– Γέροντα, αὐτὸν τὸν καιρό, στενοχωριέμαι πολύ.
– Γιατί στενοχωριέσαι; Βούλιαξαν τὰ καράβια σου; Ποῦ τὰ ἔβγαλες καὶ βούλιαξαν; στὸν Ἀτλαντικό; Καλά, βγάζουν τὰ καράβια μὲ τέτοιον καιρὸ στὸν ὠκεανό; Πόσα βούλιαξαν;
– Ὅλα, Γέροντα, βούλιαξαν.
– Ἔ, τότε εἶσαι ἀκτήμων καὶ μπορεῖς νὰ γίνης καλὴ μοναχή! Γιατί δὲν δοξάζεις διαρκῶς τὸν Θεό; Τί σοῦ λείπει; Νὰ ἔχη λύπη ἕνας ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστό, τὸ καταλαβαίνω· ἀλλὰ νὰ ἔχη λύπη ἕνας ποὺ εἶναι κοντὰ στὸν Χριστό, δὲν τὸ καταλαβαίνω, γιατί, καὶ πόνο νὰ ἔχη, ὁ πόνος του μελώνεται ἀπὸ τὸν Χριστό.
Ὅπως ἔχω καταλάβει, στὸν ἄνθρωπο δὲν ὑπάρχει φαρμάκι, γιατί, ἂν τὸ φαρμάκι τὸ ἀκουμπήση στὸν Χριστό, γίνεται γλυκὸ σιρόπι. Ὅποιος ἔχει μέσα του φαρμάκι, σημαίνει ὅτι δὲν ἀκουμπάει τὰ προβλήματά του στὸν Χριστό.
Ἡ χαρὰ εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ἡ λύπη εἶναι τοῦ διαβόλου. Ὅταν βλέπω μοναχὸ νὰ εἶναι σὰν ζημιωμένος μπακάλης, ξέρετε πῶς στενοχωριέμαι; Ἄλλο ἡ κατὰ Θεὸν λύπη, τὸ χαροποιὸν πένθος. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἀγάλλεται. Ἡ σιωπή, ἡ συστολὴ ποὺ ἔχει, στάζουν μέλι στὴν καρδιά του. Ὅταν δῶ ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο, νὰ τοῦ φιλήσω καὶ τὰ πόδια.
– Γέροντα, ἀπὸ ποῦ θὰ καταλάβη κανεὶς ἂν ἡ λύπη του εἶναι πράγματι κατὰ Θεόν;
– Ἂς ὑποθέσουμε, κάνει μιὰ ἁμαρτία ὁ ἄνθρωπος καὶ λυπᾶται. Ἂν λυπᾶται ἀπὸ καθαρὸ φιλότιμο γιὰ τὴν πτώση του, γιατὶ στενοχώρησε τὸν Χριστό, νιώθει μέσα του ἕναν γλυκὸ πόνο, γιατὶ ὁ Θεὸς σκορπᾶ στὴν ψυχή του γλυκύτητα, τὴν θεία παρηγοριά. Αὐτὴ ἡ λύπη εἶναι κατὰ Θεόν. Ἐνῶ, ὅταν κανεὶς νιώθη συνεχῆ λύπη μὲ ἄγχος καὶ ἀπελπισία, πρέπει νὰ καταλάβη ὅτι αὐτὴ ἡ λύπη δὲν εἶναι κατὰ Θεόν. Ἡ κατὰ Θεὸν λύπη εἶναι χαρὰ πνευματικὴ καὶ φέρνει στὴν ψυχὴ παρηγοριά, ἐνῶ ἡ λύπη ποὺ δὲν εἶναι κατὰ Θεὸν φέρνει ἄγχος καὶ ἀδιέξοδο.
– Καὶ ὅταν, Γέροντα, ἕνας πνευματικὸς ἄνθρωπος στενοχωριέται, ἐπειδὴ κάποιος αἱρετικὸς χρησιμοποιεῖ τὸ ὄνομά του καὶ κάνει κακὸ στοὺς ἀνθρώπους[1]; – Αὐτὴ ἡ στενοχώρια εἶναι δικαιολογημένη καὶ πρέπει νὰ στενοχωρεθῆ ὁ ἄνθρωπος, γιατὶ βλάπτονται πολλοί. Καὶ σ᾿ αὐτὴν ὅμως τὴν περίπτωση ἡ ἀντιμετώπιση πρέπει νὰ εἶναι πνευματική. Ἂν τοποθετηθῆ ταπεινὰ καὶ πῆ: «Θεέ μου, δὲν θέλω νὰ πάθουν κακὸ οἱ ἄνθρωποι· φώτισέ τους νὰ καταλάβουν τὴν ἀλήθεια», ἀναπαύεται. Ἐνῶ, ἂν ἀρχίση νὰ ἀγωνιᾶ καὶ νὰ λέη: «τί νὰ κάνω; χρησιμοποιοῦν τὸ ὄνομά μου καὶ καταστρέφονται ψυχὲς» κ.λπ., ἀνάπαυση δὲν θὰ ἔχη. Πάντως, ὅταν κανεὶς δὲν ἔφταιξε καὶ ἔχη ἀναπαυμένη τὴν συνείδησή του, τότε, ἀκόμη κι ἂν οἱ ἄλλοι τὸν πληγώνουν, ἐκεῖνος νιώθει μέσα του μεγάλη παρηγοριά.
Πηγή: (Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Ε' «Πάθη καὶ άρετές»), Εθνέγερσις