Ο ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ Π. ΕΥΣΕΒΙΟΣ
ΚΑΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΒΙΟΤΗ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ (*)
Σεβασμιώτατε, ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί.
Ἐπικαλοῦμαι τίς θεοπειθεῖς εὐχές τοῦ Σεβασμιωτάτου, κ.κ. Θεολόγου, τόν ὁποῖο ὅλοι μας πολύ εὐλαβούμαστε καί ἀγαποῦμε ἐν Χριστῷ, καθώς καί τήν πατρική εὐχή τοῦ Γέροντός μου, Ἀρχιμ. Χριστοφόρου, γιά νά ἀπευθύνω ὀλίγους λόγους ἐρανισμένους κυρίως ἀπό τίς διδαχές τοῦ μακαρίου Γέροντος π. Εὐσεβίου, ὁ ὁποῖος μᾶς συνεκάλεσε ὅλους ἐδῶ, γιά νά τελέσουμε τό ἱερό του Μνημόσυνο.
Στόν σημερινό μου λόγο θέλω νά ὑπογραμμίσω τήν ἀκραιφνῶς Ὀρθόδοξο βιοτή καί διδασκαλία τοῦ π. Εὐσεβίου, ἄν καί ἔζησε μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα στόν πολυομολογιακό χῶρο τῆς Εὐρώπης.
Ὁ Γέροντας ἀγάπησε ἀπό πολύ μικρό παιδί τήν ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού γι’ αὐτόν, ἦταν μόνον ἡ «Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία» τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, δηλαδή ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Τό πῶς ἔβλεπε τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τό περιγράφει μέ πολύ ζωηρά χρώματα στό βιβλίο του «Ἡ Ἐκκλησία μου κι ἐγώ», τό ὁποῖο «γράφτηκε», ὅπως ἀναφέρει, «σταδιακά καί μέ παρεμβολή ἀρκετά μεγάλων διαλειμμάτων χρόνου». Στό βιβλίο αὐτό δημοσιεύονται σέ ἑνιαῖο τόμο ἄρθρα του, πού ἡ Ἱ. Μητρόπολις Σουηδίας μοίραζε ἀπό τό 1979 στούς Ἕλληνες μετανάστες. Αὐτά ἐν συνεχείᾳ ἀπετέλεσαν τόν κορμό ἄλλων ἄρθρων του, τά ὁποῖα ἀπό τό 1988 δημοσιεύθηκαν στό περιοδικό «Ἐργατικό Φῶς» στήν Ἑλλάδα.
Στό προλογικό του σημείωμα ἀναφέρει: «Οἱ πιό πολλοί χριστιανοί μας, συμβατικά και τυπικά “ὀρθόδοξοι”, δέν ξέρουν τί σημαίνει ἡ ἰδιότητα τοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας –καί λέγοντας Ἐκκλησία ἐννοοῦμε πάντα τήν κατά Ἀνατολάς Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας– οὔτε τί σημαίνει νά ἀποτελοῦν μέλη της καί ταυτόχρονα μέλη Χριστοῦ»[1]. Βλέπουμε ὅτι εὐθύς ἐξ ἀρχῆς ὁ Γέροντας Εὐσέβιος καθορίζει, μακρυά ἀπό συγκρητιστικούς συσχετισμούς, τά ὅρια τῆς μοναδικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι ἡ ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία.
Σέ ἄλλο σημεῖο γράφει: «Ὁ Χριστός... ὅπως ἦταν στή γῆ, ἐξακολουθεῖ νά εἶναι καί τώρα ὁ μόνος καί ἀπόλυτος Διδάσκαλος καί Καθηγητής[2] τῆς ἀληθείας τοῦ Εὐαγγελίου καί ἀπαιτεῖ καί ἀπό τούς Ἀποστόλους του καί τούς διαδόχους τους νά μή γίνῃ καμμιά κανενός εἴδους “βελτίωσή” της ἤ προσθῆκες μέ ξένες πρός τή διδασκαλία του διδαχές καί συγκρητιστική νοθεία της μέ αὐτές, ἀλλά τούς ἐπιβάλλει ὡς χρέος νά τή διαφυλάξουν πάσῃ θυσίᾳ γνήσια καί ἀνόθευτη, ὅπως τήν παρέλαβαν ἀπό αὐτόν, “διδάσκοντες” τούς ἀνθρώπους πού θά θελήσουν νά δεχθοῦν τό κήρυγμά της “τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετείλατο αὐτοῖς”[3] καί μόνον. Τίποτε ἐπί πλέον»[4].
Στοιχεῖ καί ὁ π. Εὐσέβιος μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια στούς λόγους τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος παρακινεῖ τούς χριστιανούς νά μή παρασύρωνται ἀπό «διδαχές ποικίλες καί ξένες»[5], διότι, ὅπως διαβεβαιώνει, «τό εὐαγγέλιον τό εὐαγγελισθέν ὑπ’ ἐμοῦ οὐκ ἔστι κατά ἄνθρωπον· οὐδέ γάρ ἐγώ παρά ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλά δι’ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ»[6]. Γι’ αὐτό καί «εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ’ ὅ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω»[7].
Ὁ Γέροντας γνωρίζει ἐκ πείρας ὅτι «ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ μυστήριον “χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον”[8] καί κρυμμένο στά βάθη τοῦ Θεοῦ»[9] καί ὅτι «πίσω ἀπό τήν φαινομένη Ἐκκλησία κρύβεται μιά πραγματικότητα πολύ πιό διαφορετική ἀπό αὐτήν πού βλέπουμε μέ τά αἰσθητά μάτια μας... Κρύβεται ὁ οὐράνιος καί πνευματικός κόσμος καί στήν κορυφή του στέκει ὁ ἴδιος ὁ Τριαδικός Θεός»[10]. Γι’ αὐτό καί προσεγγίζει τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μέ ἀπέραντη εὐλάβεια καί σεβασμό. Γράφει: «Οἱ ἄγγελοι ἐπιθυμοῦν νά σκύβουν εὐλαβικά καί νά ἐμβαθύνουν στό μυστήριο τῆς θείας εὐσπλαγχνίας πού ἐκδηλώνεται στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τί μοῦ λένε ὅλα αὐτά; Τί ἄλλο παρά ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἔκφραση, χῶρος καί τόπος τῆς φανερώσεως τῶν θεϊκῶν, ἄρρητων, ἀνέκφραστων, ἀνεκτίμητων, ἀπερινόητων, μυστηρίων ἀγάπης καί ἐλέους, πού ἐξιστᾶ καί δημιουργεῖ ἴλιγγο σέ ἀγγελικό καί ἀνθρώπινο νοῦ; Ὅλα αὐτά σημαίνουν γιά μένα, ὅτι πρίν ἀπό κάθε τί ἄλλο πρέπει νά ἀνοίξουν τά μάτια καί οἱ αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς μου γιά νά ἰδῶ καί νά διαπιστώσω στό βαθμό πού μπορῶ τό θεϊκό μυστήριο πού κρύβει μέσα της ἡ Ἐκκλησία μου. Αὐτό πάλι σημαίνει πώς οὔτε μέ τήν ἐξυπνάδα μου, πού δέν ἔχω, οὔτε μέ τά χαρτιά καί τά καταστατικά οὔτε μέ κριτήρια κοσμικά καί, ὅπως εἶναι τελευταῖα τῆς μόδας, πολιτιστικά ἤ πολιτισμικά καί πολιτικά, μπορῶ νά πλησιάσω τό μυστήριο αὐτό. Χρειάζεται ἄλλου εἴδους φῶς, τό φῶς πού δίνει τό Ἅγιο Πνεῦμα»[11].
Ὅταν ξεκίνησε τήν ἱερατική του διακονία μεταξύ τῶν ἑλλήνων μεταναστῶν τῆς Σκανδιναβικῆς χερσονήσου, δέν ὑπῆρχε ἀκόμη ἀνεξάρτητη μητρόπολις Σουηδίας. Τά διοριστήρια γράμματα ἀπό τόν μητροπολίτη Θυατείρων Ἀθηναγόρα, ὁ ὁποῖος τόν χειροτόνησε, τόν καθιστοῦσαν ὑπεύθυνο ἱερατικῶς σέ μία περιφέρεια πού περιελάμβανε ὅλη τήν Σουηδία, Νορβηγία καί Δανία, ἐκτός τῆς Στοκχόλμης, διότι σέ αὐτήν ὑπῆρχε ἤδη ἕνας ἱερέας. Πῶς ὅμως θά ἐξυπηρετοῦσε ὅλη αὐτή τήν ἀπέραντη ἐνορία, πού ἀριθμοῦσε περί τούς πέντε χιλιάδες πιστούς, ἐγκατεσπαρμένους σέ τρία κράτη; Θά ἔπρεπε κάπου νά τελῇ τήν Θ. Λειτουργία. Κάποιες φορές ὁ π. Εὐσέβιος λειτουργοῦσε σέ σπίτια. Προτιμοῦσε ὅμως τούς λατρευτικούς χώρους καί, ἐπειδή ποτέ ἡ ἑλληνική ὁμογένεια δέν διέθετε τούς ἀπαραιτήτους πόρους γιά τήν ἀνοικοδόμησι ἱεροῦ ναοῦ, ἀναγκαζόταν νά χρησιμοποιῇ ναούς τῆς σουηδικῆς λουθηρανικῆς ἐκκλησίας. Ὁ π. Εὐσέβιος εἶχε ἀρίστη ἐπικοινωνία μέ τούς ὑπευθύνους της, διότι ἔπρεπε ἐξ ἀνάγκης νά συνεργασθῇ μαζί τους. Ὅμως μέ πολλή λεπτότητα τούς γνωστοποιοῦσε ὅτι αὐτός εἶναι Ὀρθόδοξος καί ἔτσι καθόριζε τά ἀπαραβίαστα ὅρια τῆς πίστεώς του[12].
Ὁ π. Εὐσέβιος ἦταν πάντοτε ἀπόλυτα προσηλωμένος ἔργῳ καί λόγῳ στούς λόγους τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἔγραφε: «Ἐγώ ὀφείλω νά διαχειρίζωμαι τόν περί Χριστοῦ λόγο ὅπως τόν ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία μου διά μέσου τῶν ἁγίων Πατέρων, εἴτε συνοδικῶς ἐκφράζονται αὐτοί εἴτε ἀναγνωρίζονται ἀπό τή συνείδηση ὅλης τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἅγιοι καί πνευματοφόροι διδάσκαλοί της»[13]. «Ὅσα λένε οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ ἅγιοι Πατέρες, τά εἶχαν χαραγμένα πρῶτα στά βάθη τῆς καρδιᾶς τους ἀπό τό ἴδιο τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τήν ψυχή τῆς Ἐκκλησίας καί εἶναι πάντα παρόν μέσα σ’ αὐτήν»[14]. Ἄλλοτε πάλι ἔλεγε: «Πολύ ἐπιθυμῶ νά μήν ἀφήσω οὔτε γιά λίγο τήν θεώρηση τοῦ Κυρίου μου Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ἀποτελεῖ πιά τόν καθιερωμένο ὅρο μέσα στόν περίβολο τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε νά παρασυρθῶ ἀπό τήν καθαρῶς ὀρθολογιστική ἤ ὀρθολογίζουσα θεολογική σκέψη. Εἶναι καί αὐτός ἕνας πειρασμός πού δέν τόν ξέφυγε πάντα ἡ σύγχρονη θεολογική σκέψη ἐπηρεασμένη ἀπό τή μή ὀρθόδοξη σκέψη, ἀπό τήν ὁποία λείπει ἐντελῶς ἡ πίστη καί ἔχει ἐξοβελισθῆ ἡ ἀσφαλής χειραγωγία τῶν Πατέρων καί τῆς Παραδόσεως»[15].
Ἡ Ὀρθοδοξοτάτη θεολογία τοῦ π. Ευσεβίου ὠφείλετο ἐκτός τῶν ἄλλων καί στήν συνεχῆ ἀδολεσχία του στά ἱερά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως ἀναφέρει πνευματικό του παιδί, ὁ π. Εὐσέβιος «ἀγαποῦσε πολύ τήν μελέτη. Πέρα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, τῆς ὁποίας ἦταν βαθύς γνώστης, ἐντρυφοῦσε στά ἔργα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ἡ Φιλοκαλία καί τό Γεροντικό, ἦταν ἴσως αὐτά στά ὁποῖα εἶχε σκύψει περισσότερο. “Ἡ ἀποχή ἀπό τήν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν πατερικῶν κειμένων, ὁδηγεῖ στόν πνευματικό θάνατο”, τόνιζε συχνά, πονώντας ὑπερβολικά γιά τήν ἀμέλεια τῶν πολλῶν στό θέμα αὐτό»[16]. Ὅμως τό σημαντικώτερο ἦταν ὅτι ὁ π. Εὐσέβιος ἐφήρμοζε, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια στήν ζωή του τούς λόγους τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων, τούς ὁποίους μέ πολύ πόθο μελετοῦσε.
Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Γέροντας ὑπεμνημάτισε πολλά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων, ὅπως εἶναι τά ἔργα του: «Εἰς ὕψος νοητόν», «Ἀγαλλίαμα τῆς καρδίας», «Ἡδονή-Ὀδύνη», «Πρός ἡδονῆς-ὀδύνης ὑπέρβαση», «Μικρή Φιλοκαλία», «Ὁμιλίες πνευματικῆς οἰκοδομῆς στήν Ἀποκάλυψη τοῦ ἁγίου Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου», «Ὁ πολύαθλος Ἰώβ», «Βίος καί πολιτεία τοῦ Δικαίου καί πολυάθλου Ἰώβ», πού ἀναλύουν Ἁγιογραφικά καί Πατερικά κείμενα. Ἀλλά καί ὅλα ὅσα ἐδίδασκε τά ἐστήριζε πάντοτε στούς λόγους τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων.
Πνευματικό του παιδί ἀναφέρει: «Ὁ λόγος (τοῦ Γέροντα ἦταν) πατερικός, βαθύς κι ὅμως προσιτός σέ ὅλους, διανθισμένος μέ παραδείγματα, ἔβγαινε μέσα ἀπό μία ἁγιασμένη καρδιά πού ἀγαποῦσε βαθειά τήν Ἀλήθεια κι εἶχε γνωρίσει καλά τό πρόσωπο τοῦ πόνου καί τῆς ἀδικίας. Γινόταν ὅμως αὐστηρός καί στηλίτευε ἔντονα ὅ,τι δέν ἦταν γνήσια Ὀρθόδοξο, ὅ,τι ἔβγαινε ἔξω ἀπό τά ὅρια πού χάραξαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ὅ,τι δέν ἦταν σύμφωνο μέ τό Νόμο τοῦ Θεοῦ»[17].
Ἐπειδή ὁ Γέροντας ἀγαποῦσε Χριστοκεντρικά τόν κάθε ἄνθρωπο, ἑπομένως καί τούς ἀνθρώπους τῆς Δύσεως, ἀνάμεσα στούς ὁποίους πέρασε πολλά χρόνια τῆς ζωῆς του, πικραινόταν βαθειά βλέποντας τήν μεγάλη ἀπομάκρυνσι τῶν θεολόγων τῆς Δύσεως ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Ἔγραφε σέ μία ἐπιστολή του: «Ἐδῶ σέ ἐπαφή μέ τούς φριχτούς θεολόγους τῆς Δύσης –ἡ τερατώδης σοφία τους μέ τήν παγωμένη πνοή της μεταδίνει τόν ψυχρό θάνατο στό σφιχταγκάλιασμά της– κινδυνεύουμε νά χάσουμε κι ὅ,τι φτωχό εἴχαμε, ἄν εἴχαμε. Ἄν δέν μᾶς προφύλαγαν ἡ θ. Λειτουργία καί ἡ Πατερική θεοσέβεια, σίγουρα θά κείμασταν πτώματα ἐξαίσια»[18].
Ἄλλοτε πάλι μέ βαθύ πόνο γιά κάποιο πρόσωπο πού ἐντάχθηκε σέ μία αἵρεσι ἔλεγε: «Βλέπετε, ὅτι, ὅταν μπολιαστοῦν οἱ ἄνθρωποι μέ τήν αἵρεσι, ἀδυνατοῦν νά δοῦν τήν Ὀρθοδοξία, πού ἔχει βέβαια καί αὐτή τά κατά τό ἀνθρώπινο χάλια της. Τοῦ ἔγραψα μεταξύ ἄλλων: “Διακονώντας ἐπί πενήντα χρόνια τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (ἀπό τότε πού συνειδητά μπῆκα στό ἔργο της) δέν βρίσκω λόγο νά τήν ἀρνηθῶ γιά ὁποιουσδήποτε συμβιβασμούς. Ἀγαπῶ τήν Μητέρα μου πού μέ ἐξέθρεψε μέ τά κουρέλια της κατ’ ἄνθρωπον”. Δέν τοῦ ἔγραψα μέ φανατισμό οὔτε μέ πικρία. Αὐτά δέν βοηθοῦν. Τοῦ μίλησα μέ ἀγάπη καί εὐγενικά, ἀλλά καί καθαρά, ὅτι οἱ δρόμοι μας χωρίζουν. Ὁ Θεός νά τόν φωτίσῃ»[19].
Ἡ πεποίθησίς του ὅτι ἡ μόνη κιβωτός τῆς σωτηρίας εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία φαίνεται καί ἀπό τό ἑξῆς περιστατικό: Κάποτε ἐρωτήθηκε ἀπό πνευματικό του τέκνο, ἄν οἱ ἑτερόδοξοι θά σωθοῦν. «Ἡ ἀπάντησή του ἦταν μεστή σοβαρότητος, ἀγάπης, ταπείνωσης: “Δέν ξέρουμε πῶς θά κρίνει ὁ Θεός, ἰδίως αὐτούς πού δέν ἐγνώρισαν τήν Ὀρθοδοξία. Δέν μᾶς ἐπιτρέπεται νά ἐξετάζουμε τίς βουλές τοῦ Θεοῦ. Ἕνα ὅμως πρᾶγμα γνωρίζουμε μέ ἀπόλυτη βεβαιότητα. Ὅτι ἄν ἐμεῖς πού βαπτισθήκαμε καί μεγαλώσαμε Ὀρθόδοξοι ἀφήσουμε τήν πίστη μας καί γίνουμε καθολικοί ἤ προτεστάντες, εἶναι γιά μᾶς κλειστός ὁ Παράδεισος”»[20].
Ὁ Ὀρθόδοξος τρόπος ζωῆς τοῦ Γέροντα ἐκφραζόταν ἐκτός τῶν ἄλλων καί ἀπό τόν διακαῆ πόθο του νά μετέχῃ συνεχῶς στήν οὐρανία καί θεοποιό Ὀρθόδοξη θεία Λατρεία καί στό Μυστήριο τῶν Μυστηρίων, τήν Θεία Εὐχαριστία. Ὅταν λειτουργοῦσε, τελοῦσε τήν ἀναίμακτη ἱερουργία μέ ἀκροτάτη εὐλάβεια καί φόβο Θεοῦ. Παραθέτουμε μαρτυρία πνευματικοῦ του τέκνου:
«Χρωστῶ εὐγνωμοσύνη ἀπέραντη στίς ὄμορφες ἐκεῖνες ψυχές πού, μέ τό Ι.Χ. τους, μέ ὁδήγησαν πάλι καί πάλι στό μικρό ἐκεῖνο, κατανυκτικό ἐκκλησάκι, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ὅπου λειτουργοῦσε ὁ π. Εὐσέβιος. Ἐκεῖνο τό ἐκκλησάκι ἦταν μία γωνιά τοῦ Παραδείσου. Μέσα ἐδῶ, μᾶς ἄγγιζε ὅλους τό ξεχείλισμα τῆς καιόμενης καρδιᾶς τοῦ γέροντα, αὐτοί οἱ ποταμοί ὕδατος ζῶντος πού ὁ Κύριος ὑποσχέθηκε πώς θά ρέουν ἀπό τά βάθη ἐκείνων πού βαθειά Τόν πίστεψαν καί πολύ Τόν ἀγάπησαν. Συχνά, ἡ μικρή αὐτή παραδεισένια γωνιά, γέμιζε ἀσφυκτικά. Ἀλλά ἡ ἡσυχία ἦταν τόση πού, κι ὁ πιό ἀνεπαίσθητος θόρυβος δέν τολμοῦσε νά τήν ταράξει. Βλέπαμε τόν π. Εὐσέβιο νά μνημονεύει ἀμέτρητα ὀνόματα στήν ἁγία Πρόθεση… Καθένας μας, μέ τίς εὐχές του, ἔχει ζήσει πάλι καί πάλι μικρά ἤ μεγάλα θαύματα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Πόσες φορές μᾶς σύναζε ἡ ἀγάπη του στή θεία λειτουργία, νά παρακαλέσουμε γιά ἕνα παιδί πού ἀναπάντεχα ἔφυγε γιά τήν (αἰώνια) Πατρίδα, ἀφήνοντας ἐδῶ στή γῆ μία μάνα πού τό λαχταροῦσε κοντά της, γιά ἕναν ἀδελφό μας πού βρισκόταν στό κρεβάτι τοῦ πόνου, γιά κάποιον ἄλλον πού χρειαζόταν ἐλπίδα καί στήριξη;;; Μέ τήν ἤρεμη, κατανυκτική φωνή του, μέ τόν ἀνεπιτήδευτο τρόπο του, μέ τό φωτεινό του πρόσωπο, ὁ γέροντας μᾶς μετάγγιζε Οὐρανό. Ὅταν ἔβγαινε νά θυμιάσει, περνοῦσε μπροστά ἀπ’ τόν καθένα μας προσευχητικά, δίχως ποτέ νά βιάζεται. Ἐκεῖνες τίς στιγμές, ἔνιωθες πώς, μᾶλλον ἔβλεπε στήν κάθε μία ψυχή, τήν ὀμορφιά πού εἶχε κρύψει ὁ Θεός, αὐτήν πού οἱ ἁμαρτίες μας εἶχαν σκεπάσει. Καί ἐρχόταν στό νοῦ σου τά λόγια του ἀποστόλου Παύλου: «παιδάκια μου, σᾶς κοιλοπονῶ μέχρι νά γεννηθεῖ μέσα σᾶς ὁ Χριστός»[21]. Συχνά καθώς ἔψαλλε, ἤ καθώς ἔλεγε τίς εὐχές, ἡ φωνή του, πού ἔσπαζε, γινόταν ὁ μάρτυρας τῶν δακρύων πού ἐμεῖς δέ βλέπαμε, καθώς στεκόταν στραμμένος στήν Ἁγία Τράπεζα»[22].
Ἄλλο πνευματικό του τέκνο μαρτυρεῖ: «Ἡ Θεία Λειτουργία ἦταν μία πραγματική Θεία Μυσταγωγία. Ὑπῆρχε μεγάλη κατάνυξη. Ὁ π. Εὐσέβιος ζοῦσε τήν Θεία Λειτουργία. Πολλές φορές κατά τήν ὥρα τῆς Θείας Κοινωνίας εἶχε τά μάτια του δακρυσμένα, γιατί πιστεύω ὅτι τήν ὥρα τῆς Θείας Κοινωνίας ἔβλεπε τόν ἴδιο τόν Χριστό»[23].
Αὐθόρμητα μᾶς ἔρχεται στόν νοῦ ὁ ὅμοιός του στήν ζωή καί τό φρόνημα σύγχρονός μας ἁγ. Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης, ὁ ὁποῖος ἔλεγε: «Μέ τήν χάρη τῆς ὑπακοῆς, μόλις ἔβαζα “εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός”, νά!, τά δάκρυα! Ἐγώ τήν θεία Λειτουργία τήν εἶχα γιά προσευχή· γιά νά ἑνωθῶ μέ τόν Θεό. Μόλις ἔλεγα “εὐλογημένη...”, ἐρχόταν ἡ κατάνυξη»[24].
Ἡ ἀδιάλειπτη λατρευτική στάσις τοῦ Γέροντος ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, συνταίριαζε ἀπόλυτα μέ τήν θυσιαστική του ἀγάπη πρός τόν κάθε ἄνθρωπο, ὅπως βλέπουμε καί σέ ὅλους τούς ἀληθινούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ Μαθητής τῆς ἀγάπης, Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἔτσι καί ὁ π. Εὐσέβιος «πλήρης ὤν τῆς ἀγάπης, πλήρης γέγονε καί τῆς θεολογίας»[25]. Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία τοῦ π. Εὐσεβίου ἐκπήγαζε ἀπό τήν Χριστοκεντρική ἀγάπη του πρός τούς ἀνθρώπους. Τό πῶς ἔβλεπε τόν κάθε ἄνθρωπο τό περιγράφει ἐπιγραμματικά ἕνα πνευματικό του παιδί, λέγοντας: «Στό πρόσωπο τοῦ καθενός μας ἔβλεπε μιά ὕπαρξη πολυτιμότερη ἀπό τόν κόσμο ὅλο, προικισμένη μέ μοναδικά χαρίσματα, προορισμένη γιά τήν ἁγιότητα, μιά ὕπαρξη ἀθάνατη, πού γι’ αὐτήν πρόσφερε τόν Ἑαυτό Του θυσία ὁ Θεός τῆς ἀγάπης. Γι’ αὐτό πάντα, ὅταν ἀπευθυνόταν στόν καθένα μας, μᾶς μιλοῦσε στόν πληθυντικό. Ποτέ στόν ἑνικό»[26].
Τόν σεβασμό του πρός τό ἀνθρώπινο πρόσωπο τήν βλέπουμε πολύ ἔντονα καί στό πῶς ἐτοποθετεῖτο στό θέμα τῆς ἐλευθερίας. Ἀποτελεῖ καί αὐτό ἐκδήλωσι τοῦ πόσο Ὀρθόδοξα σκεπτόπταν καί ἐνεργοῦσε ὁ μακάριος Γέροντας. Σέ ἐπιστολή του πρός τόν τότε Μητροπολίτη Τρίκκης καί Σταγῶν Διονύσιο, ὁ ὁποῖος τοῦ μετέφερε τήν πρότασι τοῦ τότε Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Ἱερωνύμου τοῦ Α΄ νά ἀναλάβῃ τό Ἱερατικό Φροντιστήριο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀφοῦ εὐχαρίστησε θερμότατα, ἀπήντησε: «Ἡ δυσκολία (νά ἀναλάβω τό ἔργο αὐτό) ἔγκειται ἀλλοῦ. Εἰσχωρεῖ πλέον εἰς τήν περιοχήν τῆς συνειδήσεώς μου καί καθίσταται οὐχί πλέον δυσυπέρβατος, ἀλλά ἐντελῶς ἀνυπέρβατος. Μή καταπλαγῆτε. Τήν ἀδυναμίαν ἀνταποκρίσεώς μου εἰς τήν ὄντως μεγάλην αὐτήν κλῆσιν μοῦ δημιουργεῖ ἡ ἐν Ἑλλάδι κατάστασις καί δή ἡ στάσις τῆς Ἐκκλησίας μας ἔναντι αὐτῆς. Πιστεύσατέ μοι, ὅτι δέν θέλω νά ὑπεισέλθω εἰς τόν χῶρον τῆς συνειδήσεώς Σας ἤ εἰς τήν συνείδησιν ἄλλων, διότι ἀκριβῶς σέβομαι τήν ἐλευθερίαν προσωπικῆς στάσεως ἔναντι των γεγονότων ἑκάστης ἱστορικῆς στιγμῆς... Προσωπικῶς ὅμως δέν δύναμαι νά συμβιβασθῶ μέ τό ἐν Ἑλλάδι ἐπικρατοῦν ἀνελεύθερον στρατιωτικόν καθεστώς, ὅσον καί ἄν τοῦτο ὁμιλῇ περί ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ κτὅ., τά ὁποῖα οὐσιαστικῶς καταλύει, διότι καταλύει τήν κυριωτέραν προϋπόθεσίν των, δηλαδή τήν ἐλευθερίαν... Πιστεύω δέ, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι φορεύς τῆς ἐλευθερίας, τήν ὁποίαν ἦλθε νά περισώσῃ καί οὐχί νά καταλύσῃ ὁ Κύριος». Τήν θέσι του αὐτή στηρίζει Ἁγιογραφικῶς καί Πατερικῶς λέγοντας: «Ἐφ’ ὅσον τό ἔργον τοῦ Κυρίου στηρίζεται πλήρως εἰς τήν ἐλευθερίαν (“ἤ δοκεῖς ὅτι οὐ δύναμαι ἄρτι παρακαλέσαι τόν Πατέρα μου, καί παραστήσει μοι πλείους ἤ δώδεκα λεγεῶνας ἀγγέλων;”[27] – “Ὁ Θεός διά τήν ἀγάπην αὐτοῦ τήν πολλήν οὐκ ηὐδόκησε τήν ἐλευθερίαν ἡμῶν βιάσασθαι, κἄν δυνατός ᾖ ποιῆσαι, ἀλλά τῇ ἀγάπῃ τοῦ φρονήματος ἡμῶν πλησιάσαι αὐτῷ”[28]) καί ἐφ’ ὅσον τό ἀσπάζομαι πλήρως, δέν θά ἠδυνάμην μέ κανένα τρόπον νά συμβιβασθῶ ἤ νά ἐπαινέσω καί ὁπωσδήποτε νά ἐξάρω... ἀρχάς καί ἐξουσίας καταλυούσας τήν θεμελιωδεστάτην ἀρχήν αὐτήν, ἔστω καί ἐν ὀνόματι τῆς καθάρσεως τῆς Ἐκκλησίας»[29]. Ἡ στάσις του αὐτή εἶχε σάν ἀποτέλεσμα νά ἐγερθοῦν διωγμοί ἐναντίον του, ὅπως περιγράφει σέ ἄλλη ἐπιστολή του: «Ἐπειδή γιά λόγους προσωπικούς καί θεολογικούς εἶμαι ἀντίθετος μέ κάθε μορφή βίας, δέν δέχθηκα τήν πρόσκληση πού μοῦ ἔκανε ἡ Ἑλληνική Ἐκκλησία νά γυρίσω καί νά ἀναλάβω σημαντική θέση στήν Ἑλλάδα μέ ἀπόλυτη ἐλευθερία κινήσεως καί δράσεως»[30]. Ἔμεινε στήν Σουηδία διακονώντας ἀφιλοκερδῶς καί θυσιαστικῶς τούς Ἕλληνες μετανάστες. «Ἔτσι ἔφυγαν ὧρες καί ὧρες γιά νά βρεθοῦν δωμάτια, γιά νά βρεθοῦν θέσεις σέ ἐργοστάσια γιά τούς νεοερχόμενους μετανάστες, νά γραφοῦν αἰτήσεις σέ ἀρχές, νά γίνουν μαθήματα δωρεάν γιά τή γλῶσσα, νά τρέχει κανένας σέ νοσοκομεῖα καί γιατρούς κλπ. κλπ. Καί νά σέ θεωροῦν στό τέλος καί ἀλήτη, ἀφοῦ δέν παίρνεις μισθό καί δουλεύεις γιά νά ζήσεις. Ἔτσι δέν ζοῦν στήν Ἑλλάδα οἱ παπάδες; Δέν παίρνουν μισθούς; Πῶς γίνεται αὐτός νά μήν παίρνει; Καί τί δέν ἔλεγαν. Τῆς χούντας οἱ ὀπαδοί λέγαν ὅτι εἶμαι κατακόκκινος. Οἱ ἀντίπαλοί τους μέ θεωροῦσαν τῆς χούντας σκότιο ὄργανο, γιατί δέν συμπνευματιζόμουν μαζί τους. Καί κάποιοι ἴσως ἤξεραν ὅτι πρόκειται περί ἑνός ρομαντικοῦ “ἠλίθιου” πού δέν ἤθελε νά τούς ἐκμεταλλευθεῖ, νά τούς πάρει λεφτά γιά τίς ὅποιες ἐξυπηρετήσεις, θρησκευτικές καί ἄλλες κλπ. κλπ., πού ἤθελε νά εἶναι τό ἴδιο φτωχός μ’ αὐτούς γιά νά τόν νιώθουν κοντά τους σάν ἀδελφό, σάν ἴσο τους. Ἄς εἶναι... Δέν παραπονοῦμαι οὔτε νιώθω πικρία καμμιά. Δέν ἐπεζήτησα οὔτε τήν ἀναγνώριση οὔτε τόν ἔπαινο κανενός οὔτε τίποτε ἄλλο. Ἄν κανείς πάρει τό Εὐαγγέλιο στά σοβαρά, τοῦ λέει τό ἴδιο τό Εὐαγγέλιο τί τόν περιμένει...»[31].
Τό Ὀρθόδοξο ἦθος τοῦ π. Εὐσεβίου φαίνεται καί ἀπό τό παρακάτω περιστατικό: Κάποια πνευματικά του παιδιά τοῦ ἀπηύθυναν εὐχές γιά τά γενέθλιά του. Ἀφοῦ τά εὐχαρίστησε θερμά, ὡς ἄνθρωπος εὐγενέστατος πού ἦταν πάντοτε, βρῆκε τήν εὐκαιρία νά τά συμβουλεύσῃ, καί μάλιστα πολύ αὐστηρά, γιά τήν μή ὀρθόδοξη αὐτή συνήθεια τοῦ ἑορτασμοῦ τῶν γενεθλίων. Γράφει: «Ὅμως πρέπει νά μοῦ ἐπιτρέψετε νά μιλήσω καί σάν κληρικός καί σάν μοναχός, ἀφοῦ μοῦ δίνετε τό θάρρος γι’ αὐτό. Πρῶτα-πρῶτα τά “γενέθλια” εἶναι κάτι ἄγνωστο στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἐμεῖς ἑορτάζουμε τά “ὀνομαστήρια”, τήν ὀνομαστική γιορτή καί εἰς τιμήν τῶν Μαρτύρων καί Ἁγίων τῆς Πίστεως ἤ τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ ἤ τῆς Δεσποίνης Θεοτόκου. Δέν γιορτάζουμε δηλαδή προσωπικά, ἀλλ’ εἰς τιμήν καί μόνον Χριστοῦ, Θεοτόκου, Ἁγίων. Καί οἱ ἐκκλησιαστικοί κανόνες εἶναι αὐστηροί σ’ αὐτό. Ἐάν τό μάθη ὁ πνευματικός μου αὐτό, εἶναι ἱκανός νά μοῦ ἐπιβάλη τήν πιό αὐστηρή τιμωρία (ἐπιτίμιο). Ἐλπίζω ὅμως νά μή προβῆτε στήν ἐκδήλωση αὐτή πού γράφετε. Θά μέ στενοχωρήση πάρα πολύ. Πάντως ἄν παρά ταῦτα τήν κάνετε ἤ ἔγινε (χωρίς νά ἐρωτηθῶ), ἡ τιμωρία θά εἶναι πρῶτον 48ωρος νηστεία αὐτοῦ πού “γιορτάζει” τά 48 ἁμαρτωλά του χρόνια. Δεύτερο δύο συνεχεῖς ὁλονύχτιες ἀγρυπνίες. Καί σέ παρόμοιες ὑποτροπές αὐστηρότερες τιμωρίες. Ἄν λοιπόν τόν ἀγαπᾶτε, μή τόν βάζετε σέ ἔκτακτους κόπους. Βλέπετε εἶναι λίγο δύσκολο καί παράδοξο νά εἶναι κανείς μοναχός! Καί κάτι ἄλλο: Θά ἐπιβάλω καί χρηματική ποινή. Θά ἐξοικονομήσω μέ (κατ’ ἀνάγκην) ἀποχή ἀπό φαγητό ἕνα ποσό καί θά τό στείλω ἐξ ὀνόματός σας. Καί τήν ἀπόδειξη σέ σᾶς “διά τοῦ λόγου τό ἀσφαλές”. Ἔτσι θά ἰδῆτε ὅτι ὁ μοναχός τοῦ Draggådalen δυστυχῶς δέν ἀστειεύεται. Παρακαλῶ τήν ἀγάπη Σας νά συγχωρήση τίς παραξενιές μου. Ὅμως δέν εἶναι δικές μου. Ἄν γινόσαστε καί σεῖς μοναχοί, θά βλέπατε πώς ἔχω δίκαιο»[32].
Τό Ὀρθόδοξο ὁμολογιακό πνεῦμα τοῦ Γέροντος Εὐσεβίου φάνηκε ἀκόμη καί στήν στάσι του ἀπέναντι στό θέμα τῆς διαγραφῆς τοῦ θρησκεύματος ἀπό τίς ταυτότητες, πού εἶχε ἀπασχολήσει τό 2000 τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί γιά τό θέμα τῆς ὑποδοχῆς τοῦ Πάπα στήν Ἑλλάδα πού προέκυψε τήν ἰδία περίοδο. Καί γιά τά δύο αὐτά θέματα ἀγωνίσθηκε πολύ ὁ μακάριος Γέροντας.
Τελειώνω καί μέ ἕνα ἀκόμη μαργαριτάρι ἀπό τό Ὀρθόδοξο φρόνημα τοῦ μακαρίου Γέροντος. Τό Ἱερόν «Πηδάλιον» ἀποτελεῖ συλλογή κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, μέ τούς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετώπισε συγκεκριμένα ποιμαντικά ζητήματα πού κατά καιρούς τήν ἀπησχόλησαν. Δέν εἶναι ἕνας ὡλοκληρωμένος κώδικας κανόνων, κατά τό πρότυπο τῶν νομικῶν κειμένων πού περιλαμβάνουν ὅλες τίς πιθανές περιπτώσεις ἑνός συγκεκριμένου νομικοῦ ζητήματος, ὅπως κάνουν οἱ Παπικοί. Γιά τά σύγχρονα ποιμαντικά προβλήματα χρειάζονται καί πάλι οἱ θεοφόροι Πατέρες, γιά νά ἀποφανθοῦν περί αὐτῶν Ὀρθοδόξως καί Ἁγιοπνευματικῶς, σύμφωνα μέ τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔτσι βλέπουμε καί τήν στάσι τοῦ μακαρίου Γέροντος ἀπέναντι στό θέμα τῆς λήψεως ὀργάνων πρός μεταμόσχευσιν ἀπό τούς καλουμένους “ἐγκεφαλικά νεκρούς”, πού ἀποτελεῖ νέο ποιμαντικό πρόβλημα, ὅπως καί στό θέμα τῆς ὑποβοηθούμενης ἀναπαραγωγῆς. Ἡ τοποθέτησίς του καί στά δύο αὐτά θέματα ἦταν ἀρνητική, γιά λόγους καθαρά θεολογικούς. Σέ σχετική ἐρώτησί μας, μεταξύ ἄλλων ἀνέφερε καί τά ἑξῆς: «Ἡ ζωή δέν εἶναι δική μας, ἀλλά δῶρο τοῦ Θεοῦ προσωπικό. Ὁ Θεός τό δίνει καί ὁ Θεός τό παίρνει πίσω... Ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἀποτελεῖ μυστήριο καί δέν νομίζω, ὅτι μπορεῖ ἡ ἐπιστήμη νά εἰσχωρήση στό μυστήριο αὐτό... Ἀμφιβάλλω δέ, ἄν στίς περιπτώσεις αὐτές γίνεται συζήτηση ἤ ἐνέργεια βάσει τοῦ μυστηρίου τῆς ἀνθρώπινης ὑποστάσεως καί ἡ προοπτική τῆς αἰωνιότητος τοῦ ἀσθενοῦς [...] Πῶς μποροῦμε νά ξέρουμε ἄν τά λίγα αὐτά λεπτά ζωῆς (τοῦ λεγόμενου “ἐγκεφαλικά νεκροῦ”) δέν εἶναι ἴσως τά πιό ἀποφασιστικά γιά τό μέλλον του στήν αἰωνιότητα, λεπτά μετάνοιας καί ἐκζητήσεως τοῦ θείου ἐλέους, ἔκφραση κάποιου “μνήσθητί μου, Κύριε” κατ’ ἀναλογίαν τῆς παρακλήσεως στόν Κύριο τοῦ ἐσταυρωμένου ληστοῦ; [...] Τό πολύ πιό σπουδαῖο ζήτημα εἶναι, ὅτι ὁ ἕνας ἄνθρωπος ἀποτελεῖ ἀπόλυτη ἀξία καί τήν ἀξία αὐτή τοῦ τήν προσδίδει ἡ σχέση του μέ τήν ἐν Θεῷ αἰωνιότητα, γιατί εἶναι ἡ ζωή του δῶρο τοῦ Θεοῦ... Ἡ ζωή εἶναι ἀξία καθ’ ἑαυτήν ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ καί γιά τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου ὁ μόνος ἁρμόδιος εἶναι ὁ Θεός... Οἱ ἄνθρωποι ὀφείλουμε σεβασμό στό δῶρο αὐτό καί μόνο τή θετική συμπαράστασή μας σ’ αὐτό τοῦ ὀφείλουμε καί ποτέ τόν ὑποβιβασμό του σέ ἐκμεταλλεύσιμο ὑλικό... Τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τοῦ Θεοῦ καί ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[33]. Γιά τήν ὑποβοηθούμενη ἀναπαραγωγή εἶπε: «Μόνον ἡ καταφυγή στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέσῳ τῆς Ἐκλησίας Του καί τῶν ἁγίων Του πρέπει νά ἀποτελῆ ἀσφαλῆ καταφυγή τῶν πιστῶν ζητώντας Του νά εὐδοκήση νά χαρίση ἀπογόνους στά πρόσωπα, πού θά καταφύγουν σ’ Αὐτόν, ἄν βέβαια εἶναι θέλημά Του»[34].
Ὁ μακάριος Γέρων Εὐσέβιος, ἄν καί πολύ χαριτώθηκε ἀπό τόν Θεό, ζοῦσε συνεχῶς ἐν μετανοίᾳ μέχρι τήν τελευταία του ἀναπνοή, δεῖγμα καί αὐτό τῆς ἀληθῶς Ὀρθοδόξου βιοτῆς του. Κάποιοι πού βρέθηκαν κοντά του κατά τίς τελευταῖες του ὧρες μᾶς πληροφόρησαν: «Ἐβίωνε τή μετάνοια καί εἶχε διαρκῆ μνήμη θανάτου. Ἡ βαθειά ταπείνωσίς του τόν παρότρυνε νά ζητᾶ διαρκῶς ἀπό ὅλους νά προσεύχωνται “γιά τήν ἁμαρτωλότητά του” καί γιά “νά τοῦ δίνῃ ὁ Κύριος μετάνοια». Σέ ἐπισκέπτες του, ἄν καί δέν εἶχε τή δύναμη νά μιλήσῃ, ἐξηγοῦσε τήν κατάστασή του καί ζητοῦσε τήν προσευχή τους, “γιά νά δίνῃ ὁ Κύριος μετάνοια, νά τόν ἐλεήσῃ καί νά κάνῃ ἐλαφρότερη τήν ἀκοίμητη φωτιά πού θά τόν καίῃ, γιατί ἀλλοῦ δέν ἔβλεπε καταλληλότερη θέση γιά τόν ἑαυτό του”»[35].
Ἐνθυμούμεθα τόν ὅσιο Σισώη, ὁ ὁποῖος, ὅπως ἀναφέρει τό Γεροντικό, ὅταν ἔφθασε στό τέλος του, καί ἐνῶ «ἔλαμψε τό πρόσωπό του σάν τόν ἥλιο», «οἱ πατέρες πού τόν περιστοίχιζαν τόν ἄκουσαν νά συνομιλῇ μέ κάποιους. Ὅταν τόν ρώτησαν· “μέ ποιόν συνομιλεῖς, πάτερ;”, αὐτός ἀπήντησε· “νά, ἦλθαν οἱ Ἄγγελοι νά μέ πάρουν καί τούς παρακαλῶ νά μέ ἀφήσουν λίγο ἀκόμη νά μετανοήσω”. Τοῦ λέγουν οἱ Γέροντες· “δέν ἔχεις ἀνάγκη ἀπό μετάνοια, πάτερ”. Καί αὐτός τούς ἀπήντησε· “εἰλικρινά, δέν γνωρίζω, ἄν ἔβαλα ἀκόμη ἀρχή μετανοίας στόν ἑαυτό μου”»[36].
Πολλά ἀκόμη θά μπορούσαμε νά ἀναφέρουμε γιά τήν στολισμένη μέ ὅλους τούς καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἁγιασμένη προσωπικότητα τοῦ μακαρίου Γέροντος, τόν ὁποῖο ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ μᾶς χάρισε στά δύσκολα χρόνια πού ζοῦμε. Τό παράδειγμά του καί οἱ διδασκαλίες του σάν Φῶς ἱλαρό μᾶς φωτίζουν, δείχνοντάς μας πῶς πρέπει νά πολιτευόμαστε, ἄν θέλουμε νά εὐαρεστήσουμε στόν Θεό. Μᾶς δείχνουν ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή Ὀρθοδοξία καί Ὀρθοπραξία. Μᾶς κρίνουν γιά τήν νωθρότητά μας καί τήν ἀσθενῆ διάθεσί μας νά ἀγωνισθοῦμε, προτιμώντας σάν εὔκολη λύσι τόν συμβιβασμό μέ τά ἀσυμβίβαστα, τό ὁποῖο μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό, καί μάλιστα δικαιολογώντας τήν ἡττοπάθειά μας ὡς διάκρισι. Ὅμως «ὁ ἀναζητητής τοῦ ἀπολύτου», κατά τόν ἅγιο Τιράνων, π. Εὐσέβιος δέν ἔκανε ἔτσι.
Σήμερα πού τελοῦμε τό ἱερό του Μνημόσυνο, ζητοῦμε κατά τήν τάξι τῆς Ἐκκλησίας νά ἀναπαύῃ ὁ Θεός τήν ψυχή του. Ὅμως ταυτόχρονα τοῦ ζητοῦμε, ἐπειδή ἔχουμε τήν βεβαία αἴσθησι ὅτι ἤδη μετέχει τοῦ θεϊκοῦ Φωτός, νά πρεσβεύῃ στόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό ὑπέρ τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας Του, πού δοκιμάζεται δεινῶς ἀπό τίς δυνάμεις τοῦ σκότους, ὑπέρ ἡμῶν τῶν εὑρισκομένων ἀκόμη στό μέσον τῆς πάλης ἐναντίον τῶν ἀρχῶν καί ἐξουσιῶν τοῦ σκότους, ὥστε νά δώσουμε καί ἐμεῖς καρπούς πνευματικούς, ἀλλά καί ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου, πού βρίσκεται στό χεῖλος τῆς ὁλικῆς καταστροφῆς, λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν ὅλων μας.
Αἰωνία σου ἡ μνήμη, ἀξιομακάριστε καί ἀείμνηστε, πάτερ Εὐσέβιε!
(*) Ὁμιλία τοῦ Ἰερομονάχου Δημητρίου Γρηγοριάτου εἰς τό ἐτήσιον Μνημόσυνον τοῦ μακαρίου Γέροντος Εὐσεβίου Βίττη, πού ἐτελέσθη εἰς τόν ἱερόν Ναόν τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου Σερρῶν, τήν 4/11/2023.
[1] Ἱερομ. Εὐσεβίου Βίττη, Ἡ Ἐκκλησία μου κι ἐγώ, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσ/νίκη 1996, σελ. 3.
[2] Ματθ. κγ΄ 8-10.
[3] Ματθ. κη΄ 20.
[4] Ἱερομ. Εὐσεβίου Βίττη, Ἡ Ἐκκλησία μου κι ἐγώ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 344.
[5] Ἑβρ. ιγ΄ 9.
[6] Γαλ. α΄ 11-12.
[7] Γαλ. α΄ 9.
[8] Ρωμ. ιδ΄ 24.
[9] Ἱερομ. Εὐσεβίου Βίττη, Ἡ Ἐκκλησία μου κι ἐγώ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 33.
[10] Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ.47.
[11] Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 27-28.
[12] Γ. Μ., Ἀπομαγνητοφωνημένο Κείμενο, σελ. 4.
[13] Ἱερομ. Εὐσεβίου Βίττη, Ἡ Ἐκκλησία μου κι ἐγώ, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 221.
[14] Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 64.
[15] Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 218.
[16] Γ. Μ., Ἀναμνήσεις ἀπό τόν π. Εὐσέβιο, σελ. 9.
[17] Βιρ. Ρόν., Ἀναμνήσεις ἀπό τόν Γέροντα Εὐσέβιο, σελ. 2.
[18] Ξηροτύρῃ, Freiburg, 8-10-1969.
[19] Χρ. Χρ., Ὁ μακαριστός π. Εὐσέβιος, σελ. 28.
[20] Γ. Μ., Ἀναμνήσεις ἀπό τόν π. Εὐσέβιο, σελ. 4.
[21] Γαλ. δ΄ 19.
[22] Βιρ. Ρόν., Ἀναμνήσεις ἀπό τόν Γέροντα Εὐσέβιο, σελ. 1.
[23] Ἀπ. Κιοσ., Ἡ γνωριμία μέ τόν π. Εὐσέβιο Βίττη, σελ. 1.
[24] Περιοδ. Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος, 48/2023.
[25] Δοξαστικόν ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.
[26] Βιρ. Ρόν., Ἀναμνήσεις ἀπό τόν Γέροντα Εὐσέβιο, σελ. 3.
[27] Ματθ. κστ΄ 53.
[28] Ἁγ. Ἰσαάκ ὁ Σύρος.....
[29] Εἰς Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Τρίκκης και Σταγῶν κύριον Διονύσιον, ἐν Μάρμπουργκ τῇ 22ᾳ Ἰουλίου 1967.
[30] Εἰς θ. Φώτην, ἐν Ντράγκωντάλεν (τοῦ Ραῖττβίκ), 27/3/1976, σελ. 9.
[31] Ἔνθ’ ἀνωτ., σελ 10-11.
[32] Χριστίνᾳ Χρυσοβέργῃ, Draggådalen 22/4/1975.
[33] Δημητρίῳ ἱερομονάχῳ, ἐν Κρυονερίῳ Φαιᾶς Πέτρας Σιδηροκάστρου, 10/7/2006, σελ. 2-4.
[34] Ἔνθ΄ ἀνωτ., σελ. 5.
[35] Ἐπιστολή Μ. Μ. καί Ξ. Μ., σελ. 2.
[36] Πρβλ. Γεροντικόν, ἐκδ. «Ἀστήρ», Ἀλ. καί Εὐ. Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 1960, ιδ΄, σελ. 111.