Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Στόχος τῶν ὁμιλιῶν εἶναι νά ἐξοικειωθεῖ ὁ ἀκροατής μέ τήν ὁρολογία καί τίς ἔννοιες τῶν δογμάτων καί νά ἀποκτήσει μία πρώτη ἐποπτεία τοῦ θέματος, ὥστε, ἐάν τό ἐπιθυμεῖ, νά μπορεῖ νά μελετήσει τό θέμα αὐτό αὐτόνομα.
Σεβασμιώτατε,
Σεβαστοί πατέρες,
Αγαπητές συμπρεσβυτέρες, αγαπητά παιδιά ιερατικών οικογενειών.
Αρχικά θα ήθελα να εκφράσω σε εσάς Σεβασμιώτατε, τις ευγνώμονες ευχαριστίες μου, καθώς με τη σημερινή σύναξη αποδεικνύετε, για ακόμα μια φορά ότι ανησυχείτε,φροντίζετε και αγωνιάτε για την πορεία των έγγαμων ιερέων και πρεσβυτέρων.
Θεωρώ ως ιδιαίτερη ευλογία του Πανάγαθου Θεού την ιερή αυτή διακονία, γι’αυτό Τον δοξάζω και Τον ευγνωμονώ. Οφείλω όμως να ομολογήσω ότι αισθάνομαι κάποια δυσκολία ευρισκόμενη ενώπιόν σας. Τολμώ να πω ότι η διακονία αυτή είναι σταυρός για μένα. Εφόσον όμως μου ανατέθηκε, λαμβάνω το θάρρος να σας παρουσιάσω απλές σκέψεις σε μορφή εισήγησης επι του θέματος: Η ΘΕΣΗ ΚΑΙ Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΗΣ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΑΣ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ.
Ζητώ την επιείκειά σας και σας ευχαριστώ εκ των προτέρων για την υπομονή που θα δείξετε παρακολουθώντας με.
Το θέμα αυτό νομίζω ότι είναι ζωτικό, επίκαιρο αλλά και διαχρονικό. Η πορεία της ζωής έχει αποδείξει ότι ο έγγαμος ιερέας έχει ανάγκη από μια αντάξια ύπαρξη πλησίον του, που από την ανθρωπίνως αφανή εστία τους, θα μπορεί να μυσταγωγεί και να διευθύνει κατά βούληση τον ρου της ιστορίας.
Ο ίδιος ο Θεός μας διαβεβαιώνει, μέσα από τα λόγια του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου ότι: Ουχ υμεις εξελέξασθε,άλλ’εγώ εξελεξάμην υμας …,δηλαδή ο Θεός επέλεξε τον κάθε ιερέα που αποτελεί ορατή παρουσία του στον κόσμο. Επίσης ο Λειτουργός είναι ανώτερος από τους Αγγέλους. Οι άγιοι Άγγελοι καλύπτουν τα πρόσωπά τους την ώρα που τελείται το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, ενώ ο ιερέας το τελεί. Κι αυτός ο εκλεκτός, αγαπητή συμπρεσβυτέρα,δεν είναι άτομο απρόσιτο, μακρινό, είναι ο σύζυγός σου,είναι ο σύζυγός μου, είναι σάρξ εκ της σαρκός μου και οστουν εκ των οστέων μου.
Ας φανταστούμε την ασύγκριτη τιμή που έχουμε να συμμετέχουμε εμμέσως, στην ιερωσύνη του συζύγου μας, με το μυστήριο του γάμου, καταργώντας την απώλεια που έφερε η Εύα στον Αδάμ. Και δεν είμαστε εμείς πρώτες, που πρώτα αγαπάμε και διαλέγουμε το Χριστό. Τούτη τη μεγάλη κλήση έκανε ο καλός Θεός, στο σύζυγό μας ιερέα, με την άπειρη αγάπη του. Η μεγάλη ευθύνη πλέον έπεται της ευλογίας.Η πρεσβυτέρα επιλέχτηκε να σταθεί δίπλα στον ιερέα,να σηκώσει το Σταυρό του,να ελαφρύνει το ζυγό του,να του θυμίζει συνεχώς τον μεγάλο δρόμο της αγάπης και της θυσίας που μαζί ξεκίνησαν…Η αίσθηση και συναίσθηση της μεγάλης αποστολής είναι κάτι που το βιώνουμε καθημερινά και δεν μπορεί να περιγραφεί.
Τα υψηλά καθήκοντα όμως δεν μπορούν να δοθούν χωρίς θυσίες. Και ποια είναι η θυσία της πρεσβυτέρας; Η πρεσβυτέρα ως σύζυγος και μητέρα στο σπίτι έχει επιπλέον θυσίες να υποστεί, σε μια εποχή που η ίδια, ο ιερέας και τα παιδιά του συμμετέχουν στον ονειδισμό του Κυρίου μας. Γεγονότα και επιλογές της ζωής μας, που είναι για εμάς φυσιολογικές, για τον πολύ κόσμο είναι παράλογες αστείες και άξιες ονειδισμού. Για παράδειγμα η ιερατική οικογένεια παρακολουθεί στενά τις ακολουθίες της εκκλησίας μας σε ημέρες που για άλλους είναι αργίες ή μέρες ξεκούρασης,οπότε θεωρούμαστε ανόητοι που δεν αναπαυόμαστε. Επίσης συμβαίνει να καλούν εμάς ή τα παιδιά μας σε γιορτές κατά την περίοδο των αποκριών.Συνήθως αρνούμαστε επικαλούμενοι κάποια δικαιολογία, κι αν επιμένουν τους εξηγούμε με ηρεμία ότι οι μέρες αυτές είναι μέρες περισυλλογής για εμάς και προετοιμασίας μας για την μεγάλη Σαρακοστή. Εκείνοι συνοφρύονται με απορία ή κουνούν το κεφάλι κοροϊδευτικά, έχοντας την εντύπωση ότι είμαστε ανόητοι και δεν καταλαβαίνουμε την ειρωνεία. Από την άλλη αν τύχει και δείξει ατίθαση συμπεριφορά ένα παπαδοπαίδι αμέσως σπεύδουν να κατηγορήσουν και να διαδώσουν το νέο, επιμένοντας ότι όχι ο Χρήστος,ή η Αναστασία έκανε αυτό, αλλά το παιδί του παπά.! Τέτοιου είδους ονειδισμούς αντιμετωπίζει καθημερινά η ιερατική οικογένεια.
Δεν ξέρω αν συμβαίνει και σε άλλους, αλλά με το που μπαίνουμε σε ένα κατάστημα όλοι μας κοιτούν με περιέργεια. Αυτό σημαίνει ότι ξεχωρίζουμε σαν τη μύγα μες στο γάλα…
Οπότε πρέπει να είμαστε πάντα προσεκτικοί όσο τουλάχιστον περνάει από το χέρι μας. Γιατί η γυναίκα του Καίσαρα πρέπει να είναι φρόνιμη αλλά και να φαίνεται !..
Η πρεσβυτέρα που έχει ως σκοπό της ζωής της, τη σωτηρία της ψυχής της, με οτιδήποτε κι αν ασχοληθεί, στο κέντρο του βάζει το Χριστό. Ως μητέρα, αναλαμβάνει να μορφώσει την ψυχή κυρίως των παιδιών που της ανέθεσε ο Κύριος. Τα ανατρέφει εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Οι Αγίες μητέρες που πρέπει να μας εμπνέουν με το παράδειγμά τους, διηγούνταν στα παιδιά τους από νηπιακής ηλικίας ιστορίες από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Τους μάθαιναν ύμνους της Εκκλησίας και προσευχές. (Ξέρετε η προσευχή για τα παιδιά, προτείνεται πλέον και από τους ψυχολόγους, οι οποίοι θεωρούν ότι τα παιδιά που προσεύχονται αγχώνονται λιγότερο και έχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους). Συνεχίζοντας να αναφέρουμε ότι οι Αγίες μητέρες, αντίκριζαν τα παιδιά τους, να έχουν ψυχή αθάνατη και όχι μόνο σώμα. Ήταν οι άγρυπνοι φρουροί τους. Μάλιστα η Αγία Εμμέλεια,μητέρα του Μεγάλου Βασιλείου, παρακολουθούσε τι διάβαζαν και τι άκουγαν τα 9 παιδιά της και τα απέτρεπε από τις αισχρές μυθολογίες των οποίων τα θέματα ήταν βασισμένα σε τραγικά πάθη. Ο ειδωλολάτρης Λιβάνιος θαύμαζε αυτές τις γυναίκες κι έλεγε: Βαβαί, οίαι παρά χριστιανοίς γυναίκες εισί.
Πάνω απ’ όλα όμως είχαν την πεποίθηση ότι τα παιδιά τους τα φυλάει ο Θεός. Εκεί πρέπει κι εμείς να τα εμπιστευθούμε. Διότι ‘αν μη Κύριος φυλάξη πόλιν εις μάτην ηγρύπνησε ο φυλάσσων’. Ψαλμ.126,1
Η ζωή όμως δεν είναι χωρίς θλίψεις.Είναι στενή και τεθλιμμένη η οδός που οδηγεί στη Βασιλεία των Ουρανών. Ούτε οι Άγιοι έμεναν ανεπηρέαστοι από δοκιμασίες. Όλες οι οικογένειες έχουν σταυρό. Άλλοι μικρότερο,άλλοι μεγαλύτερο.
Κάποιοι έχουν να αντιμετωπίσουν ασθένειες, αιφνίδιους θανάτους, ατεκνία, δύσκολα παιδιά ή και δύστροπους συζύγους.Όλοι είναι επίπονοι και ταπεινωτικοί. Υπομένοντάς τους όμως αγόγγυστα κερδίζουμε την ποθητή μέλλουσα πατρίδα. Φτάνει να έχουμε εφόδια για μια τέτοια αντιμετώπιση. Ο κόσμος μακριά από την ελπίδα που δίνει ο Θεός αντιμετωπίζει τα προβλήματα με φωνές και κραυγές απελπισίας. Όμως η κραυγή χτυπάει σε τοίχους και γυρνά πιο σκληρός ο απόηχός της. Αντίθετα η προσευχή των ταπεινών και πονεμένων διαπερνά και σπάει τους τοίχους βρίσκοντας ανάπαυση.
Η προσευχή πρέπει να είναι η βακτηρία της πρεσβυτέρας.Η επικοινωνία μας με το Θεό Πατέρα, απαλύνει τον πόνο μας καταπραϋνει τα πάθη μας,ηρεμεί το λογισμό μας.Ό,τι κι αν μας απασχολεί η προσευχή και ο Θεός είναι Αυτός που μπορεί να μας παρηγορήσει αληθινά. Συχνά ζητάμε παραμυθία από ανθρώπους. Το πιο σύνηθες όμως είναι να μας δίνουν κοσμικές συμβουλές που καθόλου δεν επουλώνουν τις πληγές,αντίθετα τις οξύνουν και οδηγούν σε επιπόλαιες αποφάσεις. Οπότε εμείς οι πρεσβυτέρες ακόμα κι αν έχουμε προβλήματα, πρέπει πάντα να δείχνουμε δυνατές ακόμα κι αν νιώθουμε αδύναμες, γιατί από εμάς περιμένουν να αντλήσουν δύναμη
οι ενορίτες. Κι εμείς πού θα αναπαύσουμε το λογισμό μας; Πού θα πούμε τα προβλήματά μας; Αφού είμαστε προσεκτικές, λογικά οι φίλες μας θα είναι συμπρεσβυτέρες ή ίσως και πνευματικα τέκνα του ιερέα συζύγου μας. Δεν θα τις σκανδαλίσουμε αν τους εκμυστηρευτούμε ένα οικογενειακό πρόβλημα ή ένα ελάττωμα του συζύγου μας; Όπότε επανερχόμενοι στα προλεχθέντα, καταλήγουμε ότι η πρεσβυτέρα είναι μητερούλα, όπως την αποκαλούν στη Ρωσία για όλους,όμως για εκείνη παρηγοριά είναι μόνο ο Θεός, ο πνευματικός – εξομολόγος της και πολύ θα ήθελε,πιστεύω,να είναι και ο σύζυγός της. Να μην την αφήνει ποτέ να νιώθει μόνη και αβοήθητη.
Η πρεσβυτέρα έχει τον τρόπο της να δημιουργεί πνευματική ατμόσφαιρα στο σπιτικό της αν το επιδιώκει. Να ετοιμάσει έναν χώρο για το εικονοστάσι όπου θα καίει ακοίμητη καντήλα και λιβάνι ως ελάχιστη ένδειξη ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας στο Θεό. Το κλίμα που δημιουργείται και ενισχύεται από τις προσευχές της ημέρας προσελκύει τη Χάρη του Θεού, αφού ο Κύριος βεβαιώνει ότι: όπου δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών και σίγουρα μας ηρεμεί και μας αποτρέπει από εκρήξεις των παθών.
Με τα πνευματικά της εφόδια και με τον αδιάλειπτο αγώνα της η πρεσβυτέρα μπορεί να αποκτήσει αρχοντιά, η οποία είναι πνευματική ανωτερότητα, δηλαδή θυσία. Μια αρχοντική ψυχή έχει απαιτήσεις μόνο από τον εαυτό της και όχι από τους άλλους. Θυσιάζεται για τους άλλους χωρίς να περιμένει ανταμοιβή.Ξεχνάει ό.τι δίνει και θυμάται ακόμη και το παραμικρό που της δίνεται. Έχει φιλότιμο έχει ταπείνωση και απλότητα, έχει ανιδιοτέλεια, τιμιότητα …, όλα τα έχει. Έχει και τη μεγαλύτερη χαρά και την πνευματική αγαλλίαση.
Η τήρηση των καθιερωμένων περιόδων νηστείας είναι επίσης ωφέλιμη για την υγεία και την διατήρηση της πνευματικής κατάστασής μας.Σ’ αυτό οφείλουμε να συμπαραστεκόμαστε στον ιερέα που πιο συχνά νηστεύει. Για παράδειγμα καλό είναι να αποφεύγουμε βραδινές εξόδους ή να καλούμε για δείπνο, τα Σαββατόβραδα. Και σ’αυτό το θέμα πρέπει να υπάρχει διάκριση.Να μην απαιτούν οι σύζυγοι αυστηρές νηστείες από τα μέλη της οικογένειας, όταν αυτά δεν είναι συνηθισμένα ή έτοιμα ηλικιακά για κάτι τέτοιο.Να αποφεύγονται λοιπόν οι ακρότητες όταν δεν υπάρχει απόλυτη συμφωνία. Αυτό μπορεί πάλι η πρεσβυτέρα – νοικοκυρά να το διαχειριστεί,ανακαλύπτοντας και δημιουργώντας νόστιμα φαγητά αλλά νηστίσιμα. Έτσι θα καταφέρει να νηστεύουν και οι πιο αδύναμοι.Συμβαίνει αυτό που λαϊκά αναφέρεται: το τερπνό μετά του οφελίμου, ή οι δύο μορφές διακονίας: η Μάρθα που είναι άνθρωπος της κίνησης,της διακονίας και της προσφοράς και η Μαρία που προσκολλάται στα πνευματικά με ησυχία. Και οι δύο είναι απαραίτητες με υιοθέτηση περισσότερο της μιας ή της άλλης μορφής ανάλογα το χαρακτήρα της πρεσβυτέρας.
Η μελέτη πνευματικών βιβλίων και της Αγίας Γραφής δυναμώνει την πρεσβυτέρα στο δύσκολο έργο της και την κρατά σε διαρκή πνευματική αφύπνιση. Ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμη να συμβουλέψει παιδιά, ενορίτες ή και τον ίδιο τον ιερέα σύζυγό της. Διαβάζοντας και εμβαθύνοντας στα λόγια των Αγίων φωτιζόμαστε, τα βρίσκουμε επίκαιρα και νιώθουμε ότι αναφέρονται π.χ στον σύζυγό μας,οπότε σπεύδουμε να του τα μεταφέρουμε και να τον ενισχύσουμε ή να τον επαναφέρουμε από μια πιθανώς λανθασμένη άποψη. Οι βίοι των Αγίων είναι φωτεινά παραδείγματα που μας οδηγούν, όταν επιλέγουμε να τους μιμηθούμε. Στη ζωή τους βλέπουμε τη δική μας πορεία, αντικρίζουμε την θαρραλέα γυναίκα που υπομένει βασανιστήρια, την εγκρατή που δεν κολακεύεται από επίγειες προσωρινές απολαύσεις, την μητέρα που αγωνίζεται με την ασκητική προσευχή, ώστε ο Θεός να επαναφέρει το παιδί της που λοξοδρόμησε. Μαθαίνουμε για Αγίες με πλούτη και αξιώματα που ζούσαν ταπεινά και έθρεφαν πτωχούς και πολλές φορές υπέμεναν τους δύστροπους συζύγους τους με υπομονή και με την αγία σιωπή. Πηγή έμπνευσης λοιπόν οι βίοι των Αγίων και ίσως μέσα στον κόσμο να μπορεί να γίνει και η δική μας βιοτή, παράδειγμα προς μίμηση.
Πολλοί ίσως το επιδιώκουν, ίσως από υπερβάλλοντα ζήλο και σε μικρή κυρίως ηλικία. Δεν είναι παράλογο να κάνουμε όνειρα ίσα με ένα βουνό κι ας κατορθώσουμε στο τέλος ίσα με ένα αυγό. Και γι’αυτό όμως είναι απαραίτητος αγώνας. Πρέπει να γεμίσουμε πρώτα τον μέσα εαυτό μας κι έπειτα να κάνουμε δράση προς τα έξω. Γιατί αν επιλέξουμε το αντίθετο θα μοιάζουμε,να με συγχωρέσετε για την έκφραση, με άδειους ντενεκέδες, που όσο είναι κΕνοί κάνουν πολύ θόρυβο.
Η συμμετοχή μας στα μυστήρια θα μας γεμίσει. Η τακτική Θεία Κοινωνία αναμφίβολα μας θεραπεύει και μας αγιάζει. Να φροντίζουμε βέβαια να προετοιμαζόμαστε κατά το δυνατόν, κυρίως επισκεπτόμενοι κάποιες φορές το χρόνο τον πνευματικό μας, ώστε να καθαριζόμαστε εσωτερικά. Να μην λησμονούμε να ζητάμε συγχώρεση προτού κοινωνήσουμε από τον ιερέα – σύζυγό μας, ο οποίος παίρνει το θάρρος να προβεί σε αμοιβαία συγχώρεση και να λειτουργήσει πιο αναπαυμένος. Αλλά και από τα παιδιά μας τα οποία πολύ εκτιμούν την κίνηση αυτή και βέβαια σπεύδουν να διαψεύσουν ότι η μητέρα τους κάποτε τα λύπησε, εφόσον η αγάπη τους είναι τόσο ειλικρινής που ξεχνούν τα λάθη των άλλων και αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους υπαίτιους πολλών δυσάρεστων παραπτωμάτων. Γίνεται μ’αυτόν τον τρόπο η μητέρα δασκάλα της ταπείνωσης. Λέει ο Γέροντας Παϊσιος για τον τρόπο που η αμόρφωτη,κατά τα κοσμικά δεδομένα μητέρα του,του δίδασκε την ταπείνωση: Γυρνούσε λυπημένος από το παιχνίδι και παραπονιόταν στη μητέρα του:
«Μαμά, κάνουν αγώνες στο τρέξιμο και δεν με παίζουν» κι εκείνη του απαντούσε: «Εφ’όσον γνωρίζεις ότι είσαι ο πιο γρήγορος, γιατί θέλεις να αγωνιστείς; Μήπως για να τους κάνεις επίδειξη; Να καθίσεις εδώ στην αυλή μας και να τρέξεις όσο θέλεις».
Εννοείται, θεωρώ ότι η πρεσβυτέρα οφείλει να παρευρίσκεται σε κάθε Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία με τα παιδιά της, την ώρα βέβαια που της επιτρέπουν οι οικογενειακές συνθήκες. Κανείς νομίζω δεν επιθυμεί να βλέπει την πρεσβυτέρα, Κυριακή πρωί να καθαρίζει την αυλή της ή να απλώνει και να τινάζει τις κουβέρτες της.Δε νομίζω να πει κάποιος: τι καλή νοικοκυρά …Όχι βέβαια, ότι θα σταθούμε στα λόγια του κόσμου. Αν πηγαίνεις νωρίς τα παιδιά στην εκκλησία λένε: αυτή η γυναίκα τα βασανίζει τα καημένα, αν τύχει και κάνουν φασαρία λένε: παιδική χαρά την έκανε την εκκλησία…και ένα σωρό άλλα. Εμείς, παρόλα αυτά έχουμε ανάγκη τον εκκλησιασμό και την επικοινωνία μας με τον Πατέρα μας, τουλάχιστον την ημέρα που είναι αφιερωμένη σ’Αυτόν. Αν η παρουσία στο ναό συνοδεύεται από την προετοιμασία πρόσφορου, όποτε είναι δυνατόν, είναι ακόμα πιο ωφέλιμο. Δεχτήκαμε να γίνουμε συνεργάτες στον αμπελώνα του Κυρίου. Πρέπει να δουλέψουμε σκληρά και με καθαρή συνείδηση !
Σίγουρα η πρεσβυτέρα δεν είναι κάποιο πολυμηχάνημα, που μπορεί να τα κατορθώσει όλα. Το φιλότιμο και η προσπάθεια είναι που την αναδεικνύουν. Έχει πολλές ευθύνες, όμως αυτή είναι η περιουσία της. Αν τις παραχωρήσει σε άλλους, παραχωρεί την ελευθερία της και γίνεται δούλη της φιλαυτίας της.
Δεν μπορεί για παράδειγμα να καθαρίζει όλα τα ξωκκλήσια, το σπίτι της να φροντίζει τα μέλη της οικογένειάς της, ίσως και κάποιο ηλικιωμένο γονέα,να κάνει φιλανθρωπικές επισκέψεις, να διδάσκει στο κατηχητικό και επιπλέον να κάνει και τα προσωπικά πνευματικά της καθήκοντα. Όλα πρέπει να γίνονται στα μέτρα των δυνατοτήτων της ώστε να μην παραμελείται πρωτίστως η οικογένεια. Γιατί αν γίνει κάτι τέτοιο θα πληγωθούν ανεπανόρθωτα ο σύζυγος , τα παιδιά και όσοι αντλούν δύναμη από τα πρόσωπα που πλαισιώνουν την Εκκλησία.
Υπάρχουν όμως και συμπεριφορές που πρέπει να αποφεύγονται από πρεσβυτέρες.Οι τηλεοπτικές σειρές προσπαθούν να μας πείσουν ότι η παπαδιά είναι η «εφημερίδα» της ενορίας κάτι που με βρίσκει αντίθετη. Η γυναίκα αυτή έχει τόσες υποχρεώσεις που δε νομίζω να προλαβαίνει να ασχοληθεί με τις ελλείψεις των άλλων και την κοινοποίησή τους. Ο Πλούταρχος πάνω σ’αυτό αναφέρει: «Τους τα οικεία σεμνύοντας ουκ ενοχλήσει τα των πλησίων» δηλαδή αυτοί που αποδίδουν τη δέουσα αξία στα δικά τους πράγματα δεν θα ενοχληθούν από τα ξένα. Και βέβαια η πρεσβυτέρα γνωρίζει πολλά, γιατί ακούει και βλέπει πολλά, χωρίς να το επιδιώκει. Γνωρίζει αρκετούς που έχουν οικονομικά, οικογενειακά προβλήματα. Αναγνωρίζει περιπτώσεις που έχουν ψυχολογικά, εφόσον τους βλέπει να προσκολλώνται, να τηλεφωνούν και να χτυπούν την πόρτα του σπιτιού τους ακατάλληλες ώρες. Ποια πρέπει να είναι η στάση μας; Διακριτική. Σε βρίσκει π.χ μια κυρία το επόμενο πρωί και απολογείται:Συγνώμη παπαδιά μου που πήρα χθες αργά το βράδυ. Κι εμείς συχνά απαντάμε: Κοιμήθηκα βαριά χθες και δεν κατάλαβα το τηλεφώνημα. Δεν είναι σίγουρα σωστό να δείξουμε ότι έχουμε αντιληφθεί πως είναι η συγκεκριμένη περίπτωση με τα συγκεκριμένα προβλήματα και να ζητάμε και περαιτέρω εξηγήσεις. Πώς θα μας εμπιστευτούν οι ενορίτες , αν γνωρίζουν ότι ενδιαφερόμαστε για τα προβλήματά τους,τα ελαττώματα και τα οικογενειακά τους μόνο από περιέργεια και δεν έχουμε δείγμα εχεμύθειας; Ούτε και τον ιερέα εμπιστεύονται σ’αυτή την περίπτωση, γιατί φοβούνται ότι εκείνος θα τα συζητήσει με την αδιάκριτη πρεσβυτέρα. Αντίθετα αν γνωρίζουν ότι αυτά θα γίνουν αντικείμενο προσευχής, ότι θα ακούσουν λόγο παραμυθητικό, τότε όχι μόνο θα πλησιάσουν αλλά θα αναζητούν την παρουσία της πρεσβυτέρας,τη συναναστροφή της κι έτσι πάντα θα βρίσκει τρόπο να προσφέρει με απλότητα το λόγο του Θεού για πνευματικό καταρτισμό.Στη Σοφία Σειράχ αναφέρεται: ακήκοας λόγον, συναποθανέτω σοι, δηλαδή άκουσες, έμαθες κάτι; να το πάρεις μαζί σου στον τάφο. Και θα θυμόμαστε ότι σύμφωνα με τον αββά Αντώνιο: εκ του πλησίον εστί η ζωή και ο θάνατος. Εάν γαρ κερδίσωμεν τον αδελφόν, τον Θεόν κερδαίνομεν, εάν δε σκανδαλίσωμεν τον αδελφόν εις Χριστόν αμαρτάνωμεν.
Να μην σκανδαλίσουμε τον αδελφό μας ούτε με την εμφάνισή μας. Ας προσέχουμε τις ακραίες εμφανίσεις και το ντύσιμό μας ας είναι λιτό σοβαρό και όχι απαραίτητα παλιάς μόδας. Ρώτησαν κάποιον γέροντα για την ενδυμασία των γυναικών στην εκκλησία και του τόνισαν ότι συχνά το παντελόνι είναι πιο σεμνό από μια κοντή φούστα.Κι εκείνος απάντησε: «Μέση λύση δεν υπάρχει; Θα φορούν ή κοντά ή παντελόνια;» Κάποτε μία κυρία καυχιόταν για μια γνωστή της παπαδιά και μου την παρουσίαζε σαν παράδειγμα προς μίμηση. «Η τάδε μου λέει να δεις τι ωραία που ντύνεται. Ούτε που φαίνεται για παπαδιά ! Φοράει τα παντελόνια της, τα ξεμανίκωτα και ο παπάς της, αυτός να δεις χρήμα που της φέρνει !» Δεν μίλησα. Ήταν και αρκετά μεγαλύτερή μου για να της κάνω κήρυγμα. Όμως μετά λύπης μου έμαθα μετά από μικρό χρονικό διάστημα, ότι το ιερατικό αυτό ζευγάρι χώρισε.
Δεν υποστηρίζω ότι έφταιγε η ενδυμασία που χώρισε, αλλά πάλι η εξωτερική εμφάνιση αποκαλύπτει την εσωτερική ακαταστασία. Να μην φτάνουμε όμως ούτε στο άλλο άκρο. Να παραμελούμε τον εαυτό μας, να ξεχνάμε να πλυθούμε, να αλλάξουμε ρούχα και να παίρνουμε πολλά κιλά με την δικαιολογία ότι «δέσαμε το γάιδαρό μας».
Ας έχουμε την πεποίθηση ότι οι απαγορεύσεις της χριστιανικής ζωής δε δεσμεύουν, αλλά ελευθερώνουν.
Μια συνομιλία ανάμεσα σε δύο πρεσβυτέρες με είχε εντυπωσιάσει. Είχαν αρκετά χρόνια να επικοινωνήσουν και το πρώτο που ρώτησε η μία την άλλη, τι ήταν; Τι έσοδα έχει ο παπάς σου. Άρχισαν λοιπόν να λένε με λεπτομέρειες τιμές για κάθε περίπτωση. ( Οι πρεσβυτέρες ήταν εκτός της δικής μας μητρόπολης ) Θεωρώ ότι τέτοιου είδους συζητήσεις ρίχνουν πολύ το επίπεδο της πρεσβυτέρας, όση κοσμική μόρφωση κι αν έχει. Εφόσον δεν είναι θέματα σωτηρίας, δεν πρέπει να την απασχολούν και θα ήταν πιο ήρεμη αν δεν γνώριζε ακριβή ποσά.
Ο ιερέας πρέπει να είναι διακριτικός, να μην ενημερώνει με λεπτομέρειες τη σύζυγό του και να τα διαχειρίζεται, είτε για ανάγκες της οικογένειας όταν κρίνεται αναγκαίο είτε σε ανάγκες των ενοριτών και του γενικότερου έργου του. Με θλίψη θυμάμαι έναν ιερέα να μου εύχεται στη χειροτονία του συζύγου μου: Καλές δουλειές!
Συμβαίνει πολλές φορές η πρεσβυτέρα να έχει κατανοήσει λανθασμένα την υψηλή θέση που έχει και γίνεται αρμόδια για την επιλογή ή απόρριψη επιτρόπων και υποψήφιων ιερέων. Αυτό δεν δείχνει κοσμιότητα. Το ίδιο άκομψο είναι να επιλέγουμε εργασίες απρεπείς. Δεν μπορούμε να φανταστούμε πρεσβυτέρα να δουλεύει σε νυχτερινό κέντρο ή να διακινεί καλλυντικά, όπως παλιότερα μου είχε προταθεί. Πρέπει να είμαστε προσεκτικές,γιατί όλες οι κινήσεις μας γίνονται αντιληπτές, καθώς είμαστε σαν πόλη που είναι χτισμένη πάνω σε όρος, και έχουν αντίκτυπο αρνητικό ή θετικό στον ιερέα σύζυγό μας. Να είναι κι εκείνος πάντα κοντά και στις δυο του οικογένειες: την φυσική και την πνευματική.Να μην θυσιάζει καμία σε βάρος της άλλης, αλλά να τις συνδυάζει αρμονικά. Γνωρίζουμε τις ευθύνες μας δεχόμαστε τις υποχρεώσεις μας και είμαστε έτοιμες να ριχτούμε στο στίβο της πνευματικής ζωής, σαν ισόβιοι αθλητές. Αντηχεί μακρινή η παραίνεση του Κ.Π.Καβάφη να μας λέει:
Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις ……
Έχουμε ελαττώματα κι εμείς και οι σύζυγοί μας, όμως δεν θα επιτρέψουμε να μπουν ανάμεσά μας και να μας χωρίσουν από την αιωνιότητα. Έχουμε σκοπό, σύμφωνα με τον Αγ.Ισαάκ τον Σύρο (Τα Ευρεθέντα ), να φάμε και να πιούμε από την αγάπη της Βασιλείας του Κυρίου μας. Γιατί μας διαβεβαιώνει ότι έπιον από τον οίνο αυτό οι ακόλαστοι και ηδέσθησαν και οι αμαρτωλοί και επελάθοντο τας οδούς των προσκομμάτων και οι μέθυσοι και εγένοντο νηστευταί και οι πλούσιοι και επεθύμησαν την πτωχείαν και οι πένητες και επλούτησαν τη ελπίδι και οι άρρωστοι και εγένοντο δυνατοί και οι ιδιώται και εσοφίσθησαν.
Ας ευφράνει και την δική μας καρδία ο οίνος της αγάπης που βρίσκεται στην τράπεζα της Βασιλείας του Κυρίου μας ΑΜΗΝ.
Πηγή: (Εισήγηση της πρεσβυτέρας Μαρίας Ραμαντανάκη εις το 18ο Ιερατικό Συνέδριο 9 Οκτωβρίου 2012), Ιερός Ναός Παναγίας Παραβουνιώτισσας
Στήν ἐποχή μας, πού τά ποιμαντικά προβλήματα αὐξάνονται στήν Ἑλλαδα, λόγῳ τῶν διεθνῶν ἀνακατατάξεων, παρουσιάζε-ται ἀδήριτη ἡ ἀνάγκη μιᾶς ἰδιαίτερης ποιμαντικῆς μέριμνας, γιά τήν περιφρούρηση τοῦ Ὀρθοδόξου Πληρώματος ἀπό τήν πολύμορφη καί πολυώνυμη σύγχρονη πλάνη.
Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ Χώρα μας ἀποτελεῖ μόνιμο καί στοχευμένο πεδίο δράσεως τῶν διαφόρων αἱρετικῶν καί παραθρησκευτικῶν προπαγανδῶν, ἰδιαίτερα τῆς «Νέας Ἐποχῆς». Παρουσιάζεται ἑπομένως ἡ ἀνάγκη, οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας νά γνωρίζουν τούς τρόπους δραστηριότητος τῶν διαφόρων αἱρετικῶν καί νά ἀγρυπνοῦν, ὥστε νά εἶναι σέ θέση νά ἐντοπίζουν τά ὕπουλα προσωπεῖα μέ τά ὁποῖα ἐμφανίζεται ἡ σύγχρονη πλάνη, γιά νά ἐνημερώνουν ἐγκαίρως καί νά περιφρουροῦν τό Ὀρθόδοξο Πλήρωμα.
Τό δημοσιευόμενο στό παρόν τεῦχος ἄρθρο τοῦ μακαριστοῦ π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου, δημοσιευμένο πρό 30 ἐτῶν, παρου-σιάζει μέ καταπληκτική διορατικότητα τό πρόβλημα καί ἀποτελεῖ πολύτιμο ὁδηγό στό ποιμαντικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μας.
Το έργο των κληρικών στην Εκκλησία τοῦ π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου (†)
Σέ πρόσφατο συνέδριο εἰδικῶν σέ θέματα ἀπολογητικῆς, πού πραγματοποιήθηκε στό Μόναχο τῆς Γερμανίας ὑπογραμμίσθηκε πώς γιά πολλές ἀκραῖες προτεσταντικές αἱρέσεις, οἱ Ἐκκλη-σίες τῆς Δύσεως χαρακτηρίζονται «ἱεραποστολικός ἀγρός». Στή Γερμανία, ἰσχυρίζονται αὐτοί οἱ κύκλοι, δέν ἔγινε ποτέ ἱεραπο-στολή καί εὐαγγελισμός· ἀκόμη καί οἱ μεταρρυθμιστικές κινή-σεις ἀπό τίς ὁποῖες προῆλθαν οἱ προτεσταντικές Ἐκκλησίες δέν ὡδήγησαν στήν «ἀναγέννησι».
Γι’ αὐτό καί οἱ ὁμάδες αὐτές, οἱ λεγόμενες «ἐλεύθερες ἐκκλησί-ες», ἔχουν διαμοιράσει τή Γερμανία σέ ἐπί μέρους περιοχές, μέ σκοπό τήν ἱεραποστολή, τόν εὐαγγελισμό, τήν ἀναγέννησι. Γιά τήν πραγματοποίησι τοῦ σχεδίου ἀκολουθεῖται εἰδική στρατη-γική.
Πολλές ἀπό τίς «ἱεραποστολικές ὁμάδες» παρουσιάζονται ὄχι σάν ἐκκλησίες, ἀλλά σάν κινήσεις, μέ σκοπό τήν ἀναγέννησι τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Προθυμοποιοῦνται νά δραστηριοποι-ηθοῦν στά πλαίσια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς μιᾶς κοινότητος. Προτείνουν μάλιστα στόν τοπικό ποιμένα νά ἀναλάβουν ἐκεῖ-νοι μερικές δραστηριότητες, ὅπως τήν κίνησι τῶν νέων κ.ἄ.
Ὅμως καλλιεργοῦν τή συναίσθησι πώς ἀποτελοῦν ἰδιαίτερη ὁμάδα, ἐκλεκτή, καί ὁδηγοῦν μέ τόν καιρό, ἀσυναίσθητα, σέ ἐσωτερική ἀπόστασι ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κοινότητα, στήν ὁποία δραστηριοποιοῦνται. Οἱ πιστοί πού προσκολλοῦνται στήν ὁμάδα μέ διάθεσι νά βοηθήσουν στήν «ἱεραποστολή» καί στήν «ἀναγέννησι» τῆς ὅλης κοινότητος, ἀρχίζουν νά σκέπτωνται πώς ἡ Ἐκκλησία τους δέν εἶναι πλέον ἐκείνη πού ἀγαποῦν, ἐκείνη μέσα στήν ὁποία θέλουν νά ζήσουν· ἡ εἰκόνα της γίνεται ἀρνητική!
Ἡ «ἄποψι» πού διαμορφώνεται μέσα τους εἶναι πώς ἡ Ἐκκλη-σία πρέπει νά γίνη ἔτσι, ὅπως ἐκεῖνοι ἐπιθυμοῦν, μέ βάσι τίς νέες ἀντιλήψεις· ἄν αὐτό δέν γίνη, δέν ἐπιθυμοῦν πλέον νά μεί-νουν στήν Ἐκκλησία!
Τό ἑπόμενο βῆμα εἶναι ἡ σκέψι: «Ἐμεῖς εἴμαστε ἡ Ἀληθινή Ἐκκλησία! Στήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχουν πιστοί ποιμένες, πι-στοί ἱερεῖς· θέλουμε νά οἰκοδομήσουμε τήν πρωτοχριστιανική κοινότητα»!
Οἱ ξένοι εἰδικοί πού μίλησαν μέ κριτικό πνεῦμα γι’ αὐτές τίς ὁμάδες δέν εἶναι μόνο Ρωμαιοκαθολικοί ἤ Ὀρθόδοξοι· ἀνήκουν κυρίως στίς παραδοσιακές προτεσταντικές Ἐκκλησίες καί ἐπι-σημαίνουν τόν κίνδυνο ἀπό τήν κατάλυσι τῶν ὁμολογιακῶν συνόρων! Οἱ ἀκραῖες ὁμάδες πού χαρακτηρίσθηκαν ἐπικίνδυνες δροῦν μέσω τῶν λεγομένων «Βιβλικῶν Σχολῶν» ἤ καί μέ γενικώτερα προγράμματα «ἱεραποστολῆς» στόν «τρίτο κόσμο», ὅπως μέ τήν περίπτωσι τοῦ πλοίου «Ἀνάστασι», πού ἔγινε γνω-στό στήν Ἑλλάδα σέ συσχετισμό μέ εἰδική ἱεραποστολική ὀργάνωσι, πού ἔχει σάν στόχο της τόν «εὐαγγελισμό» καί τήν «ἀναγέννησι» τῆς χώρας μας, ἤ σύμφωνα μέ ἄλλη ἔκφρασι, τόν «ἐκχριστιανισμό» τῆς Ἑλλάδος. Γι’ αὐτό καί τά μέλη τῆς Ἐκκλη-σίας μας ἀποκτοῦν κατά τήν ἀντίληψι τῆς ὁμάδος αὐτῆς τήν ἰδιότητα τοῦ «χριστιανοῦ» μόνο ὅταν προσχωρήσουν στήν «ἱε-ραποστολή»!
Οἱ ξένοι εἰδικοί σέ θέματα ἀπολογητικῆς ἐπισήμαναν τόν κίν-δυνο πού μπορεῖ νά προέλθη ἀπό ἀνεξέλεγκτη συνεργασία μ’ αὐτές τίς ὁμάδες (κυρίως πεντηκοστιανῆς ἀποχρώσεως) ἀπό μέρους μελῶν τῶν διαφόρων παραδοσιακῶν Ἐκκλησιῶν, πού πρόθυμα δραστηριοποιοῦνται σέ θέματα ἱεραποστολῆς καί δι-ακονίας. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο οἰκοδομοῦνται μέσα στίς ἴδιες τίς κοινότητες παράλληλες δομές, κύτταρα, πυρῆνες μέ παράλλη-λη ὑπευθυνότητα, καί σύντομα συγκροτεῖται μιά κλειστή ὁμάδα, μέσα στά πλαίσια τῆς ἐνοριακῆς ζωῆς, πού ἀργότερα θά ὁδηγήση στήν ἀπόρριψη τῶν παλαιῶν δομῶν καί στή λει-τουργία νέας κοινότητος – παράρτημα τῆς αἱρέσεως.
Ἡ στρατηγική αὐτή δέν ἀλλάσσει φυσικά σ’ αὐτούς τούς κύ-κλους, ὅταν δραστηριοποιοῦνται στή δική μας χώρα. Τόν τελευ-ταῖο καιρό παρουσιάζονται πολλές «εὐαγγελιστικές» λεγόμε-νες ὁμάδες, πού ἰσχυρίζονται πώς δέν εἶναι οὔτε καθολικοί, οὔτε εὐαγγελικοί, ἀλλά ἁπλῶς «χριστιανοί»! Δέν ἐπιθυμοῦν παρά μόνο νά «ἀναγεννήσουν», νά «εὐαγγελίσουν» τό λαό· νά «βοηθήσουν» σ’ αὐτό τό ἔργο τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία!
Μερικές ὅμως φορές οἱ κύκλοι αὐτοί παρουσιάζονται καί μέ τήν ἐτικέττα τοῦ «ὀρθόδοξου»· εἴμαστε «ὀρθόδοξη ἀναγεννητι-κή κίνησι», λένε· θέλουμε νά συγκεντρώσουμε τούς νέους, νά κηρύξουμε τόν Χριστό!
Καί στή χώρα μας βρίσκονται πολλοί πού παρασύρονται σέ συνεργασία μέ τέτοιες ὁμάδες, χωρίς καθόλου νά πάρουν εἴδησι ποῦ ὁδηγοῦν. Μέ βεβαιότητα ἐξασθενίζεται μέσα τους τό ὀρθόδοξο αἰσθητήριο· σιγά – σιγά διαφοροποιοῦνται ἐσωτερικά καί ἀποκτοῦν τή συναίσθησι πώς μέσῳ τῆς ὁμάδος γίνονται μέλη τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας, πού φυσικά δέν προσδιορίζεται μέ βάσι τήν πίστι καί τό ἦθος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Καί πάλι βρισκόμαστε στό ἴδιο σημεῖο: ἡ εἰκόνα τῆς Ὀρθοδό-ξου Ἐκκλησίας ἀλλοιώνεται· δέν ἀποτελεῖ πλέον καύχημα, δέν εἶναι σταθερό ἔδαφος γιά τούς «ἀναγεννημένους». Ἔτσι οἱ κληρικοί καλοῦνται νά ἐπισημάνουν τό πρόβλημα καί νά κα-θαρίσουν τήν εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας στή συνείδησι τῶν πιστῶν· ἀντί νά συνεργοῦν μέ τέτοιες ὁμάδες καί νά συντελοῦν στό γκρέμισμα καί ὄχι στήν οἰκοδομή.
Πηγή: (Ἀναδημοσίευση ἀπό τό περιοδικό: «ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ» 1986, σελ. 212), (Περιοδικό «διάλογος», Απρίλιος - Ιούνιος 2017, τεύχος 88, Για να γίνετε συνδρομητές στο Περιοδικό "ΔΙΑΛΟΓΟΣ" παρακαλούμε καλέστε στο 2106396665), Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
ΣΥΧΝΑ εἶναι τά παράπονα τῶν χριστιανῶν γιά τούς ἱερεῖς καί ἀρχιερεῖς. Τούς ἐνοχλεῖ τό κοσµικό τους φρόνηµα, ἡ ἀπρόσεκτη συµπεριφορά τους, ἡ ἔλλειψη ἱεραποστολικοῦ ζήλου, ἡ φιλαργυρία καί πλεονεξία τους, ἀλλά καί ἡ φιλοδοξία καί ἡ φιληδονία τους. Τούς προκαλεῖ ἐπίσης τό γεγονός ὅτι εἶναι ἄξιοι διάδοχοι τῶν Φαρισαίων, τούς ὁποίους ὁ Χριστός εἶχε ἐλέγξει µέ τά σκληρότερα λόγια. Ἡ ὑποκρισία ποτέ δέν ἀπέδωσε µόνιµους καρπούς στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.
Στήν ἀρχή οἱ ὑποκριτές κληρικοί ἐντυπωσιάζουν τό λαό, µετά ὅµως ἀπό σύντοµο χρονικό διάστηµα, διαλύονται οἱ καλές ἐντυπώσεις καί ἀποκαλύπτεται ἡ ἀναξιότητά τους.
Εἶναι ἀναγκαῖο οἱ κληρικοί ὅλων τῶν βαθµίδων νά συναισθάνονται τήν ἱερότητα τῆς ἀποστολῆς τους καί νά εἶναι σταθεροί στόν προσωπικό τους πνευµατικό ἀγώνα κατά τῶν παθῶν καί τῶν ἁµαρτωλῶν συνηθειῶν. Συνήθως οἱ κληρικοί, ὅταν χειροτονοῦνται, ἔχουν συναίσθηση τῆς ἀποστολῆς τους. Γρήγορα ὅµως, πιεζόµενοι ἀπό τά αὐξηµένα καθήκοντα καί τίς ποικίλες δραστηριότητες, γίνονται ψυχροί ἐπαγγελµατίες καί ἐξωστρεφεῖς κοινωνικοί ἐργάτες. Ἰδιαίτερα αὐτό παρατηρεῖται στούς ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι παράλληλα µέ τήν πνευµατική ἐξουσία ἀποκτοῦν καί κοσµική, ἀταίριαστη σ᾿ ἕνα ἀληθινό κληρικό.
Οἱ κληρικοί πρέπει πρωτίστως νά ἐµπνέονται ἀπό τόν ἴδιο τό Χριστό. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀναφερόµενος στήν ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ, λέει τά ἑξῆς χαρακτηριστικά: «Τέτοιος ἀρχιερέας µᾶς χρειαζόταν· ἅγιος, ἄκακος, ἀψεγάδιαστος, χωρίς σχέση µέ τήν ἀνθρώπινη ἁµαρτία, ὁ ὁποῖος ἀνέβηκε πάνω ἀπό τά οὐράνια» (Ἑβρ. ζ΄ 26). Οἱ κληρικοί πρέπει νά εἶναι ἅγιοι, ἤ ἀκριβέστερα νά ἀγωνίζονται γιά τόν ἐξαγιασµό τους, ἄκακοι καί ἀπονήρευτοι, χωρίς ἀδυναµίες καί ἀπρόσεκτη συµπεριφορά καί ἀκούραστοι πνευµατικοί ἀγωνιστές.
Ὁ ἱερός Χρυσόστοµος, ἀναφερόµενος στό ἔργο τῶν κληρικῶν, λέει: «∆ίκαια οἱ ἱερεῖς πρέπει νά θεωροῦνται ὄχι µόνο ἰσχυρότεροι ἀπό τούς ἄρχοντες καί τούς βασιλεῖς, ἀλλά καί πολυτιµότεροι ἀπό τούς πατέρες. Γιατί οἱ µέν πατέρες µᾶς ἐγέννησαν σωµατικά, ἐνῶ οἱ ἱερεῖς εἶναι αἴτιοι τῆς πνευµατικῆς µας γεννήσεως, τήν ὁποία χαρίζει ὁ Θεός, τῆς εὐτυχισµένης ἐκείνης ἀναγεννήσεως, τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας καί τῆς υἱοθεσίας, πού µᾶς παρέχει δωρεάν ὁ Θεός».
Ὡστόσο, οἱ λαϊκοί συχνά σκανδαλίζονται ἀπό τούς ἀνάξιους κληρικούς, πού ὑπάρχουν δυστυχῶς στήν Ἐκκλησία. Γι᾿ αὐτό χρειάζεται µεγάλη προσοχή προκειµένου νά χειροτονοῦνται ἄνθρωποι µέ φόβο Θεοῦ καί ἱεραποστολικό ζῆλο. Ἐκεῖ πρέπει νά ἔχουν µονίµως στραµµένο τό ἐνδιαφέρον τους οἱ ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καί τήν κύρια εὐθύνη. Μόνο τότε θά βελτιωθεῖ ἡ κατάσταση καί οἱ ἐνάρετοι κληρικοί δέν θά εἶναι δυσεύρετοι, ὅπως συµβαίνει στίς µέρες µας.
Πηγή: (Ορθόδοξος Τύπος, 21.10.2016), Θρησκευτικά
H ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ ἀξίων κληρικῶν εἶναι τὸ δυσκολότερο πρόβληµα ἑνὸς Ἐπισκόπου, ἐνῶ ἡ χειροτονία ἀναξίων κληρικῶν εἶναι τὸ πιὸ εὔκολο ποὺ µπορεῖ νὰ κάνει.
∆υστυχῶς, ὑπάρχουν Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ἐπιλέγουν τὴ δεύτερη περίπτωση, γιὰ νὰ καλύψουν τὰ ἐφηµεριακὰ κενὰ καὶ νὰ ἔχουν τὸ µυαλό τους ἥσυχο, ἀφοῦ δὲν θὰ τοὺς ἐνοχλοῦν οἱ ἄνθρωποι, χωρὶς νὰ σκέφτονται τί πρόκειται νὰ ἀντιµετωπίσουν, ὅταν οἱ κληρικοὶ αὐτοὶ θὰ εἶναι πρωταγωνιστὲς πολλῶν σκανδάλων καὶ ὡς ἀνάξιοι θὰ ἀποµακρύνουν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἡ εὐθύνη σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις δὲν εἶναι µόνο στοὺς κληρικούς, ἀλλὰ καὶ στοὺς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι µὲ ἐπιπολαιότητα τοὺς χειροτόνησαν.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀπευθυνόµενος στὸ µαθητή του Τιµόθεο, τὸν συµβουλεύει νὰ εἶναι προσεκτικὸς στὸ θέµα τῶν χειροτονιῶν, γιατὶ ἡ εὐθύνη του εἶναι µεγάλη: «Χεῖρας ταχέως µηδενὶ ἐπιτίθει, µηδὲ κοινώνει ἁµαρτίαις ἀλλοτρίαις• σεαυτὸν ἁγνὸν τήρει» (Α΄ Τιµ. ε΄ 22). Ὄχι λοιπὸν βιαστικὲς χειροτονίες, ὄχι συµµετοχὴ σὲ ξένες ἁµαρτίες. Ὁ ἐπίσκοπος πρέπει νὰ διατηρεῖ τὸν ἑαυτὸ καθαρό. Ὅταν χειροτονεῖ ἀνάξιους, χάνει τὴν καθαρότητά του καὶ ἄς πιστεύει ὁ ἴδιος ὅτι ὡς ἐπίσκοπος µένει ἀπρόσβλητος καὶ ἁγνός, ὅ,τι καὶ νὰ ἐπιλέξει, ὅ,τι καὶ νὰ πράξει!
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπίσης ἐπισηµαίνει καὶ κάτι ἄλλο, ποὺ εἶναι χρήσιµο καὶ πρέπει πάντα νὰ τὸ θυµᾶται ὁ Ἐπίσκοπος, ὅταν πρόκειται νὰ χειροτονήσει κάποιον: «Τινῶν ἀνθρώπων αἱ ἁµαρτίαι πρόδηλοί εἰσι, προάγουσαι εἰς κρίσιν, τισί δὲ καὶ ἐπακολουθοῦσιν• ὡσαύτως καὶ τὰ καλὰ ἔργα πρόδηλά ἐστι, καὶ τὰ ἄλλως ἔχοντα κρυβῆναι οὐ δύνανται» (Α΄ Τιµ. ε΄ 24-25). ∆ηλαδή, «οἱ ἁµαρτίες µερικῶν ἀνθρώπων εἶναι ὁλοφάνερες καὶ ξεπροβάλλουν• κι ἔτσι διευκολύνουν τὴν κρίση τῶν ἄλλων γι’ αὐτές. Σὲ µερικοὺς ὅµως φανερώνονται ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὸ χρόνο. Τὸ ἴδιο καὶ τὰ καλὰ ἔργα εἶναι ὁλοφάνερα. Ἀλλὰ κι αὐτὰ ποὺ δὲν εἶναι ὁλοφάνερα δὲν µποροῦν νὰ κρυφτοῦν», ὅπως ἑρµηνεύει ὁ π. Ν. Τρεµπέλας.
Οἱ ὑποψήφιοι κληρικοὶ συχνὰ µᾶς ἐνθουσιάζουν µὲ τὴν ἐµφάνισή τους καὶ τὰ λίγα λόγια τους. Ὅµως πρέπει νὰ εἴµαστε προσεκτικοί. Τὰ φαινόµενα πολλὲς φορὲς ἀπατοῦν καὶ τὰ λεγόµενα παραπληροφοροῦν. Ὅπως καὶ οἱ κρίσεις ἄλλων προσώπων, ποὺ εἶναι πιὸ ἔξω καὶ ἔχουν ἐλλιπῆ πληροφόρηση ἀλλὰ καὶ ἰδιοτέλεια, δὲν εἶναι ἀξιόπιστες.
Οἱ ἀδυναµίες καὶ τὸ ἁµαρτωλὸ παρελθὸν τῶν ὑποψηφίων εἶναι κλειδωµένα στὴν ψυχή τους. Οἱ ὑπεύθυνοι, ἐπίσκοπος καὶ πνευµατικός, δὲν τὰ γνωρίζουν. Μετὰ τὴ χειροτονία ὅµως ἀποκαλύπτονται ὅλα τὰ κρυµµένα κουσούρια, τὸ ἕνα µετὰ τὸ ἄλλο καὶ βλέπει κανεὶς τὸν πραγµατικὸ χαρακτήρα τους καὶ τὶς ἐπιδιώξεις τους. Ἡ εἰκόνα τους εἶναι ζοφερή. ∆ὲν ἔχουν ἱερὸ ζῆλο. Οὔτε καὶ συναίσθηση τί θὰ πεῖ ἱερωσύνη καὶ τί βάρος ἔχουν ἐπωµισθεῖ. Καλοῦνται νὰ ὑπηρετήσουν ἐκεῖνο ποὺ δὲν γνωρίζουν καὶ δὲν ἐπιθυµοῦν. Εἶναι ἀνειδίκευτοι σὲ ὅλα. ∆υστυχῶς, δὲν θὰ ἀλλάξουν σὲ τίποτα. Τυπικὰ θὰ ἐκτελοῦν µερικὰ καθήκοντα καὶ θὰ ζοῦσαν ὅπως ζοῦσαν καὶ προτοῦ νὰ χειροτονηθοῦν.
Μερικοὶ ὑποψήφιοι κληρικοὶ συχνάζουν σὲ µοναστήρια γιὰ καλύτερη πνευµατικὴ προετοιµασία. Οἱ ἐπίσκοποι συνήθως εἶναι εὐάλωτοι στὶς κρίσεις καὶ ὑποδείξεις µοναχῶν, οἱ ὁποῖοι πολλὲς φορὲς συµπεραίνουν ἐσφαλµένα, γιατὶ µιλοῦν µὲ βάση τὶς ὑποκριτικὲς ἐκδηλώσεις τῶν ὑποψηφίων καὶ ὄχι µὲ τὶς κρυφὲς ἐπιθυµίες καὶ προθέσεις. ∆ὲν τοὺς κατηγορῶ ὅτι ἐνεργοῦν µὲ δόλο, ἀλλὰ θέλω νὰ ἐπισηµάνω ὅτι παρασύρονται ἀπὸ τὴν ὑποκρισία τῶν ὑποψηφίων καὶ καθὼς εἶναι καλοκάγαθοι, δὲν ὑποψιάζονται τὴν ἁµαρτωλὴ πραγµατικότητα.
Κλείνοντας τοῦτο τὸ κείµενο θὰ θυµίσω τί ἔλεγε ὁ Ἅγιος Κοσµᾶς ὁ Αἰτωλὸς γιὰ τοὺς ἱερεῖς, ἀπευθυνόµενος στοὺς χριστιανούς: «Νὰ ἐξεύρετε ὅτι ἕνας ἱερεὺς εἶναι µεγαλύτερος ἀπὸ ἕναν βασιλέα καὶ τὸ περισσότερον εἶναι ἀνώτερος καὶ ἀπὸ ἕναν ἄγγελον, ἐπειδὴ εἶναι µεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων καὶ ἀξιώνεται νὰ ἐπιτελεῖ τὰ ἅγια µυστήρια, µάλιστα τὸ µέγα καὶ φρικτὸν µυστήριον τῆς θείας λειτουργίας, ὁποὺ τὸ βλέπουν οἱ ἄγγελοι καὶ τρέµουν». Καὶ ἄλλοτε ἐξωτερίκευε τὸ βαθύ του σεβασµὸ πρὸς τοὺς ἱερεῖς µὲ τοῦτα τὰ λόγια: «Ἐγώ, ἀδελφοί µου, ἐὰν ἀπαντήσω ἕναν παπὰ καὶ ἕναν βασιλέα, µὲ φαίνεται εὔλογον, ὅπως τὸν παπὰ νὰ βάλω νὰ καθίσει ἀνώτερα ἀπὸ τὸν βασιλέα. Καὶ ἐὰν ἀπαντήσω ἕναν παπὰ καὶ ἕναν ἄγγελον, πρωτύτερα θὲ νὰ χαιρετήσω τὸν παπὰ παρὰ τὸν ἄγγελον, διατί, ἀδελφοί µου, εἶναι ἀνώτερος εἰς τὸ ἀξίωµα».
Πηγή: (Ορθόδοξος Τύπος, 29/7/2016), Θρησκευτικά
Η ενασχόλησις περί τους ιερούς Κανόνας αποτελεί επείγουσαν ανάγκην διά την Εκκλησίαν. Η σύγχυσις ήτις υπάρχει ως προς την αξίαν και την σημασίαν των ιερών Κανόνων οδηγεί τα πράγματα της Εκκλησίας ένθα ου δει. Πρέπει να αποβή συνείδησις πάντων ότι οι ιεροί Κανόνες δεν είνε ανθρώπινα επινοήματα, αλλά καρποί του Αγίου Πνεύματος.
«Τοις την ιερατικήν λαχούσιν αξίαν, μαρτύριά τε και κατορθώματα αι των κανονικών διατάξεών εισιν υποτυπώσεις… Τούτων ουν ούτως όντων και διαμαρτυρουμένων ημίν, αγαλλιώμενοι επ’ αυτοίς, ως εί τις εύροι σκύλα πολλά, ασπασίως τους θείους Κανόνας ενστερνιζόμεθα και ολόκληρον την αυτών διαταγήν και ασάλευτον κρατύνομεν των εκτεθέντων υπό των αγίων σαλπίγγων του Πνεύματος, των πανευφήμων Αποστόλων, των τε εξ αγίων Οικουμενικών Συνόδων και των τοπικώς συνανθροισθεισών, επί εκδόσει τοιούτων διαταγμάτων, και των αγίων Πατέρων ημών. Εξ ενός γαρ άπαντες και του αυτού Πνεύματος αυγασθέντες, ώρισαν τα συμφέροντα…», αποφαίνεται επισήμως και αυθεντικώς η Εκκλησία διά της αγίας Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου (Κανών Α’).
Μόνον διά της πιστής και ανιδιοτελούς τηρήσεως των ιερών Κανόνων η Εκκλησία κυβερνάται θεανθρωπίνως και ουχί ανθρωπίνως. Παν ό,τι δεν οικοδομείται επί του θεμελίου των ιερών Κανόνων, θεμελιούται επί της άμμου και, όσον περίτεχνον και αν είνε, θάττον ή βραδύτερον θα καταρρεύση και θα κονιορτοποιηθή. Πάσα διευθέτησις εκκλησιαστικών πραγμάτων, εξ οσονδήποτε καλής διαθέσεως και αν ορμάται, εφ’ όσον παρακάμπτει τους ιερούς Κανόνας, είνε αδύνατον να επισύρη την ευλογίαν του Ουρανού. Όταν δε αι παραβιάσεις των ιερών Κανόνων δεν ορμώνται καν εξ αγαθών διαθέσεων, τότε η εκδίκησις αυτών είνε αδυσώπητος και σκληροτάτη. Η ιστορία είνε αψευδής μάρτυς των αληθειών αυτών. Το κακόν όμως είνε ότι «το μόνον δίδαγμα εκ της ιστορίας είνε ότι οι άνθρωποι δεν διδάσκονται εκ της ιστορίας», ως ευστόχως παρετήρησε ξένος φιλόσοφος και ιστορικός.
Πλανώνται οικτρώς οι νομίζοντες ότι οι ιεροί Κανόνες είνε απλά «νομικά» κείμενα. Έχουσι βεβαίως πολλάκις νομοτεχνικήν διατύπωσιν, αλλ’ εκφράζουσι την πίστιν και την θεολογίαν της Εκκλησίας. Οι ιεροί Κανόνες αποτελούσι την πρακτικήν εφαρμογήν των δογμάτων, είνε, θα έλεγον, ο αντικατοπτρισμός του δόγματος εις την καθ’ ημέραν ζωήν των πιστών (Κλήρου και Λαού).
…
Περαίνων το παρόν απέριττον σημείωμα, εκφράζω την ευχήν εν πάση ταπεινώσει όπως άπαντες εγγράψωμεν εν ταις καρδίαις ημών ανεξιτήλοις γράμμασι τον θεόπνευστον επίλογον των Αποστολικών Κανόνων: «Ταύτα και περί Κανόνων υμίν διατετάχθω παρ’ ημών, ω Επίσκοποι. Υμείς δε εμμένοντες μεν αυτοίς σωθήσεσθε και ειρήνην έξετε΄ απειθούντες δε κολασθήσεσθε και πόλεμον μετ’ αλλήλων αΐδιον έξετε, δίκην της ανηκοΐας την προσήκουσαν τιννύντες» («Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων», έκδοσις «Αποστ. Διακονίας», τόμ. 2, σελ. 180).
Πηγή: (Από το βιβλίο «Άρθρα – Μελέται – Επιστολαί» του Αρχιμ. Επιφάνιου Θεοδωροπούλου), Η άλλη όψη
Η Εκκλησία και μόνον η Εκκλησία «Εν Συνόδω», ως «ταμιούχος της θείας χάριτος» και έχουσα μόνη αυτή την θεόθεν πνευματική εξουσία να ρυθμίζει τα της πνευματικής βιοτής ζητήματα του κλήρου και του χριστεπωνύμου πληρώματος αυτής, πολλάκις κάνει χρήση του «κατ’ οικονομίαν» προκειμένου να ωφελήσει πνευματικώς τα μέλη του εκκλησιαστικού σώματος, είτε αυτά είναι κληρικοί είτε λαϊκοί, όταν πρόκειται να αντιμετωπίσει «λεπτά και ευαίσθητα» πνευματικά ζητήματα, τα οποία χρήζουν ιδιαίτερης «εξοικονομήσεως».
Εν όψει μάλιστα της μελλούσης να συνέλθει Αγίας και Μεγάλης Συνόδου των Ορθοδόξων ή της λεγομένης Πανορθοδόξου Συνόδου κατά το έτος 2016, εκτός απροόπτου, σε πολλές των περιπτώσεων γίνεται λόγος στους θεολογικούς και εν γένει στους εκκλησιαστικούς κύκλους ότι θα έπρεπε η Ορθόδοξη Εκκλησία «Εν Συνόδω» να προβεί σε γενναία «τομή» και να λάβει πανορθοδόξου κύρους και ισχύος απόφαση σχετικά με το μέχρι και σήμερα παραμένον «ανοιχτό» ζήτημα της δυνατότητος ή μη τελέσεως δευτέρου γάμου των χηρευόντων κληρικών, πρεσβυτέρων και διακόνων. Τούτο όμως διαφαίνεται ότι δεν θα συμβεί, επειδή στον κατάλογο των θεμάτων τα οποία πρόκειται να συζητηθούν στην Πανορθόδοξη Σύνοδο δεν περιλαμβάνεται το συγκεκριμένο ζήτημα, αν και κατά το α΄ ήμισυ του 20ου αιώνος το εν λόγω ζήτημα είχε βρεθεί στο προσκήνιο των θεολογικών συζητήσεων αρχικώς του Α΄ Πανορθοδόξου Συνεδρίου που συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη (1923) και εν συνεχεία στις κατά καιρούς συναντήσεις των εκπροσώπων των Ορθοδόξων Εκκλησιών στο πλαίσιο του διορθοδόξου διαλόγου και της καταρτίσεως του καταλόγου των προς συζήτηση θεμάτων υπό την μελλούσης να συνέλθει Αγίας και Μεγάλης Συνόδου των Ορθοδόξων, της σήμερον λεγομένης Πανορθοδόξου Συνόδου.
Προλογικώς δέον να αναφερθεί ότι σύμφωνα με τις ακριβείς διατάξεις των Ιερών Κανόνων περί του γάμου των κληρικών παρέχεται ελευθερία στον μέλλοντα να χειροτονηθεί, δηλαδή «συνάψαι γάμον ή αποφυγείν αυτόν». Στην Ορθόδοξη Εκκλησία ισχύει ο ορισμένος θεσμός, σύμφωνα με τον οποίο ο ιερεύς που επιθυμεί να ζει εν κοινωνία γάμου, οφείλει να συνάψει αυτόν προ της χειροτονίας, διότι μετ’ αυτήν απαγορεύεται απολύτως ο γάμος. Εάν δε χειροτονηθεί άγαμος, δεν επιτρέπεται πλέον σ’ αυτόν ο γάμος. Καθ’ όσον αφορά στον Επίσκοπο, από της εν Τρούλλω Συνόωου, με δύο κανόνες αυτής, ο γάμος αποτελεί κώλυμα προς προαγωγή στον επισκοπικό βαθμό. Πιο συγκεκριμένα ο Στ΄ κανόνας της εν Τρούλλω Συνόδου αναφέρει: «Επειδή ο κστ΄ (26ος) κανόνας των Αγίων Αποστόλων ορίζει ότι μόνοι οι Αναγνώστες και ψάλτες να υπανδρεύονται μετά την χειροθεσία τους, αυτόν και οι Πατέρες της Συνόδου αυτής επικυρούντες διά του παρόντος, ορίζουν από τώρα και στο εξής ότι κανένας υποδιάκονος ή διάκονος ή Πρεσβύτερος αφού χειροτονηθεί, να μην έχει άδεια να υπανδρευθεί. Εάν δε κάμει αυτό, να καθαιρείται. Και κάποιος από αυτούς εάν θέλει να υπανδρευτεί, ας υπανδρευτεί προ της χειροτονίας του σε υποδιάκονο, διάκονο και πρεσβύτερο». Στο ίδιο πλαίσιο θα πρέπει να αναφερθεί ότι πριν από τον παραπάνω κανόνα της εν Τρούλλω Συνόδου και ο Απ. Παύλος (Α΄ Τιμ. 3, 12 και Τιτ. 1, 6) καθώς και ο 17ος Κανόνας των Αγίων Αποστόλων, ορίζουν ότι ο διάκονος και ο πρεσβύτερος πρέπει να είναι «μιας γυναικός ανήρ». Δέον όμως να υπογραμμισθεί ότι η δευτερογαμία των κληρικών ουδεμία σχέση έχει προς την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας και επομένως δεν είναι ζήτημα αναλλοίωτο. Πρόκειται για ζήτημα κανονικής – πνευματικής πειθαρχίας και εκκλησιαστικού διακανονισμού του εσωτερικού βίου της Εκκλησίας. Δύναται όμως διά της προβλεπομένης κανονικής οδού, που δεν είναι άλλη από την αποφασίζουσα Εκκλησία «Εν Συνόδω», να μεταρρυθμισθεί συμφώνως προς το πνευματικό συμφέρον της Εκκλησίας και του πληρώματος αυτής εντός του πλαισίου των αντικειμενικών πνευματικών απαιτήσεων και αναγκαιοτήτων της εποχής μας στην οποία ζει και δραστηριοποιείται ο σύγχρονος κληρικός χωρίς να κλονισθούν οι βάσεις της Ορθοδοξίας ή να επηρεασθεί το αληθές και ανόθευτο πνεύμα της διδασκαλίας της Εκκλησίας του Χριστού.
Το συγκεκριμένο ζήτημα δεν είναι καινοφανές αλλά παλαιόθεν απασχόλησε την Ορθόδοξη Εκκλησία και ετέθη επισήμως από τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία, όταν ο τότε Αρχιεπίσκοπος Καρλοβικίου Λουκιανός ως πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Σερβίας υπέβαλε την από 1ης Μαΐου 1910 επιστολή του στον αοίδιμο Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ διά της οποίας εξέθετε το όλο ζήτημα που είχε ανακύψει στην Μητρόπολη Καρλοβικίου, όπως προηγουμένως και στην Μητρόπολη Βουκοβίνης και Δαλματίας, ζητώντας πρωτίστως την επίσημη θέση της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως σχετικά με την ισχύουσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία γενική και απόλυτη κανονική απαγόρευση του μετά την χειροτονία γάμου και ιδιαιτέρως του δευτέρου γάμου των χηρευόντων ιερέων.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης και η περί Αυτόν Αγία και Ιερά Σύνοδος, αφού έλαβαν σοβαρά υπόψιν τους ότι το όλον ζήτημα δεν ετέθη από μεμονωμένα πρόσωπα, κληρικούς ή λαϊκούς, αλλά επισήμως από μία αδελφή Ορθόδοξη τοπική Εκκλησία, εξαπέλυσαν εγκύκλιο προς τις Ορθόδοξες Εκκλησίες ζητώντας την επίσημη θέση τους επί του ζητήματος αυτού. Εκ των Ορθοδόξων Εκκλησιών δεν απάντησαν μόνο οι Εκκλησίες Αλεξανδρείας και Ελλάδος. Επί της ουσίας του ζητήματος απάντησαν αρνητικώς θεωρώντας ως ασυμβίβαστο τον δεύτερο γάμο των εν χηρεία ιερέων, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, η Αγία Σύνοδος της Ρωσίας, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας του Μαυροβουνίου, ο Αρχιεπίσκοπος Βουκοβίνης και Δαλματίας Βλαδίμηρος. Παρά την αρνητική απάντηση των ως άνω Εκκλησιών, εντούτοις διετυπώθη η σαφής θέση ότι το όλον ζήτημα θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί και να λυθεί υπό Οικουμενικής Συνόδου. Η δε Εκκλησία της Σερβίας παρά το γεγονός ότι ανεγνώριζε την αναγκαιότητα και σπουδαιότητα της άρσεως του απαγορευτικού αυτού θεσμού, εντούτοις εδήλωσε ότι θα ασπαζόταν επί του ζητήματος αυτού την επίσημη θέση που θα ελάμβανε η «Πρεσβυγενής Μήτηρ Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως» και η Εκκλησία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Μοναδική εξαίρεση απετέλεσε η απάντηση της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ουγγαρίας και Τρανσυλβανίας, η οποία εν Συνόδω και διά του Αρχιεπισκόπου αυτής Ιωάννου, αφού εδήλωσε ότι η δευτερογαμία των χηρευόντων ιερέων και διακόνων δεν αποτελεί δογματικό ζήτημα, αλλά ζήτημα κανονικής πειθαρχίας και εκκλησιαστικής διατάξεως που ρυθμίζει τοη εσωτερικό βίο της Εκκλησίας, υπογράμμισε: «όπως εξευρεθή το μέσον και ο κανονικός τρόπος της κατ’ αρχήν παραδοχής του γάμου των εν χηρεία ιερέων και διακόνων, η δε μεταρρύθμισις του 6ου κανόνος της εν Τρούλλω Συνόδου γίνη υφ’ όλης της Εκκλησίας, ίνα ούτω διατηρηθή η ενότης της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας και κανονισθή συγχρόνως σπουδαίον ζήτημα της εκκλησιαστικής πειθαρχίας. Εάν όμως το τοιούτον δεν κατορθωθή εν προσεχεί μέλλοντι φρονεί η Επισκοπική Σύνοδος της Τρανσυλβανίας, ότι θα ήτο καλόν και συμφέρον της Εκκλησίας, όπως, μέχρι της συγκλήσεως Οικουμενικής Συνόδου, επιτρέπηται εκάστοτε δι’ αρχιερατικής αδείας εις τους εν χηρεία ιερείς ο δεύτερος γάμος». Η δε Επισκοπική Σύνοδος της Ουγγαρίας και Τρανσυλβανίας οδηγήθηκε στην διατύπωση της παραπάνω σαφούς θετικής θέσεώς της, αφού απεδέχθη την ορθότητα των σκέψεων τις οποίες διετύπωσε ο πολύς περί το Κανονικό Δίκαιο Επίσκοπος Δαλματίας Νικόδημος Μίλας.
Στο ίδιο απαντητικό μακροσκελές κείμενο της Εκκλησίας Ουγγαρίας και Τρανσυλβανίας γίνεται λεπτομερής αναφορά στα ιστορικά δεδομένα που σχετίζονται με την κατά τους πρώτους επτά αιώνες στάση της Εκκλησίας έναντι του γάμου των κληρικών και συγκεκριμένα επισημαίνεται ότι κατά την συγκεκριμένη μακρά περίοδο συνήπταν δεύτερο γάμο οι διάκονοι, ιερείς και ακόμη και Επίσκοποι εν χηρεία χωρίς να θεωρηθούν παραβάτες των αποφάσεων των οικουμενικών συνόδων, οι οποίες συνεκλήθησαν κατά τους χρόνους εκείνους. Μόνον ο στ΄ Κανόνας της εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου του 691 μ.Χ απαγόρευσε τον δεύτερο γάμο στους εν χηρεία κληρικούς λόγω των ασκητικών τάσεων της εποχής εκείνης και τούτο συνέβη αφότου ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ο Α΄ απέτυχε διά των νόμων του να αποκλείσει από τις τάξεις του ιερού κλήρου τους μετά την χειροτονία νυμφευθέντες.
Επί των ημερών Ιουστινιανού του Β΄ απαίτησε η εν Τρούλλω Οικουμενική Σύνοδος ν’ ασχοληθεί με το ζήτημα τούτο, οπότε και εθεσπίσθη η αυστηρή απόφαση της απαγορεύσεως του γάμου των εν χηρεία κληρικών. Παρά ταύτα, την απαγόρευση της δευτερογαμίας των χηρευόντων κληρικών δεν μπόρεσαν οι αρμόδιες εκκλησιαστικές αρχές να την τηρήσουν και τούτο ιστορικώς αποδεικνύεται εκ του γεγονότος ότι ορισμένοι επίσκοποι αναγκάσθηκαν να επιτρέψουν σε πλείστους ιερείς το δεύτερο γάμο, αφού από του 9ου και μέχρι τον 13ο αιώνα υπήρχαν ιερείς οι οποίοι νυμφεύθηκαν και δεύτερη φορά, ενώ και κατά τον 18ο αιώνα υπήρξαν ιερείς στην Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως οι οποίοι, αφού εχήρευσαν, ήλθαν σε κοινωνία δεύτερου γάμου.
Η ιεραρχία της Εκκλησίας της Ουγγαρίας και Τσεχοσλοβακίας προς ενίσχυση της θέσεώς της αναφέρει ότι ο ιερός κλήρος πλείστων τμημάτων της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας πολλάκις απαίτησε την δευτερογαμία των χηρευσάντων κληρικών, όπως στην Ρωσία κατά τον 17ο, 18ο και 20ο αιώνα, στην Ουγγαρία και Τρανσυλβανία κατά το 1879, στη Ρουμανία το 1884, στα Βαλκανικά Κράτη το 1888, στην Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως κατά τον 18ο αιώνα και στην Σερβική Αρχιεπισκοπή Καρλοβιτσίου κατά τον 20ο αιώνα.
Το κείμενο της Εκκλησίας Ουγγαρίας και Τσεχοσλοβακίας κατακλείεται με την πρόταση: «η μεταρρύθμιση του 6ου κανόνος της εν Τρούλλω Συνόδου να γίνει από το σύνολο της Ορθοδόξου Εκκλησίας προκειμένου να διατηρηθεί η ενότητα της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας και να κανονισθεί συγχρόνως το σπουδαίο αυτό ζήτημα εκκλησιαστικής πειθαρχίας. Εάν όμως κάτι τέτοιο δεν επιτευχθεί μέχρι την σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου, να επιτραπεί στην κάθε τοπική Εκκλησία να δίδεται αρχιερατική άδεια για την τέλεση δευτέρου γάμου στους χηρεύσαντες ιερείς.
Το λεπτό τούτο ζήτημα, κατόπιν εντολής της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εμελέτησαν οι καθηγητές της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, οι οποίοι διετύπωσαν τα συμπεράσματά τους σε ειδική έκθεση, όπου: α) ανέλυσαν την ιστορική έρευνα των κανόνων και των πολιτικών διατάξεων περί της διγαμίας ως κωλύματος της ιερωσύνης και της απαγορεύσεως του γάμου μετά την χειροτονία, β) εξέτασαν επίσης το δυνατόν ή μη της μεταβολής του εν τη Εκκλησία κρατούντος καθεστώτος με την θέσπιση νέου κανονικού πλαισίου, και γ) εάν η μεταβολή ή και μόνον η οικονομία είναι δυνατή, ποιος ο δικαιούμενος να μεταβάλει τον κείμενο κανόνα ή να κάνει χρήση της οικονομίας. Από τα καταγεγραμμένα στην ειδική έκθεση διεπιστώθη διαφορά γνωμών και απόψεων των μελών της επιτροπής, τα οποία όμως ανεγνώρισαν ότι το όλο ζήτημα θα ήταν δυνατόν να αντιμετωπισθεί υπό Οικουμενικής Συνόδου. Την ίδια άποψη με εκείνη των μελών της επιτροπής διετύπωσε και ο σοφός και μεμορφωμένος Μητροπολίτης Πρ. Νικομηδείας Φιλόθεος (Βρυέννιος) του οποίου την θεολογική τοποθέτηση εζήτησε ο αοίδιμος Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ΄, ενώ και ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, Αρχιμ. Δημήτριος Γεωργιάδης στην εμπεριστατωμένη μελέτη του: «Περί του γάμου των ήδη κληρικών» (πρώτου και δευτέρου) φαίνεται ομόφρων με τους παραπάνω στο ότι το όλο ζήτημα δεν άπτεται της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας και αν πρόκειται να μεταρρυθμιστεί το ισχύον καθεστώς, τούτο να γίνει με απόφαση Οικουμενικής Συνόδου, αλλά μέχρι της στιγμής εκείνης να εφαρμόσει η κάθε τοπική Εκκλησία τον θεσμό της οικονομίας. Την ίδια άποψη εξέφρασε στο περιοδικό «Εκκλησιαστική Αλήθεια» του έτους 1913 και ο τότε Αρχιμ. Χρύσανθος Φιλιππίδης (μετέπειτα Τραπεζούντος).
Από το έτος 1910 το όλο ζήτημα επανήλθε στο προσκήνιο κατά το έτος 1920, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Βελιγραδίου Δημήτριος απέστειλε σχετική επιστολή στον τότε Προύσης Δωρόθεο, Τοποτηρητή του Οικουμενικού Θρόνου προκειμένου να αναλάβει η Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως την επίλυση του όλου ζητήματος. Ανάλογη κρούση έκανε η Εκκλησία της Σερβίας και προς την Εκκλησία της Ελλάδος, όταν ο Επίσκοπος Ζίτσης Νικόλαος εζήτησε από τον τότε Μητροπολίτη Αθηνών Μελέτιο (Μεταξάκη) να λάβει θέση επί του φλέγοντος τούτου ζητήματος. Η Εκκλησία της Ελλάδος εν Συνόδω ήταν πρόθυμη να συμμετάσχει ενεργώς στην επίλυση του ζητήματος αλλά διά της συγκλήσεως Οικουμενικής Συνόδου.
Η διαφαινόμενη διστακτικότητα της Εκκλησίας της Ελλάδος ώθησε τον αοίδιμο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο (Αλεξιάδη) να ασχοληθεί διεξοδικά με το όλο ζήτημα και τα πορίσματά του δημοσιεύθηκαν στο αξιόλογο περιοδικό της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, «Γρηγόριος ο Παλαμάς». Ο Θεσσαλονίκης Γεννάδιος υπεστήριξε ότι είναι δυνατή η σύναψη γάμου μετά τη χειροτονία καθώς και η παντελής κατάργηση της καταναγκαστικής αγαμίας των Επισκόπων. Απεδέχθη επίσης την άποψη ότι είναι δυνατή η μεταβολή του αυστηρού θεσμού και ο κατ’ οικονομίαν δεύτερος γάμος των χηρευσάντων διακόνων και ιερέων θεωρώντας ότι πρώτιστα και αποκλειστικά αρμόδια για την μεταβολή αυτή «είναι η καθόλου Εκκλησία εν Οικουμενική Συνόδω συνερχομένη», αλλά και ότι οι αυτοκέφαλες Εκκλησίες μπορούν να προβούν στην μεταβολή αυτή, εφόσον η ανάγκη θα επέβαλλε αυτό, κατ’ οικονομίαν.
Τις απόψεις του Θεσσαλονίκης Γενναδίου επέκρινε, καταπολέμησε και αναίρεσε ο Μητροπολίτης Βεροίας Καλλίνικος, οπότε το όλο ζήτημα παρέμεινε σε στασιμότητα. Στο δε Πανορθόδοξο Συνέδριο, που συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη του 1923, ετέθη το ζήτημα από την Εκκλησία της Σερβίας αλλά απασχολούσε και τις Εκκλησίες της Ρουμανίας και της Ρωσίας. Έτσι, το Πανορθόδοξο Συνέδριο έκρινε βεβαίως ότι στο ζήτημα αυτό, λόγω και της ιδιαιτερότητος και σοβαρότητός του, έπρεπε να δοθεί οριστική λύση από Πανορθόδοξη Σύνοδο, απεφάνθη όμως ενθαρρυντικώς υπέρ του δευτέρου γάμου των χηρευσάντων διακόνων και ιερέων.
Άξιο μνείας είναι το γεγονός ότι ο ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Σωτήριος Βαρναλίδης κατά την αποφοίτησή του από την Θεολογική Σχολή της Χάλκης (1964) υπέβαλε αινέσιμη διατριβή με θέμα: «Ο Δεύτερος Γάμος των Κληρικών και ο μετά τη χειροτονίαν Γάμος», στην οποία ασχολήθηκε διεξοδικώς με το ζήτημα αυτό και έλαβε θετική θέση υπέρ του δευτέρου γάμου των εν χηρεία κληρικών.
Ύστερα από εκατό και πλέον έτη από τότε που ετέθη επισήμως από τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία (της Σερβίας) το ζήτημα του δευτέρου γάμου των εν χηρεία κληρικών και παρά τα όσα μεσολάβησαν για την αντιμετώπιση του ευαίσθητου, υπαρκτού και αντικειμενικά φλέγοντος αυτού θέματος, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι αυτό δεν περιλαμβάνεται στον επίσημο κατάλογο των προς συζήτηση θεμάτων της Πανορθοδόξου Συνόδου, η οποία πρόκειται να συγκληθεί, εκτός απροόπτου, κατά το έτος 2016 στην Κωνσταντινούπολη ύστερα από τις άοκνες και επίπονες προσπάθειες του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου. Το ζήτημα παραμένει ανοικτό και η Ορθόδοξη Εκκλησία θα πρέπει να το αντιμετωπίσει αποβλέπουσα πάντοτε στην πνευματική ωφέλεια του Ιερού κλήρου της.
Πηγή: Ενωμένη Ρωμηοσύνη
Η ιερωσύνη είναι μυστήριο, είναι αποστολή, είναι υπερφυσική διακονία, ουράνιο λειτούργημα, φορέας της αποκαλύψεως και μέσο συμβιβασμού του πεπερασμένου και πεπτωκότος γήινου κόσμου με το Θεό. Έχοντας ανθρώπους ως φορείς της και τους ανθρώπους διακονούσα, έχει εν τούτοις ουράνια την καταγωγή. Ενεργεί εδώ στη γη, η όψη της φαίνεται γήινη και ταπεινή, τα αποτελέσματά της όμως διαβαίνουν στους ουρανούς. Είναι μάλλον αγγελική και θα ταίριαζε περισσότερο στους αγγέλους, αλλά το ασύλληπτο σχέδιο του Θεού προώρισε και αυτήν να διακονείται από ανθρώπους. Μ’ ένα λόγο η ιερωσύνη είναι η διακονία της Χάριτος με την οποία ο Δημιουργός Θεός, με τις άκτιστες ενέργειές του, μεταδίδεται και μετέχεται από τα δημιουργήματά Του. Σαν τέτοια, λοιπόν, η ιερωσύνη δεν συγκαταλέγεται στα επαγγέλματα, που εφεύρε ο άνθρωπος. Μόνον με αυτήν έχει προορισθεί από το Θεό να πραγματοποιηθεί όλο το σχέδιο της σωτηρίας.«Προσχεδίασε να πραγματοποιήσει με το έργο του Χριστού στην καθορισμένη στιγμή, να ενώσει όλα, ουράνια κι επίγεια, στο πρόσωπο του Χριστού»(Εφεσ. α’ 10).
Πρώτη εμφάνιση της ιερωσύνης.
Από την εμφάνιση των πρωτοπλάστων διαπιστώνουμε την ύπαρξη της ιερωσύνης στα ειδικά λατρευτικά μέσα, με τα οποία ο άνθρωπος λάτρευε τον Θεό. Μέσα στην έμφυτη πίστη του ανθρώπου προς το θείο υπήρχε και η έννοια της ιερωσύνης σαν του κατ’ εξοχήν μέσου για την εκδήλωση λατρείας προς τον πιστευόμενο Θεό. Τούτο το εκμεταλλεύθηκε και ο διάβολος και μετάστρεψε τα αισθήματα αυτά του ανθρώπου σε πίστη και λατρεία, όχι προς τον αληθινό Θεό, αλλά προς αυτόν, με ποικίλες μορφές και σχήματα, υποκλέπτοντας έτσι τη λατρεία που ανήκει μόνο στον Θεό.
Στην προ του Νόμου περίοδο, την «περίοδο της παραδόσεως», την ιερωσύνη εξασκούσαν ευλαβή πρόσωπα ή οι αρχηγοί της οικογένειας και της φυλής. Οι πρώτοι, που αναφέρονται ότι πρόσφεραν θυσίες στον Θεό είναι οι υιοί του Αδάμ, Κάϊν και Άβελ. Σ’ αυτούς συνέβη και η γνωστή αδελφοκτονία λόγω της μη προτιμήσεως από τον Θεό του δώρου του πρεσβύτερου αδελφού για την επίμεμπτη προσφορά του, ένεκα της οποίας τον είχε ελέγξει ο Θεός: «Δεν γνωρίζεις ότι εάν μεν προσφέρεις δώρα ως θυσία στον Θεό, δεν προσφέρεις όμως καλά δώρα, αμαρτάνεις;»(Γεν. δ’ 6). Το στοιχείο αυτό της ιερωσύνης, σαν προσφοράς λατρείας προς τον Θεό, το συναντούμε στους απογόνους του Σηθ και ιδίως στον Ενώς και στους μετά από αυτόν συνεχιστές της θεοσέβειας, Καϊνάν, Μαλελεήλ και Ιάρεδ και προ παντός στον Ενώχ, ο οποίος ευαρέστησε στον Θεό και «είχε εξαφανιστεί, διότι τον μετέθεσε στους ουρανούς»(Γεν. ε’ 24). Για την προφητική ιδιότητα που σήμαινε και την ιερατική ιδιότητα του δίκαιου Ενώχ, αναφέρει όπως είναι γνωστό και ο Απόστολος Ιούδας στην επιστολή του (Ιούδα 14-15).
Στη συνέχεια βλέπουμε την ιερωσύνη στον Νώε ακόμα πιο φανερή: «Και έκτισε ο Νώε θυσιαστήριο στον Κύριο. Πήρε δε και πρόσφερε θυσία ολοκαυτώματος προς τον Θεό από όλα τα καθαρά κτήνη… Και ήταν η θυσία στον Κύριο τον Θεό οσμή ευωδίας· και είπε Κύριος ο Θεός: δεν θα καταραστώ πια τη γη εξ αιτίας του ανθρώπου»(Γεν. η’ 20-21). Η προφητική και ιερατική ιδιότητα είναι επίσης φανερή στην περίπτωση του δίκαιου και άμεμπτου Ιώβ, ιδίως όταν ο Θεός ελέγχει τον φίλο του Ελιφάζ τον Θαιμανίτη και τον παραπέμπει στη μεσιτεία του Ιώβ· «Αμάρτησες συ και οι δύο φίλοι σου… Τώρα δε λάβετε εφτά μοσχάρια και εφτά κριάρια και πηγαίνετε στο δούλο μου Ιώβ, και θα προσφέρει θυσία για σας. Ιώβ δε ο δούλος μου θα προσευχηθεί για σας» (Ιώβ μβ’ 7-8).
Μετά, τέλειο τύπο προφήτη και ιερέα συναντούμε στο πρόσωπο του Μελχισεδέκ σύγχρονου του Αβραάμ, τον οποίον ο Παύλος χαρακτηρίζει σαν τύπο και εικόνα του μεγάλου Αρχιερέα Χριστού. Στη συνέχεια έχουμε τον Αβραάμ, του οποίου η πίστη και θεοσέβεια απέσπασαν την θεία εύνοια και ευλογία και στον οποίο δόθηκαν οι επαγγελίες ότι «διά των απογόνων του θα ευλογηθούν όλες οι φυλές της γης». Σ’ αυτόν και στους απογόνους του Ισαάκ και Ιακώβ η ιερατική και προφητική ιδιότητα έλαβε πιο συγκεκριμμένη μορφή. Σ’ αυτούς δόθηκαν σαφέστερες αποκαλύψεις για την μελλοντική παρουσία του Νόμου και οι αινιγματώδεις προφητείες για τη σάρκωση του Θεού Λόγου. Τόσο ο Αβραάμ όσο και οι απόγονοί του, στις περιπετειώδεις μετακινήσεις τους στη γη Χαναάν, ίδρυαν στήλες και θυσιαστήρια και πρόσφεραν θυσίες στον Θεό, είτε ευχαριστώντας Τον για τις αποκαλύψεις Του ή τη σωτηρία που τους χάριζε, είτε παρακαλώντας Τον για βοήθεια και αντίληψη στις δυσκολίες τους.
Το συμπέρασμα είναι ότι η ιερωσύνη ήταν πάντοτε ο μόνος τρόπος επικοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό και μέσω αυτής αποκαλύπτονται οι θείες βουλές και αποφάσεις. Ας αναφέρουμε μια αξιοσημείωτη περίπτωση από την Γένεση μετά από μια θυσία που πρόσταζε ο Θεός τον Αβραάμ να προσφέρει. «Κατά δε το ηλιοβασίλεμα ήρθε έκσταση στον Άβραμ … και είπε ο Κύριος στον Άβραμ· μάθε ότι οι απόγονοί σου θα παροικήσουν σε ξένη γη, όπου θα γίνουν δούλοι και θα τους τυραννήσουν τετρακόσια χρόνια…Έπειτα θα φύγουν από εκεί και θα έρθουν εδώ με πολλά πλούτη»(ιε’ 9-14). Στο δισταγμό του Αβραάμ ή μάλλον στην ερώτησή του: «Πώς θα γνωρίζω ότι θα κληρονομήσω αυτήν τη γη(τη γη της επαγγελίας);», διατάχθηκε από τον Θεό να προσφέρει θυσία και μετά την ιεροτελεστία του δόθηκε η αποκάλυψη. Μάλιστα, σε μια υπέρτατη έξαρση πίστεως και θεοσέβειας δεν προσφέρθηκε να θυσιάσει και τον ίδιο τον υιό του, όταν τον δοκίμαζε σχετικά ο Θεός; Γι’ αυτό αξιώθηκε ν’ ακούσει από τον Θεό το πλήρωμα της επαγγελίας, που του δόθηκε με όρκο, και η οποία πραγματοποιήθηκε στο πρόσωπο του εκ του σπέρματός του σαρκωθέντος Λόγου του Θεού. Ο θεσμός λοιπόν της ιερωσύνης αποδεικνύεται ότι ήταν πάντοτε απαραίτητος σαν μέσο επικοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό.
Δεύτερη περίοδος της ιερωσύνης: η του Μωσαϊκού Νόμου.
Στην περίοδο του Μωσαϊκού Νόμου που ακολουθεί, όλοι μας γνωρίζουμε τις λεπτομέρειες και την έκταση που έλαβε η ιερωσύνη. Η ιερωσύνη και η προφητεία, άσχετα με το ποιά προηγείτο και ποιά ακολουθούσε, ήσαν αλληλένδετες και γι’ αυτό συνέβαινε να υπάρχουν ταυτόχρονα. Και η μεν προφητεία συχνά ήταν σπάνια λόγω της αποκλίσεως των Ισραηλιτών από την ορθή λατρεία του Νόμου, η ιερωσύνη όμως ποτέ δεν σταμάτησε. Ήταν μάλιστα η πρώτη τους πάντα φροντίδα, μετά από τις εθνικές συμφορές και ταλαιπωρίες, να ανασυγκροτήσουν το ιερό και τη θυσία. Αυτή την μέριμνα διαπιστώνουμε και στην προσευχή των τριών Παίδων, τον καιρό της Βαβυλωνείου αιχμαλωσίας: «Διότι δεν υπάρχει αυτόν τον καιρό ούτε άρχοντας και προφήτης, και ηγούμενος, ούτε ολοκαύτωμα, ούτε θυσία, ούτε προσφορά, ούτε θυμίαμα, ούτε θυσιαστήριο να προσφέρουμε θυσία για να βρούμε έλεος από σένα».
Στον Ισραήλ η ιερωσύνη δεν περιορίστηκε μόνο στο λατρευτικό και τελετουργικό τομέα, αλλ’ επεκτάθηκε και στο διοικητικό και εθνικό τομέα. Ας θυμηθούμε τον Μωυσή, ο οποίος υπήρξε και Μεσίτης μεταξύ Θεού και Εβραίων και Εθνάρχης και στρατηγός και νομοθέτης, ιδιότητες που, όταν άλλοι ομόφυλοί του της Λευϊτικής φυλής θέλησαν να συμμερισθούν, επιτιμήθηκαν και παιδεύτηκαν από τον Θεό διότι νόμισαν την ιερωσύνη ανθρώπινη ιδιότητα. Αυτοί ήσαν οι περί τον Δαθάν και Αβειρών και Κορέ. Το ίδιο έπαθε και ο βασιλέας του Ισραήλ Ιωσίας, όταν επιχείρησε να προσφέρει ο ίδιος θυσία αντί του ορισμένου από το Νόμο ιερέα, και έγινε αμέσως λεπρός. Ο ζήλος και η πρόνοια του Θεού για την προάσπιση της ιερωσύνης και των λειτουργών της εκφράζεται με τα θεία λόγια. «Μην αγγίζετε τους αγίους μου και μη κάνετε τίποτε το κακό στους προφήτες μου» (Α’ Παραλειπ. ις’ 22).
Η κλήση του Μωυσή εκεί στη φλεγόμενη βάτο, όπου χρίσθηκε από τον Θεό ηγέτης και προφήτης, αποτελεί απόδειξη της θείας οικονομίας και του θείου θελήματος ότι μέσω της ιερωσύνης θα γινόταν και θα συνεχιζόταν η θεία αποκάλυψη και όλη η συγκατάβαση του Θεού και επικοινωνία με τον άνθρωπο. Οι διάδοχοι του Μωυσή, Ιησούς του Ναυή πρώτα και οι Κριτές ύστερα, ήσαν οι συνεχιστές της εφαρμογής του θείου θελήματος το οποίον ήταν να διοικούνται οι Ισραηλίτες, σαν περιούσιος λαός, από τον ίδιο τον Θεό μέσω της ιερατικής και προφητικής τάξεως. Απόδειξη η θεία δυσαρέσκεια, όταν οι Ισραηλίτες, παρά τη διαδικασία διακυβερνήσεως που καθόριζε ο Θεός, ζήτησαν βασιλέα αντί των Κριτών: «Και είπε ο Κύριος προς τον Σαμουήλ: με αυτό το αίτημά τους δεν περιφρονούν εσένα, αλλά εμένα, επειδή δεν θέλουν να βασιλεύω εγώ σ’ αυτούς»(Α’ Βασιλ. η’ 7).
Το τελευταίο παράδειγμα που θα αναφέρουμε από την περίοδο του Νόμου σχετικά με το θείο υπούργημα της Ιερωσύνης είναι η παραγγελία του Μωυσή προς τον Ισραήλ να αναμένει και να δεχθεί τον μέλλοντα Μεσσία και λυτρωτή υπό το σχήμα και το όνομα του προφήτη: «Κύριος ο Θεός σου θα αναδείξει ανάμεσα από τους αδελφούς σου Ισραηλίτες ένα προφήτη σαν εμένα· σ’ αυτόν πλέον θα υπακούετε»(Δευτ. ιη’ 15). Έτσι φθάνουμε στη νέα περίοδο της Χάριτος, όπου, στο πρόσωπο του Μεσσία, συναντούμε το χρίσμα του ιερέα και προφήτη στον υπέρτατο βαθμό.
Τρίτη περίοδος της ιερωσύνης: η της Χάριτος.
Πράγματι, όσο κι’ αν ο θεσμός της ιερωσύνης βρίσκεται σε εξέλιξη και έξαρση στον Μωσαϊκό Νόμο, όταν έλθουμε στην περίοδο της Χάριτος (δηλ. στη Χριστιανική εποχή) θα διαπιστώσουμε ότι δεν ήταν μέχρι τότε παρά μια σκιά, ένα αντίτυπο της πραγματικής ιερωσύνης και διαφέρει από αυτήν όσο διαφέρουν οι πραγματικότητες από τα σύμβολα που τις εικονίζουν. Το πραγματικό νόημα της ιερωσύνης και η καθολική της θέση και αποστολή ολοκληρώθηκε στη νέα αυτή περίοδο της Χάριτος, όπου έδωσε την μαρτυρία της ο Κύριός μας Ιησούς ως αιώνιος Αρχιερέας και Ποιμένας. Επεκτείνοντας ο Χριστός την αρχιερατική Του ιδιότητα στους αιώνες, μετάδωσε και στους πιστούς Του τη χάρη και ευλογία να παραμένουν αιωνίως «βασίλειον ιεράτευμα» στην ουράνιά Του βασιλεία.
Ο Σωτήρας μας Ι. Χριστός, ως «Αρχιερέας κατά την τάξη Μελχισεδέκ», «που πρόσφερε μια θυσία για τις αμαρτίες», παραμένει αιωνίως ως ο μόνος Μεσίτης Θεού και ανθρώπων, «αρχιερέας των μελλόντων αγαθών», «των αγίων λειτουργός και της σκηνής της αληθινής» (Εβρ. στ’ 20. η’ 2. θ’ 11. ι’ 12 κ.ά.) (Α’ Τιμ. β’ 5).
Ιδρύοντας ο Κύριός μας την Εκκλησία Του, βλέπουμε ότι είχε σαν πρώτο του μέλημα την καθιέρωση, διά των Αποστόλων Του, του θεσμού της ιερωσύνης σαν πρώτης βάσεως, η οποία και με τους διαδόχους τους συνεχίζεται μέχρι σήμερα και θα συνεχίζεται μέχρι συντέλειας των αιώνων. Έτσι, όταν ο Κύριός μας άρχισε το δημόσιο έργο του, εξέλεξε «και διόρισε δώδεκα, τους οποίους και ονόμασε “αποστόλους”, για να είναι μαζί του και για να τους αποστέλλει να κηρύττουν και να έχουν εξουσία να βγάζουν τα δαιμόνια» (Μάρκ. γ’ 14-15). Μαζί με τις δυνάμεις αυτές της θαυματουργίας και των ιάσεων, τους έδινε και ποιμαντικές δυνάμεις και ιδιότητες, που συνιστούν απαραίτητο στοιχείο της αποστολικοϊερατικής εξουσίας. «Μετά δε ανέδειξε ο Κύριος και άλλους εβδομήντα (αποστόλους)», στους οποίους μετάδωσε τη δική του εξουσία ώστε να τους λέει: «Όποιος ακούει εσάς ακούει εμένα και όποιος απορρίπτει εσάς απορρίπτει εμένα»(Λουκ. ι’ 16). Τους μαθητές αυτούς και Αποστόλους του, ο Κύριος, τους δίδασκε ιδιατέρως και τους αποκάλυπτε τα μυστήρια της θείας οικονομίας, τα βαθύτερα νοήματα της ευδοκίας του Πατρός, το μυστήριο της θείας Του κενώσεως, αναδεικνύοντας έτσι την ιερωσύνη την οποίαν μετάδωσε στους μαθητές του σαν το κατ’ εξοχήν λειτούργημα της θείας αποκαλύψεως για τον αγιασμό των ανθρώπων. Αργότερα, την ημέρα της Αναστάσεως, μετάδωσε σ’ αυτούς το Πνεύμα το Άγιο και εξουσία του «δεσμείν και λύειν», αποστέλλοντάς τους στο έργο που τους ανέθεσε, «καθώς με έχει αποστείλει ο Πατέρας κι εγώ στέλνω εσάς» (Ιω. κ’ 21). Μεταβίβασε έτσι σ’ αυτούς τη δική Του εξουσία, πράγμα που σημαίνει την παράταση της θείας Του σαρκώσεως και παρουσίας μέσα στον κόσμο.
Η έναρξη της ιερωσύνης, στην περίοδο της Χάριτος, ως θείου μυστηρίου, συναντάται στο πρόσωπο του «μεγαλύτερου των προφητών», Προδρόμου και Βαπτιστή Ιωάννη. Ο μέγιστος αυτός προφηταπόστολος, αφού σφράγισε τον παλαιό Νόμο των συμβόλων και των σκιών, φανέρωσε τον αναμενόμενο Μεσσία, εγκαινίασε την παρουσία της Εκκλησίας σαν της ακατάλυτης και αιώνιας βασιλείας του Θεού, έδειξε την οδό που οδηγεί σ’ αυτήν, που είναι η μετάνοια και θεμελίωσε το πρώτο μυστήριο, το θείο βάπτισμα που εισάγει σ’ αυτήν. Τελείωσε την θεία του αποστολή με το βάπτισμα του Κυρίου μας Ι. Χριστού, «αν και δεν χρειαζόταν καθαρισμό», ενεργώντας έτσι στην αποκάλυψη του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος που αποτελεί τη βάση της αληθινής πίστεως και στο οποίο κάθε βαπτιζόμενος υποχρεούται να πιστεύει, αποδεικνύοντας έτσι τη δογματική —ας την ονομάσουμε— θέση που κατέχει η ιερωσύνη μέσα στα πλαίσια της θείας αποκαλύψεως και της κοσμοσωτηρίου οικονομίας. Μετά την παράδοση και τελείωση του Ιωάννη του Βαπτιστή, οι θείοι Απόστολοι παρέλαβαν κατά τρόπο πιο επίσημο την ιερωσύνη από τον Κύριό μας, την οποίαν και μεταβίβασαν στους διαδόχους τους, τους Επισκόπους και πρεσβυτέρους της Εκκλησίας, οι οποίοι είναι οι μέχρι της συντελείας των αιώνων συνεχιστές του έργου τους.
Σαν προσδιορισμό της ιερωσύνης, μπορούμε να πούμε ότι αυτή αποτελεί ένα στοιχείο της ουσίας της Εκκλησίας, το οποίο προσδίδει στους νόμιμους λειτουργούς της μια ειδική δύναμη και εξουσία να επιτελούν τα θεία μυστήρια, να ερμηνεύουν την θεία αποκάλυψη και να διακονούν στην οικονομία της σωτηρίας που πραγματοποιεί μεταξύ των ανθρώπων ο Κύριος μας Ι. Χριστός.
Η Εκκλησία, με τη συνεχιζόμενη παρουσία του ιδρυτού της Κυρίου μας Ι. Χριστού ως κεφαλής της, αλλά και με την αδιάλειπτη ενέργεια του Αγίου Πνεύματος που την κυβερνά και την οδηγεί στον τελικό της προορισμό, αποτελεί επέκταση της θείας σαρκώσεως. Συνεχίζοντας η Εκκλησία το έργο του Χριστού πάνω στη γη κάνει τους πιστούς να το οικειοποιούνται και, αν και βρίσκονται ακόμα στον αγώνα σαν «πάροικοι και παρεπίδημοι», να έχουν τη βεβαιότητα για τα επαγγελλόμενα αγαθά, ώστε να μην αισθάνονται «ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίτες των αγίων και οικείοι του Θεού» (Εφεσ. β’ 19).
Αυτή η οικειοποίηση του έργου του Κυρίου μας εκ μέρους των πιστών επιτυγχάνεται μέσα στην Εκκλησία με τα διάφορα λειτουργήματα της ιερωσύνης, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προέκταση των μεσσιανικών ιδιοτήτων του Σωτήρα μας Χριστού ως Προφήτου, Αρχιερέως και Βασιλέως και οι οποίες μεταβιβάσθηκαν από τον ίδιο στους μαθητές Του και απ’ αυτούς στους διαδόχους τους. Οι διακονίες αυτές που ονομάσαμε λειτουργήματα είναι: το κήρυγμα του θείου Λόγου, που αποτελεί τη μετάδοση της αλήθειας του θείου θελήματος το οποίο αποκαλύφθηκε στο πρόσωπο του Χριστού, περί των θείων μυστηρίων και της πανσόφου οικονομίας του Θεού. Είναι ακόμα ο αγιασμός, που ενεργοποιεί διά των γενικών και των ειδικών μέσων της Χάριτος και των μυστηρίων, τη δωρεά και απολύτρωση από το Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού. Είναι επίσης η διακυβέρνηση και καθοδήγηση των ψυχών των πιστών για την επάξια συμμετοχή στους καρπούς του Πνεύματος, ώστε με αυτό τον τρόπο φωτιζόμενοι και αγιαζόμενοι να είναι ικανοί να ανταποκρίνονται στην προς τον Θεό και τον πλησίον αγάπη. Όλα αυτά και οτιδήποτε άλλο ενεργείται προς οικειοποίηση του σωτηριώδους έργου του Χριστού, επιτυγχάνεται μόνο με την «μεσιτεία» της ιερωσύνης.
Για την μεγάλη αξία και υψηλή θέση της ιερωσύνης ας αναφέρουμε μερικά χαρακτηριστικά λόγια του μεγάλου ιεράρχου Ιωάννου Χρυσοστόμου: «Η ιερωσύνη τελείται μεν στη γη, ανήκει όμως στην τάξη των επουρανίων ταγμάτων». «Διότι όσοι κατοικούν και ζουν στη γη, τους δόθηκε το δικαίωμα να διοικούν τα ουράνια και πήραν εξουσία που ο Θεός δεν την έδωσε ούτε σε αγγέλους ούτε σε αρχαγγέλους». «Ποιά εξουσία είναι μεγαλύτερη απ’ αυτήν; Ο Πατέρας έδωσε στον Υιό όλη την εξουσία να κρίνει τους ανθρώπους· βλέπω δε αυτήν να την έχει δώσει όλη στα χέρια των ιερέων ο Υιός». Γι’ αυτό σε μια άλλη ομιλία του τονίζει ότι «αυτός που έλαβε την ιερωσύνη είναι ανώτερος από αυτόν που έχει βασιλική εξουσία».
Από αυτά είναι φανερό ότι η ιερωσύνη είναι κάτι το ασύγκριτο, γιατί πηγάζει από τον Θεάνθρωπο Κύριό μας, ο οποίος μεταδίδει την ιδιότητά Του αυτή στους μαθητές Του που προχειρίστηκαν συμμέτοχοι στην ιερωσύνη Του, για τη συνέχιση του έργου Του: «Καθώς απέστειλες εμένα στον κόσμο κι εγώ απέστειλα αυτούς στον κόσμο… Κι εγώ τη δόξα που μου έχεις δώσει, τους την έχω δώσει» (Ιω. ιζ’ 18,22).
Ο Απ. Παύλος, έχοντας αυτά υπ’ όψιν γράφει· «Και αυτός έδωσε άλλους αποστόλους, άλλους προφήτες, άλλους ευαγγελιστές, άλλους ποιμένες και δασκάλους, με σκοπό τον καταρτισμό των αγίων σε έργο διακονίας, για την οικοδομή του σώματος του Χριστού»(Εφεσ. δ’ 10-12). Είναι λοιπόν η ιερωσύνη μια θεία διακονία και αποστολή που ενσαρκώνει όλη τη δύναμη και χάρη και εξουσία του Θεανθρώπου Σωτήρα Χριστού για τη συνέχιση του σωτηριώδους έργου του σ’ όλες τις εποχές και σ’ όλες τις γενεές.
Ο Κύριός μας, όπως γνωρίζουμε, μετά την ανάστασή Του και πριν την ανάληψή Του «ενεφύσησε» στους μαθητές Του τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και τρόπον τινά τους «χειροτόνησε», τους έδωσε την ιερατική εξουσία για να συνεχίσουν το έργο Του. Η τελείωσή τους όμως στην ιερωσύνη, η οποία θα τους επέτρεπε να αναλάβουν σ’ όλο τον κόσμο το σωτηριώδες αυτό έργο, έγινε την ημέρα της Πεντηκοστής. «Παράγγειλε σ’ αυτούς να μην αποχωρούν από τα Ιεροσόλυμα, αλλά να περιμένουν την υπόσχεση του Πατέρα που ακούσατε από εμένα… αλλά θα λάβετε δύναμη, όταν έρθει το Άγιο Πνεύμα πάνω σας…» (Πράξ. α’ 4. 8).
Η κάθοδος αυτή του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής αποτέλεσε το χρίσμα για ολόκληρη την Εκκλησία, ιδιαίτερα όμως το χρίσμα της εκλογής και αναδείξεως των πρώτων λειτουργών της, των Αποστόλων. Η «γλωσσοπυρσόμορφος» χάρις που επαναπαύθηκε στις κεφαλές των Αποστόλων είναι η ίδια χάρις που επέρχεται και σήμερα κατά την Επισκοπική χειροθεσία, η οποία τελειοποιεί τον χειροτονούμενο στην αποστολή του. Πράγματι, τη μεταβολή και τελείωση αυτή τη βλέπουμε καθαρά στην περίπτωση των Αποστόλων, οι οποίοι «και γέμισαν όλοι Πνεύμα Άγιο και άρχισαν να λαλούν άλλες γλώσσες καθώς το Πνεύμα τούς έδινε να εκφράζονται»(Πράξ. β’ 4). Αφού προχειρίστηκαν κήρυκες ολόκληρου του κόσμου, τους δόθηκε και το απαραίτητο για το σκοπό αυτό εφόδιο, η γλωσσολαλιά, αλλά και άλλα χαρίσματα της προφηταποστολικής ιδιότητάς τους. Την πρώτη χρήση αυτής της εξουσίας τους έκαναν οι Απόστολοι εκείνες τις ημέρες μπροστά στα πολυεθνικά πλήθη της Ιερουσαλήμ, κηρύττοντας στη γλώσσα του καθενός τα μεγαλεία του Θεού (Πράξ. β’ 1-47).
Η ιερωσύνη αυτή που δόθηκε από τον Κύριο στους Αποστόλους έπρεπε να συνεχίζεται μέχρι συντελείας των αιώνων, διότι αποτελεί, όπως είδαμε, αναγκαία λειτουργία του σωτηριώδους έργου της Εκκλησίας. Γι’ αυτό οι Απόστολοι καθιέρωσαν διαδόχους και συνεχιστές του έργου τους, χειροτονώντας σε κάθε πόλη και χώρα Επισκόπους και Πρεσβυτέρους (Πράξ. ιδ’ 23), σύμφωνα εξ άλλου με το θέλημα του Κυρίου (Εφεσ. δ’ 10-12, Α’ Κορ. ιβ’ 28).
Όπως είδαμε, ο Κύριος μας Ι. Χριστός είναι ο μέγας και αιώνιος Αρχιερέας, και σαν τέτοιος κατέχει το πλήρωμα της ιερωσύνης, είναι ο μόνος ιερέας με την απόλυτη έννοια του όρου. Οι ιερείς της Εκκλησίας (οι Απόστολοι και οι διάδοχοί τους ύστερα) δεν έχουν από μόνοι τους την ιερωσύνη, αλλά μετέχουν στην Αρχιερωσύνη του Χριστού.
Η ιερωσύνη σαν μυστήριο είναι μία και ενιαία, αλλά διακρινόμενη από την άποψη των πολλαπλών της λειτουργημάτων υπάρχει σε τρεις κυρίως βαθμούς: του Διακόνου, του Πρεσβύτερου και του Επίσκοπου. Ο Επίσκοπος, που κατέχει τον τρίτο και ανώτερο βαθμό, αποτελεί την εικόνα του Αρχιερέα Χριστού και των Αποστόλων και κατέχει το επί της γης πλήρωμα της ιερατικής εξουσίας. Στη χάρη αυτή της αρχιερωσύνης του Επισκοπικού βαθμού περιέχονται και οι άλλοι δύο βαθμοί της ιερωσύνης (του πρεσβύτερου και διακόνου)· γι’ αυτό ο Επίσκοπος μπορεί να τελεί όλα τα ποιμαντικά και διδακτικά καθήκοντα. Ο πρεσβύτερος πάλι, πραγματοποιεί με τη χάρη της ιερωσύνης του, όλα τα μυστήρια και όλες τις ιεροτελεστίες εκτός από τη χειροτονία και χειροθεσία, τον εγκαινιασμό ναού, τον καθαγιασμό του αγίου Μύρου (το οποίο όμως μπορεί να μεταδίδει), και την εξομολόγηση, το έργο της οποίας εξασκεί μετά από ειδική άδεια του Επίσκοπου.
Όσον αφορά τους διακόνους, είναι γνωστή η από τους Αποστόλους εκλογή και χειροτονία των επτά Διακόνων (Πράξ. στ’ 1-6). Το έργο τους, αν και στην αρχή ήταν η «διακονία των τραπεζών» (δηλ. η διανομή των τροφών και βοηθημάτων), ήταν εν τούτοις συνυφασμένο με την «κλάση του άρτου», δηλ. την θεία Ευχαριστία, και άλλα πνευματικά λειτουργήματα. Βλέπουμε π.χ. τον Στέφανο να κηρύττει τον θείο λόγο και να πεθαίνει μαρτυρικά γι’ αυτόν, τον δε Φίλιππο να ευαγγελίζεται τον Χριστό και να βαπτίζει τον ευνούχο της βασιλίσσης Κανδάκης (Πράξ. ζ’ και η’). Σε επιστολές εξάλλου του Παύλου είναι φανερό ότι οι διάκονοι εκπλήρωναν καθήκοντα που απέρρεαν από την ιερωσύνη. Τούτο επιβεβαιώνεται και από τους άμεσους διαδόχους των Αποστόλων, όπως π.χ. τον Ιγνάτιο τον Θεοφόρο. Τα καθήκοντα αυτά συνίσταντο στο να βοηθούν το έργο του πρεσβύτερου και του Επισκόπου στην τέλεση των θείων μυστηρίων, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα.
Ο Θεσσαλονίκης Συμεών προσδιορίζει ως εξής, κατά την ορθόδοξη μυσταγωγική παράδοση, τις μεταξύ των τριών βαθμών της ιερωσύνης διακρίσεις: ο Επίσκοπος, λέει είναι εικόνα του Θεού και μετά απ’ αυτόν ο πρεσβύτερος, και για τα άλλα χαρίσματα, και επειδή τελεί τη θεία Ευχαριστία. Ο Επίσκοπος λοιπόν είναι εικόνα του Πατέρα των Φώτων, από τον οποίον πηγάζει κάθε αγαθό και κάθε τέλειο δώρο, και για όλα αυτά μεταδίδει φωτισμό. Ο πρεσβύτερος προτυπώνει τις υπέρτερες τάξεις και είναι δεύτερο φως, μεταδίδει και τελεί τα μυστήρια, και γι’ αυτό λέγεται και τελεστικός. Ο διάκονος δε είναι η τρίτη τάξη και προτυπώνει τους λειτουργικούς αγγέλους, οι οποίοι αποστέλλονται σ’ όσους θα κληρονομήσουν τη σωτηρία, και γι’ αυτό κήρυκας και ετοιμάζων, και λειτουργικός ονομάζεται.
Στον καθένα από τους τρεις βαθμούς της ιερωσύνης διακρίνουμε και ορισμένα αξιώματα ή οφφίκια, τα οποία είναι διοικητικής φύσεως, τιμητικά και όχι δογματικά, και γι’ αυτό δεν μεταβάλλουν την ουσία κάθε βαθμού. Έτσι, ο βαθμός του διακόνου περιλαμβάνει τις διακρίσεις του αρχιδιακόνου, του δευτερεύοντος και του τριτεύοντος. Ο του πρεσβύτερου περιλαμβάνει τις διακρίσεις του πρωτοπρεσβύτερου, του οικονόμου, του μεγάλου οικονόμου, του συγγέλλου, του πρωτοσυγγέλλου, του αρχιμανδρίτου, του μεγάλου πρωτοσυγγέλλου κλπ. Τέλος, ο βαθμός του Επισκόπου περιλαμβάνει το αξίωμα του βοηθού Επισκόπου, όταν αυτός υπάγεται διοικητικά σε άλλον Επίσκοπο, του Μητροπολίτου, όταν δεν υπάγεται σε άλλον Επίσκοπο, του Αρχιεπισκόπου και του Πατριάρχη. Ο τελευταίος είναι ανεξάρτητος από όλους τους άλλους και σ’ αυτόν υπάγονται οι λοιποί Μητροπολίτες και βοηθοί Επίσκοποι που βρίσκονται στην περιοχή του Πατριαρχικού κλίματος, αποτελώντας ανεξάρτητη και «αυτοκέφαλη» Εκκλησία.
Η διάκριση μεταξύ Επισκόπου και πρεσβύτερου κατά την αποστολική εποχή ήταν κάπως ασαφής, κι αυτό διότι τότε πραγματικοί επίσκοποι ήσαν οι Απόστολοι. Όταν οι Απόστολοι διασκορπίστηκαν σε διάφορους τόπους και ίδρυαν χριστιανικές εκκλησίες, χειροτονούσαν παντού πρεσβυτέρους, τους οποίους συχνά ονόμαζαν επισκόπους, για τις συνήθεις αγιαστικές και ποιμαντικές ανάγκες. Επίσκοποι όμως στην κυριολεξία ήσαν οι Απόστολοι, οι οποίοι είχαν τη γενική πρόνοια της Εκκλησίας. Όταν η Εκκλησία εξαπλώθηκε και οι Απόστολοι δεν μπορούσαν να εξασκούν παντού προσωπική παρακολούθηση και διοίκηση, φρόντιζαν να μεταβιβάζουν την αποστολική εξουσία τους σε άλλα κατάλληλα πρόσωπα, στα οποία μεταβίβαζαν τη Χάρη της Αρχιερωσύνης, και τα οποία έγιναν διάδοχοί τους στο Επισκοπικό αξίωμα. Τέτοιοι ήσαν ο Τιμόθεος στην Έφεσο κι ο Τίτος στην Κρήτη.
Όρισμένα πρόσωπα επίσης, απ’ ότι φαίνεται από τις επιστολές του Παύλου, αποστέλλονταν και ενεργούσαν εν ονόματι των Αποστόλων, όταν η προσωπική παρουσία των τελευταίων ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατη: π.χ. ο Τιμόθεος, ο Επαφρόδιτος, ο Άρχιππος κ.ά. (Φιλιπ. β’ 19-30. Κολ. δ’ 17 κ.ά.). Στους απεσταλμένους αυτούς φαίνονται τα πρώτα δείγματα του ειδικού επισκοπικού αξιώματος που διακρίνεται σαφώς από το του πρεσβύτερου. Το αξίωμα αυτό των εκτάκτων απεσταλμενων των Αποστόλων έλαβε σταδιακά την μόνιμη Επισκοπική ιδιότητα, όπως συνέβη με τον Τιμόθεο στην Έφεσο και τον Τίτο στην Κρήτη. Η εξέλιξη αυτή σε τοπικό επίσκοπικό αξίωμα παρουσιάσθηκε και πιο νωρίς, στην εκκλησία των Ιεροσολύμων όπου, σύμφωνα με αξιόπιστες μαρτυρίες, ο αδελφόθεος Ιάκωβος έγινε ο πρώτος Επίσκοπός τους.
Τέλος η διάκριση αυτή των τριών βαθμών της ιερωσύνης, εκτός από τις αγιογραφικές μαρτυρίες, κατοχυρώνεται και από ολόκληρη την εκκλησιαστική μας παράδοση, και ιδιαίτερα, από τους αποστολικούς πατέρες Ιγνάτιο τον Θεοφόρο και Πολύκαρπο Σμύρνης. Αργότερα όλα όσα αφορούσαν την ιερωσύνη καθορίστηκαν με περισσότερη ακρίβεια από τις Οικουμενικές Συνόδους, οι οποίες ρύθμισαν λεπτομερώς τη δομή της ιερωσύνης, ώστε να υπάρχει σήμερα η πρέπουσα ευταξία και να επιτελειται κανονικά το έργο της Εκκλησίας. Έτσι, ενώ στην πρώτη Εκκλησία η ορολογία ήταν συχνά κοινή —όπως είδαμε οι πρεσβύτεροι ονομάζονταν συχνά και επίσκοποι, αλλά και οι Απόστολοι ονόμαζαν καμία φορά τον εαυτό τους «συμπρεσβύτερο» (Α’ Πέτρ. ε’ 1) και «διάκονο» (Α’ Κορ. γ’ 5. Β’ Κορ. γ’ 6. στ’ 4 κ.ά.)— τελικά η Εκκλησία καθόρισε το ζήτημα με την πρέπουσα ακρίβεια, όπως το βλέπουμε σήμερα.
Αυτά λοιπόν για το θείο μυστήριο της ιερωσύνης που καμμιά άλλη τάξη ή αποστολή δεν μπορεί να αντικαταστήσει. Είναι ένα μυστήριο που κατεβάζει τον ουρανό στη γη και που ανεβάζει τη γη (την θεανθρωποποιηθείσα από τον Χριστό φύση του Αδάμ) υπεράνω των ουρανών. Είναι μια διακονία που ενσαρκώνει όλη τη χάρη και εξουσία του Σωτήρα μας Χριστού και συνεχίζει το έργο Του μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας. Η Αγία Γραφή και ιδιαίτερα ο Απ. Παύλος μας μιλούν συχνά για το μεγαλείο της και για τις ιδιότητες και τα καθήκοντα που πρέπει να χαρακτηρίζουν τους λειτουργούς της. Αρκεί να μελετήσει κάποιος μεταξύ άλλων τις Α’ και Β’ προς Τιμόθεον και την προς Τίτον επιστολή του Απ. Παύλου, αλλά και άλλα κείμενα, όπως Πράξ. ιδ’ 23, κ’ 28 κ.ά., Ίακ. ε’ 14 κ.ά.
Πηγή: (Γέροντος Ιωσήφ, Λόγοι Παρακλήσεως, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 15, σ. 303-318 σε νεοελληνική απόδοση), Ι.Μ. Μονή Βατοπαιδίου
Α] Ο Κύριος όχι σπάνια πήγαινε και σε σπίτια Φαρισαίων για γεύμα ή για δείπνο ανάλογα. Πρώτα, πρέπει να πούμε, ότι δεν πήγαινε ποτέ ακάλεστος ο Χριστός. Χαρακτηριστικό - και φαινομενικά αντίθετο – φαίνεται να είναι το παράδειγμα με τον Αρχιτελώνη Ζακχαίο. Εκεί, ναι μεν δεν τον κάλεσε τον Χριστό μας ο Ζακχαίος, αλλά ο Καρδιογνώστης Χριστός ανταποκρίθηκε στη βαθύτερη επιθυμία του επίσημου εφοριακού, που ποθούσε και ζητούσε να δεί τον Ιησού από κοντά. Τη συνέχεια βέβαια την ξέρουμε...
Συμβολική επίσης - αλλά και ουσιαστική - είναι η εικόνα της Ιεράς Αποκαλύψεως που παρουσιάζει τον Χριστό να στέκεται έξω από την πόρτα ενός σπιτιού, μιας καρδιάς, και να χτυπά να Του ανοίξουν. Δεν παραβιάζει κλειστές πόρτες ο Ιησούς.
Ο Ίδιος δεν είπε στους μαθητές Του, ότι αν σας διώχνουν από μια πόλη να πηγαίνετε σε άλλη και να τινάζετε και τη σκόνη από τα υποδήματά σας; Αυτός δεν είπε ότι αν σας φιλοξενήσει κάποιος στο σπίτι του, εκεί να μένετε και να μη τριγυρνάτε από σπίτι σε σπίτι και παρουσιάζεστε έτσι άστατοι, αχόρταγοι και ενοχλητικοί, επιβαρύνοντας τους άλλους ανθρώπους; Ασφαλώς, ναι!
Άρα ο Χριστός όχι μόνο σέβεται την ελευθερία των άλλων, αλλά είναι διακριτικός και ευγενικός. Αυτό βέβαια είναι ένας κόλαφος για όσους ξημεροβραδιάζονται σε ξένα σπίτια και μπαινοβγαίνουν σε αυλές και σε ώρες ακατάλληλες και δεν ξεκολλάνε, τη στιγμή μάλιστα που η άλλη οικογένεια καίγεται από δουλειές, έχει μικρά παιδιά και δεν μπορεί να σηκώσει όλο αυτό το βάρος οικονομικά, πρακτικά και διατροφικά.
Β] Το ερώτημα λοιπόν είναι, γιατί πήγαινε ο Ιησούς σε ανθρώπους δεληλωμένους από πριν αντίθετους με Αυτόν; Ωραία, δεν πήγαινε ακάλεστος, αλλά γιατί πήγαινε;
1. Προφανώς πήγαινε, γιατί όλοι οι άνθρωποι είναι πλάσματα του Θεού. Ένας μάλιστα που καλεί τον Χριστό ή κάποιον εκπρόσωπό του, δείχνει ότι δεν είναι φανατικός. Κάτι καλό λοιπόν μπορεί να βγεί. Ύστερα ο Χριστός μας μπορεί να μη ήταν αδιάκριτος, αλλά δεν ήταν και ακατάδεχτος.
2. Σε τέτοιες ευκαιρίες ευρίσκονταν και άλλοι καλοδιάθετοι άνθρωποι που ήθελαν να δούνε και να ακούσουν τον Χριστό, ίσως από περιέργεια, μπορεί και από ενδιαφέρον. Ο Χριστός μας το είπε στη φιλοξενία και στο τραπέζι στο σπίτι του τελώνη Ματθαίου μετά την κλήση του, ότι “ανάγκη δεν έχουν οι υγιείς, αλλά οι άρρωστοι και ότι ο Χριστός ήρθε να αναζητήσει και να σώσει το χαμένο πρόβατο. Ο Χριστός είναι συμπαθής προς όλους και συμπάθεια πρώτιστα ζητάει από τους χριστιανούς προς όλους”.
3. Είναι όμως και κάτι άλλο. Εκεί που πήγαινε ο Χριστός δεν πήγαιναν μόνο διψασμένοι πνευματικά και ψυχικά άνθρωποι, αλλά και άρρωστοι στο σώμα και “οχλούμενοι υπό πνευμάτων ακαθάρτων”, για να βρούνε τη γιατρειά τους.
4. Ασφαλώς ήταν εκεί και οι κακοί και οι κατάσκοποι και οι ψευτοενδιαφερόμενοι και οι εγκάθετοι και οι καλοθελητές, που ζητούσαν αφορμή να πιαστούν από κάποιο λόγο ή κάποια πράξη του Χριστού και να τον καταγγείλουν είτε στη θρησκευτική είτε στην πολιτική εξουσία, είτε απευθείας στο λαό, όπως νόμιζαν. Κι από αυτούς ακόμη δεν ξέρει κανείς τι θα μπορούσε να βγεί κάποτε έστω και ετεροχρονισμένα...
5. Δεν είναι δε τυχαίο ότι πολλά θαύματα ο Χριστός τα έκανε το Σάββατο, που ήταν αργία για τους Εβραίους. Δεν το έκανε για να τους μπεί στο μάτι, αλλά για να τιμήσει την ημέρα του Σαββάτου με αγαθοεργίες και να διδάξει πως πρέπει να αγιάζουμε την ημέρα του Κυρίου. Δηλαδή απαντούσε ουσιαστικά στο ερώτημα: θα μείνουμε κολλημένοι στο γράμμα του νόμου και αδρανοποιημένοι, αδιάφοροι στις ανάγκες των άλλων ή θα επιλέξουμε την ελευθερία της αγάπης παντού και πάντοτε; Ο Χριστός επέλεξε και επέλεγε πάντοτε το δεύτερο.
Γ] Σε ένα τέτοιο σπίτι Φαρισαίου, ημέρα Σάββατο μάλιστα , που πήγε ο Χριστός μας, τον πλησίασε ένας ταλαίπωρος υδρωπικός, βασανισμένος και αποκρουστικός, παραμορφωμένος και άρρωστος. Δεν τολμούσε να μιλήσει. Να ζητήσει τί; Ασφαλώς τη θεραπεία του. Αλλά ήταν μέρα Σάββατο κι είχε τόσα πολλά ακούσει να λένε για τον Χριστό, ότι “δεν τηρεί το Σάββατο” (Λουκ. Ιδ' 1-6). Στάθηκε εκεί κοντά και περίμενε σιωπηλά, αλλά, όπως άλλοτε ο Μωϋσής παρά το χείλος της Ερυθράς θάλασσας, βοούσε καρδιακά προς τον Θεόν και ζητούσε λύση στο πρόβλημά του.
Το κλίμα ήταν όντως τελείως αρνητικό και όλοι παρατηρούσαν τι θα έκανε ο Κύριος; Δεν λυπόντουσαν οι ανάλγητοι την ταλαιπωρία του ανθρώπου, αλλά περίμεναν να δούνε αν θα τους πέσει το λαχείο για να κατηγορήσουν τον Κύριο... “Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά...”, αντί να πούνε με μια φωνή:”Κύριε, θεράπευσέ τον εδώ και τώρα, τον ξέρουμε τον άνθρωπο ταλαιπωρείται από καιρό”.
Αυτό όμως που δεν έκαναν αυτοί όχι μόνο το έκανε ο Χριστός μας, - πως άλλωστε ήταν δυνατό να μη το κάνει; - αλλά στο ενδόμυχο και εναγώνιο ερώτημά τους, τι θα κάνει επιτέλους ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, ο Χριστός αντέστρεψε το ερώτημα και τους ρώτησε εμμέσως πλήν σαφώς: “αν επιτρέπεται κάποιος να θεραπεύει την ημέρα του Σαββάτου ή όχι”.
Ο Χριστός τελικά με ένα άγγιγμα θεράπευσε τον υδρωπικό και τον έκανε καλά.
Μετά όμως δίδαξε αποστομωτικά και τους κακεντρεχείς φαρισαίους λέγοντας χαρακτηριστικά, ότι “εσείς αν πέσει το βόδι σας ή το παιδί σας στο πηγάδι ημέρα Σάββατο, πάτε και με κόπους και προσπάθειες το βγάζετε... και ασφαλώς αυτό δεν θεωρείται αμαρτία και παράβαση... Ποιός λογικός άνθρωπος θα έλεγε το αντίθετο; Εμένα γιατί με κατηγορείτε για ένα άγγιγμα και ένα λόγο, που έκανα καλά ολόκληρο άνθρωπο;”
Δ] Αλήθεια, γιατί ο Χριστός έκανε καλά τον υδρωπικό;
Πρώτα πρώτα για την εσωτερική του πίστη και επιμονή του να μπει σε ξένο και επίσημο σπίτι, φαρισαίου μάλιστα και ημέρα σάββατο και εκεί να στέκεται σε κοινή θέα, χωρίς να μιλάει με την πίστη ότι κάτι θα κάνει η δύναμη και η καλοσύνη του Χριστού, και ότι μπορεί να το κάνει, έστω και αν δεν μιλήσει ο ίδιος. Ο Χριστός ξέρει. Αυτό ήταν μια φοβερή κίνηση ψυχής του υδρωπικού με πολλά ρίσκα για τον ίδιο και κορυφαία πίστη.
Δεύτερο είναι ότι ο άνθρωπος αυτός ήταν θύμα μέσα σε εκείνη τη λυκοφωλιά και την απανθρωπιά, αστήρικτος και ανυπεράσπιστος, μόνος μέσα σε κόσμο εχθρικό και για τον Χριστό και για τον ίδιο προφανώς. Αλλά στους κολασμένους όλης της γης ο Χριστός είναι η μοναδική ελπίδα.
Το τρίτο είναι, ότι για λόγο δικαιοσύνης και οι συνδαιτυμόνες να δούνε το θαύμα και να ακούσουν τη θεία διδασκαλία περί της ημέρας του Σαββάτου και του αληθούς νοήματός της.
Ε] Εμείς τώρα στην Ορθοδοξία έχουμε αντί για το Σάββατο την Κυριακή. Την Κυριακή λοιπόν τη σεβόμαστε και την αφιερώνουμε στο Θεό, στην Εκκλησία, στην ψυχή μας, στην οικογένεια και με καλοσύνες και ιεραποστολή και στον συνάνθρωπο. Αυτή τη μέρα έχουν λάβει χώρα όλα τα άγια γεγονότα της Ανάστασης του Χριστού.
ΠΟΛΛΟΙ χριστιανοί, αγνοώντας τη μεγάλη ωφέλεια της νηστείας, την τηρούν με δυσφορία ή και την αθετούν. Και όμως, τη νηστεία πρέπει να τη δεχόμαστε με χαρά, όχι με βαρυγγώμια ή φόβο. Γιατί δεν είναι σ’ εμάς φοβερή, αλλά στους δαίμονες. Φέρτε την μπροστά σ’ έναν δαιμονισμένο, και θα παγώσει από το φόβο, θα μείνει ακίνητος σαν πέτρα, θα δεθεί με δεσμά αόρατα, όταν μάλιστα δει να τη συνοδεύει η αδελφή της και αχώριστη συντρόφισσά της, η προσευχή. Γι’ αυτό και ο Χριστός είπε: «Το δαιμονικό γένος δεν βγαίνει από τον άνθρωπο, στον οποίο έχει μπει, παρά μόνο με προσευχή και νηστεία» (Ματθ. 17:21)
Αφού λοιπόν, η νηστεία διώχνει μακριά τους εχθρούς της σωτηρίας μας και είναι τόσο φοβερή στους δυνάστες της ζωής μας, πρέπει να την αγαπάμε και όχι να τη φοβόμαστε. Αν κάτι πρέπει να φοβόμαστε, αυτό είναι η πολυφαγία, προπαντός όταν συνδυάζεται με τη μέθη. Γιατί αυτή μας δένει πισθάγκωνα και μας σκλαβώνει στα τυραννικά πάθη, ενώ η νηστεία, απεναντίας, μας απαλλάσσει από την τυραννία των παθών και μας χαρίζει την πνευματική ελευθερία. Όταν, λοιπόν, και εναντίον των εχθρών μας πολεμάει κι από τη δουλεία μας λυτρώνει και στην ελευθερία μας ξαναφέρνει, ποιάν άλλη απόδειξη της αγάπης της χρειαζόμαστε;
Δεν είναι μόνο οι μοναχοί που έχουν σ’ όλη τους την ισάγγελη ζωή σύντροφο τη νηστεία, μα και πολλοί κοσμικοί χριστιανοί, που με τα φτερά της έχουν ανέβει κι αυτοί σε ύψη ουράνιας φιλοσοφίας.
Σας θυμίζω πως οι δύο κορυφαίοι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Μωυσής και ο Ηλίας, μολονότι και από άλλες αρετές είχαν πολλή παρρησία στον Θεό, όποτε ήθελαν να μιλήσουν μαζί Του, στη νηστεία κατέφευγαν. Αυτή τους οδηγούσε κοντά στον Κύριο…
…“Τη φοβόμαστε” θα πεις, “γιατί φθείρει και εξασθενίζει το σώμα”. Θα μπορούσα να σου απαντήσω ότι τόσο ο εξωτερικός άνθρωπος, δηλαδή το σώμα, φθείρεται, τόσο ο εσωτερικός, δηλαδή η ψυχή, μέρα με τη μέρα ανανεώνεται (πρβλ. Β΄ Κορ. 4:16). Από το άλλο μέρος, όμως, αν θελήσεις να εξετάσεις καλά το πράγμα, θα διαπιστώσεις πως η νηστεία περιφρουρεί και τη σωματική υγεία. Κι αν δεν πιστεύεις στα λόγια μου, ρώτησε τους γιατρούς, και καλύτερα θα σου τα πουν αυτοί, που ονομάζουν την ολιγοφαγία μητέρα της υγείας, ενώ απεναντίας, λένε πως από την πολυφαγία προέρχονται πάρα πολλές αρρώστιες, οι οποίες, σαν αυλάκια νερού που πηγάζουν από μολυσμένη πηγή, καταστρέφουν το σώμα.
Ας μη φοβώμαστε, λοιπόν, τη νηστεία, που από τόσα κακά μας απαλλάσσει. Αυτό δεν το λέω χωρίς λόγο. Βλέπω πολλούς ανθρώπους να ρίχνονται ασυγκράτητα στο φαγητό και το πιοτό τόσο πριν όσο μετά τη νηστεία, καταστρέφοντας την ωφέλειά της. ‘Έτσι, δηλαδή, γίνεται στην ψυχή ό,τι και σ’ ένα άρρωστο σώμα, που, μόλις αρχίσει να συνέρχεται και κάνει να σηκωθεί από το κρεβάτι, του δίνει κάποιος μια δυνατή κλωτσιά και το ρίχνει κάτω χειρότερα. Κάτι τέτοιο λοιπόν, γίνεται και στην ψυχή μας, όταν πριν ή μετά τη νηστεία επισκιάσουμε τη νηφαλιότητα, που χαρίζει αυτή, με το σκοτισμό, που φέρνει η κραιπάλη.
Αλλά και όταν νηστεύουμε, δεν φτάνει η αποχή από ορισμένες τροφές, για να ωφεληθούμε ψυχικά. Υπάρχει κίνδυνος, τηρώντας τις νηστείες της Εκκλησίας, να μην κερδίσουμε τίποτα. Πώς; Όταν μένουμε μακριά από τα φαγητά, δεν μένουμε όμως μακριά από την αμαρτία∙ όταν δεν τρώμε κρέατα, τρώμε όμως το βιός των φτωχών∙ όταν δεν μεθάμε με κρασί, μεθάμε όμως με την πονηρή επιθυμία∙ όταν περνάμε τη μέρα νηστικοί, βλέποντας όμως αισχρά θεάματα. Έτσι η νηστεία μας είναι ανώφελη. Γι’ αυτό ας τη συνδυάσουμε με τον πόλεμο εναντίον των παθών, με την εγκράτεια από κάθε αμάρτημα, με την προσευχή και τον πνευματικό αγώνα. Έτσι μόνο θα έχει καρπούς και θα είναι μια θυσία ευάρεστη στο Θεό.
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...