Καλημέρα σας,
Χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκομαι σήμερα εδώ, σ’ ένα Νεανικό Συνέδριο, και μάλιστα σ’ ένα συνέδριο που διοργανώνει η Ιερά Μητρόπολις Μεσογαίας και Λαυρεωτικής και έχει για θέμα: «Δεν είμαι και τόσο αλλιώτικος».
Ακριβώς γι’ αυτό, θέλω να ευχαριστήσω από την καρδιά μου τον Σεβασμιώτατο κ. Νικόλαο και τον σεβαστό π. Γεννάδιο Κουτσόπουλο και για την διοργάνωση, αλλά και για την τιμητική προς εμένα πρόσκληση.
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες, νέοι και νέες αυτού του Συνεδρίου…
Αισθάνομαι πως είναι καλύτερα να αρχίσω -έτσι για να γνωριστούμε, θα έλεγα- διαβάζοντάς σας ένα μικρό κείμενο από το βιβλίο μου «Στου πόνου τη γυάλινη Πίστα –Συνάντησα το Πρόσωπο». Έχει τίτλο: Ένα παιδί που το’ λεγαν Παναγιώτη. Μιλάει για την πρώτη μου συνάντηση μ’ ένα παιδί με αναπηρία. (σελ. 25).
« ….Το μικρό ξανθό αγοράκι ήταν ξαπλωμένο επάνω σ’ ένα λεπτό, ειδικό στρώμα γυμναστικής που ήταν απλωμένο στο πάτωμα. Τριγύρω του ήταν παιχνίδια, αλλά και μια πολλή μεγάλη μπάλα και κύλινδροι ειδικής γυμναστικής.
Κάθησα δίπλα του και το ρώτησα χαμογελώντας:
«Πώς σε λένε;»
«Παναγιώτη».
Είναι πραγματικά δύσκολο ν’ αποτυπωθεί στο χαρτί ο απίστευτα γλυκός τρόπος που το μικρό στοματάκι με το ροζ σημάδι στο επάνω χείλος πρόφερε αυτό το όνομα.
Δυο γκριζογάλανα πεντακάθαρα μάτια με κοίταξαν ερευνητικά. «Και χένα πώχ… χε λένε;» Με ρώτησε.
«Ντέμη», του απάντησα.
Με κοίταξε… Του χαμογέλασα… Έμεινε για λίγο αναποφάσιστο… Και μετά… «Μπέμη», επανέλαβε με το δικό του τρόπο και χαμογέλασε.
Τα μάτια του, το πρόσωπό του, έγιναν ένα μεγάλο φωτεινό χαμόγελο. Και τότε, καθώς το κοιτούσα, ένιωσα να βυθίζομαι στην άβυσσο των γκριζογάλανων αγγελικών ματιών, να περνώ από «την άλλη μεριά του καθρέφτη». Κοιτάζοντας στα μάτια το τρίχρονο παιδάκι έζησα την ένταση μιας ανεπανάληπτης στιγμής. Μόνο μετά από χρόνια θα συνειδητοποιούσα πως η μοναδικότητα εκείνης της επικοινωνίας ήταν η «συνάντηση» μ΄ ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα, η μετοχή στο μυστηριακό σώμα της ανθρωπότητας.
«Μπέμη», ξανάπε, αυτή τη φορά γελώντας.
Καθώς η χαρά για την καινούργια φίλη το πλημμύρισε, συσπάσθηκε ολόκληρο. Τα χέρια του έφυγαν γρήγορα προς τα επάνω, με λυγισμένους αγκώνες και ανοικτά σαν βεντάλια δάκτυλα. Τα πόδια του τεντώθηκαν τελείως… Και μετά, καθώς θέλησε να εκφράσει έμπρακτα τη χαρά του, άρχισε να τα λυγίζει και να τα τεντώνει χτυπώντας τα μεταξύ τους, μια και ήταν σχεδόν ενωμένα από το μυϊκό σπασμό.
…Ήταν εκείνη την ημέρα που η σπίθα ξεπετάχθηκε. Η φωτιά δεν άργησε ν’ ανάψει… »
…………………..
Όπως καταλάβατε, εκείνη τη στιγμή άρχισε το ταξίδι μου στο χώρο της αναπηρίας. Ήμουν φοιτήτρια, στα εικοσιένα μου χρόνια. Εύχομαι και η συζήτηση που θα κάνουμε σήμερα να μην ξεχαστεί, αλλά να προσθέσει κάτι στις γνώσεις σας κι αυτό το κάτι να μετουσιωθεί σε αγάπη, όπως είμαι σίγουρη ότι θα προσθέσει και στις δικές μου, τόσο κατά τη διάρκεια της συζήτησης που θα έχουμε, όσο και από αυτά που θα αναφερθούν στη συνέχεια.
Η εισήγησή μου έχει για θέμα: «Τα πουλιά δεν κελαηδούν ποτέ σε σπηλιές», μια φράση του Henry David Thoreau που υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους οραματιστές της Αμερικής του 19ου αιώνα. Η φράση εκφράζει μια βεβαιότητα για τη ζωή των πουλιών –δεν κελαηδούν ποτέ σε σπηλιές- μας μεταφέρει όμως, αβίαστα νομίζω, στην ανθρώπινη ύπαρξη και στην ανάγκη της να τραγουδά τη ζωή και το νόημά της, μόνο όταν λούζεται στο φως της ελευθερίας –και όχι της ασυδοσίας, στην ελευθερία δεσμεύουμε τον εαυτό μας- της δημιουργικότητας και της υπευθυνότητας.
Αυτή την αλήθεια οφείλει να υπηρετεί κάθε Πολιτεία, παρέχοντας στα παιδιά και τους ενηλίκους με αναπηρία -συγχρόνως με την ιατρική/θεραπευτική φροντίδα και τεχνολογική βοήθεια που έχουν ανάγκη- τις ίδιες ευκαιρίες μάθησης, εκπαίδευσης, επαγγελματικής αποκατάστασης και πρόσβασης στην κοινωνική/πολιτιστική ζωή του τόπου όπου ζουν: όσα δηλαδή έχουν επισφραγισθεί και στην Ελλάδα από το Σύνταγμα και έχουν ρυθμιστεί νομοθετικά εδώ και χρόνια, έστω κι αν τα αποτελέσματα δεν είναι το ίδιο εντυπωσιακά με τις εξαγγελίες, όπως όλοι γνωρίζουμε.
Ένας άντρας γύρω στα 45 –πατέρας δυο παιδιών στην ηλικία σας- με αναπηρία στα πόδια που περπατάει με κάποιο βοήθημα και αδάμαστη θέληση στους δρόμους της Αθήνας –λέγεται Δημήτρης Γεωργιόπουλος και είναι δικηγόρος- μου είπε κάποτε: «για να κυκλοφορεί κάποιος στην Αθήνα, πρέπει να είναι λοκατζής!» Για φανταστείτε πώς νιώθει!
Γενικότερα, για τον άνθρωπο με κάποια αναπηρία, η ανομοιομορφία των πεζοδρομίων, τα σκαλοπάτια, οι -ακόμα και σήμερα- συχνά απροσπέλαστες τουαλέτες σε δημόσιους χώρους, αλλά και η παραβίαση των δικαιωμάτων του, οι αδιάκριτες ερωτήσεις, το παρατεταμένο κοίταγμα, η αυτόκλητη βοήθεια είναι καθημερινή πραγματικότητα. Έχει ακόμα όμως να αγωνισθεί και με τα αμέτρητα – συχνά οδυνηρά – δικά του συναισθήματα, όπως πιθανόν η άρνηση και ο θυμός, η απογοήτευση, η ντροπή, το άγχος, η ανασφάλεια, η απελπισία και να προσπαθήσει να τα μετατρέψει σε αποδοχή και επιμονή, καρτερία, αυτοεκτίμηση, ελπίδα, δημιουργική ανησυχία και πίστη στην προσπάθεια. Φυσικά εάν βοηθηθεί να φθάσει στο Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν (Δόξα στο Θεό για όλα) τότε κάθε τι φαντάζει έκτοτε, τελείως διαφορετικό.
Γι’ αυτό θα πρέπει να ευαισθητοποιηθούμε -και όχι να ενημερωθούμε, και να ξεχάσουμε σε μερικές ημέρες- και αυτό θα προσπαθήσουμε να κάνουμε σ’ ένα βαθμό σήμερα!
Λέω να ευαισθητοποιηθούμε, εννοώντας, να νιώσουμε τους άλλους, να έρθουμε στη θέση τους, στο βαθμό που μπορούμε να το επιτύχουμε. Γιατί η ευαισθητοποίηση είναι μια καρδιακή ενημέρωση, χτυπάει κατευθείαν στην καρδιά μας, ώστε όσα θα ακούσουμε να μη φύγουν από εκεί. Θα έχουμε ευαισθητοποιηθεί, εάν γίνει η αρχή, για να μας αποκαλυφθεί προοδευτικά μια μεγάλη αλήθεια, η αλήθεια τού «τι εστιν άνθρωπος»: μια ύπαρξη τελείως αλλιώτικη από τις άλλες –αφού είναι μοναδική- και παντελώς ίδια με τις άλλες, αφού όλοι έχουμε μια φύση, την ανθρώπινη.
Αυτό φυσικά σημαίνει πως εμείς τότε, μετά αυτή την αποκάλυψη, θα έχουμε αλλάξει, θα έχουμε γίνει καλύτεροι. Κι αυτό το θεωρώ καταπληκτικό για την πορεία της ζωής του καθενός μας, όποια κι αν είναι η ηλικία του, ιδιαίτερα αν ο άνθρωπος που αλλάζει ή καλύτερα, κατανοεί, είναι παιδί ή νέος και έχει όλη τη ζωή μπροστά του. Όταν επικοινωνούμε, κοινωνούμε καλύτερα, επεκτείνουμε τον εαυτό μας, επειδή η αγάπη περιορίζει, ακόμα και καταργεί τις αποστάσεις. Ο εγωκεντρισμός, το κλείσιμο στον εαυτό μας δεν επιτρέπει την κοινωνία.
Θέλω να κάνω σαφές, ότι αναφέρομαι συνειδητά σε παιδιά με αναπηρία και όχι με ειδικές ή ιδιαίτερες ανάγκες, ή ιδιαίτερες ικανότητες και θα εξηγήσω το λόγο.
Κάποτε –εδώ και αρκετά χρόνια- συνειδητοποιήσαμε ότι η λέξη σακάτης ήταν τραυματική για τους ανθρώπους με αναπηρία (αν και η τουρκική ρίζα της, sakat, θα πει απλά ...ανάπηρος!) και την αντικαταστήσαμε, με τη λέξη ανάπηρος, που ήταν η ιατρική ορολογία της κατάστασης. Όμως μετά από κάποια χρόνια η λέξη ανάπηρος είχε ακριβώς το ίδιο βάρος που είχε και η λέξη σακάτης. Έτσι την αντικαταστήσαμε –και μάλιστα με ουμανιστικές θριαμβολογίες πως κάνουμε κάτι καταπληκτικό- την αντικαταστήσαμε λοιπόν με τον όρο «άτομα με ειδικές ανάγκες» που έγινε αργότερα «άτομα με ιδιαίτερες ανάγκες» -όλοι, αλήθεια, δεν έχουμε κάποιες ειδικές ή ιδιαίτερες ανάγκες;- για να φθάσουμε τέλος στον όρο «άτομα με ιδιαίτερες ικανότητες» που υπονοεί πως, όλοι οι άνθρωποι με αναπηρία έχουν ή πρέπει να έχουν ιδιαίτερες ικανότητες και μάλιστα φανερές και κατανοητές, προκειμένου να τους σεβαστούμε και να τους συμπαρασταθούμε.
Σύμφωνα με τον τελευταίο όρο, άτομα με ιδιαίτερες ικανότητες, που διατυμπανίζει πως αξιολογούμε και πάλι τους ανθρώπους με βάση τις ικανότητές τους, πόσο σεβασμό θα οφείλουμε στους ανθρώπους που βρίσκονται σε κώμα, στους ανθρώπους με νοητικές ελλείψεις, με σοβαρή κατάθλιψη και κατ’ επέκταση άρνηση να κάνουν οτιδήποτε για τον εαυτό τους, σε όλους εκείνους που κάθε άλλο, παρά ιδιαίτερες ικανότητες έχουν; Σας διαβεβαιώ πως υπάρχουν τόσοι άνθρωποι, χωρίς καθόλου φανερές ή κατανοητές ικανότητες... Αυτούς δεν θα τους σεβαστούμε;
Οι άνθρωποι με δύναμη για ζωή, παρά την όποια αναπηρία τους, δεν χρειάζονται ευφημισμούς που να τους χαϊδεύουν τα αυτιά, για να αγωνίζονται. Αντιλαμβάνονται πως αυτά που δημιουργούν τις ιδιαίτερες ικανότητές τους είναι η στάση τους προς τη ζωή και ο σκληρός τους αγώνας -πάντα σε συνάρτηση με τον αγώνα της οικογένειάς τους και την επικοινωνία με αγαπημένους φίλους και δασκάλους- και όχι κάποια …αυτόματη λειτουργία που εγκαθίσταται στην ύπαρξή τους μαζί με την αναπηρία.
Θα σας διαβάσω μια μικρή ιστορία όπου πρωταγωνιστής είναι ένας δεκάχρονος φίλος μου. Το περιστατικό συνέβη πριν αρκετά χρόνια. Με αυτό που θα ακούσετε, μη βιαστείτε σας παρακαλώ να συμπεράνετε ότι το παιδί είχε… ιδιαίτερες ικανότητες… Ήταν ένα πανέξυπνο παιδί, εγκλωβισμένο από τη γέννησή του σ’ ένα σώμα που δεν μπορούσε ν’ ανταποκριθεί σε οποιαδήποτε κίνηση και του οποίου η οικογένεια είχε μεγάλη αγάπη. Η μητέρα του, ιδιαίτερα, όπως θα ακούσετε, είχε τόση αγάπη, που εκφραζότανε σε υπομονή, γλυκύτητα και ευρηματικότητα, προκειμένου να επικοινωνήσει με το παιδί της και έτσι τον προκαλούσε να εκφραστεί με τον τρόπο που μπορούσε… Σίγουρα, ήταν ένα ευλογημένο παιδί χωρίς την παραμικρή έκφραση δυσαρέσκειας ή παράπονου για την κατάστασή του. (Στου Πόνου τη Γυάλινη Πίστα-Συνάντησα το Πρόσωπο, σελ. 190).
«…Ήταν λίγο πριν φύγω από το σπίτι μου για κάποια επίσκεψη σ’ ένα παιδί με εγκεφαλική παράλυση, το οποίο παρακολουθούσα περιοδικά, όταν χτύπησε το τηλέφωνο...
«Ευτυχώς, σε πρόλαβα...», άκουσα από την άλλη μεριά του τηλεφώνου τη μητέρα του παιδιού που θα επισκεπτόμουν. «Καλά που μου είπε ο Νίκος πως ήταν να’ ρθεις, γιατί δεν θά’ βρισκες κανένα! Είχα ξεχάσει εντελώς τη συνάντησή μας!»
Οι φράσεις ακούγονται συνηθισμένες. Όμως ο ηλικίας τότε, 10 ετών, πανέξυπνος φίλος μου, δεν περπατούσε, δεν μιλούσε και δεν μπορούσε να κάνει νοήματα με τα χέρια του, ακριβώς εξαιτίας της σοβαρής κινητικής του αναπηρίας.
Δεν μπορώ να πω πως ξαφνιάστηκα από τα λόγια της μητέρας, γιατί είχα εμπειρία της καταπληκτικής τους σχέσης. Ακριβώς όμως γι’ αυτό, φρόντισα να μάθω τις λεπτομέρειες:
Εκείνη την ημέρα, όλη η οικογένεια επρόκειτο να επισκεφθεί ένα φιλικό σπίτι. Αλλά ο Νίκος ήταν πολύ ανήσυχος, παρόλο που πάντα χαιρόταν όταν πήγαινε επίσκεψη. Έτσι η μητέρα θέλησε να μάθει τι συνέβαινε.
Αφού προσπάθησε να βρει το λόγο της ανησυχίας του, αναφέροντάς του διάφορες πιθανές αιτίες, αντιλήφθηκε ότι δεν είχε κάτι, αλλά ότι κάτι συνέβαινε.
Τον πήρε λοιπόν στην αγκαλιά της και πήγαν σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού, ζητώντας του να της δώσει ένα μήνυμα. Διέκρινε πως η ματιά του σταμάτησε στο τηλέφωνο...
«Κατάλαβα, είπε η μητέρα. Πρέπει να τηλεφωνήσουμε σε κάποιον. Πάμε να μου τα πεις…».
Γύρισαν και πάλι στο δωμάτιό του.
Η μητέρα άρχισε να του αναφέρει ονόματα φίλων, με τους οποίους πιθανόν, να έπρεπε να επικοινωνήσει. Παρατήρησε όμως, ότι ο Νίκος κοιτούσε επίμονα τα χέρια της.
«Τι συμβαίνει με τα χέρια μου; »
Αλλά η ματιά του είχε καρφωθεί στο δεξί..
«Νίκο τι κοιτάζεις; Τη βέρα μου; A, κατάλαβα… Κάτι συμβαίνει με την επίσκεψή μας στη Βέρα!»
Ο Νίκος επιβεβαίωσε με μια χαρακτηριστική έκφραση του προσώπου, ενώ συγχρόνως κοιτούσε τα πόδια του. Η συνέχεια για τη μητέρα δεν ήταν δύσκολη...
«Τί λες βρε παιδί μου! Πρόκειται να κάνεις φυσικοθεραπεία και εγώ κανόνισα να πάμε στη Βέρα!»
Ας συνεχίσουμε όμως…
Στην πάλη των λέξεων και όχι στην κατάθεση των πράξεων, δημιουργήσαμε και τη συντομογραφία ΑΜΕΑ (Άτομα Με Ειδικές Ανάγκες), την οποία, ευτυχώς πολύ έξυπνα, κάποια στιγμή οι ίδιοι οι άνθρωποι με αναπηρία μετέτρεψαν σε ΑμεΑ , όπου το με είναι με μικρά γράμματα και αυτό πια, το νέο ΑμεΑ, σημαίνει Άτομα με Αναπηρία. Γιατί όμως δεν αναφέρουμε και δεν γράφουμε με συντομογραφία και τους ανθρώπους π.χ. με καρδιακά ή νευρολογικά νοσήματα ή με νεφρική ανεπάρκεια;
Μέσα σε όλη αυτή τη φλυαρία της εποχής μας, συχνά και ασυνάρτητης, είναι τόσο κουραστικό και ... φλύαρο να αναφέρει κανείς «οι άνθρωποι με αναπηρία», αντί το απρόσωπο: τα ΑμεΑ, έστω κι αν το με είναι με μικρά γράμματα; (Θέλω να θυμίσω ότι άτομο στη γλώσσα μας σημαίνει απρόσωπη, μετρήσιμη μονάδα, π.χ. λέμε: Στο θέατρο ήταν 2000 άτομα, ενώ άνθρωπος είναι ένα μοναδικό πρόσωπο). Ταιριάζει λοιπόν σε μοναδικά πρόσωπα να αποκαλούνται όπως πχ. ένας οργανισμός ή ένας σύλλογος, ένα μη ον, τέλος πάντων; Προσωπικά νιώθω εξαιρετικά άβολα, όταν και οι ίδιοι οι άνθρωποι με αναπηρία λένε ή γράφουν: εμείς τα ΑμεΑ, έστω κι αν τα δυο μεσαία γράμματα είναι με μικρά.
Η λέξη αναπηρία ή πήρωση προέρχεται από το ρήμα πηρώ και σημαίνει: τη μερική ή ολική έλλειψη κάποιου μέλους, κάποιου οργάνου ή κάποιας λειτουργίας, ό,τι δηλαδή έχει συμβεί σε κάποιον. Η αναπηρία ενός ανθρώπου δεν είναι όλη του η ύπαρξη –που είναι μοναδική όπως είπαμε, και άξια κάθε σεβασμού, ας μη ξεχνάμε πως ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα Θεού- είναι όμως μέρος της και γι’ αυτό πρέπει ν’ αντιμετωπιστεί με τον καλύτερο τρόπο.
Η αρνητική φόρτιση των λέξεων προέρχεται αποκλειστικά από τη συμπεριφορά μας. Αυτή είναι που τραυματίζει, προσβάλλει και επομένως, δημιουργεί τις τραυματικές λέξεις. Μόνο τότε δεν θα υπάρχει λόγος ν’ αντικαθιστούμε τις λέξεις, όταν ο καθένας μας ξεχωριστά – και όχι έτσι αόριστα, το «κοινωνικό σύνολο»- αποδεχθεί ως γεγονός αναμφισβήτητο την αξία τής κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, ακόμα και στην περίπτωση πραγματικής ολικής ανικανότητας. Το ουσιαστικό δεν είναι η φύση τής όποιας αναπηρίας, διαφορετικότητας ή όπως αλλιώς θέλετε να ονομάσετε αυτό που συμβαίνει σε κάποιον, αλλά ότι ο άνθρωπος από τη σύλληψη παίρνει το δρόμο για την αιωνιότητα… «Το ουσιώδες είναι αόρατο στα μάτια», λέει, όπως γνωρίζετε, ο Σαίντ Εξυπερύ στον Μικρό Πρίγκιπα.
Είναι σημαντικό τα παιδιά με αναπηρία να παρακολουθούν κοινά σχολεία –παρόλο που δεν είναι σπάνιο να νιώθουν απομονωμένα και αβοήθητα σ’ έναν κόσμο εχθρικό- να συμβιώνουν με τα άλλα παιδιά, όχι όμως μόνο για τα ίδια, αλλά και για τους συμμαθητές τους, τους φίλους τους, που, εάν το θελήσουν, θα δημιουργήσουν πολύτιμες φιλίες και θα νιώσουν πρωτόγνωρα συναισθήματα, θα μάθουν να αντλούν κουράγιο για τη δική τους ζωή και θα διδαχθούν να αγωνίζονται περισσότερο. Γιατί είναι ενδιαφέρον να πούμε, ότι όταν ένα παιδί πηγαίνει στο σχολείο, δεν σημαίνει ότι σταματά την θεραπευτική του αγωγή, η οποία είναι γι’ αυτό πολύτιμη, είτε είναι φυσικοθεραπεία, είτε εργοθεραπεία, θεραπεία λόγου κ.ά. Η θεραπευτική αγωγή είναι πολλές φορές μια φροντίδα ισόβια, πόσο μάλλον που κάποτε το παιδί θα χρειαστεί να κάνει και κάποια ορθοπαιδική επέμβαση με την απαραίτητη μετά θεραπευτική αγωγή. Καθετί στη ζωή των ανθρώπων με αναπηρία δεν αποκτάται, αλλά κατακτάται.
Ας θυμηθούμε τώρα μαζί κάποιες γενικές οδηγίες, θα έλεγα, που βοηθούν εμάς να νιώθουμε καλύτερα, αλλά και δεν κουράζουν τους άλλους:
Μπορείτε να υπενθυμίζετε ευγενικά στους γονείς σας, εάν κάποιες φορές, έτσι που βιάζονται με τόσες υποχρεώσεις που έχουν, παρκάρουν για λίγο το αυτοκίνητό τους επάνω σε ράμπα πεζοδρομίου, πως αυτό δεν είναι σωστό, επειδή εμποδίζει τη μετακίνηση των ανθρώπων με αναπηρία, των μητέρων που έχουν παιδιά στα καρότσια, των ανθρώπων που έχουν σπάσει το πόδι τους, των ηλικιωμένων που δεν περπατάνε καλά. Εάν όλοι παρκάρουμε για λίγο στις ράμπες, σίγουρα ποτέ δεν θα είναι ελεύθερες. Όπως τώρα.
Ο άνθρωπος με σοβαρά κινητικά προβλήματα δεν είναι μωρό και συνήθως ακούει το ίδιο καλά με εμάς. Φωνές και κινήσεις με τα χέρια για καλύτερη κατανόηση, όπως και μωρουδίστικη ομιλία δυσκολεύουν την καλή επικοινωνία, εκτός εάν ο άνθρωπος με την αναπηρία έχει τον τρόπο να μας επαναφέρει στην τάξη, αρκεί να μην το θεωρήσουμε σαν δική μας ...τραυματική εμπειρία.
Ας μη φοβόμαστε μήπως και κάνουμε κάποιο λάθος στην επικοινωνία μας και ο άλλος αισθανθεί πως τον προσβάλουμε. Θυμάμαι μια ενδιαφέρουσα, κατά τη γνώμη μου, εμπειρία στενής φίλης. Όταν ήταν φοιτήτρια και σπούδαζε εκτός Αθηνών, γνωρίστηκε ζεστά με συμφοιτήτριά της που ήταν τυφλή (ας την λέμε Ειρήνη). Ένα απόγευμα, η φίλη μου την κάλεσε στο φοιτητικό της διαμέρισμα, για να πιούν καφέ: στη γλώσσα της ουσίας, για να δεθούν ακόμα περισσότερο. Μόλις έφτασαν, η οικοδέσποινα ξεκλείδωσε την εξώπορτα και της είπε: “Μια στιγμή να ανάψω το φως...”. Το είπε και κοκάλωσε. Συνήλθε όμως γρήγορα, όταν άκουσε την Ειρήνη να της λέει, γελώντας: “Δεν έγινε και τίποτα... Μη νοιάζεσαι. Φυσιολογική έκφραση είναι”. Φυσικά, δεν υπάρχει πάντα τέτοια αντίδραση. Εξαρτάται από την στιγμή, τον τρόπο που εμείς μιλήσαμε ή πράξαμε, αλλά και τον ψυχισμό του άλλου. Μήπως όμως εμείς έχουμε πάντα την ίδια διάθεση; Ας βλέπουμε αυτά που συμβαίνουν με απλότητα, γενικά, θα έλεγα, στις σχέσεις μας.
Επί τη ευκαιρία να σας πω, πως αν θέλετε να βοηθήσετε έναν άνθρωπο που δεν βλέπει και θέλει π.χ. να περάσει μια δύσκολη αφύλακτη διάβαση, μην τον πιάνετε εσείς από το μπράτσο. Αφήστε να σας πιάσει εκείνος για να τον καθοδηγήσετε. Αν είστε σ’ ένα δωμάτιο μαζί, μη βγαίνετε από το δωμάτιο χωρίς να του το πείτε, για να μην βρεθεί να μιλάει μόνος του, νομίζοντας ότι είστε εκεί. Εάν τρώει μαζί σας, πείτε του διακριτικά που είναι το φαγητό στο πιάτο του, χρησιμοποιώντας το πιάτο σαν ρολόι.
Όταν προσπαθούμε να βοηθήσουμε κάποιον, εξυπηρετούμε τις δικές του ανάγκες και επομένως, δεν επιτρέπεται να τον συμβουλεύουμε, να είμαστε αδιάκριτοι ή να αποφασίζουμε εμείς γι’ αυτόν. Οφείλουμε να μάθουμε να περιμένουμε, για να πραγματοποιεί αυτά που μπορεί με τον δικό του τρόπο και στον δικό του χρόνο.
Κάποιες φορές ξέρετε, γινόμαστε εκτός από απορριπτικοί προς τους ανθρώπους με αναπηρία, και υπερπροστατευτικοί, δηλαδή δεν τους αφήνουμε να κάνουν τίποτα, προλαβαίνουμε κάθε τους κίνηση. Αυτό μπορεί να το κάνουμε, κυρίως εμείς οι μεγάλοι, αλλά δεν είναι σπάνιο να γίνεται και από παιδιά προς παιδιά, επειδή νομίζουμε πως πιθανόν ο δικός μας άνθρωπος θα αισθανθεί άσχημα εάν προσπαθήσει και δεν τα καταφέρει (στην πραγματικότητα όμως εμείς θα αισθανθούμε άσχημα εάν αποτύχει, επειδή πιθανόν δεν έχουμε δεχθεί την αναπηρία του) ή μπορεί να καθυστερήσει πολύ να κάνει κάτι π.χ. να βάλει τη μπλούζα του ή να πιει νερό και εμείς θέλουμε να τελειώνει γρήγορα, καθώς βιαζόμαστε ή επειδή, εάν προσπαθήσει, ίσως να κάνει ζημιές ή ενδεχομένως να λερωθεί και να λερώσει τον χώρο. Όπως ακριβώς υπερπροστατεύουμε εμείς οι μεγάλοι συχνά τα μικρά παιδιά, αλλά και τα μεγαλύτερα.
Μην νομίσετε ότι γίνεται σπάνια αυτό που σας λέω. Εάν δηλαδή ένας άνθρωπος με αναπηρία μπορεί να φάει μόνος του (και ξέρετε αυτό είναι πραγματική θεραπεία γι’ αυτόν, είναι άσκηση), αλλά ρίχνει κομμάτια από το φαγητό ή λερώνεται, η λύση πολλές φορές είναι να τον ταΐζουμε και έτσι χάνει την άσκηση και σιγά-σιγά δεν θα μπορεί να κάνει αυτά που έκανε αλλά κυρίως, χάνει τη χαρά να εξυπηρετεί μόνος του τον εαυτό του, νιώθει άχρηστος και βάρος στους άλλους. Και αυτό είναι σοβαρό. Γιατί η δημιουργικότητα δίνει μεγάλη χαρά. Θα το ξέρετε από τον εαυτό σας.
Αντίθετα, από κανέναν δεν μπορούμε να ζητάμε παράλογα πράγματα, να κάνει αυτά που δεν μπορεί, γιατί τότε δείχνουμε πως είμαστε εμείς παράλογοι.
Ας μην ξεχνάμε πως βοηθάμε μόνον εάν ο άλλος μας το επιτρέψει και πως φυσικά δεν είναι υποχρεωμένος να γίνει φίλος μας, εάν δεν αισθάνεται φιλικά. Και εμείς πρέπει να το σεβαστούμε.
Εάν θέλουμε να μάθουμε κάτι από έναν άνθρωπο με σοβαρή αναπηρία, να ρωτάμε τον ίδιο κι όχι το συνοδό του, έστω κι αν ο συνοδός του πρόκειται να μας εξηγήσει την πιθανή, μη κατανοητή σε μας, ομιλία του.
Όταν κάποιος κάθεται σε αναπηρικό κάθισμα, να χαμηλώνουμε, για να του μιλάμε στο ύψος των ματιών του, ώστε να μην υποχρεώνεται να σηκώνει το κεφάλι, κάτι που είναι κάποτε αδύνατο και πάντοτε κουραστικό.
Ακούστε τώρα κι αυτό: Στην Ελλάδα, κάθε χρόνο, χάνουν τη ζωή τους περίπου 2.000 άνθρωποι από ατυχήματα και τουλάχιστον 10.000 μένουν μόνιμα ανάπηροι. Πάρα πολλά από αυτά τα θύματα είναι νέα παιδιά που χάνουν τη ζωή τους ή μένουν ανάπηρα κάνοντας σούζες με μηχανάκια, τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα και μάλιστα χωρίς κράνος και κατάλληλη ενδυμασία, οδηγώντας αυτοκίνητο χωρίς δίπλωμα και ζώνη ασφαλείας ή ενώ έχουν καταναλώσει αλκοόλ -μια άλλη απίστευτη καταστροφική πληγή- χωρίς να ξεχνάμε και τα αθώα θύματα αυτής της παράλογης οδήγησης… Και αυτά δεν είναι παραμύθια. Όλοι νομίζω το πιστεύουμε αυτό.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων στα αναπηρικά καρότσια είναι θύματα τροχαίων! Μη το ξεχάσετε ποτέ. Και κάτι ακόμα. Το να ζούμε επικίνδυνα κραυγάζει για τη συναισθηματική μας φτώχεια. Δεν δείχνουμε τη δύναμή μας ζώντας επικίνδυνα, αλλά τις ώρες της πραγματικής κρίσης, τότε που χρειάζεται να αντιδράσουμε με θάρρος στις δυσκολίες της ζωής.
Πριν 2.000 χρόνια, ο παράλυτος της Βηθεσδά μίλησε γι’ αυτό που τον πονούσε, όταν είπε: «Κύριε, άνθρωπον ουκ έχω». Διότι, κατά τη διάρκεια μιας σοβαρής ασθένειας ή οποιασδήποτε δοκιμασίας, ψυχικής ή σωματικής, η ανθρώπινη επικοινωνία και η συμπαράσταση –κάποτε ίσως απλά και μόνον η τρυφερή παρουσία κάποιου- είναι κάτι πολύ περισσότερο από μεγάλη παρηγοριά.
Μπορεί να γίνει η αιτία, να σταματήσει αυτός που υποφέρει να πιστεύει πως η ζωή του δεν έχει σκοπό, νόημα και ελπίδα, να αποδεχθεί θαρραλέα τους περιορισμούς που του επιβάλλει η κατάσταση και να θελήσει να αγωνιστεί ενάντια σ’ αυτούς που τον υποχρεώνει να υποστεί το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει.
Ας μη ξεχνάμε όμως πως κάθε Συνάντηση είναι ένα Ξεβόλεμα. Ακόμη και να περπατάμε δίπλα σε έναν άνθρωπο με δυσκολία στη βάδιση, σημαίνει πως πρέπει να αλλάξουμε το ρυθμό του δικού μας βηματισμού. Είναι όμως ένα Ξεβόλεμα με αμέτρητες ευεργεσίες εκατέρωθεν, που αξίζει να ζήσουμε.
Η ειλικρινής σχέση μας με τους άλλους γενικότερα και ιδιαίτερα με εκείνους που έχουν ανάγκη, μάς δωρίζει το νόημα της κάθε στιγμής και αν αφήσουμε την πόρτα της καρδιάς μας ανοιχτή ή έστω αν την ξεχάσουμε ανοιχτή, ίσως να ανακαλύψουμε το δρόμο προς τον βαθύτερο εαυτό μας, τους άλλους και το Θεό.
Κι αν όλα αυτά που είπαμε φαίνονται πάρα πολλά, μπορείτε, αν θέλετε, να ριχτείτε με ζήλο στην καθημερινότητα, έτσι ακριβώς όπως το μικρό μυρμήγκι τραβά τον τεράστιο σπόρο προς τη φωλιά του, ήρεμα και σταθερά, «σαν να» μπορεί να τα καταφέρει. Και θα τα καταφέρετε. Αν όχι, σηκωθείτε και ξαναπροσπαθήστε. Αυτό είναι που έχει σημασία.
Κλείνοντας, εύχομαι στη ζωή σας, κάθε σχέση σας να έχει την τρυφερότητα και το μήνυμα του χαιρετισμού του αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ, προς κάθε ένα που συναντούσε:
«Χριστός Ανέστη, χαρά μου!»
Σας ευχαριστώ
Ντέμη Σταυροπούλου
Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Μεσογαίας και Λαυρεωτικής, 5ο Νεανικό Συνέδριο, 13 Φεβρουαρίου 2016