ΑΒΒΑΣ ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ
1. Ο Ιουλιανός*, που οι ντόπιοι τιμητικά τον ονόμαζαν Σάββα -το όνομα αυτό στην ελληνική γλώσσα σημαίνει πρεσβύτης- έστησε την ασκητική του καλύβα στη χώρα, που παλιά ονομαζόταν των Παρθυαίων, ενώ τώρα των Οσροηνών. Η χώρα αυτή δυτικά εκτείνεται μέχρι τις όχθες του ποταμού Ευφράτη, ενώ ανατολικά είναι το τέλος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Μ’ αυτήν συνορεύει ή Ασσυρία, που είναι στο δυτικό τμήμα της περσικής βασιλείας και που οι κατοπινοί ονόμασαν Αδιαβηνή. Σ’ αυτό το έθνος υπάρχουν πολλές μεγάλες και πολυάνθρωπες πόλεις, αλλά και μεγάλες περιοχές, άλλες κατοικημένες και άλλες ακατοίκητες και έρημες…
* Η μνήμη του Αγίου Ιουλιανού (300-377 ή 380 μ.Χ.) εορτάζεται στις 17 Ιανουαρίου.
2. Βέβαια ίσως κάποιος απ’ αυτούς που έχουν μάθει να κρίνουν έντονα και να κοροϊδεύουν τα καλά, θα μπορούσε να πει ότι αυτή η διήγηση δεν αξίζει να αναφερθεί. Εγώ όμως την έχω προσθέσει κοντά στ’ άλλα θαύματα του άνδρα, όχι μόνο επειδή θέλησα να παρουσιάσω σαν παράδειγμα τον σεβασμό των μεγάλων ανδρών προς αυτόν, αλλά και επειδή πίστεψα ότι είναι ωφέλιμο να παρουσιάσω τη γλυκύτητα και τη σύνεση του χαρακτήρα του. Διότι ενώ ήταν τόσο μεγάλος και είχε τέτοια αρετή, δεν θεωρούσε τον εαυτό του άξιο, ούτε για την οποιαδήποτε μηδαμινή τιμή και την απέφευγε σαν να μην του άρμοζε καθόλου. Την ανεχόταν όμως, γιατί μπορεί να έκανε καλό σ’ αυτούς που την εκδήλωναν.
3. Θέλοντας λοιπόν ν’ αποφύγει αυτήν την τιμή -γιατί με τη φήμη είχε γίνει γνωστός κι έτρεχαν σ’ αυτόν όλοι όσοι αγαπούν το καλό- ξεκίνησε στο τέλος μαζί με λίγους, τους πιο κοντινούς του, για το όρος Σινά. Ταξίδευε χωρίς να περνά από πόλεις και χωριά, αλλά μέσα από την αδιάβατη έρημο, που εκείνος την έκανε διαβατή. Και πάνω στους ώμους τους μετέφεραν την απαραίτητη τροφή -το ψωμί και το αλάτι εννοώ- ένα ξύλινο δοχείο κι ένα σφουγγάρι δεμένο με σχοινί, ώστε αν κάποτε εύρισκαν το νερό πιο βαθιά, να το απορροφήσουν με το σφουγγάρι κι αφού το στραγγίσουν στο ποτήρι να πιούν.
Αφού λοιπόν ταξίδεψαν πολλές μέρες, φθάνουν στο ποθητό Όρος κι αφού προσκύνησαν τον Κύριο τους, έμειναν εκεί πολύ χρόνο, γιατί θεώρησαν την ερημιά της περιοχής και την ησυχία της ψυχής πολύ μεγάλη απόλαυση. Σ’ εκείνη λοιπόν την πέτρα, κάτω από την οποία κρύφθηκε ο Μωυσής, ο κορυφαίος των προφητών, αξιώθηκε να δει τον Θεό, όσο βέβαια ήταν δυνατό να τον δει κανείς, και αφού έκτισε εκκλησία και καθαγίασε θυσιαστήριο, το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα, ξαναγύρισε στο παλιό του ασκητήριο.
__________________________________
Το κείμενο περιλαμβάνεται στο έργο του Θεοδώρητου Κύρου Φιλόθεος Ιστορία.
Πηγή: (Απόσπασμα από το βιβλίο: Το Γεροντικό του Σινά. (Δημητρίου Γ. Τσάμη). Έκδοση 3η, επαυξημένη. Ορθόδοξη Χριστιανική Αδελφότητα «Λυδία», Θεσσαλονίκη 2000.), Ελληνική Πατρολογία