«Τῇ ἐνδόξῳ κοιμήσει σου οὐρανοὶ ἐπαγάλλονται καὶ ἀγγέλων γέγηθε τὰ στρατεύματα· πᾶσα ἡ γῆ δὲ εὐφραίνεται…»
(στιχηρὸν τῶν αἴνων τῆς Κοιμήσεως)
H ΠΑΝΑΓΙΑ ἦταν ἕνα φτωχὸ κορίτσι τῆς Ναζαρὲτ ἀπὸ ἄσημους γονεῖς. Δὲν εἶχε τίποτε ποὺ νὰ προμηνύῃ δόξα. Ἡ γέννησί της πέρασε ἀπαρατήρητη. Ταπεινὴ ἡ εἴσοδός της στὸν κόσμο, ταπεινὴ καὶ ἡ ζωή της.
Ἀλλ᾿ ἐνῷ ἡ εἴσοδος ἦταν ταπεινή, ἡ ἔξοδός της ἦταν ἔνδοξη. Καὶ δικαίως. Διότι πέρασε ὅλη τὴ ζωή της μὲ ἁγνότητα, τα πείνωσι καὶ ἄκρα ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θε οῦ. Ποιᾶς ἄλλης γυναίκας ἡ ἀποστολὴ συγκρίνεται μὲ τὴ δική της; Ὅλες γέννησαν θνητούς· αὐτὴ ἀξιώθηκε νὰ γίνῃ Μητέρα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ὅ πως κήρυττε καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, «γυναῖκες στὸν κόσμον ἦσαν χίλιες χιλιάδες, ἀλλὰ καμμία δὲν εὑρέθη νὰ πληρώσῃ τὴν πλευρὰν τοῦ Ἀδάμ, παρὰ ἡ Δέσποινα Θεοτόκος».
Ὅταν ἡ Παναγία παρέδωσε τὸ πνεῦμα στὸν Υἱὸ καὶ Θεό της, συγκλονίστηκε γῆ καὶ οὐρανός. Ἡ κηδεία τοῦ ἱεροῦ σκηνώματός της εἶχε μεγαλοπρέπεια μοναδική. Ἀπόστολοι ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς γῆς μεταφέρθηκαν στὴ Γεθσημανῆ πάνω σὲ σύννεφα. Μυροφόρες γυναῖκες καὶ πιστὸς λαὸς ἀκολουθοῦσαν. Ἀσεβὲς τόλμημα ἀπίστου Ἰουδαίου, ποὺ ἐπιχείρησε νὰ βεβηλώσῃ τὸ ἱερὸ σκήνωμα, ἐπατάχθη…
Ἡ γῆ μὲ τὰ ἐκλεκτότερα τέκνα της ἐκήδευε τὴν Βασιλομήτορα. Ἀλλὰ τί ἦταν οἱ τιμὲς τῆς γῆς ἐμπρὸς στὶς τιμὲς τοῦ οὐρανοῦ; Καθὼς ἀνέβαινε πρὸς τὰ ἄνω βασίλεια τῆς ἔγινε ἐξαιρετικὴ ὑποδοχή. Ταξιαρχίες ἀγγέλων ἔσκυβαν καὶ τὴν προσκυνοῦσαν. Ὁ Υἱὸς ὑπεδέχθη τὴν Μητέρα. Καὶ ἐκείνη στάθηκε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ μένῃ στὰ δεξιά του πρεσβεύουσα ὑπὲρ τῶν ἁμαρτωλῶν.
Tαπεινὴ εἴσοδος· ἔνδοξος, πανένδοξος ἔξοδος. Εἶνε αὐτὰ φαντασία; εἶνε αὐτὰ μῦθος; Ὄχι, χίλιες φορὲς ὄχι. Τὰ βεβαιώνει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ποὺ ὥρισε σήμερα νὰ ἑορτάζεται ἡ Κοίμησις τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Σήμερα ψάλλονται ὡραιότατοι ὕμνοι, μὲ τοὺς ὁποίους ἐξαίρεται τὸ μεγαλεῖο τῆς Παναγίας καὶ ἰδίως τὸ γεγονὸς τῆς τελευτῆς, τῆς κοιμήσεώς της.
* * *
Πολλά, ἀγαπητοί μου, εἶνε τὰ διδ άγματα ἀ πὸ τὴν ἑορτὴ αὐτή. Ἐμεῖς θὰ περιορισθοῦ με σὲ ἕνα καὶ μόνο, στὸ δίδαγμα, ποὺ ἐγκλείει ἡ λέξις μὲ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας χαρακτηρίζει τὸ γεγονὸς τῆς τελευτῆς τῆς Παρθένου. Ἡ τελευτή της ὀνομάζεται ὄχι θάνατος ἀλλὰ κοίμησις. Γιατί; Προσέξτε, παρακαλῶ.
Στὴ γλῶσσα τῆς ἁγίας Γραφῆς θάνατος δὲν σημαίνει ἐξαφάνισι τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως. Ὄχι. Κατὰ τὸν θάνατο γίνεται χωρισμός. Χωρίζεται ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα. Ἡ ψυχὴ φεύγοντας πορεύεται πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς τὸν οὐράνιο κόσμο τῶν πνευμάτων. Ἡ πορεία αὐτὴ εἶνε ὄχι φανταστικὴ ἀλλὰ πραγματική, τὴν ὁποία βεβαιώνει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Τί συναντᾷ τότε ἡ ψυχή, ἀπὸ πό σα τελωνεῖα περνάει, σὲ τί ἔλεγχο τὴν ὑποβάλλουν, δὲν γνωρίζουμε λεπτομερῶς. Λόγοι ἁγίων ἀνδρῶν, ποὺ εἶδαν ψυχὲς τεθνεώτων νὰ πορεύωνται πρὸς τοὺς χλοεροὺς λειμῶ νας τοῦ παραδείσου ἢ πρὸς τοὺς σκοτεινοὺς τόπους τῆς κο λάσεως, ῥίχνουν κάποιο φῶς· ἀλλὰ τὸ φῶς αὐτὸ εἶνε ἀμυδρό, ἀνίκανο νὰ ἱκανοποιήσῃ τὴν περιέργεια τῶν ἀν θρώπων. Στὸν ἄνθρωπο διὰ τῆς Γραφῆς ἔχει ἀποκαλυφθῆ, ὅτι ἡ ψυχὴ φεύγοντας ἀπὸ τὸ σῶμα δὲν πεθαίνει, ὅπως διδ άσκουν οἱ ὑλισταὶ καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς οἱ χιλιασταί, ἀλλὰ ζῇ, συνεχίζει τὴ ζωή της (βλ. Λουκ. 12,20· 16,23-26· 23,42-43). Αὐτὸ εἶνε γεγο νὸς καὶ δὲν πρέπει νὰ ἀμφιβάλλῃ ὁ Χριστιανός.
Ἀλλ᾿ ἐνῷ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τερματίζει τὸ ἐδῶ στάδιο τῆς ζωῆς ἀνεβαίνει ὡς πνεῦμα στὸν ἄλλο κόσμο, τὸ σῶμα ὡς ὑλικὸ πα ραδίδεται στὴ φθορά, σὲ προσωρινὴ φθορά. Διότι ἀπὸ τὸ φθαρτὸ σῶμα κατὰ τὴν κοινὴ ἀνάστασι θὰ προέλθῃ νέο σῶμα ἄφθαρτο, τὸ ὁποῖο θὰ ἑνωθῇ μὲ τὴν ψυχὴ καὶ θὰ ζήσῃ μαζί της εἰς αἰῶνας αἰώνων.
Nαί! Τὸ σῶμα θ᾿ ἀναστηθῇ. Ἐν ἀναμονῇ δὲ τῆς ἀναστάσεως ὁ θάνατος στὴ Γραφὴ ὀνομάζεται κοίμησις. Ὁ προφήτης Δαυῒδ «ἐκοιμήθη» (Πράξ.13,36). Ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος «ἐκοιμήθη» (Πράξ. 7,60). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ὁμιλεῖ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔφυγαν γιὰ τὴν ἄλλη ζωή, δὲν λέει «ἀπ έθανον», ἀλλὰ τοὺς ὀνομάζει «κεκοιμημένους». «Οὐ θέλομεν δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περὶ τῶν κε κοι μημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (Α΄ Θεσ. 4,13).
Ὁἴδιος ὁ Kύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς τὸ θά νατο τὸν ὀνομάζει ὕπνο. Ὅταν μπῆκε στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου καὶ εἶδε νὰ κλαῖνε γιὰ τὴ νεκρὰ κόρη, εἶ πε· «Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει» (Λουκ. 8,52· Μᾶρκ. 5,39). Καὶ γιὰ τὸ Λάζαρο εἶπε «κεκοίμηται» (Ἰωάν. 11,11-15). Καὶ ἐν συνεχείᾳ τὸν ἀνέστησε· μὲ τόση δὲ εὐκολία μὲ ὅση ξυπνάει κανεὶς κάποιον ποὺ κοιμᾶται.
Kοίμησις! Ἡ λέξι αὐτὴ τῆς Γρα φῆς θὰ ἔφτανε γιὰ νὰ διδάξῃ, νὰ παρηγορήσῃ καὶ νὰ ἐμ ψυχώσῃ τοὺς Χριστιανούς, ἐκείνους τοὐ λά χιστον ποὺ συρρέουν στοὺς ναοὺς νὰ ἑορτάσουν καὶ πανηγυρίσουν τὴν «ἔνδοξον», «πάνσεπτον» καὶ «ἀθάνατον κοίμησιν» τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἀκοῦτε, ἑορτασταί;
Ἡ Πανα γία δὲν πέθανε, ἀλλὰ ἐκοιμήθη! Τὸ ἱερό της σκήνωμα κηδ εύθηκε, τοποθετήθηκε στὸν τάφο, ἀλλ᾿ ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία γι᾿ αὐτὴν «τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς γὰρ ζωῆς μητέρα πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον». Ἡ Πα ναγία μὲ ὅλη τὴν ἀπαστράπτουσα αἴγλη τῶν ἀρετῶν, «ἐν ἱματισμῷ διαχρύσῳ περιβεβλημένη, πεποι κιλμένη» (Ψαλμ. 44,10) μετ έστη πρὸς τοὺς οὐρανούς. «Τίς», ἀναφωνοῦ σαν οἱ ἄγγελοι, «τίς αὕτη ἡ ἐκκύπτουσα ὡσεὶ ὄρθρος, καλὴ ὡς σελήνη, ἐκλεκτὴ ὡς ὁ ἥλιος, θάμβος ὡς τε ταγμέναι;» (Ἆσμ. 6,10). Ἡ Παναγία ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς δόξης ἀκούγεται νὰ λέῃ πρὸς ὅλους τοὺς Χριστιανούς, ποὺ δ οκιμάζονται ἐδῶ·
Πιστὰ παιδιὰ τοῦ οὐρανίου Πατρός, ἔχετε θάρρος. Τί φοβεῖσθε; Τὸν θάνατο; Ἀλλὰ ὁ θάνατος εἶνε ἡ πύλη γιὰ τὴ νέα ζωή. Ἐδῶ ἐπάνω ποὺ βρίσκομαι ὑπάρχει μία ζωή, ποὺ κανείς στὴ γῆ δὲν μπορεῖ οὔτε κἂν νὰ φαντα σθῇ. Ἡ ζωὴ αὐτὴ προορίζεται γιὰ ὅσους θὰ ζή σουν μὲ πίστι καὶ ἀρετή. Δὲν ὑπάρχει ἐδῶ μεροληψία.
Ὁ Υἱός μου εἶνε δίκαιος Κριτής. Ὅταν ἦταν κάτω στὴ γῆ, καὶ ἀπὸ τοὺς ἀκροατάς του ἀκούστηκε μιὰ φωνὴ ποὺ μὲ μακάριζε, διότι ἠξιώθηκα νὰ γίνω μητέρα του, ἐκεῖνος εἶπε, ὅτι στὸν κύκλο τῆς μακαριότητος δὲν θὰ εἶ μαι μόνο ἐγὼ ποὺ τὸν γέννησα, ἀλλὰ καὶ ὅλοι ὅσοι ἀκοῦνε καὶ ἐφαρμόζουν τὸ λόγο του. Διότι ὁ Χριστὸς γεννᾶται πνευματικῶς σὲ κά θε ψυχὴ ποὺ τὸν πιστεύει καὶ τὸν λατρεύει ὡς μοναδ ικὸ Σωτῆρα. «Μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀ κούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. 11,28).
Στὴ δόξα λοιπὸν τοῦ οὐρανοῦ προσκαλού μεθα ὅλοι.
* * *
Ἔνδοξος, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, ὑπῆρ ξε ἡ κοίμησις τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἔνδοξος ὑπῆρξε καὶ ἡ κοίμησις ὅλων τῶν δικαίων, ποὺ ἐξετέλεσαν πιστῶς τὴν ἀποστολή τους. Ὁ καθένας ἀπὸ αὐτοὺς φεύγοντας ἀπ᾿ τὸν κόσμο τοῦτο μπορεῖ νὰ πῇ τὸ ψαλμικό· «Ἐν εἰ ρήνῃ ἐπὶ τὸ αὐτὸ κοιμηθήσομαι καὶ ὑπνώσω, ὅτι σύ, Κύριε, κατὰ μόνας ἐπ᾿ ἐλπίδι κατῴκισάς με» (Ψαλμ. 4,9).
Τὸ ἀντίθετο συμβαίνει μ᾿ ἐκείνους ποὺ δὲν ἀγάπησαν τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, δὲν ἐξετέλεσαν τὰ ἱερά τους καθήκοντα, δὲν ἐξεπλήρωσαν τὴν ἀποστολή τους, ἀλλὰ νικήθηκαν ἀπὸ τὶς κακίες καὶ τὰ πά θη, σπατάλησαν τὰ θεῖα δῶρα, ἀποδ είχθηκαν ἀνάξιοι τῆς ἱερᾶς κλήσεως, ἐπρόδωσαν τὴν πί στι. Ἡ κοίμησί τους ἦταν ὄχι φωτεινὴ ἀλλὰ σκοτεινή· ὄχι ἔνδοξη, ἀλλὰ ἄτιμη. Ὄχι φωτεινοὶ ἄγγελοι ἀλλὰ σκοτεινοὶ δαίμονες ἦταν οἱ συνοδοί τους κατὰ τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς τους γιὰ τὸν ἄλλο κόσμο.
Διότι θρῆνος καὶ κοπετὸς ἀκούγεται κατὰ τὴν ἔξοδο ψυχῆς ἀμετανοήτου ἁμαρτωλοῦ. Ποιός δὲν κλαίει;
Χριστιανοί! Ἔνδοξη κοίμησι εἶχε ἡ Παναγία. Ἀλλ᾿ ἔνδοξη κοίμησι πρέπει νὰ ἔχουμε κ᾿ ἐμεῖς. Ἔνδοξη διὰ πίστεως καὶ ἀρετῆς. Ἕνα φύλλο δάφνης ἀπὸ τὴ δόξα ἐκείνη νὰ λάβουμε! Εἴθε ὁ Κύριος, διὰ τῶν πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ποὺ μετέστη στοὺς οὐρανούς, νὰ μᾶς δώσῃ τέτοιο τέλος. Εἴθε στὸν καθένα ἀπὸ μᾶς νὰ ἐκπληρωθῇ ἡ εὐχὴ τῆς Ἐκκλησίας· «Χριστιανὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικὰ καὶ καλὴν ἀπολογίαν τὴν ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ αἰτησώμεθα».
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (15-8-1962, Ι.Ν. Ἁγ. Γεωργίου Ἀκαδημίας Πλάτωνος – Ἀθηνῶν), greekpress.gr