α΄. Ο άγιος Αββάς Αντώνιος, διαμένοντας κάποτε στην έρημο, βρέθηκε σε ακηδία και σε πολύ σκοτείνιασμα των λογισμών του. Έλεγε λοιπόν στον Θεό:
– «Κύριε, θέλω να σωθώ, αλλά δεν με αφήνουν οι λογισμοί μου. Τι να κάνω μέσα σ’ αυτή τη θλίψη μου; Πώς να σωθώ;».
Βγαίνει λοιπόν για λίγο έξω από το κελλί του. Και βλέπει κάποιον σαν τον εαυτό του. Εκείνος ο άνθρωπος καθόταν και εργαζόταν. Ύστερα άφηνε το εργόχειρο του, σηκωνόταν και προσευχόταν. Και πάλι καθόταν και έφτιαχνε πλεξούδες. Κατόπιν δε, ξανασηκωνόταν για να προσευχηθεί. Και ήταν Άγγελος Κυρίου, σταλμένος για να διορθώσει και να ασφαλίσει τον Αντώνιο. Άκουσε λοιπόν τον Άγγελο να του λέει:
– «Έτσι κάνε και θα σωθείς». Ακούγοντας δε αυτά τα λόγια, πολλή χαρά πήρε και θάρρος. Και έτσι κάνοντας, σωζόταν.
Πηγή: (Είπε Γέρων… Το Γεροντικόν σε νεοελληνική απόδοση, Υπό Βασιλείου Πέντζα, Εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1999), Ελληνική Πατρολογία