Η Εκκλησία, όπως η ίδια διακηρύσσει, δεν είναι κοσμικό αλλά θείο καθίδρυμα, αυτό το Σώμα του Θεανθρώπου Κυρίου με Κεφαλή τον ίδιο τον Ιησού Χριστό και μέλη του όσους δέχθηκαν το Βάπτισμα και παραμένουν ενωμένοι μαζί Του. Οι άνθρωποι, χαρακτηριζόμενοι από την ως εκ της πτώσεως των πρωτοπλάστων αδυναμία, ρέπουν διαχρονικά προς την παραχάραξη της κατά τον Απόστολο Παύλο “άπαξ παραδοθείσης πίστεως”.
Αποτέλεσμα αυτής της ροπής είναι η αναστάτωση του σώματος της Εκκλησίας από τις ποικιλόμορφες αιρέσεις. Και οι μεν αιρέσεις των πρώτων αιώνων στο χώρο της Ανατολής, αφού αναστάτωσαν επί μακρόν το σώμα της Εκκλησίας, έπαψαν να υφίστανται ή διαθέτουν σήμερα μικρό αριθμό πιστών σε χώρες δοκιμαζόμενες από την ισλαμική πλημμυρίδα. Οι αιρέσεις όμως που εμφανίστηκαν αργότερα στη Δύση παγιώθηκαν και όχι απλά επηρέασαν την ιστορική πορεία των λαών αυτής αλλά και τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις στις χώρες της. Εννοούμε τον Παπισμό, που προηγήθηκε, και τη Διαμαρτύρηση που ακολούθησε ως αντίδραση στον πρώτο.
Σε αντίθεση με τον χώρο των αιρέσεων, στην Εκκλησία διατηρήθηκε σταθερή και αναλλοίωτη η Ιερή παράδοση στην πάροδο των αιώνων. Κι όταν αναφερόμαστε στην Ιερή Παράδοση δεν εννοούμε ανθρώπινες θέσεις και έθιμα, που παραδίδονται από γενεά σε γενεά, αλλά την «παρακαταθήκη», που παρέδωσε ο ίδιος ο Χριστός στους Αποστόλους και εκείνοι με τη σειρά τους στους διαδόχους τους μέχρι και σήμερα. Η Ιερή Παράδοση σε τελική ανάλυση είναι η «πάσα αλήθεια», που ταυτίζεται με τον Χριστό («εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια»). Η Ιερή Παράδοση έχει σχέση με την οριοθέτηση της ορθής Πίστεως, τη διαφύλαξη και την ερμηνεία των Αγίων Γραφών, την αποτύπωση του ορθοδόξου εκκλησιαστικού ήθους και την διατήρηση της εν πνεύματι και αληθεία λατρείας του Θεού και με τελικό σκοπό την κάθαρση, τον φωτισμό και τη θέωση του ανθρώπου.
Αυτή η Παράδοση της Εκκλησίας βοήθησε τους πιστούς να αποφύγουν σφάλματα, τα οποία βαρύνουν τρομακτικά τους χριστιανούς της Δύσης. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Παπισμού είναι η ανύψωση του πάπα σε κατ εξοχήναντιπρόσωπο του Θεού επί της γης και το πνεύμα της απολυταρχίας, το οποίο η παπική αυλή επέβαλε κατά τον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα με συνέπεια να γραφούν οι μελανότατες σελίδες της “Ιεράς Εξετάσεως”. Εκεί το “Κανονικό δίκαιο” απολυτοποιήθηκε και η “Οικονομία” της Εκκλησίας αφανίστηκε, για να επικρατήσει ως ένας “άκαμπτος ηθικός κώδιξ”, όπως επιτυχημένα έγραψε διαπρεπής υλιστής κατά τον 20ο αιώνα. Στην Εκκλησία το πνεύμα της ελευθερίας, το οποίο είναι διάχυτο στο Ευαγγέλιο του Χριστού, παρέμεινε αλώβητο χάρη στο συνοδικό σύστημα διοίκησης και στις ερμηνείες των θεουμένωνΠατέρων της. Δεν ισχυριζόμαστε ότι δεν υπήρξαν και στην Εκκλησία πρόσωπα, τα οποία αστόχησαν, λόγω αδυναμιών, όπως φιλοδοξία, εγωισμός ή δειλία, και αδίκησαν ή υπετάγησαν στις εντολές των ισχυρών των ημερών τους, όπως η αυλή του Βατικανού στην τάξη των “ευγενών”, με την οποία συμπορεύτηκε επί αιώνες, λησμονήσαντες το “πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις”. Υπήρξαν και άλλα πρόσωπα που εκδήλωσαν έντονο τον ζηλωτισμό και εξετράπησαν σε διωγμούς κατά προσώπων ή ομάδων προσώπων. Για τις αστοχίες αυτές η Εκκλησία ουδεμία ευθύνη φέρει, καθώς ποτέ στην ιστορία της δεν θεσμοθέτησε εκτροπές από το πνεύμα του Ευαγγελίου του Χριστού.
Το θρησκευτικό κίνημα των Διαμαρτυρομένων ήταν η αναπόφευκτη αντίδραση στο απολυταρχικό πνεύμα του Παπισμού. Αγνοώντας όμως οι πρωτεργάτες του κινήματος την Παράδοση της Εκκλησίας, εξετράπησαν σε προσωπικές ερμηνείες των πάντων αφώτιστοι όντες και μη πνευματοφόροι σε αντίθεση προς τους Πατέρες. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η πολυδιάσπαση του προτεσταντικού κόσμου και η αλλοτρίωση ακόμη και σε κεφαλαιώδη θέματα της πίστεως. Μόνο στις ΗΠΑ αριθμούνται πλέον περί τις 23.000 προτεσταντικές παραφυάδες, στις οποίες προστίθενται διαρκώς και νέες. Οι προτεστάντες, οι οποίοι έχουν απεμπολήσει παντελώς την ασκητική θεώρηση του βίου, χαρακτηρίζονται από θλιβερή σύγχυση μεταξύ ελευθερίας και ασυδοσίας.
Τα δύο αυτά κακέκτυπα χριστιανικών πίστεων έδωσαν γέννηση στα δύο κοινωνικοοικονομικά συστήματα, που ταλάνισαν τον πλανήτη, τον κομμουνισμό και τον καπιταλισμό, για να “θριαμβεύσει” τελικά το προτεσταντικό πρότυπο της κοινονικοοικονομικής ασυδοσίας, το καπιταλιστικό.
Είναι θλιβερό να γίνεται λόγος στις ημέρες μας από μέλη της Εκκλησίας, που εμφανίζονται να εκπροσωπούν την αποκαλούμενη νεοπατερική ή μεταπατερική θεολογία, ότι εντός Αυτής είναι διάχυτο το πνεύμα της τρομοκράτησης των πιστών και εντονότατες οι απαγορεύσεις και οι συνεπαγόμενες από το Κανονικό δίκαιο τιμωρίες για τις παρεκτροπές αυτών, κατά τα βατικάνεια πρότυπα. Και θλιβερότερο ακόμη είναι το ότι αποφεύγουν την όποια διάκριση του πνεύματος της Ιεράς Παραδόσεως της Εκκλησίας από το άλλο του παπισμού, τον οποίο, χρησιμοποιώντας αριστοτεχνική διπλωματικής φύσεως γλώσσα, αποφεύγουν να θεωρήσουν αίρεση συμπλέοντες με όσους, μεγαλόσχημους ή μικρόσχημους, επιχειρούν να συμβάλουν δια των οικουμενιστικών-συγκρητιστικών συνάξεων της αμετροεπούς αγαπολογίας στην επίτευξη ψευδοένωσης των “Εκκλησιών” στα πλαίσια της “νέας τάξης πραγμάτων”.
Στην προσπάθεια να πείσουν ότι επανανεκάλυψαν το πνεύμα της ελευθερίας, το οποίο είχαν δήθεν αποκρύψει κατά το παρελθόν οι σωρεύσαντες πλήθος κακών στην Εκκλησία, ολισθαίνουν προς την προτεσταντική ελευθεριότητα καταθέτοντας αντιπατερικό λόγο σε κεφαλαιώδη θέματα, όπως τα Μυστήρια της Εκκλησίας και οι ενοχές ως αναπόφευκτη συνέπεια της αμαρτίας. Μέσω των καινοφανών και αντιπατερικών αυτών θέσεων επιδιώκεται δήθεν η προσέγγιση προς τους νέους, οι οποίοι απέχουν στον καιρό μας από την εκκλησιαστική ζωή. Αλλά το πείραμα αυτό το επιχείρησαν πρώτοι οι προτεστάντες πριν από αρκετές δεκαετίες, καθώς η έλλειψη παραδόσεως σ’ αυτούς το καθιστούσε κατά πολύ πιο εύκολο στην πραγματοποίησή του. Κατάφεραν για λίγο να συγκεντρώσουν τους νέους στους ναούς τους με μουσικές και τραγούδια. Ύστερα από λίγα έτη όλα τελείωσαν. Σήμερα οι προτεστάντες σε διάφορες χώρες πουλούν ναούς λόγω έλλειψης εκκλησιάσματος. Αν ο νέος δεν ακούει για την ασκητική της αγάπης, δεν έχει λόγο να προσέλθει σε ναό.
Το εκκλησιαστικό σώμα ταλανίζεται στις ημέρες μας από την τάση του κλήρου προς υιοθεσία του παπικού πνεύματος της ανελευθερίας και του λαού προς υιοθεσία προτεσταντικών θέσεων στο όνομα δήθεν της ελευθερίας. Και τα δύο είναι αντιπατερικά, συνεπώς αντορθόδοξα. Στο μέτρο που δεν κατανοούμε ότι οι νέοι μας ταλανίζονται από το προτεσταντικό πνεύμα του καταναλωτισμού και απεναντίας επιδιώκουμε να τους προσεγγίσουμε προσφέροντας αφειδώς και μάλιστα δωρεάν συγχωροχάρτια θα αποτυγχάνουμε οικτρά στο να τους προσεγγίζουμε. Οι νέοι, ακόμη και άγευστοι περί τα εκκλησιαστικά, κάνουν λόγο στις “συνομιλίες” τους στο διαδίκτυο για τον γέροντα Παΐσιο. Οι νέοι, παρά τη λειψή έως ανύπαρκτη εκκλησιαστική παιδεία αναζητούν ακόμη το γνήσιο. Και δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν με τις εκπτώσεις σε καμιά περίπτωση. Το πολύ να αυτοδικαιωθούν, όσοι αντιπαθούν την Εκκλησία, για την αντιεκκλησιαστική τους στάση.
Αρκετά ταλανιστήκαμε, κλήρος και λαός, από την Παλιγγενεσία ώς σήμερα από το πλήθος των δυτικών επιρροών. Μήπως είναι ευκαιρία, τώρα που ο λαός μας δρέπει τους πικρούς καρπούς από την προσκόλληση των κρατούντων στη Δύση με την ασθενή έως ανύπαρκτη αντίδραση της Διοικούσας Εκκλησίας στον πολιτιστικό εκδυτικισμό μας, να αρχίσουμε να μιλούμε για την ασκητική θεώρηση του βίου κατά την αγιοπατερική παράδοση. Και γνωρίζουμε ότι αυτή δεν “χαϊδέυει αυτιά”, επειδή διατήρησε αλώβητη την εν Χριστώ αγάπη.
Πηγή: Η άλλη όψη