Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ
(Εισήγηση στο 51ο Παιδαγωγικό Συνέδριο απο την κ. Βαρβάρα Γιαννακοπούλου,
Λέκτορα Παν/μίου Αθηνών)
“Ο Έλλην αληθως εγεννήθη, ίνα φιλοσοφη, διότι εγεννήθη διδάσκαλος της ανθρωπότητος.Αλλ’ εάν η φιλοσοφία εγένετο παιδαγωγός εις χριστόν, έπεται, ότι ο Έλλην πλασθείς φιλόσοφος επλάσθη χριστιανός, επλάσθη ίνα γνωρίση την αλήθειαν και διαδω αυτήν τοις έθνεσιν”, γράφει ο Άγιος Νεκτάριος στην πραγματεία του, “ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΩΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΥ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΝ”, την οποίαν συνέταξε την 17η Ιουνίου 1896, την εξεφώνησε στην Ριζάρειον Εκκλησιαστική Σχολή, ως Διευθυντής αυτης, πρό των εξετάσεων του Ιουνίου του σχολικου έτους 1895-1896 κατά την καθιερωμένη σχολική τελετή και την προέταξε στον Β’ τόμο του υπό τον τίτλο “ΙΕΡΩΝ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΩΝ ΛΟΓΙΩΝ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑ” διτόμου πονήματός του, πού εξεδόθη το 18961 .
Στούς δύο αυτούς τόμους εξέδωκε ένα απάνθισμα ιερων (βιβλικων και πατερικων) και φιλοσοφικων λογίων Ελλήνων κλασσικων συγγραφέων, ποιητων και φιλοσόφων κατανεμημένα εις θεματικές ενότητες, τα οποια απεθησαύριζε από τα εφηβικά του χρόνια. Εραστής του κάλλους της σοφίας γενόμενος από την εφηβική του ηλικία, μόνος εις την Κωνσταντινούπολι και εργαζόμενος εις κατάστημα συγγενους του εμελέτα τις νύκτες και απεθησαύριζε τα αποστάγματα της θείας και ανθρωπίνης σοφίας. Ωρισμένα δε εξ αυτων αντέγραφε στα περιτυλίγματα των αγοραζομένων ειδων προς ωφέλεια του πλησίον.
Χαρακτηριστικως γράφει στον πρόλογο του Α’ τόμου : “Το ανά χειρας έργον είναι προϊόν μακρας και συντόνου εργασίας και οφείλεται εις πόθον διακαη προώρως αναπτυχθέντα, προς μετάδοσιν ωφελίμων γνώσεων διότι πρόσηβος ήδη το του διδασκάλου της κοινωνίας εζήλωσα έργον και προς αυτό μετά προθυμίας επεδόθην”.
Εκ των μελετών του συνήγαγε το συμπέρασμα, “ότι οι Έλληνες σοφοί εν όλω και εν μέρει υπήρξαν διδάσκαλοι της αληθείας, ότι ταύτης εγένοντο ερασταί και ταύτην επεζήτησαν και ότι ο έρως της γνώσεως της αληθείας ην ο πρός τήν αληθή φιλοσοφίαν αυτούς άγων ουτος ήγαγε κατά μικρόν τό Ελληνικόν έθνος πρός τήν ευκρινεστέραν γνωσιν της αληθείας καί τελευταιον πρός τήν αποκαλυφθεισαν αλήθειαν “. Ταυτα γράφει στην “ΠΡΟΘΕΩΡΙΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΩΣ ΠΡΟΠΑΙΔΕΙΑΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΝ”2 .
Πάντων Ών Αίτιος των αγαθών ο θεός επαιδαγώγει τους Έλληνες διά της φιλοσοφίας πρός τον Χριστό, ως τούς Εβραίους διά του Νόμου. Παν ό,τι υγιές είπαν οι φιλοσοφήσαντες, θείας Οικονομίας ητο έργο, διότι πασα σοφία από θεού εστί. Αυτές τις θέσεις του Κλήμεντος Αλεξανδρείας ασπάζεται και ο Άγιος Νεκτάριος3 .
Ότι πασα σοφία από Θεου εστί, μαρτυρειται κυρίως στα “σοφιολογικά” λεγόμενα βιβλία της Παλαιας Διαθήκης, στα οποία παραπέμπει4 .
Δέν θεωρει όμως την φιλοσοφία ως σκοπό και τέλος των ενεργειων του πνευματικου βίου, στό οποίο υπάρχει η πλήρωση των πνευματικων αναγκων του ανθρώπου καί τό πλήρωμα των εγκαρδίων πόθων του, πού φέρει τήν ευδαιμονία καί μακαριότητα. Η φιλοσοφία, ως αναζήτηση της αληθείας, καθίσταται συνεργός και “συναίτιον αίτιον” (αίτιον σύν τοις άλλοις αιτίοις) καταλήψεως της αληθείας, κατά τον Κλήμεντα Αλεξανδρέα όχι αυτή η αλήθεια, η οποία είναι δυνατόν νά θεωρηθή ο σκοπός καί τό τέρμα των πνευματικών ενεργειων της ανθρωπότητος. Στήν καρδία του ανθρώπου πάντοτε εναπελείπετο ένα κενό, τό οποιο η φιλοσοφία αδυνατούσε νά πληρώση. Η φιλοσοφία, όχι μόνον δέν επλήρωνε το κενό της καρδίας, αλλά μαλλον εμεγέθυνε αυτό, διότι ανεύρισκε μέν τόν Θεό στά δημιουργήματα καί ανέπτυσσε στήν καρδία τόν πρός Αυτόν έρωτα, αδυνατουσε όμως νά προσπελάση καί νά εγκολπωθη Αυτόν.
Η διά της φιλοσοφίας νόησι των θείων ιδιωμάτων εδίδαξε τον άνθρωπο, διά ποίων ηθικων αρετων αφομοιώνεται με τον Θεό, αλλ’ η διδασκαλία μόνη αδυνατουσε, νά τόν ανυψώση μέχρι του θείου θρόνου, πρός τόν οποιον επιθυμουσε νά φθάση, γιά νά ίδη Αυτόν πρόσωπο πρός πρόσωπο. Καί τουτο, διότι αδυνατουσε, νά άρη τό μεσότειχο τό ανεγερθέν υπό της αμαρτίας μεταξύ Θεου καί ανθρώπου. Αδυνατούσε νά διαπλάση τόν υπό της αμαρτίας διαφθαρέντα άνθρωπο στερουμένη θείας διαπλαστικης δυνάμεως. Αδυνατούσε, διότι εστερειτο θείου κύρους. Αδυνατούσε, διότι εστερειτο πίστεως, πληροφορούσης μυστικως τήν καρδία περί της απολύτου Αληθείας πρός αποδοχή της διδασκαλίας άνευ επιφυλάξεως διότι εστερειτο ελπίδος εχούσης τό πλήρωμα της ευδαιμονίας διότι εστερειτο ισχύος της χριστιανικης αγάπης της αμειβομένης υπό της θείας Αγάπης, της δαψιλευούσης τήν ευδαιμονία καί μακαριότητα διότι εστερειτο δυνάμεως πρός ανακούφιση των καρδιων της πασχούσης ανθρωπότητος διότι εστερειτο θείας καί μεγαλουργου δυνάμεως, η οποία πείθει διά λόγων καί έργων καί ελκύει τήν ανθρωπότητα πρός εαυτήν. Αδυνατουσε, διότι εστερειτο των άνωθεν μαρτυρίων πρός διαπίστωση της αληθείας των λόγων της διότι εστερειτο θείων χαρισμάτων δαψιλευομένων υπό του ουρανου διότι εστερειτο των καρπων της χάριτος του Αγίου Πνεύματος διότι εστερείτο αγιασμού καί της μεταδοτικής αυτου δυνάμεως. Αδυνατούσε τέλος, διότι εστερειτο θείας Αποκαλύψεως καί θρησκευτικου κύρους, πού επαναπαύει τίς καρδίες των πιστών. Η ελληνική φιλοσοφία αδυνατουσε, νά λύση τά τρία σπουδαιότατα ζητήματα, πού απασχολουν απ’ αιώνων τό πνευμα της ανθρωπότητος :α)τό ζήτημα της γνώσεως καί πίστεως στόν αληθινό Θεό β)τό ζήτημα της επιγνώσεως της αξίας του ανθρωπίνου προσώπου καί της σχέσεως του πρός τό Θειο καί γ)τό ζήτημα της αιωνιότητός του. Πρός τα ζητήματα ταυτα συνδέεται άπας ο ηθικός καί πνευματικός βίος του ανθρώπου καί η εν τω βίω δρασι του.
Η ανθρωπότης εζήτει θείαν Αποκάλυψι, όπως μάθη τήν Αλήθεια, βεβαιωθη καί πεισθη. Ειχε ανάγκη Θείου Διαπλάστου γιά τήν ηθική ανάπλασή της καί ταυτα τά ευρε στόν χριστιανισμό, στόν οποιον υπάρχει τό πλήρωμα των ελλείψεων της φιλοσοφίας καί η τελεία ικανοποίησι των πόθων καρδίας του ανθρώπου.
Αυτοί είναι οι λόγοι, ενεκα των οποίων θεωρει τήν φιλοσοφία ως παιδαγωγό πρός τόν χριστιανισμό καί όχι ως σκοπό καί τελικόν οριο του πνευματικού βίου5 .
Η ελληνική φιλοσοφία δέν μπορει, νά γίνη σκοπός καί τελικόν οριο γιά τόν αληθη φιλόσοφο καί τόν γνήσιον εραστή της αληθους σοφίας, ως είναι ο ίδιος.
Τήν αληθη σοφία ορίζει ως “αληθη επιστήμη, επιστήμη των θείων καί ανθρωπίνων πραγμάτων καί των τούτων αιτίων, επιστήμη των επιστημων ως περιέχουσα τό καθόλου”6 . Αυτήν, προτρέπει τους μαθητές του Γυμνασίου Λαμίας, νά αποκτήσουν, εις Ομιλία του πρός αυτούς7 . Ταύτην οφείλει νά αποκτήση ο άνθρωπος, λέγει, “όπως ευδοκιμήση καί εις τάς επί μέρους επιστήμας. Αυτή επιστέφει τούς αγωνας καί ανυψοι τόν ανθρωπον εις περιωπήν αληθους καί αμαράντου δόξης”. Αυτή ανάγει εις θεόν, πού είναι η αρχή καί τό τέλος της.
Αρχή καί τέλος της αληθους σοφίας είναι ο Αληθινός Θεός, πού αποκαλύπτεται στο πρόσωπο του Υιου και Λόγου Του, Ιησου Χριστού, εν ω εισι πάντες οι θησαυροί της σοφίας καί της γνώσεως απόκρυφοι”8, γράφει ο Απόστολος Παυλος. “Ιησού των πιστων η σοφία” γράφει εις ποίημα του, πού φέρει τόν τίτλο : “’Υμνος εις τό θειον Ονομα Σωτηρος Χριστου”9 . Στόν Χριστιανισμό αληθής φιλοσοφία καθίσταται η κατά χριστόν φιλοσοφία καί ο έρως της σοφίας έρως θεού. Κύριο χαρακτηριστικό της μοναχικης πολιτείας είναι η Χριστιανική φιλοσοφία. “Ο βίος σας είναι φιλοσοφία χριστιανική…….. Ο φιλόσοφος λογισμός είναι ο κύριος χαρακτήρ του πολιτεύματος σας “, έγραφε στά πνευματικά τέκνα του, στίς μοναχές της Αιγίνης10 .Εις δε τήν παραμυθητική επιστολή του πρός τόν Γέροντα Δανιήλ τόν Κατουνακιώτη, μετά του οποίου συνεδέετο πνευματικώς, γράφει τά κάτωθι αξιομνημόνευτα : “Αι δοκιμασίαι τοις αγαπωσι τόν Θεόν αποβαίνουσι παιδευτήρια παιδεύοντα τήν ψυχήν πρός φιλοσοφίαν. Ο χριστιανισμός δε άγει εις τήν αληθη φιλοσοφίαν, πρός ην ο χριστιανός οφείλει νά σπεύδη, διότι ουδείς αφιλοσόφητος αφικνειται εις τό μέτρον της τελειότητος, πρός ο οφείλει νά φθάση….
Αι δοκιμασίαι, ως άριστα επίστασαι της αληθους φιλοσοφίας οπαδέ, γίνονται κατά θείαν Οικονομίαν, θείαν βουλήν καί ευδοκίαν πρός εξέγερσιν του νου ημων πρός τελειοτέραν κατανόησιν του περιβάλλοντος ημας μυστηρίου. Ο άνθρωπος μή δοκιμαζόμενος θά ηγνόει τί εστιν αλήθεια“11 .
Ο κατά Χριστόν φιλόσοφος, ο εραστής του θεου, καθίσταται εν τέλει ο αληθής σοφός δωροφορούμενος άνωθεν μέ τήν ένδοξο σοφία. ”Η αγάπη του Θεου ένδοξός εστι σοφία καί χορηγήσει αυτήν τοις αγαπωσιν αυτόν”, γράφει εις “ΤΟ ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ”12 . Καί ο αληθής σοφός καθίσταται ο αυθεντικός διδάσκαλος καί ευεργέτης της ανθρωπότητος. Αυτή είναι η κλησι καί η αποστολή του Ελληνος, διδάσκει τούς ιεροσπουδαστές της Ριζαρείου Εκκλ. Σχολής εις Ομιλία του πρός αυτούς, φέρουσα τόν τίτλο : “ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΛΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΣ”, τήν οποίαν εξεφώνησε τήν 11η Ιουνίου 1906 καί εδημοσίευσε στόν ”Ιερόν Σύνδεσμον” τήν 1η Ιουλίου 190613 .
Ναί, ο Ελλην εγεννήθη κατά θείαν πρόνοια διδάσκαλος της ανθρωπότητος, λέγει. Τουτο τό έργο εκληρώθη εις αυτόν. Αυτή είναι η αποστολή του. Αυτή είναι η κλήσι του εν μέσω των εθνών. Τουτο μαρτυρει η Ιστορία του Ελληνικου Εθνους καί η Παγκόσμιος Ιστορία. Τουτο μαρτυρει η μακροβιότης αυτου, εκ της οποίας δυνάμεθα, να συμπεράνωμεν αδιστάκτως καί τήν αιωνιότητα αυτου, διά τό αιώνιον έργο του χριστιανισμου, μετά του οποίου συνεδέθη ο Ελληνισμός. Τουτο μαρτυρει η εκλογή αυτου μεταξύ των εθνων υπό της θείας προνοίας, όπως εμπιστευθη εις αυτό τήν ιερά παρακαταθήκη, τήν αγία πίστι, τήν θρησκεία της Αποκαλύψεως καί τό θειον έργο της αποστολής αυτης, τό αιώνιον έργο της σωτηρίας διά της διαπλάσεως της ανθρωπότητος κατά τίς αρχές της αποκαλυφθείσης θρησκείας. Στην Ιστορία του Χριστιανισμου, από της πρωτης σελίδος αυτης, αναφαίνεται η κλήσι καί η δράσι της ελληνικής φυλής στό μέγα της αποστολης του Χριστιανισμου έργο. Οι θειοι του Σωτηρος λόγοι, “ελήλυθεν η ωρα ινα δοξασθή ο υιός του ανθρώπου”14 , όταν ανηγγέλθη εις Αυτόν, ότι Έλληνες ήθελαν νά τόν ίδουν, ειχαν βαθειαν έννοια, ησαν προφητικοί. Οι εκει εμφανισθέντες Έλληνες ησαν οι αντιπρόσωποι του Ελληνικου Εθνους στα πρόσωπά τους διειδεν ο Θεάνθρωπος το Εθνος εκεινο, εις τό οποιον έμελλε νά παραδώση τήν ιερά παρακαταθήκη, γιά νά διαφυλαχθη χάριν της ανθρωπότητος. Στήν αναζήτηση τους διέγνωσε τήν προθυμία της αποδοχης της διδασκαλίας του, διειδε τήν Εαυτου δόξα, τήν εκ της πίστεως των εθνων, καί ανεγνώρισε το Εθνος, τό οποιο πρός τόν σκοπό τουτο ειχε προορισθη από καταβολης κόσμου.
Ως βαθύς μελετητής καί φιλόσοφος της Ιστορίας στήν περισπούδαστο “ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΝΗΜΟΣΥΝΩΝ”, στην ιθ’ “απόδειξι της αθανασίας της ψυχης εκ του προορισμου των εθνων καί της θείας προνοίας, συναγομένη εκ της φιλοσοφίας της Ιστορίας “ ,γράφει : “Η μελέτη της ιστορίας των εθνών αποκαλύπτει ανώτερόν τινα σκοπόν κείμενον υπεράνω της δράσεως καί ενεργείας των εθνών, ατινα φαίνονται υπείκοντα μυστικως εις τήν επιβάλλουσαν φωνήν του διευθύνοντος τα πάντα Θεου…. Πρόνοια τις άρα υψηλή καί αγαθή διευθετει τά πάντα, διότι μόνη πανσθενουργός καί αγαθή δύναμις δύναται διά μέσου ολων των ποικίλων ανωμαλιων, των αενάων ανατροπων καί αναστατώσεων, των ανυψώσεων καί καταπτώσεων, της υπάρξεως καί του αφανισμού, της ελευθερίας καί δουλείας, της εξαρτήσεως καί ανεξαρτησίας των παντοίων λαων καί εθνών, του μεγαλείου καί της ταπεινώσεως, του κράτους καί της αδυναμίας, της σοφίας καί αμαθείας, της ζωής καί του θανάτου, νά διευθύνη τό ανθρώπινον γένος εις εν αγαθόν τέλος προσηκον τητε φύσει του ανθρώπου καί τη αγαθότητι του θείου δημιουργού”. Τά έθνη κατά τήν πάροδο του χρόνου συναντωνται επί της σκηνης του παγκοσμίου θεάτρου, επί της οποίας έκαστον, ως ηθοποιός, οφείλει, νά παραστήση εν πρόσωπο ενός καί του αυτού δράματος καί νά εκπληρώση το επιβληθέν, υπό του δραματουργου καλλιτέχνου μέρος, τό οποιον κατ’ ιδίαν εδιδάχθη στήν χρονική του πορεία……
Εκ της μελέτης της Ιστορίας των εθνων συνάγεται, ότι τρία έθνη συνεργάσθησαν εις τό έργο του μυστηρίου της θείας Οικονομίας :Τό Ιουδαϊκό, τό Ελληνικό καί τό Ρωμαϊκό οι τρεις μεγάλες δυνάμεις της ανθρωπότητος αντιστοίχως : Η λατρεία της καρδίας, η φιλοσοφία του πνεύματος καί τό κράτος της ισχύος15 .
Η Ιστορία διδάσκει, ότι εν τω Ονόματι Ιησου Χριστου, του εκ του Αβραάμ, πρώτου γενάρχου του Ιουδαϊκού Εθνους, ευλογήθησαν άπαντα τα έθνη. Η υπόσχεση του θεου εις τον Αβραάμ, “καί ενευλογηθήσονται εν σοί πασαι αι φυλαι της γης“16 , ειχε έκβασι ακριβη. ”Ο Χριστιανισμός ηλλοίωσε το πρόσωπον της γης η τελεία αλλοίωσις του χαρακτηρος των εθνών, η αληθής αυτών αναγέννησις, η γνωσις του μόνου αληθινού Θεού, η μεταβολή των νόμων καί των πολιτευμάτων, των αρχων καί των φρονημάτων, των αισθημάτων καί πόθων, εις μόνον τον Χριστιανισμόν οφείλονται”17 .
Η Ιστορία του Ελληνικου Εθνους διδάσκει, ότι ο κλήρος, πού έλαχε εις τον Έλληνα, είναι η φιλοσοφία, οι επιστήμες καί οι τέχνες. Εραστής του καλού, του αγαθού καί του αληθους ειργάσθη προθύμως προς τελείωσι των παραδοθέντων εις αυτόν καί προς ανεύρεσι νέων έργων της διανοίας. Έθνος φύσει αγαθό, πού δεν απώλεσε την ομοιουσα αυτό πρός τό Θειον αρετή, τήν καθιστωσα ευεργετικό πρός τούς άλλους καί επιζητουσα νά καταστήση καί τούς άλλους κοινωνούς των ιδίων αγαθων, διεκρίθη γιά τό εκπολιτιστικό αυτού πνεύμα. Η ευγένεια του χαρακτηρός του επέβαλλε εις αυτό, ως καθηκον, τόν εξευγενισμό καί εκπολιτισμό του πλησίον του καί εις τήν εργασίαν αυτήν ανεύρισκε τήν πλήρωσι των πόθων του. Ο πόθος του ητο άπλετος, διότι ο εκπολιτισμός της ανθρωπότητος εδόθη εις αυτόν,ως κληρος από θεου. Η εκπλήρωσι του όμως απαιτουσε τήν επιβολή ισχυρου, γενναίου καί μεγαλοψύχου ανδρός καί τοιουτον ανέδειξε ο Θεός τον Αλέξανδρο τόν μέγα, τόν Μακεδόνα, ως όργανο της θείας Προνοίας υπέταξε πνευματικως τά έθνη, μετέδωσε εις αυτά τό ελληνικό πνευμα καί τά παρασκεύασε διά της σοφίας καί επιστήμης πρός αποδοχή του χριστιανισμού. Ο Έλλην εζήτησε νά αφομοιώση τούς πάντας πρός εαυτόν δέν εγεννήθη κατακτητής του σώματος, αλλά του πνεύματος. Δέν εζήτησε δούλους, αλλ’ ελευθέρους. Τό Ελληνικόν Εθνος έγινε διδάσκαλος του επιδεκτικου σοφίας κόσμου. Ο χριστιανισμός διά της ελληνικης γλώσσης εσαγήνευσε τον κόσμο. Δια της ελληνικής γλώσσης ο λόγος του Ευαγγελίου έλαβε γραπτή μορφή, δι’ αυτής συνετάγησαν τά συγγράματα καί διετυπώθησαν οι υψηλές αλήθειες του Χριστιανισμου. Δι’ ελληνικών καί οικουμενικων Συνόδων εκανονίσθησαν τά της πίστεως καί λατρείας του18 .Η αυτομετάδοσι είναι τό ασφαλές του Έλληνος γνώρισμα. Η θεία Πρόνοια γιά τόν εκπολιτιστικόν αυτου χαρακτηρα, γιά τήν έμφυτον αγάπη του πλησίον, γιά τήν αυτομετάδοσι καί γιά τήν αυταπάρνηση εξέλεξε τό Ελληνικό Εθνος καί τό ανέδειξε ανάδοχο των νέων εξ Αποκαλύψεως ηθικων καί θρησκευτικων αρχων καί κήρυκα της νέας θρησκείας, της οποίας θεμελιώδης αρχή είναι τό “ουκ εγώ”. Σύμβολο καί σημειο της νέας θρησκείας της αυταπαρνήσεως, της θρησκείας του “ουκ εγώ” είναι ο Τίμιος Σταυρός.
Ο Σταυρός ανυψούμενος κηρύττει πόλεμο κατά του εγώ καί ειρήνη πρός τήν ανθρωπότητα, διότι ο αίρων τόν σταυρόν αυτου αποθνήσκει υπέρ της ειρήνης του κόσμου, διότι αγαπα τόν κόσμο. Τήν αρχή της νέας θρησκείας μόνον το Ελληνικόν έθνος ηδύνατο να ασπασθη, διότι ητο έμφυτος εις αυτό. Αφου κατενόησε τήν κλησι του καί τήν αποστολή του ειργάσθη προθύμως υπέρ των αρχων της νέας θρησκείας καί εξέχυσε επί του Σταυρου τό ιδικό του μαρτυρικό αιμα.
Από της κλήσεως του Ελληνισμου εις τό κήρυγμα των αρχων του Ευαγγελίου οι όροι Ελληνισμός καί Χριστιανισμός έγιναν συνώνυμοι. “Έλλην σημαίνει χριστιανός καί χριστιανός σημαίνει Έλλην”, υποστηρίζει Ο Άγιος Νεκτάριος, διότι ο οπαδός των αρχων, πού επεκράτησαν μέ τήν δύναμι του Θεου διά του Ελληνισμου, φρονει ελληνικά19 .
Διά του Σταυρου τό Ελληνικό Έθνος περιεσώθη του κατακλυσμου, πού κατέκλυσε τά αρχαια έθνη. Επισκοπων τήν Ιστορία των Εθνων βλέπει αυτά αποσυρόμενα της σκηνης, μετά την εκπλήρωσι του έργου, διά τό οποίο εκλήθησαν. Πρωτο τό Ιουδαϊκό εγκαταλείπει αυτήν. Τήν Ιουδαία ακολουθεί η κοσμοκράτειρα Ρώμη, η οποία καθυποτάξασα τόν κόσμο προελείανε τήν οδό της διαδόσεως του Χριστιανισμου διά της ενώσεως των λαων υπό τό σκηπτρο ενός αυτοκράτορος καί, αφου εξεπλήρωσε τόν προορισμό της, υπέστη τό κοινό τέλος των ανθρωπίνων πραγμάτων. Η αυθαίρετος μετατόπισι της έδρας του Ρωμαϊκου κράτους από τήν Ρώμη στήν Κωνσταντινούπολι ητο η επίσημος παράδοσι της εξουσίας του Ρωμαϊσμου εις τόν Χριστιανισμό, τόν μέλλοντα αναμορφωτή του κόσμου. Τό Βυζαντινό κράτος δέν είναι τό αυτό ρωμαϊκό κράτος, διότι δέν έχει τόν αυτό προορισμό.
Τήν τύχη της Ρώμης βλέπομε εμφανιζομένη καί στήν Αθήνα. Ο αρχαίος Ελληνισμός, ως συνδεδεμένος μέ τήν τά λοίσθια πνέουσα ελληνική πολυθεϊα, δέν ηδυνήθη μετά τήν εμφάνισι του Χριστιανισμου νά κρατηθη. Η πτωσι της αρχαίας λατρείας επέφερε καί τήν πτωσι του αρχαίου Ελληνισμου.
Τά τρία ταυτα έθνη, μετά τήν εμφάνιση του Χριστιανισμου επί της παγκοσμίου σκηνης, αποσύρονται τό εν μετά τό άλλο καί καταλείπουν ελευθέρα τήν δρασι εις τό αναφανέν επί της σκηνης νέο πρόσωπο. Οι προσπάθειες του Ιουλιανου, νά τά επαναφέρη επί σκηνης, εναυάγησαν οικτρως, διότι ετέρα δύναμι, ο Μέγας Δραματουργός, ετέραν επί της σκηνης ανεβίβασε παράστασι20 .
Αλλά τό αθάνατον ελληνικό πνευμα στην Βυζαντινή αυτοκρατορία επανέρχεται επί σκηνης υπό νέαν μορφή, υπό νέον ένδυμα, υπό τήν πορφυρίδα του Χριστιανισμού καί δρα καθ’ όλους τούς αιώνες, διότι η ανθρωπότης έχει ανάγκη αιωνίων διδασκάλων. Ο Βυζαντιακός Ελληνισμός είναι ο κρίκος, που συνδέει την αρχαία μετά της νεωτέρας Ελλάδος. Η δράση της Ελλάδος στήν Ανατολή είναι η διαχρονική συνέχεια της ελληνικης Ιστορίας. Διά του Βυζαντιακου πολιτισμου έδρασε υπέρ της ανθρωπότητος καθόλου, υπό νέα μορφή, ο αρχαίος Ελληνισμός. Η θεωρία του φαλμεράϋερ καί των ομοφρόνων του, εχθρών του Ελληνισμου, περί ολοσχερους εξαλείψεως του Ελληνικου Έθνους κατά τόν 6ου μ.χ αιωνα ελέγχεται καί υπό του Αγίου ως αυθαίρετος, πεπλανημένη καί επί σαθρων επιχειρημάτων στηριζόμενη. Στήν Ιστορική Μελέτη του “ΠΕΡΙ ΜΕΣΑΙΩΝΟΣ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ”21 απέδειξε βάσει ιστορικων μαρτυριων, ότι καί κατά την χρονική περίοδο από του 6ου μ.χ μέχρι του 10ου μ.χ αιωνος, πού ένεκα του σκότους, πού εκάλυπτε τήν Δύσι, ωνομάσθη Μεσαίων, ο Βυζαντιακός Ελληνισμός έδρασε, ειργάσθη καί έπεσε μαχόμενος υπέρ του πολιτισμου, της ελευθερίας καί της αληθείας, διέσωσε καί παρέδωσε τήν ελληνική παιδεία, σοφία καί επιστήμη. Ο Βυζαντιακός Ελληνισμός, γράφει, “παρέδωκε τήν δαδα των επιστημων πρός τούς εν σκότει καί σκια θανάτου καθεύδοντας Ευρωπαίους, όπως διαφωτίση αυτων τόν ορίζοντα, διαυγάση τούς νοερούς αυτων οφθαλμούς καί αναγάγη εις τό κλέος της σοφίας καί της δόξης, εν ω σήμερον οι λαοί της Ευρώπης ευρίσκονται“ Συνεπως :”Εάν ο Ελληνισμός έχη τό δικαίωμα επί της ευγνωμοσύνης του πεπολιτισμένου κόσμου, τό δικαίωμα τούτο αντιποιειται εξίσου ο του Βυζαντίου Ελληνισμός πρός τόν αρχαιον Ελληνισμόν”22 . Τό Ελληνικό Εθνος διά του Σταυρου επέζησε, ηγωνίσθη, ηλευθερώθη καί ανηλθε πάλι επί της σκηνης, γιά νά διαδραματίση τό ηθικό πρόσωπο, τό οποιο η θεία Πρόνοια γνωρίζει, νά αναθέση εις αυτό, λέγει στήν προμνημονευθεισα Ομιλία του23 . Το Ελληνικό Εθνος, αφου συναισθανθη τήν κλησι του καί τήν αποστολή του, οφείλει πρωτον, όπως εργασθη γιά τήν τελείωση του στήν αρετή καί σοφία,-στήν επίγνωση των θείων καί ανθρωπίνων πραγμάτων-καί δεύτερον, όπως εργασθη υπέρ των αδελφων του καί των πλησίον του συνεχίζον ούτω τό έργο των ενδόξων προγόνων του, των ανεγνωρισμένων ευεργετων της ανθρωπότητος, διδάσκει έργω και λόγω.
Ως αρχή δέ της αρετής, της ορθης αγωγης καί αληθους επιστήμης εξαίρει τήν αυτογνωσία. “Οι δέ εαυτων επιγνώμονες σοφοί”24
“Τουτο επιστήμης αληθους τό πρώτιστον καί άριστον”, κατά τήν αρχαία ελληνική σοφία. (Μαντειον των Δελφων). Θεωρει τήν αυτογνωσία ως άσκησι αναγκαιοτάτη καί ψυχή της ασκήσεως καί ως θεμέλιο της πνευματικης ζωης, πού τίκτει τήν υψοποιό ταπεινοφροσύνη καί ανάγει στήν θεογνωσία. Αλλά καί τήν δυσχέρειαν αυτης αναγνωρίζων εξέδωκε τό 1905, ως βοήθημα καί κάτοπτρο πρός αυτογνωσία, πόνημα υπό τόν τίτλο “ΤΟ ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ”25 .
Ως Ποιμενάρχης καί Παιδαγωγός υποδεικνύει, όχι μόνον εις τούς μαθητές του αλλ’ εις πάντα Έλληνα, τίς ανωτέρω υποχρεώσεις : ”Η κλησις καί η αποστολή του ελληνικου Εθνους υποχρεοι πάντα Ελληνα έχοντα συναίσθησιν των εαυτου ηθικων καθηκόντων, νά εργασθη εκθύμως εις πλήρωσιν αυτων…. Η πατρίς καί η εκκλησία έχει σήμερον υπέρ ποτε ανάγκην ανδρων αφοσιωμένων εις τάς αρχάς του σταυρου, ανδρων ακαταπονήτων, ανδρων ζώντων ουχί δι εαυτούς, αλλά διά τό γένος καί τήν εκκλησίαν “26 . Καί οι λόγοι του ηχουν προφητικοί, όσο ποτέ άλλοτε, σήμερον, πού η αλλοτρίωση, η μαζοποίηση, η απανθρωποποίηση καί η πνευματική υποδούλωσι απειλουν, ότι μόνον τό Εθνος μας αλλά καί σύμπασα τήν ανθρωπότητα27 .
“Τό ελληνικόν έθνος ύψωσε πρωτον τήν σημαίαν της ελευθερίας καί εκήρυξε τόν πόλεμον κατά του δεσποτικού εγωισμού”, μας υπενθυμίζει. Τό ελληνικόν Έθνος υψώνει πάντοτε τήν σημαία της ελευθερίας, οσάκις αυτή απειλειται, καί τη δυνάμει του Σταυρου νικα.
Υποσημειώσεις .
1. Βλ. Βαρβάρας Χ. Γιαννακοπούλου, Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως. Ο Διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικης Σχολης Ο Παιδαγωγός Ο Θεολόγος, Αθήνα 20032, σ. 63-78.
2. Αυτόθι, σ. 63.
3. “Πάντων μέν γάρ αίτιος των καλων ο Θεός….. επαιδαγώγει γαρ καί αύτη τό Ελληνικόν, ως ο νόμος τούς Εβραίους, εις Χριστόν. Προπαρασκευάζει τοίνυν η φιλοσοφία προοδοποιουσα τόν υπό Χριστου τελειούμενον”, γράφει ο Κλήμης Αλεξανδρεύς στο περίφημο έργο του ”Στρωματεις” (Α,V,ΒΕΠΕΣ,7,245,8-14) Αυτοθί, σ. 71-74. Τόν προπαιδευτικό καί προπαρασκευαστικό ρόλο, της υγιους ελληνικης φιλοσοφίας καί θύραθεν παιδείας γιά τούς πνευματικως ανωρίμους αναγνωρίζουν καί οι Καππαδόκες Πατέρες : Βασίλειος ο Μέγας στό περίφημο έργο του “Πρός τούς νέους όπως αν εξ ελληνικων ωφελοιντο λόγων” (2,28 εξ βλ. Εισαγωγή-κείμενο-μετάφραση-σχόλια Βασιλείου Γ. Μπιλάλη, εκδ “Γρηγόρη”, Αθήνα 19892, σ. 14 εξ.). Ο φιλοσοφικώτατος αδελφός του Γρηγόριος, ο Νύσσης στο έργο του “Περί του βίου Μωϋσέως” (Migne PG 44, 329B) καί ο φίλος αυτου Γρηγόριος ο Θεολόγος στόν “Επιτάφιο” του 43, ΙΑ (Migne P.G. 36,508) Βλ. “Πρός Σέλευκον”, 183-184 (Μigne PG 37,1589).
4. “ότι κύριος δίδωσι σοφίαν, καί από προσώπου αυτου γνωσις καί σύνεσις” (Παρ. 2,6)” Πασα σοφία παρά Κυρίου καί μετ’ αυτου εστιν εις τόν αιωνα” (Σειρ. 1,1). Βλ. Παρ. 9, 1-6. Αυτόθι, σ.72.
5. Αυτόθι, σ. 75-78.
6. Ούτως ορίζει τήν σοφία ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (Στρωματεις Α,VI, ΒΕΠΕΣ 7, 246, 16). Ως γνωσι των θείων καί ανθρωπίνων πραγμάτων ορίζει τήν φιλοσοφία ο ιερός Χρυσόστομος (Πρός Κολασσαεις Ομιλία θ’, α Migne PG 62,361) καί ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (Κεφάλαια Φιλοσοφικά, Γ. Περί Φιλοσοφίας, Migne PG 94, 533).
7. Βλ. Λόγος πρός τούς εφήβους εκφωνηθείς εν τω Γυμνασίω Λαμίας : “Η κλησις των εφήβων εν τη κοινωνία“. Τουτον με τήν “Ομιλία περί Γυμναστικης” καί τήν “Γραφή περί αυτοχειρίας” συνεξέδωκε το 1894 υπό τον τίτλο “Μελέτη περί των αποτελεσμάτων της αληθούς καί ψευδους μορφώσεως”. Βλ. σύγχρονη έκδοση Νεκταρίου Παναγοπούλου, Αθηναι 19892.
8. Κολ. 2,3.
9. Βλ. Τίτλου Εμμ. Ματθαιάκη, Μητροπολίτου πρ. Παραμυθίας, φιλιατων καί Γηρομερίου, ο Άγιος Νεκτάριος Κεφαλας Μητροπολίτης Πενταπόλεως (1846-1920), Αθηναι 1985, σ. 132.
10. Επ. 8, Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Κατηχητικαι Επιστολαί πρός τάς Μοναχάς Ιερας Μονης Αγίας Τριάδος Αιγίνης, επιμέλεια Τίτου Εμμ. Ματθαιάκη, Μητροπολίτου πρ. Παραμυθίας, φιλιατων καί Γηρομερίου, Αθηναι 1984, σ. 46.
11. Βλ. Γέροντος Δανιήλ Κατουνακιώτου, Αγγελικός Βίος, εκδ Μοναστικής Αδελφότητος Δανιηλαίων, Αθηναι 1981, σ. 177-178.
12. Αγίου Νεκταρίου Κεφαλα, Μητροπολίτου Πενταπόλεως, Το γνώθι σαυτόν, εκδ. Νεκταρίου Παναγοπούλου, Αθηναι 20087, σ. 69.
13. “Ιερός Σύνδεσμος” 1. 7. 1906, αρ. φ. 28, σ. 5-8. Πρβλ. Βαρβάρας Χ. Γιαννακοπούλου, Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως. Ο Διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικης Σχολης, Ο Παιδαγωγός, Ο Θεολόγος, Αθήνα 20032, σ. 79-86.
14. Ιω. 12,23. Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Περί της Ελληνικής Φιλοσοφίας ως Παιδαγωγου των Ελλήνων πρός τόν Χριστιανισμόν, Αυτόθι, σ. 66.
15. Αγίου Νεκταρίου Μητροπολίτου Πενταπόλεως, Μελέτη περί αθανασίας της ψυχης καί περί των ιερων μνημοσυνων, εκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 77-79.
16. Γεν. 12, 3 Αυτόθι, σ. 80.
17. Αυτόθι, σ.80.
18. Αυτόθι, σ. 81-83.
19. Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Περί της κλήσεως καί αποστολης του Έλληνος, έθν’ ανωτ., σ. 83-84.
20. Αγίου Νεκταρίου Μητροπολίτου Πενταπόλεως, Περί αθανασίας της ψυχης καί περί των ιερων μνημοσύνων, σ. 83-85.
21. Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Περί Μεσαίωνος καί Βυζαντιακου Ελληνισμου, περ. «Ελληνισμός”, Αθηναι, 5(1902), 467-479.513-521.594-607.665-668. Εκδ. “Πελαζγός”, Αθηναι, 19942. Ανεδημοσιεύθη μέ επιμέλεια καί Εισαγωγή Βαρβάρας Γιανακοπούλου εις περ. “Ελληνορθόδοξος Βυζαντινός πολιτισμός” Αθηναι 3(2001), τ.1, 38-47. τ.2, 26-40. Ανάτυπο Αθήναι 2001.
22. Αυτόθι, σ. 4-5.
23. Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Περί της κλήσεως καί αποστολης του Έλληνος, σ. 84.
24. Παρ. 13, 10.
25. Βλ Συγχρονη έκδοση Νεκταρίου Παναγοπούλου, Αθηναι 20087.
26. Ενθ’ ανωτ. σ. 85.
27. Βλ. Βαρβάρας Χ. Γιαννακοπούλου, Η νέα τάξις πραγμάτων και η Εκκλησία, εφημ. “Ορθόδοξος Τύπος”, 26.11.2010, αρ. φ. 1855, σ. 3-4.