Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Υπάρχει μια λέξη που λέγεται ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ. Δηλώνει μια πραγματικότητα, η οποία δηλητηριάζει όλα τα άγια πράγματα του Θεού. Βλέπει τα πάντα με μάτι γήϊνο και επίπεδο. Χωρίς ύψος και χωρίς βάθος. Τους γονείς τους κάνει “φίλους”, τους ιερείς, επαγγελματίες, τους ναούς “μαγαζιά”, την Εκκλησία, ηθική βελτίωση, την Ομολογία Πίστεως, διάλογο καλής θελήσεως και τα Μυστήρια, Κοινωνικές εκδηλώσεις. Η εκκοσμίκευση δεν πάει στην Εκκλησία, αλλά φέρνει την εκκλησία στα μέτρα του κόσμου. Εκκοσμίκευση σημαίνει υποταγή στη νοοτροπία του πεσμένου κόσμου και όχι ανάσταση με την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος.
Αντίθετη με την εκκοσμίκευση είναι η ΑΦΟΣΙΩΣΗ στο θέλημα του Θεού, στην Αγ. Γραφή, στην Ιερή Παράδοση και την Εκκλησία.
Δύο Μυστήρια έχουν πληγεί καίρια από την Εκκοσμίκευση: το Βάπτισμα και ο Γάμος. Ας μιλήσουμε για το Βάπτισμα.
Το βάπτισμα είναι μια αναγέννηση. Είναι μια νέκρωση και μια γέννηση. Ένας θάνατος και μια ανάσταση. Μια πτώση και μια έγερση. Μια κατάδυση και μια ανάδυση εις τριπλούν.
Στο βάπτισμα πεθαίνουμε ως προς την αμαρτία, τον κόσμο και τον διάβολο και ξαναγεννιόμαστε.
Φοράμε τον Χριστό, φέρουμε τον Σταυρό και παίρνουμε φύλακα άγγελο
Με το άλλο μέγα Μυστήριο του Χρίσματος, το επισυναπτόμενο με το Άγιο Βάπτισμα, παίρνουμε τα ποικίλα και πλούσια χαρίσματα του Αγ. Πνεύματος.
Γινόμαστε παιδιά του Θεού εξ υιοθεσίας και αδελφοί του Χριστού.
Πολλές φορές καθυστερείται ανεπίτρεπτα η βάπτιση, επειδή έχουν στο μυαλό τους μερικοί γονείς και λοιποί συγγενείς πολυτέλειες και έξοδα. Αυτό όμως είναι ματαιόδοξο για τους μεγάλους και επικίνδυνο για το παιδί. Ο Μ. Βασίλειος θρηνεί για το θάνατο των αβάπτιστων παιδιών. Το βάπτισμα δεν είναι κοινωνική εκδήλωση είναι μυστήριο αναγκαίο για την είσοδο στην Αιώνια Βασιλεία του Θεού.
Συχνά τα προσκλητήρια του Βαπτίσματος είναι βέβηλα και απαράδεκτα, διότι δεν σέβονται καθόλου την ιερότητα του μυστηρίου και περιγράφουν αταίριαστα πράγματα προς το επικείμενο γεγονός.
Οι προσερχόμενοι καταφθάνουν απρεπώς ενδεδυμένοι και εισέρχονται με θόρυβο και ανευλαβώς στον ιερό ναό, φωνασκούν και συζητούν χωρίς να συναισθάνονται που βρίσκονται.
Οι ανάδοχοι πέραν της ασέμνου ενδυμασίας, δεν καταλαβαίνουν τι ευθύνη αναλαμβάνουν, σκέπτονται μόνο τα δώρα που θα δίνουν Χριστούγεννα και Πάσχα και τα οφέλη της κουμπαριάς... Κάποιοι θέλουν να βαπτίσουν έχοντας τελέσει πολιτικό γάμο κλπ. Ο νουνός αναλαμβάνει την κατήχηση, αν είναι νήπιο ο βαπτιζόμενος και εγγυάται την πίστη, αν είναι μεγάλος. Τι να διδάξει και τι να εγγυηθεί ένας άσχετος;
Ομηρικές συχνά μάχες γίνονται γύρω από την κολυμβήθρα για το όνομα. Ας αφήσουμε τα παράξενα ονόματα των νεοφωτίστων που εκφωνούνται και τα διπλά και τριπλά που επιβάλλονται στον ιερέα να τα απαγγείλει.
Ο ναός από τον παράξενο και κοσμικό στολισμό γίνεται συχνά «μασκέ πάρτυ» και από τους εικονολήπτες και φωτογράφους «στούντιο» (ήμαρτον Κύριε!).
Συχνά τα τυπογραφεία και κάποιοι άσχετοι διαλέγουν επιεικώς παράξενα Προσκλητήρια, στολισμό που φτάνει μέχρι το δρόμο, κέντρο για φαγητό που ακόμη και σε περίοδοι νηστείας θα έχει αρτύσιμα εδέσματα.
Πρωτίστως πρέπει να πούμε ότι δεν είναι ανάγκη να καλέσουμε κι όλο τον κόσμο. Ούτε να κάνουμε πολυέξοδες ετοιμασίες. Ούτε να διαλέξουμε την πιο θερμή εποχή του χρόνου, δήθεν για να μη κρυώσει το νήπιο. Ούτε ο νουνός η νουνά να είναι ένα πρόσωπο με κοσμική αίγλη και χωρίς καμμιά ευσέβεια. Ούτε να είναι οπωσδήποτε ο πιο κεντρικός ναός της πόλεως. Ούτε να συνδυάσουμε γάμο και βάπτιση μαζί. Όλα αυτά σηματοδοτούν και τονίζουν την άγνοιά μας γύρω από την Εκκλησία και τα Μυστήρια. Γιατί τότε δεν πάμε να κάνουμε το παιδί μας χριστιανό, αλλά πάμε για επίδειξη ενδυμάτων, πλούτο και τραπεζώματα.
Ανοίγονται με το Βάπτισμα τρείς ουράνιες πύλες στον Νεοφώτιστο: της Εκκλησίας, των Μυστηρίων και της Ουράνιας Βασιλείας. Ο χριστιανός είναι πλέον νεόλεκτος στρατιώτης του Χριστού και εν δυνάμει μάρτυρας του Ευαγγελίου Του στα πέρατα του κόσμου. Έχει ξαναγεννηθεί. Συγχωρούνται όλα τα αμαρτήματα, αν βαπτισθεί μεγάλος, μπορεί να γίνει και ιερέας. Αν πεθάνει μετά το Βάπτισμα, πάει κατευθείαν στον Παράδεισο. Είναι συμπολίτης των Αγίων και οικείος του Θεού. Κληρονόμος Θεού συγκληρονόμος Χριστού. Έχει πλέον Πατέρα τον Θεό, Μητέρα τη Εκκλησία, είναι μέλος του μυστικού Σώματος του Χριστού και έχει πρωτότοκο αδελφό τον Χριστό. Έχει από τούδε και στο εξής προσωπικό φύλακα Άγγελο και η ψυχή του είναι λευκή σαν το φως. Το Βάπτισμα δεν είναι δέσμευση, αλλά δυνατότητα προς σωτηρία.
Αυτά είναι τα Γενέθλια τα δικά μας. Η ημέρα της εν Χριστώ αναγέννησής μας. Κάνοντας όμως μια υπέρβαση και αυτού του ιερού γεγονότος η παράδοσή μας τιμά κάθε χριστιανό την ημέρα της ουράνιας εισόδου του αγίου του στη βασιλεία των ουρανών, όταν δηλ. γεννήθηκε ο άγιός του στον Παράδεισο με την μακαρία ειρηνική ή μαρτυρική κοίμησή του, δείχνοντας στον αγωνιζόμενο πιστό τον ιερό στόχο που πέτυχε με τη θεία χάρη ο ομώνυμός του άγιος, στον οποίο καλείται και αυτός να φτάσει.
Είναι απόλυτα μεγάλο, αλλά και εξόχως επικίνδυνο το προφητικό έργο. Το έργο των Προφητών της Π. Διαθήκης, αλλά και κάθε εποχής. Για αν δούμε σε αδρές γραμμές ποιο ήταν το έργο τους και η αποστολή τους:
Να ελέγξουν τα κακώς κείμενα και να φανερώσουν τις παραβάσεις και παρεκκλίσεις ενός λαού από το θείο νόμο.
Να καλέσουν σε μετάνοια έμπρακτη και να υποδείξουν τους τρόπους αυτής.
Να ελέγξουν την παραβατική συμπεριφορά των βασιλέων, την ειδωλολατρία τους και την κατάχρηση εξουσίας και να τους επαναφέρουν στην πατροπαράδοτη πίστη.
Να σημάνουν τον κίνδυνο από τα επερχόμενα δεινά ένεκα της αμετανοησίας του λαού και να φανερώσουν τον καιρό και τον τρόπο της εκδήλωσης της θείας οργής.
Να διδάξουν το θείο θέλημα και να καλέσουν σε μετάνοια τους ανθρώπους πριν είναι αργά.
Να μιλήσουν για την πρώτη, αλλά και τη δεύτερη έλευση του παμβασιλέως Χριστού που θα κάνει απέραντο καλό στον κόσμο, αλλά και θα αποδώσει δικαιοσύνη.
Να προαναγγείλουν το μέλλον του λαού συγκεκριμένα.
Δεν ήταν απλό πράγμα η κλήση στο προφητικό αξίωμα. Ήταν ζήτημα ζωής ή θανάτου. Ζωή με ακραία ρίσκα και σε οριακές καταστάσεις. Ο προφήτης έπαιζε κορώνα –γράμματα το κεφάλι του.
Όπως ακριβώς λέγει ο ιερός συγγραφέας στην προς Εβραίους επιστολή του για τους αρχαίους αριστείς και μάρτυρες. Αλήθεια, τι έπαθε ο Ιωνάς, πως πέθανε ο Ησαϊας, τι πέρασε ο Πρόδρομος; …
Ο προφητικός λόγος ερχόμενος κατευθείαν από το άγιο Πνεύμα ράγιζε τις καρδιές και τίναζε το επικάλυμμα των παθών στον αέρα. Η αλήθεια στοίχιζε πολύ. Κόστιζε σε όλους και πρώτα στον προφήτη. Μεγάλη φωτιά η πίστη και η αλήθεια!
Το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο δεν είναι τίποτε μπροστά στην απειλή και τον εξευτελισμό που δοκίμαζε τότε κάθε προφήτης… Εμείς σήμερα φοβόμαστε και ντρεπόμαστε να μιλήσουμε για αμαρτία και για κόλαση…
Το αντίθετο όμως έκαναν οι Προφήτες του Θεού. Για παράδειγμα ο προφήτης Ιωήλ. Δεν εξαιρείται κι αυτός από τη βαριά αποστολή των προφητών, να σημάνουν την οργή του Θεού για την αμαρτία του λαού.
«Σαλπίσατε σάλπιγγι εν Σιών, κηρύξατ’ εν όρει αγίω μου, και συγχυθήτωσαν πάντες οι κατοικούντες την γην, διότι πάρεστιν ημέρα Κυρίου, ότι εγγύς…» (Ιωήλ. β΄1).
Ο άγιος του Θεού απεσταλμένος σημαίνει το συναγερμό εμπρός στη θεομηνία, αλλά και με τη νηφαλιότητα τού φωτισμού του Θεού υποδεικνύει τη θεραπεία.
Να τί λέει περί μετανοίας: «Και νυν λέγει Κύριος ο Θεός υμών επιστράφητε προς με εξ όλης της καρδίας υμών και εν νηστεία και εν κλαυθμώ και εν κοπετώ και διαρρήξατε τας καρδίας υμών και μη τα ιμάτια υμών και επιστράφητε προς Κύριον τον Θεόν υμών, ότι ελεήμων και οικτίρμων εστί, μακρόθυμος και πολυέλεος».
(Μετάφραση: Και τώρα, λέει ο Κύριος και Θεός σας: Επιστρέψτε με μετάνοια σ” εμένα με όλη σας την καρδιά, με νηστεία και με δάκρυα μετανοίας. Σχίστε τις καρδιές σας από πόνο μετανοίας και συναίσθηση της ένοχης σας, και όχι τα ενδύματα σας. Επιστρέψτε στον Κύριο και Θεό σας, διότι αυτός είναι ελεήμων και οικτίρμων, μακρόθυμος και πολυέλεος).
Πρόκληση ήταν και θα είναι για την ανθρώπινη λογική η συμπεριφορά των προφητών, το θάρρος της υπάρξεώς τους και η δυναμική του λόγου τους. Γι αυτό και δεν έχει πολλούς μιμητές ο πύρινος προφητικός λόγος. Πολλοί προτιμούν να ψαρεύουν σε ήσυχα νερά και να κολυμπούν σε γνωστές παραλίες. Έτσι όμως φτάσαμε εδώ που καταντήσαμε, δηλ. να λέγει φωναχτά ή μέσα του ο καθένας: «Θεόν δεν φοβούμαι και άνθρωπον δεν εντρέπομαι. Εδώ είναι ο παράδεισος και η κόλαση είναι εδώ».
Πρόκληση ήταν και θα είναι επίσης για την ανθρώπινη λογική και η γνώση του μέλλοντος, του εγγύτερου και του απώτερου. Ο τεχνοκράτης και αποστάτης από τη γνώση του Θεού ανθρώπινος νους αγωνιά και ωχριά μπροστά στο αύριο και αποτολμά με θρασύτητα να συμβουλεύεται το σκοτιστή διάβολο, τη μαγεία και την αστρολογία, για να διεισδύσει στο σκοτάδι πέραν του τώρα.
« Οι προφήτες όμως, στόματα και όμματα του Θεού, διασπούν ριζοσπαστικά το φράγμα του χρόνου, γιατί απλά και ταπεινά είναι ταγμένοι υπηρέτες του Παντογνώστη Θεού που δημιουργεί, καλλιεργεί, αναπλάθει τον ιστορικό χρόνο και τον αναβιβάζει στο θρόνο της αιωνιότητας», γράφει σύγχρονος θεολόγος.
Ο διάβολος δεν γνωρίζει ποτέ το μέλλον, ούτε λέγει ποτέ την αλήθεια ούτε θέλει ποτέ το καλό μας. Ο διάβολος δεν αναιρεί τον διάβολος ούτε ο μάγος τον άλλο μάγο. Απλά μπορεί κάποτε κάποτε να τον αντικαθιστά, να του παραχωρεί τη θέση του.
Το μεγάλο επιχείρημα της επαληθεύσεως των προφητειών κάλλιστα μπορεί να αποτελέσει απολογητικό όπλο στα χέρια των χριστιανών. Αποδεικνύει περίτρανα τη θεοπνευστία της Βίβλου και οπωσδήποτε την ύπαρξη του Θεού. Κείμενα που γράφτηκαν αποδεδειγμένα πριν από αιώνες επαληθεύονται κατά γράμμα σε άλλους καιρούς ώστε να ονομάζεται επί παραδείγματι ο μεγαλοφωνότατος Ησαϊας, Πέμπτος Ευαγγελιστής. Το προφητικό μάλιστα χάρισμα ως εξαγγελία του μέλλοντος δεν έλειψε ποτέ από την Εκκλησία μας και στους σημερινούς καιρούς.
Ασφαλώς δεν έλειψε, αλλά δυστυχώς λιγόστεψε πολύ, το προφητικό χάρισμα ως ελεγκτικός λόγος κατά της κοινωνικής αδικίας και της αποστασίας « από τας οδούς του Κυρίου».
Είπαμε ότι αυτή η αποστολή «τσακίζει κόκκαλα». Χαρακτηριστικά επιβεβαιωτική της αλήθειας αυτής θα είναι και η περίπτωση των δύο τελευταίων προφητών της ιστορίας του κόσμου Ενώχ και Ηλία, οι οποίοι θα αποσταλούν στη γη, για να αποκαλύψουν τον υποκριτικό ρόλο του αντιχρίστου και οι οποίοι θα σφαγιασθούν και θα εκτεθούν τα πτώματά τους για τρείς ημέρες σε κοινή θέα ( μέσω τηλεοράσεως προφανώς) στην αγία Πόλη της Ιερουσαλήμ, όπως λέγει και η Αποκάλυψη.
Ασφαλώς η προφητική αποστολή είναι πρωτίστως κλήση Θεού. Αλλά όπως και κάθε κλήση δεν λειτουργεί μηχανικά και αυτοτελώς. Ο Θεός μας ψάχνει ποιόν αποστείλει στον κόσμο για να εξαγγείλει το θέλημά Του. Ζητεί ζηλωτές και χτυπημένους από την αλμύρα της ζωής. Σαν τους ψαράδες της Γαλιλαίας. Έτοιμους να πεθάνουν, παρά να προδώσουν την αλήθεια του Θεού.
Όλα έχουν σημασία μέσα στην Αγ. Γραφή. Ασφαλώς το περιεχόμενο, σαφώς και η διατύπωση και κανένας δεν δικαιούται να αυθαιρετεί ούτε στο ένα ούτε στο άλλο νομίζοντας ότι έτσι καλύτερα θα φανεί η θεία αλήθεια.
Δυστυχώς όμως η νεοορθοδοξία και μεταπατερικός θεολογικός λόγος συνεχίζουν να φυτεύουν προσωπικές απόψεις στο γεγονός της Ορθοδόξου Εκκλησίας σε συνέδρια και δημοσιεύσεις τους. «Η Εκκλησία, λέγουν, είναι ένας μεγἀλος ποταμός ζωής και δυνάμεως. Να χαρούμε την ελευθερία και τη ζωή και ο ένας τον άλλο…» Χαίρω πολύ! «Τάδε έφη» πρόσφατα εισηγητής Συνεδρίου.
Άλλο ποταμός όμως κι άλλο χείμαρρος. Η Εκκλησία δεν είναι ούτε θολός χείμαρρος ούτε «φρέαρ συντετριμμένον» και εκείνο το οποίο πρέπει να προσέξουμε είναι πως η Εκκλησία μας δρά και κινείται απέναντι στο θείο λόγο.
Ξέρουμε την αλήθεια ότι κάθε συγγραφέας της Αγίας Γραφής διατηρεί το ύφος του και την προσωπικότητά του. Αλλά και η Εκκλησία μας αιώνες τώραδιατηρεί με απέραντο σεβασμό πάνω στην Αγία Τράπεζα και την καρδιά της «πάντα ρήματα ταύτα», όπως και η Παναγία μας (Λουκ. Β΄ 51).
Έτσι ακριβώς κινείται η Εκκλησία και μετά μέσα στους αιώνες προσέχοντας τη διατύπωση και διαχωρίζοντας:
το ομοιούσιος από το ομοούσιος
το γεννητός από το γενητός
το filioque στο Σύμβολο της Πίστεως.
Κι όχι μόνο αυτά. Αλλά:
Αιώνες τώρα χρησιμοποιεί το κείμενο τη Κωνσταντινουπόλεως της Κ. Διαθήκης, έστω κι αν έχει κάποια ορθογραφικά σφάλματα.
1700 χρόνια δεν αλλάζει τη γλώσσα της θείας Λειτουργίας.
Χρησιμοποιεί την μετάφραση των οβ΄ έστω κι αν το Μασωριτικό κάποτε λέγει άλλα, διότι σέβεται τη θεοπνευστία της μεταφράσεως και δεν αφήνει περιθώρια σε αιρετικούς ακροβατισμούς. Και δικαιώνεται τελικά, διότι τα κείμενα του Κουμράν συμφωνούν περισσότερο με τους οβ΄ παρά με το μασωριτικό.
Είναι λοιπόν πολύ τολμηρό να σχετικοποιήσουμε την έννοια της θεοπνευστίας της Αγίας Γραφής υποτάσσοντας αυτή στην προσωπική άποψη, στην πολιτική ανάγκη, σε μια νοσηρή περί έρωτος διδασκαλία του σύγχρονου νικολαϊτισμού, στην ιστορία της εποχής και στις κομματικές ή σπουδαστικές προϋποθέσεις ενός εκάστου θεολόγου.
Αλλαγές, δηλ. οικονομία, μπορεί να κάνει μόνο η Αγία Γραφή, οι άγιοι Απόστολοι και η Εκκλησία με τη συμφωνία των Πατέρων. Η Αγία Γραφή και η Εκκλησία ερμηνεύουν την Αγ. Γραφή.
Οικονομία όμως δεν σημαίνει παραβίαση επ΄ ουδενί του Κανόνος της Αγ. Γραφής κατοχυρωμένου οικουμενικώς και συνοδικώς και με τον οποίο πορεύεται αιώνες τώρα η Ορθόδοξη Εκκλησία. Κανόνας της Αγίας Γραφής απαραβίαστος σημαίνει αμετάβλητος ο αριθμός των βιβλίων, αναλλοίωτο το περιεχόμενό τους και απείραχτη η διατύπωσή τους. Διαφορετικά θα γίνουμε προτεστάντες με πολλές παραφυάδες και ερμηνείες αφαιρώντας ακόμη και δεκάδα βιβλίων από την Αγ. Γραφή.
Έχουμε ποτέ ακούσει γιατί ο Ευαγγελιστής άγιος Λουκάς δεν αναφέρει την προσκύνηση των Μάγων; Λοιπόν, ας το ακούσουμε: ο Ευαγγελιστής Λουκάς δεν αναφέρει τους τρείς Μάγους για να μη τονίσει την ευσέβεια της αριστοκρατίας !!! Αυτό ελέχθη σε Πανελλήνιο Συνέδριο, πρόσφατα, από θεολόγο εισηγητή και διευθυντή θεολογικού γνωστού περιοδικού. Το ερώτημα όμως τώρα είναι, γιατί αναφέρει την προσκύνηση των μάγων ο Ευαγγελιστής Ματθαίος (Ματθ. Β΄ 1); Προφανώς, σύμφωνα με το παραπάνω σκεπτικό, για να «τονίσει» την ευσέβεια της αριστοκρατικής τάξεως !!! Δηλ. η πάλη των τάξεων καλά κρατεί.
Έχουμε ακούσει για την «σφήνα» του Μελχισεδέκ; Πως δηλ. παρεισέφρυσε το σχεδόν «μυθικό» αυτό πρόσωπο στη διήγηση της Παλαιάς Διαθήκης; Ναι, είναι ανεξήγητο! Και αυτό ελέχθη, χωρίς να γίνει καμμία αναφορά στον Μεγάλο Αρχιερέα Χριστό, του Οποίου προτύπωση αποτελεί ο Μελχισεδέκ, ο «βασιλεύς Σαλήμ» και στον οποίο πρόσφερε θυσία ο Πατριάρχης Αβραάμ, ακριβώς για να φανερωθεί η υπεροχή της Μοναδικής και Ανεπανάληπτης Αρχιερωσύνης του Κυρίου μας (Εβρ. κεφ. Ζ΄)
Έχουμε ακούσει ότι ο Θεός αλλιώς ομιλεί στον Κινέζο, αλλιώς στον Ασιάτη, διαφορετικά στον Αφρικανό και στον Σημίτη, ανάλογα με το κοσμοείδωλο του λαού και της εποχής; Δηλ. ελέχθη, ότι ο Θεός λέγει αλήθειες και νοήματα, γενικά, και η διατύπωση διαφέρει ανάλογα με το λαό. Πχ. στους σημίτες ο Χριστός ομιλεί με παραβολές, γιατί έτσι καταλάβαιναν και θυμόντουσαν καλύτερα, μιας και είχαν στεγανή μνήμη. Στους Έλληνες αλλιώς θα μιλούσε, φιλοσοφικά. Να, ο απόστολος Παύλος δεν είπε παραβολές στην Πνύκα…
Ερωτήματα που ανακύπτουν: Πόσο διαφορετική θα μπορούσε να ήταν η διατύπωση των Δέκα Εντολών παραδείγματος χάριν από φυλή σε φυλή; Η διήγηση της Δημιουργίας και της πτώσεως των πρωτοπλάστων, ο Κατακλυσμός, η καταστροφή των Σοδόμων και των Γομόρρων, ο Πύργος της Βαβέλ, η ιστορία του Ιωνά, πως αλλιώς θα μπορούσαν να διατυπωθούν;
Μπορούμε με υποθέσεις να κάνουμε θεολογία, ερμηνεία και μετάφραση των ιερών κειμένων, κόβοντας και ράβοντας γεγονότα, λόγους, ρήματα και διατυπώσεις, τη στιγμή που όλα αυτά της Π. Διαθήκης αναφέρονται αυτούσια και στην Καινή Διαθήκη διά στόματος μάλιστα του Κυρίου; Δεν θα μας τα ξεκαθάριζε τα πράγματα ο Κύριος, αν ήταν διαφορετικά; Μπορούμε εμείς να βάζουμε τέτοιες συντεταγμένες χώρου και χρόνου όσον αφορά στην διατύπωση στον αθάνατο λόγο του Θεού;
Η διατύπωση δηλαδή δεν εμπεριέχεται μέσα στη Θεοπνευστία της Βίβλου; Μπορούμε να αυθαιρετούμε και να εγείρουμε διαφορετικές ενδεχομένως διηγήσεις κατά τόπους; Τότε:
Γιατί οι Προφήτες λένε : «Τάδε λέγει Κύριος…»;
Γιατί ο Χριστός μας λέγει στην παραβολή του Πλουσίου και του Λαζάρου ότι κάτω στη γη έχουμε – τότε - τον Μωσέα και τους προφήτες; (Λουκ. ιστ΄ 29-31)
Γιατί περιχαρής αναφωνεί ο Φίλιππος στον Ναθαναήλ ότι «όν έγραψε Μωύσης εν τω Νόμω και οι Προφήτες, ευρήκαμεν, Ιησούν…;» (Ιωάν. Α΄46)
Γιατί στον πλούσιο νεανίσκο ο Χριστός λέγει να εφαρμόσει τις εντολές του Νόμου; (Ματθ. Ιθ΄ 17-19)
Γιατί ο Χριστός μας λέγει ότι δεν καταργεί τον νόμο και τους προφήτες, αλλά τους συμπληρώνει και ότι «ιώτα εν και μη κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου έως αν πάντα γένηται» (Ματθ΄ ε΄ 17-19) και ότι «ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι;» (Ματθ. Κδ΄35)
Ο ίδιος ο Χριστός δε λέγει ότι θα πρέπει οι μαθητές του να πάνε σε όλο τον κόσμο και να μαθητεύσουν «πάντα τα έθνη διδάσκοντες αυτούς πάντα όσα ενετειλάμην υμίν;» Μάλιστα «βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγ. Πνεύματος» (Ματθ. κη΄ 18-20).
Αν οι παραβολές ήταν κατάλληλες μόνο για τους Εβραίους, τι άλλο θα βάλουμε στη θέση τους μιλώντας στους διαφόρους βορείους και νοτίους, δυτικούς και ανατολικούς λαούς; Κι όμως. Με βάση αυτές τις παραβολές και τις εντολές έγραψαν οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας ωραιότατες ομιλίες και ελκύονται στην πίστη σήμερα λευκές ψυχές «έτοιμες προς θερισμόν ήδη» και ολόκληρες φυλές ανεβαίνουν στον ουρανό στις ιεραποστολικές εκκλησίες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.
Τι νόημα έχει τότε ο λόγος «σήμερον εάν της φωνής αυτού ακούσητε, μη σκληρύνητε τας καρδίας ημών ως εν τω παραπικρασμώ»… στην έρημο «όπου οι πατέρες σας που δεν άκουσαν την φωνήν του Πατρός την δια του Μωϋσέως εκφερομένην και άφησαν τα πτώματά τους εκεί επί τόπου…» (Εβρ. Γ΄ 15);
Ελέχθη ότι ο Παύλος στην Αθήνα δεν είπε παραβολές. Σωστό. Αλλά ο Παύλος δεν μιλούσε ποτέ και πουθενά με παραβολές. Έξάλλου έκανε ό, τι ακριβώς του είπε ο Κύριος στη Δαμασκό: «να βαστάξει το όνομα του Χριστού και να κηρύξει μετάνοια σε όλα τα έθνη» (Πράξ. θ΄15 & ιζ΄ 30).
Με άλλα λόγια σμικραίνουμε πολύ την έννοια της θεοπνευστίας της Αγίας Γραφής, με τη θεωρία και το ιδεολόγημα, ότι ο Θεός λέγει με την άκτιστη χάρη του κάποιες αλήθειες, νοήματα, στους προφήτες και αυτοί διαλέγουν την όποια διατύπωση. Πόση χαλαρότητα και ιδιοτροπία μπορεί να χωρέσει άραγε αυτή θέση! Να αυθαιρετεί δηλ. ο καθένας ξεκινώντας άλλος από πολιτικές ή προσωπικές και άλλος από κοινωνικές αφετηρίες και προϋποθέσεις…
Η θεοπνευστία είναι έμπνευση, είναι όμως και επιστασία, γι αυτό η Αγία Γραφή δεν έχει αντιφάσεις. Η έμπνευση και η επιστασία αφορούν και στα δύο: στο περιεχόμενο και στη διατύπωση. Γι αυτό δεν κατήργησε ο Χριστός τα παλαιά, αλλά τα συμπλήρωσε. Γι αυτό και η Καινή διαθήκη δέχεται τα της Παλαιάς έτσι ακριβώς, όπως γράφτηκαν και έχουμε την επαλήθευση των προφητειών.
Ο ίδιος ο Χριστός λέγει ότι «Μωϋσής περί εμού έγραψεν» (Ιωάν. Ε΄46). Γι αυτό όσα είναι αλληγορούμενα μας τα λέγει (Γαλ. Δ΄21-26) και όσα καταργούνται πάλι η Γραφή μας τα λέγει (Β΄Κορ. Γ΄ 7, 14) και (Εβρ. Η΄13).
Ασφαλώς και δεν εγκυβωτίζεται ο Θεός σε μια ανθρώπινη λαλιά, διότι είναι οξυτέρα – και πλατυτέρα και ανωτέρα και βαθυτέρα - της φωνής Του η ενέργεια, αλλά ποτέ δεν παραθεωρείται η διατυπωθείσα εν αγίω Πνεύματι φωνή του Θεού.
Τι λέγει ο Πέτρος; «Ότι οι προφήται, άγιοι άνθρωποι, υπό αγίου πνεύματος φερόμενοι ελάλησαν…», όχι μόνο έμαθαν μέσα τους μυστικά, αλλά και «ελάλησαν» (Α΄Πέτρ. Α΄10 & Β΄Πέτρ. Α΄21).
Τι λέγουν οι μαθητές στο Χριστό; «ρήματα ζωής αιωνίου έχεις» (Ιωάν. Στ΄68). Και ο Χριστός: «ο λόγος ο σός αλήθεια εστί» (Ιωάν. Ιζ΄ 17), όχι μόνο ο νούς, ή τα νοήματα, αλλά και ο λόγος.
Μπορεί ασφαλώς ο απόστολος Παύλος να χρησιμοποιεί τους θύραθεν ποιητές, μπορεί ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος να χρησιμοποιεί φιλοσοφικούς όρους για τον Υιό και Λόγο του Θεού, ποτέ όμως δεν παραθεωρούν τον αθάνατο λόγο του Χριστού και δεν τον παραχαράσσουν και δεν τον ξεχνούν με μια δήθεν δυναμική ερμηνεία.
Μάλιστα ο Παύλος θεωρεί απαραίτητο και το λέγει, το γνωστό λόγιο του Χριστού που δεν εμπεριέχεται στην Επί του Όρους Ομιλία του Κυρίου κατά λέξιν:«μακάριόν εστι διδόναι μάλλον η λαμβάνειν» (Πράξ. Κ΄ 35). Δεν έφταναν δηλ. όλα τα άλλα περί ελεημοσύνης που μας λέγει ο Χριστός στην επί του Όρους Ομιλία Του; Κι όμως χρειαζόταν κι αυτό ακριβώς έτσι διατυπωμένο από τον Παύλο!!!
Ο απ. Παύλος επίσης παραδίδει ακριβώς το Μυστήριον της Θείας Κοινωνίας που παρέλαβε (Α΄Κορ. ιβ΄23-32) και ο απ. Πέτρος μας ομιλεί επακριβώς για την Μεταμόρφωση και της φωνής του Πατρός που ήκουσαν οι αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες μαθητές. (Β΄ Πέτρ. Α΄16-19). Αυτά δεν αλλάζουν ποτέ. Ούτε τα είδη της θείας Ευχαριστίας, ούτε τα λόγια, ούτε ο λόγος του Πατρός στή βάπτιση και τη Μεταμόρφωση.
Για να καταλάβουμε την αξία και της διατυπώσεως και την έννοια της θεοπνευστίας θα αναφέρουμε μερικά παραδείγματα:
- Το «αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ΄ εμού έση εν τω παραδείσω», αλλάζει τελείως και μάλιστα κατά τρόπο χιλιαστικό, από μια απλή και μόνο μετάθεση του κόμματος (Λουκ. κγ΄ 43).
- Το ίδιο και στην αρχή του Ευαγγελίου του Ιωάννου: ένα ιώτα που βάζουν οι χιλιαστές στο «θεός ήν ο λόγος» και το μεταβάλλουν σε «θείος», προσδίδεται απλή θεϊκότητα και όχι θεότητα στον Χριστό μας (Ιωάν. Α΄1).
- «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου» του Θωμά, γίνεται απλό επιφώνημα, «θεέ και Κύριε», για τους αιρετικούς, αν αφαιρέσουμε την αντωνυμία «αυτώ» (Ιωάν. Κ΄28).
- Ακόμη και η θέση των κειμένων παίζει το ρόλο της : (Ιω. Κ΄28), «ο Κύριός μου και ο Θεός μου», (Πράξ. κ΄28): «Την εκκλησίαν περιεποιήσατο ο Θεός δια του τιμίου του αίματος». Έχουμε εδώ δύο αξιολογότατα ρητά για την θεότητα του Χριστού.
- Ο Παύλος λέγει ότι δεν εβάπτισε ουδένα, αμέσως όμως στη συνέχεια το επιστατούν άγιο Πνεύμα του υπενθυμίζει και λέγει, «εβάπτισα και τον Στεφανά οίκον» (Α΄ Κορ. Α΄15-16).
Τώρα λοιπόν κρατάμε στα χέρια την Αγ. Γραφή. Τι προτείνουμε στους χριστιανούς: να δέχονται τη διατύπωση ή όχι. Να δέχονται εναλλακτικές ερμηνείες; Να αυτοσχεδιάζουν; Μήπως οι ιερείς έχουν το δικαίωμα της εναλλακτικής χρήσεως; Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι μπαίνουμε σε ένα φαύλο και αδιέξοδο κυκεώνα προστεσταντικής νοοτροπίας και πρακτικής;
Ναι είναι η Εκκλησία ζωντανός ποταμός δυνάμεως και ελευθερίας. Ποικίλα και διάφορα τα χαρίσματα και οι διακονίες μέσα στην Εκκλησία και η δύναμη του Θεού της Αγάπης και της Μετανοίας δύναται «να εγείρει από γης πτωχό και από κοπρίας να ανυψοί πένητα», αλλά έχουμε και μια τρομερή ευθύνη για την παράδοση.
Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός ζητεί να στοιχήσουμε οι πάντες στην παράδοση των 8 πρώτων αιώνων και των 7 αγίων οικουμενικών συνόδων και να μη προσθέσουμε τίποτε σε όσα θέσπισαν οι πατέρες: Τι λέμε στο Συνοδικό της Κυριακής της Ορθοδοξίας «επόμενοι τοις αγίοις Πατράσιν;»
“Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τὸ ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστὸς ὡς ἑβράβευσεν.
Οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστόν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν.
Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν Οἰκουμένην ἐστήριξεν».
Τι λέγει επίσης ο θείος λόγος:
«Επί τινα επιβλέψω ει μή επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντα τους λόγους μου» (Ησ. ξστ΄ 2).
Τι είπε ο Θεός στον ιερό Αυγουστίνο: «Πάρε και διάβασε»!
Τι λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος; «Ει βούλει θεολόγος γενέσθαι και της Θεότητος άξιος, διά των εντολών όδευσον…»
Τι άκουσε ο άγιος Αντώνιος στην Εκκλησία και ποιος λόγος συνεπήρε τη συνείδηση του Πατροκοσμά;
Λόγια συγκεκριμένα μέσα από την Αγία Γραφή και το συγκεκριμένο ιερό κείμενο.
Εάν τα παραπάνω αποτελούν φόβο και υπερβολή, τα όσα λέγουν οι νεοορθόδοξοι, μεταπατερικοί και νεωτερίζοντες διδάσκαλοι και θεολόγοι αποτελούνθράσος ανοίκειο απέναντι στο θείο λόγο. Αυτά όλα δεν είναι υπερβολή. Υπερβολή είναι και ασέβεια να έρχεται κάποιος με προϋποθέσεις άναρχης ερμηνείας, ίσως και ιδεολογίας, και να θεολογεί με ελευθεριότητα.
Δυστυχώς συνεχίζουν οι νεορθόδοξοι να σπέρνουν τα ζιζάνια και να τονίζουν ακραίες θέσεις που μπερδεύουν και δεν οικοδομούν τους πιστούς. Προσπαθούν να ερμηνεύσουν με την ανθρώπινη διάνοια και προσπάθεια συχνά, χωρίς σεβασμό στο ιερό κείμενο. Εξαπολύουν ερμηνευτικές ρουκέτες με αποτέλεσμα να ρωτούν εν πάση ειλικρινεία αλλά και εν συγχύσει οι άνθρωποι που ακούνε:
«Τώρα αυτά στην πράξη πως υλοποιούνται και μεταφράζονται;»!
«Τελικά ο Ιωνάς τι ήταν; Είναι γεγονός; Ή πρέπει να εννοήσουμε κάτι άλλο;» Το σημείον Ιωνά είναι «σημείον», δηλ. θαύμα, το οποίο έγινε και προτυπώνει την τριήμερη ταφή και ανάσταση του Κυρίου (Ματθ. Ιβ΄38-41).
Βεβαίως έτσι θα αρχίζουν να συλλογίζονται οι άνθρωποι, αν σπείρεις μέσα τους τα φυτά του ζιζανίου. «Ο ταράσσων όμως βαστάσει το κρίμα» (Γαλ. Ε΄10).
Ιδού και η συνέχεια:
Πολύς λόγος γίνεται κάποτε - κάποτε και για το γνωστό: «Αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα». Ασφαλώς ο Θεός δεν δέχεται την έννοια της συλλογικής ευθύνης και της κληρονομικής ενοχής διότι «έκαστος περί εαυτού δώσει λόγον»(Ρωμ. Ιδ΄ 12). Τι λέγει όμως το ιερό κείμενο ακριβώς; Σε ποια τέκνα βαρύνει η ευθύνη και των γονέων; Σε αυτά που συνεχίζουν το δρόμο εκείνων και δε διαχωρίζουν έμπρακτα τη θέση τους από αυτούς. «Εγώ γαρ ειμί Κύριος ο Θεός σου, Θεός ζηλωτής, αποδιδούς αμαρτίας πατέρων επί τέκνα, έως τρίτης και τετάρτης γενεάς τοις μισούσί με» (Εξόδ. Κ΄5), δηλ. σ΄ αυτά που συνεχίζουν να με μισούν. Διαφωτιστικώτατα και όσα λέγει και ο Χριστός για την κληρονομική ευθύνη (Ματθ. κγ΄29-33 & Λουκ. ια΄ 47-51)…
Κάποιοι λέγουν ότι το Ευαγγέλιο για μας δεν έχει μαγικό χαρακτήρα, όπως το Κοράνιο. Χαρτί και μελάνι είναι. Το περιεχόμενο αξίζει. Να, το παίρνουμε και το πετάμε κάτω. Σαφώς, και αιρετικές βίβλους τις καίμε και κακέκτυπα στα τυπογραφεία της Βίβλου τα πολτοποιούμε. Αλλά ας μας πούν ποιος άγιος προέβη εν ψυχρώ σε μια τέτοια ενέργεια. Από τη στιγμή που έχουμε απαρτισμένη την Βίβλο, την περιβάλλουμε με σεβασμό και τιμή. Την έχουμε χρυσοποίκιλτη στην Αγ. Τράπεζα. Κάποιοι άγιοι τη διάβαζαν γονατιστοί. Φεύγουν οι δαίμονες μόλις την αντικρύσουν. «Σοφία! Ορθοί !», κελεύει ο ιερέας στη Μικρά Είσοδο. Οι διωκόμενοι ορθόδοξοι αδελφοί μας του βορρά στη Σοβιετία τη διάβαζαν ευλαβικά από τα αποσπάσματα του αθεϊστικού τύπου. Δηλ. δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα.
Τα τελευταία χρόνια ακούμε συνεχώς:
Η εκκλησία δεν διδάσκει ηθική… Κι όμως… Όλη η επιστολή του Ιακώβου και πολλά παραγγέλματα της Επί του Όρους Ομιλίας και των επιστολών του Παύλου έχουν ηθικά παραγγέλματα, δηλ. ποίες αρετές πρέπει να κοσμούν τον χριστιανό, τον ιερέα, τον επίσκοπο, τον πατέρα, τη γυναίκα… Τι είναι όλα αυτά, παρά εντολές που διαμορφώνουν και παράγουν ήθος και συνήθειες καλές, ασφαλώς με τη βοήθεια και τη χάρη του Χριστού;
΄Υστερα λέγουν ότι όλα υπάγονται και εξαρτώνται από την κοινότητα και την ενορία … Υπάρχουν όμως και τα μοναστήρια και οι αναχωρητές και οι στρατώνες και τα πλοία και οι διάφοροι πνευματικοί καί όσοι προεφήτευον έξω της παρεμβολής και όσοι εξόρκιζαν έξω από την ομάδα Των 12; Μη είμαστε απόλυτοι.
Και το κορυφαίο: «Το γράμμα αποκτείννει και το πνεύμα ζωοοποιεί» (Β΄Κορ. Γ΄6). Ωραία, ποιο γράμμα όμως; Τα ιερά γράμματα της θείας διδασκαλίας τα «δυνάμενα σοφίσαι εις σωτηρίαν» (Β΄Τιμ. Γ΄15), που φώτιζαν τον Τιμόθεο; Όχι βεβαίως. Αλλά το γράμμα του νόμου. Δηλαδή: «η διακονία του θανάτου εν γράμμασιν εντετυπωμένη εν λίθοις…η διακονία της κατακρίσεως (Β΄Κορ. Γ΄7,9) …η παλαιότητα του γράμματος» (Ρωμ. Ζ΄6)
Παραδείγματα «φονικού» γράμματος:
Το Σάββατο διά τον άνθρωπον (Ματθ. ιβ΄ 1-8)
Το σάββατον αγαθοποιήσαι ή κακοποιήσαι; (Λουκ. στ΄9)
Ο Δαβίδ τρώγει τους άρτους της προθέσεως (Ματθ. Ιβ΄3)
Δεν εισήλθαν στο Πραιτώριο, «ίνα μη μιανθώσι» (Ιωάν. Ιη΄ 28)
Πόσες φορές να συγχωρήσουμε, ρωτά ο Πέτρος (Ματθ. Ιη΄ 22)
Δώρα στους γονείς ή στο ναό; (Ματθ. Ιε ΄ 3-5)
Μοιχαλίδα κατά τον νόμον και λιθοβολισμός (Ιωάν. Η΄7)
Ο Ραββί ελάλει μετά Σαμαρείτιδος δημόσια (Ιωάν. Δ΄ 27)
Ας πούμε και κάτι τελευταίο: Λέγει στην προς Ρωμαίους ο Παύλος, «ου δικαιωθήσεται εξ έργων νόμου πάσα σάρξ» (γ΄20). Και στην επιστολήν του ο Ιάκωβος λέγει: «δείξον μοι την πίστιν σου εκ των έργων σου… Πίστις άνευ έργων νεκρά εστί» (Ιακ. Β΄20-26). Ποια έργα; Ποία έργα είναι τα πρώτα και ποια έργα τα δεύτερα; Οι τυπικές διατάξεις του νόμου είναι τα πρώτα; Τα δεύτερα είναι τα έργα αγάπης, μετανοίας, υπακοής, ιεραποστολής, διακονίας, πίστεως..
Συμπέρασμα μερικό: Η βαβυλώνια αιχμαλωσία των θεολογικών μας πραγμάτων στον «ηθικισμό», που συχνά επικαλείται επίσκοπος της Βορείου Ελλάδος, [δικός του λογισμός και λόγος χωρίς καμμιά εκκλησιαστική ή συνοδική αποδοχή, έγκριση και απήχηση] δεν θα είναι τίποτε μπροστά στην αιχμαλωσία της θεολογίας στην «νεοορθοδοξία», στην «μεταπατερική» θεολογία, στον σύγχρονο νικολαϊτισμό και στον αριστερόστροφο θεολογικό στοχασμό των τελευταίων χρόνων.
Συμπέρασμα γενικό: «Πάσα γραφή θεόπνευστος…, ωφέλιμος, χρήσιμη προς διδασκαλίαν και λοιπά…, (Β΄Τιμ. Γ΄ 16-17), αλλά πρέπει να «ανοίξει ο Θεός τον νουν του συνιέναι τας γραφάς» (Λουκ. κδ΄45). Ιδού το χρέος της προσευχής και της μελέτης.
Επίμετρο: Αν σ΄αυτούς τους δύσκολους καιρούς, όπου όλα σχετικοποιούνται, σύμβολα, αξίες, θεσμοί, σύνταγμα, ήθος, ιστορία, παράδοση, δικαιοσύνη, οικογένεια, χάσουμε και το θεμέλιο της Αγίας Γραφής, τότε όντως έχουμε κατεβεί και το έσχατο σημείο της αποστασίας μας και γίναμε «γενεά μοιχαλίδα, άπιστη και διεστραμμένη» (Μάρκ. Η΄38, Θ΄19 & Ματθ. ιστ΄ 4).
«Ἡ βαβυλώνεια αἰχμαλωσία τῆς θεολογίας στὴν “νεοορθοδοξία”, στὴν “μεταπατερικὴ” θεολογία, στὸν σύγχρονο νικολαϊτισμὸ καὶ στὸν ἀριστερόστροφο θεολογικὸ στοχασμὸ τῶν τελευταίων χρόνων».
Ὅλα ἔχουν σημασία μέσα στὴν Ἁγ. Γραφή. Ἀσφαλῶς τὸ περιεχόμενο, σαφῶς καὶ ἡ διατύπωση καὶ κανένας δὲν δικαιοῦται νὰ αὐθαιρετεῖ οὔτε στὸ ἕνα οὔτε στὸ ἄλλο νομίζοντας ὅτι ἔτσι καλύτερα θὰ φανεῖ ἡ θεία ἀλήθεια.
. Δυστυχῶς ὅμως ἡ νεοορθοδοξία καὶ μεταπατερικὸς θεολογικὸς λόγος συνεχίζουν νὰ φυτεύουν προσωπικὲς ἀπόψεις στὸ γεγονὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σὲ συνέδρια καὶ δημοσιεύσεις τους. «Ἡ Ἐκκλησία, λέγουν, εἶναι ἕνας μεγάλος ποταμὸς ζωῆς καὶ δυνάμεως. Νὰ χαροῦμε τὴν ἐλευθερία καὶ τὴ ζωὴ καὶ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο…» Χαίρω πολύ! «Τάδε ἔφη» πρόσφατα εἰσηγητὴς Συνεδρίου. Ἄλλο ποταμὸς ὅμως κι ἄλλο χείμαρρος. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι οὔτε θολὸς χείμαρρος οὔτε «φρέαρ συντετριμμένον» καὶ ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ προσέξουμε, εἶναι πῶς ἡ Ἐκκλησία μας δρᾶ καὶ κινεῖται ἀπέναντι στὸ θεῖο λόγο.
. Ξέρουμε τὴν ἀλήθεια ὅτι κάθε συγγραφέας τῆς Ἁγίας Γραφῆς διατηρεῖ τὸ ὕφος του καὶ τὴν προσωπικότητά του. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας αἰῶνες τώρα διατηρεῖ μὲ ἀπέραντο σεβασμὸ πάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ τὴν καρδιά της «πάντα τὰ ρήματα ταῦτα», ὅπως καὶ ἡ Παναγία μας (Λουκ. β´ 51).
. Ἔτσι ἀκριβῶς κινεῖται ἡ Ἐκκλησία καὶ μετὰ μέσα στοὺς αἰῶνες προσέχοντας τὴ διατύπωση καὶ διαχωρίζοντας:
τὸ ὁμοιούσιος ἀπὸ τὸ ὁμοούσιος
τὸ γεννητὸς ἀπὸ τὸ γενητὸς
τὸ filioque στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως.
Κι ὄχι μόνο αὐτά. Ἀλλά:
. Αἰῶνες τώρα χρησιμοποιεῖ τὸ κείμενο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τῆς Κ. Διαθήκης, ἔστω κι ἂν ἔχει κάποια ὀρθογραφικὰ σφάλματα.
1700 χρόνια δὲν ἀλλάζει τὴ γλῶσσα τῆς θείας Λειτουργίας.
Χρησιμοποιεῖ τὴν μετάφραση τῶν Οβ΄, ἔστω κι ἂν τὸ Μασωριτικὸ κάποτε λέγει ἄλλα, διότι σέβεται τὴ θεοπνευστία τῆς μεταφράσεως καὶ δὲν ἀφήνει περιθώρια σὲ αἱρετικοὺς ἀκροβατισμούς. Καὶ δικαιώνεται τελικά, διότι τὰ κείμενα τοῦ Κουμράν συμφωνοῦν περισσότερο μὲ τοὺς οβ΄ παρὰ μὲ τὸ μασωριτικό.
. Εἶναι λοιπὸν πολὺ τολμηρὸ νὰ σχετικοποιήσουμε τὴν ἔννοια τῆς θεοπνευστίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὑποτάσσοντας αὐτὴ στὴν προσωπικὴ ἄποψη, στὴν πολιτικὴ ἀνάγκη, σὲ μία νοσηρὴ περὶ ἔρωτος διδασκαλία τοῦ σύγχρονου νικολαϊτισμοῦ, στὴν ἱστορία τῆς ἐποχῆς καὶ στὶς κομματικὲς ἢ σπουδαστικὲς προϋποθέσεις ἑνὸς ἑκάστου θεολόγου.
. Ἀλλαγές, δηλ. οἰκονομία, μπορεῖ νὰ κάνει μόνο ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴ συμφωνία τῶν Πατέρων. Ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Ἐκκλησία ἑρμηνεύουν τὴν Ἁγ. Γραφή.
. Οἰκονομία ὅμως δὲν σημαίνει παραβίαση ἐπ᾽ οὐδενὶ τοῦ Κανόνος τῆς Ἁγ. Γραφῆς κατοχυρωμένου οἰκουμενικῶς καὶ συνοδικῶς καὶ μὲ τὸν ὁποῖο πορεύεται αἰῶνες τώρα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Κανόνας τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀπαραβίαστος σημαίνει ἀμετάβλητος ὁ ἀριθμὸς τῶν βιβλίων, ἀναλλοίωτο τὸ περιεχόμενό τους καὶ ἀπείραχτη ἡ διατύπωσή τους. Διαφορετικὰ θὰ γίνουμε προτεστάντες μὲ πολλὲς παραφυάδες καὶ ἑρμηνεῖες ἀφαιρώντας ἀκόμη καὶ δεκάδα βιβλίων ἀπὸ τὴν Ἁγ. Γραφή.
. Ἔχουμε ποτὲ ἀκούσει γιατί ὁ Εὐαγγελιστὴς ἅγιος Λουκᾶς δὲν ἀναφέρει τὴν προσκύνηση τῶν Μάγων; Λοιπόν, ἂς τὸ ἀκούσουμε: ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς δὲν ἀναφέρει τοὺς τρεῖς Μάγους γιὰ νὰ μὴ τονίσει τὴν εὐσέβεια τῆς ἀριστοκρατίας !!! Αὐτὸ ἐλέχθη σὲ Πανελλήνιο Συνέδριο, πρόσφατα, ἀπὸ θεολόγο εἰσηγητὴ καὶ διευθυντὴ θεολογικοῦ γνωστοῦ περιοδικοῦ. Τὸ ἐρώτημα ὅμως τώρα εἶναι, γιατί ἀναφέρει τὴν προσκύνηση τῶν μάγων ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος (Ματθ. β´ 1); Προφανῶς, σύμφωνα μὲ τὸ παραπάνω σκεπτικό, γιὰ νὰ «τονίσει» τὴν εὐσέβεια τῆς ἀριστοκρατικῆς τάξεως !!! Δηλ. ἡ πάλη τῶν τάξεων καλὰ κρατεῖ.
. Ἔχουμε ἀκούσει γιὰ τὴν «σφήνα» τοῦ Μελχισεδέκ; Πῶς δηλ. παρεισέφρυσε τὸ σχεδὸν «μυθικὸ» αὐτὸ πρόσωπο στὴ διήγηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης; Ναί, εἶναι ἀνεξήγητο! Καὶ αὐτὸ ἐλέχθη, χωρὶς νὰ γίνει καμμία ἀναφορὰ στὸν Μεγάλο Ἀρχιερέα Χριστό, τοῦ Ὁποίου προτύπωση ἀποτελεῖ ὁ Μελχισεδέκ, ὁ «βασιλεὺς Σαλὴμ» καὶ στὸν ὁποῖο προσέφερε θυσία ὁ Πατριάρχης Ἀβραάμ, ἀκριβῶς γιὰ νὰ φανερωθεῖ ἡ ὑπεροχὴ τῆς Μοναδικῆς καὶ Ἀνεπανάληπτης Ἀρχιερωσύνης τοῦ Κυρίου μας (Ἑβρ. κεφ. ζ´)
. Ἔχουμε ἀκούσει ὅτι ὁ Θεὸς ἀλλιῶς ὁμιλεῖ στὸν Κινέζο, ἀλλιῶς στὸν Ἀσιάτη, διαφορετικὰ στὸν Ἀφρικανὸ καὶ στὸν Σημίτη, ἀνάλογα μὲ τὸ κοσμοείδωλο τοῦ λαοῦ καὶ τῆς ἐποχῆς; Δηλ. ἐλέχθη, ὅτι ὁ Θεὸς λέγει ἀλήθειες καὶ νοήματα, γενικά, καὶ ἡ διατύπωση διαφέρει ἀνάλογα μὲ τὸ λαό. Πχ. στοὺς σημίτες ὁ Χριστὸς ὁμιλεῖ μὲ παραβολές, γιατί ἔτσι καταλάβαιναν καὶ θυμόντουσαν καλύτερα, μιᾶς καὶ εἶχαν στεγανὴ μνήμη. Στοὺς Ἕλληνες ἀλλιῶς θὰ μιλοῦσε, φιλοσοφικά. Νά, ὁ ἀπόστολος Παῦλος δὲν εἶπε παραβολὲς στὴν Πνύκα…
. Ἐρωτήματα ποὺ ἀνακύπτουν: Πόσο διαφορετικὴ θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν ἡ διατύπωση τῶν Δέκα Ἐντολῶν παραδείγματος χάριν ἀπὸ φυλὴ σὲ φυλή; Ἡ διήγηση τῆς Δημιουργίας καὶ τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων, ὁ Κατακλυσμός, ἡ καταστροφὴ τῶν Σοδόμων καὶ τῶν Γομόρρων, ὁ Πύργος τῆς Βαβέλ, ἡ ἱστορία τοῦ Ἰωνά, πῶς ἀλλιῶς θὰ μποροῦσαν νὰ διατυπωθοῦν;
. Μποροῦμε μὲ ὑποθέσεις νὰ κάνουμε θεολογία, ἑρμηνεία καὶ μετάφραση τῶν ἱερῶν κειμένων, κόβοντας καὶ ράβοντας γεγονότα, λόγους, ρήματα καὶ διατυπώσεις, τὴ στιγμὴ ποὺ ὅλα αὐτὰ τῆς Π. Διαθήκης ἀναφέρονται αὐτούσια καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη διὰ στόματος μάλιστα τοῦ Κυρίου; Δὲν θὰ μᾶς τὰ ξεκαθάριζε τὰ πράγματα ὁ Κύριος, ἂν ἦταν διαφορετικά; Μποροῦμε ἐμεῖς νὰ βάζουμε τέτοιες συντεταγμένες χώρου καὶ χρόνου ὅσον ἀφορᾶ στὴν διατύπωση στὸν ἀθάνατο λόγο τοῦ Θεοῦ;
. Ἡ διατύπωση δηλαδὴ δὲν ἐμπεριέχεται μέσα στὴ Θεοπνευστία τῆς Βίβλου; Μποροῦμε νὰ αὐθαιρετοῦμε καὶ νὰ ἐγείρουμε διαφορετικὲς ἐνδεχομένως διηγήσεις κατὰ τόπους; Τότε:
Γιατί οἱ Προφῆτες λένε: «Τάδε λέγει Κύριος…»;
Γιατί ὁ Χριστὸς μᾶς λέγει στὴν παραβολὴ τοῦ Πλουσίου καὶ τοῦ Λαζάρου ὅτι κάτω στὴ γῆ ἔχουμε – τότε– τὸν Μωσέα καὶ τοὺς προφῆτες; (Λουκ. ιϛ´ 29-31)
Γιατί περιχαρὴς ἀναφωνεῖ ὁ Φίλιππος στὸν Ναθαναὴλ ὅτι «ὃν ἔγραψε Μωυσῆς ἐν τῷ Νόμῳ καὶ οἱ Προφῆτες, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν…;» (Ἰωάν. α´46)
Γιατί στὸν πλούσιο νεανίσκο ὁ Χριστὸς λέγει νὰ ἐφαρμόσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Νόμου; (Ματθ. ιθ´ 17-19)
Γιατί ὁ Χριστὸς μᾶς λέγει ὅτι δὲν καταργεῖ τὸν νόμο καὶ τοὺς προφῆτες, ἀλλὰ τοὺς συμπληρώνει καὶ ὅτι «ἰῶτα ἓν καὶ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται» (Ματθ. ε´ 17-19) καὶ ὅτι «ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι;» (Ματθ. κδ´35);
. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς δὲν λέγει ὅτι θὰ πρέπει οἱ μαθητές του νὰ πᾶνε σὲ ὅλο τὸν κόσμο καὶ νὰ μαθητεύσουν «πάντα τὰ ἔθνη διδάσκοντες αὐτοὺς πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν;» Μάλιστα «βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος» (Ματθ. κη´ 18-20).
. Ἂν οἱ παραβολὲς ἦταν κατάλληλες μόνο γιὰ τοὺς Ἑβραίους, τί ἄλλο θὰ βάλουμε στὴ θέση τους μιλώντας στοὺς διαφόρους βορείους καὶ νοτίους, δυτικοὺς καὶ ἀνατολικοὺς λαούς; Κι ὅμως. Μὲ βάση αὐτὲς τὶς παραβολὲς καὶ τὶς ἐντολὲς ἔγραψαν οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὡραιότατες ὁμιλίες καὶ ἑλκύονται στὴν πίστη σήμερα λευκὲς ψυχὲς «ἕτοιμες πρὸς θερισμὸν ἤδη» καὶ ὁλόκληρες φυλὲς ἀνεβαίνουν στὸν οὐρανὸ στὶς ἱεραποστολικὲς ἐκκλησίες σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ τὰ πλάτη τῆς γῆς.
. Τί νόημα ἔχει τότε ὁ λόγος «σήμερον ἐὰν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε, μὴ σκληρύνητε τὰς καρδίας ἡμῶν ὡς ἐν τῷ παραπικρασμῷ»… στὴν ἔρημο «ὅπου οἱ πατέρες σας ποὺ δὲν ἄκουσαν τὴν φωνὴν τοῦ Πατρὸς τὴν διὰ τοῦ Μωϋσέως ἐκφερομένην καὶ ἄφησαν τὰ πτώματά τους ἐκεῖ ἐπὶ τόπου…» (Ἑβρ. γ´ 15);
. Ἐλέχθη ὅτι ὁ Παῦλος στὴν Ἀθήνα δὲν εἶπε παραβολές. Σωστό. Ἀλλὰ ὁ Παῦλος δὲν μιλοῦσε ποτὲ καὶ πουθενὰ μὲ παραβολές. Ἐξ ἄλλου ἔκανε ὅ, τι ἀκριβῶς τοῦ εἶπε ὁ Κύριος στὴ Δαμασκό: «νὰ βαστάξει τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ κηρύξει μετάνοια σὲ ὅλα τὰ ἔθνη» (Πράξ. θ´15 & ιζ´ 30).
. Μὲ ἄλλα λόγια σμικραίνουμε πολὺ τὴν ἔννοια τῆς θεοπνευστίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, μὲ τὴ θεωρία καὶ τὸ ἰδεολόγημα, ὅτι ὁ Θεὸς λέγει μὲ τὴν ἄκτιστη χάρη του κάποιες ἀλήθειες, νοήματα, στοὺς προφῆτες καὶ αὐτοὶ διαλέγουν τὴν ὅποια διατύπωση. Πόση χαλαρότητα καὶ ἰδιοτροπία μπορεῖ νὰ χωρέσει ἄραγε αὐτὴ ἡ θέση! Νὰ αὐθαιρετεῖ δηλ. ὁ καθένας ξεκινώντας ἄλλος ἀπὸ πολιτικὲς ἢ προσωπικὲς καὶ ἄλλος ἀπὸ κοινωνικὲς ἀφετηρίες καὶ προϋποθέσεις…
. Ἡ θεοπνευστία εἶναι ἔμπνευση, εἶναι ὅμως καὶ ἐπιστασία, γι᾽ αὐτὸ ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ἔχει ἀντιφάσεις. Ἡ ἔμπνευση καὶ ἡ ἐπιστασία ἀφοροῦν καὶ στὰ δύο: στὸ περιεχόμενο καὶ στὴ διατύπωση. Γι᾽ αὐτὸ δὲν κατήργησε ὁ Χριστὸς τὰ παλαιά, ἀλλὰ τὰ συμπλήρωσε. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ Καινὴ διαθήκη δέχεται τὰ τῆς Παλαιᾶς ἔτσι ἀκριβῶς, ὅπως γράφτηκαν καὶ ἔχουμε τὴν ἐπαλήθευση τῶν προφητειῶν.
. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς λέγει ὅτι «Μωϋσῆς περὶ ἐμοῦ ἔγραψεν» (Ἰωάν. ε´46). Γι αὐτὸ ὅσα εἶναι ἀλληγορούμενα μᾶς τὰ λέγει (Γαλ. δ´ 21-26) καὶ ὅσα καταργοῦνται πάλι ἡ Γραφή μας τὰ λέγει (Β´ Κορ. γ´ 7, 14) καὶ (Ἑβρ. η´13).
. Ἀσφαλῶς καὶ δὲν ἐγκυβωτίζεται ὁ Θεὸς σὲ μία ἀνθρώπινη λαλιά, διότι εἶναι ὀξυτέρα – καὶ πλατυτέρα καὶ ἀνωτέρα καὶ βαθυτέρα – τῆς φωνῆς Του ἡ ἐνέργεια, ἀλλὰ ποτὲ δὲν παραθεωρεῖται ἡ διατυπωθεῖσα ἐν ἁγίῳ Πνεύματι φωνὴ τοῦ Θεοῦ.
. Τί λέγει ὁ Πέτρος; «Ὅτι οἱ προφῆται, ἅγιοι ἄνθρωποι, ὑπὸ ἁγίου πνεύματος φερόμενοι ἐλάλησαν…», ὄχι μόνο ἔμαθαν μέσα τους μυστικά, ἀλλὰ καὶ «ἐλάλησαν» (Α´ Πέτρ. α´ 10 & Β´ Πέτρ. α´21).
. Τί λέγουν οἱ μαθητὲς στὸν Χριστό; «ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις» (Ἰωάν. ϛ´ 68). Καὶ ὁ Χριστός: «ὁ λόγος ὁ σὸς ἀλήθεια ἐστὶ» (Ἰωάν. ιζ´ 17), ὄχι μόνο ὁ νοῦς, ἢ τὰ νοήματα, ἀλλὰ καὶ ὁ λόγος.
. Μπορεῖ ἀσφαλῶς ὁ ἀπόστολος Παῦλος νὰ χρησιμοποιεῖ τοὺς θύραθεν ποιητές, μπορεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ θεολόγος νὰ χρησιμοποιεῖ φιλοσοφικοὺς ὅρους γιὰ τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, ποτὲ ὅμως δὲν παραθεωροῦν τὸν ἀθάνατο λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν τὸν παραχαράσσουν καὶ δὲν τὸν ξεχνοῦν μὲ μία δῆθεν δυναμικὴ ἑρμηνεία.
. Μάλιστα ὁ Παῦλος θεωρεῖ ἀπαραίτητο καὶ τὸ λέγει, τὸ γνωστὸ λόγιο τοῦ Χριστοῦ ποὺ δὲν ἐμπεριέχεται στὴν Ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία τοῦ Κυρίου κατὰ λέξιν: «μακάριόν ἐστι διδόναι μᾶλλον ἢ λαμβάνειν» (Πράξ. κ΄ 35). Δὲν ἔφταναν δηλ. ὅλα τὰ ἄλλα περὶ ἐλεημοσύνης ποὺ μᾶς λέγει ὁ Χριστὸς στὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία Του; Κι ὅμως χρειαζόταν κι αὐτὸ ἀκριβῶς ἔτσι διατυπωμένο ἀπὸ τὸν Παῦλο!!!
. Ὁ ἀπ. Παῦλος ἐπίσης παραδίδει ἀκριβῶς τὸ Μυστήριον τῆς Θείας Κοινωνίας ποὺ παρέλαβε (Α´ Κορ. ιβ´23-32) καὶ ὁ ἀπ. Πέτρος μᾶς ὁμιλεῖ ἐπακριβῶς γιὰ τὴν Μεταμόρφωση καὶ τῆς φωνῆς τοῦ Πατρὸς ποὺ ἤκουσαν οἱ αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι μάρτυρες μαθητές. (Β´ Πέτρ. α´16-19). Αὐτὰ δὲν ἀλλάζουν ποτέ. Οὔτε τὰ εἴδη τῆς θείας Εὐχαριστίας, οὔτε τὰ λόγια, οὔτε ὁ λόγος τοῦ Πατρὸς στὴ βάπτιση καὶ τὴ Μεταμόρφωση.
. Γιὰ νὰ καταλάβουμε τὴν ἀξία καὶ τῆς διατυπώσεως καὶ τὴν ἔννοια τῆς θεοπνευστίας θὰ ἀναφέρουμε μερικὰ παραδείγματα:
- Τὸ «ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ᾽ ἐμοῦ ἔση ἐν τῷ παραδείσῳ», ἀλλάζει τελείως καὶ μάλιστα κατὰ τρόπο χιλιαστικό, ἀπὸ μία ἁπλῆ καὶ μόνο μετάθεση τοῦ κόμματος (Λουκ. κγ´ 43).
– Τὸ ἴδιο καὶ στὴν ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ἰωάννου: ἕνα ἰῶτα ποὺ βάζουν οἱ χιλιαστὲς στὸ «Θεὸς ἦν ὁ λόγος» καὶ τὸ μεταβάλλουν σὲ «θεῖος», προσδίδεται ἁπλὴ θεϊκότητα καὶ ὄχι θεότητα στὸν Χριστό μας (Ἰωάν. α´1).
– «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» τοῦ Θωμᾶ, γίνεται ἁπλὸ ἐπιφώνημα, «θεὲ καὶ Κύριε», γιὰ τοὺς αἱρετικούς, ἂν ἀφαιρέσουμε τὴν ἀντωνυμία «αὐτῷ» (Ἰωάν. κ´ 28).
– Ἀκόμη καὶ ἡ θέση τῶν κειμένων παίζει τὸ ρόλο της: (Ἰω. κ´ 28), «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου», (Πράξ. κ´ 28): «Τὴν ἐκκλησίαν περιεποιήσατο ὁ Θεὸς διὰ τοῦ τιμίου του αἵματος». Ἔχουμε ἐδῶ δύο ἀξιολογότατα ρητὰ γιὰ τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ.
– Ὁ Παῦλος λέγει ὅτι δὲν ἐβάπτισε οὐδένα, ἀμέσως ὅμως στὴ συνέχεια τὸ ἐπιστατοῦν ἅγιο Πνεῦμα τοῦ ὑπενθυμίζει καὶ λέγει, «ἐβάπτισα καὶ τὸν Στεφανᾶ οἶκον» (Α´ Κορ. α´15-16).
. Τώρα λοιπὸν κρατᾶμε στὰ χέρια τὴν Ἁγ. Γραφή. Τί προτείνουμε στοὺς χριστιανούς: νὰ δέχονται τὴ διατύπωση ἢ ὄχι. Νὰ δέχονται ἐναλλακτικὲς ἑρμηνεῖες; Νὰ αὐτοσχεδιάζουν; Μήπως οἱ ἱερεῖς ἔχουν τὸ δικαίωμα τῆς ἐναλλακτικῆς χρήσεως; Καταλαβαίνουμε λοιπὸν ὅτι μπαίνουμε σὲ ἕνα φαῦλο καὶ ἀδιέξοδο κυκεώνα προστεσταντικῆς νοοτροπίας καὶ πρακτικῆς;
. Ναί, εἶναι ἡ Ἐκκλησία ζωντανὸς ποταμὸς δυνάμεως καὶ ἐλευθερίας. Ποικίλα καὶ διάφορα τὰ χαρίσματα καὶ οἱ διακονίες μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ τῆς Ἀγάπης καὶ τῆς Μετανοίας δύναται «νὰ ἐγείρει ἀπὸ γῆς πτωχὸ καὶ ἀπὸ κοπρίας νὰ ἀνυψοῖ πένητα», ἀλλὰ ἔχουμε καὶ μία τρομερὴ εὐθύνη γιὰ τὴν παράδοση. Ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς ζητεῖ νὰ στοιχήσουμε οἱ πάντες στὴν παράδοση τῶν 8 πρώτων αἰώνων καὶ τῶν 7 ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων καὶ νὰ μὴ προσθέσουμε τίποτε σὲ ὅσα θέσπισαν οἱ πατέρες: Τί λέμε στὸ Συνοδικό τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσιν;»
“Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τὸ ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστὸς ὡς ἐβράβευσεν. Οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστὸν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν ἡμῶν. Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τὴν Οἰκουμένην ἐστήριξεν».
. Τί λέγει ἐπίσης ὁ θεῖος λόγος: «Ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω εἰ μὴ ἐπὶ τὸν ταπεινὸν καὶ ἠσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους μου» (Ἠσ. ξϛ´ 2).
. Τί εἶπε ὁ Θεὸς στὸν ἱερὸ Αὐγουστίνο: «Πάρε καὶ διάβασε»!
. Τί λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος; «Εἰ βούλει θεολόγος γενέσθαι καὶ τῆς Θεότητος ἄξιος, διὰ τῶν ἐντολῶν ὅδευσον…»
. Τί ἄκουσε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος στὴν Ἐκκλησία καὶ ποιὸς λόγος συνεπῆρε τὴ συνείδηση τοῦ Πατροκοσμᾶ;
. Λόγια συγκεκριμένα μέσα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὸ συγκεκριμένο ἱερὸ κείμενο.
. Ἐὰν τὰ παραπάνω ἀποτελοῦν φόβο καὶ ὑπερβολή, τὰ ὅσα λέγουν οἱ νεοορθόδοξοι, μεταπατερικοὶ καὶ νεωτερίζοντες διδάσκαλοι καὶ θεολόγοι ἀποτελοῦν θράσος ἀνοίκειο ἀπέναντι στὸ θεῖο λόγο. Αὐτὰ ὅλα δὲν εἶναι ὑπερβολή. Ὑπερβολὴ εἶναι καὶ ἀσέβεια νὰ ἔρχεται κάποιος μὲ προϋποθέσεις ἄναρχης ἑρμηνείας, ἴσως καὶ ἰδεολογίας, καὶ νὰ θεολογεῖ μὲ ἐλευθεριότητα.
. Δυστυχῶς συνεχίζουν οἱ νεορθόδοξοι νὰ σπέρνουν τὰ ζιζάνια καὶ νὰ τονίζουν ἀκραῖες θέσεις ποὺ μπερδεύουν καὶ δὲν οἰκοδομοῦν τοὺς πιστούς. Προσπαθοῦν νὰ ἑρμηνεύσουν μὲ τὴν ἀνθρώπινη διάνοια καὶ προσπάθεια συχνά, χωρὶς σεβασμὸ στὸ ἱερὸ κείμενο. Ἐξαπολύουν ἑρμηνευτικὲς ρουκέτες μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ρωτοῦν ἐν πάσῃ εἰλικρινείᾳ ἀλλὰ καὶ ἐν συγχύσει οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀκοῦνε: «Τώρα αὐτὰ στὴν πράξη πῶς ὑλοποιοῦνται καὶ μεταφράζονται;»!
«Τελικὰ ὁ Ἰωνᾶς τί ἦταν; Εἶναι γεγονός; Ἢ πρέπει νὰ ἐννοήσουμε κάτι ἄλλο;» Τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ εἶναι «σημεῖον», δηλ. θαῦμα, τὸ ὁποῖο ἔγινε καὶ προτυπώνει τὴν τριήμερη ταφὴ καὶ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου (Ματθ. ιβ´38-41).
. Βεβαίως ἔτσι θὰ ἀρχίζουν νὰ συλλογίζονται οἱ ἄνθρωποι, ἂν σπείρεις μέσα τους τὰ φυτὰ τοῦ ζιζανίου. «Ὁ ταράσσων ὅμως βαστάσει τὸ κρίμα» (Γαλ. ε´10).
Ἰδοὺ καὶ ἡ συνέχεια:
. Πολὺς λόγος γίνεται κάποτε – κάποτε καὶ γιὰ τὸ γνωστό: «Ἁμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα». Ἀσφαλῶς ὁ Θεὸς δὲν δέχεται τὴν ἔννοια τῆς συλλογικῆς εὐθύνης καὶ τῆς κληρονομικῆς ἐνοχῆς διότι «ἕκαστος περὶ ἑαυτοῦ δώσει λόγον» (Ρωμ. ιδ´ 12). Τί λέγει ὅμως τὸ ἱερὸ κείμενο ἀκριβῶς; Σὲ ποιά τέκνα βαρύνει ἡ εὐθύνη καὶ τῶν γονέων; Σὲ αὐτὰ ποὺ συνεχίζουν τὸ δρόμο ἐκείνων καὶ δὲν διαχωρίζουν ἔμπρακτα τὴ θέση τους ἀπὸ αὐτούς. «Ἐγὼ γὰρ εἰμὶ Κύριος ὁ Θεός σου, Θεὸς ζηλωτής, ἀποδιδοὺς ἁμαρτίας πατέρων ἐπὶ τέκνα, ἕως τρίτης καὶ τετάρτης γενεᾶς τοῖς μισοῦσι με» (Ἔξοδ. Κ´5), δήλ. σ᾽ αὐτὰ ποὺ συνεχίζουν νὰ μὲ μισοῦν. Διαφωτιστικώτατα καὶ ὅσα λέγει καὶ ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν κληρονομικὴ εὐθύνη (Ματθ. κγ´2 9-33 & Λουκ. ια´ 47-51)…
. Κάποιοι λέγουν ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ μᾶς δὲν ἔχει μαγικὸ χαρακτήρα, ὅπως τὸ Κοράνιο. Χαρτὶ καὶ μελάνι εἶναι. Τὸ περιεχόμενο ἀξίζει. Νά, τὸ παίρνουμε καὶ τὸ πετᾶμε κάτω. Σαφῶς, καὶ αἱρετικὲς βίβλους τὶς καῖμε καὶ κακέκτυπα στὰ τυπογραφεῖα τῆς Βίβλου τὰ πολτοποιοῦμε. Ἀλλὰ ἂς μᾶς ποῦν ποιός ἅγιος προέβη ἐν ψυχρῷ σὲ μία τέτοια ἐνέργεια. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔχουμε ἀπαρτισμένη τὴν Βίβλο, τὴν περιβάλλουμε μὲ σεβασμὸ καὶ τιμή. Τὴν ἔχουμε χρυσοποίκιλτη στὴν Ἁγ. Τράπεζα. Κάποιοι ἅγιοι τὴ διάβαζαν γονατιστοί. Φεύγουν οἱ δαίμονες μόλις τὴν ἀντικρύσουν. «Σοφία! Ὀρθοί !», κελεύει ὁ ἱερέας στὴ Μικρὰ Εἴσοδο. Οἱ διωκόμενοι ὀρθόδοξοι ἀδελφοί μας τοῦ βορρᾶ στὴ Σοβιετία τὴ διάβαζαν εὐλαβικὰ ἀπὸ τὰ ἀποσπάσματα τοῦ ἀθεϊστικοῦ τύπου. Δηλ. δὲν εἶναι τόσο ἁπλὰ τὰ πράγματα.
. Τὰ τελευταῖα χρόνια ἀκοῦμε συνεχῶς: Ἡ ἐκκλησία δὲν διδάσκει ἠθική… Κι ὅμως… Ὅλη ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Ἰακώβου καὶ πολλὰ παραγγέλματα τῆς Ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλίας καὶ τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Παύλου ἔχουν ἠθικὰ παραγγέλματα, δηλ. ποῖες ἀρετὲς πρέπει νὰ κοσμοῦν τὸν χριστιανό, τὸν ἱερέα, τὸν ἐπίσκοπο, τὸν πατέρα, τὴ γυναίκα… Τί εἶναι ὅλα αὐτά, παρὰ ἐντολὲς ποὺ διαμορφώνουν καὶ παράγουν ἦθος καὶ συνήθειες καλές, ἀσφαλῶς μὲ τὴ βοήθεια καὶ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ;
. Ὕστερα λέγουν ὅτι ὅλα ὑπάγονται καὶ ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὴν κοινότητα καὶ τὴν ἐνορία … Ὑπάρχουν ὅμως καὶ τὰ μοναστήρια καὶ οἱ ἀναχωρητὲς καὶ οἱ στρατῶνες καὶ τὰ πλοῖα καὶ οἱ διάφοροι πνευματικοὶ καὶ ὅσοι προεφήτευον ἔξω τῆς παρεμβολῆς καὶ ὅσοι ἐξόρκιζαν ἔξω ἀπὸ τὴν ὁμάδα τῶν 12; Μὴ εἴμαστε ἀπόλυτοι.
. Καὶ τὸ κορυφαῖο: «Τὸ γράμμα ἀποκτείννει καὶ τὸ πνεῦμα ζωοοποιεῖ» (Β´ Κορ. γ´6). Ὡραῖα, ποιὸ γράμμα ὅμως; Τὰ ἱερὰ γράμματα τῆς θείας διδασκαλίας τὰ «δυνάμενα σοφίσαι εἰς σωτηρίαν» (Β´ Τιμ. γ´15), ποὺ φώτιζαν τὸν Τιμόθεο; Ὄχι βεβαίως. Ἀλλὰ τὸ γράμμα τοῦ νόμου. Δηλαδή: «ἡ διακονία τοῦ θανάτου ἐν γράμμασιν ἐντετυπωμένη ἐν λίθοις…ἡ διακονία τῆς κατακρίσεως (Β´ Κορ. γ´7,9) …ἡ παλαιότητα τοῦ γράμματος» (Ρωμ. ζ´6).
Παραδείγματα «φονικοῦ» γράμματος:
Τὸ Σάββατο διὰ τὸν ἄνθρωπον (Ματθ. ιβ´ 1-8)
Τὸ σάββατον ἀγαθοποιῆσαι ἢ κακοποιῆσαι; (Λουκ. ϛ´9)
Ὁ Δαβὶδ τρώγει τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως (Ματθ. ιβ´3)
Δὲν εἰσῆλθαν στὸ Πραιτώριο, «ἵνα μὴ μιανθῶσι» (Ἰωάν. ιη´ 28)
Πόσες φορὲς νὰ συγχωρήσουμε, ρωτᾶ ὁ Πέτρος (Μάτθ. ιη´ 22)
Δῶρα στοὺς γονεῖς ἢ στὸ ναό; (Ματθ. ιε´ 3-5)
Μοιχαλίδα κατὰ τὸν νόμον καὶ λιθοβολισμὸς (Ἰωάν. η´ 7)
Ὁ Ραββὶ ἐλάλει μετὰ Σαμαρείτιδος δημόσια (Ἰωάν. δ´ 27)
Ἂς ποῦμε καὶ κάτι τελευταῖο: Λέγει στὴν πρὸς Ρωμαίους ὁ Παῦλος, «οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σὰρξ» (γ΄ 20). Καὶ στὴν ἐπιστολήν του ὁ Ἰάκωβος λέγει: «δεῖξον μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου… Πίστις ἄνευ ἔργων νεκρά ἐστι» (Ἰακ. β´20-26). Ποιά ἔργα; Ποῖα ἔργα εἶναι τὰ πρῶτα καὶ ποῖα ἔργα τὰ δεύτερα; Οἱ τυπικὲς διατάξεις τοῦ νόμου εἶναι τὰ πρῶτα; Τὰ δεύτερα εἶναι τὰ ἔργα ἀγάπης, μετανοίας, ὑπακοῆς, ἱεραποστολῆς, διακονίας, πίστεως..
. Συμπέρασμα μερικό: Ἡ βαβυλώνεια αἰχμαλωσία τῶν θεολογικῶν μας πραγμάτων στὸν «ἠθικισμό», ποὺ συχνὰ ἐπικαλεῖται ἐπίσκοπος τῆς Βορείου Ἑλλάδος, [δικός του λογισμὸς καὶ λόγος χωρὶς καμμιὰ ἐκκλησιαστικὴ ἢ συνοδικὴ ἀποδοχή, ἔγκριση καὶ ἀπήχηση] δὲν θὰ εἶναι τίποτε μπροστὰ στὴν αἰχμαλωσία τῆς θεολογίας στὴν «νεοορθοδοξία», στὴν «μεταπατερικὴ» θεολογία, στὸν σύγχρονο νικολαϊτισμὸ καὶ στὸν ἀριστερόστροφο θεολογικὸ στοχασμὸ τῶν τελευταίων χρόνων.
. Συμπέρασμα γενικό: «Πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος…, ὠφέλιμος, χρήσιμη πρὸς διδασκαλίαν καὶ λοιπά…, (Β´ Τιμ. γ´ 16-17), ἀλλὰ πρέπει νὰ «ἀνοίξει ὁ Θεὸς τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς» (Λουκ. κδ´45). Ἰδοὺ τὸ χρέος τῆς προσευχῆς καὶ τῆς μελέτης.
. Ἐπίμετρο: Ἂν σ᾽αὐτοὺς τοὺς δύσκολους καιρούς, ὅπου ὅλα σχετικοποιοῦνται, σύμβολα, ἀξίες, θεσμοί, σύνταγμα, ἦθος, ἱστορία, παράδοση, δικαιοσύνη, οἰκογένεια, χάσουμε καὶ τὸ θεμέλιο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τότε ὄντως ἔχουμε κατεβεῖ καὶ τὸ ἔσχατο σημεῖο τῆς ἀποστασίας μας καὶ γίναμε «γενεὰ μοιχαλίδα, ἄπιστη καὶ διεστραμμένη» (Μάρκ. η´38, θ´19 & Μάτθ. ιϛ´ 4).
Πηγή: Κατάνυξις
....καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα
Δημοσιεύθηκε στο δελτίο ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ (τεύχ. 699/30.4.09, σ.σ. 11-33) άρθρο του Καθηγητού Βλασίου Φειδά με τίτλο «το ζήτημα της συμπροσευχής μετά των ετεροδόξων κατά τους ιερούς Κανόνες»[1] (στο εξής: Φειδάς). Όπως αναφέρει ο συντάκτης, το άρθρο αυτό αποτελεί απάντηση–γνωμοδότηση σε ερώτημα που του απευθύνθηκε.
Η δημοσίευση τόσο μεγάλης εργασίας (σελ. 23) στο επίσημο δελτίο του Ορθοδόξου Κέντρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου (Σαμπεζύ Γενεύης) και η προσωπικότητα και οι πολλές και κρίσιμες ιδιότητες του συντάκτου καταδεικνύουν τη σοβαρότητα του θέματος των συμπροσευχών με ετεροδόξους στη σύγχρονη διορθόδοξη και διαχριστιανική συνεργασία.
Στο άρθρο ο καθηγητής συμπεραίνει ότι όχι μόνο δεν απαγορεύεται η συμπροσευχή με τους ετεροδόξους στα πλαίσια της Οικουμενικής Κινήσεως, αλλά αντιθέτως οι Ι. Κανόνες ενθαρρύνουν την κοινή προσευχή με τις άλλες ομολογίες, η δε κανονική απαγόρευση περιορίζεται αποκλειστικά στη Θ. Λειτουργία.
Η επιχειρηματολογία του κ. Φειδά εντοπίζεται κυρίως στα εξής σημεία:
1. στην «ακριβή γραμματική ερμηνεία» (Φειδάς, σ. 15) των Κανόνων,
2. στην «συνεπή αναφορά του πνεύματος αυτού εις τα συγκεκριμένα εκκλησιαστικά προβλήματα της συγκεκριμένης εποχής» και ειδικότερα «εις τας επικινδύνους δια την ενότητα της Εκκλησίας καταστάσεις του Δ΄ αιώνος» (Φειδάς, σ. 15),
3. οι Ρωμαιοκαθολικοί και οι Προτεστάντες δεν έχουν καταδικαστεί ως αιρετικοί και
4. οι συμπροσευχές είναι «αναπόφευκτος συνέπεια» της Οικουμενικής Κινήσεως.
Α. Ποια η έννοια του «συνεύχεσθαι»;
Δεν είναι ακριβές ότι «οι κανόνες συνδέουν πάντοτε το “συνεύχεσθαι” προς πράξεις συλλειτουργίας η συνιερουργίας ορθοδόξων κληρικών μετά αιρετικών».
Ο Καθηγητής Φειδάς εξετάζοντας την «ακριβή γραμματική ερμηνεία» των Ιερών Κανόνων συμπεραίνει ότι «συνεπώς, είναι ευνόητον, ότι ο ΜΕ΄ και οι λοιποί σχετικοί Αποστολικοί κανόνες συνδέουν πάντοτε το “συνεύχεσθαι” προς πράξεις συλλειτουργίας η συνιερουργίας ορθοδόξων κληρικών μετά αιρετικών» (Φειδάς, σ. 19) και «συνεπώς, η αληθής έννοια των ανωτέρω κανόνων (που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς) αναφέρεται εις μόνην την εύλογον και αυτονόητον απαγόρευσιν της συλλειτουργίας ορθοδόξων κληρικών μετά των ετεροδόξων και όχι βεβαίως εις την συμμετοχήν αυτών εις πάσαν άλλην προσευχήν» (Φειδάς, σ. 20). Περιορίζει δηλαδή την έννοια της συμπροσευχής αποκλειστικά και μόνο στη Θ. Λειτουργία και όχι σε άλλη ακολουθία.
Είναι ασφαλώς προδήλως ανακριβή τα συμπεράσματα αυτά, διότι - όπως θα καταδειχθεί - η έννοια του «συνεύχεσθαι» στους Ι. Κανόνες είναι πολύ ευρεία και περιλαμβάνει από την απλή προσευχή λαϊκών εκτός ναού, «εν οίκω η εν αγρώ», μέχρι και την ενώπιόν του θυσιαστηρίου τέλεση της Θ. Λειτουργίας από κληρικούς. Με κανένα τρόπο δεν είναι δυνατόν να περιορίζεται μόνο στη συμμετοχή κληρικών στη Θ. Λειτουργία:
1. Η έννοια του «συνεύχεσθαι» στη θύραθεν και πατερική γραμματεία
Στην αρχαία ελληνική γραμματεία, κατά τον Ιω. Σταματάκο, «συνεύχομαι» σημαίνει «εύχομαι (προσεύχομαι) από κοινού μετά τινός, ενώνω τας ευχάς μου με τας δικάς του»[2]. Στην Πατερική γραμματεία, σύμφωνα με τον G.W.H.Lampe[3] «συμπροσεύχομαι» σημαίνει “pray together, pray with”, ενώ το «συνεύχομαι» σημαίνει α) «pray with, pray together» (=προσεύχομαι μαζί) και β) “wish one well” (=εύχομαι να είναι καλά).
Στην Καινή Διαθήκη απαντάται μόνο το ρήμα «εύχεσθαι»[4], όπου σε καμία περίπτωση δεν υπονοείται η τέλεση Θ. Λειτουργίας, αλλά μόνο προσευχής η απλής ευχής. Παρόμοιες είναι και οι αναφορές στη μετάφραση των Ο΄ στην Π. Δ.
Κατά συνέπεια, δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στην Άγ. Γραφή, ούτε στην πατερική η θύραθεν γραμματολογία η ερμηνεία ότι «συνεύχομαι» η «συμπροσεύχομαι» σημαίνει αποκλειστικά τη συμμετοχή όχι σε απλή κοινή προσευχή, αλλά στην τέλεση Θ. Ευχαριστίας.
2. Η έννοια του «συνεύχεσθαι» στους Ιερούς Κανόνες
Είναι προφανές ότι όταν οι συντάκτες των Ιερών Κανόνων θέλουν να διευρύνουν η να περιορίσουν την έννοια ενός όρου, η να δώσουν διαφορετικό νόημα, από ότι η συνήθης έννοιά του στη βιβλική και πατερική γραμματεία οφείλουν να το προσδιορίσουν επακριβώς. Κάτι τέτοιο δε συμβαίνει με τον όρο «συνεύχεσθαι» και τους συναφείς. Εξαίρεση αποτελεί ο Θ΄ Κανόνας του Αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας ο οποίος περιορίζει την έννοια του «εύχεσθαι» και «ευχή» μόνο στην Αγ. Αναφορά της Θ. Λειτουργίας λέγοντας: «Ειοφείλει Κληρικός εύχεσθαι … η … οπόταν ποιή την ευχήν, ήγουν την προσφοράν». Το «ήγουν» προσδιορίζει επακριβώς τη βούληση του συντάκτου όταν ομιλεί περί του«εύχεσθα» και «ευχή». Εάν «εύχεσθα» και «ευχή» εννοείτο πάντοτε η Θ. Λειτουργία, δεν χρειαζόταν διευκρίνιση.
Στους περισσότερους από τους Ι. Κανόνες που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς δεν προσδιορίζεται ότι η απαγόρευση αφορά μόνο κληρικούς. Σε ορισμένους μάλιστα ρητώς προβλέπονται επιτίμια για τους λαϊκούς που παραβαίνουν την κανονική απαγόρευση συμπροσευχής. Κατά συνέπεια, «συνεύχεσθαι» σημαίνει και την απλή προσευχή, διότι ασφαλώς οι λαϊκοί μπορούν μόνο να συμπροσεύχονται και όχι να συλλειτουργούν.
Ιδιαίτερα σημαντικός για την κατανόηση του ποια προσευχή με αιρετικούς απαγορεύεται είναι ο ΞΕ΄ (η ΞΔ΄ κατά Ράλλη-Ποτλή (στο εξής: Ρ-Π.) Κανόνας των Αγ. Αποστόλων: «Ει τις κληρικός, η λαϊκός εισέλθοι εις συναγωγήν Ιουδαίων, η αιρετικών προσεύξασθαι, και καθαιρείσθω, και αφοριζέσθω». Δυστυχώς αυτός οσημαντικός κανόνας διέλαθε (;) της προσοχής του καθηγητού και δεν τον αναλύει στο άρθρο! Και μόνο αυτός ο Κανόνας καταρρίπτει τον εσφαλμένο ισχυρισμό τουαρθρογράφου ότι «οι σχετικοί Αποστολικοί κανόνες συνδέουν πάντοτε το “συνεύχεσθαι” προς πράξεις συλλειτουργίας η συνιερουργίας ορθοδόξων κληρικών μετά αιρετικών» (Φειδάς, σ. 19) και «συνεπώς, η αληθής έννοια των ανωτέρω Κανόνων (που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς) αναφέρεται εις μόνην την εύλογον και αυτονόητον απαγόρευσιν της συλλειτουργίας ορθοδόξων κληρικών μετά των ετεροδόξων και όχι βεβαίως εις την συμμετοχήν αυτών εις πάσαν άλλην προσευχήν» (Φειδάς, σ. 20). Όταν οΞΕ΄ Αποστολικός απαγορεύει το «εισέλθοι … προσεύξασθαι» ασφαλώς και δεν εννοεί το συλλείτουργο, διότι δεν νοείται κοινή θ. Λειτουργία με Ιουδαίους στη συναγωγή τους!
Το ίδιο συμβαίνει και με τον ΛΖ΄ της εν Λαοδικεία: «ότι ου δεί παρά των Ιουδαίων η αιρετικών τα πεμπόμενα εορταστικά λαμβάνειν, μηδέ συνεορτάζειν αυτοίς». Και αυτός δε μνημονεύεται καθόλου στο άρθρο. Είναι πρόδηλο ότι στο «συνεορτάζειν» εμπερικλείεται κάθε λατρευτική ακολουθία και τελετή – ασφαλώς και η Θ. Λειτουργία, αλλά όχι μόνο αυτή – προς τιμήν προσώπου η γεγονότος το οποίο εορτάζεται από τους Ιουδαίους η αιρετικούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εορτές των Ιουδαίων και αιρετικών αντιμετωπίζονται με ενιαία απαγόρευση.
Επίσης σαφής είναι και ο Β΄ Κανόνας της εν Αντιοχεία (και αυτός δεν αναφέρεται στο άρθρο): «μη εξείναι δε κοινωνείν τοις ακοινωνήτοις, μηδέ κατ’ οίκους συνελθόντας συνεύχεσθαι τοις μη τη εκκλησία συνευχομένοις». Προφανώς το «κοινωνείν» αναφέρεται στη Θ. Ευχαριστία και αντιδιαστέλλεται προς το «κατ’ οίκους συνελθόντας συνεύχεσθαι», όπου υπονοεί την απλή προσευχή. Με το «κατ’ οίκους συνελθόντας συνεύχεσθαι» δεν νοείται τέλεση Θ. Λειτουργίας, αφ’ ενός μεν διότι τέλεση Θ. Λειτουργίας, χωρίς να είναι ανάγκη, εν οίκω απαγορεύεται σύμφωνα με τον Κανόνα ΝΗ' της εν Λαοδικεία Συνόδου, και αφ’ ετέρου διότι δεν θα είχε νόημα στον ίδιο Κανόνα ηεπανάληψη απαγορεύσεως τελέσεως Θ. Λειτουργίας.
Σύμφωνα με τον Ι΄ Κανόνα των Αγ. Αποστόλων "ει τις ακοινωνήτω, καν εν οίκω συνεύξηται, ούτος αφοριζέσθω". Όταν ο Κανόνας επιβάλλει αφορισμό σε όποιον «καν εν οίκω συνεύξηται» με ακοινώνητον (αιρετικό η αφορισμένο), προφανώς εννοεί την απλή συμπροσευχή και όχι την τέλεση Θ. Λειτουργίας, διότι, όπως ελέγχθη ήδη, χωρίς να υπάρχει ανάγκη, τέλεση Θ. Λειτουργίας «εν οίκω» απαγορεύεται αυστηρά. Επί πλέον δε, και η ίδια η δομή του κειμένου υπονοεί ότι δεν πρόκειται για την ευχαριστηριακή σύναξη, αλλά για απλή κατ’ ιδίαν προσευχή. Άρα, με το "καν εν οίκω συνεύξηται" εννοεί οποιαδήποτε απλή συμπροσευχή . ο παραβαίνων αυτόν τον Κανόνα «αφοριζέσθω»!
Είναι απαραίτητο να σταθούμε στην ερμηνεία που δίνει ο καθηγητής στον Θ' Κανόνα του Αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας, όπου, εσφαλμένως, συμπεραίνει ότι «επομένως οιαρειανοί η άλλοι αιρετικοί δύνανται να παρίστανται εις την υπό ορθοδόξου κληρικού τελουμένην ορθόδοξον θείαν λειτουργίαν τουλάχιστον “μέχρι του ασπασμού”» (Φειδάς, σ. 20) και «όθεν … εις “ουδέν βλάπτει” ο συνεκκλησιασμός ορθοδόξων και αιρετικών κατά την θείαν λειτουργίαν» (Φειδάς, σ. 21). Όμως κάτι τέτοιο δεν προκύπτει καθόλου από το κείμενο του Κανόνος: «Ερώτησις: Ει οφείλει Κληρικός εύχεσθαι, παρόντων Αρειανών, η άλλων αιρετικών, η ουδέν αυτόν βλάπτει, οπόταν αυτός ποιή την ευχήν, ήγουν την προσφοράν; Απόκρισις: Εν τη θεία αναφορά ο Διάκονος προσφωνεί προ του ασπασμού: "Οι ακοινώνητοι περιπατήσατε". Ουκ οφείλουσιν ουν παρείναι, ει μη αν επαγγέλλωνται μετανοείν και εκφεύγειν την αίρεσιν». Ερωτάται δηλ. ο Άγ. Τιμόθεος εάν κατά την ώρα της Αγ. Αναφοράς σε Θ. Λειτουργία που τελεί Ορθόδοξος κληρικός επιτρέπεται να είναι παρόντες αρειανοί η άλλοι αιρετικοί. Είναι προφανές από τη δομή της ερωτήσεως ότι το «εύχεσθαι» του πρώτου σκέλους επεξηγείται στο δεύτερο μέρος της ερωτήσεως με τη φράση «όταν αυτός ποιή την ευχήν, ήγουν την προσφοράν». Από το κείμενο προκύπτει σαφώς ότι το ερώτημα αφορά την ύψιστη στιγμή της Αγ. Αναφοράς και ασφαλώς δεν υπονοείται πουθενά στο ερώτημα διάκριση για δύο μέρη της Θ. Λειτουργίας.Η Θ. Λειτουργία αντιμετωπίζεται ενιαία και όχι ως δύο τμήματα. Την ίδια άποψη περί ενιαίας αντιμετωπίσεως της θ. Λειτουργίας εκφράζει και ο Βαλσαμών: «η ερώτησις περί κληρικού, ει οφείλει εύχεσθαι παρόντων αιρετικών, ήγουν προσφέρειν την αναίμακτον θυσίαν» (Ρ-Π., δ, 336), και κατά τον ίδιο τρόπο προσεγγίζει και ο Άγ. Νικόδημος Αγιορείτης το ερώτημα «ερωτήθη ο Πατήρ ούτος, αν πρέπει ο Ιερεύς να προσφέρει αναίμακτον ιερουργίαν, όταν είναι παρόντες αρειανοί και απλώς αιρετικοί», ομοίως και ο Βλάσταρης δεν κάνει διάκριση στα μέρη της Θ. Λειτουργίας (Ρ-Π., στ, 73). Άλλωστε και στην απάντησή του ο Άγ. Τιμόθεος δεν αναφέρεται σε διαφοροποιημένη συμπεριφορά έναντι των αιρετικών στα δύο μέρη της Θ. Λειτουργίας. Εάν εννοούσε κάτι τέτοιο θα έπρεπε να το δηλώσει ρητώς. Η απάντηση του Αλεξανδρείας είναι απλή, σαφής και ενιαία: «ουκ οφείλουσι παρείναι» παρά μόνο εάν «επαγγέλλωνται» (δηλ. να έχουν υποσχεθεί) ότι θα μετανοήσουν και να φύγουν από την αίρεση». Πουθενά δε λέει ότι στο πρώτο μέρος της Θ. Λειτουργίας μπορούν να παρίστανται και στο δεύτερο απαγορεύεται. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από το κείμενο του Αγ. Τιμοθέου, ούτε από τους ερμηνευτές του. Επί πλέον δε και ο κ. Φειδάςμνημονεύοντας τον Βαλσαμώνα λέει: «επομένως ο κανών (ο Στ΄ Λαοδικείας) απαγορεύει τον συνεκκλησιασμόν των επιμενόντων εις την αίρεσιν αιρετικών μετά των ορθοδόξων κατά την τέλεσιν της Θ. Λειτουργίας» (Φειδάς, σ. 19), χωρίς να διακρίνει τα μέρη της Θ. Λειτουργίας, κατά τα οποία στο μεν πρώτο – τάχα – επιτρέπεται η παρουσία τους και στο δεύτερο απαγορεύεται.
Είναι άξιο επισημάνσεως ότι και ο ίδιος ο καθηγητής επεξηγώντας το σχόλιο του Βαλσαμώνος στον ΜΕ΄ Αποστολικό αναγνωρίζει ότι με τη φράση «συνευξάμενος» οΚανόνας υπονοεί τη «συμμετοχή σε προσευχή» σε αντιδιαστολή με τη «συλλειτουργία»: «Ενταύθα μη είπης εν ναώ τον επίσκοπον και τους λοιπούς συνεύξασθαι μετά αιρετικών (=συλλειτουργία), οι τοιούτοι γαρ καθαιρεθήσονται…Αλλ’ εκλαβού το συνεύξασθαι εις το απλώς κοινωνήσαι και ημερώτερον διατεθήναι επί τη ευχή του αιρετικού(=συμμετοχή εις την προσευχήν)» (Φειδάς, σ. 17).
Τέλος, ο κ. Φειδάς συνομολογεί ορθώς ότι για την περίπτωση της απλής συμπροσευχής με αιρετικό και όχι της συλλειτουργίας, προβλέπεται στον ΜΕ΄ Αποστολικό Κανόνα ηποινή του αφορισμού: «συνεπώς, το ρήμα “συνεύχεσθαι” αναφέρεται εις δύο διαφορετικάς περιπτώσεις, ήτοι εις απλήν συμπροσευχήν και εις την συλλειτουργίαν, διο και εις την δευτέραν περίπτωσιν η προτεινόμενη ποινή της καθαιρέσεως είναι σαφώς βαρυτέρα», ενώ στην πρώτη περίπτωση της «απλής συμπροσευχής»προβλέπεται η ποινή μόνο του αφορισμού (Φειδάς, σ. 17). Παρόλα αυτά στη συνέχεια την επί ποινή αφορισμού απαγόρευση του Κανόνος δεν την θεωρεί άξια σημασίας. Την αντιπαρέρχεται δια της σιωπής …
3. Όλοι οι έγκριτοι σχολιαστές των Ι. Κανόνων χρησιμοποιούν το «συνεύχεσθαι» η «προσεύξασθαι μετά τινός» πρωτίστως με την έννοια της απλής συμπροσευχής και σπανιότερα με την έννοια του συλλειτουργείν
Ενδεικτικά:
1. Βαλσαμών [«έγκριτος κανονολόγος» (κατά τον κ. Φειδά, σ. 17) και των «Ιερών Κανόνων διασημότατος εξηγητής» (κατά των Κων/ίνο Οικονόμο)]. Σημειώνεται ότι ο ίδιος ο καθηγητής προσμαρτυρεί ότι «ο έγκριτος κανονολόγος Θεόδωρος Βαλσαμών εις τον σχολιασμόν του (ΜΕ΄ Αποστολικού) κανόνος … παρατηρεί ορθώς την πολλαπλήν χρήσιν του ρήματος “συνεύχεσθαι”, η οποία δηλούται και δια της διαφοράς των προβλεπομένων εκκλησιαστικών ποινών» (Φειδάς, σ. 17)! Εν τούτοις, απορεί κανείς πως στα συμπεράσματα παραβλέπει την «ορθή παρατήρηση» του Βαλσαμώνος και περιορίζει εντελώς αναιτιολόγητα την έννοια του «συνεύχεσθαι» μόνο στη Θ. Λειτουργία και στο συλλειτουργείν!
Επί πλέον κατά τον Βαλσαμώνα:
· «ο αφωρισμένω συνευξάμενος οπουδήποτε αφορισθήσεται, καν επίσκοπος εστι, καν λαϊκός … ει τις ουν μετ’ αυτού συμψάλλη εν οίκω, η εν αγρώ, ουκ αιτιαθήσεται .ταυτόν γαρ εστι το εν εκκλησία η έξωθεν ταύτης συνεύξασθαι μετά του αφωρισμένου . συνομιλείν δε μετά του αφορισμένου ου κωλυώμεθα» (ερμηνεία στον Ι΄ Αποστολικό, Ρ-Π., β, 14). Ο Βαλσαμών, είναι απολύτως σαφής: το αντικανονικώς «συνεύξασθαι» διαπράττεται «οπουδήποτε», και από επίσκοπο και από λαϊκό. Συνεπώς δεν πρόκειται περί συλλειτουργίας. Και απλή συμψαλμωδία ως συμπροσευχή μπορεί να τελεσθεί η στο σπίτι, η στην ύπαιθρο. Δεν έχει σημασία αν τελείται ενώπιον της εκκλησιαστικής κοινότητος «εν εκκλησία», η κατ’ ιδίαν «έξωθεν αυτής». Είναι προφανές ότι ο Βαλσαμών δεν αναφέρεται αποκλειστικά σε Θ. Λειτουργία και συλλειτουργία, αλλά σε οποιαδήποτε προσευχή.
· «Ενταύθα (στον ΜΕ΄ Κανόνα) μη είπης εν ναώ τον επίσκοπον και τους λοιπούς συνεύξασθαι μετά αιρετικών . οι τοιούτοι γαρ καθαιρεθήσονται κατά τον ΜΣτ΄ κανόνα, καθώς και ο επιτρέψας αυτοίς ως κληρικοίς ενεργήσαι τι . αλλ’ εκλαβού το συνεύξασθαι εις το απλώς κοινωνήσαι, και ημερώτερον διατεθήναι επί τη ευχή του αιρετικού(κατά τον Φειδά: «=συμμετοχή εις την προσευχήν» (Φειδάς, σ. 17)» (Ρ-Π, β, 60). Με απλά λόγια λέει ο Βαλσαμών: ο ΜΕ΄ Κανόνας δεν αφορά στη περίπτωση που έχουμε συμπροσευχή στο Ναό επισκόπου με αιρετικούς. Αυτή η περίπτωση, δηλαδή η εν τω ναώ συμπροσευχή επισκόπου και αιρετικών και μάλιστα αν δοθεί άδεια στους αιρετικούς να συμπεριφερθούν ως κληρικοί αντιμετωπίζεται από τον επόμενο ΜΣτ΄ Κανόνα πιο αυστηρά με καθαίρεση. Εδώ, στον ΜΕ΄ Κανόνα, να εκλάβεις το «συνεύξασθαι» ως απλή λατρευτική επικοινωνία και απλή προσευχή, χωρίς να έχουμε ιεροπραξία από κληρικό . γι’ αυτό εδώ έχουμε μόνο αφορισμό. Συνεπώς, κατά το Βαλσαμώνα, «συνεύξασθαι» σημαίνει την απλή προσευχή ακόμα και εκτός Ναού, χωρίς ιεροπραξία κληρικών, χωρίς τέλεση Θ. Λειτουργίας.
· «Δια τοι τούτο (μνημονεύει τους Κανόνες που απαγορεύουν την συμπροσευχή με αιρετικούς) και ημείς ψηφιζόμεθα, μη μόνον αφορισμώ και καθαιρέσει καθυποβάλλεσθαι τους λαϊκούς τε και κληρικούς, συνευχομένους εν Εκκλησία ορθοδόξων η αιρετικών η οπουδήποτε συνευχόμενος αυτοίς ιερατικώς … κατά την των ρηθέντων θείων κανόνων περίληψιν. Η γαρ στενοχωρία των τόπων, και ο των αιρετικών πληθυσμός, της ορθοδόξου πίστεως ου μετήμειψε την ακεραιότητα» (Ρ-Π., δ, 460). Υπόκεινται στο επιτίμιο και οι λαϊκοί όταν συνεύχονται . προφανώς δεν συλλειτουργούν!
2. Άγ. Νικόδημος Αγιορείτης:
· «μέγα αμάρτημα λογιάζει ο παρών Κανών (ΞΕ΄ Αποστολικός) το να έμβη τινάς Χριστιανός μέσα εις συναγωγήν Ιουδαίων η αιρετικών δια να προσευχηθή …πόσω μάλλον παρανομεί ο Χριστιανός εκείνος όπου συμπροσεύχεται με τους σταυρωτάς του Χριστού;» (ερμηνεία στον ΞΕ΄ Αποστολικό, Πηδάλιον, σ. 84-85). Προφανώς αναφέρεται σε απλή συμπροσευχή, διότι δε νοείται Θ. Λειτουργία και συλλείτουργο σε … εβραϊκή συναγωγή!
· «όποιος ήθελε συμπροσευχηθεί με εκείνον όπου αφορίσθη από την ομήγυριν, και την προσευχήν των πιστών, καν και δεν ήθελεν συμπροσευχηθή μέσα εις την εκκλησίαν, αλλά μέσα εις τον οίκον ο τοιούτος η ιερωμένος είναι η λαϊκός ας αφορίζεται» (ερμηνεία στον Ι΄ Αποστολικό, Πηδάλιον, σ. 13). Αυτός που αποκόπτεται από την κοινή λατρεία, δεν είναι αποδεκτός ούτε σε κατ’ ιδίαν συμπροσευχή. Και εδώ δεν πρόκειται για Θ. Λειτουργία και συλλείτουργο διότι ο λαϊκός δεν συλλειτουργεί.
· «ο παρών Κανών (ΜΕ΄ Αποστολικός) διορίζει ότι όποιος Επίσκοπος, η Πρεσβύτερος, η Διάκονος ήθελε συμπροσευχηθή μονάχα, αλλ’ όχι και να συλλειτουργήση με αιρετικούς ας αφορίζεται … ει δε και εσυγχώρησεν εις τους αιρετικούς να ενεργήσουν κανένα λειτούργημα ωσάν κληρικοί, ας καθαιρήται» (ερμηνεία στον ΜΕ΄ Αποστολικό, Πηδάλιον, σ. 50-51). Και εδώ αντιδιαστέλλεται σαφέστατα η συμπροσευχή από τη συλλειτουργία και ως προς την πράξη του παραβάτου και ως προς τις συνέπειες.
· στην ερμηνεία του ΙΑ΄ Αποστολικού δέχεται ο Άγ. Νικόδημος ως δυνατές και τις δύο έννοιες: η ότι το «συνεύξηται λαμβάνεται αντί του συλλειτουργήση» η «δηλοί κατά την κυριολεξία του, το να συμπροσευχηθή» (ερμηνεία στον ΙΑ΄ Αποστολικό, Πηδάλιον, σ. 14).
3. Αριστινός:
Ο καθηγητής στο άρθρο μνημονεύει μόνο μία φράση του Αριστηνού («ο συνευχόμενος ήτοι συλλειτουργών»), με την οποία επεξηγεί τον ΙΑ΄ Αποστολικό, όπου σαφώς πρόκειται για συλλειτουργία κληρικού με καθηρημένο κληρικό. Ασφαλώς ο Αριστινός δεν αναφέρει ότι αυτή η ερμηνεία αφορά όλους τους Κανόνες, όπως αποδεικνύεται από τα επόμενα χωρία, όπου σαφώς επεκτείνει την κανονική απαγόρευση συμπροσευχής και στην απλή προσευχή:
· «ο εισελθών εις συναγωγήν Ιουδαίων η αιρετικών και προσευξάμενος μετ’ αυτών … ο δε εν οίκω συνευξάμενος μόνον αιρετικοίς επίσκοπος, η πρεσβύτερος, η διάκονος αφορίζεται» (ερμηνεία στον ΞΔ΄ Αποστολικό, Ρ-Π., β, 83). Και εδώ δε νοείται το συλλειτουργείν Ιουδαίοις, η συλλειτουργείν εν οίκω . προφανώς αφορά σε απλή συμπροσευχή!
· «ο συνευχόμενος αιρετικοίς εν εκκλησία, η εν οίκω, ακοινώνητος ωσαύτως έστω και αυτός» (ερμηνεία στον Ι΄ Αποστολικό, Ρ-Π., β, 14). Η «εν οίκω» συμπροσευχή δεν μπορεί να είναι συλλειτουργία.
· «ο δε τον εις εκκλησίαν μη συναγόμενον τοις πιστοίς παραδεξάμενος, και κατ’ οίκους αυτώ συνευξάμενος η και εν ετέρα εκκλησία τοις Κανόσιν υπεύθυνος έσται» (ερμηνεία στον Β΄ Αντιοχείας, Ρ-Π., γ, 129).
· «ο συνευξάμενος μόνον αιρετικοίς, η πρεσβύτερος, η διάκονος, αφορίζεται . ο δε επιτρέψας αυτοίς ενεργήσαι τι, ως ιερωμένοις και κληρικοίς, καθαιρείται» (ερμηνεία στον ΜΕ΄ Αποστολικό, Ρ-Π., β, 60-61). Αντιδιαστέλλεται το «συνευξάμενος μόνον» από το «επιτρέψας ενεργήσαι τι ως ιερωμένοις η κληρικοίς». Κατά συνέπεια με το «συνευξάμενος μόνον» ο Κανόνας υπονοεί την απλή συμπροσευχή χωρίς ιερατική πράξη και επιβάλλει αφορισμό. Αν υποννοείτο συλλείτουργο τότε θα είχαμε καθαίρεση, διότι θα ενέπιπτε στην περίπτωση «επιτρέψας ενεργήσαι τι ως ιερωμένοις η κληρικοίς».
4. Βλάσταρης:
· «αιρετικώ η σχισματικώ όλως ημάς ουκ επιτρέπει συνεύχεσθαι» (Ρ-Π., στ, 73). Το «όλως», που δεν υπάρχει στο κείμενο του Κανόνος, τοποθετήθηκε από τον ερμηνευτή για να καλύψει κάθε έννοια του «συνεύχεσθαι» και για να επιτείνει την έννοια της απαγορεύσεως.
5. Ζωναράς:
· «Μέγα αμάρτημα ο κανών (ΞΔ΄ Αποστολικός) το Χριστιανόν εις Ιουδαίων συναγωγήν, η αιρετικών χάριν προσευχής εισιέναι … Χριστιανός τοις του Χριστού αναιρέταις συνευχόμενος κριθείη παρανομών» (ερμηνεία στον ΞΔ΄ Αποστολικό, Ρ-Π., β, 82). Ασφαλώς δε νοείται κοινή Θ. Λειτουργία με Ιουδαίους!
· «ει τις ουν ακοινωνήτω … συνεύξηται, καν μη εν εκκλησία αλλ’ εν οίκω, κακείνος αφορισθήσεται» (ερμηνεία στον Ι΄ Αποστολικό, Ρ-Π., β, 14).
· «μήτε εν οίκω τινάς συνεύχεσθαι, μήτε εν ετέρα εκκλησία αυτούς (τους ακοινωνήτους) υποδέχεσθαι. Τους δε τοις τοιούτοις συνευχομένους, η υποδεχομένους αυτούς εις εκκλησίας, ακοινωνήτους κακείνους είναι … τα αυτά δε και ο Ι΄ και ο ΙΑ΄ των Αγ. Αποστόλων έφη και ο ΛΓ΄ Κανών της εν Λαοδικεία Συνόδου φησίν, ότι ου δεί αιρετικώ η σχισματικώ συνεύχεσθαι» (ερμηνεία στο Β΄ Αντιοχείας, Ρ-Π., γ, 127). Εδώ ο Ζωναράς αντιδιαστέλλει το «εν οίκω συνεύχεσθαι» από το «εν εκκλησίαυποδέχεσθαι» το μεν ως κατ’ ιδίαν απλή συμπροσευχή, το δε ως έκφραση της προσευχής της εκκλησιαστικής κοινότητος, της Θ. Ευχαριστίας. Όσοι λοιπόν «συνεύχονται η υποδέχονται» ακοινωνήτους η αιρετικούς η σχισματικούς «ακοινωνήτους κακείνους είναι».
4. Όλη η εκκλησιαστική παράδοση μέχρι σήμερα θεωρεί ότι στους εν λόγω Κανόνες περί απαγορεύσεως της συμπροσευχής υπάγεται και η απλή συμπροσευχή σε οποιαδήποτε ακολουθία η τελετή και όχι μόνο η τέλεση Θ. Λειτουργίας και το συλλείτουργο
Ενδεικτικά αναφέρω:
α) Άγ. Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Ομολογητής:
· «Ου χρή το καθόλου εις τοιαύτας εκκλησίας (που υπάγονται σε αιρετικούς) εισιέναι, κατά τους ειρημένους τρόπους (χάριν ευχής και ψαλμωδίας) … άμα γαρ τω εισαχθείναι την αίρεσιν, απέστη ο έφορος των εκείσε Άγγελος, κατά την φωνήν του μεγάλου Βασιλείου, και κοινός οίκος ο τοιούτος χρηματίζει ναός. και, ου μη εισέλθω, φησίν, εις Εκκλησίαν πονηρευομένων. και ο Απόστολος, τις συγκατάθεσις ναού Θεού μετά ειδώλων;» (Ρ-Π., δ, 431δ)
β) Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός Β’ (1240):
· «Όθεν και επισκήπτομαι (παραγγέλλω) πάσι τοις λαϊκοίς, όσοι της Καθολικής Εκκλησίας εστέ τέκνα γνήσια, φεύγειν όλω ποδί από των υποπεσόντων ιερέων τη λατινική υποταγή . και μηδέ εις εκκλησίαν τούτοις συνάγεσθε, μηδέ ευλογίαν εκ των χειρών αυτών δέχεσθε την τυχούσαν. Κρείσσον γαρ εστίν εν τοις οίκοις υμών τω Θεώ προσεύχεσθε κατά μόνας η επ’ Εκκλησίας συνάγεσθε μετά των λατινοφρόνων»[5]. Ας σημειωθεί ότι εδώ δεν αναφέρεται σε Παπικούς, αλλά σε Ορθοδόξους κληρικούς λατινόφρονες.
γ) Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Ε΄ και η περί αυτόν Πατριαρχική Σύνοδος (1749):
· «Εντελλόμεθα και παραγγέλλομεν πατρικώς και πνευματικώς …εις το εξής μη τολμήσετε το σύνολον να συγκοινωνείτε μετά των αυτόθι φρατόρων και φραγκοπατέρων και λοιπών Δυτικών, εις τα τε ιερά της καθ’ ημάς Εκκλησίας Μυστήρια και εις τας λοιπάς εκκλησιαστικάς τελετάς, προσευχάς τε και ιερουργίας, αλλά να φυλάττετε … το ακοινώνητον όλως μετ’ εκείνων εν πάσαις ταις ιεραίς τελεταίς και ιερουργίαις. Εάν δε μετά την πατριαρχικήν και συνοδικήν ημών επιτίμησιν, πατρικήν τε και πνευματικήν παραίνεσιν και νουθεσίαν ταύτην, τολμήση τις από λόγου σας να φανή απειθής και ενάντιος και είτε τις εκ των αυτόθι ιερέων τολμήση και φωραθή συνευχόμενος τοις Λατίνοις η προσφοράς δεχόμενος εκείνων η μνήμας άγων υπέρ αυτών … ο τοιούτος ιερεύς θέλει καθυποβληθή τελεία καθαιρέσει της ιερωσύνης αυτού»[6].
δ) Σύνοδος Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων (1848):
· «Αποφαίνεται πάλι σήμερα συνοδικώς … ότι (ο Παπισμός) είναι αίρεση και οι οπαδοί του αιρετικοί … Επίσης οι συνάξεις που συγκροτούνται από αυτούς είναι αιρετικές και κάθε κοινωνία πνευματική των Ορθοδόξων τέκνων … με αυτούς είναι αντικανονική, όπως ορίζει ο ζ΄ κανόνας της Γ΄ Οίκ. Συνόδου»[7].
ε) π. Ιουστίνος Πόποβιτς:
· «Ο Ιερός Κανών (Ι΄) των Αγ. Αποστόλων δεν προσδιορίζει ποία ακριβώς προσευχή η ακολουθία απαγορεύεται, αλλά απαγορεύει κάθε κοινήν μεθ’ αιρετικών προσευχήν, έστω και κατ’ ιδίαν («συνευξάμενος»). Εις τας οικουμενιστικάς κοινάς προσευχάς μήπως δεν γίνωνται και αδρότερα και ευρύτερα τούτων; … Μήπως όμως δεν συμβαίνει … να ευλογούν αιρετικοί ρωμαιοκαθολικοί επίσκοποι και ιερείς, προτεστάνται πάστορες, ακόμη δε και γυναίκες;(!)»[8].
στ) Αθηναγόρας, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και η περί αυτόν Πατριαρχική Σύνοδος (1952):
· «Δέον ίνα οι Ορθόδοξοι κληρικοί αντιπρόσωποι ώσιν όσω το δυνατόν εφεκτικοί (=διστακτικοί) εν ταις λατρευτικαίς μετά των ετεροδόξων συνάξεσιν, ωςαντικειμέναις προς τους Ιερούς Κανόνας και αμβλυνούσαις την ομολογιακήν ευθιξίαν των Ορθοδόξων, επιδιώκοντες ίνα τελώσιν, ει δυνατόν, καθαρώς ορθοδόξους ακολουθίας και τελετάς, προς εμφάνισιν ούτω της αίγλης και του μεγαλείου της ορθοδόξου λατρείας προ των ομμάτων των ετεροδόξων»[9]. «Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων»; Η Πατριαρχική Σύνοδος τα λέει όλα! Ούτε για συλλείτουργα ομιλεί, ούτε «διομολογιακές προσευχές» ανέχεται, αλλά διακηρύσσει απερίφραστα ότι οι λατρευτικές συνάξεις μετά των ετεροδόξων αντίκεινται στους Ιερούς Κανόνες και έχουν σοβαρές ποιμαντικές συνέπειες και προτείνει τη διεξαγωγή «καθαρώς ορθοδόξων ακολουθιών και τελετών» με ποιμαντική-ιεραποστολική προοπτική. Κυρίως όμως η Πατριαρχική Σύνοδος αποσυνδέει τις συμπροσευχές από την διεκκλησιαστική επικοινωνία. Μπορεί να υπάρχει διαχριστιανική συνεργασία χωρίς όμως συμπροσευχές!
ζ) Ακόμα και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος δεν αποδέχεται την καινοφανή ερμηνεία Φειδά!
1. Στη διδακτορική του διατριβή ο Οικουμ. Πατριάρχης Βαρθολομαίος αναφερόμενος στους Ι. Κανόνες που απαγορεύουν τη συμπροσευχή σημειώνει ότι «δεν δύνανται να εφαρμοσθούν σήμερον και πρέπει να τροποποιηθούν αι διατάξεις αι κανονίζουσαι τας σχέσεις των ορθοδόξων Χριστιανών προς τους ετεροδόξους και ετεροθρήσκους. Δεν δύναται η Εκκλησία να έχη διατάξεις απαγορευούσας την είσοδον εις τους ναούς των ετεροδόξων και την μετ’ αυτών συμπροσευχήν καθ’ ην στιγμήν αύτη δια των εκπροσώπων αυτής προσεύχεται από κοινού μετ’ αυτών»[10]. Παρόμοιες απόψεις έχει διατυπώσει και σε άρθρο του με θέμα «The problem of Oikonomia today» στο περιοδικό Kanon 6(1983). Είναι απολύτως σαφές ότι όταν ο Οικουμ. Πατριάρχης γράφει ότι «η Εκκλησία … δια των εκπροσώπων αυτής προσεύχεται από κοινού μετ’ αυτών (των αιρετικών)» και κατά συνέπεια «δεν δύνανται να εφαρμοσθούν σήμερον και πρέπει να τροποποιηθούν αι διατάξεις» που απαγορεύουν τη συμπροσευχή, αναφέρεται στις απλές συμπροσευχές και λοιπές ακολουθίες που διεξάγονται στα πλαίσια της Οικουμενικής Κινήσεως και ασφαλώς όχι σε συλλείτουργο. Δεν αποδέχεται ο Πατριάρχης την intercommunion! Συνεπώς για τον Οικουμενικό Πατριάρχη μας όταν οι Κανόνες αναφέρονται σε συμπροσευχή εννοούν συμπροσευχή και όχι συλλείτουργο!
2. Επί πλέον ο Οικουμ. Πατριάρχης Βαρθολομαίος στην από 3.7.1999 επιστολή του προς την Ιερά Κοινότητα του Άγ. Όρους επισημαίνει μεταξύ άλλων τα εξής: «Περί τωνσυμπροσευχών μετά των ετεροδόξων υπενθυμίζομεν υμίν ότι ήδη από του έτους 1952 το Οικουμενικόν Πατριαρχείον … φρονεί ότι “η συμμετοχή των Ορθοδόξων εις την παγχριστιανικήν κίνησιν δέον ίνα γίγνηται υπό τους ακολούθους όρους: α)…β)… γ) Δέον ίνα οι Ορθόδοξοι κληρικοί αντιπρόσωποι ώσιν όσω το δυνατόν εφεκτικοί (=διστακτικοί) εν ταις λατρευτικαίς μετά των ετεροδόξων συνάξεσιν, ως αντικειμέναις προς τους Ιερούς Κανόνας και αμβλυνούσαις την ομολογιακήν ευθιξίαν των Ορθοδόξων, επιδιώκοντες ίνα τελώσιν, ει δυνατόν, καθαρώς ορθοδόξους ακολουθίας και τελετάς, προς εμφάνισιν ούτω της αίγλης και του μεγαλείου της ορθοδόξου λατρείας προ των ομμάτων των ετεροδόξων”. Συνεπώς, είναι άδικον να αποδίδονται ευθύναι εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον δια, τυχόν, παραβιάσεις της συστάσεως αυτού αυτής υπό διαφόρων κληρικών και δη κατά το πλείστον ανηκόντων εις άλλας Εκκλησίας. Σημειωτέον ότι, ως γνωστόν κατά την Διορθόδοξον Συνάντησιν της Θεσ/νίκης (29/4-2/5/1998) απεφασίσθη, κατόπιν πρωτοβουλίας της αντιπροσωπείας του Πατριαρχείου, … όπως οι Ορθόδοξοι Σύνεδροι, οι μέλλοντες να συμμετάσχουν εις την εν Χαράρε Η΄ Γενικήν Συνέλευσιν του Π.Σ.Ε., μη συμμετάσχουν εις οικουμενικάς λατρευτικάς συνάξεις, κοινάς προσευχάς, λατρείας και άλλας θρησκευτικάς τελετάς διαρκούσης της Συνελεύσεως, τούτο δε αποτελεί εκδήλωσιν της ισχύος της σταθεράς γραμμής της ως άνω Εγκυκλίου του 1952, η οποία ουδέποτε ανεκλήθη, έστω και αν, άνευ συναινέσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου, παρεβιάσθη ενίοτε, η ηρμηνεύθη άλλοτε συσταλτικώς ως αφορώσα μόνον εις την μη συμμετοχήν εις την εν στενή εννοία λατρείαν (Θείαν Λειτουργίαν). Όσον αφορά εις την συμπροσευχήν μετά των ετεροθρήσκων, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον θεωρεί αυτονόητον την κανονικήν απαγόρευσιν αυτής και την αποχήν απ’ αυτής, χωρίς τούτο να σημαίνη ότι η απαγόρευσις της συμπροσευχής συμπαρασύρει εις απαγόρευσιν και τον διαθρησκειακόν διάλογον»[11].
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης συνομολογεί σαφέστατα ότι:
Α. Η Πατριαρχική Εγκύκλιος του 1952 απαγορεύει τη συμμετοχή όχι μόνο στη Θ. Λειτουργία αλλά και σε κάθε μορφής προσευχή, που διεξάγεται στα πλαίσια της Οικουμενικής Κινήσεως σε «οικουμενικάς λατρευτικάς συνάξεις, κοινάς προσευχάς, λατρείας και άλλας θρησκευτικάς τελετάς».
Β. Η απόφαση της Διορθοδόξου Επιτροπής (Θεσσαλονίκη, 1998) για απαγόρευση συμμετοχής σε οποιασδήποτε μορφής συμπροσευχές («οικουμενικάς λατρευτικάς συνάξεις, κοινάς προσευχάς, λατρείας και άλλας θρησκευτικάς τελετάς») αποτελεί εφαρμογή της απαγορεύσεως της εγκυκλίου του Αθηναγόρα του 1952, η όπως επί λέξει αναφέρει ο Πατριάρχης, αποτελεί «εκδήλωσιν της ισχύος της σταθεράς γραμμής της ως άνω Εγκυκλίου του 1952»,
Γ. Όλες αυτές οι συμπροσευχές στα πλαίσια της Οικουμενικής Κινήσεως - και όχι μόνο η Θ. Λειτουργία - απαγορεύονται «ως αντικείμεναι προς τους ιερούς κανόνας και αμβλύνουσαι την ομολογιακήν ευθυξίαν των Ορθοδόξων».
Δ. Η Πατριαρχική Εγκύκλιος του 1952 ισχύει και σήμερα, γιατί ουδέποτε ανακλήθηκε από το Πατριαρχείο έστω και αν κάποιοι «άνευ συναινέσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου» την παραβιάζουν μερικές φορές η την ερμηνεύουν συσταλτικά ως αφορώσα μόνο στη Θ. Λειτουργία !!!
Ε. Οι συμπροσευχές που διεξάγονται είναι παραβιάσεις της Πατριαρχικής εγκυκλίου για τις οποίες δεν ευθύνεται το Πατριαρχείο, διότι γίνονται από κληρικούς κατά το πλείστον άλλων Εκκλησιών.
Στ. Στην κανονική απαγόρευση συμπροσευχής εντάσσεται και η συμπροσευχή με ετεροθρήσκους, συνεπώς οι Κανόνες δεν αναφέρονται μόνο σε συμμετοχή σε Θ. Λειτουργία.
Ζ. Η απαγόρευσις της συμπροσευχής δε σημαίνει ότι συμπαρασύρει σε απαγόρευση και το διαθρησκειακό διάλογο.
Εκτός του Οικουμενικού Πατριάρχου και άλλοι σύγχρονοι θεολόγοι που έχουν συμμετάσχει στο Θεολογικό Διάλογο και ορισμένοι εξ’ αυτών με σημαντική συμβολή στην Οικουμενική Κίνηση που έχουν ασχοληθεί με το θέμα της κοινής προσευχής στα πλαίσια της (Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός, πρώην Θυατείρων Μεθόδιος, π. Θεόδ. Ζήσης, Ι. Καρμίρης, Κ. Σκουτέρης, Θ. Γιάγκου) δεν συμμερίζονται την καινοφανή ερμηνεία Φειδά ότι η συμπροσευχή των Ι. Κανόνων αφορά μόνο στη Θ. Λειτουργία.
η) Τέλος, σε σύντομη εργασία μας με τίτλο «ου δεί αιρετικοίς η σχισματικοίς συνεύχεσθαι» (Πάτρα, 2008), παρατίθενται δεκάδες απόψεις κληρικών (ανάμεσά τους των τελευταίων Αρχιεπισκόπων Αθηνών), καθηγητών Θεολογικών Σχολών, του Αγ. Όρους, συγχρόνων Πατερικών μορφών, Τοπικών Συνόδων Ορθοδόξων Εκκλησιών, Διορθοδόξου Επιτροπής, οι οποίοι δέχονται απερίφραστα ότι στην κανονική απαγόρευση συμπροσευχής περιλαμβάνεται όχι μόνο η συλλειτουργία η η συμμετοχή στη Θ. Λειτουργία, αλλά και η απλή συμπροσευχή με αιρετικούς.
Συμπερασματικά: Είναι συνεπώς απολύτως εσφαλμένη η άποψη του καθηγητού Φειδά ότι οι Ι. Κανόνες που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς σχετίζονται αποκλειστικά με τη Θ. Λειτουργία και «συνδέουν πάντοτε το “συνεύχεσθαι” προς πράξεις συλλειτουργίας η συνιερουργίας ορθοδόξων κληρικών μετά αιρετικών» (Φειδάς, σ. 19) και «συνεπώς, η αληθής έννοια των ανωτέρω κανόνων (που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς) αναφέρεται εις μόνην την … απαγόρευσιν της συλλειτουργίας ορθοδόξων κληρικών μετά των ετεροδόξων και όχι βεβαίως εις την συμμετοχήν αυτών εις πάσαν άλλην προσευχήν» (Φειδάς, σ. 20).
Κατά την πατερική γραμματεία, τις κανονικές διατάξεις, τους έγκριτους ερμηνευτές, την εκκλησιαστική γραμματεία και τη σύγχρονη θεολογική σκέψη, ακόμα και κατ’ αυτόν τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, η κανονική απαγόρευση συμπροσευχής δεν αφορά μόνο στη Θ. Λειτουργία, αλλά σε οποιαδήποτε εκκλησιαστική προσευχή, τελετή καιακολουθία, οπουδήποτε και αν διεξάγονται ακόμα και στα πλαίσια της Οικουμενικής Κινήσεως («οικουμενικάς λατρευτικάς συνάξεις, κοινάς προσευχάς, λατρείας και άλλας θρησκευτικάς τελετάς» κατά τον Οικουμενικό Πατριάρχη).
Β. Οι Ι. Κανόνες ως δημιούργημα του δ΄ αιώνος!
Το δεύτερο σημείο της συλλογιστικής του καθηγητού αφορά στο χρόνο συντάξεως των Ιερών Κανόνων που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς και κατ’ επέκταση και στην εφαρμογή τους. Κατά τον καθηγητή για να κατανοηθεί σωστά η αληθής έννοια του Κανόνος πρέπει να γίνει «συνεπής αναφορά του πνεύματος αυτού εις τα συγκεκριμένα εκκλησιαστικά προβλήματα της συγκεκριμένης εποχής» και ειδικότερα «εις τας επικινδύνους δια την ενότητα της Εκκλησίας καταστάσεις του Δ΄ αιώνος» (Φειδάς, σ. 15). Μάλιστα αναφερόμενος στους ΜΕ΄ Αποστολικό και τους Στ΄, Θ΄, ΛΑ΄, ΛΒ΄, ΛΓ΄ της εν Λαοδικεία Συνόδου (δ΄αι.) σημειώνει ότι «η Εκκλησία εσχετικοποίησε πάντοτε ταόρια της κανονικής ακριβείας των ανωτέρω κανόνων εις την εκκλησιαστικήν πράξιν και δεν ανενέωσε το κύρος αυτών δια τινός μεταγενεστέρου κανόνος» (Φειδάς, σ. 20),υπονοώντας ότι η απαγόρευση αυτή δεν έχει εφαρμογή πλέον, αφού εξέλειπαν οι επικίνδυνες καταστάσεις για την ενότητα της Εκκλησίας που υπήρξαν τον δ΄ αι. όταν συνετάγησαν οι σχετικοί κανόνες.
Ο καθηγητής αναλύει δια μακρών την εκκλησιαστική κατάσταση του δ΄ αι. και σε αυτή αποκλειστικά αποδίδει την αυστηρότητα με την οποία οι Αποστολικοί και λοιποί Κανόνες αντιμετωπίζουν την εν τη λατρεία επικοινωνία Ορθοδόξων και αιρετικών (Φειδάς, σ. 15-16, 26-27, 30-31). Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Ασφαλώς όχι, διότι δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η αυστηρή απαγόρευση επικοινωνίας με αιρετικούς ανάγεται στα πρώτα αποστολικά χρόνια. Οι αναφορές στα κείμενα της Κ.Δ. είναι σαφείς και πιο απόλυτες από ότι των Ι. Κανόνων (Τίτ. 3, 10, 2 Ιω. 10-11, Ματθ. 7, 15. Πράξ. 20, 29. Β΄ Κορ. 11, 13. 2 Πέτρ. 2, 1. 1 Ιωάν. 4,1. 2 Ιω. 7). Το ίδιο και στους Αποστολικούς Πατέρες και στη συνέχεια με όλους τους Πατέρες. Ποια όμως η διαφορά με τον δ΄ αι; Οι Κανόνες ορισμένων από τις Τοπικές Συνόδους και τα κείμενα Πατέρων του δ΄ αι. με την επικύρωση από τις Οικουμενικές Συνόδους απέκτησαν αυξημένο κύρος και κυρίως εντάχθηκαν πλέον στο Κανονικό Δίκαιό της Εκκλησίας μας, γεγονός που δε συνέβη με παλαιότερες Συνόδους (εκτός της εν Καρχηδόνι του 252 μΧ) η άλλους παλαιότερους Πατέρες (εκτός Αγ. Διονυσίου και Αγ. Γρηγορίου). Έτσι, τα παλαιότερα κείμενα, επειδή δεν έχουν ενταχθεί στο κανονικό δίκαιο δεν είναι αντικείμενο μελέτης του . αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και ότι το πρώτον εμφανίζεται μόλις τον δ΄ αι. η Εκκλησία να λέει όχι στην επικοινωνία με τους αιρετικούς! Συνεπώς, από τα πρώτα χρόνια και όχι από τον δ΄ αι. η Εκκλησία θέτει τις αυστηρές απαγορεύσεις για τους αιρετικούς και αμέσως μόλις αρχίζει να διαμορφώνεται το κανονικό της δίκαιο τις εντάσσει σε αυτό και αποκτούν έτσι και κανονικό - οικουμενικό κύρος.
Αλλά και στους μετέπειτα αιώνες, όταν εξέλειπαν «αι επικίνδυναι δια την ενότητα της Εκκλησίας καταστάσεις του Δ΄ αιώνος» (Φειδάς, σ. 15) η Εκκλησία όχι μόνο δεν κατήργησε τους Ι. Κανόνες αυτούς ως περιττούς πλέον, αλλά τους διατήρησε και τους προσέδωσε και οικουμενικό κύρος. Τι άλλο σημαίνει η επικύρωσή τους χωρίς καμία τροποποίηση από τρεις Οικουμενικές Συνόδους; Οι Κανόνες που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς, έχουν επικυρωθεί αυτούσιοι χωρίς καμία τροποποίηση, από τον Α΄ Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (εκτός των Αποστολικών), τον Β΄ της Στ΄ Οικουμενικής, τον Α΄ της Ζ΄ Οικουμενικής καθώς και από την μακραίωνη εκκλησιαστική παράδοση μέχρι σήμερα. Είναι απορίας άξιο πως και αυτό το σημείο διέλαθε (;) της προσοχής του καθηγητού και όχι μόνο δεν μνημονεύει πουθενά την επικύρωση των Κανόνων αυτών από τις τρεις Οικουμενικές Συνόδους, αλλά και ισχυρίζεται ότι η Εκκλησία «δεν ανενέωσε το κύρος αυτών δια τινός μεταγενεστέρου κανόνος» (Φειδάς, σ. 20)!
Η Εκκλησία στα πλαίσια της ποιμαντικής της μέριμνας και ευθύνης ασφαλώς έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση της κατ’ οικονομίας αντιμετωπίσεως ορισμένων περιπτώσεων[12]. Μελετώντας τα σχετικά κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας και των εγκρίτων κανονολόγων εύκολα διαβλέπουμε ότι είναι ιδιαίτερα πρόθυμοι να εφαρμόσουν πολλαπλώς την οικονομία όταν κάποιος αιρετικός αρνηθεί την πλάνη και θελήσει να επιστρέψει στην Εκκλησία, ενώ αντίθετα είναι εξαιρετικά φειδωλοί, έως και εντελώς αρνητικοί, στη χρήση της οικονομίας για τη συμπροσευχή με αιρετικούς. Μάλιστα είναι πολύ πιο αυστηροί και κατηγορηματικοί στην απαγόρευση της μεταβάσεως των Ορθοδόξων σε Ναό αιρετικών για συμπροσευχή μαζί τους, ενώ ορισμένοι είναι κάπως ανεκτικοί και κατ’ οικονομία δέχονται τους αιρετικούς να παρίστανται στην Ορθόδοξη λατρεία, όταν έρχονται με σεβασμό και διάθεση να τη γνωρίσουν. Πάντως, ποτέ και σε καμία περίπτωση δεν είναι αποδεκτή η ενεργής συμμετοχή των αιρετικών – και μάλιστα των ηγετών – στη λατρευτική πράξη. Θα πρέπει να γίνει σαφές ότι οι τυχόν εξαιρέσεις στη ζωή της Εκκλησίας δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται ως άλλοθι για την αμνήστευση σημερινών πρακτικών που δεν έχουν καμία σχέση με την διαχρονική εκκλησιαστική συμπεριφορά και πρακτική.
Ο κ. Φειδάς αφιερώνει μεγάλο τμήμα της μελέτης του (σ. 21-26) σε «ι. κανόνες της εν Καρθαγένη Συνόδου (419) περί του διαλόγου μετά των Δονατιστών, οι οποίοι εκφράζουν και το διαχρονικό πνεύμα της ορθοδόξου κανονικής παραδόσεως δια πάντα θεολογικόν διάλογον μετά των ετεροδόξων» (Φειδάς, σ. 22). Και όμως . η προσεκτική μελέτη των Κανόνων αυτών δεν οδηγεί σε δικαίωση των απόψεων του καθηγητού! Αντιθέτως μάλλον! Και εξηγούμε:
Το άρθρο του καθηγητού Φειδά αφορά στο «ζήτημα της συμπροσευχής μετά των ετεροδόξων κατά τους Ιερούς Κανόνες». Το ευρύτερο θέμα των θεολογικών διαλόγων και των διαχριστιανικών σχέσεων, όσο και αν σχετίζεται με το θέμα της συμπροσευχής απαιτεί ίδια μελέτη. Δεν είναι δυνατόν να εξετάζεται παρενθετικά και από σπόντα!
Στο άρθρο αναφέρονται πέντε Κανόνες της εν Καρθαγένη Συνόδου (από τους συνολικά 18 που αφορούν τους Δονατιστές). Πραγματικά η Εκκλησία πονά και ενδιαφέρεται πάρα πολύ για την μετάνοια και προτάσσει την εκκλησιαστική οικονομία για την επιστροφή τους - ποιος αμφιβάλλει γι’ αυτό, η ποιος διαφωνεί; Στους Κανόνες αυτούς περιγράφεται δια πολλών η διαδικασία που οφείλουν να ακολουθήσουν οι ορθόδοξοι ποιμένες στο διάλογο μαζί τους. Το κρίσιμο όμως εν προκειμένω είναι ότι πουθενά στους Κανόνες δεν υπονοείται ούτε στο ελάχιστο κοινή λατρευτική σύναξη, κοινή προσευχή η άλλη κοινή θρησκευτική τελετή με τους εν διαλόγω ευρισκομένους,ούτε ασφαλώς προτρέπονται εις Ορθόδοξοι ποιμένες και πιστοί σε σύνταξη «διομολογιακής προσευχής», η εις «συμμετοχήν εις κοινήν προσευχήν υπέρ της ενότητος η εις λατρευτικάς εκδηλώσεις των διεξαγουσών επίσημον θεολογικόν διάλογον Εκκλησιών δια την υποστήριξιν η και δια την ενίσχυσιν των προοπτικών αυτού» (Φειδάς, σ. 27).
Συνεπώς, ακολουθώντας τον κ. Φειδά που συσχετίζει τους ανωτέρω Ι. Κανόνες με το θέμα της συμπροσευχής, αν δεχθούμε ότι «ι. κανόνες της εν Καρθαγένη Συνόδου (419) περί του διαλόγου μετά των Δονατιστών, … εκφράζουν και το διαχρονικό πνεύμα της ορθοδόξου κανονικής παραδόσεως δια πάντα θεολογικόν διάλογον μετά των ετεροδόξων»(Φειδάς, σ. 22) διερωτώμαι από που συνάγεται ότι οι Ιεροί Κανόνες «όχι μόνο ανέχονται, αλλά και ενθαρύνουν την κοινήν προσευχήν προς ενίσχυσιν της εκπεφρασμένης διαθέσεως εποικοδομητικού θεολογικού διαλόγου δια την ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος» (Φειδάς, σ. 28), η πόθεν συνάγεται ότι «εν τη διαχρονική εκκλησιαστική πράξει … πάσα πρωτοβουλία διαλόγου προς αποκατάστασιν της ενότητος της Εκκλησίας, … εμπεριείχε πάντοτε ως αυτονόητον την κοινή προσευχήν των εκπροσώπων των διαλεγομένων Εκκλησιών»;
Ερωτάται ο πλέον αρμόδιος περί την εκκλησιαστική ιστορία κ. Φειδάς: Οι διάλογοι που έχει διεξάγει η Εκκλησία στη δισχιλιετή ζωή της είναι πάμπολλοι – άλλοι είχαν αίσια έκβαση και άλλοι απέτυχαν . υπάρχει ιστορικό προηγούμενο το οποίο να δικαιολογεί τα όσα γίνονται σήμερα στην οικουμενική κίνηση αναφορικά με τις συμπροσευχές; π.χ. εβδομάδα προσευχής για την ενότητα των Εκκλησιών; πότε άλλοτε Ορθόδοξοι και αιρετικοί συνεργάστηκαν για τη σύνταξη «διομολογιακής προσευχής», όπως έγινε στο ΠΣΕ; πότε άλλοτε μέσα στην εκκλησιαστική ιστορία ο ηγέτης της αιρέσεως λαμβάνει ενεργό μέρος στην επισημότερη, ας μου επιτραπεί, Ορθόδοξη Θ. Λειτουργία και θυμιάται ως χοροστατών κανονικός Επίσκοπος, εκφωνεί την Κυριακή προσευχή εξ ονόματος του Ορθοδόξου πληρώματος, δέχεται και ανταποδίδει το λειτουργικό ασπασμό, πράξεις που μόνο σε συλλειτουργούντες αρχιερείς και ιερείς επιτρέπονται; και στο τέλος από το επίσημο βήμα του Πατριαρχικού Ναού διακηρύττει και το παπικό πρωτείο; Πότε υμνήθηκε σε επίσημη ακολουθία εν Ι. Ναώ ο ηγέτης της αιρέσεως η και του σχίσματος ως κανονικός Επίσκοπος και μάλιστα «σεπτός Ποιμένας και Πρόεδρος» και η αίρεση η το σχίσμα στο οποίο προΐσταται ως «Εκκλησία η σεπτή»[13]; Υπάρχει τέτοιο προηγούμενο; Δεν αποτελεί πρόκληση;
Σε τελική ανάλυση, αφού «εν τη διαχρονική εκκλησιαστική πράξει … πάσα πρωτοβουλία διαλόγου προς αποκατάστασιν της ενότητος της Εκκλησίας, … εμπεριείχε πάντοτε ως αυτονόητον την κοινή προσευχήν των εκπροσώπων των διαλεγομένων Εκκλησιών» γιατί στη μελέτη του ο κ. Φειδάς δεν μας παρουσιάζει από ένα-δύο ιστορικά πειστήρια του ισχυρισμού του από κάθε εποχή της εκκλησιαστικής μας ιστορίας; Θα ήταν σημαντικό να μας αναφέρει περιστατικά από την «κοινή προσευχή των εκπροσώπων των διαλεγομένων Εκκλησιών» στα πλαίσια των διαλόγων για την εκκλησιαστική ενότητα στην εποχή των γνωστικών (β΄ και γ΄ αι.), των αρειανικών ερίδων (δ΄ αι.), των χριστολογικών αιρέσεων (ε΄, στ΄, ζ΄ αι.), της εικονομαχίας, των ενωτικών προσπαθειών με τη Δύση (ια–ιε αι.), των διαλόγων με του Προτεστάντες (ιστ΄, ιζ΄ αι.); Παρακαλείται ιδιαιτέρως ο κ. Φειδάς να μας γνωρίσει αν διασώζονται στην υμνογραφία μας παρόμοιοι ύμνοι με τους προαναφερθέντες! Μήπως τελικά η απουσία παρομοίων με τα σημερινά περιστατικών στην ιστορία της Εκκλησίας επιβεβαιώνει το ανακριβές του ισχυρισμού του καθηγητού; Παράλληλα, δεν πρέπει να μας εμβάλλει σε σκέψη για το που και πως πορευόμαστε!
Γ. Οι Ρωμαιοκαθολικοί και οι Προτεστάντες δεν έχουν χαρακτηριστεί ως αιρετικοί;!
Κατά τον κ. Φειδά «οι Ρωμαιοκαθολικοί, οι Παλαιοκαθολικοί, οι Αγγλικανοί, και οι Προτεστάντες δεν έχουν καταδικασθεί υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας δι’ επισήμου εκκλησιαστικής πράξεως ως αιρετικοί … διο και είναι αβάσιμοι οι υπό τινών αποδιδόμενοι εις αυτούς χαρακτηρισμοί ως αιρετικών, αφού μόνο η Εκκλησία δύναται να χαρακτηρίζη δι’ επισήμου πράξεως … ως αιρετικούς η σχισματικούς» (Φειδά, σ. 31).
Είναι προφανές ότι και ο ίδιος ο καθηγητής δεν αποδέχεται πλήρως την προαναφερθείσα άποψη ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί και οι Προτεστάντες δεν έχουν καταδικασθεί ως αιρετικοί, διότι εν εναντία περιπτώσει δεν χρειαζόταν η λοιπή επιχειρηματολογία της μελέτης, διότι αυτός και μόνο ο λόγος ήταν υπέρ επαρκής ώστε οι εν λόγω Κανόνες που απαγορεύουν τη συμπροσευχή με αιρετικούς να μην ισχύουν στην περίπτωση των Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών! Επισημαίνεται ότι και σχισματικοί μόνο να ήσαν οι Παπικοί και πάλι η συμπροσευχή μαζί τους απαγορεύεται σύμφωνα με τους Κανόνες!
Όμως το κρίσιμο ερώτημα είναι: τι σημαίνει «η Εκκλησία χαρακτηρίζει», η πως αποφαίνεται η Εκκλησία για τις αιρέσεις;
Ασφαλώς υπέρτατη Αρχή, αλλά όχι αποκλειστική, που εκφράζει την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Οικουμενική Σύνοδος. Όταν όμως δεν είναι δυνατόν να συγκληθεί Οικουμενική Σύνοδος, η όταν η Εκκλησία δεν κρίνει σκόπιμο να την συγκαλέσει, η Εκκλησία αποφαίνεται και χαρακτηρίζει μία διδασκαλία ως αιρετική και τον εκφραστή της ως αιρετικό μέσω Τοπικών Συνόδων. Ακόμα και η ομόφωνη γνώμη των Πατέρων (consesus patrum) εκφράζει το αψευδές φρόνημα της Εκκλησίας. Ο ΙΕ΄ κανόνας της ΑΒ΄ Συνόδου με απόλυτη σαφήνεια αναφέρεται σε «αίρεσιν τινά παρά των Αγίων Συνόδων, η Πατέρων κατεγνωσμένην». Τα παραδείγματα από τη ζωή και την παράδοση της Εκκλησίας που επιβεβαιώνουν τα ανωτέρω είναι πολλά:
· Οι γνωστικοί χαρακτηρίστηκαν ως αιρετικοί χωρίς να συγκληθεί Οικουμενική Σύνοδος.
· Οι μεγάλοι αιρεσιάρχες Άρειος, Μακεδόνιος, Νεστόριος, οι εικονομάχοι χαρακτηρίστηκαν αιρετικοί και αποκόπηκαν από την εκκλησιαστική κοινωνία, πριν να συνέλθει η Οικουμενική Σύνοδος που τους κατεδίκασε οριστικά.
· Οι εχθροί του ησυχασμού καταδικάστηκαν ως αιρετικοί από Τοπικές Συνόδους στην Κωνσταντινούπολη.
· Ο εθνοφυλετισμός καταδικάστηκε ως αίρεση το 1872 σε Τοπική Σύνοδο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.
Τι συμβαίνει λοιπόν με τον Παπισμό;
Βέβαια η Εκκλησία για λόγους που Αυτή έκρινε, δεν συνεκάλεσε Οικουμενική Σύνοδο για να προβή σε ρητή καταδίκη όπως έγινε με άλλους αιρετικούς. Όμως για τη διαχρονική εκκλησιαστική συνείδηση ο Παπισμός είναι αίρεση: πολλοί έγκριτοι Θεολόγοι και κανονολόγοι και κυρίως το σύνολο των Αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας που ασχολήθηκαν με τον Παπισμό ομόφωνα αποφαίνονται ότι η Ρωμαιοκαθολική «εκκλησία» είναι αιρετική. Δεν υπάρχει ούτε ένας Άγιος της Εκκλησίας μας – ναί! ούτε ένας Άγιος – ο οποίος να υποστηρίζει ότι ο Παπισμός δεν είναι αίρεση!
Επί πλέον, υπάρχει πληθώρα Τοπικών Συνόδων – της αυτής τυπικής ισχύος με τις Συνόδους για τις ησυχαστικές έριδες και τον εθνοφυλετισμό – που έχουν καταδικάσει τις παπικές πλάνες ως αιρέσεις. Αλλά και στα λειτουργικά κείμενα η Ορθόδοξη Εκκλησία αναφέρει τον Παπισμό ως αίρεση (Συνοδικό Ορθοδοξίας).
Τέλος, μία από τις πλάνες του Παπισμού, το Filioque, έρχεται σε αντίθεση με τον όρο της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, την απόφαση της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου και έχει καταδικαστεί ρητώς από τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως (879) στην οποία συμμετείχαν και εκπρόσωποι του Πάπα και όλων των Πατριαρχών, οι δε αποφάσεις της έχουν γίνει ομόφωνα αποδεκτές από τους συμμετέχοντες και από το πλήρωμα της Εκκλησίας.
Στην αξιόλογη έκδοση της Ι. Μ. Ος. Γρηγορίου, Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας, Άγ. Όρος 2003 σ. 205-341, παρατίθενται οι απόψεις πολλών Αγίων και Διδασκάλων της Εκκλησίας μας (άνω των 40 προσώπων) που κατήγγειλαν ως αιρετικές τις παπικές καινοτομίες. Μάλιστα ορισμένοι από αυτούς έδωσαν και το αίμα τους για την Ορθόδοξη Πίστη. Επίσης ο θεολόγος Παν. Σημάτης αναφέρεται εκτός των Οικουμενικών Συνόδων και σε πολλές Τοπικές Συνόδους της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας μετά το Σχίσμα που καταδικάζουν ως αιρετικές τις διδασκαλίες του Παπισμού[14].
Ενδεικτική είναι η Συνοδική απόφαση των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, και Ιεροσολύμων (1848) : «από αυτές τις αιρέσεις που διαδόθηκαν σε μεγάλο μέρος της οικουμένης, για τους λόγους που γνωρίζει ο Κύριος, ήταν κάποτε ο Αρειανισμός. Σήμερα είναι και ο Παπισμός … (το Filioque) είναι αίρεση και αυτοί που την πιστεύουν αιρετικοί … γι’ αυτό και η μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία ακολουθώντας τα ίχνη των αγίων Πατέρων, ανατολικών και δυτικών, κήρυξε και παλαιά επί των Πατέρων μας, και αποφαίνεται πάλι σήμερα συνοδικώς … ότι είναι αίρεση και οι οπαδοί του αιρετικοί … Επίσης, οι συνάξεις που συγκροτούνται από αυτούς είναι αιρετικές και κάθε κοινωνία πνευματική των Ορθοδόξων τέκνων … με αυτούς είναι αντικανονική, όπως ορίζει ο ζ΄ κανόνας της Γ΄ Οικ. Συνόδου»[15]. Παρόμοια αναφέρει και η εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος (1895): «υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές που αφορούν στα θεοπαράδοτα δόγματα της πίστεώς μας και στο θεοσύστατο κανονικό πολίτευμα της διοικήσεως των Εκκλησιών … Η Παπική Εκκλησία …όχι μόνο αρνείται να επανέλθη στους Κανόνες και τους όρους των Οικουμενικών Συνόδων, αλλά στο τέλος του 19ου αι. ευρύνοντας το υφιστάμενο χάσμα, επισήμως ανακήρυξε και αλάθητο … Η σημερινή Ρωμαϊκή είναι Εκκλησία των καινοτομιών, της νοθεύσεως των συγγραμμάτων των Πατέρων, της παρερμηνείας της Γραφής και των όρων των Οικουμενικών Συνόδων. Γι’ αυτό ευλόγως και δικαίως αποκηρύχθηκε και αποκηρύσσεται εφ’ όσον μένει στην πλάνη της»[16].
Συνεπώς, το αν κάποιος – όποιος και αν είναι αυτός – δεν αποδέχεται τη σαφή και πάγια διδασκαλία της Εκκλησίας μας, την ομόφωνη γνώμη των Συνόδων Της και των Αγίων μας ότι ο Παπισμός είναι αίρεση, είναι θέμα προσωπικής του επιλογής και ευθύνης.
Ας διερωτηθούμε όμως, ως έχοντες την ευθύνη των ποιμένων και διδασκάλων του λαού του Θεού, όταν όλοι οι Άγιοι και πολλές Σύνοδοι ομόφωνα και ρητώς αποφαίνονται, πως μπορούμε εμείς σήμερα ελαφρά τη καρδία να δογματίζουμε ισχυριζόμενοι ότι είναι «αβάσιμοι οι υπό τινών αποδιδόμενοι εις αυτούς χαρακτηρισμοί ως αιρετικών»; Τότε μήπως και ο εθνοφυλετισμός δεν είναι αίρεση, η οι απόψεις του Βαρλαάμ και Ακινδύνου δεν είναι αιρετικές; Γιατί δύο μέτρα και δύο σταθμά; Η εμείς θα κρίνουμε κατά το δοκούν ημίν ότι κάποιες από τις Τοπικές Συνόδους και τις ομοφώνως εκφρασθείσες γνώμες των Αγίων εκφράζουν την Εκκλησία και κάποιες όχι; Εμείς ξέρουμε καλύτερα από όλους τους Αγίους και τις Συνόδους που απεφάνθησαν; δεν εγγίζει ένας τέτοιος ισχυρισμός τα όρια της βλασφημίας;
Επί πλέον δε, τι θα συμβεί αν αυτή τη συλλογιστική για τον Παπισμό την επεκτείνουμε και σε άλλες αιρέσεις π.χ. στους Μάρτυρες του Ιεχωβά, τους Μορμόνους, τους Πεντηκοστιανούς, τους τηλευαγγελιστές, οι οποίοι επειδή «δεν έχουν καταδικασθεί υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας δι’ επισήμου εκκλησιαστικής πράξεως ως αιρετικοί … διο και είναι αβάσιμοι οι υπό τινών αποδιδόμενοι εις αυτούς χαρακτηρισμοί ως αιρετικών, αφού μόνο η Εκκλησία δύναται να χαρακτηρίζη δι’ επισήμου πράξεως … ως αιρετικούς η σχισματικούς»;
Μελετώντας τα σχετικά κείμενα βλέπουμε το εξής παράδοξο: στο παρελθόν ολόκληρη η Ορθόδοξη Παράδοση, ομόφωνα σχεδόν, χαρακτήριζε τους Ρωμαιοκαθολικούς ως αιρετικούς (ελάχιστες οι εξαιρέσεις κυρίως στους πρώτους αιώνες του σχίσματος και αυτές όχι από μεγάλους θεολόγους). Τις τελευταίες όμως δεκαετίες, αντίθετα, βλέπουμεόλο και περισσότερο θεολόγους που υπηρετούν στην Οικουμενική Κίνηση, αρνούμενοι εντελώς τη μακραίωνη παράδοση της Ορθοδοξίας, να ισχυρίζονται με χαρακτηριστικήεπιμονή ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί δεν είναι αιρετικοί! Η έντονη αυτή αντίθεση δημιουργεί εύλογη απορία: πως είναι δυνατόν Ορθόδοξοι θεολόγοι να εκφράζονται ριζικά αντίθετα με την εκκλησιαστική τους παράδοση; Τι έχει συμβεί και έχουμε τέτοια ομοφωνία στην άρνηση της εκκλησιαστικής παραδόσεως στους οικουμενιστικούς κύκλους τωνΟρθοδόξων θεολόγων σε αυτό το κρίσιμο θέμα;
Η εύλογη απορία ίσως βρίσκει την απάντησή της στην εισήγηση του καθηγητού του Πανεπιστημίου Μονάχου κ. Αθ. Βέλτση, ο οποίος στην επιστημονική ημερίδα που διοργάνωσε η Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης με θέμα «Ο θεολογικός Διάλογος μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (Θεσσαλονίκη 20.5.2009)», αναφέρθηκε σε συναντήσεις που προηγήθηκαν του επισήμου Θεολογικού Διαλόγου (1980), οι οποίες «όχι μόνο προετοίμασαν το Θεολογικό Διάλογο, αλλά θα μπορούσαν να θεωρηθούν εν πολλοίς παραδειγματικές για τη λύση των εκκρεμών θεολογικών ζητημάτων. Οι λύσεις που έχουν προταθεί - κατά τον καθηγητή - θα μπορούσαν ακόμη σήμερα να αποτελέσουν τη διέξοδο, αληθή διέξοδο στην πορεία των Εκκλησιών για την αναζήτηση της ενότητας». Και συνεχίζει ο καθηγητής Βέλτσης με το εξής αποκαλυπτικό: «Το 1976 σε ένα από τα συμπόσια του Pro Οrientis στο Πανεπιστήμιο του Graz ο καθηγητής της Δογματικής Joseph Ratzinger διετύπωσε μία πρόταση για τη λύση του επίμαχου θεσμού της δικαιοδοσίας της Ρώμης και της ένωσης των Εκκλησιών, της Καθολικής και της Ορθόδοξης. Η ενότητα θα μπορούσε – είπε ο Ratzinger – “να επιτευχθεί πάνω στη βάση ότι η Ανατολή θα παραιτείτο από το να πολεμά τη δυτική εξέλιξη της β΄χιλιετίας ως αιρετική και θα αναγνώριζε την Καθολική Εκκλησία με εκείνη τη μορφή ως νόμιμη και ορθή από άποψη πίστης, στην οποία η Καθολική Εκκλησία βρέθηκε μέσα από την εξέλιξη της β΄χιλιετίας, ενώ αντίστροφα η Δύση θα αναγνώριζε την Ανατολή ως νόμιμη και ορθή στην πίστη σε εκείνη τη μορφή την οποία αυτή διατήρησε στην ιστορία της”»! Ο Ratzinger είναι σαφέστατος: «η Ανατολή θα παραιτείτο από το να πολεμά τη δυτική εξέλιξη της β΄χιλιετίας ως αιρετική»!
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με την πρόταση του τότε καθηγητού J. Ratzinger και σημερινού Πάπα Βενεδίκτου XVI, οι Ορθόδοξοι θεολόγοι που διακονούν στο διάλογο δεν οφείλουν να προσαρμόζουν το θεολογικό τους λόγο και τη συμπεριφορά στην εκκλησιαστική παράδοση της Ορθοδοξίας, αλλά να συμμορφώσουν την παράδοσή μας στους στόχους που έχουν τεθεί σε συνεννόηση με τον Πάπα! Αν θέλουν οι Ορθόδοξοι να υπηρετούν το Διάλογο θα πρέπει, κατά τον Πάπα, να μην χαρακτηρίζουν ως αιρετικά τα καινοφανή δόγματα της Παπωσύνης και να ερμηνεύσουν την εκκλησιαστική τους παράδοση κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην είναι σε αντίθεση με τον Παπισμό! Κατόπιν αυτών, είναι πολύ «κακός» – κατά τον π. Παίσιο – ο λογισμός, όταν λέει ότι ο Πάπας φαίνεται να καθορίζει σε ορισμένα θέματα το θεολογικό λόγο κάποιων συγχρόνων ορθοδόξων θεολόγων; Η τέλος πάντων, για να το πούμε πιο κομψά, ότι ο θεολογικός λόγος κάποιων –ασφαλώς όχι όλων - Ορθοδόξων είναι αποτέλεσμα … συμφωνίας με τον Πάπα;
Για ορισμένους, δυστυχώς, το ζητούμενο σήμερα δεν είναι να προσαρμόσουν τη δική τους συμπεριφορά στην εκκλησιαστική μας παράδοση, αλλά να «κόβουν και ράβουν» την παράδοσή μας σύμφωνα με τους στόχους που αυτοί έχουν θέσει… Και όταν τα βρίσκουν δύσκολα με την πατερική διδασκαλία 10 αιώνων μετά το Σχίσμα – η οποία στο σύνολό της είναι εναντίον των Παπικών δογμάτων – την ακυρώνουν με το θεολογικότατο επιχείρημα ότι είναι … πολεμική, ενώ εμείς σήμερα είμαστε πλήρεις … αγάπης!
Δ. Περιφρόνηση της εκκλησιαστικής παραδόσεως η Οικουμενική Κίνηση;
Στην προσπάθεια δικαιολογήσεως των αντικανονικών συμπροσευχών ο καθηγητής ισχυρίζεται ότι αυτές είναι «αναπόφευκτος συνέπεια της επισήμου αποφάσεως τηςΟρθοδόξου Εκκλησίας να συμμετέχη δι’ εκπροσώπων … εις τα θεσμικά όργανα και τας δραστηριότητας της συγχρόνου Οικουμενικής κινήσεως δια την ενότητα των χριστιανών» (Φειδάς, σ. 11).
Τίθεται λοιπόν ένα (ψευτο-)δίλλημα: περιφρόνηση της εκκλησιαστικής παραδόσεως η Οικουμενική Κίνηση; Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Ασφαλώς όχι! Η άποψη του καθηγητού είναι αυθαίρετη! Διότι η ιστορία της Εκκλησίας και η σημερινή πραγματικότητα βεβαιώνουν ότι μπορεί να υπάρχει διαχριστιανικός διάλογος χωρίς συμπροσευχές με απόλυτο σεβασμό στην εκκλησιαστική μας παράδοση:
1. Πάντοτε η Εκκλησία στην ιστορία της συνδιαλεγόταν με σχισματικούς και αιρετικούς ακόμα και με ετεροθρήσκους, με πολλούς από τους οποίους εκπληρώθηκε η προσδοκία για ένωση. Και όμως πάντοτε επιβαλλόταν η θερμή και έντονη προσευχή, αλλά απαγορευόταν αυστηρά και η απλή συμπροσευχή!
2. Το ότι είναι εφικτό αλλά και επιβάλλεται να συνδυάζονται διαχριστιανικές σχέσεις και σεβασμός στην εκκλησιαστική παράδοση ας ακούσουμε τον έμπειρο στους Θεολογικούς διαλόγους πρωτοπρεσβύτερο του Οικουμενικού Θρόνου π. Θεόδωρο Ζήση, ο οποίος προτείνει την μόνη αποδεκτή από την εκκλησιαστική τάξη συμπεριφορά: «Υπάρχει και άλλος τρόπος διαλόγου και προσεγγίσεως των ετεροδόξων, χωρίς συμφυρμούς, συμπροσευχές και συλλείτουργα. Η κατ’ οικονομίαν απλή σωματική παρουσία, χωρίς καμία προσευχητική η λειτουργική συμμετοχή … Ακόμη και κατά τη έναρξη των θεολογικών συζητήσεων σε κοινή συνδιάσκεψη (στη Φερράρα), προσευχήθηκαν ξεχωριστά οι Λατίνοι και ξεχωριστά οι Ορθόδοξοι, τακτική που τηρείται μέχρι σήμερα σε μερικούς από τους θεολογικούς διαλόγους»[17].
3. Σχετική είναι και η Ανακοίνωση της 9/22-4-1980 της Ιεράς Εκτάκτου Διπλής Συνάξεως της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους Άθω «Περί του Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών», όπου μεταξύ άλλων παρακαλούσε το Άγ. Όρος όπως εις το εξής «ο θεολογικός διάλογος ουδόλως συνοδεύηται από συμπροσευχάς, συμμετοχάς εις τας λειτουργικάς και λατρευτικάς συνάξεις εκατέρων και λοιπάς ενεργείας, αι οποίαι ενδέχεται να δώσουν την εντύπωσιν ότι η ημετέρα Ορθόδοξος Εκκλησία δέχεται τους Ρωμαιοκαθολικούς ως πλήρη Εκκλησίαν και τον Πάπαν ως κανονικόν Επίσκοπον Ρώμης. Τοιαύται ενέργειαι παραπλανούν και το Ορθόδοξον πλήρωμα και τους Ρωμαιοκαθολικούς, δίδοντες εις αυτούς την εσφαλμένην εντύπωσιν περί του τι φρονεί περί αυτών η Ορθοδοξία...»[18].
4. Ας μη ξεχνούμε, επίσης, ότι μέχρι πολύ πρόσφατα διεξαγόταν θεολογικός διάλογος με τις προχαλκηδόνιες Εκκλησίες. Και όμως ποτέ δεν τέθηκε θέμα συμπροσευχής μαζί τους, διότι οι εκκλησίες αυτές σέβονται την εκκλησιαστική τάξη επ’ αυτού του σημείου! Η συμμόρφωση των συμμετεχόντων στο θεολογικό αυτό διάλογο με την κανονική παράδοση σε τίποτα δεν παρεμπόδισε τον διάλογο αυτό να προχωρήσει. Για ποιο λόγο λοιπόν να μην εφαρμοσθεί και αυτή η πρακτική στις επαφές με τους Ρωμαιοκαθολικούς η τους Προτεστάντες;
5. Στο ίδιο πνεύμα της προτάσεως του π. Θεοδ. Ζήση είναι και η προαναφερθείσα από 31 Ιανουαρίου 1952 Εγκύκλιος της υπό τον Πατριάρχη Αθηναγόρα Πατριαρχικής Συνόδου προς τους Προκαθημένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπου αποτρέπει τους εκπροσώπους των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών που συμμετέχουν σε θεολογικούς διαλόγους από τις συμπροσευχές.
6. «Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον θεωρεί αυτονόητον την κανονικήν απαγόρευσιν (της συμπροσευχής με ετεροθρήσκους) και την αποχήν απ’ αυτής, χωρίς τούτο να σημαίνη ότι η απαγόρευσις της συμπροσευχής συμπαρασύρει εις απαγόρευσιν και τον διαθρησκειακόν διάλογον» τονίζει και ο σημερινός Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Κατά τον Οικουμενικό Πατριάρχη μπορεί να υπάρχει διάλογος και συνεργασία χωρίς συμπροσευχή!
7. Αντίθετα, η λογική του κ. Φειδά περί αρρήκτου συνδέσεως του διαχριστιανικού διαλόγου με τις συμπροσευχές είναι εις βάρος της ίδιας της Οικουμενικής Κινήσεως. Διότι μία προσπάθεια η οποία οδηγεί σε περιφρόνηση της εκκλησιαστικής παραδόσεως δεν μπορεί να είναι αποδεκτή από κανένα Ορθόδοξο! Ένας διάλογος ο οποίος θεμελιώνεται στην παράβαση των Ι. Κανόνων δεν μπορεί να έχει την ευλογία του Θεού, παρά την όποια καλή διάθεση των εμπλεκομένων! Τελικά σε τι είδους Ορθόδοξη μαρτυρία προβαίνουν οι συμμετέχοντες σε μία διαδικασία που περιφρονούνται οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και η μακραίωνη παράδοση και ζωή της Ορθοδοξίας; Ένας τέτοιος διάλογος είναι εκ των προτέρων αποτυχημένος και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός από την εκκλησιαστική συνείδηση!
8. «Κάνουμε μόνο ζημιά και αντιθέτως δεν βοηθούμε καθόλου τον διάλογο» λέει απερίφραστα ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός – επί εικοσαετία συμπρόεδρος στον Επίσημο Θεολογικό Διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς – αναφερόμενος σε ορισμένες συμπροσευχές τις οποίες και χαρακτηρίζει ως «λάθη τραγικά» που έχουν σοβαρές συνέπειες: «δυστυχώς δημιουργούν πολύ θόρυβο, πολλή ζημία, χωρίς να έχουμε απολύτως κανένα κέρδος. Έτσι δίνουμε την εντύπωση ότι σπεύδουμε να κάνουμε μία Intercommunio, μία μυστηριακή κοινωνία με τους ετεροδόξους … κάνουμε μόνο ζημιά και αντιθέτως δεν βοηθούμε καθόλου τον διάλογο»[19].
9. Τέλος η συμμόρφωση με τους Ι. Κανόνες και η άρνηση των Ορθοδόξων εκπροσώπων να συμμετέχουν σε κοινή Θ. Λειτουργία (intercommunio, Λειτουργία της Lima) - παρά την επιμονή των ετεροδόξων - σε τίποτα δεν εμπόδισε, ούτε στο ελάχιστο, το διάλογο με τους ετεροδόξους. Γιατί να μην τηρηθεί η ίδια στάση για κάθε μορφής συμπροσευχή;
Ε. Οι συμπροσευχές με τους αιρετικούς και ο λαός του Θεού
Ο ίδιος ο καθηγητής συνομολογεί ότι η αυστηρότητα της Εκκλησίας για την εν τη λατρεία επικοινωνία με αιρετικούς κατά τον δ΄ αι. οφείλετο αποκλειστικά σε ποιμαντικούς λόγους προστασίας του ορθοδόξου φρονήματος του λαού. Βέβαια υποστηρίζει ότι εξέλειπαν πλέον οι κίνδυνοι της εποχής εκείνης και υπονοεί ότι σήμερα δεν υπάρχει κανένας λόγος για την απαγόρευση της συμπροσευχής με τους αιρετικούς στα πλαίσια της Οικουμενικής Κινήσεως!
Ασφαλώς δεν υφίστανται οι κίνδυνοι του δ΄ αι. Σήμερα όμως τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά και επικίνδυνα . δεν υπάρχει, όπως παλαιότερα, ο κίνδυνος αποχώρησης από την Ορθόδοξη Εκκλησία και ένταξης στη Ρωμαιοκαθολική, αλλά ένας πολύ σοβαρότερος: η αλλοίωση του Ορθοδόξου αισθητηρίου. Σήμερα, στην εποχή της εκκοσμικεύσεως, υπάρχει μία αυξανόμενη αδιαφορία για την πίστη, που τελικά σημαίνει αδιαφορία για το ίδιο το ευαγγελικό μήνυμα. Το σύνθημα της νέας εποχής είναι πολύ πιο επικίνδυνο από οποιαδήποτε αίρεση του παρελθόντος: «όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο Θεό . κανένας δεν δικαιούται την αποκλειστικότητα . όλες οι θρησκείες είναι το ίδιο και καμία θρησκεία δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι εκφράζει ολόκληρη την αλήθεια . παντού υπάρχει μέρος της αλήθειας . δεν έχει σημασία τι πιστεύει ο καθένας». Είναι προφανές ότι η αντίληψη αυτή ανατρέπει την ουσία της Εκκλησίας και αλλοιώνει το Ορθόδοξο ήθος των πιστών, διότι αποτελεί καθολική άρνηση του Ευαγγελίου, αφού οδηγεί σε άρνηση του μοναδικού Σωτήρα και Λυτρωτή Ιησού Χριστού. Βέβαια, θέλω να πιστεύω, ότι κανένας από τους Ορθοδόξους ποιμένες δε συμμερίζεται τη «θεωρία των κλάδων» και γενικότερα τη διδασκαλία της νέας εποχής, ακόμα και αν κάποιες διατυπώσεις του λόγου επιτρέπουν και άλλες αναγνώσεις (πχ. περί των δύο πνευμόνων του Χριστιανισμού!).
Όμως υπάρχει σοβαρό πρόβλημα όταν οι Ορθόδοξοι Ποιμένες, και μάλιστα οι τα πρώτα φέροντες, δίνουν την εντύπωση στον απλό λαό ότι δεν πρέπει να προτάσσεται η αλήθεια της πίστεως, ότι δεν έχει και πολλή σημασία το δόγμα, αρκεί να είμαστε «αγαπημένοι». Αλίμονο όταν τίθεται σε αντιδιαστολή η ακρίβεια της πίστεως και η αγάπη!
Αυτό βέβαια δε λέγεται πλέον ρητώς (ευτυχώς δεν επαναλήφθηκαν οι ατυχείς (;) φράσεις του Αθηναγόρα), αλλά ο πιστός λαός, που δυστυχώς δεν γνωρίζει πολλά για την πίστη του, όταν βλέπει τους ηγέτες των αιρέσεων να παρίστανται και να συμμετέχουν ενεργά στην Ορθόδοξη λατρεία και τους Ορθοδόξους Επισκόπους να συμπροσεύχονται συχνά-πυκνά με τους αιρετικούς ενδεδυμένοι άμφια (ο λαός και το μανδύα το θεωρεί λειτουργικό ένδυμα), το μήνυμα που παίρνει είναι ότι δεν έχει σημασία τι πιστεύουμε, δεν έχουν σημασία οι διαφορές στην πίστη, αφού όλοι το ίδιο είμαστε και όλοι μπορούμε από κοινού να στεκόμαστε ενώπιον του Θεού συμπροσευχόμενοι. Είναι προφανής η ζημιά που γίνεται, και μετά ας κάνουμε όσα κηρύγματα θέλουμε για τη μοναδικότητα της Ορθοδοξίας και την αξία της αληθούς πίστεως κοκ. Η συνείδηση του λαού μας έχει ήδη αλλοιωθεί! Και έτσι φτάσαμε – για να χρησιμοποιήσω περιστατικό από την πόλη μου – θεολόγος καθηγητής, αυτοπροβαλλόμενος ως υπέρμαχος του διεκκλησιαστικού διαλόγου, να μη βλέπει το παραμικρό εκκλησιολογικό πρόβλημα αν κάποιοι Ορθόδοξοι συστηματικά, κάθε Κυριακή, εκκλησιάζονται και ψάλλουν στο Ρωμαιοκαθολικό Ναό των Πατρών! Αυτό δεν είναι σχετικοποίηση της πίστεως, πλήρης άμβλυνση του ορθοδόξου αισθητηρίου, πλήρης καταστροφή των εκκλησιολογικών αντανακλαστικών; Πραγματικά η κορύφωση της τραγικότητας και της σύγχυσης – και μάλιστα στο λόγο θεολόγου! Για το κατάντημα αυτό δεν έχουν ευθύνη οι τα πρώτα φέροντες της Εκκλησίας μας και συμπροσευχόμενοι με τους ετεροδόξους ευκαίρως-ακαίρως;
Εκτός αν όλες αυτές οι συμπροσευχές γίνονται επίτηδες για να προκαλέσουν και κυρίως να διαμορφώσουν ένα τέτοιο ήθος στους πιστούς μας, ώστε να εξαλειφθεί κάθε αντίσταση στα σχέδια κάποιων! Μήπως, δηλαδή, κάποιοι για το μόνο που ενδιαφέρονται είναι να πραγματοποιηθεί πάση θυσία μία, οποιασδήποτε μορφής, «ένωση των Εκκλησιών». Και ως μοναδικό δρόμο επέλεξαν τη θεωρία-μεθόδευση που, κατά τον Μητροπολίτη Τυρολόης (του Οικουμ. Πατριαρχείου) κ. Παντελεήμονα, «διετυπώθη υπό τινών Ρωμαιοκαθολικών συνέδρων» στη Β΄ Βατικανή Σύνοδο ότι “η ένωσις θα επιτευχθεί σταδιακώς και ουχί δια διαπραγματεύσεων εκκλησιαστικο-θεολογικών σε τρία στάδια: α) φιλία και ψυχολογική προπαρασκευή (σημ. συντ: έχει ήδη συντελεσθεί), β) μερική μυστηριακή κοινωνία (σημ. συντ: συντελείται δια των συμπροσευχών) και γ) πλήρης μυστηριακή κοινωνία”»[20]. Μήπως εκεί συστηματικά οδηγεί η περιφρόνηση της κανονικής τάξεως της Εκκλησίας μας και απλώς δεν ομολογείται;
π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος
Πάτρα 22 . 6 . 2009.
Σημειώσεις
[1] Ολόκληρο το άρθρο στη διαδικτυακή τοποθεσία: www.alopsis.gr/alopsis/feidas.pdf
[2] Ιω. Σταματάκου, Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης (Αθήναι 1972), σ. 950.
[3] G.W.H. Lampe, A Patristic Greek Lexicon, (Οξφόρδη 1961), σ.σ. 1290, 1325-1326.
[4] Πράξ. 26, 29. Ρώμ. 9, 3. 2 Κορινθ. 13, 7, 9. Ιακ. 5, 16. 3 Ιωάν. 2.
[5] PG 140, 620Α.
[6] Σ. Μπιλάλη, Ορθοδοξία και Παπισμός, (Αθήναι 1969), τ. Β΄ σ. 367.
[7] Ι. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, εν Αθήναις 1953, σ.σ. 905-925.
[8] Ι. Πόποβιτς, «Ορθοδοξία και “Οικουμενισμός”. Μία Ορθόδοξος γνωμάτευσις και μαρτυρία», στο Κοινωνία, 18,2 (1975), σ. 98.
[9] «Εγκύκλιος προς τους Προκαθημένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών» (31 Ιανουαρίου 1952), στο: Καρμίρη, Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία, σ.σ. 962-963.
[10] Β. Αρχοντώνη, Περί την κωδικοποίησιν των Ι. Κανόνων και των κανονικών διατάξεων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 73.
[11] Ορθόδοξος Τύπος, φ. 1334/24.9.99.
[12] Αναλυτικότερα βλ. Αν. Γκοτσοπούλου, «ου δεί αιρετικοίς η σχισματικοίς συνεύχεσθαι», Πάτρα 2008, σ. 56-114, όπου και σχετική βιβλιογραφία.
[13] Για να θυμηθούμε ολοκλήρους τους ύμνους: «Κωνσταντίνου η πόλις, Πρωτοκλήτου λυχνία τε άγει εορτήν λαμπροφόρον δεχομένη τον Πρόεδρον, Ρωμαίων Εκκλησίας της σεπτής, καθέδρας Κορυφαίου μαθητού, φιλαδέλφω διαθέσει τε εκ ψυχής, ευξώμεθα γηθοσύνως: Μείνον, Παράκλητε, εν ημίν, άγων ημάς προς σήν αλήθειαν, ίν' ομοφώνως στόματι ενί, καρδία Σε δοξάζωμεν» και «Ναύς, η πάντιμος Ορθοδοξίας αγλαΐζεται νυν δεχομένη, εκ Δυσμών σεπτόν Ποιμένα και Πρόεδρον καλλιερούσα δ' ευσήμως ευφραίνεται εν ευσεβεία Χριστόν ικετεύουσα: Τη δυνάμει σου τον κόσμον σου περιφρούρησον εν' ομονοία συντηρών ως υπεράγαθος» και την δέηση: «Έτι δεόμεθα υπέρ του Αγιωτάτου Επισκόπου και Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου και τουΑρχιεπισκόπου και Πατριάρχου ημών Βαρθολομαίου και υπέρ του κατευθυνθήναι τα διαβήματα αυτών εις παν έργον αγαθόν»!
[14] Π. Σημάτη, Είναι αίρεση ο Παπισμός; Τι λένε οι Οικουμενικές Σύνοδοι και οι Άγ. Πατέρες, σ.σ. 23-56.
[15] Ανωνύμου, Ο πειρασμός της Ρώμης, έκδ. Ι.Μ.Κουτλουμουσίου, σ.σ. 85-115.
[16] Καρμίρη, Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία, σ.σ. 932-946.
[17] Θ. Ζήση, «Για τη συμπροσευχή Πατριάρχου και Πάπα ποια σύνοδος θα επιβάλει την κανονικότητα;», Θεοδρομία, 6,2 (2004), σ.σ. 174-175.
[18] Ιεράς Εκτάκτου Διπλής Συνάξεως της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους Άθω, «Περί του Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών», Κοινωνία, 23,2 (1980), σ.σ. 126-127.
[19] Στυλιανού, Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας, «Ο μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών Θεολογικός Διάλογος, Προβλήματα και προοπτικές», Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 29 (1986-1989), σ.σ. 22-24.
[20] Π. Ροδόπουλος, Μητρ. Τυρολόης και Σερεντίου, στο Π. Σημάτη, Η Πατερική στάση στους θεολογικούς διαλόγους και ο Οικ. Πατριάρχης Βαρθολομαίος, Τρίκαλα-Αθήνα 2008, σ. 51.
Ὁλοκληρώθηκε τό διεθνές Συνέδριο μέ θέμα Οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ σύγχρονες προκλήσεις (8-11 Μαΐου) πού ὀργάνωσε ἡ Ἀκαδημία θεολογικῶν σπουδῶν στό Βόλο.
Μέσα στά πλαίσια εὐγενείας πού χαρακτήριζε τό συνέδριο, ὁ Σεβασμιώτατος, χαμογελώντας πατρικά, εἶπε στήν ἐναρκτήρια ὁμιλία του ὅτι ἡ Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν δέν δίνει σημασία στίς κραυγές ὅσων διαφωνοῦν, ἐνῶ στόν καταληκτικό του χαιρετισμό... διόρθωσε τή φράση του λέγοντας ὅτι «μπορεῖ κάποιοι νά γαυγίζουν...». Ἄς εἶναι! Αὐτό ἐξ ἄλλου ἦταν τό λιγότερο, ἄν συγκριθεῖ μέ τό ἀνοσιούργημα πού τελέσθηκε ἀπό τό ἄνομο βολιώτικο Συνέδριο, ὅπου κενά καί καινά κατά τῶν ἱερῶν Κανόνων ἐμελέτησαν οἱ περισσότεροι τῶν εἰσηγητῶν.
Τό Συνέδριο στήν οὐσία ἀπέβλεπε:
Ἀκούστηκαν ἀπόψεις ὅπως π.χ. ὅτι οἱ Κανόνες βρίσκονται «σέ χαοτική κατάσταση» ὅτι εἶναι «προβληματικοί» ὅτι κάποιοι «ὑποβιβάζουν τίς γυναῖκες σέ ἀντικείμενα», ὅτι εἶναι μιά «κανονική ἀρχαιολογία», ὅτι εἶναι κάτι τί «παρωχημένο», ὅτι στούς Κανόνες ὑπάρχει ἕνας «φορμαλισμός πού σκοτώνει ὅ,τι ζωντανό ὑπάρχει» κλπ.
Πολλοί εἰσηγητές ξεκινοῦσαν μιλώντας θετικά γιά τούς Κανόνες γιά νά τούς ἀπαξιώσουν ὅμως στή συνέχεια.
Ἀρκετοί πάλι εἰσηγητές ἔχοντας συγκεκριμένο θέμα τοποθετήθηκαν ἐνάντια στίς προβλέψεις τῶν Κανόνων. Ἔτσι ἄλλος τοποθετήθηκε ὑπέρ τῶν συμπροσευχῶν μέ τούς αἱρετικούς, ἄλλος ὑπέρ τῆς «ἐγκυρότητος» τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν, ἄλλος ὑπέρ τοῦ γάμου τῶν Ὀρθοδόξων ὄχι μόνο μέ αἱρετικούς ἀλλά καί μέ ἑτεροθρήσκους, ἄλλος ὑπέρ τῆς μειώσεως τῶν νηστειῶν κλπ. Τό ζήτημα εἶναι ἄκρως σοβαρό ...
...ὄχι μόνο γιά τήν αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλά καί γιά αὐτήν τήν ἴδια τήν Ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Γι΄αὐτό θά ἤθελα μέ ὅσα σημειώνω στή συνέχεια, α) νά χαράξω τούς βασικούς ἄξονες πάνω στούς ὁποίους κινήθηκε τό Συνέδριο, ἄξονες πού ὁδηγοῦν, ἄν ἀκολουθηθοῦν, σέ ἀδιέξοδο καί σύγχυση ὅλο τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί β) νά καταγράψω ἐπί μέρους τοποθετήσεις τῶν εἰσηγητῶν πού ἀμφισβητοῦν τἠν ποιμαντική κατεύθυνση τῶν Ἱ. Κανόνων καί εἰσηγοῦνται πρός ἐφαρμογή ἀλλότριες τῆς Ἐκκλησίας ἰδέες, νοοτροπίες καί πρακτικές.
Ι. Βασικές ἀρχές-ἄξονες τοῦ συνεδρίου
1. Ἀπογύμνωση τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἀπό τήν ἱερότητά τους. Οἱ εἰσηγητές ἐξέτασαν τούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ὁποιαδήποτε θεολογικά κείμενα. Τά ἀξιολόγησαν ὡς τυπικά κείμενα, ρυθμιστικά τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί, ἐνῶ θεωρητικῶς ἀντιτίθενται στό νομικισμό, τά ἀντιμετώπισαν ὡς νομικές διατάξεις προσωρινοῦ χαρακτήρα πού μποροῦν, ὅπως οἱ νόμοι, νά καταργηθοῦν, νά τροποποιηθοῦν, νά διορθωθοῦν.
Μέ ὅλη τή στάση τους ἔδωσαν τήν ἐντύπωση ὅτι δέν ἔχουν τή συνείδηση καί τή γνώση ὅτι ἀνήκουν στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀπ΄ ἀρχῆς τῆς παρουσίας της στόν κόσμο ὁδηγεῖται ἀπό τήν Κεφαλή της, τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος παρών, συγκροτεῖ τό Σῶμα Του, καί ζωογονεῖται ἀπό τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτή ἡ ἀπαιτούμενη γιά κάθε πιστό συνείδηση καί γνώση δέν εἶναι ψιλή θεωρητική γνώση, πού ἐμπλουτίζεται καί «διανθίζεται» μέ προσωπικές γνῶμες, ἐπιλογές καί ἑρμηνεῖες τοῦ τύπου :
«ἡ ἐκκλησία δέν ὑπόκειται σέ νόμους, ἀλλά εἶναι κοινωνία ἀγάπης καί ἐλευθερίας...
...ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά ἀναθεωρεῖ τούς Κανόνες της γιά νά ὑποβοηθεῖ τόν πάσχοντα ἄνθρωπο...
...Οἱ συνθῆκες στόν κόσμο μεταβάλλονται, μεταβάλλονται καί οἱ ἀνάγκες καί δυνατότητες τῶν ἀνθρώπων, ἄρα καί οἱ κανόνες πρέπει νά μεταβληθοῦν».
Ὅλες αὐτές οἱ ἰδέες ὑπάγονται ὄχι στή Θεολογία ἀλλά στήν ...ἀμπελοφιλοσοφία. Ἡ γνώση ὅτι ¨ἀνήκω στήν Ἐκκλησία¨ πρέπει νά συνοδεύεται ἀπό μιά αἴσθηση. Αὐτή ἡ πνευματική αἴσθηση γίνεται ἁπτή στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς μέ τήν ὁλοκάρδια ἀποδοχή τῆς καθολικῆς πίστεως τὴς Ἐκκλησίας, ὅτι, ὅπως τήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων ἔτσι καί μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος μέσῳ τῶν «Ὅρων» καί τῶν «Κανόνων» τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καθοδηγουμένων ἀπό τό Πανάγιο Πνεῦμα, ἐκφράζεται ἡ Ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ στήν Πίστη καί τήν ἐν Χριστῷ ζωή.
Οἱ ἅγιοι Πατέρες –πιστεύουν οἱ Ὀρθόδοξοι- ἐκπροσωπώντας, συγκεφαλαιώνοντας τό φρόνημα καί τήν πίστη τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, μέ τήν ἐπίπνοια τῆς Θείας Χάριτος, συντάσσουν τούς Ὅρους καί τούς Κανόνες. Καί εἶναι αὐτή ἡ ἄκτιστος Χάρις καί ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού κάνει τούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας «θείους» καί «Ἱερούς», πού σημαίνει τόν ἀμετακίνητο καί ἀσάλευτο χαρακτήρα τους.
Ἐπανερχόμενοι στό συνέδριο πιστεύουμε ὅτι αὐτή ἡ στενόμυαλη καί γκρινιάρικη ἀντιμετώπιση τῶν Ἱ. Κανόνων ἐκ μέρους τῆς πλειονότητος τῶν εἰσηγητῶν ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι δέν βλέπουν τή Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στή σύνταξη τῶν Ἱ. Κανόνων, ὅπως τήν βλέπουν οἱ θεοφόροι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι διακηρύσσουν: «ἐξ ἑνός γάρ ἅπαντες [διαχρονικά οἱ ἀπόστολοι, οἱ Οἰκουμενικές καί τοπικές Σύνοδοι οἱ ἐπί μέρους ἅγιοι Πατέρες] καί τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τά συμφέροντα»˙ ὅτι δέν νιώθουν καμμιά εὐγνωμοσύνη στό Θεό καί καμμιά χαρά πνευματική, παρόμοια ἔστω, μ΄αὐτήν τήν ἀπροσμέτρητη χαρά πού ἔνιωθαν οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅταν ἔγραφαν γιά τούς Ἱ. Κανόνες:
«Ὑποδεχόμαστε μέ χαρά («ἀσμένως») τίς ὑποδείξεις τῶν κανονικῶν διατάξεων καί μαζί μέ τό θεοφάντορα Δαβίδ ψάλλουμε πρός τόν Δεσπότη Θεό: «μέ τήν ὁδό τῶν μαρτυρίων σου-δηλ. μέ τούς Ἱ. Κανόνες- χάρηκα καθώς θά χαιρόμουν ἄν εἶχα ὅλα τά πλούτη τοῦ κόσμου....Ὅπως οἱ στρατιῶτες πού βρίσκουν πολλά λάφυρα, παρόμοια καί ἐμεῖς [οἱ Πατέρες] νοιώθουμε πολλή ἀγαλλίαση γιά τούς ἱερούς Κανόνες, καί μέ ἀπέραντη χαρά[1] τούς ἐναγκαλιζόμαστε καί ὅλους τούς ἐπικυρώνουμε ὥστε νά μένουν ἀσάλευτοι...» (Κανών Α΄τῆς Ζ΄ Οἰκ. Συνόδου Πηδάλιον σ. 322)
Χωρίς πίστη στήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στίς Οἰκουμενικές Συνόδους, χωρίς τή χαρά πού δίνει τό Ἅγιο Πνεῦμα καί δίχως εὐγνωμοσύνη πρός τό Θεό γιά τή δωρεά τῶν Ἱ. Κανόνων ἀνοίγεται ἕνας κατήφορος στή σκέψη καί τό λόγο τῶν κκ εἰσηγητῶν-καθηγητῶν. Ἔτσι ἀκολουθεῖ:
Α) Ἡ ἀπαξίωση τῶν Ἱ. Κανόνων.
Ὁ Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιος εἶπε ὅτι ἡ σημερινή ἐποχή «φέρνει στό προσκήνιο ἀμείλικτα ἐρωτήματα γιά τήν αὐθεντικότητα ...τό status καί τή σωτηριολογική ἀξία καί σκοπιμότητα τῶν ἱερῶν Κανόνων.
Ὁ κ. Σταῦρος Γιαγκάζογλου ζητεῖ ἀποκατάσταση τῆς κανονικῆς παράδοσης πού προσέλαβε πλεῖστες ὅσες πλαστογραφίες....
Ὁ κ. Κονιδάρης εἶπε πώς ὑπάρχουν Κανόνες οἱ ὁποῖοι δέν προσφέρονται πλέον γιά τή σημερινή πραγματικότητα.
Ὁ Ρουμάνος Patriciu Vlaicu μίλησε γιά μουσεῖο κανονικῆς παράδοσης, ὅπου ἀπαγορεύεται νά ἀγγίξετε ὁτιδήποτε.
Ἡ κ. Teva Reguleμίλησε γιά τούς Κανόνες πού ἀφοροῦν στήν ἔμμηνο ρύση γιά λίγους σκοτεινούς Κανόνες τούς ὁποίους οἱ γυναῖκες βλέπουν προβληματικούς.
Ἡ μοναχή Vassa Larin μίλησε γιά τήν προβληματική κατάσταση τῶν Κανόνων καί ἰσχυρίστηκε ὅτι ἔχει πολλά παραδείγματα Κανόνων ...πού δέν μποροῦν πλέον νά ἀποκληθοῦν Κανόνες.
Β) Ἡ Κατηγορία ὅτι οἱ Κανόνες τυποποιοῦν τή ζωή τῶν πιστῶν καί τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης κ. Ἰγνάτιος ὑπεννόησε ὅτι μέσῳ τῶν Κανόνων προσφέρεται μιά φορμαλιστική βίωση τῆς ἀλήθειας ἡ ὁποία περιορίζει τήν ἐλευθερία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου.
Ὁ π. Γρηγόριος Παπαθωμᾶς, ὅσους ὑπεραμύνονται τοῦ ἀσαλεύτου χαρακτῆρος τῶν Κανόνων τούς χαρακτηρίζει κανονολάτρες καί ζηλωτές τοῦ κανονικοῦ φορμαλισμοῦ,
ἐνῷ ὁ Ρουμάνος Radu Preda εἶπε ὅτι «πολλοί δογματικοί τῆς Ἐκκλησίας υἱοθετοῦν ...ἕνα φορμαλισμό καί μαξιμαλισμό πού σκοτώνει ὅ, τι ζωντανό στήν κοινότητα τῆς πίστης.
Γ) Ἡ βλασφημία ὅτι οἱ κανόνες εἶναι κάτι ξεπερασμένο, ἀπηρχαιωμένο πού χρειάζεται μεταβολές καί ριζικές διορθώσεις.
Ὁ R. Preda εἶπε πώς ὅ,τι ἔχουμε μπροστά μας εἶναι κάτι παρωχημένο, τό ὁποῖο δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τό σήμερα καί ὅτι εἶναι ὑπέρ μιᾶς δημιουργικῆς προσέγγισης.
Ὁ π. Δημήτριος Μπαθρέλλος εἶπε ὅτι οἱ κανόνες ἅπτονται πολλῶν θεμάτων καί ἀντιμετωπίζουν πολλά καί διάφορα προβλήματα, ἄλλοτε περισσότερο καί ἄλλοτε λιγότερο ἐπιτυχῶς... ὅτι «οἱ κανόνες εἶναι ἡ ἐξωτερική, ὁρατή, ἱστορική καί μεταβλητή ἔκφραση τοῦ ἀμεταβλήτου τῶν δογμάτων.Ἔτσι «καθώς οἱ συνθῆκες μεταβάλλονται καί μαζί μ΄αὐτές καί οἱ ἀνάγκες καί οἱ δυνατότητες τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἀναπόφευκτα ἀναθεωροῦνται, τροποποιοῦνται καί συμπληρώνονται ἤ ἀδρανοῦν κάποιοι κανόνες τῆς Ἐκκλησίας...
Μίλησαν καί ἄλλοι, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ὁ κ. Μαγγιῶρος γιά τήν «ἱστορικά μεταλλάξιμη μορφή» τῶν Κανόνων καί τήν «κριτική προσέγγιση» αὐτῶν μέ σκοπό τήν ἀνακάθαρση τῶν μεταβαλλόμενων καί φθαρτῶν συνιστωσῶν καθώς καί τήν «ἀνάδειξη τοῦ ἀναλλοιώτου καί αἰωνίου μηνύματος τῆς ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας».
Ἡ μοναχή Vassa, πολύ τολμηρή μέχρι ἀσεβείας καί περιφρονήσεως τῶν Ἱ. Κανόνων εἶπε: «Ὅταν θεωροῦμε ὅτι οἱ Κανόνες εἶναι ἕνα βῆμα κάτω ἀπό τίς ἱερές Γραφές καί τούς δίνουμε ἀξία πού δέν ἔχουν, τό νά τούς ἀλλάξουμε σημαίνει ὅτι τελικά ἀλλάζουμε τήν οὐσία τῆς πίστης; Ὄχι βέβαια!».
Ὁ κ. Vlaicu εἶπε ὅτι «ἡ ἐλεύθερη ἔκφραση καί πρωτοβουλία πρέπει νά γίνει πραγματικότητα».
Δυστυχῶς οἱ ὁμιλητές αὐτοί ἀδιαφοροῦν γιά τήν διακήρυξη τῶν ΣΤ΄ καί Ζ΄ Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὅτι οἱ Ἱ. Κανόνες εἶναι στό σύνολό τους ἀσάλευτοι καί ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά καινοτομήσει ἐπ΄αὐτῶν, οὔτε νά βάλει ἄλλους Κανόνες στή θέση τους ἤ νά τούς παραχαράξει. Πουθενά δέν κάνουν οἱ Πατέρες λόγο γιά ἀλλαγή συνθηκῶν, πού θά ἐπιφέρει ὁριζόντια, καθολική ἀλλαγή στό γράμμα καί τό πνεῦμα τῶν Κανόνων. Ρυθμίζουν δύσκολα προβλήματα κατά περίπτωση καί κατά τόπον, δίνουν τό ἐργαλεῖο τῆς οἰκονομίας στούς ἐπισκόπους καί τούς πνευματικούς, ἀλλά δέν γράφουν πουθενά π.χ. «ξέρετε... ὁ κόσμος σήμερα λόγῳ συνθηκῶν δέν μπορεῖ νά νηστεύει τόσες μέρες ὅλο τό χρόνο» ἤ «λόγῳ κοινωνικῶν συνθηκῶν καί λόγῳ τῆς ὑπερβολικῆς ¨ἀτομικῆς αὐτοκατανόησης καί αὐτορρύθμισης¨ τῶν ἀνθρώπων πρέπει ἡ συμβίωση ἀνδρός καί γυναικός ἄνευ γάμου νά γίνει ἀνεκτή» ἤ «λόγῳ συνθηκῶν παγκοσμιοποιήσεως ἤ λόγω τῶν συνθηκῶν πού διαμορφώνονται κατά τούς Διαλόγους, οἱ συμπροσευχές μέ τούς ἑτεροδόξους εἶναι μιά ἀναπόδραστη πρακτική».
Μέ τά παραπάνω θέλω νά πῶ ὅτι στόχος ὅσων κατευθύνουν και χρηματοδοτοῦν τήν Ἀκαδημία τοῦ Βόλου εἶναι ὄχι ὁποιεσδήποτε ἀνώδυνες ἀλλοιώσεις τῶν Κανόνων πού δῆθεν θά λύσουν πρακτικά προβλήματα, ἀλλά καίριες καί ὀδυνηρές τομές πού θά ἀλλοιώσουν τό φρόνημα τῶν πιστῶν καί θά τούς ὁδηγήσουν μακράν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ σά μία μᾶζα στήν ἀγκαλιά τῆς Νέας Ἐποχῆς.
Ἀντιθέτως οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐκφράζοντας τήν ἀμετακίνητη πίστη τῆς Ἐκκλησίας σχετικά μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ (Χριστολογία), καί τόν κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ πλασθέντα ἄνθρωπο (ἀνθρωπολογία) διατυπώνουν τούς Ὅρους, ὡς ἀμετακίνητα ὅρια τῆς πίστεως καί τούς Κανόνες, ὡς ἀδιάσειστα ὁροθέσια τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τῆς πλάνης, ὡς σταθερό καί ἀλάθητο βοήθημα στή διοίκηση καί διαποίμανση τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καί ὡς ἀναντικατάστατα θεραπευτικά μέσα τῶν πιστῶν. Δέν στοχάζονται οἱ Πατέρες, ἀλλά θεολογοῦν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.
Δ) Ἡ μομφή ὅτι οἱ Ἱ. Κανόνες δέν θεμελιώνονται θεολογικά. Εἰπώθηκε ὅτι πολλοί κανόνες «στεροῦνται ἐπαρκοῦς θεολογικῆς δικαιολόγησης». Ζητοῦν καί νέους Κανόνες ἐναρμονισμένους μέ τή «δογματική θεολογία τῆς Ἐκκλησίας».
Ὁ Μητροπολίτης Ἰγνάτιος εἶπε ὅτι «εἶναι ἡ κατάλληλη στιγμή ἡ Ἐκκλησία μας καί ἡ θεολογία μας...νά ἀναστοχασθοῦμε μέ προσοχή πάνω στό καθοριστικό ζήτημα τῆς θέσεως καί τῆς ἀξίας τῶν Ἱ. Κανόνων».
Ὁ κ. Γιαγκάζογλου εἶπε ὅτι ἀπαιτεῖται «θεολογική ἑρμηνεία [τῶν Κανόνων] στό πλαίσιο ζωντανῶν εὐχαριστιακῶν κοινοτήτων».
Ὁ κ. Καρακόλης εἶπε ὅτι «δίνεται ἔμφαση στούς κανόνες καί δή στόν ποινικό τους χαρακτήρα ξεχνώντας τό θεολογικό τους ὑπόβαθρο».
Ὁ π. Δημήτριος Μπαθρέλλος εἶπε ὅτι οἱ Κανόνες πρέπει νά «ἑρμηνευθοῦν ἱστορικά καί θεολογικά» καί ὅτι «ἡ δογματική θεολογία τῆς Ἐκκλησίας θά μᾶς βοηθήσει στήν ἐπίπονη, ἀγωνιώδη ἀλλά καί ἀναπόφευκτη διαδικασία νέων κανόνων».
Τό αἴτημα γιά σύζευξη Κανόνων-Θεολογίας γιά τόν ἀνυποψίαστο ἀναγνώστη ἠχεῖ τόσο ὄμορφα καί ὀρθόδοξα! Ναί, ἀλλά ἐρωτοῦμε: Ἡ θεολογία τῶν Πατέρων δέν εἶναι πού ἐμπνέει τή σύνταξη τῶν Ἱ. Κανόνων; Οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι θείῳ Πνεύματι αὐγασθέντες διετράνωσαν καί διετύπωσαν τά δόγματα δέν εἶναι αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἁγίῳ Πνεύματι φωτισθέντες κατέστρωσαν καί τούς Ἱερούς Κανόνες γιά τήν Ἐκκλησία ὁλόκληρη καί γιά ἕναν ἕκαστον ἐξ ἡμῶν; Δέν ἦσαν θεολόγοι οἱ ἅγιοι Πατέρες; Σέ τί συνίσταται ἡ ἀνεπάρκεια τῆς ἁγιοπατερικῆς θεολογίας; Ναί, ὑπάρχει ἴσως.... ἀνεπάρκεια στό θεολογικό-κανονικό λόγο τῶν ἁγίων Πατέρων γιατί δέν ἐναρμονίζεται μέ τή Νέα Θεολογία τοῦ Σμέμαν, τοῦ Εὐδοκίμωφ-αὐτόν ἐπικαλέστηκε ὁ π. Μπαθρέλλος - τοῦ μητροπολίτου Περγάμου καί λοιπῶν ἀνανεωτῶν - κατεδαφιστῶν τῆς Ἱ. Παραδόσεως! Μέ βάση αὐτή τή θεολογία, μέ τή διεστραμμένη ἑρμηνεία τῆς πίστεως ἐκ μέρους τῶν μεταπατερικῶν στοχαστῶν, ὀνειρεύονται οἱ ἐπίδοξοι κανονογράφοι νά συντάξουν νέους κανόνες. Τούς χρησιμεύει σ᾿αὐτό ἐπίσης ἡ αἱρετική «εὐχαριστιακή Ἐκκλησιολογία» τοῦ N. Affanasiev, ὁ ὁποῖος ἠρνεῖτο κάθε θεσμική ἔκφραση τῆς Ἐκκλησίας, κάθε εἴδους Κανόνα καί πρότεινε ὡς μέθοδο ἑνότητος τήν διακοινωνία (Intercommunio), τήν προσφορά τῆς Θ. Κοινωνίας στούς αἱρετικούς. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τή θεολογία ὀνειρεύονται οἱ ἀνανεωτές τοῦ Βόλου νά εἰσάγουν καί νά ἐπιβάλουν στή μέλλουσα Πανορθόδοξο Σύνοδο πού πρόκειται νά συνέλθει.
Ε) Μομφή ἐπίσης προσάπτουν πολλοί εἰσηγητές κατά τῶν Ἱ. Κανόνων λέγοντας ὅτι τελοῦν ὑπό τήν ἄμεση ἐπίδραση καί ἐν πολλοῖς δουλική ἐξάρτηση ἀπό τό ρωμαϊκό δίκαιο καί τήν αὐτοκρατορική ἐξουσία.
Ὁ κ. Γιαγκάζογλου μίλησε γιά «ὑποτιθέμενο ἐκχριστιανισμό τῆς αὐτοκρατορίας», καί ἰσχυρίστηκε ὅτι «οἱ βυζαντινοί δέν διέκριναν ἀνάμεσα σέ κράτος καί ἐκκλησία, ἐν τέλει ἀνάμεσα σέ κανόνες καί σέ νόμους» καί εἶπε ὅτι «θά δοῦμε τί θά κάνουμε μέ τίς ἐπιδράσεις ἀπό τό ρωμαϊκό δίκαιο».
Ὁ Σέρβος Jovic εἶπε μέ βεβαιότητα, ἀναφερόμενος σέ ζητήματα γάμου, ὅτι «τήν Ἐκκλησία τήν ἐνδιαφέρει ἡ σχέση μέ τήν αὐτοκρατορία καί πάντοτε ἐξυπηρετεῖ τά συμφέροντά της».
Τελικά σέ τί στοχεύουν οἱ ἀναφορές αὐτές στό ρωμαϊκό δίκαιο καί τό αὐτοκρατορικό παρελθόν;
Πρῶτον στοχεύουν στήν ἀποκοπή τῆς Ἐκκλησίας μας ὄχι μόνο ἀπό τήν κανονική καί ζῶσα λειτουργική παράδοση ἀλλά καί ἀπό τήν ἱστορική σάρκα της, τό Γένος τῶν Ρωμηῶν καί ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων. Τό παρελθόν μας ὅμως ἱστορικό καί πνευματικό γιά μᾶς τούς Ρωμιούς εἶναι ὄχι νεκρό καί ἀπηρχαιωμένο, ἀλλά ζωογόνο καί ἐνθαρρυντικό γιά τήν ἱστορική μας συνέχεια.
Δεύτερον ἐπιδιώκουν τόν πλήρη χωρισμό-διχασμό Ἐκκλησίας-Πολιτείας καί μάλιστα μέ πρωτοβουλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Θά ἔλεγα στούς κ.κ. εἰσηγητάς: Ὄχι κύριοι! Σ΄ αὐτόν τόν ματωμένο τόπο, τό κράτος εἶναι ὑποχρεωμένο νά βοηθεῖ σέ ὅλα τήν Ἐκκλησία, τήν πλειονότητα τῶν ἑλλήνων ὀρθοδόξων πολιτῶν, γιατί ὅλοι αὐτοί οἱ ἐγκάθετοι κυβερνῶντες θά ἦσαν ἀνύπαρκτοι χωρίς τήν Ἐκκλησία καί στό τέλος-τέλος πόσοι εἶναι αὐτοί πού θέλουν νά ἐπιβάλουν αὐτή τήν ἀποκοπή Ἐκκλησίας-Γένους, καί Ἐκκλησίας-Ἱστορίας;
ΙΙ. Περιπτώσεις ἀμφισβητήσεως ἤ καί καταργήσεως τῆς Κανονικῆς Τάξεως ἀκόμη καί συγκεκριμένων Κανόνων ἀπό ὁρισμένους εἰσηγητές
Ἀνεγνώσθη στό συνέδριο ἡ εἰσήγηση τοῦ ἀπουσιάζοντος καθηγητοῦ Βλασίου Φειδᾶ μέ θέμα Συμπροσευχή καί Οἰκουμενικός διάλογος στούς ἱ. Κανόνες. Ἐδῶ ἔχουμε νά κάνουμε μέ τήν καθ΄ ὅλα φαιδρή προσπάθεια τοῦ κ. Καθηγητοῦ νά ἀποδείξει ὅτι «ἡ ἀληθής ἔννοια τῶν ἀνωτέρω Κανόνων [πού ἀφοροῦν τίς συμπροσευχές] ἀναφέρεται μόνο στήν... ἀπαγόρευση τῆς συλλειτουργίας ὀρθοδόξων κληρικῶν μετά τῶν ἑτεροδόξων καί ὄχι εἰς τήν συμμετοχήν αὐτῶν εἰς πᾶσαν ἄλλην προσευχήν»! Κατηγορεῖ καί τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη ὅτι παρερμηνεύει τό σχετικό Κανόνα τοῦ ἁγίου Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας. Ἰσχυρίζεται ἀκόμη ὅτι Ρωμαιοκαθολικοί, προτεστάντες, Ἀγγλικανοί δέν ἔχουν καταδικασθεῖ ὡς αἱρετικοί. Ἐπειδή ὅλοι οἱ ἱ. Κανόνες, οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἡ πράξη, ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας βοοῦν περί τοῦ ἀντιθέτου, μήπως ἔχουμε νά κάνουμε ἐν προκειμένῳ μέ τήν γκαιμπελική μέθοδο προπαγάνδας «λέγε, λέγε στό τέλος κάτι μένει»;
Μιά γρήγορη ματιά στό καταπληκτικό βιβλίο τοῦ π. Ἀναστασίου Γκοτσοπούλου «Οὐ δεῖ αἱρετικοῖς ἤ σχισματικοῖς συνεύχεσθαι » λύνει κάθε ἀπορία ἤ ἀμφιβολία σχετικές μέ τά ζητήματα αὐτά. Τό ἀστεῖο ἤ τραγικό μᾶλλον εἶναι ὅτι δέν ἐπετράπη καμμιά συζήτηση ἐπί τῆς εἰσηγήσεως-κατά πάντα διάτρητης-τοῦ κ. Φειδᾶ, ἐπειδή ἀπουσίαζε ὁ εἰσηγητής!
Ὁ Ἰωάννης Κονιδάρης, καθηγητής ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου τῆς Νομικῆς Σχολῆς ΕΚΠΑ μέ τήν εἰσηγησή του Κανόνες καί πολιτειακή ἔννομη τάξη καί ὁ Νικ. Μαγγιῶρος, Ἐπ. Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.) μέ τήν εἰσήγησή του Ζητήματα θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καί ἑτερότητας στούς Κανόνες ἐπιδίδονται σέ μιά προσπάθεια ἀποκοπῆς ἀπό τό ἱστορικό παρελθόν δηλ. ἀπό τή σύζευξη Ἐκκλησίας-πολιτείας πού μᾶς χάρισε-νά ἔχουμε τίς πρεσβεῖες του- ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας. Ζητοῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀπό ὅλο τὀ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, νά ἐγκαταλείψει τά προνόμια πού ἐξασφαλίστηκαν μέ τά αἵματα τῶν ἁγίων Μαρτύρων.
«Ἡ Ἐκκλησία» εἶπε ὁ κ. Μαγγιῶρος «καλεῖται στήν πραγματικότητα νά ἀπαρνηθεῖ προνόμια πού κληρονόμησε ἀπό τό αὐτοκρατορικό της παρελθόν καί ἐπεδίωξε καί ἐνίσχυσε καί διετήρησε μέ τήν αὐτοκεφαλία της καί τό συγχρωτισμό της μέ τό ἐθνικό κράτος. Ἡ Ἐκκλησία καλεῖται ἐπίσης νά ξεπεράσει μιά ἰδιότυπη ἀνασφάλεια, ἡ ὁποία ὀφείλεται ἀκριβῶς στό ὅτι ἐναπέθεσε στοιχεῖα τῆς λειτουργίας της στό κράτος. Αὐτό σημαίνει ἔξοδο ἀπό μιά κατάσταση μακάριας ραθυμίας στόν παγκοσμιοποιημένο στῖβο τῆς ἀγορᾶς θρησκειῶν πού λειτουργεῖ στό πλαίσιο μιᾶς ἐκκοσμικευμένης κοινωνίας...». Ζητεῖ δηλ. ἀπό τήν Ἐκκλησία νά ἀφεθῆ «στόν παγκοσμιοποιημένο στίβο τῆς ἀγορᾶς θρησκειῶν» δηλ. νά ἀφήσει τά παιδιά της βορά στά δόντια τῆς παντοδύναμης πολιτικο-οικονομικά παραθρησκείας. Θά ἔπρεπε ὁ κ. Μαγγιῶρος νά εἶναι ἐνήμερος, ὡς νομικός, γιά τή νομική προστασία πού παρέχεται στούς πολῖτες τῶν περισσοτέρων Εὐρωπαϊκῶν κρατῶν ἀπό τήν καταστροφική δράση τῶν σεκτῶν μέ δημιουργία εἰδικῶν κρατικῶν ἐπιτροπῶν-π.χ. Διϋπουργικό Παρατηρητήριο στή Γαλλία.
Ὁ κ. Κονιδάρης ἦταν πιό ἄμεσος καί διακρινόμενος γιά ἐπιθετικότητα. Ἀφοῦ εἶχε βοηθήσει τά μέγιστα στήν κατάργηση ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες, κλήθηκε τώρα στό Συνέδριο τῶν ἀνανεωτῶν γιά νά προσφέρει τίς ὑπηρεσίες του στήν πλήρη διάζευξη Ἐκκλησίας-κράτους.
α) Στήν ἀρχή σχεδόν τῆς εἰσηγήσεώς του ἐφαρμόζοντας τό δόγμα τοῦ ¨σόκ¨ ἐκσφενδονίζει μιά σκληρή πρόταση. Εἶπε: «...Τί ἐμποδίζει νά καταργηθῆ τό ἄρθρο 105 τοῦ Συντάγματος πού καθιερώνει τό αὐτοδιοίκητο τοῦ ἁγίου Ὄρους... Μήπως θά ἔπρεπε ἡ διοικοῦσα Ἐκκλησία νά λάβει πρωτοβουλία καί νά πεῖ, ὅταν ἔχουμε ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος... ἔχουμε κι ἐμεῖς αὐτά πού θέλουμε νά βελτιώσουμε... διότι ἐγώ δέ λέω νά καταργηθῆ κάτι...».
Ἄς διαβάσει κανείς τό ἄρθρο 105, τό ὡραῖο αὐτό, ἰσορροπημένο νομικά, ἱστορικά καί πνευματικά ἄρθρο τοῦ Συντάγματός μας- βρίσκεται μετά τό τέλος τοῦ κειμένου μου - καί θά καταλάβει καλά τί στόχους ἔχουν οἱ καθηγητές καί ἡ Ἀκαδημία τοῦ Βόλου μέ τέτοιου εἴδους εἰσηγήσεις γιά τήν Ἐκκλησία καί τήν πατρίδα μας, γιά τό Γένος μας. Καί ὕστερα ἐπανέρχεται ὁ κ. Καθηγητής μετά ἀπό λίγες φράσεις γιά νά πῆ μέ τό ὅπλο τῆς διγλωσσίας, «ἐγώ δέν λέω νά καταργηθεῖ κάτι»!
β) Θέλοντας νά ἀκυρώσει τήν ἀξία τοῦ ἄρθρου 3, τό ὁποῖο ἀσχολεῖται μέ τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας ἐπί τούτου καί μέ τήν ἰσχύ τῶν ἱερῶν Κανόνων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στήν ἑλληνική ἔννομο τάξη, εἶπε ὅτι τή συνταγματική κατοχύρωση τῶν Ἱ. Κανόνων δέν τήν κατασφαλίζει τό ἄρθρο 3, ἀλλά τό ἄρθρο 13, τό ὁποῖο σημειωτέον ἀσχολεῖται μέ τή θρησκευτική ἐλευθερία καί τό αὐτοδιοίκητο τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων γενικῶς. Ἔτσι προσπάθησε νά ἰσοπεδώσει στή συνείδηση τῶν ἀκροατῶν του τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τήν ὁποία κατέταξε ἀνάμεσα στίς ἄλλες θρησκευτικές κοινότητες!
γ) Ἔδειξε ἐπίσης ὅτι ἐνοχλεῖται ἀπό τό γεγονός ὅτι «ὁ νομοθέτης... ἔδωσε, ὡς μή ὤφειλε, κανονιστική ἁρμοδιότητα στήν Ἐκκλησία, νά ἐκδίδει κανονισμούς καί κανονιστικές πράξεις. Ἐνοχλεῖται δηλ. ἀπό τήν ἰδιαίτερη θέση τῆς Ἐκκλησίας μέσα στό πολίτευμά μας.
δ) Ἀναφέρθηκε ἐπίσης στό νόμο γιά τήν καύση τῶν νεκρῶν καί διαμαρτυρήθηκε ὅτι «τήν περιορίζουμε μόνο σ’αὐτούς πού δέν εἶναι ὀρθόδοξοι». Ἰσχυρίστηκε ὅτι ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ βέβαια, ἄν κάποιοι ὀρθόδοξοι θέλουν νά ἀποτεφρωθοῦν, νά τούς ἀπαγορεύσει τήν ἐκκλησιαστική κήδευση, ἀλλά δέν θά ἔπρεπε ἡ καύση γιά τούς ὀρθοδόξους νά ἀπαγορεύεται ἀπό τό νόμο. Σύμφωνα μέ τίς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 35 τοῦ Ν. 3448/2006 «1. Ἐπιτρέπεται ἡ ἀποτέφρωση νεκρῶν, ἡμεδαπῶν ἤ ἀλλοδαπῶν, τῶν ὁποίων οἱ θρησκευτικές πεποιθήσεις ἐπέτρεπαν τή μετά θάνατον ἀποτέφρωση». Πάλι ἐδῶ ὁ κ. Κονιδάρης ἔχει πρόβλημα μέ τό λόγο τῆς Ἐκκλησίας στή ζωή τῆς Πολιτείας, τῶν ὀρθοδόξων δηλ. πολιτῶν.
ε) Εἶπε καί τό ἑξῆς: «Θά ἦταν κακό νά ὑπῆρχε μία ἀποκάθαρση, αὐτό πού στό Βυζάντιο λεγόταν <ἀνακάθαρση>, δηλ. ἀπό τό σῶμα τῶν Κανόνων νά βγοῦν οἱ Κανόνες ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι δέν προσφέρονται πλέον στή σημερινή πραγματικότητα;». Κάνει βέβαια πώς δέν καταλαβαίνει ὁ κ. Κονιδάρης· ὅτι δηλαδή ἡ <Ἀνακάθαρση>, νομοθέτημα ἐπί τῆς βασιλείας Βασιλείου τοῦ Α΄(867-886), ἀφοροῦσε τήν ἀνακάθαρση νόμων καί ὄχι τῶν Ἱ. Κανόνων, οἱ ὁποῖοι ἴσχυαν στή Ρωμανία ὡς νόμοι χωρίς νά τροποποιοῦνται. Παραβλέπω ἐδῶ τό γεγονός ὅτι ὁ κ. Κονιδάρης εἶναι παντελῶς ἀναρμόδιος γιά τέτοια ἐρωτήματα ὑπερβαίνων τά ἐσκαμμένα.
στ) Τέλος «στόλισε» τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μέ τήν καταληκτική του φράση: «ἐξακολουθεῖ νά χαρακτηρίζει τήν ἑλλαδική Ἐκκλησία μιά αὐτιστική ἐσωστρέφεια». Θά ἔλεγα ἐδῶ ὅτι ὄντως θά ἔπασχε ἀπό αὐτιστική ἐσωστρέφεια ἡ Ἐκκλησία ἐάν κλεινόταν στόν ἑαυτό της καί δέν ἐνδιαφερόταν γιά νά περάσει τό μήνυμα καί τή ζωή τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν ἱστορία, στό Γένος μας, ἐπηρεάζοντας τίς κρατικές καί κοινωνικές δομές, τήν παιδεία, τό νομικό πολιτισμό.
Καλά, εἰδικά μ΄αὐτά πού εἶπε ὁ κ. Κονιδάρης ἔκανε τή δουλειά του. Μά αὐτοί πού τόν κάλεσαν; Ἁπλῶς καί αὐτοί, ἔκαναν καί κάνουν τή δουλειά τους!
Ὁ κ. Γκαβαρδίνας ἐπίκουρος Καθηγητής τοῦ ΑΠΘ στήν εἰσήγησή του Ἱεροί Κανόνες καί Νηστεία ἔκανε μιά ἱστορική ἀναδρομή πού ἀφοροῦσε στήν καθιέρωση τῶν διαφόρων νηστειῶν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Εἶπε, καί αὐτό εἶναι ἀληθές, ὅτι οἱ Ἱ. Κανόνες προβλέπουν μόνο τή νηστεία Τετάρτης καί Παρασκευῆς καί τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, καί ὅτι οἱ ἄλλες νηστεῖες δηλ. τῶν Χριστουγέννων, τοῦ Δεκαπενταυγούστου καί τῶν ἁγίων Ἀποστόλων μέχρι νά καθιερωθοῦν πέρασαν ἀπό πολλά ἱστορικά στάδια, εἶχαν κατά τόπους διαφορετική διάρκεια κλπ. Καί αὐτό βεβαίως εἶναι ἀληθές. Κατέληξε δέ ὡς ἑξῆς: «Ἀπό τά λεχθέντα προκύπτει σαφῶς πόσο ρευστή ἦταν ἡ ὑπόθεση τῆς νηστείας. Ἡ κάθε ἐποχή ἀνάλογα μέ τίς πνευματικές τάσεις πού υἱοθετοῦσε καί τά θεολογικά ρεύματα πού ἐπικρατοῦσαν προέκρινε τή δική της τάξη νηστείας... Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἡ κατά καιρούς θεσμοθέτηση ἤ ἡ εἰσαγωγή περί νηστειῶν αὐστηρῶν διατάξεων ἀποτελοῦν θέσφατο γιά τήν Ἐκκλησία. Ἀντιθέτως ὑποδεικνύει τήν ἐλευθερία καί τή δυνατότητα τῆς Ἐκκλησίας νά ἀναθεωρεῖ ἤ νά εἰσάγει νέες περί νηστείας διατάξεις κανονικοῦ περιεχομένου, ὅταν κρίνει ὅτι οἱ ποιμαντικές ἀνάγκες καί συνθῆκες τό ἐπιβάλλουν λαμβάνοντας ὑπ΄ ὄψιν πρωτίστως τόν ποιμαντικό καί παιδαγωγικό χαρακτήρα τῶν Κανόνων πού δέν ἀποβλέπει στήν τυπολατρική ἱκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης, ἀλλά στήν ὑποβοήθηση τοῦ πάσχοντος ἀνθρώπου».
Ποιές εἶναι οἱ «πνευματικές τάσεις» καί τά «θεολογικά ρεύματα» πού ἐπηρέασαν τήν καθιέρωση τῶν νηστειῶν, ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ κ. καθηγητής; Ἡ ἀλήθεια εἶναι πολύ πιό ἁπλῆ. Τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας δοκίμαζε κατά τόπους τίς καθιερωμένες σέ διάφορα μοναστικά κέντρα νηστεῖες καί καθώς ἡ Ἐκκλησία προόδευε καί ζητοῦσε τά καλλίτερα καί τά ἀνώτερα γιά τήν προκοπή τῶν μελῶν Της, τελικά υἱοθέτησε τήν παροῦσα μορφή τῶν νηστειῶν. Ἐδῶ καί 10 περἰπου αἰῶνες ἁπανταχοῦ τῆς ὀρθοδόξου Οἰκουμένης τηροῦνται ἀπό τούς πιστούς οἱ γνωστές σέ ὅλους μας νηστεῖες. Σεβόμεθα ἤ ὄχι τίς ἐπιλογές τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ; Σεβόμαστε ἤ ὄχι τή ζωντανή Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας; Πότε ἀναθεώρησε ἐπί τά χείρω, πότε δηλαδή θεσμικά μείωσε ἡ Ἐκκλησία τίς νηστεῖες; Ποτέ! Λοιπόν ὄχι! Ἡ «ἐκκλησία» -τὀ οἰκουμενιστικό στρατόπεδο- δέν ἔχει καμμιά δυνατότητα καί ἐλευθερία νά πειράξει τό ἀσκητικό οἰκοδόμημα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Θέλουμε στ΄ ἀλήθεια «τήν ὑποβοήθηση τοῦ πάσχοντος» ἀπό τήν ἁμαρτία «ἀνθρώπου» ἤ ζητοῦμε δῆθεν ποιμαντικές ἀνάγκες γιά νά τοῦ στερήσουμε τήν ἄσκηση καί νά κολακεύσουμε τήν ἀνεμελιά καί τή ραθυμία του; Ἐξάλλου ὅλοι οἱ πνευματικοί παροτρύνουμε πατρικά τούς προσερχομένους νά νηστεύουν ὅπως διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας, ἀλλά ἡ οἰκονομία, ἡ συγκατάβαση εἶναι στήν καθημερινή διάταξη. Ὄχι ὅμως καί νά γκρεμίσουμε τήν Παράδοση γιά νά δώσουμε δικαίωση στή γαστριμαργία καί τήν καλοπέραση.
Ὁ κ. Χρῆστος Καρακόλης ἀναπληρωτής καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Παν. Ἀθηνῶν στήν εἰσήγησή του Βιβλικό πνεύμα και Κανόνες της Εκκλησίας εἶπε μεταξύ ἄλλων: Οἱ Κανόνες «...ἐνίοτε ἀπολυτοποιήθηκαν στήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας, ἀποσπάστηκαν ἀπό τήν ἀρχική τους συνάφεια καί τελικά σέ κάποιες περιπτώσεις ἔφτασαν νά τηροῦνται ἁπλῶς καί μόνο γιά νά τηροῦνται. Θά μποροῦσε νά χαρακτηρίσει κανείς τήν ἐξέλιξη αὐτή ὡς μιά κάποιου εἴδους ἐκδίκηση τοῦ ἰουδαϊκοῦ φαρισαϊσμοῦ ἐπί τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀφοῦ ἕνας νέος χριστιανικός φαρισαϊσμός ἄρχισε νά δημιουργεῖται σταδιακά δίνοντας ἔμφαση στούς κανόνες καί δή στόν ποινικό τους χαρακτήρα καί ξεχνώντας τό θεολογικό τους ὑπόβαθρο καί τήν ἀνάγκη νά εἶναι λειτουργικοί καί νά ὑπηρετοῦν τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Ὁ ἀπορριφθείς κατά τόν Β΄ αἰῶνα Ἐβιωνιτισμός ἴσως εἰσῆλθε στόν Χριστιανισμό ἀπό τό παράθυρο. Δέν ἰσχυρίζομαι φυσικά ὅτι ἠ ἐξέλιξη αὐτή χαρακτηρίζει τό σύνολο τοῦ Χριστιανισμοῦ. Κάθε ἄλλο. Θίγω ὅμως ἁπλῶς κάποια συγκεκριμένη τάση, εὐτυχῶς ὄχι τήν κυριαρχοῦσα, πού ὅμως παρατηρεῖται στήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας... καί δημιουργεῖ οὐκ ὀλίγα προβλήματα στήν ἐκκλησιαστική ζωή τῶν πιστῶν... Ἄν οἱ Κανόνες ἐπιβάλλουν μιά ἄτεγκτη ἠθική, ὅπως αὐτήν τῶν Ἰουδαίων, πού ἑτοιμάζονται τηρώντας τό νόμο νά λιθοβολήσουν τή μοιχαλίδα, τότε θά καταλήξουμε στή θέση τῶν Φαρισαίων... διεκδικώντας τήν κατά γράμμα τήρηση τῶν κανόνων, εἰς βάρος τῆς ἀγάπης πρός τόν ἄνθρωπο. Ἀντίθετα, ἄν ἀντιληφθοῦμε τούς Κανόνες... ὡς ἕνα θεραπευτικό ἐργαλεῖο στήν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ἀκριβῶς δίδαξε ὁ Χριστός γιά τό Νόμο καί ὅπως ἀκριβῶς ὁ Ἀπ. Παῦλος εἶδε τίς νομικές ἐντολές στή δική του βέβαια συνάφεια, τότε διαφυλάσσουμε τή διαχρονικότητα ὄχι ἀπαραίτητα καί σέ ὅλες τίς περιπτώσεις τοῦ γράμματος, ἀλλά ὁπωσδήποτε τοῦ πνεύματος τῶν Κανόνων καθώς καί τοῦ πνεύματος... τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας».
Ὁ κ. καθηγητής, ὅπως φαίνεται, ἔχει τοποθετήσει στό νοῦ του τούς Ἱ. Κανόνες δίπλα στό Μωσαϊκό Νόμο καί τίς ραββινικές του ἑρμηνεῖες. Νομίζω ὅτι εἶναι ἀπαράδεκτη γιά Καθηγητή τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ἡ χρήση τῆς ἀναλογίας Μωσαϊκοῦ Νόμου καί Ἱ. Κανόνων. Μήπως πρός στιγμή λησμονεῖ ὁ κ. Καρακόλης ὅτι ὡς Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι εὑρισκόμεθα στήν Καινή Κτίση τῆς Ἐκκλησίας; Μποροῦν νά συγκριθοῦν οἱ Ἱεροί Κανόνες τῶν Ἁγίων Συνόδων καἰ τῶν θεοφόρων Πατέρων μέ τή σκληρότητα τοῦ Νόμου; Κατηγορεῖ ὅσους τηροῦν τούς Ἱ. Κανόνες ὡς ἰουδαΐζοντες, ἀφοῦ γράφει ὅτι «ὁ Ἐβιωνιτισμός [μιά ἰουδαϊκή αἵρεση μέσα στήν Ἐκκλησία] ἴσως εἰσῆλθε στό Χριστιανισμό ἀπό τό παράθυρο» !
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν λιθοβολεῖ κανέναν. Ὅσοι ἐπιθυμοῦν νά τηροῦνται οἱ Ἱ. Κανόνες -δέν μᾶς ἐξήγησε ὁ κ. Καρακόλης τί θά πεῖ τήρηση «κατά γράμμα»- ἀλλά καί ὅσοι τούς τηροῦν τό κατά δύναμη στήν προσωπική τους ζωή καί ὅσοι κληρικοί ὑπακούουν σ΄αὐτούς καί τούς χρησιμοποιοῦν πρός ὠφέλεια τῶν χριστιανῶν καί γιά τήν εὐταξία μέσα στήν Ἐκκλησία δέν πάσχουν ἀπό «φαρισαϊσμό». Ἀλλά πιστεύουν ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα πού ὁδηγεῖ τήν Ἐκκλησία εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν, ἐφώτισε τούς ἁγίους Πατέρες γιά νά συντάξουν τούς Κανόνες καί ὅτι ἡ ἀπείθεια σ΄αὐτούς ἀποτελεῖ ἀνταρσία καί ἀποστασία ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὕβρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὁδό πρός τήν ἀπώλεια. Φαίνονται τάχα αὐτά σκληρά καί ...φονταμενταλιστικά; Ἴσως τότε θά φανοῦν σκληρότεροι οἱ λόγοι καί οἱ πράξεις τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. (Περίπτωση ἀφορισμοῦ τοῦ αἱμομίκτου, ὁ θάνατος Ἀνανίου καί Σαπφείρας, ἡ προσωρινή τύφλωση τοῦ μάγου Ἐλύμα καί ὁ ἀναθεματισμός ἐκ μέρους τοῦ ἀπ. Παύλου γιά τούς μή πιστεύοντας ὀρθοδόξους «ἀνάθεμα ἔστω» ἀλλά καί ἡ ἐντολή τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου «μηδέ χαίρειν».
Ἄς διαλέξουν οἱ πολεμοῦντες μετά μανίας τούς Ἱ. Κανόνες, ἄν θέλουν νά εἶναι μέ τόν Κύριο καί τήν Ἐκκλησία Του ἤ πιστεύουν ὅπως ἔγραψε ὁ καθηγητής τῆς Θεολ. Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ κ. Πέτρος Βασιλειάδης ὅτι «ἡ Ἐκκλησία δέν ἀντλεῖ τήν ὕπαρξή της... ἀπό τό παρόν ἤ ἀπό τό παρελθόν (ἀ κ ό μ η κ α ί ἀ π ό τ ό γ εγ ο ν ό ς Χ ρ ι σ τ ό ς ), ἤ ἀπό αὐτό πού τῆς δόθηκε ὡς θεσμός, ἀλλά ἀπό τό μέλλον, ἀπό τά ἔσχατα».[2]
Αὐτό θά σήμαινε Ἐκκλησία, «Ἔσχατα καί Βασιλεία» -μιά διαρκής ἐπωδός στό στόμα τῶν εἰσηγητῶν- χωρίς Χριστό, χωρίς Εὐαγγέλιο...
Βεβαίως καί ὑπάρχει τέτοια «ἐκκλησία» στούς νεοεποχῖτες καί εἰδικότερα στούς θεοσοφιστές...[3]
Ὁ π. Δημήτριος Μπαθρέλλος στήν εἰσήγησή του Δογματική θεολογία καί Ἱεροί Κανόνες εἶπε μεταξύ πολλῶν ἄλλων ἀνατρεπτικῶν-μηδενιστικῶν ἰδεῶν: «... οἱ κανόνες στή μή ὀργανωμένη μορφή πού τούς συναντᾶμε σέ συλλογές, ὅπως τό Πηδάλιο, δέν μποροῦν νά προσφέρουν ἐπαρκῶς στήν Ἐκκλησία μας τίς ὑπηρεσίες πού ἀπαιτεῖ ἡ εὔρυθμη λειτουργία της» οἱ Κανόνες στό συνολό τους βρίσκονται σέ μιά μᾶλλον χαοτική κατάσταση, τήν ὁποία ἀκριβῶς πρέπει νά ὀργανώσουμε...
Ὁ π. Δημήτριος μίλησε ἀπαξιωτικά γιά τό σύνολο Ἱ. Κανόνων σά νά ἐπρόκειτο γιά κείμενο πτυχιακῆς ἐργασίας πού χρήζει ριζικῶν διορθώσεων, διαγραφῶν, τροποποιήσεων καί νέων προσθηκῶν ἤ γιά κάποιον νόμο πού ἐλάχιστοι βουλευτές ἀλλοιώνουν μέ μπαγαπόντικες τροποποιήσεις τίς μεταμεσονύκτιες ὧρες. Πλήρη ἀποδόμηση καί ἀναδόμηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων ἐπαγγέλλεται ὁ π. Δημήτριος, ὁ ὁποῖος ὀρέγεται τή συνεισφορά του στό γκρέμισμα τοῦ Κανονικοῦ Συστήματος «τή χαοτική κατάσταση πού πρέπει νά ὀργανώσουμε» καί τήν κατάργηση τοῦ «χαοτικοῦ» Πηδαλίου.
Ἤθελα νά πῶ πρῶτα κάτι γιά τή «μή ὀργανωμένη συλλογή» τῶν Ἱ. Κανόνων τοῦ Πηδαλίου καί τή «χαοτική κατάσταση» τῶν Κανόνων. Στ΄ ἀλήθεια, τό Πηδάλιο εἶναι μιά «μή ὀργανωμένη συλλογή», ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ π. Δημήτριος; Τό πιθανότερο εἶναι νά τοῦ ἔχει ρίξει μιά ματιά. Ἄς τό διαβάσει καλλίτερα ὁλόκληρο καί μεθοδικότερα γιά νά δεῖ τί κόπους κατέβαλε ὁ ὅσιος καί θεοφόρος πατήρ ἡμῶν Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γιά τήν ἑρμηνεία τους καί τήν ἀντιπαραβολή πού κάνει μεταξύ κανόνων πού ρυθμίζουν παρόμοια ζητήματα («Συμφωνία» τήν ὀνομάζει ὁ Ἅγιος) καί γιά τήν παράθεση τῶν κοσμικῶν βυζαντινῶν νόμων κλπ. (Μιά σύντομη, ἁπλῆ ὅσο καί ὄμορφη ἐργασία ἔχει γράψει σχετικά ὁ ἀρχιμ. π. Σαράντης Σαράντος). Γιατί ἔχουμε περιφρόνηση γιά ὁτιδήποτε δικό μας ἀλλά τρελλαινόμαστε κυριολεκτικά, ὅταν ἀναφερόμαστε π.χ. στόν προτεστάντη θεολόγο-φιλόσοφο Paul Tillich, μέ τόν ὁποῖο οὐδείς πλέον ἀσχολεῖται;
Ἔπειτα ὅσον ἀφορᾶ στή «χαοτική κατάσταση» τῶν Κανόνων μήπως εἶναι χαοτική καί ἡ Καινή Διαθήκη; Μήπως ὑπάρχει ἀπόλυτη σειρά στά Εὐαγγέλια καί παρουσιάζεται χωριστά ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ, χώρια τά θαύματα, χώρια ἡ διδασκαλία Του; Ὅπως εἶπε κάποιος θεολόγος, ἄν ὑπέβαλλε ὁ Ἀπ. Παῦλος ὡς διατριβή τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του θά ἀπερρίπτετο! Λοιπόν, ἡ ζωή καί τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τήν ἀπαιτεῖ ὁ Χριστός, ὅπως τήν βίωσαν οἱ Ἅγιοι εἶναι ἀποτυπωμένα ἄριστα, μέ πλήρη καί διαυγῆ τάξη στούς Ἱ. Κανόνες.
Μέ φόβο Θεοῦ, μέ πνεῦμα οἰκονομίας, μέ κατάλληλες κανονικές διατάξεις καί ἐγκυκλίους ἐπισκοπικές καί συνοδικές, πού στοιχοῦν στήν παράδοση τῶν Ἱερῶν Κανόνων, λύνονται ὅλα τά τρέχοντα προβλήματα. Τό χάος βρίσκεται μᾶλλον στό νοῦ τῶν διορθωτῶν τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἐν τέλει, ὅποιος θέλει κωδικοποίηση ἄς πάει νά παραλάβει ἀπό τό Βατικανό τόν Codex Juris Canonici καί νά τό ἀκολουθήσει, ἀφήνοντας εἰρηνική τἠν Ἐκκλησία μας στό σωτήριο γιά ὅλους δρόμο της.
Ὁ π. Αὐγουστῖνος Μπαϊραχτάρης, ἐπίκουρος καθηγητής τῆς Ἀνωτ. ἐκκλ. Ἀκαδημίας Κρήτης στήν εἰσήγησή του Κανόνες καί περιβάλλον εἶπε ὅτι «εἶναι ἀναγκαία μιά οἰκουμενική πνευματικότητα στό ἐδῶ καί τώρα, ἡ ὁποία θά ἔχει στό κέντρο της τήν εὐχαριστία καί τό μοίρασμα, ἀλλά θά εἶναι ἀνοιχτή καί πρός τούς ἄλλους. Τρία εἶναι τά χαρακτηριστικά της. Α) τό ἄνοιγμα τοῦ ἑαυτοῦ μας πρός τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τόν πλησίον. Β) ἡ σύνδεση μέ τήν κοινότητα μέσῳ τῆς ἀμοιβαίας μέσα στή ζωή ἀναγνώρισης καί συνεργασίας καί Γ) ἡ ἑνότητα μέσα στή ζωή τῆς καθημερινότητας μέ τή γῆ(;;;).
Γιά νά δικαιολογηθεῖ ὁ χαρακτήρας τοῦ Συνεδρίου ὡς διεθνοῦς ἐκλήθησαν καί ξένοι θεολόγοι ἄνδρες καί γυναῖκες. Τούς κάλεσαν γιά νά μιλήσουν πιό...ἐλεύθερα, νά ποῦν ἀνοιχτά αὐτά πού οἱ διοργανωτές δέν ἤθελαν νά τά ποῦν. Ἔτσι,
ὁ π. Patriciu Vlaicu, Ἀναπληρωτής Καθηγητής τοῦ Πανεπιστημίου Babes-Bolyai, Cluj- Napoca (Ρουμανία) στήν εἰσήγησή του Σύγχρονη προσέγγιση της εφαρμογής των Ιερών Κανόνων στα θέματα αυτοκεφαλίας και “διασποράς” μεταξύ ἄλλων εἶπε: «..Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἱκανοποιηθεῖ ἀπό μιά οἱονεί κανονική ἀρχαιολογία, δηλ. μέ βάση θεσμούς καί ἀρχές τοῦ παρελθόντος καί νά ἀντιμετωπίζει αὐτό τό παρελθόν ὡς ἕνα μουσεῖο κανονικῆς παράδοσης, ὅπου ἀπαγορεύεται νά ἀγγίξετε ὁτιδήποτε, λόγω τοῦ φόβου νά καταρρεύσουν τά πάντα σέ σκόνη καί στάχτη. Πρέπει νά ἐπανεφεύρουμε τήν ἀρχή τοῦ θεσμικοῦ δυναμισμοῦ [;;;;] νά ἀνταποκριθοῦμε στίς σύγχρονες ἀνάγκες... Διερωτῶμαι ἐάν ὑπάρχουν ἐπιχειρήματα ὑπέρ τῆς δογματικῆς καί θεσμικῆς ἀκινησίας καί ἀδράνειας σέ ἕναν κόσμο πού κάνει τό ἀντίθετο, πού κινεῖται καί ἀλλάζει συνεχῶς. Πιστεύω ὅτι ἡ ἐλεύθερη ἔκφραση καί πρωτοβουλία πρέπει νά γίνει πραγματικότητα».
Ὁ Radu Preda, (Ἀν. Καθηγητής Πανεπιστημίου Babes-Boyai (Ρουμανία) στήν εἰσήγησή του Νομικό πνεῦμα καί κανονική παράδοση: ἀπό τό ἦθος τῆς ἐλευθερίας στήν ἠθική τοῦ φόβου καί τοῦ νόμου εἶπε σχετικά μέ τή μέλλουσα νά συνέλθει Πανορθόδοξη Σύνοδο ὅτι «ἡ ἐπιτυχία της θά ἐξαρτηθεῖ ἀπό τό πῶς θά τήν προετοιμάσουμε ἀπό τή συναίνεση πού θά ἐπιτύχουμε πρίν ἀπό τή Σύνοδο...Θά ἔλεγα ὅτι ἡ σύναξή μας ἐδῶ καλύπτει ἕνα μέρος τοῦ δρόμου πρός τήν Πανορθόδοξο... Δέν πρέπει μόνο νά περιμένουμε λύσεις ἀλλά νά προσπαθήσουμε νά τῆς δώσουμε μερικές λύσεις....
...Πολλοί δογματικοί τῆς Ἐκκλησίας υἱοθετοῦν...ἕνα φορμαλισμό καί μαξιμαλισμό πού σκοτώνει ὅ,τι ζωντανό στήν κοινότητα τῆς πίστης, τό ὁποῖο ὁδηγεῖ ἐν τέλει σέ μιά σχιζοφρένεια. Ἔτσι ὁδηγούμεθα σέ μόνιμη ρήξη τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας...
Ἡ κ. Teva Regule (Master Θεολογίας, Ἐκδότρια τοῦ Ὀρθοδόξου γυναικείου περιοδικοῦ St. Nina Quarterly στήν εἰσήγησή της Γυναῖκες καί ἐκκλησιαστικοί κανόνες: μιά δύσκολη σχέση, ἀσχολήθηκε μέ τήν ἀπαγόρευση τῆς συμμετοχῆς τῶν γυναικῶν στή Θ. Εὐχαριστία καί σέ ἄλλες ἁγιαστικές πράξεις τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν περίοδο τῆς ἐμμήνου ρύσεως καί μίλησε γιά «λίγους σκοτεινούς Κανόνες» πού «οἱ γυναῖκες τούς βλέπουν προβληματικούς». Πρόκειται γιά τόν Β΄ Κανόνα τοῦ ἁγίου Διονυσίου Ἀλεξανδρείας καί τούς ΣΤ΄ καί Ζ΄ Κανόνες τοῦ ἁγίου Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας πού ἀσχολοῦνται μέ τά ζητήματα αὐτά. Εἶπε ἡ κ. Regule ὅτι οἱ Κανόνες αὐτοί «ὑποβιβάζουν τίς γυναῖκες σέ ἀντικείμενα καί ὅτι πρέπει νά ἀναθεωρηθοῦν. Ἡ κ. Regule δέν θέλησε νά δεχθεῖ τή μέχρι τώρα ἀστασίαστη ἑρμηνεία τῶν σχετικῶν Κανόνων καί τήν ὁμόφωνη διαχρονική πρακτική ὅλων τῶν χριστιανῶν γυναικῶν, οἱ ὁποῖες ἀνέκαθεν ἀπό τήν ἀρχαία Ἐκκλησία ὡς τώρα ὄντας πιστές καί εὐλαβεῖς δέν τολμοῦν εὑρισκόμενες στήν κατάσταση τῆς ἐμμήνου ρύσεως νά μεταλάβουν τά ἄχραντα μυστήρια. Ὅτι ἀνέκαθεν ἔτσι συνέβαινε στήν Ἐκκλησία φαίνεται ἀπό τόν ἀναφερθέντα Β΄ Κανόνα τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὁ ὁποῖος ἐν μέσῳ διωγμῶν τό 260μ.Χ. ἀπαντᾶ πρός τόν ἐρωτῶντα ἐπίσκοπο Βασιλείδη: «Γιά τίς γυναῖκες πού βρίσκονται στήν κατάσταση τῆς ἐμμήνου ρύσεως, τό ἄν ταιριάζει νά εἰσέρχονται στό ναό νομίζω εἶναι περιττό νά ἐρωτοῦν. Γιατί νομίζω ὅτι κι᾿ αὐτές οἱ ἴδιες, καθώς εἶναι πιστές καί εὐλαβεῖς, δέν θά τολμοῦσαν ὄντας σ’αὐτή τήν κατάσταση νά προσέλθουν στήν ἁγία τράπεζα καί νά ἀγγίξουν τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ». Μή συμφωνώντας ἡ κ. Regule μέ τούς σχετικούς Ἱ. Κανόνες, τήν ἑρμηνεία τους καί τήν πρακτική, 34(!) φορές σέ μία εἰσήγηση 20 λεπτῶν ἀνέφερε τή λέξη «μιαρός» μέ τά παράγωγά της. Δυστυχῶς γι’ αὐτήν καί εὐτυχῶς γιά τίς γυναῖκες πουθενά, οὔτε οἱ σχετικοί Κανόνες οὔτε οἱ ἑρμηνευτές τους κάνουν λόγο γιά «μιαρότητα» τῆς γυναίκας πού θά σήμαινε ἀποστροφή καί βδελυγμία πρός αὐτήν.
Ἡ Μοναχή Vassa Larin, Δρ. Θ. τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Βιέννης στήν εἰσήγησή της Οἱ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας στή θεωρία καί τήν πράξη, μίλησε γιά τήν «προβληματική κατάσταση καί τό καθεστώς τῶν Ἱ. Κανόνων». Εἶπε γιά τίς Οἰκουμενικές Συνόδους :«Αὐτές οἱ συναθροίσεις ἤ οἱ Σύνοδοι, ὅπως θέλετε πεῖτε το (!!!) γιά μᾶς ἔχουν κάποια σημασία....πρίν χιλιάδες χρόνια (Sic) ἔχουν ὀργανωθεῖ ἀπό αὐτοκράτορες καί ἁρμοδίους σέ χῶρο πού σήμερα βρίσκεται ἡ Τουρκία(!!!)». Μίλησε γιά τήν «ἱστορική μεταλλάξιμη ἔκφραση τῶν Κανόνων». Παρουσίασε τό πλαίσιο τῶν Ἱ. Κανόνων μέσα στό ὁποῖο κινεῖται ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας ὡς κάποιο ἀρρωστημένο καί ἀποστειρωμένο περιβάλλον: «Δέν θέλουμε νά δημιουργήσουμε μιά φυσαλίδα μέσα στήν Ἐκκλησία... Δέν εἶναι δυνατόν νά ἔχουμε ἕνα δυϊσμό. Τόν πραγματικό κόσμο ἀπέξω καί τό στεῖρο κόσμο, τόν κλινικό κόσμο ἐντός τῆς Ἐκκλησίας». Δέν ἔλειψε ἀπό τό λόγο της καί ἡ ...δημιουργική διάθεση: «Αὐτή ἡ διάχυτη αἴσθηση τῆς καταρράκωσης πού συχνά μᾶς παραλύει καί μᾶς διακατέχει χωρίς λόγο, ὅτι δέν μποροῦμε νά πιάσουμε τίποτε καινούργιο, ὅτι ὅλα εἶναι «μή μοῦ ἅπτου» καί δέν μποροῦμε νά τά ἀγγίξουμε, ἐνῶ πρέπει νά ἐπικαιροποιηθοῦν...» Ζητάει ἐπίσης περισσότερη εὐκαμψία γιατί «μετά τήν Πενθέκτη οἱ Κανόνες θεωροῦνται θεῖοι καί ἱεροί καί δέν μποροῦν οὔτε νά ἀλλάξουν οὔτε νά ἀλλοιωθοῦν». Εἶπε πώς «ὑπάρχουν θεολόγοι πού καταδεικνύουν τήν προσωρινή ὑφή τῶν Κανόνων». Εἶπε ἐπίσης πρός τό τέλος τῆς ὁμιλίας της: «Ἐχω καί πολλά ἄλλα παραδείγματα κανόνων... πού ἐν τέλει, αὐστηρά μιλώντας δέν μποροῦν πλέον νά ἀποκληθοῦν Κανόνες, διότι δέν εἶναι πού ἁπλᾶ δέν τούς ἀκολουθοῦμε γιά πρακτικούς λόγους, ἀλλά διότι ἡ Ἐκκλησία πλέον δέν συμφωνεῖ ἐπί τῆς ἀρχῆς».
Τό μόνο πού μπορεῖ νά πεῖ κανείς ἐδῶ εἶναι ὅτι ἡ μοναχή αὐτή δέν ξέρει τί εἶναι Ἐκκλησία, τί εἶναι Ἱ. Κανόνες, δέν ξέρει ποιά εἶναι ἡ θέση της μέσα στήν Ἐκκλησία ἀφοῦ ἀποφασίζει ἔτσι πρόχειρα νά διδάξει ὅλη τήν Ἐκκλησία γιά τόσο σοβαρά ζητήματα. Ἄς ὄψονται οἱ οἰκουμενιστές πού δηλητηριάζουν ὅλους τούς ὀρθοδόξους τοῦ ἐξωτερικοῦ μέ τίς πλανεμένες διδασκαλίες τους...
Ὁ Σέρβος δρ. Rastko Jovic στήν εἰσήγησή του Ἐκκλησιολογικές καί κανονικές συνεπαγωγές ἀπό τήν τέλεση μεικτῶν καί ἀνόμοιων γάμων, ἀσχολήθηκε μέ τούς γάμους μεταξύ ὀρθοδόξων καί ἑτεροδόξων καί μεταξύ όρθοδόξων-ἑτεροθρήσκων. Ἐκανε κατ΄ἀρχάς μιά ἐσφαλμένη ἑρμηνεία τοῦ χωρίου Α’ Κορ. 7, 14 ἡγίασται γὰρ ὁ ἀνὴρ ὁ ἄπιστος ἐν τῇ γυναικί, καὶ ἡγίασται ἡ γυνὴ ἡ ἄπιστος ἐν τῷ ἀνδρί· ἐπεὶ ἄρα τὰ τέκνα ὑμῶν ἀκάθαρτά ἐστι, νῦν δὲ ἅγιά ἐστιν. Ὁ κ. Jovic παρουσίασε τό χωρίο αὐτό ὡς «ὅραμα τοῦ Παύλου γιά τό διαθρησκευτικό γάμο»! Ὀρθή ἑρμηνεία τοῦ χωρίου αὐτοῦ κάνει ὁ ΟΒ΄ Κανών τῆς Πενθέκτης, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο ὁ Ἀπόστολος ἐννοεῖ τόν πολιτικό γάμο συζύγων, οἱ ὁποῖοι τόν εἶχαν συνάψει ὅταν καί οἱ δύο ἦσαν μή χριστιανοί. Στή συνέχεια στόν ἕνα σύζυγο, ὁ ὁποῖος ἔγινε χριστιανός, ὁ Ἀπόστολος συνιστᾶ νά μή χωρίσει τόν ἤ τήν σύζυγό του ἔστω κι ἄν ἐκεῖνος παραμένει ἄπιστος. Τήν ἀπαγόρευση τελέσεως γάμων μέ ἑτεροδόξους, τήν ὁποία κυρίως ἐπιβάλλει ὁ ἀνωτέρω Κανών ὁ εἰσηγητής τή θεωρεῖ ὡς ἐπιβληθεῖσα ἀπό τό δίκαιο τῆς αὐτοκρατορίας! Εἶπε: «ὅλοι αὐτοί οἱ Κανόνες καταδεικνύουν ὅτι ὁ γάμος ἔχει περάσει στά χέρια τοῦ κράτους ὄχι τῆς Ἐκκλησίας. Τήν Ἐκκλησία... τήν ἐνδιαφέρει ἡ σχέση μέ τήν αὐτοκρατορία καί πάντα ἐξυπηρετεῖ τά συμφέροντα τῆς αὐτοκρατορίας... Τό κράτος ἀπαιτεῖ κάτι καί ἡ Ἐκκλησία ὑπακούει». Πλήρης ὑποτίμηση τῶν ἁγίων Πατέρων καί τῆς θεοπνευστίας τῶν Ἱ. Κανόνων!
Γιά τούς γάμους μέ τούς ἑτεροθρήσκους, τούς λεγομένους διαθρησκευτικούς εἶπε: «Θεωρῶ ὅτι ἀκόμη καί οἱ διαθρησκευτικοί γάμοι θά πρέπει νά τελοῦνται ἐντός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἰδίως ὅταν ὁ μή Χριστιανός δέν ἔχει ἀντίρρηση». Πλήρης ἀνατροπή τῆς πίστεως, τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας, τῆς στοιχειώδους χριστιανικῆς λογικῆς. Βέβαια ὁ κ. Jovic δέν εἶναι μόνος του στίς ἔξαλλες αὐτές προτάσεις. Ἔχει καθοδηγητή του τόν καθηγητή τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν τόν π. Γρηγόριο Παπαθωμᾶ, ἐμπνευστή τοῦ Συνεδρίου καί εἰσηγητή του, ὁ ὁποῖος στό βιβλίο του «Κανονικά Ἄμορφα» ἀναγνωρίζει ὡς κανονικούς ὄχι μόνο τούς γάμους μετά τῶν ἑτεροδόξων ἀλλά καί μετά τῶν ἑτεροθρήσκων γράφοντας ὅτι ἡ ἀναγνώριση τῶν γάμων αὐτῶν «θά συμβάλλη στήν ἁρμονική θεσμική συνύπαρξη τῶν θρησκειῶν καί στήν εἰρηνική συμβίωση μέ τρόπο ἐλεύθερο καί ἀνεπηρέαστο τῶν διαφόρων Θρησκειῶν καί Ἐκκλησιῶν σέ μιά πλουραλιστική κοινωνία» (σ.247).
Θά ἤθελα πρίν τελειώσω νά δικαιολογήσω τόν τίτλο τοῦ κειμένου μου «Στενάχωρες περιδιαβάσεις...». Γιά μένα αὐτή ἡ περιδιάβαση στά λεχθέντα τοῦ Συνεδρίου ἦταν στενάχωρη.
α) γιατί μέ τίς ἰδέες τοῦ Συνεδρίου αὐτοῦ δηλητηριάζεται τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, πρό πάντων οἱ νέοι θεολόγοι καί κληρικοί, πού μπαίνουν στόν πειρασμό τῆς ἀμφισβητήσεως τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἱερότητος καί τῆς πολύτιμης ἀξίας τῶν Ἱ. Κανόνων γιά σύνολη τήν Ἐκκλησία καί γιά κάθε πιστό καί
β) διότι ὅσοι πρεσβεύουν, διακηρύσσουν καί διδάσκουν αὐτές τίς πλάνες ἀποκόπτονται, ἀπό τήν κοινή πίστη, τήν Παράδοση, ἀπό αὐτή τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία. Γίνονται ἀλλότριοι τῶν ἁγίων καί ἐχθροί τοῦ Θεοῦ. Τί κρῖμα πού δέν βλέπουν πουθενά στούς Ἱ. Κανόνες τήν ἐπενέργεια, τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!
Τί προβάλλουν γιά τήν κατάργηση καί «διόρθωση» τῶν Κανόνων; Ἰδού: Μετανεωτερικότητα, παγκοσμιοποίηση, ἀλλαγή κοινωνικῶν συνθηκῶν, φεμινιστικά δικαιώματα, πόλεμο κατά τοῦ ἀντισημιτισμοῦ, συνύπαρξη τῶν θρησκειῶν, ἀρχές καί πιστεύω τῆς λεγομένης Οἰκουμενικῆς κινήσεως κλπ.
Τί κρῖμα πού δέν καταλαβαίνουν πώς ὅλα τά ἐπιχειρήματά τους κατά τῶν Ἱ. Κανόνων δέν ἔχουν σχέση μέ τόν Χριστό καί τό Εὐαγγέλιο, ἀλλά μέ τίς «ἀξίες» τῆς Νέας Ἐποχῆς!
Μετά τήν παραπάνω ἀνάλυση τῶν λεχθέντων τοῦ Συνεδρίου φρονοῦμε ὅτι λόγῳ αὐτοῦ τοῦ πολέμου πρός τήν Πίστη καί Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐπιβάλλεται διαρκής ἐγρήγορση τῶν Ὀρθοδόξων. Δέν συζητοῦμε γιά τήν ἀξία τῶν Ἱ. Κανόνων. Δέν ἀμφιβάλλουμε γιά τή σκοπιμότητα καί ἀποτελεσματικότητά τους. Ὅσο μᾶς εἶναι δυνατόν μελετοῦμε τό «Πηδάλιον» τοῦ ἁγίου Νικοδήμου ἐπειδή ζητοῦμε «τήν ἐν Χριστῷ προκοπή καί ἐνηλικίωσή μας ἐν Χριστῷ».
Ἐν τέλει δέν φερόμαστε ὡς «νήπιοι κλυδωνιζόμενοι καὶ περιφερόμενοι παντὶ ἀνέμῳ τῆς διδασκαλίας, ἐν τῇ κυβείᾳ τῶν ἀνθρώπων, ἐν πανουργίᾳ πρὸς τὴν μεθοδείαν τῆς πλάνης,ἀληθεύοντες δὲ ἐν ἀγάπῃ αὐξήσωμεν εἰς αὐτὸν τὰ πάντα, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλή, ὁ Χριστός» (Ἐφεσ. 4, 14-15). Δέν ζαλιζόμαστε δηλαδή ἀπό τόν ἄνεμο τῶν ψευδοδιδασκαλιῶν τῆς Ἀκαδημίας τοῦ Βόλου, τίς σοφιστεῖες, τήν ψευδοεπιστήμη καί τήν πανουργία μέ τήν ὁποία μεθοδεύουν οἱ μεταπατερικοί σοφιστές τή διασπορά τῆς πλάνης τους, ἀλλά «ἀληθεύομε ἐν ἀγάπη» μέ τήν βοήθεια τῶν «οἰκείων τοῦ Θεοῦ», τῶν ἁγίων Πατέρων καί αὐξάνουμε ὡς Σῶμα ἑνούμενοι μέ τήν Κεφαλή μας τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ᾧ ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.
Ἄρθρο 105 τοῦ ἑλληνικοῦ Συντάγματος : (Καθεστώς τοῦ Ἁγίου Ὄρους).
1. Ἡ χερσόνησος τοῦ Ἄθω, ἀπὸ τὴ Μεγάλη Βίγλα καὶ πέρα, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, εἶναι, σύμφωνα μὲ τὸ ἀρχαῖο προνομιακὸ καθεστώς του, αὐτοδιοίκητο τμῆμα τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, τοῦ ὁποίου ἡ κυριαρχία πάνω σ' αὐτὸ παραμένει ἄθικτη. Ἀπὸ πνευματικὴ ἄποψη τὸ Ἅγιο Ὄρος διατελεῖ ὑπὸ τὴν ἄμεση δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ὅλοι ὅσοι μονάζουν σ' αὐτὸ ἀποκτοῦν τὴν ἑλληνικὴ ἰθαγένεια μόλις προσληφθοῦν ὡς δόκιμοι ἢ μοναχοί, χωρὶς ἄλλη διατύπωση.
2. Τὸ Ἅγιο Ὄρος διοικεῖται, σύμφωνα μὲ τὸ καθεστώς του, ἀπὸ τὶς εἴκοσι Ἱερὲς Μονές του, μεταξὺ τῶν ὁποίων εἶναι κατανεμημένη ὁλόκληρη ἡ χερσόνησος τοῦ Ἄθω, τὸ ἔδαφος τῆς ὁποίας εἶναι ἀναπαλλοτρίωτο.
Ἡ διοίκησή του ἀσκεῖται ἀπὸ ἀντιπροσώπους τῶν Ἱερῶν Μονῶν, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τὴν Ἱερὴ Κοινότητα. Δὲν ἐπιτρέπεται καμία ἀπολύτως μεταβολὴ στὸ διοικητικὸ σύστημα ἢ στὸν ἀριθμὸ τῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, οὔτε στὴν ἱεραρχικὴ τάξη καὶ τὴ θέση τους πρὸς τὰ ὑποτελῆ τους ἐξαρτήματα. Ἀπαγορεύεται νὰ ἐγκαταβιώνουν στὸ Ἅγιο Ὄρος ἑτερόδοξοι ἢ σχισματικοί.
3. Ὁ λεπτομερὴς καθορισμὸς τῶν ἁγιορειτικῶν καθεστώτων καὶ τοῦ τρόπου τῆς λειτουργίας τους γίνεται ἀπὸ τὸν Καταστατικὸ Χάρτη τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τὸν ὁποῖο, μὲ σύμπραξη τοῦ ἀντιπροσώπου τοῦ Κράτους, συντάσσουν καὶ ψηφίζουν οἱ εἴκοσι Ἱερὲς Μονὲς καὶ τὸν ἐπικυρώνουν τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἡ Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων.
4. H ἀκριβὴς τήρηση τῶν ἁγιορειτικῶν καθεστώτων τελεῖ ὡς πρὸς τὸ πνευματικὸ μέρος ὑπὸ τὴν ἀνώτατη ἐποπτεία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ ὡς πρὸς τὸ διοικητικὸ μέρος ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τοῦ Κράτους, στὸ ὁποῖο ἀνήκει ἀποκλειστικὰ καὶ ἡ διαφύλαξη τῆς δημόσιας τάξης καὶ ἀσφάλειας.
5. Οἱ πιὸ πάνω ἐξουσίες τοῦ Κράτους ἀσκοῦνται ἀπὸ διοικητή, τοῦ ὁποίου τὰ δικαιώματα καὶ καθήκοντα καθορίζονται μὲ νόμο. Μὲ νόμο ἐπίσης καθορίζονται ἡ δικαστικὴ ἐξουσία ποὺ ἀσκοῦν οἱ μοναστηριακὲς ἀρχὲς καὶ ἡ Ἱερὴ Κοινότητα, καθὼς καὶ τὰ τελωνειακὰ καὶ φορολογικὰ πλεονεκτήματα τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
[1] Χρησιμοποιοῦν οἱ Πατέρες τήν ποιητική, ὁμηρική λέξη ἀσπασίως.
[2] Τά παραπάνω περιλαμβάνονται σέ μελέτη τοῦ κ. Βασιλειάδη δημοσιευμένη στήν Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστ. Πανεπ. Θεσσαλονίκης (τομ. 11 Θεσσαλονίκη 2001 σελ. 25-32).
[3] Πρωτ. Ἰω. Φωτοπούλου, Θεανθρώπινη καθολικότητα ἤ πανθρησκειακή παγκοσμιότητα, Ἀθήνα 2003 σ.140 -142.
Πηγή: Η άλλη όψη
Στόν πρῶτο στίχο ἀκούσαμε τίς λέξεις «σύ οὖν, τέκνον μου ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Ὅπως ἔχετε καταλάβει στήν ἑρμηνευτική μας προσέγγιση ἡ ἔμφαση σέ μᾶς δίνεται στίς λέξεις, γιατί οἱ λέξεις οἰκοδομοῦν τό νόημα· δέν μπορῶ νά ἀναλύσω τό νόημα, ἄν δέν ξέρω τίς λέξεις· ἀπ᾽ τίς λέξεις, ἀναλύοντας αὐτές, θά ἀναδυθεῖ τό νόημα τῆς περικοπῆς, τό ὁποῖο ἀναλύουμε. Τώρα ἐδῶ λέει «σύ οὖν τέκνον μου», ἐσύ, λοιπόν, παιδί μου, λέει. Bέβαια κατά τά μέτρα τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τῆς χριστιανικῆς ποιμαντικῆς ζωῆς αὐτό τό τέκνον εἶναι κατανοητό· βέβαια σέ δεδομένα προχριστιανικά αὐτό δέν εἶναι πολύ εὔκολο νά γίνει κατανοητό. Ἀκόμη καί οἱ δάσκαλοι, οἱ φιλοσοφικές σχολές κ.λπ. πού χαν μαθητές δέν φαίνονται νά ἀποκαλοῦν τούς μαθητές τους τέκνον μου· θά ἦταν μαθηταί μου. Οἱ λέξεις δέν εἶναι συνήθεις, ἀλλά αὐτή ἡ λέξη ἀναδύεται μέσα ἀπό τήν ἔννοια τῆς πνευματικῆς πατρότητας, ἡ ὁποία ἀναδεικνύεται στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μας καί βλέπετε τέκνον μου τόν λέει ἐνῶ δέν εἶναι φυσικό του τέκνο, δέν εἶχε τέκνα, δέν ἦταν παντρεμένος, ἀλλά ἐπειδή μέσα ἀπό τήν πνευματική ζωή, τό ξέρετε ὅλοι αὐτό, ἀλλά νά σταθῶ λίγο στήν ἀνάλυση, κάποιος ζώντας πνευματικά γεννιέται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Γεννιέται, βρίσκει τόν ἑαυτό του καί πάλι, καθαρίζει τόν ἑαυτό του καί θεωρεῖται ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἔχει λειτουργήσει σέ αὐτό τό ἔργο τῆς βαθιᾶς, βαθιᾶς ἀναγεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου, προσέξτε ἀναγέννηση [σημαίνει] εἶναι βαπτισμένος μέν ἀλλά δέν τό εἶχε χρησιμοποιήσει· σοῦ ἔδωσε ἕνα δῶρο καί δέν τό χρησιμοποίησες καί ἔρχεται ἡ ὥρα πού τώρα [θά] τό χρησιμοποιήσεις. Προσέξτε τόν ὅρο καί τό τονίζω καί τό διαφοροποιῶ ἀπό ὁποιαδήποτε ἔννοια ἀναγεννήσεως, ἡ ὁποία ἀναδύεται στό χῶρο τῆς προτεσταντικῆς θεολογίας καί στό χῶρο μερικῶν ὁμάδων πεντηκοστιανῶν κ.λπ., πού μιλᾶνε γιά μιά ἀναγέννηση ἄλλου τύπου ὅμως. Προσέξτε ἐμεῖς γεννόμεθα μέσα στήν κολυμβήθρα, αὐτή εἶναι ἡ μήτρα μας καί ἐκεῖ μᾶς δίνεται τό μεγάλο δῶρο τοῦ νά ζήσουμε χριστιανικά καί νά λειτουργήσουμε τό ἔργο τοῦ προσωπικοῦ ἁγιασμοῦ μας ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι· ἐκεῖ εἶναι ἄλλο πράγμα, ἐκεῖ σοῦ λέει τώρα γεννιέσαι, τώρα πού γνώρισες τό Χριστό· ἤσουνα βαπτισμένος, ἀλλά τώρα πού Τόν γνώρισες, μέ τήν πίστη μόνο, γεννιέσαι· ἐδῶ εἶναι ἡ διαφοροποίηση γι᾽ αὐτό σοῦ λένε ἔλα νά γεννηθεῖς. Ἄλλο πράγμα τό ἕνα καί ἄλλο τ᾽ ἄλλο· ἄλλο νά ἔχεις ἕνα θησαυρό καί νά μήν τόν χρησιμοποιεῖς καί ἄλλο νά λένε πού τόν εἶχες ἀλλά ἦταν ἄκυρος ἀφοῦ δέν τόν χρησιμοποιοῦσες καί τώρα θά βρίσκεις μιά καινούργια γέννηση. Εἶναι λεπτές διαφοροποιήσεις οἱ ὁποῖες δημιουργοῦν τρομερές αἱρέσεις.
Ἔτσι λοιπόν, ἡ ἔννοια τῆς πνευματικῆς πατρότητας ἀνήκει, προσέξτε, στήν Ἐκκλησία· ἡ Ἐκκλησία κάνει ὅλους τούς ἀνθρώπους πού βαπτίζει καί οἱ ὁποῖοι εἶναι κοντά Της, τούς κάνει τέκνα Της γιατί ἀκριβῶς γεννιόνται μές στήν Ἐκκλησία· γεννήθηκαν στήν κολυμβήθρα καί συνεχίζουν αὐτή τή γέννηση ἄν λειτουργήσουν τά δεδομένα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄρα ἡ ἔννοια τέκνον ἁρμόζει σέ ὅλους τούς πιστούς πού εἶναι κοντά στήν Ἐκκλησία.
Ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι πού λειτουργοῦν αὐτή τή γέννηση εἶναι οἱ πνευματικοί, πού εἶναι ἱερεῖς, οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι ἔργο προσωπικό τους, λειτουργοῦν τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἐπίσκοποι, οἱ πρεσβύτεροι, οἱ πάντες μές στήν Ἐκκλησία λειτουργοῦν τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας· εἶναι διάκονοι τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶναι κάτι δικό τους, κάτι προσωπικό τους, ἄρα ἡ ἐπίκληση τέκνον μου εἶναι γιατί μετέχει στήν Ἐκκλησία καί μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία ἀποκτοῦμε μιά προσωπική σχέση, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία δίνει αὐτή τή χάρη καί στήν Ἐκκλησία μέσα ὅλα γίνονται καί προσωπικά ταυτόχρονα ἀλλά τό τέκνον μου δέν εἶναι κάτι ἰδιοτελές ἐγώ καί ἐσύ· ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ μέσα ζεῖς καί ἐγώ, ἐπειδή εἶμαι διάκονος τῆς Ἐκκλησίας καί ὑπηρέτης τῆς Ἐκκλησίας, σέ λέω τέκνον μου.
Βλέπεις, λές ὁ ἀσθενής μου· ὁ γιατρός θά πεῖ ὁ ἀσθενής μου. Ἀσθενής του εἶναι ἀλλά δέν εἶναι δική του ἰατρική, ἔχει μιά ἰατρική, ἡ ὁποία τοῦ δίνει ὁδηγίες πῶς νά κάνει καλά τόν ἀσθενή· εἶναι ἀσθενής του, βέβαια, εἶναι προσωπική ἡ σχέση, αὐτός καί ἐκεῖνος, ἀλλά δέν τόν γιάτρεψε ἁπλῶς ὁ ἴδιος, τόν γιάτρεψε ἡ ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς καί αὐτός ὁ γιατρός, ἄν ἦταν σωστός γιατρός, ἤξερε καλά τήν ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς καί γιάτρεψε κάποιον. Μπορεῖ νά μήν ἔκανε καμιά ἀνακάλυψη ἰατρική, ἁπλῶς ἤξερε καλά τήν ἰατρική· ἄρα προσέξτε διαφοροποιεῖστε αὐτή τήν ἔννοια τοῦ γενικοῦ καί τοῦ προσωπικοῦ καί στήν Ἐκκλησία μέσα ποτέ δέν παύει νά ὑπάρχει τό προσωπικό, [κάποια στιγμή ὁ Ἀπόστολος Παῦλος], λέει τό εὐαγγέλιόν μου· δέν εἶναι δικό του τό εὐαγγέλιο, ἀλλά αὐτός τό ζεῖ προσωπικά καί αὐτό μεταδίδει. Λέει τό εὐαγγέλιόν μου!
Ἄρα κρατῆστε στήν Ἐκκλησία μέσα, πού ἡ Ἐκκλησία κάνει τά πάντα, ἀλλά δέν καταλύεται τό προσωπικό μέγεθος, δηλαδή εἴμαστε ἄνθρωποι κι ἔχουμε πρόσωπο καί γνωριζόμαστε, ἀλλά αὐτό δέν λειτουργεῖ δεσμούς οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀνεξάρτητοι ἀπό τήν Ἐκκλησία δηλαδή· ἄν ἦταν οἱ δεσμοί ἀνεξάρτητοι ἀπό τήν Ἐκκλησία, αὐτός θά ἦταν ἕνας καθαρός γκουρουδισμός, εἶναι τοῦ γκουρού, εἶναι αὐτή ἡ ἔννοια, δέν ἔχει κάποια ἰδεολογία πίσω του. Μπορεῖ νά ἔχει μιά γενική θρησκεία, ἀλλά ἀσκεῖ δικά του γεγονότα καί κάνει τούς ἀνθρώπους αὐτό πού θέλει ἐκεῖνος, τό δικό του σύστημα, γι᾽ αὐτό καί τόν ἀκολουθοῦν πιστά. Δέν εἶναι τό τί λέει ἕνα δόγμα, [ἀλλά] τό τί λέει αὐτός .
Στήν Ἐκκλησία ὑπάρχουν ἡ ἀλήθεια καί τά δόγματα καί δέν μπορεῖ κανένας πνευματικός νά τά καταλύσει αὐτά τά μεγέθη, ἀλλά ὑπάρχει ἡ θεολογία, ὑπάρχει Ἐκκλησία· ἄρα στήν Ἐκκλησία μέσα δέν μποροῦν νά δεχτοῦν γκουρού, γιατί κανείς δέν μπορεῖ νά πεῖ μιά δική του μεθοδολογία, ἐνῶ στό χῶρο τοῦ γκουρουδισμοῦ, ἐπειδή εἶναι πολυποίκιλες οἱ ματιές πού κάνει ὁ καθένας σέ αὐτά τά θέματα, ὁ κάθε γκουρού ἔχει ἕνα δικό του κοίταγμα· ἄρα πρέπει ὁ κάθε μαθητής του νά ἀκολουθεῖ τό δικό του κοίταγμα, ἄρα πρέπει σέ αὐτόν νά ὑπακούει καί [μάλιστα] τυφλά νά ὑπακούει. Στήν Ἐκκλησία δέν ὑπακοῦμε τυφλά. Ἐμεῖς ὑπακοῦμε στήν Ἐκκλησία καί ὄντας μέσα στήν Ἐκκλησία, γιά νά βοηθηθοῦμε νά ἀκολουθήσουμε τό δρόμο μας, κάποιος πνευματικός μᾶς βοηθᾶ νά καταλάβουμε τό εὐαγγέλιο καί πῶς ζοῦμε χριστιανικά, ἀλλά δέν ἀκολουθοῦμε τόν πνευματικό, οὔτε τίς διδαχές του. Ἀκολουθοῦμε τή διδαχή τῆς Ἐκκλησίας, γι᾽ αὐτό κανένας πνευματικός δέν μπορεῖ νά ἔχει δικές του διδαχές, δέν εἶναι δυνατό αὐτό· λειτουργεῖ σέ αὐτό πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Δέν μπορεῖ λοιπόν στήν Ἐκκλησία μέσα νά λειτουργηθοῦν οἱ γκουρουδισμοί· γι᾽ αὐτό στήν Ἐκκλησία μέσα, ἐφόσον καί ἄν ὅλοι οἱ πνευματικοί τῆς Ἐκκλησίας ἀκολουθοῦν τήν ἴδια θεολογία, δέν ὑπάρχει διαφοροποίηση. Δέν ὑπάρχει διαφοροποίηση, εἶναι τό ἴδιο πράγμα· καί γι᾽ αὐτό μεταδίδει τήν ἴδια ἀλήθεια. [Ἄρα εἶναι λάθος] ὅταν ἀκούμε μερικές φορές πού [λένε ὅτι] ἕνας πνευματικός [γι᾽ αὐτό τό θέμα] ἔχει ἄλλη ἄποψη. Μπορεῖ νά ὑπάρχουν διάφορες ἀπόψεις, ξέρω γώ, γιά μιά παιδαγωγία ἀλλά γιά χοντρά πράγματα, πράγματα τά ὁποῖα ἀπαγορεύονται ἀπό τήν Ἐκκλησία, [δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει διαφοροτική ἄποψη]. Γιά παράδειγμα δέν μπορεῖ ἕνας πνευματικός νά πεῖ σέ κάποιον, σοῦ ἐπιτρέπω νά κλέψεις γιατί πεινᾶς· δέν τό ἐπιτρέπει ἡ Ἐκκλησία, μέσα ἀπό τούς κανόνες, μέσα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή δέν μπορεῖ νά πεῖ «ἐγώ κάνω συγκατάβαση νά κλέψεις» καί [νά κάνει τήν] δική του παιδαγωγία. Τόν ὁδηγεῖ [ἔτσι] στήν ἁμαρτία, δέν μπορεῖ νά πεῖ τίποτε δικό του, πρέπει νά ἀκολουθήσει τήν Ἐκκλησία. Ἄλλο ἡ ἐφαρμογή ἤ ἡ συγκατάβαση ἡ ἐλαφρά ἤ πιό σκληρότερη ἐφαρμογή, πού εἶναι ἕνα ποίκιλμα, ὅπως γίνεται στήν παιδαγωγία, ἕνα παιδί πού εἶναι πολύ ἄτακτο ἀλλιῶς τοῦ φέρεσαι, ἕνα παιδί πού δέν εἶναι ἄτακτο ἀλλιῶς τοῦ φέρεσαι· ἀλλά ἡ προοπτική εἶναι μία νά κάνεις παιδαγωγία στό παιδί. Κρατῆστε αὐτό τό μέγεθος γιά νά μή νομίζει κανείς πού μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπάρχουν ἀνεξάρτητες νησίδες γκουρού πνευματικῶν πού ἀκολουθοῦν τή δική τους μεθοδολογία.
Εἶναι Ἐκκλησία καί ὁ δικός σας ἔλεγχος, ἐπειδή μέσα στήν Ἐκκλησία δέν χάνετε τήν προσωπικότητά σας, δέν εἶστε δηλαδή μαθητές ἑνός γκουρού, ἔχετε προσωπικότητα καί συνεχῶς αὐτά τά ὁποῖα ἀκοῦτε, ὅσο μπορεῖτε τά μελετᾶτε στό νοῦ σας, ἄν ἁρμόζουν μέ τό εὐαγγέλιο· ἄν σοῦ πεῖ λοιπόν πήγαινε νά κλέψεις, ξέρεις ὅτι εἶναι ἐκτός εὐαγγελίου. Ἐκεῖ δέν κάνεις ὑπακοή, ὅποια αἰτία καί νά σοῦ πεῖ δέν κάνεις καμία ὑπακοή, γιατί σέ ὁδηγεῖ στήν ἁμαρτία. Ἡ ὑπακοή εἶναι ἄνευ ἁμαρτίας καί αἱρέσεως, ἄρα αὐτή ἡ διπλή ἰδιότητα τοῦ ἄνευ ἁμαρτίας καί αἱρέσεως ὁδηγεῖ στήν πλήρη ἐλευθερία τοῦ προσώπου, πού μπορεῖ νά ἐλέγχει τουλάχιστον ἄνευ ἁμαρτίας καί αἱρέσεως αὐτά τά ὁποῖα ἀκούει ἀπ᾽ τόν πνευματικό του· ἄρα μέ αὐτά τά ἁπλά πού σᾶς λέγω καταλύεται, καταργεῖται δηλαδή ἡ ἔννοια τῆς ἰδιωτικότητας τῆς προσωπικῆς σχέσης καί εἶναι ἔννοια ἐκκλησιαστική αὐτή ἡ σχέση, ἀποκτᾶ κάλλος μές στήν Ἐκκλησία. Χωρίς νά εἶναι στήν Ἐκκλησία ὁ πνευματικός καί ὁ ἐξομολογούμενος δέν ἔχει κανένα νόημα. Τότε πραγματικά εἴμαστε γκουρού καί ἕνας ὁ ὁποῖος εἶναι ἀποκομμένος ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἄς ἦταν παλιά πνευματικός, ἄν ἔχει ἀποκοπεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἄν ἔχει ἀποσκιρτήσει, ἄν ἔχει φύγει, ξέρω γώ, ἄν ἔχει καθαιρεθεῖ, δέν ἔχει τή δυνατότητα νά ἔχει πνευματικά παιδιά, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι ἐπειδή ἐξέπεσε βαθύτατα δέν μπορεῖ νά καθοδηγήσει. Μπορεῖ νά παραμένει ὅποιος εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά δέν μπορεῖ νά ἐξομολογήσει· βλέπετε εἶναι ἕνα θέμα ἐκκλησιολογικό, γι᾽ αὐτό πολλές φορές μερικοί μέ ρωτᾶνε «μπορῶ νά πάω σέ ἄλλον πνευματικό», φυσικά ἄν δέν εἶναι αἱρετικός καί ἄν δέν διδάσκει ἁμαρτίες γιατί ὄχι δέν ὑπάρχει θέμα· δηλαδή ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία.
Προσέξτε κάτι ἄλλο, δέν ὑπάρχουν ἔκτακτοι πνευματικοί χαρισματοῦχοι . Ὅλοι οἱ πνευματικοί, ἐφόσον ἔχουν τήν ἄδεια τῆς ἐξομολογήσεως καί τό μυστήριο τῆς ἱεροσύνης, εἶναι χαρισματοῦχοι. Ὅλοι ἔχουν χαρίσματα μέσα στήν Ἐκκλησία καί τό χάρισμα τῆς ἱεροσύνης, ἄρα ὅλοι εἶναι χαρισματοῦχοι. Ὑπάρχει μιά ἰδιοτροπία στό λαό νά ψάχνει τόν πιό χαρισματοῦχο· δέν εἶναι αὐτή ἱστορία, ἐφόσον ἔχει τό χάρισμα τοῦ ἐξομολογεῖν καί συγχωρεῖν σημαίνει ὅτι τό μυστήριο τῆς δικῆς μας μετανοίας θά λειτουργηθεῖ μέσα ἀπό τά χέρια αὐτοῦ τοῦ πνευματικοῦ, πού δέν τόν κρίνουμε ἐμεῖς σάν χαρισματοῦχο. Δέν ξέρω ποιό λόγο ἔχετε νά μήν τόν κρίνετε σάν χαρισματοῦχο, ἀλλά τό μυστήριο τῆς δικῆς μας μετανοίας, ἐφόσον ἔχει εὐλογία ἀπό τήν Ἐκκλησία θά λειτουργηθεῖ καί τό μυστήριο, ἄν ἀφορᾶ τήν ἐξομολόγηση, εἶναι μυστήριο τό ὁποῖο εἶναι μετανοίας. Τί σχέση ἔχει; Ἄμεση σχέση· ἕνας ἱερέας πού εἶναι καλός ἤ κακός στά μάτια σας ἤ στά μάτια μας, ἄν κάνει βάπτισμα, τό ἴδιο βάπτισμα κάνει. Ἄλλο ἄν κάνει τό βάπτισμα μέ αἱρετικό τρόπο, ἄν δέν κάνει [γιά παράδειγμα] τριττή κατάδυση, ἤ [κάνει] ἄλλα [δικά του] πράγματα, ἄλλο πράγμα [αὐτό] καί ἄλλο τό ὅτι ὅποιος καί νά ναι ὁ πνευματικός [ἱερέας], [αὐτός] εἶναι στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ καί ἐπειδή ἔχει τήν ἄδεια ἀπό τήν Ἐκκλησία, λειτουργεῖ τό χάρισμα. Δέν διαφοροποιεῖται λοιπόν. [Συνεπώς εἶναι λάθος ἡ ἔκφραση]: θά πάω νά κάνει τό βάπτισμά μου ἕνας ἱερέας πνευματικός. Τί σημαίνει ἱερέας πνευματικός; Ἡ φράση εἶναι κολασμένη. Ὑπάρχει ἱερέας πού δέν εἶναι πνευματικός ἤ χριστιανός πού δέν εἶναι πνευματικός, πού δέν ἔχει τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Ἡ Ἐκκλησία, ἄν δεῖ τέτοιο πράγμα, ἄν δεῖ ὅτι καταστρέφει τούς ἀνθρώπους θά τόν καθαιρέσει ἤ [ἁπλά] δέν θά τοῦ δώσει ἄδεια νά ἐξομολογεῖ καί νά τελεῖ τά μυστήρια.
Προσέξτε αὐτό τό λεπτεπίλεπτο σημεῖο, γιατί ἄν δέν τό καταλάβουμε δημιουργοῦνται τάσεις γκουρουδισμοῦ μές στήν Ἐκκλησία καί εἶναι πάρα πολλές αὐτές οἱ ἐπικίνδυνες οἱ τάσεις καί προσέξτε, τό ξαναλέω, ἡ μετάνοια εἶναι δική μας. Πόσο βάθος μετανοίας ἔχουμε, ἔτσι θά συγχωρηθοῦμε καί δέν εἶναι τό θέμα ποιός πνευματικός μᾶς ἐξομολογεῖ· ἄλλο μιά πνευματική συμβουλή ἤ ὄχι, ἀλλά τό κέντρο εἶναι ἡ δική μας μετάνοια. Χωρίς νά ἔχουμε ἐμεῖς μετάνοια καί ὁ καλύτερος, ὁ πιό ἅγιος πνευματικός κατά τά μέτρα τοῦ Θεοῦ, δέν τά ξέρω, νά μᾶς ἐξομολογήσει, δέν ἀλλάζει τίποτε, ἄν ἐμεῖς δέν μετανιώσουμε, δέν ἀλλάζει τίποτε .
Κρατῆστε αὐτά τά μεγέθη γιατί πολύ τό φοβᾶμαι, ἐπειδή οἱ χριστιανοί λίγο ἔχουμε γιά κάποιες ἔτσι σχέσεις καί πολύ τό προσωπικό, τό ἔχουμε πάρα πολύ ἔντονο τό προσωπικό, νά ὑπάρχει προσωπική σχέση, εἶμαι ἐγώ καί ἐσύ, βλέπετε λέει τό εὐαγγέλιό μου ἀλλά τό εὐαγγέλιο εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἰατρική εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ἡ μεθοδολογία εἶναι Χριστοῦ, ἡ θεραπευτική εἶναι τοῦ Χριστοῦ καί ἐμεῖς ἐφαρμόζουμε αὐτό τό εὐαγγέλιο καί αὐτή τή μεθοδολογία, αὐτή τήν πρακτική, γι᾽ αὐτό δέν μπορεῖ κανένας νά πεῖ μιά καινούργια πρακτική πέρα ἀπό αὐτό πού λέει ἡ Ἐκκλησία. Παρακαλῶ κρατῆστε το γιατί δημιουργοῦνται παρενέργειες στήν Ἐκκλησία μέσα, οἱ ὁποῖες βαθύτατα μέ στεναχωροῦν καί ἡ σχέση παραμένει προσωπική, ἀλλά δέν μπορεῖ νά γίνει γκουρουδική ἡ σχέση. Σᾶς παρακαλῶ γι᾽ αὐτό στήν προσωπική σας ζωή ἔχετε καί ἐλευθερία γιά πράγματα τά ὁποῖα δέν εἶναι ἁμαρτία· ἔχετε ἐλευθερία νά κινηθεῖτε ἀπό δῶ ἤ ἀπό κεῖ, ἡ καθοδήγηση ἔρχεται στό δρόμο πού μπορεῖ νά δημιουργήσει ἁμαρτία, νά ξέρουμε τί θά κάνουμε, μήν πέσουμε σέ παγίδα τοῦ διαβόλου καί ἁμαρτήσουμε, ἀλλά ἡ καθοδήγηση δέν εἶναι σέ καθημερινά πράγματα· ἔχουμε καί μιά δυνατότητα δηλαδή νά σκεφτόμασθε μερικά πράγματα· ἄλλο ἡ συγκατάβαση ἡ ὁποία εἶναι ὅταν ξεπερνᾶμε ἕναν κανόνα, κάνουμε [τότε] συγκατάβαση καί ἄλλο κάτι ἄλλο. Κοιτάξτε τώρα, βλέπετε τό θέμα τῆς νηστείας, παράδειγμα εἶναι αὐτό, πολύ ἁπλό δηλαδή καί δέν εἶναι καίριο, τό φέρνω σάν παράδειγμα ἐπειδή εἶναι ἐπίκαιρο. Ἡ Ἐκκλησία λέει αὐτή εἶναι ἡ νηστεία, τέρμα. Ἄν πρόκειται νά τήν κάνεις δέν χρειάζεται νά ρωτήσεις τίποτα. Μέ ρωτᾶνε «νά κάνω νηστεία;»· μά αὐτό ἐννοεῖται, αὐτό λέει τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ἐγώ θά σοῦ πῶ ἄν θά κάνεις νηστεία ἤ ὄχι; Ἄλλο ἄν γιά κάποιους λόγους ὑγείας κ.λπ. ἤ ἄλλους λόγους δέν μποροῦμε, τότε ναί, καθοδηγούμασθε πῶς θά τό κάνουμε. Διαφοροποιεῖστε το, δέν χρειάζεται νά ρωτᾶτε κάτι περιττό, ἀφοῦ τό λέει ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐρώτημα νά νηστέψω ἤ ὄχι; Δέν χρειάζεται καθόλου. Ἄν ὅμως ποῦμε, νά νηστέψουμε παραπάνω ἀπό αὐτό πού λέει ἡ Ἐκκλησία, πρέπει νά πάρουμε ἄδεια. Ἡ ὑπέρβαση ἤ ἡ μείωση ἑνός κανόνος χρειάζεται κάποια ἄδεια, γιατί μπορεῖ νά εἶναι προσωπική καί ἐγωιστική μας ἰδιοτροπία· ἀλλά ἐκεῖνο πού λέει ἡ Ἐκκλησία τό λέει ἡ Ἐκκλησία, τό ξέρουμε, διαβάζοντας ἔχουμε αὐτή τήν ἐλευθερία.
Προσέξτε, κρατῆστε ἕνα ἁπλό σχῆμα πού θά σᾶς πῶ τώρα, εἶναι πολύ ἁπλό τό σχῆμα, ἀλλά θά τό καταλάβετε καί μάλιστα τό κάνω σέ μιά συγκριτική διαφοροποιήσεως τῆς ὀρθοδόξου καί μοναδικῆς Ἐκκλησίας μέ τά μορφώματα τά χριστιανικά τοῦ Βατικανοῦ ἤ τοῦ προτεσταντισμοῦ· ἐμεῖς, κοιτάξτε, ἔχουμε μέσα στήν Ἐκκλησία προσωπική σχέση καί ἔχουμε καί ἕναν πνευματικό, πού σημαίνει κάνουμε ὑπακοή στήν Ἐκκλησία καί διά τοῦ πνευματικοῦ, ἀλλά ταυτόχρονα ἔχουμε μιά ἐλευθερία σκέψεως καί μποροῦμε νά ποῦμε ἐγώ θά νηστέψω, δέν χρειάζεται νά πάρουμε ἄδεια ἀπό τόν πνευματικό ἀφοῦ θά νηστέψουμε· ἄρα ὑπάρχει ἡ ἄμεση σχέση μέ τόν Θεό καί ἡ ἄμεση σχέση μέ τήν Ἐκκλησία. Εἶναι διττό δηλαδή τό σχῆμα, ἡ ἄμεση σχέση μέ τόν Θεό, μέ τήν Ἐκκλησία καί ἄμεση σχέση διά τοῦ πνευματικοῦ καί τά δύο ὑπάρχουν.
Στό χῶρο τῆς βατικανίου σκέψεως ὑπάρχει μόνο τό ἕνα, εἶναι μόνο διά τοῦ πνευματικοῦ, κάθετα. Καταρχήν, δέν ὑπάρχει ἄμεση σχέση μέ τήν Ἐκκλησία καί ἐκεῖ μάλιστα τό θέμα εἶναι πάρα πολύ κορυφαῖο καί κολασμένο, γιατί ἡ σχέση πιά τοῦ κάθε πιστοῦ μέ τήν Ἐκκλησία εἶναι σχέση τοῦ πιστοῦ μέ τόν Πάπα. Εἶναι πολύ πιό ἀκραῖο ἐκεῖ πέρα τό ἔγκλημα, ἄρα καταργεῖται αὐτό τό διπολικό σχῆμα, δηλαδή ἐγώ καί ὁ Χριστός, ἐγώ κι ἡ Ἐκκλησία· γιά νά λειτουργήσει ἡ ἐλευθερία, μά αὐτή εἶναι ἡ ἐλευθερία. Στό χῶρο λοιπόν τῆς βατικανίου σκέψεως καταργεῖται αὐτή ἡ ἔννοια, γίνεται μονομερής καί μάλιστα οὔτε κἄν ὁ πνευματικός μας πού ἔχουμε, ἀλλά μέσα, διά τοῦ Πάπα σωζόμαστε, μονομερής σχέση. Στήν ἄλλη μεριά τοῦ προτεσταντισμοῦ, ὑπάρχει πάλι μονομέρεια ἀπ᾽ τή ἄλλη μεριά· ἐγώ καί ὁ Θεός μόνο, τίποτε ἄλλο· γι᾽ αὐτό καί δέν ὑπάρχει πνευματικός. Καταλάβετε αὐτές τίς ἁπλές διαφοροποιήσεις.
Στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κρατοῦμε αὐτό τό σύστημα τῆς βαθιᾶς σκέψεως. Ἐγώ μές στήν Ἐκκλησία εἶμαι, μές στήν Ἐκκλησία πάντοτε κάνω αὐτό πού λέει ἡ Ἐκκλησία καί ἐφαρμόζω γιά τή σωτηρία μου αὐτά πού λέει ὁ πνευματικός μου, γιά νά μήν ἁμαρτάνω καί ταυτόχρονα, ὅμως, διατηρῶ τήν προσωπική μου ἐλευθερία νά διαβάζω καί τό εὐαγγέλιο, νά μπορῶ νά τό μελετῶ καί νά λέω τώρα ἔχει νηστεία, θά νηστέψω, δέν χρειάζεται νά ποῦμε μπορῶ νά μήν κλέβω, μά τόσο αὐτονόητο εἶναι· διάβασε τί λέει ἡ Ἐκκλησία μας, μπορῶ νά μήν μοιχεύω; Ἔ, ἀφοῦ τό λέει δέν χρειάζεται, τόσο αὐτονόητο εἶναι.
Πιστεύω νά κρατᾶτε αὐτό τό ἁπλό σχῆμα πού δημιουργεῖ τρομερές παρενέργειες καί ἐφόσον δηλαδή τόσο βαθιά ὑπάρχει αὐτή ἡ διαστροφή καί ἡ αἵρεση μόνο στά δύο σχήματα πού εἶπα, ξέρω γώ, βατικάνιο σχῆμα ἤ προτεσταντικό, πόσω μᾶλλον σέ δεκάδες ἄλλα σχήματα πού δημιουργοῦν παρενέργειες· καί ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει αὐτό τό μοναδικό κάλλος, εἶναι ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου τό ὁποῖο καταξιώνεται ὅτι ἀκούγοντας τό εὐαγγέλιο μπορεῖς νά ἀλλάξεις. Βλέπετε ακόμη καί στήν ἀλλαγή μας, στή μετάνοιά μας, γιά πρώτη φορά πού μετανοοῦμε καί δέν ἔχουμε πνευματικό, μᾶς καλεῖ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ δηλαδή· δέν παίρνουμε ἄδεια νά πᾶμε σέ πνευματικό, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μᾶς καλεῖ ἀμέσως καί πᾶμε μετά νά συγχωρεθοῦμε καί νά μποῦμε στήν ὑπακοή τῆς Ἐκκλησίας, δέν χρειάζεται κάτι ἄλλο. Καταλάβετε τό σχῆμα, λοιπόν, γιά νά ὁλοκληρώσω τή φράση τό τέκνον μου.
Ἄρα μές στήν Ἐκκλησία ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἐπειδή γεννιόνται μές στήν Ἐκκλησία καί συνεχίζουν αὐτή τήν ἀναγέννηση, συνεχίζουν δέν εἶναι πρωτογενής μές στήν Ἐκκλησία, τούς λέει τέκνον μου καί αὐτή ἡ λέξη ξεπερνᾶ ἀκόμη καί τή λέξη τέκνον μου τῆς πατρικῆς καί μητρικῆς ἰδιότητας· δέν καταργεῖται αὐτή ἡ λέξη, ἀλίμονο ἀλλά ἀποκτᾶ ἕνα μεγαλύτερο κάλλος, γίνεται μιά πολύ βαθιά πνευματική πατρότης, γιατί πολύ σωστά οἱ γονεῖς διασώζουν καί διατηροῦν τή ζωή μας νά εἴμαστε καλοί ἄνθρωποι, νά σπουδάσουμε, νά μεγαλώσουμε καί μακάρι νά ἔχουν καί ἔννοιες βαθιές πνευματικές, ἀλλά ὑπάρχει καί μιά βαθύτερη πατρότητα πού εἶναι ἡ πατρότητα ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, πού εἶναι μές στήν Ἐκκλησία, γιατί ὅλοι εἴμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ, ὑπακούοντας σέ ἕναν πνευματικό πού ἔχουμε καί μέ αὐτόν προσωπική σχέση.
Κρατῆστε αὐτό τό σχῆμα γιά νά ὁλοκληρώσω ὅσο μπορῶ αὐτό τό πολύ μεγάλο θέμα τοῦ τέκνον μου πού λέει ἐδῶ.
Ἐρώτηση : Εἴπατε ὅτι στήν ἐξομολόγηση δέν μετράει ποιόν πνευματικό θά βρεῖτε, ἀλλά αὐτό πού μετράει εἶναι ἡ μετάνοια. Γιατί τότε πολλοί ἅγιοι γεροντάδες λένε ὅτι πρέπει νά ψάχνουμε νά βρίσκουμε προσευχόμενους πνευματικούς, ὥστε τήν ὥρα ἐκείνη τοῦ μυστηρίου νά συμβάλλει ἡ εὐχή τοῦ πνευματικοῦ στή δική μας μετάνοια;
Ἀπάντηση : Τό μπλέξατε, εἶναι τελείως μπλεγμένη ἡ σκέψη σας, τελείως μπλεγμένη σκέψη. Ἡ ἐξομολόγηση εἶναι μυστήριο μετανοίας· ἐμεῖς μιλᾶμε, [καί] κανονικά ὁ πνευματικός σωπαίνει, ἀκούει· καί λέμε τίς ἁμαρτίες μας καί δηλώνουμε τή βαθιά μετάνοιά μας, τήν καρδιακή μετάνοιά μας, τό συγκλονισμό μας, ἀκόμη καί μέ δάκρυα καί ἄν μετανιώσουμε μᾶς συγχωρεῖ ὁ Θεός· καί μετά ὑπάρχει το ἄλλο στάδιο, [αὐτό] τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως. Ἄλλο πράγμα εἶναι αὐτό. Ὁ πνευματικός θά ἀκούσει καί θά μᾶς διαβάσει μιά εὐχή ἐφόσον μετανόησαμε καί [ἐκεῖ] ὁλοκληρώθηκε τό μυστήριο. Ἐκεῖ ἔληξε τό μυστήριο· καί τό ἄλλο εἶναι μιά πορεία πνευματικῆς καθοδηγήσεως, πού δέν εἶναι θέμα μιᾶς στιγμῆς, [ἀλλά θέμα] μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς. Ἡ Ἐκκλησία ὁλόκληρη [μέ ὅ,τι κάνει] καθοδηγεῖ βλέπετε. Γι᾽ αὐτό οἱ πιστοί, βλέπουν κάτι καί ρωτοῦν· τί γίνεται ἐδῶ; [Μαθαίνουν] γιά τά προσκυνήματα, γιά τίς γιορτές· μπορεῖ τά πάντα νά μᾶς τά μάθει [σέ μία] στιγμή ὁ πνευματικός, ὅλα στή ζωή μας; Ἐνῶ ἡ ἐξομολόγηση εἶναι μυστήριο μετανοίας. Γι᾽ αὐτό προσέξτε ὅταν προσέρχονται κάποιοι γιά ἐξομολόγηση τούς ρωτάω: θές νά ἐξομολογηθεῖς ἤ νά κουβεντιάσουμε; [Αυτό] μετράει. Μερικοί δέν ξέρουν γιατί ἦρθαν· ἄν μοῦ ποῦν [ἦλθαν] γιά ἐξομολόγηση πρέπει νά μιλήσουν αὐτοί, νά μή μιλάω ἐγώ καί πρέπει νά μιλήσουν καί νά ποῦν τίς ἁμαρτίες τους καί τήν βαθιά μετάνοιά τους. Αὐτή εἶναι ἡ ἐξομολόγηση. Εἶναι ἄλλη, παράλληλη ἱστορία, αὐτή τῆς πνευματικῆς καθοδηγήσεως, μήν τά μπλέκετε τά πράγματα.
Ἄρα ἐφόσον, λοιπόν, ἡ δική μας μετάνοια μετράει, ὁ ἱερέας δέν θά διαβάσει μιά καλύτερη εὐχή καί ὁ χειρότερος ἱερέας νά [εἶναι], ἄν ὑπάρχει τέτοιο πράγμα, τήν ἴδια εὐχή διαβάζει, δέν ἀλλάζει τίποτα ἐδῶ. Προσέξτε, ἄν μπῶ σέ ἕνα κατάστημα μέ φαγητά που ἔχει κι ἕνα γκαρσόνι. Τό γκαρσόνι πῶς θά εἶναι, ἄν εἶναι ἔτσι, ἄν εἶναι κακομούτσουνο, ἄν εἶναι καλό ἤ ἁμαρτωλό γκαρσόνι, τό μενού παραμένει ἴδιο καί τό ἴδιο φαγητό θά δώσει, ἔτσι δέν εἶναι; Ἄλλο πράγμα λοιπόν [ἡ ἐξομολόγηση καί ἄλλο] ἡ πνευματική καθοδήγηση. Ἄλλο [πράγμα δηλαδή] εἶναι τό γκαρσόνι, [πού δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τό φαγητό] καί ἄλλο νά πᾶς στό σέφ γιά νά μάθεις τή συνταγή· ἄλλο πράγμα εἶναι αὐτό, ἔτσι; Διαφοροποιεῖστε τα καί μήν τά μπλέκετε. Ἄρα νά ἔχετε μετάνοια, [διότι ἠ ἐξομολόγηση] εἶναι ἡ ἱστορία, τῆς μετανοίας.
Ειδάλλως καταφεύγουμε νά ψάχνουμε νά ἐξομολογηθοῦμε στόν καλύτερο πνευματικό. Ποῦ θά τόν βροῦμε, καί πῶς θά τόν κρίνουμε; Μποροῦμε νά κρίνουμε ποιός εἶναι ὁ καλύτερος πνευματικός μέ τά μάτια μας; Ξέρουμε τί ἔχει στήν καρδιά του, ποῦ τόν ξέρουμε; Ἐπειδή ἔτσι [νομίζουμε] καί τόν κρίνουμε; Καί ἄν μᾶς πλανάει, ἄν [μᾶς] κάνει [καλό] μάρκετινγκ, ἄν αὐτοδιαφημίζεται; Ποῦ τό ξέρουμε πού εἶναι καλός πνευματικός, ποῦ τόν γνωρίζουμε; Ἴσα-ἴσα ἄν εἶναι καί χαρισματοῦχος ἄνθρωπος, κρύβεται κιόλας· καί πολλοί ἅγιοι καταλήγουν νά μιλοῦν καί νά λένε: ἔ, γιατί ἦρθες ἐδῶ πέρα, τί ἦρθες νά κάνεις ἐδῶ; Καί [μετά ὅσοι πῆγαν νά τούς δοῦν] λένε: ἄ, ἐγώ πῆγα νά τοῦ μιλήσω καί μοῦ εἶπε τί ἦρθες νά κάνεις; [Βλέπετε] αὐτοί οἱ ἄνθρωποι δέν αὐτοδιαφημίζονται· σᾶς παρακαλῶ ἐδῶ ἔχουμε ἄλλα μεγέθη. Νά ἔχετε καθαρό μυαλό καί νά ἔχετε μετάνοια. Ἄν στήν πορεία [ὁ πνευματικός] σᾶς λέει πράγματα τά ὁποῖα εἶναι ἐκτός παραδόσεώς μας, νά πεῖτε ἐδῶ εἶναι λάθος αὐτός, [διαφορετικά] πῶς τόν κρίνετε τόν πνευματικό;
Πόσες φορές [μέ] παίρνουν τηλέφωνο -αὐτά τά ὁποῖα μέ τρελαίνουν- καί μοῦ λένε, πάτερ νά ἐξομολογηθῶ· λέω, βεβαίως· μοῦ λένε, ἔχετε χάρισμα; Λέω, εἶμαι ἱερέας, ἔχω τή χάρη τῆς ἱεροσύνης· μοῦ λένε, ὄχι αὐτό. Λέω, τί ἄλλο θέλετε; Μοῦ λένε, εἶστε διορατικός; Μά τί μοῦ λέτε; Διορατικός; [Τώρα ἐσεῖς] θά ἔρθετε νά ἐξομολογηθεῖτε ἤ θά ἔρθετε νά σᾶς πῶ ἐγώ τίς ἁμαρτίες σας κι ἐσεῖς νά πεῖτε ὤ, μοῦ τά εἶπε ὅλα!; Ὄχι δέν εἶμαι τίποτε [ἀπ᾽ ὅλα] αὐτά! Εἶμαι μόνο πνευματικός, ὅπως μ᾽ ἔκανε ὁ Χριστός καί τίποτε ἄλλο! Τί θά πεῖ διορατικός δηλαδή; [Θέλουμε] νά μᾶς πεῖτε κάτι βαθύτερο· τί βαθύτερο νά σᾶς πῶ; Νά ἔχετε βαθιά μετάνοια. Πόσες φορές ἀπ᾽ τό τηλέφωνο, πάτερ βγάζετε δαιμόνια; Λέω, δέν ξέρω, ἄν ἐγώ ἐξομολογῶ κάποιον καί μετανιώσει καί φύγουν τά δαιμόνια, δέν ξέρω, ἐγώ δέν εἶμαι δαιμονολόγος, δέν θά ἀσχοληθῶ ἐγώ μέ τά δαιμόνια.
Πόσα τέτοια ἐρωτήματα συνεχῶς! Τίποτε, εἶμαι ἕνας ἁπλός πνευματικός· [πού] ἐξομολογῶ, [κι ἐσεῖς παρακαλώ] ἐλάτε μετανιωμένοι. Τί τόν θέλετε τόν διορατικό κ.λπ.; Καί ποῦ θά βρεῖ ὅλη ἡ Ἑλλάδα τούς καίριους, [διορατικούς πνευματικούς]; [Πιστεύετε ὅτι] ὅλοι θά βροῦν καί θά καταλάβουν τόν ἅγιο Πορφύριο; ῎Ε, πιστέψτε με, τόσα χρόνια κάθισα μαζί του, δέν κατάλαβα τίποτε πού ἦταν Ἅγιος, τόσο πολύ τό ἔκρυβε ὁ ἄνθρωπος. Ἰδέα δέν εἶχα πάρει, καί δέν εἶχα πάρει ἰδέα εὐτυχῶς, [γιατί] θά τό εἶχα βάλει στά πόδια! Γιατί ἄν συναντοῦσα ἕναν πού μοῦ ἔλεγε ὅτι εἶναι ἅγιος, θά τό ἔβαζα στά πόδια. Θά φοβόμουν νά ἔχω ἕναν ἅγιο πνευματικό, τόν μπελά μου νά βρῶ; Κι [ἐπειδή νόμιζα πώς δέν ἦταν], ἀκριβῶς γι᾽ αὐτό πῆγα. Ἕνα ἁπλό γεροντάκι μοῦ εἶπαν ὅτι εἶναι. Εἶχα πνευματικό πού εἶχε ἀρρωστήσει [καί δέν μποροῦσε πιά νά ἐξομολογεῖ], καί μοῦ λένε πώς ὑπάρχει ἕνα ἁπλό γεροντάκι· λέω ποῦ; Στήν Πεντέλη· τούς λέω, χαμένος; Χαμένος. Λέω, γνωστός; Ἄγνωστος μοῦ λένε· καί ἔτσι πῆγα, στήν Πεντέλη. Ἕνα ἄγνωστο γεροντάκι πού δέν πῆρα εἴδηση τίποτα, καθήμενος ὀχτώ-ἐννέα χρόνια μαζί του, δέν πῆρα [εἴδηση] τίποτε· στό τέλος κάτι μυρίστηκα· ἄν καταλάβαινα πού εἶναι διάσημος κ.λπ. θά τό εἶχα βάλει στά πόδια, πιστέψτε με. Αὐτή ἦταν ἡ δική μου εμπειρία, σᾶς τό λέω ἔτσι πολύ ἁπλά. Τελικά, ὁ ἄνθρωπος ἦταν Ἅγιος καί τώρα ἀπεδείχθη, ἀλλά τό κρυβε! Αὐτό δέν εἶναι τό ὡραῖο, ἔ;
Ἀπομαγνητοφωνημένο ἀπόσπασμα ὁμιλίας τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου πού ἔγινε στά πλαίσια τῶν κατηχητικῶν ἀναλύσεων τῆς Β᾽ πρός Τιμόθεον ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, στό χωρίο κεφάλαιο 2, στίχος 3, στόν Ἱερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου, Δικηγορικῶν Γλυφάδας, τήν Πέμπτη 13-03-2014.
Πηγή: Η άλλη όψη
Πολλά και βασικά θέματα ταλανίζουν τον τελευταίο καιρό τον θεολογικό και εκκλησιαστικό κόσμο. Τα συζητούν και τα αναλύουν επώνυμοι και ανώνυμοι, αλλά αποφάσεις δεν παίρνονται και επίσημες απαντήσεις δεν δίνονται. Έρπει μια σύγχυση σε πολλούς τομείς…
Καλώς ή κακώς η τηλεόραση και το διαδίκτυο επηρεάζουν πολύ μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού. Η τηλεόραση επιδρά στις μεγαλύτερες ηλικίες και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τους νεότερους. Πολλά από τα προγράμματα της τηλοψίας, εν μέρει ή ολόκληρα, συχνά καταλήγουν στο διαδίκτυο. Ενίοτε και κανάλια ολόκληρα προβάλλονται μέσω του διαδικτύου.
Θάπρεπε λοιπόν επίσημα και σοβαρά να υπήρχε ανοιχτή εκκλησιαστική τηλεόραση ή εκπομπή οπωσδήποτε κάθε βδομάδα, ίσως και συχνότερα, όπου εκεί η Επίσημη και Διοικούσα Εκκλησία, θα εξέφραζε δημόσια και καθαρά, με ειλικρινή και σαφή τρόπο, το λόγο και τη μαρτυρία της. Βέβαια βγαίνουν, γράφουν, εκπέμπουν και ομιλούν κάποιοι ιερείς ή επίσκοποι, αρκετοί παλαιοημερολογίτες ή κάποια φαιδρά πρόσωπα, με αοριστολογίες, ανακρίβειες, υπερβολές, λάθη γλωσσικά και θεολογικά, φανατικοί και εξτρεμιστές, χαλαροί και ισοπεδωτικοί… αλλά απουσιάζει τηλεοπτικά η φωνή και η εικόνα της Ορθοδοξίας.
Υπάρχουν σαφώς και εξαιρέσεις λαμπρές, όπως είναι η τηλεόραση της «ΛΥΔΙΑΣ» στη Θεσσαλονίκη, η διαδικτυακή της Μητρόπολης Πειραιάκαι κάποιες άλλες. Θέλει όμως ο κόσμος να ακουστεί η φωνή της Εκκλησίας επίσημα και κεντρικά. Για ένα σωρό θέματα. Αν θέλει κάποιος να ενημερωθεί σήμερα, πρέπει να πιάσει στο ραδιόφωνο κάποια σχετική εκπομπή, και αν βρεί την κατάλληλη ώρα.
Εδώ μιλάμε ότι χρειαζόμαστε συγκεκριμένη τηλεοπτική υπόθεση, εκπομπή, συχνότητα, εκκλησιαστική παρουσία. Πώς να το κάνουμε, ο κόσμος έχει εμπιστοσύνη στην Εκκλησία. Θέλει να ακούσει τη φωνή της. Για όλα τα θέματα. Από την αρχή του κόσμου μέχρι το επικείμενο τέλος του. Για όλα αυτά που γίνονται σήμερα. Για όσα διαδραματίζονται μέσα στην οικογένεια και την κοινωνία. Για τη νεολαία και τα προβλήματά της. Για τις αμαρτίες και τις αρετές. Για όλα πρέπει να ακούγεται ο λόγος του Θεού. Χρειαζόμαστε κατήχηση και επανευαγγελισμό.
Ο τρόπος της χριστιανικής ζωής που ξέραμε παλιά άλλαξε και χάλασε. Θέλουμε πάλι εξαρχής ν΄ ακούσουμε το θεολογικό και πνευματικό αλφάβητο. Υπάρχει επιτακτική ανάγκη, διότι:
- Τα θρησκευτικά στα σχολεία μέρα με τη μέρα γίνονται όλο και πιο θρησκειολογικά. Άοσμα, άχρωμα, άγευστα Ορθοδοξίας, ιδίως με το νέο πρόγραμμα σπουδών που ετοιμάστηκε και θα λειτουργήσει πιλοτικά από τα κακόμοιρα παιδιά, τα ελληνόπουλα, τα παιδιά τα βαπτισμένα της Εκκλησίας, του Δημοτικού τα παιδιά. Πανθρησκειακά – πολυπολιτισμικά θρησκευτικά; Θρησκευτικά της Νέας Εποχής είναι αυτά; Με πιο δικαίωμα άραγε σε παιδιά της Ορθόδοξης Εκκλησίας;
- Τα μαθήματα στα πανεπιστήμια κάθε άλλο παρά βοηθούν σε μια ορθή - ορθόδοξη θεολογική κάλυψη.
- Τα λίγα, ολιγομελή, πρωτοβάθμια κυρίως, κατηχητικά σχολεία φυτοζωούν.
- Ο εκκλησιασμός της Κυριακής έχει κολλήσει χρόνια τώρα στο 3% του θρησκευομένου πληθυσμού!
Πως θα μάθει για την πίστη του τελικά αυτός ο λαός; Το 97% δηλαδή των Ελλήνων που είναι βαπτισμένοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί; Πως θα στηριχθούν οι ορθόδοξοι γονείς και οι ευσεβείς δάσκαλοι; Είναι ευστάθεια και ασφάλεια για το λαό μας η ορθόδοξη διδασκαλία, έστω κι αν λέμε τα ίδια, διότι, όπως λέγει ο απόστολος Παύλος, η επανάληψη των ίδιων έστω χριστιανικών αληθειών, αυτόν τον ίδιο δεν τον κουράζει, για τους ακροατές του όμως είναι ασφάλεια.
Κάθε βδομάδα λοιπόν, για τις γιορτές και τις εκκλησιαστικές ειδήσεις και υποθέσεις απαιτείται να ακούγεται καθαρή και πλήρης η φωνή της Εκκλησίας. Επειδή όμως δεν υπάρχει στο βαθμό και το επίπεδο που θάπρεπε, γι΄ αυτό μερικοί, ευτυχώς όχι πολλοί, «τείνουν ευήκοον ούς», στις προτεστάντικες φλυαρίες που μιλάνε συνεχώς για Ευαγγέλιο κλπ, με τον τρόπο τους βέβαια, αιρετικά και λανθασμένα.
Για παράδειγμα, δεν χρειάζεται να μιλήσουμε για το καρναβάλι, για τα ξενόφερτα γενέθλια, για τον εκκλησιασμό, για τη συνειδητοποιημένη συμμετοχή στα κοινά και τις εκλογές, για τις προφητολογίες και μελλοντολογίες; Δεν μπορούμε να απαντάμε σε τόσο σοβαρά θέματα με «ατάκες» και συνθήματα, χωρίς θεολογική ανάλυση και εμβάθυνση που θα καλύπτει νου, ψυχή και καρδιά των ευσεβών χριστιανών. Δεν μπορεί αυτό να το αφήνουμε ανεξέλεγκτα στα χέρια των δημοσιογράφων και σε κάποιες σύντομες ανακοινώσεις, ερωτήσεις - απαντήσεις σε συνοδικούς εκπροσώπους τύπου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Δε φτάνει αυτό δηλαδή, διότι οι χριστιανοί μας καταιγιστικά βομβαρδίζονται καθημερινά από πλήθος ιδεών και πειρασμών, μπερδεύονται, αποπροσανατολίζονται, και ζητούν επίμονα το λόγο και τη θέση της επίσημης Εκκλησίας. Τι λέγει η Αγία Γραφή, ρωτάνε, τι λέγει η Εκκλησία.
Όσες εκπομπές παίχτηκαν μέχρι τώρα από ικανούς εκπροσώπους της κανονικής Εκκλησίας, με καθαρή φωνή και συμμετοχή του λαού, πέτυχαν το τέλειο αποτέλεσμα. Αυτό όμως έγινε κάπου, κάποτε, κάπως από κάποιον και δεν συνεχίστηκε μετά για κάποιο λόγο.
Καλά, τόσο δύσκολο είναι και δεν μπορεί η Εκκλησία να έχει μια τηλεόραση; Είναι θέμα ομολογίας σήμερα αυτού του είδους η παρουσία μετά παρρησίας. Κι αυτό γιατί ο αθεϊσμός έγινε της μόδας. Όλοι κομπορρημονούν μέσω τηλεοράσεως υπέρ της προσωπικής τους αθεϊας, λές και μας ενδιαφέρει, λές κι εμείς από κάτω θα αρχίσουμε να τρέμουμε, αν μας πεί ο άλλος ότι δεν πιστεύει. Αυτό όμως χρειάζεται μια απάντηση και πρέπει οργανωμένα και συγκεκριμένα, συνεχώς και τακτικά, ο σωτήριος λόγος της Εκκλησίας να εκπέμπεται. Όχι, δεν είναι διαφήμιση του κακού, όπως λένε μερικοί ηττοπαθείς και φοβικοί. Όχι. Είναι εμβόλιο κατά της όποιας αιρετικής πλάνης και επιδημίας, για να μη βρεθεί αδιάβαστος και απροετοίμαστος, ο γέροντας, η νοικοκυρά, ο νέος, ο μαθητής. Πρέπει να υπάρχει κάπου η θέση της Ορθοδοξίας ζωντανά. Στα δέκα λεπτά του Κυριακάτικου κηρύγματος τι να πρωτοπεί ο ιεροκήρυκας…
Δωδεκαθεϊστές, σατανιστές, μασόνοι, μαρξιστές, αγνωστικιστές, πάσης φύσεως προπαγανδιστές ομιλούν, επηρεάζουν δυστυχώς πολλούς… Και από την άλλη μεριά δεν υπάρχει ένα ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο της Εκκλησίας, το οποίο συστηματικά να ανασκευάζει τις αηδείς εν πολλοίς απόψεις του καθενός δοκησίσοφου.
Όλοι αυτοί οι δήθεν άθεοι, όταν η συμφορά, η όποια ανθρώπινη συμφορά, χτυπήσει την πόρτα τους, ή απελπίζονται μέχρι αυτοκτονίας οι δυστυχείς ή αρχίζουν και κλαυθμηρίζουν ψελλίζοντας όσες προσευχές θυμούνται. Αυτή είναι η αλήθεια. Εδώ, ακόμη και οι Τούρκοι στην Κωνσταντινούπολη, για όντως ανάγκες και θαύματα που ζητούν, προσεύχονται και παρακαλούν τον Χριστό και την Παναγία. Αυτά όμως, και άλλα φυσικά, πρέπει να λέγονται ακόμη και για τους αρνητές, πιστέψουν δεν πιστέψουν, μπορεί κάποιοι τελικά να σωθούν. Έχουμε χρέος αγάπης και αλήθειας και γι΄ αυτούς. Πρέπει να λέγονται πάντως «προς ευφροσύνη και στηριγμό των ορθοδόξων και καταισχύνη των κακοδόξων». Για τη μαρτυρία του Κυρίου Ιησού.
Κι αν τέλος πάντων δεν μπορεί να δημιουργηθεί ή αγορασθεί ένα εκκλησιαστικό επίσημο τηλεοπτικό κανάλι, δεν μπορεί με ενοίκιο στην κρατική τηλεόραση, χωρίς να χρωματισθεί κομματικά η φωνή του Λόγου, να υπάρχει μία ώρα έστω, κάθε βδομάδα, σε ζώνη υψηλής τηλεθέασης, η θέση της Εκκλησίας; Ας πούμε μετά το Δελτίο των 8 ή των 9 μμ. Κι ας παίξει και μια επανάληψη μέσα στην υπόλοιπη εβδομάδα.
Πως αφήνουμε ένα ολόκληρο ορθόδοξο λαό στο σημερινό σκοτάδι; Ξεχνάμε το λόγο του ιερού Χρυσοστόμου, ότι «είναι μεγάλο βάραθρο απωλείας η άγνοια των Γραφών, δηλ. του θείου λόγου»; Αυτό δεν έλεγε ο ΄Αγιος Κοσμάς, ο Αιτωλός, που ήθελε να βγεί και να μιλήσει από μια ψηλή κορυφή για τον Χριστό και να τον ακούσουν όλοι»; Καλό είναι και το διάβασμα, ποιος όμως διαβάζει συστηματικά σήμερα; Καλό είναι και το ραδιόφωνο και όλοι γνωρίζουμε τι μεγάλη ωφέλεια προσφέρουν τα κατά τόπους εκκλησιαστικά ραδιόφωνα… Χρειάζεται όμως και η δύναμη της εικόνας. Μια εικόνα ισοδυναμεί με χίλιες λέξεις!
Η σημερινή «κρίση» είναι αποκαλυπτική: Όλοι μιλούν για την απληστία των «εχόντων». (Σύνηθες πάθος). Βέβαια κάποια ξένα κέντρα αποφάσεων αξιοποίησαν αυτή την απληστία για τους δικούς τους σκοπούς. Η «κρίση» αυτή είναι εντελώς υποκριτική. Όταν στον κόσμο υπάρχει ένα δις που ζει με ένα Ευρώ το μήνα, χωρίς στέγη, τροφή και φάρμακα τότε εμείς τολμάμε να μιλάμε για κρίση!!! Όταν η απόσταση μεταξύ αναπτυγμένων και υπανάπτυκτων χωρών κάθε χρόνο διαρκώς διευρύνεται, η δική μας «προοδευτική διανόηση» αρνείται να διαμορφώσει μια εφικτή πρόταση, για να μη θίξει τα πολιτικά της συμφέροντα. Ποια είναι η δική μου πρόταση;
Εφαρμογή της κυκλικής μετανάστευσης: Δηλαδή με βάση διακρατικές συμφωνίες το κράτος μας μπορεί να παρέχει εργασία και εξειδίκευση σε προσωρινούς μετανάστες προερχόμενους από υπανάπτυκτες χώρες, (όπου ζουν π.χ. με ένα Ευρώ το μήνα), με βάση πιστοποιημένα γραφεία διαχείρισης προσωπικού που θα διασφαλίζουν τις συνθήκες εργασίας και διαμονής, (π.χ. δωρεάν κατοικία και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη). Θα προβλέπεται υποχρεωτική επιστροφή των μεταναστών, μετά από 4 ή 5 έτη, στις χώρες προέλευσης και αντικατάστασή τους από άλλους. Τριπλό το όφελος: α) οι μετανάστες αποκτούν πολλαπλάσια εισοδήματα σε σχέση με αυτά στην χώρα τους, β) η χώρα προέλευσης ωφελείται από τα εμβάσματα των μεταναστών και την εξειδίκευση που αποκτούν έτσι ώστε επιστρέφοντας να στηρίξουν την ανοικοδόμηση της πατρίδας τους, γ) η χώρα υποδοχής ωφελείται από το φθηνό εργατικό δυναμικό και η οικονομία της γίνεται ανταγωνιστική. Επί πλέον δεν επιβαρύνεται με μειονότητες που δεν μπορούν να ενταχθούν στον εθνικό κορμό. Η κυκλική μετανάστευση είναι ο μόνος τρόπος για τη μείωση των ανισοτήτων στον κόσμο. Εφαρμόζεται από ανταγωνίστριες χώρες με θεαματικά αποτελέσματα.
Τι κάνουμε εμείς; Θα κάνω μία παρομοίωση: Έστω ότι κάποιος πλούσιος έχει μία βίλα και γύρο του υπάρχουν 100 καλύβες όπου ζουν πολύ φτωχές οικογένειες. Δέχεται λοιπόν να φιλοξενήσει στη βίλα του μία οικογένεια από κάποια καλύβα και να μοιραστεί μαζί της το σπίτι του, και μάλιστα να δώσει στα μέλη της τα ίδια δικαιώματα που έχει αυτός και τα παιδιά του ώστε να ζουν πλουσιοπάροχα όπως ο ίδιος. Τι κατάφερε; Να γίνει εχθρός με τις υπόλοιπες 99 οικογένειες που τις άφησε στην εξαθλίωσή τους, καθώς και με τα παιδιά του που δεν ξέρουν πως να φερθούν και σε ποιόν πολιτισμό να ακουμπήσουν. Φαντάσου τώρα την κόρη σου να κάθεται στο ίδιο θρανίο με μία μουσουλμάνα 12 ετών παντρεμένη!!! Τι μπορούν να συζητήσουν;
Αυτό κάνει σήμερα και η χώρα μας. Δέχεται λαθρομετανάστες, κάθε καρυδιάς καρύδι, από εγκληματίες μέχρι κατασκόπους και τρομοκράτες, όλοι τους δήθεν διωκόμενοι, οι οποίοι πούλησαν ότι βρήκαν προκειμένου να φύγουν και να μην ξαναγυρίσουν ποτέ στην πατρίδα τους. Σταδιακά, τους βαφτίζει Έλληνες και τους δίνει ίδια δικαιώματα με αυτά των παιδιών της. Την ίδια ώρα που μπαίνουν εκατοντάδες λαθρομετανάστες από την Τουρκία, την ίδια ώρα φεύγουν κατά χιλιάδες τα Ελληνόπουλα στο εξωτερικό για να βρουν δουλειά!!! Αυτούς τους εξαθλιωμένους και υπανάπτυκτους μουσουλμάνους θα τους χρησιμοποιήσει η Τουρκία την κατάλληλη στιγμή για τα δικά της συμφέροντα, δηλαδή για το διαμελισμό της Ελλάδος.
Είμαστε η 1η γενιά που βιώνει πρωτόγνωρα φαινόμενα: Βλέπει μεγάλες δυνάμεις να οργανώνουν εμφύλιους πολέμους σε μικρές χώρες με βάση τους δικούς τους πράκτορες. Είμαστε η 1η γενιά που ζει τις πιο ωμές παραβιάσεις της ανεξαρτησίας των εθνών (Ιράκ, Αίγυπτος, Λιβύη, Συρία). Ενώ ταυτόχρονα αυτές οι μεγάλες δυνάμεις ορκίζονται ότι υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα!!! Η ιστορία διδάσκει ότι τα κράτη επικαλούνται τα ανθρώπινα δικαιώματα μόνο όταν έχουν ίδιο όφελος. Π.χ. στο 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο η Γερμανία καταδικάστηκε για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας διότι εξανάγκασε ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων, μέσα στα στρατόπεδα συγκεντρώσεων και στα κρεματόρια, να υποστούν ένα αργό και βασανιστικό θάνατο. Την ίδια περίοδο του πολέμου η Αγγλία εξανάγκασε σ’ ένα αργό και βασανιστικό θάνατο εκατομμύρια ανθρώπους στην Βεγγάλη, αφού πρώτα τους αφαιρούσε τα τρόφιμα προκειμένου να ενισχύει το στρατό της. Η Αγγλία ποτέ δεν καταδικάστηκε για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Γιατί; Διότι οι νικητές των πολέμων ποτέ δεν καταδικάζονται!!! Το ίδιο ισχύει και για όλες τις αποικιοκρατικές χώρες οι οποίες έχουν διαπράξει απίστευτες γενοκτονίες προκειμένου να κλέψουν τον πλούτο των φτωχών λαών.
Γι΄ αυτό η διοικούσα εκκλησία θα πρέπει με μεγάλη προσοχή να αναφέρεται σε θέματα που έχουν πολύπλευρες διαστάσεις και διαπλέκονται με πολιτικές σκοπιμότητες και γεωπολιτικά συμφέροντα. Διότι εάν προχωρήσει σε μία αντιπαράθεση με τους ακροδεξιούς, τότε χωρίς να το θέλει, εξυπηρετεί πολιτικά τους αντιπάλους τους και όσους προωθούν τη μουσουλμανοποίηση της Ελλάδος[1]. Ας μην ξεχνάμε ότι μετά την μεταπολίτευση η Ελλάδα λεηλατήθηκε από τους «προοδευτικούς», πολιτικά και πολιτισμικά, και έφτασε έτσι στην σημερινή εξαθλίωση. Επί 40 χρόνια κανείς δεν τους εμπόδισε να αναρριχηθούν σε όλα τα πόστα και να επιβάλλουν την ιδεολογία τους. (Μέχρι που θέλουν να εξευτελίσουν ακόμη και το πρόσωπο του ίδιου του Χριστού, με πλήρη ανοχή του επίσημου κράτους!!!). Ένα είναι βέβαιο: Οι σημερινοί Φαρισαίοι – «προοδευτικοί» κι' αν ακόμα βλέπανε το Χριστό με το φραγγέλιο, να διώχνει τους βέβηλους και βλάσφημους από το Ναό του Θεού, θα τον έλεγαν ΦΑΣΙΣΤΑ και ΡΑΤΣΙΣΤΗ. Τώρα λοιπόν εμείς διυλίζουμε τον κώνωπα και καταπίνουμε την κάμηλο!!! ΔΕΝ βλέπουμε αυτούς που ευνουχίζουν και αλλοτριώνουν τον κόσμο. Βλέπουμε μόνο τους άλλους, τους οργισμένους. Και δεν τους βλέπουμε διότι είμαστε ενταγμένοι μέσα στην κοσμικότητα και τον καθωσπρεπισμό. Αν αύριο ξεσπάσει κανένας εμφύλιος και δίπλα μας βρεθεί ένα πτώμα, εμείς θα κοιτάμε ακόμα εάν τον σκότωσαν με ευγενικό τρόπο!!!
Το ερώτημα είναι εμείς τώρα τι κάνουμε για να αποτρέψουμε τη μουσουλμανοποίηση και τον εμφύλιο; Αθωώνουμε τα φίδια που τον καλλιεργούν επειδή έχουν καλούς τρόπους; Αποδεχόμαστε μία «πολυπολιτισμικότητα» που οδηγεί νομοτελειακά στο διαμελισμό της πατρίδος μας; Όλοι αυτοί οι λαθρομετανάστες οδηγήθηκαν έντεχνα και μπήκαν στη χώρα μας παράνομα, χωρίς να μας ρωτήσουν εάν μπορούμε να τους φιλοξενήσουμε. Εάν κάποιος μπει στο σπίτι μου από το παράθυρο θα τον δεχθώ μετά χαράς; Ακόμη και στο Άγιο όρος για να μπεις πρέπει να πάρεις άδεια και διαμονητήριο.
Εγώ μεγάλωσα στον Άγιο Νικόλαο Κάτω Πατησίων στην Αθήνα. Όποτε περνάω από την πλατεία σφίγγεται το στομάχι μου. Μπροστά στον Άγιο Νικόλαο δεν βλέπω ούτε ένα ελληνόπουλο. Ούτε ένα χριστιανόπουλο. Μα ούτε ένα!!! Στην πλατεία αυτή που παίζαμε, εκεί που μεγαλώσαμε, τώρα είμαστε ξένοι. Εμένα ήδη μου κλέψανε την πατρίδα μου. Μου κλέψανε τον τόπο μου. ΓΙΑΤΙ; Ποιός Θεός το θέλει αυτό; Πρέπει να διαλέξουμε:«Επιλεκτική Φιλανθρωπία» ή Σωτηρία της Πατρίδας μας.
Η Ελλάδα σήμερα ζει μια σύγχρονη γενοκτονία και η κοινωνία βυθισμένη στην αλλοτρίωσή της σφυρίζει αδιάφορα και έτσι στηρίζει τα σχέδια για το διαμελισμό της Ελλάδος. Αν υπήρχε μια υγιής διανόηση θα έπρεπε να είχε διαμορφώσει μία πρόταση για τα δισεκατομμύρια των υπανάπτυκτων, εφικτή μέσα στο σημερινό σύστημα, με στόχο τη μείωση των ανισοτήτων στον κόσμο.
Εγώ είμαι της γενιάς του Πολυτεχνείου που φώναζε «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία». Κάναμε καταλήψεις, υποστήκαμε διώξεις και ορκιζόμαστε σ’ αυτές τις αξίες. Σήμερα αντί ψωμί έχουμε υπερκατανάλωση. Αντί παιδεία έχουμε στρατιές αμόρφωτων και ανιστόρητων. Και αντί ελευθερία έχουμε ασυδοσία. Ιδού η αλλοίωση των αξιών. Η δική μου γενιά ευθύνεται ολοκληρωτικά για το σημερινό κατάντημα. Όταν όμως εγώ αμφισβήτησα την πολιτική των παλιών μου «συντρόφων» και τον δρόμο που ακολουθούσαν, αμέσως οι παλιές φιλίες κατέρρευσαν ...
Ο άνθρωπος θα ταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα στα «αριστερά» και «δεξιά» συστήματα ανάλογα κάθε φορά από που δέχεται μεγαλύτερες αδικίες. Στην πραγματικότητα όμως το πρόβλημα είναι μέσα του. Είναι πρόβλημα αρχών και αξιών, αρετών και παθών. Σ’ αυτό το πρόβλημα εστίασαν όλοι οι σοφοί, από τους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους μέχρι και τους Πατέρες της εκκλησίας. Σήμερα, με νέες μεθόδους χειραφέτησης των μαζών, γίνεται συστηματική μεταστροφή συνειδήσεων, αρχών και αξιών. Ο εχθρός δεν είναι ορατός όπως παλιά. Είναι πιο ύπουλος. Μπήκε στα σπίτια μας από τις «κεραίες στα κεραμίδια».
Ανδρέας Γαλάνης
ΠΗΓΗ: http://opougis.blogspot.gr/2012/01/blog-post_5513.html
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...