Η ιερωσύνη είναι μυστήριο, είναι αποστολή, είναι υπερφυσική διακονία, ουράνιο λειτούργημα, φορέας της αποκαλύψεως και μέσο συμβιβασμού του πεπερασμένου και πεπτωκότος γήινου κόσμου με το Θεό. Έχοντας ανθρώπους ως φορείς της και τους ανθρώπους διακονούσα, έχει εν τούτοις ουράνια την καταγωγή. Ενεργεί εδώ στη γη, η όψη της φαίνεται γήινη και ταπεινή, τα αποτελέσματά της όμως διαβαίνουν στους ουρανούς. Είναι μάλλον αγγελική και θα ταίριαζε περισσότερο στους αγγέλους, αλλά το ασύλληπτο σχέδιο του Θεού προώρισε και αυτήν να διακονείται από ανθρώπους. Μ’ ένα λόγο η ιερωσύνη είναι η διακονία της Χάριτος με την οποία ο Δημιουργός Θεός, με τις άκτιστες ενέργειές του, μεταδίδεται και μετέχεται από τα δημιουργήματά Του. Σαν τέτοια, λοιπόν, η ιερωσύνη δεν συγκαταλέγεται στα επαγγέλματα, που εφεύρε ο άνθρωπος. Μόνον με αυτήν έχει προορισθεί από το Θεό να πραγματοποιηθεί όλο το σχέδιο της σωτηρίας.«Προσχεδίασε να πραγματοποιήσει με το έργο του Χριστού στην καθορισμένη στιγμή, να ενώσει όλα, ουράνια κι επίγεια, στο πρόσωπο του Χριστού»(Εφεσ. α’ 10).
Πρώτη εμφάνιση της ιερωσύνης.
Από την εμφάνιση των πρωτοπλάστων διαπιστώνουμε την ύπαρξη της ιερωσύνης στα ειδικά λατρευτικά μέσα, με τα οποία ο άνθρωπος λάτρευε τον Θεό. Μέσα στην έμφυτη πίστη του ανθρώπου προς το θείο υπήρχε και η έννοια της ιερωσύνης σαν του κατ’ εξοχήν μέσου για την εκδήλωση λατρείας προς τον πιστευόμενο Θεό. Τούτο το εκμεταλλεύθηκε και ο διάβολος και μετάστρεψε τα αισθήματα αυτά του ανθρώπου σε πίστη και λατρεία, όχι προς τον αληθινό Θεό, αλλά προς αυτόν, με ποικίλες μορφές και σχήματα, υποκλέπτοντας έτσι τη λατρεία που ανήκει μόνο στον Θεό.
Στην προ του Νόμου περίοδο, την «περίοδο της παραδόσεως», την ιερωσύνη εξασκούσαν ευλαβή πρόσωπα ή οι αρχηγοί της οικογένειας και της φυλής. Οι πρώτοι, που αναφέρονται ότι πρόσφεραν θυσίες στον Θεό είναι οι υιοί του Αδάμ, Κάϊν και Άβελ. Σ’ αυτούς συνέβη και η γνωστή αδελφοκτονία λόγω της μη προτιμήσεως από τον Θεό του δώρου του πρεσβύτερου αδελφού για την επίμεμπτη προσφορά του, ένεκα της οποίας τον είχε ελέγξει ο Θεός: «Δεν γνωρίζεις ότι εάν μεν προσφέρεις δώρα ως θυσία στον Θεό, δεν προσφέρεις όμως καλά δώρα, αμαρτάνεις;»(Γεν. δ’ 6). Το στοιχείο αυτό της ιερωσύνης, σαν προσφοράς λατρείας προς τον Θεό, το συναντούμε στους απογόνους του Σηθ και ιδίως στον Ενώς και στους μετά από αυτόν συνεχιστές της θεοσέβειας, Καϊνάν, Μαλελεήλ και Ιάρεδ και προ παντός στον Ενώχ, ο οποίος ευαρέστησε στον Θεό και «είχε εξαφανιστεί, διότι τον μετέθεσε στους ουρανούς»(Γεν. ε’ 24). Για την προφητική ιδιότητα που σήμαινε και την ιερατική ιδιότητα του δίκαιου Ενώχ, αναφέρει όπως είναι γνωστό και ο Απόστολος Ιούδας στην επιστολή του (Ιούδα 14-15).
Στη συνέχεια βλέπουμε την ιερωσύνη στον Νώε ακόμα πιο φανερή: «Και έκτισε ο Νώε θυσιαστήριο στον Κύριο. Πήρε δε και πρόσφερε θυσία ολοκαυτώματος προς τον Θεό από όλα τα καθαρά κτήνη… Και ήταν η θυσία στον Κύριο τον Θεό οσμή ευωδίας· και είπε Κύριος ο Θεός: δεν θα καταραστώ πια τη γη εξ αιτίας του ανθρώπου»(Γεν. η’ 20-21). Η προφητική και ιερατική ιδιότητα είναι επίσης φανερή στην περίπτωση του δίκαιου και άμεμπτου Ιώβ, ιδίως όταν ο Θεός ελέγχει τον φίλο του Ελιφάζ τον Θαιμανίτη και τον παραπέμπει στη μεσιτεία του Ιώβ· «Αμάρτησες συ και οι δύο φίλοι σου… Τώρα δε λάβετε εφτά μοσχάρια και εφτά κριάρια και πηγαίνετε στο δούλο μου Ιώβ, και θα προσφέρει θυσία για σας. Ιώβ δε ο δούλος μου θα προσευχηθεί για σας» (Ιώβ μβ’ 7-8).
Μετά, τέλειο τύπο προφήτη και ιερέα συναντούμε στο πρόσωπο του Μελχισεδέκ σύγχρονου του Αβραάμ, τον οποίον ο Παύλος χαρακτηρίζει σαν τύπο και εικόνα του μεγάλου Αρχιερέα Χριστού. Στη συνέχεια έχουμε τον Αβραάμ, του οποίου η πίστη και θεοσέβεια απέσπασαν την θεία εύνοια και ευλογία και στον οποίο δόθηκαν οι επαγγελίες ότι «διά των απογόνων του θα ευλογηθούν όλες οι φυλές της γης». Σ’ αυτόν και στους απογόνους του Ισαάκ και Ιακώβ η ιερατική και προφητική ιδιότητα έλαβε πιο συγκεκριμμένη μορφή. Σ’ αυτούς δόθηκαν σαφέστερες αποκαλύψεις για την μελλοντική παρουσία του Νόμου και οι αινιγματώδεις προφητείες για τη σάρκωση του Θεού Λόγου. Τόσο ο Αβραάμ όσο και οι απόγονοί του, στις περιπετειώδεις μετακινήσεις τους στη γη Χαναάν, ίδρυαν στήλες και θυσιαστήρια και πρόσφεραν θυσίες στον Θεό, είτε ευχαριστώντας Τον για τις αποκαλύψεις Του ή τη σωτηρία που τους χάριζε, είτε παρακαλώντας Τον για βοήθεια και αντίληψη στις δυσκολίες τους.
Το συμπέρασμα είναι ότι η ιερωσύνη ήταν πάντοτε ο μόνος τρόπος επικοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό και μέσω αυτής αποκαλύπτονται οι θείες βουλές και αποφάσεις. Ας αναφέρουμε μια αξιοσημείωτη περίπτωση από την Γένεση μετά από μια θυσία που πρόσταζε ο Θεός τον Αβραάμ να προσφέρει. «Κατά δε το ηλιοβασίλεμα ήρθε έκσταση στον Άβραμ … και είπε ο Κύριος στον Άβραμ· μάθε ότι οι απόγονοί σου θα παροικήσουν σε ξένη γη, όπου θα γίνουν δούλοι και θα τους τυραννήσουν τετρακόσια χρόνια…Έπειτα θα φύγουν από εκεί και θα έρθουν εδώ με πολλά πλούτη»(ιε’ 9-14). Στο δισταγμό του Αβραάμ ή μάλλον στην ερώτησή του: «Πώς θα γνωρίζω ότι θα κληρονομήσω αυτήν τη γη(τη γη της επαγγελίας);», διατάχθηκε από τον Θεό να προσφέρει θυσία και μετά την ιεροτελεστία του δόθηκε η αποκάλυψη. Μάλιστα, σε μια υπέρτατη έξαρση πίστεως και θεοσέβειας δεν προσφέρθηκε να θυσιάσει και τον ίδιο τον υιό του, όταν τον δοκίμαζε σχετικά ο Θεός; Γι’ αυτό αξιώθηκε ν’ ακούσει από τον Θεό το πλήρωμα της επαγγελίας, που του δόθηκε με όρκο, και η οποία πραγματοποιήθηκε στο πρόσωπο του εκ του σπέρματός του σαρκωθέντος Λόγου του Θεού. Ο θεσμός λοιπόν της ιερωσύνης αποδεικνύεται ότι ήταν πάντοτε απαραίτητος σαν μέσο επικοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό.
Δεύτερη περίοδος της ιερωσύνης: η του Μωσαϊκού Νόμου.
Στην περίοδο του Μωσαϊκού Νόμου που ακολουθεί, όλοι μας γνωρίζουμε τις λεπτομέρειες και την έκταση που έλαβε η ιερωσύνη. Η ιερωσύνη και η προφητεία, άσχετα με το ποιά προηγείτο και ποιά ακολουθούσε, ήσαν αλληλένδετες και γι’ αυτό συνέβαινε να υπάρχουν ταυτόχρονα. Και η μεν προφητεία συχνά ήταν σπάνια λόγω της αποκλίσεως των Ισραηλιτών από την ορθή λατρεία του Νόμου, η ιερωσύνη όμως ποτέ δεν σταμάτησε. Ήταν μάλιστα η πρώτη τους πάντα φροντίδα, μετά από τις εθνικές συμφορές και ταλαιπωρίες, να ανασυγκροτήσουν το ιερό και τη θυσία. Αυτή την μέριμνα διαπιστώνουμε και στην προσευχή των τριών Παίδων, τον καιρό της Βαβυλωνείου αιχμαλωσίας: «Διότι δεν υπάρχει αυτόν τον καιρό ούτε άρχοντας και προφήτης, και ηγούμενος, ούτε ολοκαύτωμα, ούτε θυσία, ούτε προσφορά, ούτε θυμίαμα, ούτε θυσιαστήριο να προσφέρουμε θυσία για να βρούμε έλεος από σένα».
Στον Ισραήλ η ιερωσύνη δεν περιορίστηκε μόνο στο λατρευτικό και τελετουργικό τομέα, αλλ’ επεκτάθηκε και στο διοικητικό και εθνικό τομέα. Ας θυμηθούμε τον Μωυσή, ο οποίος υπήρξε και Μεσίτης μεταξύ Θεού και Εβραίων και Εθνάρχης και στρατηγός και νομοθέτης, ιδιότητες που, όταν άλλοι ομόφυλοί του της Λευϊτικής φυλής θέλησαν να συμμερισθούν, επιτιμήθηκαν και παιδεύτηκαν από τον Θεό διότι νόμισαν την ιερωσύνη ανθρώπινη ιδιότητα. Αυτοί ήσαν οι περί τον Δαθάν και Αβειρών και Κορέ. Το ίδιο έπαθε και ο βασιλέας του Ισραήλ Ιωσίας, όταν επιχείρησε να προσφέρει ο ίδιος θυσία αντί του ορισμένου από το Νόμο ιερέα, και έγινε αμέσως λεπρός. Ο ζήλος και η πρόνοια του Θεού για την προάσπιση της ιερωσύνης και των λειτουργών της εκφράζεται με τα θεία λόγια. «Μην αγγίζετε τους αγίους μου και μη κάνετε τίποτε το κακό στους προφήτες μου» (Α’ Παραλειπ. ις’ 22).
Η κλήση του Μωυσή εκεί στη φλεγόμενη βάτο, όπου χρίσθηκε από τον Θεό ηγέτης και προφήτης, αποτελεί απόδειξη της θείας οικονομίας και του θείου θελήματος ότι μέσω της ιερωσύνης θα γινόταν και θα συνεχιζόταν η θεία αποκάλυψη και όλη η συγκατάβαση του Θεού και επικοινωνία με τον άνθρωπο. Οι διάδοχοι του Μωυσή, Ιησούς του Ναυή πρώτα και οι Κριτές ύστερα, ήσαν οι συνεχιστές της εφαρμογής του θείου θελήματος το οποίον ήταν να διοικούνται οι Ισραηλίτες, σαν περιούσιος λαός, από τον ίδιο τον Θεό μέσω της ιερατικής και προφητικής τάξεως. Απόδειξη η θεία δυσαρέσκεια, όταν οι Ισραηλίτες, παρά τη διαδικασία διακυβερνήσεως που καθόριζε ο Θεός, ζήτησαν βασιλέα αντί των Κριτών: «Και είπε ο Κύριος προς τον Σαμουήλ: με αυτό το αίτημά τους δεν περιφρονούν εσένα, αλλά εμένα, επειδή δεν θέλουν να βασιλεύω εγώ σ’ αυτούς»(Α’ Βασιλ. η’ 7).
Το τελευταίο παράδειγμα που θα αναφέρουμε από την περίοδο του Νόμου σχετικά με το θείο υπούργημα της Ιερωσύνης είναι η παραγγελία του Μωυσή προς τον Ισραήλ να αναμένει και να δεχθεί τον μέλλοντα Μεσσία και λυτρωτή υπό το σχήμα και το όνομα του προφήτη: «Κύριος ο Θεός σου θα αναδείξει ανάμεσα από τους αδελφούς σου Ισραηλίτες ένα προφήτη σαν εμένα· σ’ αυτόν πλέον θα υπακούετε»(Δευτ. ιη’ 15). Έτσι φθάνουμε στη νέα περίοδο της Χάριτος, όπου, στο πρόσωπο του Μεσσία, συναντούμε το χρίσμα του ιερέα και προφήτη στον υπέρτατο βαθμό.
Τρίτη περίοδος της ιερωσύνης: η της Χάριτος.
Πράγματι, όσο κι’ αν ο θεσμός της ιερωσύνης βρίσκεται σε εξέλιξη και έξαρση στον Μωσαϊκό Νόμο, όταν έλθουμε στην περίοδο της Χάριτος (δηλ. στη Χριστιανική εποχή) θα διαπιστώσουμε ότι δεν ήταν μέχρι τότε παρά μια σκιά, ένα αντίτυπο της πραγματικής ιερωσύνης και διαφέρει από αυτήν όσο διαφέρουν οι πραγματικότητες από τα σύμβολα που τις εικονίζουν. Το πραγματικό νόημα της ιερωσύνης και η καθολική της θέση και αποστολή ολοκληρώθηκε στη νέα αυτή περίοδο της Χάριτος, όπου έδωσε την μαρτυρία της ο Κύριός μας Ιησούς ως αιώνιος Αρχιερέας και Ποιμένας. Επεκτείνοντας ο Χριστός την αρχιερατική Του ιδιότητα στους αιώνες, μετάδωσε και στους πιστούς Του τη χάρη και ευλογία να παραμένουν αιωνίως «βασίλειον ιεράτευμα» στην ουράνιά Του βασιλεία.
Ο Σωτήρας μας Ι. Χριστός, ως «Αρχιερέας κατά την τάξη Μελχισεδέκ», «που πρόσφερε μια θυσία για τις αμαρτίες», παραμένει αιωνίως ως ο μόνος Μεσίτης Θεού και ανθρώπων, «αρχιερέας των μελλόντων αγαθών», «των αγίων λειτουργός και της σκηνής της αληθινής» (Εβρ. στ’ 20. η’ 2. θ’ 11. ι’ 12 κ.ά.) (Α’ Τιμ. β’ 5).
Ιδρύοντας ο Κύριός μας την Εκκλησία Του, βλέπουμε ότι είχε σαν πρώτο του μέλημα την καθιέρωση, διά των Αποστόλων Του, του θεσμού της ιερωσύνης σαν πρώτης βάσεως, η οποία και με τους διαδόχους τους συνεχίζεται μέχρι σήμερα και θα συνεχίζεται μέχρι συντέλειας των αιώνων. Έτσι, όταν ο Κύριός μας άρχισε το δημόσιο έργο του, εξέλεξε «και διόρισε δώδεκα, τους οποίους και ονόμασε “αποστόλους”, για να είναι μαζί του και για να τους αποστέλλει να κηρύττουν και να έχουν εξουσία να βγάζουν τα δαιμόνια» (Μάρκ. γ’ 14-15). Μαζί με τις δυνάμεις αυτές της θαυματουργίας και των ιάσεων, τους έδινε και ποιμαντικές δυνάμεις και ιδιότητες, που συνιστούν απαραίτητο στοιχείο της αποστολικοϊερατικής εξουσίας. «Μετά δε ανέδειξε ο Κύριος και άλλους εβδομήντα (αποστόλους)», στους οποίους μετάδωσε τη δική του εξουσία ώστε να τους λέει: «Όποιος ακούει εσάς ακούει εμένα και όποιος απορρίπτει εσάς απορρίπτει εμένα»(Λουκ. ι’ 16). Τους μαθητές αυτούς και Αποστόλους του, ο Κύριος, τους δίδασκε ιδιατέρως και τους αποκάλυπτε τα μυστήρια της θείας οικονομίας, τα βαθύτερα νοήματα της ευδοκίας του Πατρός, το μυστήριο της θείας Του κενώσεως, αναδεικνύοντας έτσι την ιερωσύνη την οποίαν μετάδωσε στους μαθητές του σαν το κατ’ εξοχήν λειτούργημα της θείας αποκαλύψεως για τον αγιασμό των ανθρώπων. Αργότερα, την ημέρα της Αναστάσεως, μετάδωσε σ’ αυτούς το Πνεύμα το Άγιο και εξουσία του «δεσμείν και λύειν», αποστέλλοντάς τους στο έργο που τους ανέθεσε, «καθώς με έχει αποστείλει ο Πατέρας κι εγώ στέλνω εσάς» (Ιω. κ’ 21). Μεταβίβασε έτσι σ’ αυτούς τη δική Του εξουσία, πράγμα που σημαίνει την παράταση της θείας Του σαρκώσεως και παρουσίας μέσα στον κόσμο.
Η έναρξη της ιερωσύνης, στην περίοδο της Χάριτος, ως θείου μυστηρίου, συναντάται στο πρόσωπο του «μεγαλύτερου των προφητών», Προδρόμου και Βαπτιστή Ιωάννη. Ο μέγιστος αυτός προφηταπόστολος, αφού σφράγισε τον παλαιό Νόμο των συμβόλων και των σκιών, φανέρωσε τον αναμενόμενο Μεσσία, εγκαινίασε την παρουσία της Εκκλησίας σαν της ακατάλυτης και αιώνιας βασιλείας του Θεού, έδειξε την οδό που οδηγεί σ’ αυτήν, που είναι η μετάνοια και θεμελίωσε το πρώτο μυστήριο, το θείο βάπτισμα που εισάγει σ’ αυτήν. Τελείωσε την θεία του αποστολή με το βάπτισμα του Κυρίου μας Ι. Χριστού, «αν και δεν χρειαζόταν καθαρισμό», ενεργώντας έτσι στην αποκάλυψη του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος που αποτελεί τη βάση της αληθινής πίστεως και στο οποίο κάθε βαπτιζόμενος υποχρεούται να πιστεύει, αποδεικνύοντας έτσι τη δογματική —ας την ονομάσουμε— θέση που κατέχει η ιερωσύνη μέσα στα πλαίσια της θείας αποκαλύψεως και της κοσμοσωτηρίου οικονομίας. Μετά την παράδοση και τελείωση του Ιωάννη του Βαπτιστή, οι θείοι Απόστολοι παρέλαβαν κατά τρόπο πιο επίσημο την ιερωσύνη από τον Κύριό μας, την οποίαν και μεταβίβασαν στους διαδόχους τους, τους Επισκόπους και πρεσβυτέρους της Εκκλησίας, οι οποίοι είναι οι μέχρι της συντελείας των αιώνων συνεχιστές του έργου τους.
Σαν προσδιορισμό της ιερωσύνης, μπορούμε να πούμε ότι αυτή αποτελεί ένα στοιχείο της ουσίας της Εκκλησίας, το οποίο προσδίδει στους νόμιμους λειτουργούς της μια ειδική δύναμη και εξουσία να επιτελούν τα θεία μυστήρια, να ερμηνεύουν την θεία αποκάλυψη και να διακονούν στην οικονομία της σωτηρίας που πραγματοποιεί μεταξύ των ανθρώπων ο Κύριος μας Ι. Χριστός.
Η Εκκλησία, με τη συνεχιζόμενη παρουσία του ιδρυτού της Κυρίου μας Ι. Χριστού ως κεφαλής της, αλλά και με την αδιάλειπτη ενέργεια του Αγίου Πνεύματος που την κυβερνά και την οδηγεί στον τελικό της προορισμό, αποτελεί επέκταση της θείας σαρκώσεως. Συνεχίζοντας η Εκκλησία το έργο του Χριστού πάνω στη γη κάνει τους πιστούς να το οικειοποιούνται και, αν και βρίσκονται ακόμα στον αγώνα σαν «πάροικοι και παρεπίδημοι», να έχουν τη βεβαιότητα για τα επαγγελλόμενα αγαθά, ώστε να μην αισθάνονται «ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίτες των αγίων και οικείοι του Θεού» (Εφεσ. β’ 19).
Αυτή η οικειοποίηση του έργου του Κυρίου μας εκ μέρους των πιστών επιτυγχάνεται μέσα στην Εκκλησία με τα διάφορα λειτουργήματα της ιερωσύνης, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προέκταση των μεσσιανικών ιδιοτήτων του Σωτήρα μας Χριστού ως Προφήτου, Αρχιερέως και Βασιλέως και οι οποίες μεταβιβάσθηκαν από τον ίδιο στους μαθητές Του και απ’ αυτούς στους διαδόχους τους. Οι διακονίες αυτές που ονομάσαμε λειτουργήματα είναι: το κήρυγμα του θείου Λόγου, που αποτελεί τη μετάδοση της αλήθειας του θείου θελήματος το οποίο αποκαλύφθηκε στο πρόσωπο του Χριστού, περί των θείων μυστηρίων και της πανσόφου οικονομίας του Θεού. Είναι ακόμα ο αγιασμός, που ενεργοποιεί διά των γενικών και των ειδικών μέσων της Χάριτος και των μυστηρίων, τη δωρεά και απολύτρωση από το Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού. Είναι επίσης η διακυβέρνηση και καθοδήγηση των ψυχών των πιστών για την επάξια συμμετοχή στους καρπούς του Πνεύματος, ώστε με αυτό τον τρόπο φωτιζόμενοι και αγιαζόμενοι να είναι ικανοί να ανταποκρίνονται στην προς τον Θεό και τον πλησίον αγάπη. Όλα αυτά και οτιδήποτε άλλο ενεργείται προς οικειοποίηση του σωτηριώδους έργου του Χριστού, επιτυγχάνεται μόνο με την «μεσιτεία» της ιερωσύνης.
Για την μεγάλη αξία και υψηλή θέση της ιερωσύνης ας αναφέρουμε μερικά χαρακτηριστικά λόγια του μεγάλου ιεράρχου Ιωάννου Χρυσοστόμου: «Η ιερωσύνη τελείται μεν στη γη, ανήκει όμως στην τάξη των επουρανίων ταγμάτων». «Διότι όσοι κατοικούν και ζουν στη γη, τους δόθηκε το δικαίωμα να διοικούν τα ουράνια και πήραν εξουσία που ο Θεός δεν την έδωσε ούτε σε αγγέλους ούτε σε αρχαγγέλους». «Ποιά εξουσία είναι μεγαλύτερη απ’ αυτήν; Ο Πατέρας έδωσε στον Υιό όλη την εξουσία να κρίνει τους ανθρώπους· βλέπω δε αυτήν να την έχει δώσει όλη στα χέρια των ιερέων ο Υιός». Γι’ αυτό σε μια άλλη ομιλία του τονίζει ότι «αυτός που έλαβε την ιερωσύνη είναι ανώτερος από αυτόν που έχει βασιλική εξουσία».
Από αυτά είναι φανερό ότι η ιερωσύνη είναι κάτι το ασύγκριτο, γιατί πηγάζει από τον Θεάνθρωπο Κύριό μας, ο οποίος μεταδίδει την ιδιότητά Του αυτή στους μαθητές Του που προχειρίστηκαν συμμέτοχοι στην ιερωσύνη Του, για τη συνέχιση του έργου Του: «Καθώς απέστειλες εμένα στον κόσμο κι εγώ απέστειλα αυτούς στον κόσμο… Κι εγώ τη δόξα που μου έχεις δώσει, τους την έχω δώσει» (Ιω. ιζ’ 18,22).
Ο Απ. Παύλος, έχοντας αυτά υπ’ όψιν γράφει· «Και αυτός έδωσε άλλους αποστόλους, άλλους προφήτες, άλλους ευαγγελιστές, άλλους ποιμένες και δασκάλους, με σκοπό τον καταρτισμό των αγίων σε έργο διακονίας, για την οικοδομή του σώματος του Χριστού»(Εφεσ. δ’ 10-12). Είναι λοιπόν η ιερωσύνη μια θεία διακονία και αποστολή που ενσαρκώνει όλη τη δύναμη και χάρη και εξουσία του Θεανθρώπου Σωτήρα Χριστού για τη συνέχιση του σωτηριώδους έργου του σ’ όλες τις εποχές και σ’ όλες τις γενεές.
Ο Κύριός μας, όπως γνωρίζουμε, μετά την ανάστασή Του και πριν την ανάληψή Του «ενεφύσησε» στους μαθητές Του τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και τρόπον τινά τους «χειροτόνησε», τους έδωσε την ιερατική εξουσία για να συνεχίσουν το έργο Του. Η τελείωσή τους όμως στην ιερωσύνη, η οποία θα τους επέτρεπε να αναλάβουν σ’ όλο τον κόσμο το σωτηριώδες αυτό έργο, έγινε την ημέρα της Πεντηκοστής. «Παράγγειλε σ’ αυτούς να μην αποχωρούν από τα Ιεροσόλυμα, αλλά να περιμένουν την υπόσχεση του Πατέρα που ακούσατε από εμένα… αλλά θα λάβετε δύναμη, όταν έρθει το Άγιο Πνεύμα πάνω σας…» (Πράξ. α’ 4. 8).
Η κάθοδος αυτή του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής αποτέλεσε το χρίσμα για ολόκληρη την Εκκλησία, ιδιαίτερα όμως το χρίσμα της εκλογής και αναδείξεως των πρώτων λειτουργών της, των Αποστόλων. Η «γλωσσοπυρσόμορφος» χάρις που επαναπαύθηκε στις κεφαλές των Αποστόλων είναι η ίδια χάρις που επέρχεται και σήμερα κατά την Επισκοπική χειροθεσία, η οποία τελειοποιεί τον χειροτονούμενο στην αποστολή του. Πράγματι, τη μεταβολή και τελείωση αυτή τη βλέπουμε καθαρά στην περίπτωση των Αποστόλων, οι οποίοι «και γέμισαν όλοι Πνεύμα Άγιο και άρχισαν να λαλούν άλλες γλώσσες καθώς το Πνεύμα τούς έδινε να εκφράζονται»(Πράξ. β’ 4). Αφού προχειρίστηκαν κήρυκες ολόκληρου του κόσμου, τους δόθηκε και το απαραίτητο για το σκοπό αυτό εφόδιο, η γλωσσολαλιά, αλλά και άλλα χαρίσματα της προφηταποστολικής ιδιότητάς τους. Την πρώτη χρήση αυτής της εξουσίας τους έκαναν οι Απόστολοι εκείνες τις ημέρες μπροστά στα πολυεθνικά πλήθη της Ιερουσαλήμ, κηρύττοντας στη γλώσσα του καθενός τα μεγαλεία του Θεού (Πράξ. β’ 1-47).
Η ιερωσύνη αυτή που δόθηκε από τον Κύριο στους Αποστόλους έπρεπε να συνεχίζεται μέχρι συντελείας των αιώνων, διότι αποτελεί, όπως είδαμε, αναγκαία λειτουργία του σωτηριώδους έργου της Εκκλησίας. Γι’ αυτό οι Απόστολοι καθιέρωσαν διαδόχους και συνεχιστές του έργου τους, χειροτονώντας σε κάθε πόλη και χώρα Επισκόπους και Πρεσβυτέρους (Πράξ. ιδ’ 23), σύμφωνα εξ άλλου με το θέλημα του Κυρίου (Εφεσ. δ’ 10-12, Α’ Κορ. ιβ’ 28).
Όπως είδαμε, ο Κύριος μας Ι. Χριστός είναι ο μέγας και αιώνιος Αρχιερέας, και σαν τέτοιος κατέχει το πλήρωμα της ιερωσύνης, είναι ο μόνος ιερέας με την απόλυτη έννοια του όρου. Οι ιερείς της Εκκλησίας (οι Απόστολοι και οι διάδοχοί τους ύστερα) δεν έχουν από μόνοι τους την ιερωσύνη, αλλά μετέχουν στην Αρχιερωσύνη του Χριστού.
Η ιερωσύνη σαν μυστήριο είναι μία και ενιαία, αλλά διακρινόμενη από την άποψη των πολλαπλών της λειτουργημάτων υπάρχει σε τρεις κυρίως βαθμούς: του Διακόνου, του Πρεσβύτερου και του Επίσκοπου. Ο Επίσκοπος, που κατέχει τον τρίτο και ανώτερο βαθμό, αποτελεί την εικόνα του Αρχιερέα Χριστού και των Αποστόλων και κατέχει το επί της γης πλήρωμα της ιερατικής εξουσίας. Στη χάρη αυτή της αρχιερωσύνης του Επισκοπικού βαθμού περιέχονται και οι άλλοι δύο βαθμοί της ιερωσύνης (του πρεσβύτερου και διακόνου)· γι’ αυτό ο Επίσκοπος μπορεί να τελεί όλα τα ποιμαντικά και διδακτικά καθήκοντα. Ο πρεσβύτερος πάλι, πραγματοποιεί με τη χάρη της ιερωσύνης του, όλα τα μυστήρια και όλες τις ιεροτελεστίες εκτός από τη χειροτονία και χειροθεσία, τον εγκαινιασμό ναού, τον καθαγιασμό του αγίου Μύρου (το οποίο όμως μπορεί να μεταδίδει), και την εξομολόγηση, το έργο της οποίας εξασκεί μετά από ειδική άδεια του Επίσκοπου.
Όσον αφορά τους διακόνους, είναι γνωστή η από τους Αποστόλους εκλογή και χειροτονία των επτά Διακόνων (Πράξ. στ’ 1-6). Το έργο τους, αν και στην αρχή ήταν η «διακονία των τραπεζών» (δηλ. η διανομή των τροφών και βοηθημάτων), ήταν εν τούτοις συνυφασμένο με την «κλάση του άρτου», δηλ. την θεία Ευχαριστία, και άλλα πνευματικά λειτουργήματα. Βλέπουμε π.χ. τον Στέφανο να κηρύττει τον θείο λόγο και να πεθαίνει μαρτυρικά γι’ αυτόν, τον δε Φίλιππο να ευαγγελίζεται τον Χριστό και να βαπτίζει τον ευνούχο της βασιλίσσης Κανδάκης (Πράξ. ζ’ και η’). Σε επιστολές εξάλλου του Παύλου είναι φανερό ότι οι διάκονοι εκπλήρωναν καθήκοντα που απέρρεαν από την ιερωσύνη. Τούτο επιβεβαιώνεται και από τους άμεσους διαδόχους των Αποστόλων, όπως π.χ. τον Ιγνάτιο τον Θεοφόρο. Τα καθήκοντα αυτά συνίσταντο στο να βοηθούν το έργο του πρεσβύτερου και του Επισκόπου στην τέλεση των θείων μυστηρίων, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα.
Ο Θεσσαλονίκης Συμεών προσδιορίζει ως εξής, κατά την ορθόδοξη μυσταγωγική παράδοση, τις μεταξύ των τριών βαθμών της ιερωσύνης διακρίσεις: ο Επίσκοπος, λέει είναι εικόνα του Θεού και μετά απ’ αυτόν ο πρεσβύτερος, και για τα άλλα χαρίσματα, και επειδή τελεί τη θεία Ευχαριστία. Ο Επίσκοπος λοιπόν είναι εικόνα του Πατέρα των Φώτων, από τον οποίον πηγάζει κάθε αγαθό και κάθε τέλειο δώρο, και για όλα αυτά μεταδίδει φωτισμό. Ο πρεσβύτερος προτυπώνει τις υπέρτερες τάξεις και είναι δεύτερο φως, μεταδίδει και τελεί τα μυστήρια, και γι’ αυτό λέγεται και τελεστικός. Ο διάκονος δε είναι η τρίτη τάξη και προτυπώνει τους λειτουργικούς αγγέλους, οι οποίοι αποστέλλονται σ’ όσους θα κληρονομήσουν τη σωτηρία, και γι’ αυτό κήρυκας και ετοιμάζων, και λειτουργικός ονομάζεται.
Στον καθένα από τους τρεις βαθμούς της ιερωσύνης διακρίνουμε και ορισμένα αξιώματα ή οφφίκια, τα οποία είναι διοικητικής φύσεως, τιμητικά και όχι δογματικά, και γι’ αυτό δεν μεταβάλλουν την ουσία κάθε βαθμού. Έτσι, ο βαθμός του διακόνου περιλαμβάνει τις διακρίσεις του αρχιδιακόνου, του δευτερεύοντος και του τριτεύοντος. Ο του πρεσβύτερου περιλαμβάνει τις διακρίσεις του πρωτοπρεσβύτερου, του οικονόμου, του μεγάλου οικονόμου, του συγγέλλου, του πρωτοσυγγέλλου, του αρχιμανδρίτου, του μεγάλου πρωτοσυγγέλλου κλπ. Τέλος, ο βαθμός του Επισκόπου περιλαμβάνει το αξίωμα του βοηθού Επισκόπου, όταν αυτός υπάγεται διοικητικά σε άλλον Επίσκοπο, του Μητροπολίτου, όταν δεν υπάγεται σε άλλον Επίσκοπο, του Αρχιεπισκόπου και του Πατριάρχη. Ο τελευταίος είναι ανεξάρτητος από όλους τους άλλους και σ’ αυτόν υπάγονται οι λοιποί Μητροπολίτες και βοηθοί Επίσκοποι που βρίσκονται στην περιοχή του Πατριαρχικού κλίματος, αποτελώντας ανεξάρτητη και «αυτοκέφαλη» Εκκλησία.
Η διάκριση μεταξύ Επισκόπου και πρεσβύτερου κατά την αποστολική εποχή ήταν κάπως ασαφής, κι αυτό διότι τότε πραγματικοί επίσκοποι ήσαν οι Απόστολοι. Όταν οι Απόστολοι διασκορπίστηκαν σε διάφορους τόπους και ίδρυαν χριστιανικές εκκλησίες, χειροτονούσαν παντού πρεσβυτέρους, τους οποίους συχνά ονόμαζαν επισκόπους, για τις συνήθεις αγιαστικές και ποιμαντικές ανάγκες. Επίσκοποι όμως στην κυριολεξία ήσαν οι Απόστολοι, οι οποίοι είχαν τη γενική πρόνοια της Εκκλησίας. Όταν η Εκκλησία εξαπλώθηκε και οι Απόστολοι δεν μπορούσαν να εξασκούν παντού προσωπική παρακολούθηση και διοίκηση, φρόντιζαν να μεταβιβάζουν την αποστολική εξουσία τους σε άλλα κατάλληλα πρόσωπα, στα οποία μεταβίβαζαν τη Χάρη της Αρχιερωσύνης, και τα οποία έγιναν διάδοχοί τους στο Επισκοπικό αξίωμα. Τέτοιοι ήσαν ο Τιμόθεος στην Έφεσο κι ο Τίτος στην Κρήτη.
Όρισμένα πρόσωπα επίσης, απ’ ότι φαίνεται από τις επιστολές του Παύλου, αποστέλλονταν και ενεργούσαν εν ονόματι των Αποστόλων, όταν η προσωπική παρουσία των τελευταίων ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατη: π.χ. ο Τιμόθεος, ο Επαφρόδιτος, ο Άρχιππος κ.ά. (Φιλιπ. β’ 19-30. Κολ. δ’ 17 κ.ά.). Στους απεσταλμένους αυτούς φαίνονται τα πρώτα δείγματα του ειδικού επισκοπικού αξιώματος που διακρίνεται σαφώς από το του πρεσβύτερου. Το αξίωμα αυτό των εκτάκτων απεσταλμενων των Αποστόλων έλαβε σταδιακά την μόνιμη Επισκοπική ιδιότητα, όπως συνέβη με τον Τιμόθεο στην Έφεσο και τον Τίτο στην Κρήτη. Η εξέλιξη αυτή σε τοπικό επίσκοπικό αξίωμα παρουσιάσθηκε και πιο νωρίς, στην εκκλησία των Ιεροσολύμων όπου, σύμφωνα με αξιόπιστες μαρτυρίες, ο αδελφόθεος Ιάκωβος έγινε ο πρώτος Επίσκοπός τους.
Τέλος η διάκριση αυτή των τριών βαθμών της ιερωσύνης, εκτός από τις αγιογραφικές μαρτυρίες, κατοχυρώνεται και από ολόκληρη την εκκλησιαστική μας παράδοση, και ιδιαίτερα, από τους αποστολικούς πατέρες Ιγνάτιο τον Θεοφόρο και Πολύκαρπο Σμύρνης. Αργότερα όλα όσα αφορούσαν την ιερωσύνη καθορίστηκαν με περισσότερη ακρίβεια από τις Οικουμενικές Συνόδους, οι οποίες ρύθμισαν λεπτομερώς τη δομή της ιερωσύνης, ώστε να υπάρχει σήμερα η πρέπουσα ευταξία και να επιτελειται κανονικά το έργο της Εκκλησίας. Έτσι, ενώ στην πρώτη Εκκλησία η ορολογία ήταν συχνά κοινή —όπως είδαμε οι πρεσβύτεροι ονομάζονταν συχνά και επίσκοποι, αλλά και οι Απόστολοι ονόμαζαν καμία φορά τον εαυτό τους «συμπρεσβύτερο» (Α’ Πέτρ. ε’ 1) και «διάκονο» (Α’ Κορ. γ’ 5. Β’ Κορ. γ’ 6. στ’ 4 κ.ά.)— τελικά η Εκκλησία καθόρισε το ζήτημα με την πρέπουσα ακρίβεια, όπως το βλέπουμε σήμερα.
Αυτά λοιπόν για το θείο μυστήριο της ιερωσύνης που καμμιά άλλη τάξη ή αποστολή δεν μπορεί να αντικαταστήσει. Είναι ένα μυστήριο που κατεβάζει τον ουρανό στη γη και που ανεβάζει τη γη (την θεανθρωποποιηθείσα από τον Χριστό φύση του Αδάμ) υπεράνω των ουρανών. Είναι μια διακονία που ενσαρκώνει όλη τη χάρη και εξουσία του Σωτήρα μας Χριστού και συνεχίζει το έργο Του μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας. Η Αγία Γραφή και ιδιαίτερα ο Απ. Παύλος μας μιλούν συχνά για το μεγαλείο της και για τις ιδιότητες και τα καθήκοντα που πρέπει να χαρακτηρίζουν τους λειτουργούς της. Αρκεί να μελετήσει κάποιος μεταξύ άλλων τις Α’ και Β’ προς Τιμόθεον και την προς Τίτον επιστολή του Απ. Παύλου, αλλά και άλλα κείμενα, όπως Πράξ. ιδ’ 23, κ’ 28 κ.ά., Ίακ. ε’ 14 κ.ά.
Πηγή: (Γέροντος Ιωσήφ, Λόγοι Παρακλήσεως, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 15, σ. 303-318 σε νεοελληνική απόδοση), Ι.Μ. Μονή Βατοπαιδίου