Ηρακλής Ρεράκης,
Καθηγητής ΑΠΘ, Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων (ΠΕΘ)
Γιατί ο Υιός του Θεού γίνεται άνθρωπος;
O Άγιος Αθανάσιος σημειώνει ότι οι άνθρωποι, μετά την πτώση, απομακρύνονταν διαρκώς από τον Θεό, λόγω της αδυναμίας, της αμέλειας και της ασυνέπειάς τους, έναντι των χαρισμάτων, που είχαν λάβει με την «κατ’ εικόνα Θεού» δημιουργία τους, που, στην άσκησή τους, τους συνέδεαν με τον Θεό Πατέρα τους.
Το κάλλος και η αρμονία της κτίσεως δεν τους συγκινούσε, έτσι ώστε να μπορούν να ατενίζουν τον Θεό, μέσα από τα δημιουργήματά Του, να τον δοξάζουν και να τον ευχαριστούν.
Αγνοούσαν, ακόμη, τον Νόμο και τους Προφήτες, που τους απέστειλε ο Θεός, προκειμένου να ακούν τον Λόγο του και να ζουν «τον κατ΄ αρετήν βίον».
Διερωτάται λοιπόν, ο Άγιος, «Τι έδει ποιείν τον Θεόν», τι έπρεπε να κάνει ο Θεός, όταν οι άνθρωποι απώλεσαν το λογικό τους, καθώς η δαιμονική πλάνη επεσκίαζε τα πάντα και απέκρυπτε τον σκοπό της υπάρξεώς τους, που ήταν η διαρκής κοινωνία τους με τον αληθινό Θεό;
Να μην τους λυπηθεί, όταν μάλιστα αυτή η πλάνη γινόταν, όλο και πιο πολύ, αιτία απώλειας και αφανισμού τους;
Η υπέρ λόγον και έννοιαν αγάπη του Θεού, δεν μπορούσε να αφήσει να χαθούν τα πλάσματά του, άπαξ και έγιναν μέτοχα της θείας εικόνας Του. Ως Πατέρας και Δημιουργός, που «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄ Τιμ. 2,4), θέτει σε εφαρμογή το προ των αιώνων σχέδιο της Θείας Οικονομίας Του και στέλνει τον Υιόν Αυτού, να θεραπεύσει και να ανανεώσει τα χαρίσματα του «κατ΄ εικόνα», με τα οποία είχε προικίσει τους ανθρώπους, για να μπορούν, εξ’ αρχής πάλι, να χρησιμοποιούν ορθά την ελευθερία τους και να πορεύονται προς τον Θεό και τη γνώση της αλήθειας και όχι προς τον διάβολο, την πλάνη και τον θάνατο.
Εξάλλου, μόνον ο Δημιουργός του ανθρώπου -και κανείς άλλος, ούτε οι ευσεβείς συνάνθρωποι ούτε οι Άγγελοι- μπορούσε να πραγματοποιήσει τη θεραπεία και την ανάπλαση της «εικόνας του Θεού» στον άνθρωπο.
Η θεία ενανθρώπιση του Υιού του Θεού στον κόσμο έγινε, για να αναδημιουργηθεί ο «κατ’ εικόνα Θεού» άνθρωπος. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, για να εξαφανιστεί ο θάνατος και η φθορά. Ο ίδιος ο Χριστός στη διδασκαλία Του έλεγε ότι ήλθε «ζητήσαι και σώσαι το απολωλός» (Λουκ. 19,10) και ότι η σωτηρία του απολωλότος δεν μπορεί να γίνει, «εάν μη τις γεννηθεί εξ ύδατος και Πνεύματος» (Ιω. 3,5).
Η έλευση του ίδιου του Θεού στον κόσμο αποτελεί την απαραίτητη και μοναδική αποτελεσματική επέμβαση, προκειμένου να δοθούν νέα πνευματικά προσόντα στον άνθρωπο, για να μπορεί να νικά τα πάθη και τις οντολογικές συνέπειές τους, δηλαδή τη φθορά και τον θάνατο.
Ο Θεός, συνεπώς, αφενός, από αγάπη προς τον άνθρωπο, έγινε άνθρωπος, και, ως Θεάνθρωπος, νίκησε τον θάνατο διά της Αναστάσεώς Του, αφετέρου, φανέρωσε τα έργα Του, γνωστοποιώντας τον αόρατο εαυτό Του, για να βοηθήσει τους ανθρώπους να κάνουν μια νέα αρχή, για να μπορέσουν να γνωρίσουν, μέσω του Υιού του Θεού, τον Πατέρα και Δημιουργό τους και να πορευθούν προς τη Βασιλεία Του.
Το γεγονός ότι ο Θεός «εφανερώθη εν σαρκί», αποτελεί το «μέγα της ευσεβείας μυστήριον» (Τιμ. 3,16). Και τούτο, διότι τόσο η φανέρωση του ίδιου του Υιού του Θεού στον κόσμο, «εν μορφή Θεού», δηλαδή, χωρίς να υποβιβαστεί ούτε στο ελάχιστον η Θεότητά Του όσο και η δι’ Αυτού πρόσληψη της αληθινής ανθρώπινης φύσεως, συνιστά, κατά την ορθόδοξη Θεολογία, ένα «μυστήριον ξένον», το μυστήριο της κενώσεως.
Έτσι, ο σαρκωθείς Θεός, αποκαλύπτεται, ως αληθινός Θεός και αληθινός άνθρωπος, δηλαδή, ομοούσιος με τον Πατέρα, κατά τη Θεότητα και ομοούσιος με όλους τους ανθρώπους, κατά την ανθρωπότητά του. Αυτή η θεανθρωπινότητα του Ιησού Χριστού, αποτελεί την εγγύηση της σωτηρίας του ανθρώπου.
Ο Σωτήρας Χριστός, ως Υιός του Θεού είναι αληθινός Θεός και αποκαλύπτει στους ανθρώπους, μέσα από όλη τη ζωή, τη δράση και τη διδασκαλία του, τη θεία Του Φύση. Από την άλλη πλευρά, φανερώνεται και ως τέλειος άνθρωπος, ως Υιός του ανθρώπου, γεννηθείς εκ Παρθένου Μαρίας «δι’ ημάς και διά την ημετέραν σωτηρίαν».
Έτσι, αφενός, ως Θεός, εκφράζει το κίνητρο της ενανθρωπήσεώς Του, αφού κατέρχεται και παρεμβαίνει στον κόσμο, από αγάπη, ως Σωτήρας και Λυτρωτής και, αφετέρου, ως άνθρωπος, προσλαμβάνει ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, ανοίγοντας τον δρόμο για τη σωτηρία της.
Πολύ σημαντικό, ωστόσο, για την προοπτική που δίνεται διά της Θείας Ενσαρκώσεως στο ανθρώπινο γένος, είναι αυτό που σημειώνει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ότι «ο προαιώνιος του Θεού Λόγος, επί την ιδίαν εικόνα χωρεί, και σάρκα φορεί διά την σάρκα και ψυχή νοερά διά την εμήν ψυχήν μίγνυται, το ομοίω το όμοιον ανακαθαίρων. Και πάντα γίνεται, πλην αμαρτίας, άνθρωπος». (Λόγος 38. Εις τα Θεοφάνεια).
Και οι άλλοι θεόπνευστοι Πατέρες, επίσης, τονίζουν ότι ο Ιησούς Χριστός, προσέλαβε την αυθεντική και αρχέγονη ανθρώπινη φύση. Με άλλα λόγια, ο προ πάντων των αιώνων γεννηθείς στους κόλπους του Πατρός κατήλθε στον κόσμο, γεννήθηκε εντός του χρόνου, προσέλαβε τέλεια ανθρώπινη φύση και έζησε ως τέλειος άνθρωπος.
Ο Μ. Βασίλειος σημειώνει ότι η εισβολή της αμαρτίας, κατά την πτώση των Πρωτοπλάστων και η εξ’ αυτής αλλοτρίωση από τον Θεό της ανθρώπινης φύσεως δεν μπορούσε να συνεχιστεί για πάντα. Η θεία φιλανθρωπία μερίμνησε, έτσι, ώστε να υπάρξει μια νέα «γενέθλιος της ανθρωπότητας ημέρα» (Μ. Βασιλείου, Εις την Αγίαν του Χριστού γέννησιν).
Στο ερώτημα, γιατί ο Υιός του Θεού προσέλαβε το ανθρώπινο σώμα, ο Μ. Βασίλειος απαντά ότι το προσληφθέν σώμα, κατά την ενανθρώπηση του Κυρίου και Θεού, δεν είναι κάποιο «ουράνιο σώμα», αλλά το «βασιλευόμενον υπό του θανάτου» γήινο και πραγματικό ανθρώπινο σώμα. Αν ήταν άλλης φύσεως το σώμα, που ο κάθε άνθρωπος φέρει και άλλο αυτό που προσέλαβε ο Υιός του Θεού, δεν θα μπορούσε να καταργηθεί η ενέργεια του θανάτου και δεν θα είχαν οι άνθρωποι κάποιο πνευματικό κέρδος από τα πάθη του Χριστού.
Η εν Χριστώ ζωοποίηση, η ανάπλαση του ανθρώπινου γένους και η προς τον Θεό οικείωσή του, προϋποθέτουν το γεγονός ότι το σώμα του Χριστού είναι πραγματικό ανθρώπινο σώμα.
Βέβαια, ο Μ. Βασίλειος, κάνει διάκριση ανάμεσα στα φυσικά και αναγκαία πάθη της κάθε βιολογικής υπάρξεως, που είχε με την ενσάρκωσή Του το σαρκικό σώμα του Χριστού και στα εκ της προαιρέσεως πάθη, που δεν υπήρχαν καν στον Χριστό, καθώς Αυτός «σάρκα μεν την ημετέραν ανέλαβε, μετά των φυσικών αυτής παθών, αμαρτίαν δε ουκ εποίησεν».
Στο Άγιο πρόσωπο του Χριστού, δηλαδή, καταργήθηκε η αμαρτία, έτσι ώστε οι άνθρωποι, κατά την τελική Ανάσταση, να αναλάβουν τη σάρκα τους καθαρή και όχι «υπόδικον θανάτου, μήτε υπεύθυνον αμαρτίας» (Μ. Βασιλείου, Τοις εν Σωζοπόλει, επιστολή 261).
Κατά τον Άγιο Γρηγόριο, τον Θεολόγο, η ένσαρκη οικονομία του Υιού του Θεού αποτελεί μια αποστολή Του στον κόσμο, από τον Πατέρα, για να αποκαταστήσει τον άνθρωπο στην αρχική, προπτωτική, αυθεντική του ζωή.
Έτσι, ο Άκτιστος Θεός, κατέρχεται, προσλαμβάνει την κτιστή ανθρώπινη φύση και την καθιστά υπόθεση της δικής του θεανθρώπινης υπάρξεως.
Με την ένωση των δύο φύσεων, στο πρόσωπο του Θεανθρώπου, οι δύο φύσεις ενώνονται αχωρίστως και λόγω αυτής της ενώσεως του ανθρώπου με τον Θεό αγιάζεται και αναπλάθεται ο άνθρωπος.
Θαυμάσια συνοπτική απάντηση στο ερώτημα, γιατί έγινε άνθρωπος ο Υιός του Θεού, δίνει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Επτώχευσεν, ίνα ημείς τη εκείνου πτωχεία πλουτίσωμεν, δούλου μορφήν έλαβεν ίνα την ελευθερίαν ημείς απολάβωμεν, κατήλθεν, ίνα υψωθώμεν, απέθανεν ίνα σώση» (Αγίου Γρηγορίου, του Θεολόγου, Εις το Πάσχα).
Ηρακλής Ρεράκης,
Καθηγητής ΑΠΘ, Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων (ΠΕΘ)