ΑΒΡΑΑΜΙΟΣ
1. Ἔφτασαν στό ἅγιο Ὅρος [1] καί ἀνέβηκαν ἐκεῖ ὅπου ἐμφανίσθηκε ὁ Θεός [2] καί ἀφοῦ παρέμειναν ἐκεῖ πέντε μέρες καί πέντε νύχτες προσευχόμενοι, ἄκουσαν μιά φωνή πού ἔλεγε:
– «Ἄκουσε ὁ Θεός τήν προσευχή σας καί δέχτηκε μέ εὐμένεια τόν κόπο σας».
Ἔμειναν μερικές μέρες στόν ἅγιο τόπο καί ἐπισκέπτονταν τούς μοναχούς πού κατοικοῦσαν ἐδῶ κι ἐκεῖ. Ὕστερα ἀπ’ αὐτά λέει ὁ Παῦλος στόν Ἰωάννη:
– «Ἂς ἐπιστρέψουμε, ἀδελφέ μου, στήν εὐλογημένη πόλη [3]. Σοῦ ἀνακοινώνω ὅτι ἑπτά ἀδελφοί ἀπό αὐτούς πού ἔμεναν στό σπήλαιο πορεύτηκαν πρός τόν Κύριο. Εἶδα σέ ὅραμα δώδεκα βλαστάρια φυτεμένα σ᾽ αὐτή τή σπηλιά καί ἀφοῦ ἦλθαν δύο ἄνδρες ντυμένοι στά λευκά [4], ἔκοψαν ἀπ᾽ αὐτά ἑπτά καί τά φύτευσαν στόν παράδεισο τοῦ Θεοῦ».
Τότε ἀπαντᾶ ὁ Ἰωάννης:
– «Πράγματι, ἀδελφέ μου, ἄς πᾶμε. Νομίζω ὅτι θυμήθηκες τήν ἀποστολή σου καὶ γι᾽ αὐτό σπεύδεις».
2. Καθώς βάδιζαν ἔφτασαν τό βράδυ σ᾽ ἕνα ὄρος, πού στήν κορυφή του ὑπῆρχε ἕνα ψηλό δέντρο καί πάνω σ᾽ αὐτό ἕνας ἄνθρωπος [5]. Ὅταν
τόν εἶδαν φώναξαν:
– «Εὐλόγησον, πάτερ».
Ἐπειδή αὐτός δέν ἀπάντησε, ὁ μακάριος Παῦλος εἶπε:
– «Στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ πού ἀγαποῦν οἱ δίκαιοι, ἄν εἶσαι ἄνθρωπος μίλησε μας, ἄν εἶσαι δαίμονας φύγε ἀπό μπροστά μας “σάν ἄχυρο μπροστά στόν ἄνεμο”» [ὡσεί χνοῦς ἀπό προσώπου ἀνέμου (Ψαλμ. 34,5)].
Ὅταν ἄκουσε τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ αὐτός πού ἦταν πάνω στό δέντρο χάρηκε πολύ καί εἶπε:
– «Καλῶς ἤλθατε, δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, μή φοβᾶσθε κι ἐγώ ἄνθρωπος εἶμαι, μαθητής τοῦ Χριστοῦ».
Τότε τοῦ λέγει ὁ μακάριος Ἰωάννης:
– «Γιά ποιό λόγο, πάτερ, διάλεξες αὐτόν τόν τρόπο ζωῆς καί κατοικεῖς πάνω στήν κορυφή τοῦ δέντρου; Πόσον καιρό μένεις σ᾽ αὐτόν τόν τόπο;».
3. Κι᾽ αὐτός πάνω ἀπ᾽ τό δέντρο ἀπαντᾶ:
– «Πιστέψτε με, ἀδελφοί, σ᾽ αὐτόν τόν τόπο ἔχω τριάντα πέντε χρόνια καί κανείς δέν ἔμαθε τίποτε γιά μένα, παρά μόνο δύο ἄνδρες οἱ ὁποῖοι κάπου-κάπου ἔρχονται καί μοῦ φέρνουν ψωμί καί νερό. Κι ἐγώ ὅπως καί σεῖς περνῶντας ἀπό ἐδῶ, ἦλθα σ᾽ αὐτόν τόν τόπο καί βρῆκα ἐδῶ ἕναν Γέροντα, σπουδαῖο ἀναχωρητή, πού λεγόταν Ἀβραὰμιος, νά στέκεται στήν κορυφή αὐτοῦ τοῦ δέντρου. Αὐτός ὅταν μέ εἶδε μέ παρεκάλεσε νά μείνω κοντά του τρεῖς μέρες καί μοῦ διηγεῖτο τούς πολέμους πού ἀναγκάστηκε νά κάνει ἐδῶ μέ τά ἀκάθαρτα πνεύματα καί τή χάρη πού τοῦ χορήγησε ὁ Θεός ὕστερα ἀπ᾽ αὐτά. Ὕστερα ἀπό τρεῖς μέρες παρέδωσε τό πνεῦμα του στόν Θεό.
Ἐγώ τόν κατέβασα, τόν κήδευσα καί τόν ἔθαψα ἐδῶ. Ἐπειδή θαύμασα τόν τρόπο τῆς ζωῆς του καί ἐπειδή πόθησα νά τόν μιμηθῶ, ἀνέβηκα καί στάθηκα σ᾽ αὐτό τό σημεῖο ἀναμένοντας τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Σᾶς παρακαλῶ κι ἐγώ ἐσᾶς, ἀδελφοί, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νά μείνετε κοντά μου τρεῖς μέρες, γιά νά δεῖτε τά θαυμάσια ἔργα του. Γιατί ὁ Θεός, πού ἔστειλε ἐμένα στόν ἅγιο Ἀβραὰμιο, ὁ ἴδιος ἔστειλε καί σᾶς σέ μένα τώρα».
Ὕστερα ἀπό τρεῖς μέρες παρέδωσε κι αὐτός τό πνεῦμα του στόν Κύριο. [6]
4. Ὅταν ἀναπαύθηκε, ἀνέβηκαν στήν κορυφή τοῦ δέντρου καί τόν βρῆκαν ντυμένο μέ ἕνα τρίχινο ροῦχο καὶ μὲ μιά τρίχινη κουκούλα [7]. Βρῆκαν κι᾿ ἕνα καλάθι πού εἶχε λίγα ψωμιά, βρεγμένη φακή καί μιά ὁστράκινη κούπα κρεμασμένη μέ νερό.
Ἐνῶ κατέβαζαν τό λείψανο τοῦ ἁγίου γιά νά τό κηδεύσουν, συνέπεσε νά ἔρχεται ἕνα πλῆθος Χριστιανῶν πού κρατοῦσε στά χέρια του ἀναμμένες λαμπάδες καί θυμιατά πού εὐωδίαζαν. Αὐτοί ἀφοῦ σταμάτησαν ρωτοῦσαν:
– «Ποῦ εἶναι ὁ ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ; Γιατί εἴδαμε μιά ὀπτασία, πού μᾶς πρόσταζε νά ἔλθουμε καί νά τιμήσουμε τόν ἀθλητή τοῦ Χριστοῦ».
Ὅταν τά ἄκουσαν αὐτά, αὐτοί πού ἦταν μαζί μέ τόν Παῦλο, κατάλαβαν ὅτι ἡ ὀπτασία παρουσιάστηκε γιά χάρη τοῦ ἁγίου πού ἀναπαύθηκε. Ἀφοῦ λοιπόν ξέντυσαν τόν ἅγιο, τόν ἄλειψαν καί τόν ξαναέντυσαν μέ τόν σάκκο καί τήν κουκούλα καί τόν τοποθέτησαν σέ φέρετρο, ὅπου ἔβαλαν καί τά ὀστᾶ τοῦ ἁγίου Ἀβρααμίου, ὁ ὁποῖος εἶχε κοιμηθεῖ ἐν Χριστῷ πρίν ἀπ᾽ αὐτόν.
Αὐτό τό παρέδωσαν στούς κληρικούς, πού εἶχαν ἔλθει μαζί μέ τό πλῆθος τῶν Χριστιανῶν, καί συνέχισαν τόν δρόμο τους εἰρηνικά, ἀφοῦ πῆραν μαζί τους γιά εὐλογία τό καλάθι τοῦ ἁγίου καί τήν κούπα τοῦ νεροῦ. Πολλές θεραπεῖες πραγματοποιήθηκαν ἀπό τό νερό πού βρισκόταν στήν κούπα μέ τίς εὐχές τοῦ ὑπηρέτη τοῦ Χριστοῦ.
________________________
1. Δηλαδή στό Σινᾶ.
2. Ἐννοεῖ τήν ἁγία Κορυφή.
3. Δηλαδή στά Ἱεροσόλυμα.
4. Οἱ ἄγγελοι παρουσιάζονται μέ λευκά ἐνδύματα καί οἱ ἅγιοι κατά τήν ἀνάσταση. Τό λευκό συμβολίζει τήν ἀνάσταση. Βλ. Παλλαδίου, Βίος Ἰωάννου Χρυσοστόμου 9, ΡG 47, 34, Eὐσεβίου Καισαρείας, Περὶ ἐκκλησιαστικῆς θεολογίας 3,16, ΡG24, 1033ζ, Θεοδώρου, Ἐκλογαὶ ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, ΡG 86 224Α, Εὐσεβίου Ἐμέσης, ᾿Ἑρμηνεία εἰς Ἴω., ΡG 86, 552D Ἰωάννη Μόσχου, Λειμὼν 105, ΡG 87, 2964Α, Σωφρονίου Iεροσoλύμων, Διήγησις θαυμάτων τῶν ἁγίων Κύρου καὶ Ἰωάννου τῶν σοφῶν Αναργύρων 10, ΡG 87, 3453B καί ᾿Αμμωνίον, Εἰς Ἰωάννην, ΡΟ 85, 1516D.
5. Ἀπό τίς πιό γνωστές μορφές τοῦ ἀκραίου ἀναχωρητισμοῦ ἦταν οἱ Ὑπαίθριοι ἀσκητές, πού ὀνομάστηκαν ἔτσι γιατί ζοῦσαν καί ἀσκοῦνταν στό ὕπαιθρο καί ἧταν τελείως ἄστεγοι καί ἀνέστιοι. Στούς Ὑπαίθριους ἀσκητές συγκαταλέγονται οἱ Βοσκοί, πού ζοῦσαν στά βουνά καί τρέφονταν μέ καρπούς καί ὠμά χόρτα, οἱ Στυλῖτες ἥ Κιονῖτες, πού ἀσκοῦνταν ἐπάνω σέ στύλους. καί οἱ Δενδρῖτες.
Οἱ Δενδρῖτες ζοῦσαν ἐπάνω στά δέντρα, «οἵ καὶ αὐτὸ τῆς γῆς τὸ κοινῇ πᾶσι πατούμενον ἔδαφος ὡς χαμαίζηλον ἀπολιπόντες ἐνδιαίτημα.. καθάπερ ὄρνιθές τινες φιλέρημοι τῷ ἀέρι τε μέσον ἄστεγοι καὶ ἄσκευοι πτηνῶν δίκην ἐνδιαιτώμενοι, τὴν ἰσάγγελον ἐν σώματι πολιτείαν καὶ τὴν ὑπὲρ ἄνθρωπον διαγωγὴν ἐπὶ πλείστοις ἔτεσι ὑπερφυῶς διήρκεσαν ἐξασκούμενου», Βίος τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Λουκᾷτοῦ ἐν τοῖς Εὐτροπίου Στυλίτου 2, ἔκδ. H. Delehaye, Les Saints Stylites (SH 14), Bruxelles 1923, σ. 197. Γιά περισσότερες πληροφορίες γιά τούς Δενδρῖτες, ὅπου καί ἢ σχετική βιβλιογραφία, βλ. Κ.Π. Χαραλαμπίδη, Οἱ Δενδρίτες στήν προχριστιανική καί χριστιανική ἱστορικοφιλολογική παράδοση καί εἰκονογραφία, Θεσσαλονίκη 1986 καί Μητερικόν 1, σ. 68, σημ. 1.
6. Ὁ κώδικας Coislinianus 303, σελ. 206-217, πού περιέχει τό κείμενό μας, στό σημεῖο αὐτό λόγῳ φθορᾶς ἔχει χάσμα.
7. Πρόκειται γιά τή μοναχική κουκούλα ἥ κουκούλλιον (λατ. cucullus), Βλ. Ἰωάννη Μόσχου, Λειμὼν 92, ΡG 87, 2949C: «...φορῶν κολόβιον καὶ… ἐπιρριπτάριον ἀπὸ ψιαθίου». Ἀπ’ τό ἐπιρριπτάριο προέρχεται τό ἐπανωκαλύμμαυχο, πού φοροῦν σήμερα οἱ ἐπίσκοποι, οἱ ἀρχιμανδρῖτες καί οἱ μοναχοί. Τό κουκούλλιο ἧταν ἐξάρτημα τῆς μοναχικῆς ἐνδυμασίας. Τό κάλυμμα αὐτό τοῦ κεφαλιοῦ ἦταν προσραμμένο στόν μανδύα ἧ τόν λεβιτώνα. Βλ. ᾿Αποφθέγματα, ΡG 65, 449CD: «… ἐνδύσας αὑτὸν λεβιτῶνα καὶ κουκούλλιον τῇ κεφαλῇ… τὴν μηλωτὴν περὶ τοὺς ὥμους… καὶ λέντιον…». Ἀποφθέγματα, ΡG 65, 180Β Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, Διαλογισμοί, ΡG 78, 1689Β, Νικηφόρου Μαγ., Βίος Συμεὼν τοῦ νέου Στυλίτου, 10, 80, ΡG 86, 3061Α καί Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ, Περὶ εἱκόνων 28, ΡG 95, 380D.
Πηγή: (Απόσπασμα από το βιβλίο: Το Γεροντικό του Σινά. (Δημητρίου Γ. Τσάμη). Έκδοση 3η, επαυξημένη. Ορθόδοξη Χριστιανική Αδελφότητα «Λυδία», Θεσσαλονίκη 2000.), Ελληνική Πατρολογία