Ὑπάρχουν δυὸ βασικὲς ἀλήθειες γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη σχετικὰ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ πρώτη εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ψυχοσωματικὴ ὀντότητα καὶ ἡ δεύτερη ὅτι ἡ ψυχή του εἶναι αἰώνια στὴ φύση της. Τὸ σῶμα τοῦ εἶναι ἀδιάρρηκτα συνδεδεμένο μὲ τὴν ψυχή του καὶ ἡ ψυχὴ μὲ τὴν θεϊκὴ πραγματικότητα.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει μόνο διδασκαλία περὶ τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ βαθιὰ ἐμπειρία της. Δὲν ἔχει ἁπλὰ ἄποψη ἐπὶ τοῦ θέματος ἔχει βίωση ἀληθείας. Ἡ ἀποκάλυψή της δὲν τῆς προσφέρεται μόνον διδακτικά, ἀλλὰ τῆς ἐπαληθεύεται βιωματικά. Δὲν λέει αὐτὸ ποὺ ξέρει ἀλλὰ μεταγγίζει αὐτὸ ποὺ ζεῖ. Ὅταν βλέπει τὸν ἄνθρωπο, τὸν κάθε ἄνθρωπο, δὲν ἀντικρίζει σ᾿ αὐτὸν μόνο τὸ σῶμα του ἢ τὴ χρονικὴ παρουσία του, ἀλλὰ βλέπει τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ νὰ ἀντικατοπτρίζεται στὴν ψυχή του καὶ διακρίνει τὴν αἰώνια διάστασή του. Αὐτὸ πῶς νὰ τὸ ἀρνηθεῖ ἡ Ἐκκλησία;
Ἄνθρωπος δὲν εἶναι τὸ σῶμα, ἡ ὑγεία, αὐτὸ ποὺ βλέπουμε. Οὔτε πάλι ἡ ψυχὴ ὡς διάθεση, ὡς ψυχισμός, ὡς ἔκφραση τῶν ἐγκεφαλικῶν λειτουργιῶν, ὡς φυσικὸ στοιχεῖο συμπεριφορᾶς - αὐτὸ ποὺ ἀντιλαμβανόμαστε. Ὁ θησαυρὸς τῆς ἀνθρώπινης ὑπόστασης εἶναι ἡ ψυχὴ ὡς πρόσωπο, ὡς εἰκόνα τῆς θεϊκῆς δόξης, ὡς αὐτεξούσιο, ὡς δυνατότητα μετοχῆς στὴν αἰωνιότητα, ὡς χάρις αὐθυπέρβασης. Κάθε τι ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν ψυχὴ ἀποτελεῖ ἱερὸ γεγονὸς ἢ στοιχεῖο ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν σωτηρία, τὸν ἐξαγιασμό, τὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεό, τὴν βίωση τῆς αἰώνιας προοπτικῆς τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ εἶναι τὸ στοιχεῖο πού, ἐπειδὴ εἶναι ὑπαρκτὸ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπο ἱερό.
Ἡ ψυχὴ μ᾿ αὐτὴν τὴν ἔννοια, περιφρουρεῖται μέσα στὸ σῶμα ποὺ τὸ μεταμορφώνει σὲ ναό. Τὸ σῶμα ποὺ διαφυλάσσει τὸ θησαυρὸ τῆς ψυχῆς δὲν εἶναι φυλακή. Ἕνα σῶμα ὅμως ποὺ ἐν ζωῇ δὲν τὸ σεβαστήκαμε, οὔτε κὰν φιλόζῳα τὸ διατηρήσαμε, ποὺ βιολογικὰ μὲν τὸ περιποιηθήκαμε στὰ ἐργαστήρια, οὐσιαστικὰ ὅμως τὸ καταστρέψαμε στὴν πρακτική της ζωῆς ἕνα σῶμα στὸ ὁποῖο ἡ ἰατρικὴ δὲν καλεῖται νὰ θεραπεύσει μόνο τὶς συνέπειες τῆς φυσιολογικῆς φθορᾶς ἐπάνω του, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀνορθόδοξου τρόπου καὶ τῆς ἀντίληψης ζωῆς μέσα του, ἕνα σῶμα ποὺ ἡ ἴδια ἡ ψυχή μας τὸ ἀγνόησε, καὶ ἀντὶ μαζί του νὰ ἐπιτελέσει τὸν ἱερουργικὸ σκοπό της, ἱκανοποίησε τὶς φιλήδονες τάσεις καὶ τὶς ἁμαρτωλὲς διαθέσεις της -καὶ μάλιστα μὲ τὴν ἀποδοχὴ καὶ νομικὴ κάλυψη τῆς κοινωνίας-, αὐτὸ τὸ σῶμα εἶναι εὔκολο αὐτὴ ἡ κοινωνία καὶ ψυχὴ νὰ θέλουν νὰ τὸ κάψουν γιὰ νὰ ὁλοκληρώσουν τὸ ἔργο τους καὶ νὰ ἐξαφανίσουν τὴν ἀσέβειά τους.
Γιὰ τὴν Ἐκκλησία τὰ πράγματα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά. Τὸ σῶμα, ὅσο ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐν ζωῇ, τὸ βλέπει ὡς θυσιαστήριο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ βάναυση ἐπέμβαση ἐπάνω του καὶ ἡ ὑποταγή του στὶς ὁρμές, ποὺ δουλώνουν τὸ αὐτεξούσιο, δηλώνουν ἀσέβεια καὶ ἀποτελοῦν βεβήλωση καὶ ἁμαρτία. Ἡ συντήρηση καὶ τροφοδοσία τοῦ γίνεται πάντοτε μὲ προσευχὴ -προσευχὲς τῆς τραπέζης- ἡ φροντίδα τῆς ὑγείας του ποὺ συνδυάζεται μὲ μυστήριο - τὸ εὐχέλαιο-, ἡ ἀναπαραγωγή του μὲ ἄλλο μυστήριο - τὸ γάμο- καὶ τέλος ὁ ἐξαγιασμός του ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν μετάληψη τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Μόλις ὁ ἄνθρωπος πεθάνει, τὸ σῶμα του γίνεται λείψανο. Τότε αὐξάνει καὶ ὁ σεβασμός μας σ᾿ αὐτό. Τὸ λείψανο ἀποτελεῖ τὴν ἀνάμνηση μίας ἱερουργίας ποὺ μέσα του ἐπιτελεῖτο - τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς- καὶ τὴν ὑπόμνηση μίας ἄλλης ποὺ τώρα «ἀγνώστως» συνεχίζεται ἔξω ἀπὸ αὐτό- τῆς δόξης τῆς ψυχῆς. Τὸ σῶμα δὲν περιμένει τὴν καταστροφή του, ἀλλὰ τὴν «ἑτέρα μορφή του» (Μαρκ. ιστ´ 12), τὴν ἀναμόρφωσή του «εἰς τὸ ἀρχαῖον κάλλος». Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία ποὺ ἡ Ἐκκλησία προσεγγίζει τὸ σῶμα μὲ ἰδιαίτερο σεβασμὸ καὶ αἰσθήματα ἱερά. Δὲν καῖμε τοὺς ναούς, πολλῶ δὲ μᾶλλον τοὺς ἔμψυχους ναούς.
Αὐτὸ βέβαια δὲν σημαίνει ὅτι τὸ σῶμα εἶναι κάτι ποὺ δὲν ἐγγίζεται καὶ στὸ ὁποῖο ἀρνούμεθα κάθε παρέμβαση. Τὸ σῶμα εἶναι τὸ ὑποκείμενο στὴ φθορὰ στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ φυσικὴ φθορὰ εἶναι ἡ ἰσχυρότερη ἴσως ὑπόμνηση τῆς πτωτικῆς μας φύσεως. Κάθε βίαιη κίνηση ποὺ συνηγορεῖ στὴ συρρίκνωσή του, προσβάλλει καὶ τὴν ψυχή. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, στὸ σῶμα παρεμβαίνουμε μόνο θεραπευτικά, ἀναστέλλοντας τὴν ἐξέλιξη τῆς φθορᾶς, ὅταν καὶ ὅσο μποροῦμε. Ἡ διαδικασία της πρέπει νὰ εἶναι ἐντελῶς φυσικὴ καὶ ποτὲ ἐξαναγκασμένη. Τὴν ἀναλαμβάνει μόνον ὁ Θεὸς μέσα ἀπὸ τὶς συνθῆκες ποὺ ὁ ἴδιος προνοεῖ ἢ ἡ φύση μέσα ἀπὸ τὴν εὐθύνη ποὺ τῆς ἔχει ἀνατεθεῖ. Αὐτὸς εἶναι ἕνας ἄλλος λόγος ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας ἀρνεῖται τὴν καύση τῶν νεκρῶν. Ἀφήνει στὴ φύση νὰ ἀναλάβει τὴν εὐθύνη τῆς φθορᾶς τοῦ σώματος. Δὲν τὸ καίει, ἀλλὰ τὸ ἀφήνει νὰ σβήσει. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ φύση ἐπιτρέπει νὰ μείνει κάποιο ὑπόλειμμα, αὐτὸ ἔχει τὸ λόγο του. Ὅταν καὶ ἡ φύση ἀρνεῖται τὴν ὁλοσχερῆ διάλυσή του ἀνθρωπίνου σώματος, τότε ἡ νομοθετημένη καύση του δὲν εἶναι πράξη ἐπιλήψιμης βίας;
Τὰ ὀστὰ ὑπαινίσσονται ὅτι τὰ σώματα ἔχουν μὲν ὅλα μία ὁμοιότητα, ἀλλὰ ἔχουν καὶ διαφορές. Ἄλλα εἶναι τὰ κοκαλάκια ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ στὴ θέα τους καὶ ἄλλα ἑνὸς ἐνήλικα. Ἄλλα ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ ἄλλα κάποιου ζῴου. Ὅταν ὅμως καοῦν, ἡ στάχτη ἐξομοιώνει τὰ πάντα. Καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ποὺ διατηρεῖται καὶ δὲν σκορπίζεται, δὲν διακρίνονται οἱ διαφορές, ἔχουν ἐξαλειφθεῖ γιὰ πάντα. Μαζὶ μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου, ἔχει ἐξαφανιστεῖ καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου μόλις δὲ σκορπιστοῦν καὶ τὰ ὑπολείμματα τῆς στάχτης,μαζὶ μὲ τὰ ψήγματα τοῦ κοινωνικοῦ σεβασμοῦ, ὁριστικοποιεῖται καὶ ἡ διαγραφὴ κάθε ἴχνους παρουσίας του. Ὁ ὑπαρκτικὸς θάνατος ἔχει προσυπογράψει τὸν φυσιολογικό.
Τὸ ὑπόλειμμα τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ἡ ἰσοπέδωση καὶ ἡ ἀπουσία, ἀλλὰ ἡ ταυτότητα καὶ τοῦ εἴδους καὶ τοῦ προσώπου καὶ ἡ παρουσία. Ὁ ἀγώνας νὰ διατηρήσουμε τὰ ὀστά, τὰ λείψανα, ὅ,τι περισσότερο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο μποροῦμε σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ἀνάγκη μας νὰ διατηρηθεῖ ὅσο περισσότερο γίνεται τὸ πρόσωπό του στὸν ἄλλο. Ὁ σεβασμός μας στὰ νεκρὰ λείψανα πιστοποιεῖ τὴν πίστη μας στὴν ἀθάνατη ψυχή.
Οἱ νεκροὶ δὲν εἶναι «πεθαμένοι» ἀλλὰ κεκοιμημένοι. Τοποθετοῦνται μὲ σεβασμὸ στὸν τάφο, στραμμένοι πρὸς ἀνατολᾶς μὲ τὴν προσδοκία τῆς ἀναστάσεώς τους. Ἡ Ἐκκλησία συνειδητὰ ἀρνεῖται τὸν ὅρο «νεκροταφεῖα» καὶ ἐπιμένει στὸν ὅρο «κοιμητήρια». Καὶ τὸ κάνει αὐτὸ ὄχι γιὰ λόγους ψυχολογικοῦ -γιὰ νὰ μὴν ἀγριεύουμε- ἀλλὰ γιὰ λόγους καθαρὰ πνευματικούς: νεκρὸς δὲν σημαίνει τελειωμένος (ποὺ ἔχει τελειώσει) ἀλλὰ τετελειωμένος (ποὺ ἔχει τελειωθεῖ). Τέλος δὲν σημαίνει λήξη, ἀλλὰ τελείωση. Τὰ ὀστὰ τῶν νεκρῶν ἀποτελοῦν ἀνάμνηση τῆς παρελθούσης ζωῆς τους, ἐνθύμηση τῆς παρούσης καταστάσεώς τους, ἀλλὰ καὶ ὑπόμνηση τῆς μελλούσης προοπτικῆς μας. Αὐτὰ μὲ κανένα νόμο δὲν καίγονται.
Ἡ Ἐκκλησία δὲν τιμᾶ τὸ σῶμα καὶ χωριστὰ τὴν ψυχή, ἀλλὰ τὸν σύνδεσμο τῶν δυό, τὸν ἄνθρωπο ὡς ὅλον. Στὸν κίνδυνο νὰ ξεχαστεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδὴ δὲν φαίνεται ἡ ψυχῆ του, διατηροῦμε τὸ σῶμα, ποὺ δὲν μᾶς τὴν θυμίζει μόνο ὅταν λειτουργεῖ ἀλλὰ καὶ ὅταν ἁπλὰ ὑπάρχει. Ἡ ὁριστικὴ καταστροφὴ τοῦ σώματος, ἡ καύση του, δὲν εἶναι καύση νεκροῦ ἀνθρώπου -κάτι ποὺ καίγεται - ἀλλὰ προσπάθεια καύσης τῆς ζωντανῆς ψυχῆς του, κάτι ποὺ δὲν καταστρέφεται.
Ἡ ψυχῆ ζεῖ. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι τὰ λείψανα ἔχουν ζωὴ ὄχι βιολογικὴ βέβαια ἀλλὰ κάποιας μορφῆς πνευματική, ποὺ ὅμως διαπιστώνεται. Ὅταν ἔχουμε ἄτομα ποὺ ἡ βίωσή τους τῆς πνευματικῆς πραγματικότητος ἦταν τόσο ἔντονη ὥστε καὶ ἀπὸ τότε ποὺ ζοῦσαν ἐν χρόνῳ τὴν παχύτητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, αὐτὰ νὰ λειτουργοῦν στὶς συχνότητες τοῦ ἄλλου, τότε ὁ θάνατός τους εἶναι κοίμηση ποὺ ἀποτυπώνεται στὰ λείψανά τους. Εἶναι πολύτιμη ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, διαρκῶς ἐπαληθευόμενη, ὅτι πλεῖστα ὅσα ἐξ αὐτῶν ἐμφανίζουν ἰδιάζουσα χάρι. Εἶναι γνωστὸ ὅτι συχνὰ τὰ λείψανα τῶν ἁγιορειτῶν μοναχῶν ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ἐξαγιασμένων ἀνθρώπων ποὺ ἡ ζωὴ τοὺς τίμησε τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχῆ τοὺς φανέρωσε μεγαλύτερη εὐρωστία καὶ ζωτικότητα ἀπὸ αὐτό, διατηροῦν μία ἐντυπωσιακὴ εὐκαμψία γιὰ ὦρες μετὰ θάνατον. Δὲν κοκαλώνουν!
Ἀλλὰ καὶ ἡ ἀποδεδειγμένη εὐωδία, τὸ κέρινο χρῶμα τους, ἡ θαυματουργικὴ χάρι τους ἢ ἡ φυσικὴ ἀφθαρσία ὁλόσωμων ἁγίων, στοιχεῖα ἀσυνήθη καὶ φυσικῶς ἀνεξήγυτα, εἶναι ἀναμενόμενα φαινόμενα τῆς πνευματικῆς πραγματικότητος. Αὐτὰ τὰ λείψανα, γιὰ τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ συνείδηση, ἀποτελοῦν περιουσία πολυτιμότερη καὶ ἀπὸ τὴ διδασκαλία της θησαυροὺς ἀναγκαιότερους καὶ ἀπὸ τὰ σκεύη της. Στὰ λείψανα τῶν μαρτύρων της ἑδράζονται οἱ ἅγιες τράπεζές της. Ἂν αὐτὰ κάψει, θὰ ἔχει ἤδη θυσιάσει τὰ ἱερὰ θυσιαστήριά της θὰ ἔχει καταστρέψει τὰ ζωτικὰ σπλάχνα της.
Ἡ ψυχὴ ὑπάρχει, ζεῖ καὶ ἀναγνωρίζει τὸ σῶμα της καὶ μετὰ θάνατον. Βλέπει καὶ μπορεῖ νὰ ἀντικρύσει τὴν καύση του. Ἄραγε θὰ τὴν ἐγκρίνει; Ἡ ἴδια στὴν κατάσταση ποὺ εἶναι δὲν βλάπτεται ἀπὸ τὶς δικές μας ἐνέργειες οὔτε καὶ ὅταν τῆς καταστρέφουν τὸ δικό της σῶμα.
Ἡ ἀσέβεια ἐπάνω της ὅμως φθείρει ἐμᾶς. Τὸ ἠθικὸ κριτήριο σὲ μία τόσο καίρια ἀπόφαση γιὰ τὴν Ἐκκλησία εἶναι πνευματικὸ δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ τὶς ἐπιλογὲς μίας πεθαμένης κοινωνίας, μίας κοινωνίας ποὺ ἀρνεῖται τὴν ἀθανασία της, ἀλλὰ μὲ τὶς προτιμήσεις τῆς ἀθάνατης ψυχῆς, τῆς ψυχῆς ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὴν αἰωνιότητά της.
Ἂν μᾶς ρωτοῦσαν πὼς θὰ προτιμούσαμε νὰ φύγει ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο κάποιος δικός μας: ἀπὸ ἐγκεφαλικὴ ἀποπληξία, ἀπὸ καρδιακὴ ἀνακοπή, μὲ παραμορφωτικὰ ἐγκαύματα, ἢ νὰ ἀποτεφρωθεῖ ἀπὸ ἀνάφλεξη καὶ πυρκαγιά, ἔχω τὴν ἐντύπωση πὼς ὁ τραγικότερος τρόπος θὰ ὁμολογούσαμε πὼς εἶναι ὁ τελευταῖος.
Εἶναι φυσικὸ στὸν ἄνθρωπο, ὅταν ἀποχαιρετᾶ τὸν ἄνθρωπό του, νὰ θέλει νὰ ἀντικρύσει γιὰ τελευταῖα φορὰ τὴν οἰκεία σ᾿ αὐτὸν ὄψη καὶ ὄχι τὸ ἀποτρόπαιο κατάντημά του σὲ ἀπάνθρωπη, ἀνοίκεια καὶ ἀπρόσωπη στάχτη. Ἡ λεπτὴ ἀγάπη τῶν στιγμῶν ἐκείνων ἐκφράζεται ὡς ἀνάγκη νὰ ἀγκαλιάσει κανείς, νὰ φιλήσει, νὰ χορτάσει τὸ βλέμμα του, νὰ ἐκδηλωθεῖ τρυφερὰ πάνω στὸ ἄψυχο σῶμα. Ἂν μᾶς πληγώνει ἡ βία τῆς φύσεως, πῶς ἐμεῖς ἐπιλέγουμε τὴ βία τοῦ αὐτεξουσίου μας; Ὅταν κάτι εἶναι πολύτιμο καὶ τὸ χάνουμε, προσπαθοῦμε νὰ κρατήσουμε ὅσο περισσότερο ἀπ᾿ αὐτὸ μποροῦμε. Ποτὲ δὲν νομοθετοῦμε τὴ βίαιη μείωση τοῦ τελευταίου ἀνεκτίμητου ὑπολείμματός του.
Ἡ ἀπόφαση ὅτι δὲν ἔχουμε χῶρο στὰ κοιμητήριά μας ἰσοδυναμεῖ μὲ προσβολή. Ἂν δὲν ἔχουμε, νὰ δημιουργήσουμε χῶρο. Ἡ ἀγάπη δημιουργεῖ καὶ χῶρο καὶ προϋποθέσεις. Ἡ χρηστικὴ ἀνάγκη ποτὲ δὲν εἶναι οὐσιαστικὴ καὶ πάντα πιστοποιεῖ τὴ στενότητα τοῦ καρδιακοῦ χώρου. Ἡ ἀνάγκη τοῦ σεβασμοῦ εἶναι πολὺ μεγαλύτερη γι᾿ αὐτὸν ποὺ τὸν ἐκχωρεῖ παρὰ γι᾿ αὐτὸν ποὺ ἀποδέχεται.
Ἔτσι ποὺ βαδίζει ἡ κοινωνία μας δὲν θὰ ἔχει μόνον ἔλλειψη χώρου, ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπους δὲν θὰ βρίσκει γιὰ νὰ θάψουν, ἴσως καὶ νὰ κάψουν, τοὺς νεκρούς της. Στὸ ἀπέραντο γηροκομεῖο τοῦ «πολιτισμένου» κόσμου μας, ὅπου οἱ νέοι τείνουν νὰ γίνουν πολὺ λιγότεροι ἀπὸ τοὺς ἡλικιωμένους καὶ οἱ γεννήσεις πολὺ πιὸ σπάνιες ἀπὸ τοὺς θανάτους, θὰ ὑπάρχουν νεκροὶ καὶ ὄχι νεκροθάφτες. Ἀντὶ νὰ ἐνδιαφέρεται ἡ κοινωνία μας γιὰ τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς, π.χ. τὸ δημογραφικὸ πρόβλημα, ὑπερ-ἀπασχολεῖται μὲ τὸ τέλος, τὴν καύση. Ἡ ἴδια νοοτροπία ποὺ ἀποφεύγει, τὴ γέννηση, δηλαδὴ τὴ ζωή, αὐτὴ ποὺ ἀπορρίπτει καὶ τοὺς γέρους, αὐτὴ ποὺ προτείνει τὴν εὐθανασία, αὐτὴ ποὺ ἡ ἴδια δὲν ἀντέχει καὶ τοὺς νεκροὺς ἀρνεῖται τὴ δημιουργία καὶ ἐπιλέγει τὴν καύση. Αὐτὴ ὑπογράφει τὸ ὁριστικὸ τέλος τοῦ τέλους τὸ τέλος τοῦ σκοποῦ τὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτοὶ ποὺ ἀγνόησαν τὸ δικαίωμα τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸ Θεὸ καὶ πρόσβαλαν τὰ ἀπαράγραπτα δικαιώματα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, αὐτοὶ καὶ μόνον μποροῦν νὰ ἐπικαλοῦνται τὰ λεγόμενα ἀνθρώπινα δικαιώματα γιὰ νὰ νομιμοποιήσουν τὴν ἀσέβειά τους στὸν ἄνθρωπο.
Ἡ καύση τῶν νεκρῶν δὲν εἶναι ἀτομικὸ δικαίωμα τοῦ νεκροῦ πλέον ἀνθρώπου. ἡ διατήρηση τοῦ σώματός τους ἀποτελεῖ κοινωνικὴ ὑποχρέωση σεβασμοῦ καὶ ἐπιβιώσεως τοῦ προσώπου του. Εἶναι ἀδύνατο τὸ θέλημα τοῦ ἑνὸς -καὶ ἂς ἀποκαλεῖται αὐτὸ δικαίωμα- νὰ προσκρούει στὴν ἀνάγκη γιὰ σεβασμὸ τοῦ συνόλου. Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι δικαίωμα κάποιου νὰ τὸν ... κάψουμε ἐμεῖς! Τὸ θέμα δὲν εἶναι ἂν κάποιος ἐπιθυμεῖ νὰ καεῖ. Εἶναι ἂν ἡ κοινωνία θὰ δεχθεῖ νὰ τὸν κάψει.
Ἡ κοινωνία μὲ τὴν καύση τῶν νεκρῶν προσυπογράφει τὸ δικό της τέλος: τὸν μηδενισμό της. Μία κοινωνία ποὺ δὲν ἀντέχει τὸν ἄνθρωπο οὔτε στὴν ἀσθένειά του, οὔτε στὴν ἀδυναμία του, οὔτε στὸν θάνατό του, μία κοινωνία ποὺ καίει τοὺς νεκρούς της, μία κοινωνία ποὺ καταστρέφει καὶ τὴν ἀνάμνηση τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἐνθύμηση τῶν μελῶν της -αὐτὸ εἶναι τὰ λείψανα- μία κοινωνία ποὺ κάνει τὴν ἀρχὴ τοῦ ἀνθρώπου τεχνητὴ καὶ μηχανικὴ καὶ τὸ τέλος του ὁριστικὸ καὶ ἀμετάκλητο, μία κοινωνία ποὺ ἀρνεῖται τὴν πνοὴ τοῦ αἰώνιου καὶ ἐγκλωβίζεται στὴν ἀσφυξία τοῦ ἐφήμερου, τί σχέση μπορεῖ νὰ ἔχει αὐτὴ ἡ κοινωνία μὲ τὴ ζωή; Ἀκόμη καὶ οἱ ἄθεοι ὑπογράμμιζαν τὴν ἀνάμνηση τῶν ἐπίγειων θεῶν τους μὲ ταριχεύσεις τῶν σωμάτων τους (περίπτωση Λένιν), ἢ ὅπου αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατόν, μὲ κατασκευὲς ἀγαλμάτων καὶ ψεύτικων ὁμοιωμάτων.
Φαίνεται πὼς τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ ἀνθρωπισμοῦ χωρὶς Θεό, τοῦ πολιτισμοῦ χωρὶς ἀξίες καὶ τοῦ μηδενισμοῦ χωρὶς σκοπό, τὸ ἀποτέλεσμα τῆς σύγχυσης τῆς ἀθεΐας, εἶναι ἡ ἐξαφάνιση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ καύση καὶ τοῦ τελευταίου ὑπολείμματός του. Ἡ καύση τῶν νεκρῶν ὁδηγεῖ στὴν καύση τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας.
Κατόπιν τούτων, δὲν εἶναι ὅτι δὲν τῆς ἐπιτρέπεται, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία ἀδυνατεῖ καὶ ἀρνεῖται νὰ δεχθεῖ μία ἁπλῶς χρηστικὴ καὶ καθόλου πειστικὴ λύση ἐλάσσονος πρακτικῆς βαρύτητος καὶ νὰ θυσιάσει τὸ βίωμα τοῦ σεβασμοῦ της στὴ θεϊκότητα τοῦ προσώπου τοῦ κάθε ἀνθρώπου, πολλῷ μᾶλλον τοῦ ἀνθρώπου ποὺ αὐτὴ βάφτισε στὴ κολυμβήθρα της, τιμώντας ταυτόχρονα καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα του. Τὸ μεῖζον δὲν μπορεῖ νὰ ὑποταχθεῖ στὸ ἔλασσον. Εἶναι ἀδύνατον ὅποιος πιστεύει στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀποδέχεται τὴν πρόταση ζωῆς της, ὅποιος ζεῖ τὴν πραγματικότητα τῆς ψυχῆς, ὅποιος σέβεται τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν τιμᾶ καὶ τὸ σῶμα. Τὸ σῶμα χρῄζει μεγαλύτερης τιμῆς καὶ σεβασμοῦ ἀπὸ τὴν κοινωνία μετὰ θάνατον ἀπ᾿ ὅση περιποίηση καὶ προστασία δέχθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του.