Τό ιστολόγιο ΚΑΙΟΜΕΝΗ ΒΑΤΟΣ έφερε στη δημοσιότητα μία πρωτοφανή κίνηση στα χρονικά λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ. Η είδηση ανέφερε ότι ο Κοσμήτορας της Σχολής κ. Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, απομάκρυνε το προσκυνητάρι με την εικόνα του Ιησού Χριστού από την είσοδο του Πανεπιστημίου και το τοποθέτησε στον 4ο όροφο, έξω από το παρεκκλήσι της Σχολής.
Στο δημοσίευμα αυτό απάντησε ο κ. Κοσμήτορας υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, πως «το προσκυνητάρι μεταφέρθηκε στον φυσικό του χώρο, δηλαδή έξω από το παρεκκλήσι της Σχολής, προσδίδοντας ιεροπρέπεια και καθιστώντας ευδιάκριτη την είσοδο του παρεκκλησίου», καθώς επίσης, πως «οι όποιες παρεμβάσεις έγιναν, έχουν σκοπό την αποκατάσταση ζημιών και τον ευπρεπισμό της Σχολής», ενώ υπογραμμίζει πως όλα αυτά δεν έχουν καμία σχέση με τη σχεδιαζόμενη λειτουργία της κατεύθυνσης Ισλαμικών Σπουδών στο Τμήμα Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ.
Ας μου επιτραπούν δύο παρατηρήσεις στα λεγόμενα του κ. Κοσμήτορα και μία πρόταση.
1. Προβληματίζει έντονα το γεγονός ότι, η επιχειρηματολογία αλλά ακόμη και η φρασεολογία που χρησιμοποιεί ο κ. Μ. Κωνσταντίνου για την απομάκρυνση της εικόνας του Χριστού από την είσοδο της Θεολογικής Σχολής, είναι οι ίδιες ακριβώς που χρησιμοποιούν και οι άθεοι και οι κάθε λογής χριστιανομάχοι και εικονομάχοι για την απομάκρυνση των εικόνων από τα σχολεία, τα δικαστήρια και γενικά, τα δημόσια κτίρια. Όλοι αυτοί, κατά περίεργο τρόπο, υποστηρίζουν την ταυτόσημη θέση ότι, ο φυσικός χώρος των θρησκευτικών συμβόλων και των λατρευτικών αντικειμένων, είναι μόνον ο χώρος της εκκλησίας.
2. Εκπλήσσει δυσάρεστα η αναφορά του κ. Κοσμήτορα σε «ευπρεπισμό της Σχολής», ο οποίος πραγματοποιείται, μεταξύ των άλλων, και με την μετακίνηση της εικόνας του Χριστού! Δεν μπορεί να διανοηθεί κανείς ότι Κοσμήτορας Θεολογικής Σχολής που, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, είναι κοντά στην Εκκλησία και την διακονεί διαρκώς, θεωρεί παράλληλα πως, λόγω ευπρεπισμού, η εικόνα του Χριστού δεν αρμόζει να βρίσκεται σε περίοπτη θέση, σε χώρο της Θεολογικής Σχολής. Διότι, τότε, κατά την ταπεινή μας γνώμη, δεν θα επρόκειτο για ευπρεπισμό της Θεολογικής Σχολής, αλλά για τη μεγαλύτερη απρέπεια και ταυτόχρονα μια ασυγχώρητη βλασφημία προς το πρόσωπο του ίδιου του Χριστού και προς την Εκκλησία Του και, μάλιστα, από έναν άνθρωπο που εκ των πραγμάτων έχει ταχθεί να υπηρετεί την υψηλή επιστήμη της Θεολογίας.
Οι παραπάνω δύο παρατηρήσεις ωθούν στη διατύπωση μίας πρότασης.
Επειδή πολλές φορές οι πράξεις, πέρα των πραγματικών αιτίων που τις επιβάλλουν, δημιουργούν ανεπιθύμητους συνειρμούς και παράγουν δυσάρεστους συμβολισμούς, καλό θα ήταν, εν προκειμένω, ο κ. Κοσμήτορας να επανεξετάσει την απόφασή του, επαναφέροντας το προσκυνητάρι του Χριστού στη προτεραία θέση του και τοποθετώντας, αφού το επιθυμεί, ένα άλλο προσκυνητάρι έξω από το παρεκκλήσι της Σχολής που βρίσκεται στον 4ο όροφο του κτιρίου. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο έμπρακτα θα αποδείξει τη μεταμέλειά του για την ανώφελη αναστάτωση που προκάλεσε με την άστοχη κίνηση της απομάκρυνσης της εικόνας του Χριστού. Σε διαφορετική περίπτωση, θα λέγαμε, ότι η παραίτηση πάντα κρύβει μέσα της και μια αξιοπρέπεια, ιδιαίτερα όταν γίνεται εκούσια και με ευπρέπεια.