπνιση», έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης. 2001)