ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΣΥΝΤΟΜΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Ο άγιος πατήρ ημών Φώτιος ο Μέγας γεννήθηκε το 810. Η οικογένειά του ανήκε στην υψηλή βυζαντινή αυτοκρατορία· ο πατέρας του, ο σπαθάριος Σέργιος, ήταν αδελφός του πατριάρχου αγίου Ταρασίου [25 Φεβρ.] και ο εκ μητρός θείος του είχε νυμφευθεί την αδελφή της αυτοκράτειρας Θεοδώρας. Οι γονείς του ήσαν φιλομόναχοι και μαρτύρησαν κατά τον εικονομαχικό διωγμό, αφήνοντας έτσι στον υιό τους παρακαταθήκη ένα αγαθό κατά πολύ πολυτιμότερο από την ευγενική καταγωγή και περιουσία: την μέχρι θανάτου προσήλωση στην αληθινή πίστη. Προικισμένος από τον Θεό με εξαιρετικές διανοητικές ικανότητες, ο νεαρός Φώτιος έλαβε την πλέον ενδελεχή μόρφωση σε όλες τις επιστήμες: θύραθεν και ιερές. Περνούσε ολόκληρες νύκτες μελετώντας, μην επιτρέποντας να του ξεφύγει κανένα είδος επιστήμης της τότε εποχής, και αποκτώντας ευρύτατες γνώσεις που τον κατέστησαν τον σοφότερο άνδρα της εποχής του και την κυρίαρχη μορφή της πνευματικής αναγέννησης του Βυζαντίου μετά τα δεινά της εικονομαχίας. Εν συνεχεία, έγινε περίφημος διδάσκαλος της αριστοτελικής φιλοσοφίας και της θεολογίας στην αυτοκρατορική Ακαδημία που είχε ιδρυθεί στο ανάκτορο των Μαγγάνων [1]. Απεσταλμένος σε διπλωματική αποστολή στην Βαγδάτη (845), συνέταξε από μνήμης προς χρήση του αδελφού του την «Μυριόβιβλον (βιβλιοθήκη)» [2]: κριτική επιτομή 280 έργων πάσης φύσεως, απόδειξη του εύρους των γνώσεών του. Καθώς η αποστολή αυτή εστέφθη με επιτυχία, έλαβε επιστρέφοντας το αξίωμα του «πρωτασηκρήτη» (έμπιστου γραμματέα και συμβούλου του αυτοκράτορα), δίχως παρά ταύτα να εγκαταλείψει τα διδακτικά του καθήκοντα και τις αγαπημένες του μελέτες.
Το 857, ο θείος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ (839-867), Βάρδας (816-866), κατέλαβε την πολιτική εξουσία με τον τίτλο του καίσαρος. Για να εκδικηθεί τον πατριάρχη Ιγνάτιο (798-877) [23 Οκτ.], ο οποίος είχε ελέγξει το ήθος του, τον ανάγκασε να παραιτηθεί από το αξίωμά του και ενήργησε ώστε να εκλεγεί, παρά τη θέλησή του, ομόφωνα από τον κλήρο ο ευσεβής και σοφός Φώτιος. Προτιμώντας τον θάνατο, παρά το γεμάτο κινδύνους τούτο λειτούργημα σε μια τόσο ταραγμένη περίοδο, εκείνος αντιστάθηκε όσο μπορούσε στις παρακλήσεις και στις απειλές και τελικά κλαίγοντας ενέδωσε και δέχθηκε να εγκαταλείψει την γαλήνη του σπουδαστηρίου του και τις φιλοσοφικές συζητήσεις με τους πνευματικούς του φίλους για να χειροτονηθεί πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως στις 25 Δεκεμβρίου του 858, αφού ανήλθε μέσα σε έξι ημέρες όλους τους βαθμούς της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Σε μια επιστολή του στον καίσαρα Βάρδα, έγραφε ότι ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο «ἀγόμενος καὶ ἑλκόμενος, καὶ μᾶλλον ἂν προτιμήσας τοῦ βίου τὴν τελευτήν». Οι ακραίοι οπαδοί του Ιγνατίου άρχισαν τότε να αντιτίθενται στον νέο πατριάρχη με κάθε είδους ραδιουργίες, προφασιζόμενοι την αντικανονικότητα της αιφνίδιας ανόδου ενός λαϊκού στον ανώτατο βαθμό της ιεραρχίας. Όσο για τον Φώτιο, εκείνος προσπαθούσε να αποφύγει την οποιαδήποτε σύγκρουση και έκανε ό,τι ήταν στο χέρι του για να αποκαταστήσει την ενότητα και ειρήνη στην Εκκλησία, στερεώνοντάς την στην αγάπη που είναι ο «σύνδεσμος της τελειότητας» (βλ. Κολ. 3, 14).
Προσπάθησε κατ’ αρχήν να εκριζώσει τα υπολείμματα των αιρέσεων των μανιχαίων και εικονομάχων, ανέλαβε την ανοικοδόμηση πλήθους ναών, μονών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων που είχαν πέσει θύματα βανδαλισμού εκ μέρους των εικονομάχων και συν τοις άλλοις επέδειξε ιδιαίτερη μέριμνα στην οργάνωση ιεραποστολών για τον ευαγγελισμό των βάρβαρων λαών. Παρά τις προσπάθειές του να κατευνάσει τους οπαδούς του Ιγνατίου και κατακρίνοντας ταυτόχρονα τις βίαιες διώξεις εναντίον τους εκ μέρους της κυβέρνησης, αναγκάσθηκε να συγκαλέσει σύνοδο (859), η οποία επικύρωσε την εκθρόνιση του Ιγνατίου και τον εξόρισε στην Μυτιλήνη, κατόπιν δε στην Τερέβινθο. Η αναταραχή, όμως, δεν σταμάτησε και, έτσι, συγκλήθηκε και άλλη σύνοδος, το 861, στον ναό των Αγίων Αποστόλων, με την παρουσία λεγάτων του πάπα που ονομάστηκε «Πρωτοδευτέρα» και που επισήμως είχε ως σκοπό να επικυρώσει την αποκατάσταση της Ορθοδοξίας και να καταδικάσει οριστικά την εικονομαχία. Πέρα, όμως, από τον δογματικό αυτό ρόλο της, η σύνοδος αναγνώρισε επίσης την εγκυρότητα της χειροτονίας του Φωτίου με την πλήρη συγκατάθεση των λεγάτων, οι οποίοι, παρά το γεγονός ότι ενεργούσαν αντίθετα στις διαταγές του πάπα, σκέφτονταν ότι με τον τρόπο αυτό συνέβαλλαν στον θρίαμβο της εξουσίας της Ρώμης.
Ο αλαζόνας και φιλόδοξος πάπας Νικόλαος Δ΄ (858-868) είχε πάρει το μέρος του Ιγνατίου, διαβλέποντας στην υπόθεση αυτή να προβάλει –για πρώτη φορά με έκδηλο τρόπο στην ιστορία της Εκκλησίας– την αξίωση των παπών της Ρώμης για δικαιοδοσία «ἐπὶ τῆς καθολικῆς (ολόκληρης της) Ἐκκλησίας καὶ ἐπὶ ὅλης τῆς γῆς». Από το πρωτείο τιμής και την διαιτητική εξουσία επί δογματικών θεμάτων, που αναγνωρίζονταν ανέκαθεν στην Ρώμη από τις άλλες Εκκλησίες, ιδιαιτέρως κατά την περίοδο των μεγάλων αιρέσεων που προώθησαν οι αυτοκράτορες (αρειανισμός, μονοθελητισμός, εικονομαχία), οι πάπες την εποχή αυτή αρχίζουν να αναλαμβάνουν για δικό τους λογαριασμό την ηγεμονική αξίωση των Φράγκων να ανασυσταθεί η δυτική αυτοκρατορία, που είχε διαλυθεί με τον θάνατο του Καρλομάγνου (742-814) και την συνθήκη του Βερντέν (Verdun, Αύγουστος 843). Με πρωτοβουλία αυταρχικών παπών, η ρωμαϊκή Εκκλησία επιδίωκε να επιβάλει τότε σε ολόκληρη την Εκκλησία την υπεροχή της, την οποία ισχυριζόταν ότι είχε λάβει από τον ίδιο τον Χριστό και που θα της έδινε το δικαίωμα να επεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις των άλλων Εκκλησιών και να επιβάλλει παντού τα ήθη της (αγαμία του κλήρου, νηστεία του Σαββάτου, χρήση αζύμων στην θεία Ευχαριστία, μεταξύ άλλων).
Η αντιπαλότητα του πάπα Νικολάου Α΄ (820-867) και η ανάμιξή του στις υποθέσεις της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ είχε κληθεί μόνο για να αποφανθεί περί της εικονομαχίας, ώθησε τον άγιο Φώτιο να καταγγείλει τους νεωτερισμούς της Ρώμης. Έγραφε τότε: «Η κατάργηση και των πλέον ελασσόνων παρακαταθηκών που ελάβαμε από την Παράδοση, οδηγεί στην πλήρη καταφρόνηση των δογμάτων». Η αντίδραση αυτή προκάλεσε την οργή του πάπα, ο οποίος έγραψε προς όλους τους επισκόπους της Ανατολής κατηγορώντας τον Φώτιο ως μοιχεπιβάτη, αφού κατείχε τον πατριαρχικό θρόνο ζώντος του νομίμου κατόχου του και αποφάσισε από μόνος του την εκθρόνιση του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, πράγμα πρωτοφανές στην ιστορία της Εκκλησίας. Αποφαινόταν επιπλέον ότι οι αποφάσεις της Συνόδου του 861 ήσαν άκυρες, επικαλούμενος το δικαίωμα των παπών να κρίνει τις συνόδους. Και δεν σταμάτησε εκεί. Το 863, συγκάλεσε στην Ρώμη σύνοδο επισκόπων της Δύσεως η οποία αποφάσισε την εκθρόνιση του Φωτίου και αφόρισε όλους τους κληρικούς που είχαν χειροτονηθεί από αυτόν. Στις ενστάσεις του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ ο πάπας δήλωσε, το 865, ότι είχε λάβει από τον ίδιο τον Χριστό την υπεροχή επί της καθολικής Εκκλησίας και ως εκ τούτου μπορούσε να επεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις των άλλων Εκκλησιών. Κατόπιν, με σειρά επιστολών εξαπέλυσε σωρεία ύβρεων κατά του Φωτίου οι οποίες κρίθηκαν ανάξιες αποκρίσεως εκ μέρους του αληθινού μαθητού του Σωτήρος.
Παρά τις αντιδράσεις και τις μέριμνες, ο άγιος πατριάρχης δεν έπαψε την αποστολική δραστηριότητά του. Σε συμφωνία με τον βασιλέα οργάνωσε τότε ιεραποστολές για την διάδοση του Ευαγγελίου στους Σλάβους. Απευθύνθηκε προς τούτο στον συνάδελφο και σοφό φίλο του Κωνσταντίνο, τον οποίο τιμούμε ως άγιο με το όνομα Κύριλλος, καθώς και στον αδελφό του Μεθόδιο, ασκητή στο όρος Όλυμπος, για να αναλάβουν μια πρώτη αποστολή στους Χαζάρους της νότιας Ρωσίας. Λίγο αργότερα, κατόπιν αιτήματος του ηγεμόνα της Μοραβίας, έστειλε τους δύο αδελφούς σε μια μεγάλη ιεραποστολική περιοδεία η οποία σημάδεψε τις απαρχές του εκχριστιανισμού των σλαβικών πληθυσμών των Βαλκανίων [βλ. εορτή αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου: 11 Μαΐου (826-869· 815-885)].
Την ίδια εποχή, ο ηγεμών της Βουλγαρίας Μπόρις Α΄ (Борис-Михаил· ηγεμ.: 852-889· θάν.: 2 Μαΐου 907) [2 Μαΐ.], ο οποίος είχε μόλις βαπτισθεί λαμβάνοντας το όνομα Μιχαήλ, με ανάδοχο τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄, συμπαρασύροντας ολόκληρο το έθνος του στην χριστιανική πίστη, αποστασιοποιείτο από το Βυζάντιο εξαιτίας της άρνησης του αυτοκράτορα να του παραχωρήσει έναν πατριάρχη των Βουλγάρων και απευθύνθηκε στην Ρώμη (866). Δραττόμενος της ευκαιρίας αυτής που ανταποκρινόταν τόσο καλά στις φιλοδοξίες του, ο πάπας έστειλε αμέσως λατίνους προσηλυτιστές στην Βουλγαρία, με την εντολή να διαδώσουν τους νεωτερισμούς τους στην νεαρή αυτή Εκκλησία που είχε ιδρυθεί από τους Βυζαντινούς, ιδιαιτέρως δε να διαδώσουν την προσθήκη «και του Υιού» (filioque) στο «Σύμβολο της Πίστεως» [3]. Μπροστά στον κίνδυνο των νεωτερισμών που έπλητταν αυτό το ίδιο το δόγμα της Αγίας Τριάδος, ο άγιος Φώτιος έκρινε πως είχε έρθει πλέον η ώρα «ο πράος να γίνει μαχητής» (βλ. Ιωήλ 4, 11), να λύσει την σιωπή του και να περάσει στην αντεπίθεση. Απηύθυνε μια Εγκύκλιο Επιστολή σε όλους τους επισκόπους της Ανατολής, με την οποία καταδίκαζε εντονότατα τις πλάνες των Λατίνων, ιδιαιτέρων το filioque. Στη συνέχεια, συγκάλεσε μεγάλη Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, το 867, η οποία διακήρυξε την νίκη του ορθοδόξου δόγματος επί παντός αιρέσεως και αναθεμάτισε τον πάπα Νικόλαο και τους ιεραποστόλους του στην Βουλγαρία. Έτσι, ένα επίσημο σχίσμα χώρισε τις δύο Εκκλησίες, πρόδρομος αυτό του Μεγάλου Σχίσματος του 1054.
Εν τω μεταξύ, στα τέλη του έτους 867, μετά την δολοφονία του Μιχαήλ Γ΄, ανήλθε στον θρόνο ο Βασίλειος Α΄ (867-886) ιδρύοντας την δυναστεία των Μακεδόνων (867-1057). Αμέσως φρόντισε να καθαιρεθεί ο άγιος Φώτιος και να φυλακισθεί στην Μονή της Σκέπης, επαναφέροντας στον θρόνο τον άγιο Ιγνάτιο. Παρά τις φιλειρηνικές επεμβάσεις του Ιγνατίου, οι εχθροί του Φωτίου άρχισαν κανονικό διωγμό κατά πάντων των κληρικών που είχε χειροτονήσει εκείνος. Μπροστά στις ταραχές αυτές, ο Βασίλειος Α΄ έκρινε κατάλληλη την περίσταση να αναθέσει στην Ρώμη να κρίνει μεταξύ των δύο διεκδικητών του πατριαρχικού θρόνου. Ο διάδοχος του Νικολάου Α΄, Αδριανός Β΄ (792-872), επωφελήθηκε από αυτή την ευκαιρία που του πρόσφερε ο αυτοκράτορας και συγκάλεσε σύνοδο (869), η οποία καταδίκασε εκ νέου τον Φώτιο, κήρυξε άκυρη την Σύνοδο του 867 καίγοντας δημόσια τα Πρακτικά της και έδωσε εντολή για σύγκληση συνόδου στην Κωνσταντινούπολη.
Η ψευτοσύνοδος αυτή που ονομάστηκε από τους λατίνους «Όγδοη Οικουμενική Σύνοδος», συγκέντρωσε το 869-870 ολιγάριθμους επισκόπους που, από τον φόβο του ηγεμόνα και από δειλία, καταδίκασαν τον Φάρο της Εκκλησίας και εξόρισαν τους οπαδούς του στις εσχατιές της αυτοκρατορίας. Περισσότεροι από διακόσιοι επίσκοποι καθαιρέθηκαν τότε και πολλοί ιερείς αποσχηματίσθηκαν. Ο άγιος πατριάρχης Φώτιος σύρθηκε ως κακοποιός ενώπιον εκείνης της συνόδου και πιεζόμενος έντονα να απαντήσει στις εναντίον του κατηγορίες, είπε μετά από μακρά σιωπή: «Ο Θεός ενωτίζεται την φωνή αυτού που σιγεί. Διότι και ο ίδιος ο Χριστός σιωπώντας δεν απέφυγε την καταδίκη». Καθώς οι κατήγοροί του επέμεναν, εκείνος αποκρίθηκε: «Η δικαίωσή μου δεν είναι εκ του κόσμου τούτου». Άξιος μιμητής του Πάθους του πραότατου και καρτερικότατου Ιησού Χριστού, ο άγιος Φώτιος, παρά την ασθένειά του, υπέμεινε για τρία χρόνια τα δεινά μιας σκληρής ειρκτής, την στέρηση κάθε είδους συντροφιάς, ακόμη και των βιβλίων του, δίχως να παραπονεθεί ούτε μια φορά και δίχως να κατηγορήσει ποτέ τον Ιγνάτιο –ο οποίος ήταν άλλωστε αθώος για όλες τις ωμότητες αυτές– μην έχοντας στον νου του άλλο παρά να ενθαρρύνει τους δοκιμαζόμενους φίλους του με τις επιστολές του και να προσεύχεται για τον βασιλέα και για τους διώκτες του.
Εν τω μεταξύ, οι επίσκοποι αντιλαμβανόμενοι ότι η δειλία και ο καιροσκοπισμός τους οδήγησε στην καθυπόταξη της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως στον δεσποτισμό της Ρώμης, έπεισαν τον αυτοκράτορα να κηρύξει άκυρες τις αποφάσεις της συνόδου του 870 και να ελευθερώσει τον Φώτιο. Ο άγιος ανακλήθηκε με τιμές και ανέλαβε την εκπαίδευση των παιδιών του βασιλέα. Η πρώτη κίνησή του ήταν να σπεύσει προς τον άγιο Ιγνάτιο για να συμφιλιωθεί μαζί του. Οι δύο άγιοι, θύματα των ανταγωνισμών μεταξύ των μερίδων που χρησιμοποιούσαν το όνομά τους, αγκαλιάσθηκαν με θέρμη και ο Φώτιος πρόσφερε κάθε δυνατή βοήθεια στον άρρωστο πατριάρχη τον οποίο επισκεπτόταν κάθε μέρα. Όταν εκοιμήθη ο άγιος Ιγνάτιος (23 Οκτωβρίου του 877), ομόφωνη η Εκκλησία αποκατέστησε τον άγιο Φώτιο στον πατριαρχικό θρόνο. Λίγο αργότερα, με δική του πρωτοβουλία ο Φώτιος εισήγαγε τον εορτασμό της μνήμης του αγίου Ιγνατίου. Δικαίως, λοιπόν, η Εκκλησία εγκωμιάζει από κοινού τους δύο αγίους στο «Συνοδικό» που διαβάζεται την Κυριακή της Ορθοδοξίας: «Τῶν ἁγιωτάτων ὀρθοδόξων καὶ ἀοιδίμων πατριαρχῶν, αἰωνία ἡ μνήμη!».
Κατά τα έτη 879-880, συνήλθαν σε σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη 383 ιεροί και θειότατοι Πατέρες υπό την προεδρία του Φωτίου και παρουσία λεγάτων του πάπα. Επικύρωσαν την αποκατάσταση του πατριάρχη, έκριναν αντικανονική την σύνοδο του 870 και αποκατέστησαν την επικοινωνία μεταξύ των δύο Εκκλησιών, αναθεματίζοντας κάθε νεωτερισμό και, συγκεκριμένα, την προσθήκη του filioque στο «Σύμβολο της Πίστεως». Η διακαής επιθυμία του ιεράρχη είχε εκπληρωθεί: η ειρήνη και η ενότητα της Εκκλησίας είχε αποκατασταθεί. Αμέσως επιδόθηκε στο έργο της ειρήνευσης, προτείνοντας με αγάπη στους εχθρούς του την συμφιλίωση και μεριμνώντας δίχως μνησικακία για τους οπαδούς του Ιγνατίου.
Όταν ο Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός (886-912) διαδέχθηκε στον θρόνο τον πατέρα του, θέλησε να εκδικηθεί έναν φίλο του Φωτίου, πιστεύοντας ότι είχε καταδώσει τον Βασίλειο στην συνωμοσία που ετοίμαζε ο Λέων εναντίον του. Καθαίρεσε τον άγιο πατριάρχη (886) και τον έκλεισε σαν κακοποιό στην Μονή των Αρμενιανών, όπου ο άγιος παρέμεινε έγκλειστος για πέντε ολόκληρα χρόνια, στερημένος από κάθε ανθρώπινη παραμυθία, λάμποντας, όμως, σαν τον χρυσό στην κάμινο της δοκιμασίας. Εκεί συνέταξε δίχως κανένα βοήθημα, την «Μυσταγωγία του Αγίου Πνεύματος» [4], συστηματική ανασκευή της αιρέσως του filioque, όπου καταδεικνύεται ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται αιωνίως από το Πρόσωπο του Πατρός –την «Πηγὴ τῆς Θεότητος»– και μας αποστέλλεται «διὰ τοῦ Υἱοῦ», για να μας καταστήσει μετόχους της θείας φύσεως. Αφήνοντας εν είδει διαθήκης στην Αγία Εκκλησία την πραγματεία αυτή, ενόψει μελλοντικών αγώνων, μετέστη στην χορεία των αγίων Πατέρων και Διδασκάλων, στις 6 Φεβρουαρίου του 893. Τα θαύματα που ακολούθησαν και πλήθυναν γρήγορα επάνω στον τάφο του, συνέβαλαν στην μεταστροφή ακόμη και των μεγαλύτερων εχθρών του. Ταπεινόφρων, σιωπηλός και υπομονετικός στις δοκιμασίες, ο Ομολογητής αυτός της Πίστεως, ο οποίος αδίκως κατηγορήθηκε για φανατισμό από τους εχθρούς του, παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους φωστήρες της Ορθοδοξίας, ένας από τους αυθεντικότερους μάρτυρες του αναλλοίωτου ευαγγελικού πνεύματος[5].
Σύμφωνα δε με την ακμαία συνείδηση του πληρώματος της Εκκλησίας, ο Μέγας Φώτιος μαζί με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά [15 Νοεμ.] και τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό [19 Ιαν.] αποτελούν αναμφίβολα μια άλλη, δεύτερη, θεοσύνθετη και θεοκίνητη «τριάδα» Πατέρων και Ιεραρχών (αγιολογική αδεία επόμενη των Τριών Ιεραρχών [30 Ιαν.]), οι οποίοι με τον βίο, με τους αγώνες, με την ομολογία και την διδαχή τους, έγιναν ευεργετικά για τους πιστούς οι απλανείς οριοθέτες της Αληθείας των ιερών δογμάτων και οι πανίσχυροι καταπέλτες ενάντια στην αίρεση του παπισμού, κάθε σαθρής καινοτομίας και ολέθριου νεωτερισμού επί των δογμάτων, του ήθους, του τρόπου και του λόγου της θείας και αμώμητης Πίστεως.
Φωτίου, Ἐγκύκλιος Ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Πατριάρχας τῆς Ἀνατολῆς
«Ἀπὸ τῆς Βασιλίδος ταύτης πόλεως ἤρξατο πάλιν ἡ πίστις νὰ διαδίδηται πρὸς ἔθνη καὶ λαούς. Οἱ Ἀρμένιοι παρεδέξαντο τὴν Ὀρθοδοξίαν· οἱ Βούλγαροι τὸν Χριστιανισμόν. Ἀλλ’ ὅμως, ἄνθρωποί τινες, ἐκ τῆς ζοφώδους Δύσεως ἐγερθέντες, ἰδοὺ ἀποπειρῶνται νὰ καταστρέψωσι τὸ νεόφυτον δένδρον, καὶ τὴν ἀμώμητον πίστιν νὰ φθείρωσι διὰ νεωτερισμῶν. Διατάσσουσιν οὗτοι, παρὰ πᾶσαν παράδοσιν, τὴν νηστείαν τοῦ Σαββάτου…, ἀποστρέφονται τοὺς νομίμως νυμφευθέντας ἱερεῖς, τὸ δὲ ἔπακρον τῆς ἀσεβείας προσέθηκαν λέξεις εἰς τὸ ἱερώτατον Σύμβολον τῆς Πίστεως, λέγοντες ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον δὲν ἐκπορεύεται ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ προσέτι…».
Αναθεματισμός της προσθήκης του filioque στο «Σύμβολο της Πίστεως» - Νοέμβριος 879
«Ἡμεῖς τηροῦμεν τὴν θείαν διδασκαλίαν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων αὐτοῦ, ἔτι δὲ τὰ θεσπίσματα τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὁμολογοῦντες μὲν πάνθ’ ὅσα αὗται παρεδέξαντο, ἀποῤῥίπτοντες δὲ τὰ παρ’ αὐτῶν μὴ παραδεχθέντα. Διὸ ἀσπαζόμεθα τὸν ὅρον τῆς πίστεως, ὃν ἐλάβομεν πατροπαραδότως, μηδὲν ἀφαιροῦντες, μηδὲν προστιθέμενοι ἢ ὁπωσδήποτε παραλλάττοντες, ἵνα μὴ τοὺς Πατέρας ἡμῶν ἀρνηθῶμεν, καὶ ὕβριν μὲν ἀδικαιολόγητον αὐτοῖς προσάψωμεν, βλάβην δὲ προξενήσωμεν τοῖς ἀπογόνοις…
Οὕτως ἡμεῖς πιστεύομεν ἐν ᾗ πίστει συνεβαπτίσθημεν· δεχόμεθα δὲ ὡς πατέρας καὶ ἀδελφοὺς πάντας ὅσοι πιστεύουσι τὸν αὐτὸν ὅρον. Ἐάν τις νεωτεριστὴς ἄλλην ὁμολογίαν συντάξῃ παρὰ τὴν ἱερὰν ταύτην καὶ προτείνῃ αὐτὴν τοῖς πιστοῖς ἢ τοῖς κατηχουμένοις βαρβάροις, τοῦτον ἡμεῖς, κληρικὸν μὲν ὄντα καθαιρῶμεν, λαϊκὸν δὲ ἀναθεματίζομεν κατὰ τὰ θεσπίσματα τῆς Συνόδου ταύτης…»
Περιφρονήθηκε από τη Δύση
«Όσο αφορά τη θεώρηση των Δυτικών για τον Φώτιο αναδεικνύεται μια νοοτροπία για την οποία εμείς (οι Δυτικοί) δεν έχουμε κανένα λόγο να υπερηφανευόμαστε. Είναι ένα παράδειγμα των (δικών μας) προκαταλήψεων αυτό, οι οποίες μπορούν να προέρχονται από την έλλειψη ιστορικής κριτικής. Πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν η περίπτωση του Φωτίου είχε κατανοηθεί και είχε κριθεί με ένα άλλο πνεύμα! Ανακρίνοντας τη μέχρι τώρα πορεία μας, βλέπουμε ότι ο Φώτιος –ο μεγάλος αυτός πατριάρχης και πατήρ της Ανατολικής Εκκλησίας!– κατά τη διάρκεια των αιώνων περιφρονήθηκε από τη Δύση. Συγχρόνως όμως νιώθουμε την ανάγκη στο πρόσωπο του Μεγάλου Φωτίου να χαιρετίσουμε τον εκκλησιαστικό άνδρα, τον σοφό άνθρωπο, τον χριστιανό που υπήρξε αρκετά γενναιόφρων ώστε να συγχωρήσει τους εχθρούς του κάνοντας αυτός το πρώτο βήμα για τη συμφιλίωση. Οι σπάνιες φιλολογικές και επιστημονικές του ικανότητες τον τοποθετούν πάντα ψηλά στην εκτίμηση των σοφών που μελετούν τα έργα του…»
Βυζαντινολόγος, Καθολικός ιερέας Francis Dvornik (1896–1975)
— Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ —
[1] Δεν αποτελούσε ακόμη τότε πραγματικό πανεπιστήμιο· το πανεπιστήμιο («Πανδιδακτήριον») ιδρύθηκε το 855 από τον πατριάρχη άγιο Ιγνάτιο.
[2] Μετάφρ. Φωτίου: «Ἅπαντα τὰ ἔργα», τόμοι 5-9· «Μυριόβιβλος» ή «Βιβλιοθήκη», ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 2001.
[3] Το εσφαλμένο αυτό δόγμα περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος εκ του Πατρός και του Υιού, και όχι μόνο εκ του Πατρός, είχε διατυπωθεί αρχικώς από τον άγιο Αυγουστίνο (354-430) [15 Ιουν.] ως προσωπική άποψη και δεν δημιούργησε σοβαρά προβλήματα, έως ότου υιοθετήθηκε αρχικά από Φράγκους θεολόγους που επιθυμούσαν να διαφοροποιηθούν δογματικά από την Ελληνική Εκκλησία και κατόπιν από την ίδια την Εκκλησία της Ρώμης με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως δογματικό όργανο για τις φιλόδοξες βλέψεις της επί της αδιαιρέτου καθολικής Εκκλησίας.
[4] Μετάφρ. Φώτιος Κωνσταντινουπόλεως: «Περὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας» — «Ἅπαντα τὰ ἔργα», τόμος 4, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 2001.
[5] Οι άδικες συκοφαντίες που διέδιδαν για το πρόσωπό του οι ακραίοι οπαδοί του αγίου Ιγνατίου και τις οποίες επαναλαμβάνουν δίχως σοβαρή εξέταση ανά τους αιώνες οι ιστορικοί και απολογητές της Δύσης, παρουσιάζουν τον άγιο Φώτιο ως κύριο υπεύθυνο για όλες τις διαιρέσεις που προετοίμασαν την μεγάλη ρήξη του 1054. Ευτυχώς, πρόσφατες έρευνες ρωμαιοκαθολικών ιστορικών (συγκεκριμένα του FrancisDvornik· 1893-1975) αποκατέστησαν την αλήθεια, καθ’ όλα σύμφωνη με την Παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
(Πηγή: από τα βιβλία του Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, «Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», Τόμ. 6ος, Φεβρουάριος, σελ. 68–74, Διασκευή από τα Γαλλικά: Σωτήρης Γουνελάς, Εκδόσεις «Ίνδικτος», Αθήναι, Ιούνιος 2014, και του (†) Αρχιμανδρίτου Ιωάννου Αλεξίου, «Ο Μέγας Φώτιος», Κεφ. Α΄–Η΄, σελ. 71, 97, 151–152, Εκδόσεις «Ζωή», Αθήναι, 1968. Επιμέλεια ανάρτησης επιλογή θέματος και φωτογραφιών, πληκτρολόγηση κειμένων: π. Δαμιανός, Το Εἰλητάριον)
Ο Μέγας Φώτιος και τα Κλασικά Γράμματα,
Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χίου, Ψαρών και Οινουσών κ. Μάρκου Βασιλάκη
«Φώτιος, τό μέγα ὄνομα, καί τοῦ τε κατ’ αὐτόν καί τῶν μετ’ αὐτόν αἰώνων τό θαῦμα· οὗτινος μεσταί πᾶσαι μέν βιβλιοθῆκαι, πᾶσαι δέ σελίδες τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας· ὁ... μεγαλοφυΐᾳ καί σοφίᾳ, καί ἀρετῇ καί εὐσεβείᾳ περικλεέστατος... ὁποῖον πολυμαθείας πελάγιον χεῦμα!...πάμμουσον ὁρᾷς παιδείας ἐνδιαίτημα...».
Αἰσθάνεται κανείς ζωηρή περιέργεια, ἀνάμεικτη μέ κάποιο δέος, πλησιάζοντας αὐτή τή μορφή, μιά ἀπό τίς μεγαλύτερες τῆς ἱστορίας τοῦ Βυζαντίου, καί ἴσως τήν πιό ἀντιπροσωπευτική τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ. Ἡ προσωπικότητα του εἶναι πολυσύνθετη, καί ἡ ἀνεπάρκεια τῶν πηγῶν μας, καθώς καί ὁ χαρακτήρας τῶν ἐργασιῶν πού τοῦ ἀφιερώθηκαν δέν μᾶς βοηθοῦν νά τόν γνωρίσουμε καλύτερα. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶχε τόση ἰδιοφυΐα, μεγαλοφυΐα ἴσως, καί μιά τόσο ἐκπληκτική δραστηριότητα στή διάθεση μιᾶς τόσο ζωηρῆς περιέργειας, ὥστε ἡ σημασία του εἶναι ἀνάλογη μέ τό μέγεθος τῶν ἐξαιρετικῶν του προσόντων. Ἡ μορφή του δεσπόζει στόν μεγάλο 9ο βυζαντινό αἰώνα, πού μέ τίς βασιλεῖες τοῦ Θεοφίλου, τοῦ Μιχαήλ Γ' καί τοῦ Βασιλείου Α' περιέχει ἤδη σέ σπέρμα τό λαμπρό κορύφωμα τοῦ ἑπομένου αἰώνα.
Στά σύνορα οἱ ἐκστρατεῖες τοῦ Πετρωνᾶ καί τοῦ Βάρδα σημειώνουν ἀποφασιστική καμπή στόν ἀγώνα ἐπιβίωσης πού διεξάγει τό Βυζάντιο ἐναντίον τοῦ ἐπεκτατισμοῦ τοῦ Ἰσλάμ, ἐνῶ στό ἐσωτερικό ἡ εἰκονομαχική κρίση ὁδηγεῖται στή λύση της. Ἡ κρίση ἔληξε μέ τή νίκη κάποιας μορφῆς ἑλληνισμοῦ, κάποιας μορφῆς οὐμανισμοῦ. Ἡ νίκη αὐτή ἀποτελεῖ ταυτόχρονα μιά μεγάλη ὕφεση στήν ἔνταση πού ὑπῆρχε καί ἕνα εἶδος ἐπιστροφῆς στίς πηγές τοῦ ἑλληνίζοντος χριστιανισμοῦ. Βέβαια, πολλά χάθηκαν στό δρόμο, ἤ ἀποβλήθηκαν. Ἀλλά ὅσα διατηρήθηκαν ἀντιμετωπίζονται ἔκτοτε χωρίς δυσπιστία. Ὁ Φώτιος εἶναι, νομίζω, ἡ προσωπικότητα πού ἐνσαρκώνει καλύτερα αὐτή τή συμφιλίωση, ἥ τήν ἐπανασυμφιλίωση, πού ἀποτελεῖ τήν ἀφετηρία μιᾶς μακρόχρονης καί λαμπρῆς περιόδου τοῦ ἑλληνοβυζαντινοῦ πολιτισμοῦ.
Ὁ Φώτιος, τό θησαυροφυλάκιον τῶν θεϊκῶν δωρεῶν, συγκέντρωνε στόν ἑαυτό του ὅλα τά ἐξαίσια προτερήματα, πού ὁ Θεός ἐδώρησε στόν ἄνθρωπο· ἡ ὑψίνοια, ἡ ζωηρότητα τοῦ πνεύματος, ἡ δραστηριότητα ἡ ἀκατάβλητη, ἡ εὔκαμπτη, συνάμα καί ἄκαμπτη θέληση, ἦσαν πλεονεκτήματα, γιά τά ὁποῖα ἐξόχως διεκρίνετο· εἶχε κλίση ζωηρή πρός τά γράμματα, μέ τά ὁποῖα ἠσχολεῖτο συνεχῶς· ἦταν ἐπιτηδειότατος ῥήτορας, συγγραφέας ἔξοχος, καί στόν πεζό καί στόν ἐπικό λόγο· κατεῖχε ὄλες τίς ἐπιστῆμες τοῦ καιροῦ του καί τῶν προηγουμένων αἰώνων· ὑπερεῖχε σέ ὅλα, χωρίς νά μπορεῖ κανείς νά παραβληθεῖ μέ αὐτόν. Στά πλεονεκτήματα αὐτά προστίθεται καταγωγή περιφανής, τρόποι γλυκεῖς καί συμπεριφορά ἀρίστη.
Διδάσκαλοί του ὑπῆρξαν οἱ ἔνδοξοι πρόγονοί μας καί οἱ θεῖοι Πατέρες τοῦ χριστιανισμοῦ· πανεπιστήμιο εὐρύτατο γι’ αὐτόν ἦταν ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἔθνους του. Τίνος μόνο εἶχε τήν ἀνάγκη, γιά νά ἀναπτυχθεῖ ὁ γόνιμος αὐτοῦ νοῦς; Εἶχε ἀνάγκη τῶν προσόντων ἐκείνων, τά ὁποῖα ἄριστα μνημονεύει ἕνας ἀπό τούς ἀδυσώπητους ἐπικριτές του· «Πάντα συνέτρεχεν ἐπ’ αὐτῷ (γράφει Νικήτας Δαβίδ ὁ Παφλαγών), ἡ ἐπιτηδειότης τῆς φύσεως, ἡ σπουδή, ὁ πλοῦτος, δι’ ὅ καί βίβλος ἐπ’ αὐτόν ἔρρει πᾶσα· πλέον δέ πάντων ὁ τῆς δόξης ἔρως, δι’ ὅν αὐτῷ καί νύκτες ἄυπνοι περί τήν ἀνάγνωσιν ἐμμελῶς ἐσχολακότι».
Ἡ ἐπιτηδειότητα τῆς φύσεως, ἡ σπουδή, ἡ μελέτη, οἱ νύκτες, πού διήρχετο ἄυπνος γιά τήν ἐμμελῆ ἀνάγνωση τῶν συγγραφέων, καί πρό πάντων ὁ ἔρωτας τῆς δόξας, ὄχι τῆς ματαίας καί ἀμφιβόλου, τήν ὁποία ἐννοεῖ ὁ Νικήτας, ἀλλά τῆς ἀληθινῆς δόξας συγκρότησαν μέ τόν καλύτερο τρόπο τόν μεγάλο στήν ἀρχή καί μεγαλύτερο ἀργότερα ἀναδειχθέντα Φώτιο.
Ὁ πολύσοφος Φώτιος ὑπῆρξε μία ἐκρηκτική προσωπικότητα, μέσα στήν ποικιλία τῶν χαρισμάτων, καί προπαντός ἄλλου, καταρχήν καί κατεξοχήν, ἦταν μία θεολογική φυσιογνωμία· εἶχε βαθύτατα θεολογική κατάρτιση μέ ὀρθόδοξη σκέψη, καί συνάμα ἀπετέλεσε μία δυναμική καί ἰδιοφυῆ ἐκκλησιαστική, θεολογική, ἐκπαιδευτική, ἐπιστημονική καί πολιτική προσωπικότητα, παράγοντα ἀκμῆς καί μάλιστα ἀπό τούς πρώτους. Κάτοχος παιδείας ἀπαράμιλλης «ἔν τε τοῖς θεολογικοῖς καί τοῖς θύραθεν γράμμασι» προέβαλε τόν βυζαντινό πολιτισμό καί ἐξῆρε τό ἰδεῶδες τῆς ἀληθοῦς παιδείας. Δόκιμος συγγραφέας καί νοῦς πολυμερής, ἐκαλλιέργησε τή θεολογία καί ἀναβίωσε τά ἑλληνικά γράμματα. Θεολόγος, φιλόσοφος, ἱστορικός, πολιτικός, ἐκκλησιαστικός ἡγέτης δίνει τό χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς βυζαντινῆς ἰδιοφυίας καί ζωτικότητας. Τά ἐπιστημονικά προσόντα τοῦ Φωτίου, ἡ θεολογική του συγκρότηση καί ἡ πολιτική του βρίσκονται σέ μία ἀξιοζήλευτη ἰσορροπία, ὅπως φαίνεται καθαρά ἀπό τήν ἐκτίμηση τῶν συγγραμμάτων του καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς. Ὅποιος μελετᾶ μέ προσοχή τά δυό αὐτά δεδομένα πολύ δύσκολα μπορεῖ νά ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ Φώτιος εἶναι φιλόσοφος καί ὄχι θεολόγος. Ἀπεναντίας ὁ ἐν λόγῳ σοφός στηρίζεται μέ πολλή συνέπεια καί ἐπιμονή τόσο στή θεολογική, ὅσο καί στή φιλοσοφική παράδοση τῶν προηγούμενων αἰώνων. Ἡ μέγιστη συμβολή τοῦ Φωτίου στή διοργάνωση τοῦ πανεπιστημίου καί στήν προσέλκυση ἱκανῶν μαθητῶν καί σοφῶν δασκάλων στίς τάξεις τῆς ἐπιστήμης δέν συντελεῖται σέ βάρος ἤ σέ ἀντίθεση πρός τή θεολογία τῆς παράδοσης. Ἀπεναντίας τά συγγράμματα τοῦ Φωτίου πείθουν ὅτι καί τή θεολογία ἐλάμπρυνε στό ἔπακρo. Ἑπομένως δέν ὑφίσταται καμιά διαλεκτική μεταξύ θεολογίας καί ἑλληνικῶν γραμμάτων.
Ἀντί λοιπόν νά ἀνέβει ἀμέσως στή μεγάλη σκηνή τοῦ βίου, ἐνδεδυμένος τήν ἀριστοκρατική τήβεννο, ἐκλείσθη στή βιβλιοθήκη του, χωρίς νά προσπελάζει κανένα ἄλλο εἰμή τούς ἀθανάτους νεκρούς μέ τούς ὁποίους συνανεστρέφετο. Ἡ βιβλιοθήκη τοῦ Φωτίου ὑπῆρξε ἡ ἀφετηρία τοῦ εὐρύτατου σταδίου του. Ἀπό τό ἀφανές αὐτό θεωρεῖο ἔβλεπε τίς πληγές τῆς κοινωνίας, στήν ὁποία ζοῦσε, ἄκουε τούς βαρεῖς στεναγμούς τῶν καταδυναστευομένων. Ἔβλεπε, ἄκουε, θρηνοῦσε, καί μελετοῦσε. Ἐκεῖ διῆλθε «ἐν μελέτῃ καί θεωρίᾳ» ὅλη τήν νεότητά του, ἀποφασίζοντας νά ἀφιερώσει τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του στήν ἔρευνα τῶν θείων καί ἀνθρωπίνων, προσφέροντας διαρκῶς θυμίαμα λατρείας ἐνώπιον τῆς θρησκείας καί τῆς σοφίας. Οἱ διηνεκεῖς ἀσκήσεις του γι’ αὐτά, οἱ ὁλονύχτιες μελέτες, καί τά εὐσεβῆ προγυμνάσματα, ἀνεβίβασαν τόν ἀξιάγαστο αὐτό ἄνδρα, μ’ ὅλη τήν δυσμένεια τῶν καιρῶν, μ’ ὅλο τόν μαρασμό ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων γνώσεων, στήν ὑψίστη περιωπή τῆς ἐπιστήμης καί τῆς κοινωνίας.
Ἔγκλειστος στή βιβλιοθήκῃ του ὁ Φώτιος δέν ὁμοίαζε μέ τούς ἰδιότροπους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀπομονοῦνται, ἀποσυρόμενοι στά ἴδια γιά νά μή ἐξέλθουν ποτέ στόν κόσμο καί δαπανοῦν ὁλόκληρη τήν ζωή τους σέ μελέτες χωρίς μέθοδο, χωρίς ποτέ ἡ κοινωνία ἤ ἡ πατρίδα νά ὠφεληθεῖ ἀπό αὐτούς. Ὁ Φώτιος, ἀποταμίευε καθημερινῶς ἄπειρο πλοῦτο ποικίλων γνώσεων ἀπό τή μελέτη, αἰσθανόταν τήν ἀνάγκη νά τόν διασκορπίζει παντοῦ, μερίζοντας τόν καιρό στήν ἀνάγνωση καί τήν συγγραφή. Ἔσπευδε, ὡς ὁ πιστός δοῦλος τοῦ Εὐαγγελίου, νά πολλαπλασιάσει τό τάλαντο, μεταδίδοντας στούς δύο του ἀδελφούς, στούς οἰκείους, στούς φίλους, ὅ,τι ἐγνώριζε ἤ ὅ,τι ἀπό τή μελέτη συνέλεγε.
Ὁ Φώτιος δέν θά μποροῦσε ν' ἀνατρέψει παράδοση αἰώνων, μήτε ἐξαρχῆς καί ἐκ τοῦ μή ὄντος χάρη στίς ὅποιες ἀνθρωπιστικές ἀντιλήψεις νά δημιουργήσει κάτι ριζικά τό νέο. Μένοντας στήν σχέση του μέ τά κλασσικά γράμματα, γιά νά δείξουμε ἀφ’ ἑνός ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρξε ἡ Κιβωτός πού διέσωσε τήν Κλασσική Παιδεία ἕως τίς μέρες μας καί νά ἐπισημάνουμε ἀφ’ ἑτέρου τίς συνιστῶσες, Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνισμό, τῆς ἐθνικῆς μας ἰδιοπροσωπείας, θά ξεχωρίζαμε ὡς ἀντιπροσωπευτικά του ἔργα τά ἑξῆς: α) Ἡ Βιβλιοθήκη τοῦ Φωτίου, ἡ περιώνυμη Μυριόβιβλος, τό σύμβολο τῆς πνευματικῆς ἀνθήσεως τοῦ 9ου αἰ., χάρη στήν ὁποία ξέρουμε πολλά ἀπό ἀπολεσθέντα ἔργα. Εἶναι καρπός μακρῶν μελετῶν στίς ὁποῖες ὁ Φώτιος ἀφοσιώθηκε μόνος του στά χρόνια τῆς νεότητάς του, χωρίς πρόθεση, τουλάχιστον τόν πρῶτο καιρό, νά τά δημοσιεύσει, καί πάντως ἀνεξάρτητα ἀπό ὁποιαδήποτε διδακτική δραστηριότητα. Αὐτός πού ἀναγιγνώσκει τό ἔργο ἐξίσταται βλέποντας ἄνδρα ταμιοῦχο ἀχανεστάτου γνώσεως, πού διατηρεῖ τό πρέπον τοῦ λόγου καί συνάπτει εὐφυῶς τήν ἀκρίβειαν τῆς ἀττικῆς μούσας πρός τίς νεότερες χάριτες τῆς ἀλεξανδρινῆς εὐγλωττίας. β) Λεξικόν: Ὁ Φώτιος ἔχει δίπλα του μιά φιλολογική συντροφιά καί προσπαθεῖ νά ἐμφυσήσει στούς νέους τήν ἀγάπη γιά τή μάθηση. Γιά νά κατανοηθοῦν ὅμως σωστά τά κείμενα τῶ ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων χρειάζεται ἕνα ἑρμηνευτικό λεξικό. Γιά νά δώσουμε μιά ὀρθή ἀπάντηση στό ἐρώτημα γιατί ὁ Πατριάρχης Φώτιος συνέγραψε τό Λεξικό του θά πρέπει νά ἐξετάσουμε μέ προσοχή τήν ἀφιερωματική του ἐπιστολή, ἡ ὁποία τό συνοδεύει. Ὁ Θωμάς, στόν ὁποῖο ἀφιερώνεται, ἄγνωστο πότε ἀκριβῶς, ἡ ἔκδοση τοῦ Λεξικοῦ, χαρακτηρίζεται σέ σχέση μέ τόν Φώτιο οἰκεῖος μαθητής. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τό χαρακτηρισμό αὐτόν τόν βρίσκουμε σέ ἕναν τίτλο ὁ ὁποῖος, στή μορφή πού μᾶς σώζεται, δέν γράφτηκε ἀπό τόν Φώτιο, καί οὔτε τή λέξη, οὔτε τήν ἰδέα τῆς μαθητείας τήν ξαναβρίσκουμε στήν ἀφιερωτική ἐπιστολή, ὅπου γίνεται λόγος μόνο γιά τή φιλία πού ἕνωνε τόν Φώτιο μέ τόν Θωμᾶ καί γιά τήν κλίση τοῦ τελευταίου στά γράμματα. Παραμένει ὅμως γεγονός ὅτι ἀρκετά νωρίς, ἐνῶ ἀκόμα ζοῦσε ὁ Φώτιος, εἶχε δημιουργηθεῖ ἡ ἐντύπωση πώς μποροῦσε νά ἔχει μαθητές.
Καί πρῶτα ἀπό ὅλα ἄς δοῦμε τόν τίτλο τοῦ Λεξικοῦ: «Λέξεων συναγωγή κατά στοιχεῖον δι’ ὧν ῥητόρων τε πόνοι καί συγγραφέων ἐξωραΐζονται μάλιστα». Αὐτός μᾶς λέει ὅτι τό βιβλίο εἶναι μιά συλλογή λέξεων σέ ἀλφαβητική σειρά, μέ τίς ὁποῖες γίνονται ὡραῖες (κομψές θά λέγαμε σήμερα) οἱ συγγραφικές προσπάθειες τῶν ρητόρων καί τῶν συγγραφέων. Ὁ Φώτιος θέλει νά βοηθήσει τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του νά γράφουν ὡραῖα ἀρχαῖα Ἑλληνικά, ὅπως γράφει ὁ ἴδιος στούς λόγους του, τίς ἐπιστολές του, τή Βιβλιοθήκη καί τά θεολογικά του συγγράμματα. Ὁ Φώτιος δέν γράφει μόνο ἄψογο Ἀττικό πεζό λόγο, ἀλλά εἶναι σέ θέση ἐξ αἰτίας τῆς ἄριστης φιλολογικῆς του κατάρτισης νά κρίνει, ἄν τά γραπτά μνημεῖα τῶν συγγραφέων πού ἐξετάζει στήν Βιβλιοθήκη του τηροῦν τούς κανόνες τοῦ ὀρθοῦ Ἀττικοῦ λόγου, ἔτσι ὅπως τούς εἶχαν ὁρίσει οἱ κριτικοί τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας. Γι’ αὐτό καί τήν περιγραφή κάθε ἑνός ἔργου στή Βιβλιοθήκη του τήν ἀκολουθεῖ μία ἀποτίμηση τῆς λογοτεχνικῆς ἀξίας του, πού ἀναδεικνύει τόν Φώτιο ἄριστο κριτικό τοῦ Ἀττικοῦ πεζοῦ λόγου.
Ἡ πρόθεση τοῦ Φωτίου πού διαφάνηκε κατά τήν ἐξέταση τοῦ τίτλου τοῦ Λεξικοῦ του γίνεται σαφέστερη, ὅταν ἐξετάσουμε τήν ἀφιερωτική ἐπιστολή:
«Ὅσαι δέ ῥητόρων τε καί λογογράφων ἀττικίζουσι γλῶσσαν καί ἁπλῶς εἰς τόν οὐκ ἐθέλοντα λόγον ἐποχεῖσθαι μέτρῳ συντελεῖν εἰσιν εὖ πεφυκυῖαι, ναί δή καί τῆς καθ’ ἡμᾶς θεοσοφίας ὅσαι δέονται σαφηνείας, ταύτας δέ ἄρα εἰ καί μή πάσας - οὔτε γάρ ῥάδιον οὔτε ἀλαζονείας ἡ ὑπόσχεσις πόρρω, ἅμα δέ καί μείζονος ἤ καθ’ ἡμᾶς σχολῆς - ἀλλ’ οὖν ἅς μάλιστά γε εἰδέναι προσήκει καί ἀναγκαῖον κεχρῆσθαι συναγωγῶν τήν ἀναγραφήν σοι κατά στοιχεῖον ἐποιησάμην, οὐδέ τῶν ποιητικῶν παντελῶς ἀποστάς.»
Στό μέρος αὐτό τῆς ἐπιστολῆς δηλώνεται μέ μεγάλη σαφήνεια ὁ σκοπός πού ἐπιδιώκει ὁ Φώτιος. Συγκεντρώνει λέξεις ρητόρων καί λογογράφων οἱ ὁποῖοι ἔχουν γράψει σέ Ἀττική διάλεκτο, λέξεις πού εἶναι κατάλληλες, «εὖ εἰσιν πεφυκυῖαι», νά χρησιμοποιηθοῦν κατά τή συγγραφή πεζῶν λόγων.
Θά ἤθελα νά σταθοῦμε λίγο στή φράση τῆς ἀφιερωτικῆς ἐπιστολῆς πού παρέθεσα παραπάνω, «ναί δή καί τῆς καθ’ ἡμᾶς θεοσοφίας ὅσαι δέονται σαφηνείας», καί νά τονίσω ὅτι τό Λεξικό δέν εἶναι μόνο ὑφολογικό, ἀλλά καί ἑρμηνευτικό, ἀφοῦ σ’ αὐτό ἔχουν συμπεριληφθεῖ καί δυσκολονόητες λέξεις τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης καθώς καί λέξεις ἀπό τούς ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς, ὅπως εἶναι ἐκεῖνες τοῦ Κλήμεντος, τοῦ Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, τοῦ Χρυσοστόμου καί τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας.
Ἡ κατοικία τοῦ Φωτίου δέν ἔπαψε, οὔτε ὅταν αὐτός ἔγινε Πατριάρχης, νά εἶναι κέντρο ὑψηλῆς παιδείας· ἐκεῖ σπούδαζε, μέ τήν καθοδήγησή του, ἕνας μεγάλος ἀριθμός φιλοπόνων νέων πού διψοῦσαν γιά μάθηση.
«Ὅταν ἔμενα στό σπίτι μου, κολυμποῦσα μέσα στήν πιό τερπνή εὐχαρίστηση, βλέποντας τό ζῆλο ἐκείνων πού σπούδαζαν (τῶν μανθανόντων), τή ζέση ἐκείνων πού ἔθεταν ἐρωτήσεις, τήν προθυμία ἐκείνων πού ἀπαντοῦσαν: ἔτσι διαμορφώνεται καί ἑδραιώνεται ἡ κρίση σ' αὐτούς πού οἱ μαθηματικές σχολές ἀκονίζουν τήν ἐξυπνάδα τους, καί οἱ λογικές μέθοδοι τούς ὁδηγοῦν στό δρόμο τῆς ἀλήθειας, αὐτούς πού οἱ ἱερές γραφές κατευθύνουν τό πνεῦμα τους πρός τήν εὐσέβεια, ὑπέρτατο καρπό ὅλων τῶν ἄλλων μελετῶν. Γιατί τέτοιος ἦταν ὁ χορός πού σύχναζε στό σπίτι μου. Καί ὅταν ἔβγαινα γιά νά πάω στήν αὐτοκρατορική αὐλή, ὅπως γινόταν συχνά, μέ ἀποχαιρετοῦσαν μέ τρόπο συγκινητικό καί μέ παρακαλοῦσαν νά μήν ἀργήσω: γιατί εἶχα αὐτό τό ξεχωριστό προνόμιο, νά ἐξαρτᾶται ἀπό μένα καί μόνο ἡ διάρκεια τῆς παρουσίας μου στό Παλάτι. Καί ὅταν ἐπέστρεφα, ὁ σοφός χορός, πού περίμενε μπροστά στήν πόρτα μου, ἐρχόταν νά μέ προϋπαντήσει. Ἄλλοι, αὐτοί πού ἡ ξεχωριστή ἀξία τους τούς ἔδινε περισσότερη σιγουριά, μέ μάλωναν πού εἶχα τόσο ἀργήσει ἄλλοι περιορίζονταν νά μέ χαιρετήσουν ἄλλοι πάλι ἄφηναν νά φανεῖ ὅτι μέ περίμεναν μέ ἀνυπομονησία. Καί ὅλα αὐτά μέ εἰλικρίνεια.»
Μέ τήν πολυμερή μόρφωσή του (θεολογία, φιλοσοφία, γραμματική, δίκαιο, φυσικές ἐπιστῆμες, ἰατρική) μποροῦσε νά ἀνταποκρίνεται θαυμάσια στή δίψα τῶν νέων. Ἡ διδασκαλία στάθηκε γιά αὐτόν μία ἀποστολή, πού τῆς ἀφιερώθηκε μέ ζῆλο, ὅπως μαρτυροῦν ἡ περίφημη Βιβλιοθήκη του, ἡ ὁποία περιέχει τίς περιλήψεις τῶν βιβλίων πού διαβάστηκαν στό σπουδαστήριό του, καθώς καί οἱ ἐπιστολές του. Καθολικότητα γνώσεων, προσήλωση στήν κλασσική ἀρχαιότητα, προσπάθεια γιά δημιουργία πιό στενῶν σχέσεων ἀνάμεσα στή θύραθεν σοφία καί στή θεολογία, αὐτά εἶναι τά κυριότερα χαρακτηριστικά τῆς πνευματικῆς του δραστηριότητας, τά ὁποῖα τόν καθιστοῦν ἀνακαινιστή τῆς κλασικῆς παιδείας στό Βυζάντιο. Ἀπό τόν Φώτιο καί ὕστερα, ἡ μελέτη τῶν κλασσικῶν ἀρχίζει νά θυμίζει νά θυμίζει στούς Βυζαντινούς ὅτι ἀνήκουν στό τίμιον γένος τῶν Ἑλλήνων. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ὁ ἀνθρωπισμός ἔρχεται νά προστεθεῖ στήν ὀρθοδοξία ὡς συστατικό στοιχεῖο τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως τῶν Βυζαντινῶν. Ἐπειδή ἀκριβῶς εἶχε συλλάβει τίς ἀπαιτήσεις αὐτῆς τῆς ἐθνικῆς συνείδησης, ὁ Φώτιος ἐμφανίστηκε ὡς ὑπερασπιστής τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους καί τῆς πνευματικῆς ἀνεξαρτησίας του στή διαμάχη μέ τή Δυτική Ἐκκλησία. Ἡ εὐρύτητα τῶν ἀπόψεων στίς σχέσεις του μέ τούς ἄλλους μαρτυρεῖται ἀπό τήν ἐπιστολή πού ὁ μαθητής του Νικόλαος ὁ Μυστικός ἀπηύθυνε στό γιό του καί διάδοχο τοῦ Ἐμίρη τῆς Κρήτης, φίλο τοῦ Φωτίου, καί ὅπου ἀναφέρεται μεταξύ ἄλλων ὅτι:
«ἤδει, ὅτι κἄν τό τοῦ σεβάσματος διίστη διατείχισμα, ἀλλά τό γέ τῆς φρονήσεως, τῆς ἀγχινοίας, τοῦ τρόπου εὐσταθές, τό τῆς φιλανθρωπίας, τά λοιπά ὅσα κοσμεῖ καί σεμνύνει τήν ἀνθρωπίνην φύσιν προσόντα, πόθον ἀναφλέγει τοῖς τά καλά φιλοῦσι τῶν οἷς πρόσεστι τά φιλούμενα. Διά τοῦτο κἀκεῖνος ἐφίλει τόν σόν πατέρα οἷς εἶπον κοσμούμενον.»
Ὁ Φώτιος ὁ σοφίᾳ εὐδοκιμώτατος προσέδωσε στήν πνευματική κίνηση τοῦ Βυζαντίου τόσο μέ τήν προσωπικότητα ὅσο καί μέ τήν δράση του στοιχεῖα καθοριστικά.
Ὁ Φώτιος, τό δυσαντίβλεπτον ὕψος τῆς ἀμφιλαφοῦς γνώσεως, εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχήν λόγιος: μένει κανείς ἔκπληκτος ἀπό τήν ὀξύτητα, τήν ἀνεξαρτησία καί τήν ἀσφάλεια τῶν κρίσεών του, παρ’ ὅτι ἀναφέρονται σέ μιά ἐκπληκτική ποικιλία θεμάτων. Οἱ κρίσεις του πού εἶναι πάντοτε καρποί βαθιᾶς μελέτης, δίνουν τό οὐσιῶδες μέσα σέ λίγες φράσεις. Ὡς λόγιος εἶναι ὁ μόνος Βυζαντινός πού μπορεῖ γιά τίς ἀρετές του νά συγκριθεῖ μέ τόν Ἀριστοτέλη. Ἐκτός αὐτοῦ, ὁ Φώτιος τρέφει ζωηρό ἐνδιαφέρον γιά τή φιλοσοφία καθαυτή χαρακτηριστικό τοῦ ἀνθρωπισμοῦ τοῦ 9ου αἰώνα, πού εἰσάγεται στήν πνευματική ζωή τοῦ Βυζαντίου. Στό εὐρύ πνεῦμα τοῦ Φωτίου ὀφείλουμε τό ὅτι ἔκρινε χρήσιμο νά διασώσει στή Βιβλιοθήκη του μιά οὐσιαστική περίληψη τῶν «Πυρρωνείων λόγων» τοῦ Αἰνεσιδήμου, περίληψη πού ἀποτελεῖ τή μοναδική πηγή γιά τό ἔργο αὐτοῦ τοῦ φιλοσόφου. Ὁ Φώτιος βρίσκει τούς λόγους τοῦ Αἰνεσιδήμου χρήσιμους, μέ ὁρισμένες ἀσφαλῶς ἐπιφυλάξεις, γιά ὅσους ἐπιδίδονται σέ διαλεκτικές σπουδές. Παρά τήν εὐρύτητα τοῦ Πνεύματός του, ἄν κρίνει κανείς ἀπό τίς φιλοσοφικές πραγματεῖες πού μᾶς σώθηκαν - γιατί ἕνας ἀρκετά μεγάλος ἀριθμός ἔχει χαθεῖ, - αὐτό πού ἐνδιαφέρει πρίν ἀπ’ ὅλα τόν Φώτιο στό θέμα τῆς φιλοσοφίας εἶναι ἡ διαλεκτική καί ἡ λογική, πού βρίσκονται πάντα στόν προθάλαμο τῆς θεολογίας. Ἔτσι ἑρμήνευσε τόν Ἀριστοτέλη καί ἀσχολήθηκε κυρίως μέ τίς κατηγορίες, τό γένος καί τό εἶδος καί τά Τοπικά, ἀκολουθώντας ἀπό κοντά τόν Πορφύριο, τόν Ἀμμώνιο καί τόν Δαμασκηνό.
Οἱ διαλεκτικές του πραγματεῖες συντάχτηκαν με σκοπό νά χρησιμεύσουν στούς μαθητές τους γιά τή διευκρίνιση τῶν δύσκολων σημείων καί τή λύση ὁρισμένων ἀποριῶν. Θέλοντας νά διδάξει τίς δέκα κατηγορίες, θεωρεῖ τόν ἐαυτό του ὑποχρεωμένο νά τίς πραγματευτεῖ ὅλες κατά τρόπο πιό λεπτομερειακό ἀπό τόν Ἀριστοτέλη, ἐπιμένοντας ἰδιαίτερα στήν ἔννοια τῆς οὐσίας, στήν ὁποία δέν ἀκολουθεῖ τόν Ἀριστοτέλη, ἀλλά τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσο γιά τίς ἀπορίες, τίς ὁποῖες συνεπάγεται ἡ θέση γιά τό γένος καί τό εἶδος, αὐτές ἔχουν ἐκτεθεῖ κατά τρόπο μεθοδικό, πού ἀφήνει νά φανεῖ ὅτι ὁ νομιναλισμός καί ὁ ρεαλισμός ὑπῆρξαν πρόβλημα πού πολύ ἀπασχόλησε αὐτήν τήν ἐποχή. Ὁ Φώτιος φροντίζει νά δείξει τίς ἀσυνέπειες στίς ὁποῖες καταλήγει καθεμιά ἀπό τίς δύο θέσεις, καί τήν ἀδυναμία τους νά εἶναι ἀληθινές. Μέ τή σειρά του ὑποστηρίζει μιά λύση, ἡ ὁποία κατ' αὐτόν δέν ἐπιδέχεται ἀντίρρηση. Γένος καί εἶδος, λέει, εἶναι σωματικά, ἀλλά δέν εἶναι σώματα· καθορίζουν τήν οὐσία τῶν ὑποκειμένων, χωρίς ὅμως νά καθορίζονται τά ἴδια. Ἀναπτύσσουν τήν οὐσία τῶν ὑποκειμένων, ἀλλά δέν τή συνιστοῦν, εἶναι ὀνόματα, ἔννοιες κατάλληλες νά δηλώσουν τήν ὑπόσταση τῶν ὑποκειμένων, ἀλλά ὄχι νά δώσουν σέ ὄντα πού δέν τούς λείπει τίποτα (ἀφοῦ ἔχουν τήν οὐσία τους) κάτι πού δέν τούς χρειάζεται. Ἐπίσης οἱ πλατωνικές ἰδέες ἀπορρίπτονται. Ἡ προΰπαρξη τῶν ἰδεῶν-προτύπων προσδιορίζει ἕνα ἀδύνατο δημιουργό, ἕναν τεχνίτη. Ἔπειτα δέν ὑπάρχει ἀποχρῶν λόγος νά ἀποδώσουμε τίς ἰδέες-πρότυπα, τίς ἀμετάβλητες καί ἀναλλοίωτες μέσα στό νοῦ τοῦ Θεοῦ, σέ ὄντα πού βρίσκονται σέ ἀδιάκοπο γίγνεσθαι. Παραμερίζοντας αὐτόν τό διπλό ρεαλισμό, τοῦ Πλάτωνος καί τῶν ρεαλιστῶν, ὁ Φώτιος κατορθώνει ἀπό τή μιά μεριά νά κρατήσει ἄθικτη τήν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀξεπέραστη ἀπόσταση ἀνάμεσα στό Δημιουργό καί τό δημιούργημα, καί ἀπό τήν ἄλλη μεριά νά ἐπιτύχει ἕνα συμβιβασμό μεταξύ νομιναλισμοῦ καί ρεαλισμοῦ. Γένος καί εἶδος ὑπάρχουν, εἶναι σωματικά, ἀλλά δέν εἶναι σώματα.
Ὁ χρυσόγλωσσος καί γλυκύστομος Φώτιος, ἐξέχων Ἱεράρχης πού συνδύαζε τήν θεολογικήν γνῶσιν μέ τήν φιλοσοφικήν ὀξύνοιαν ἐκφράζεται, πολύ συχνά, σέ σχέση μέ τόν Ἀριστοτέλη κατά τρόπο πού φαίνεται νά δείχνει ὅτι τόν προτιμᾶ ἀπό τόν Πλάτωνα. Ἀποκαλεῖ τή φιλοσοφία τοῦ Ἀριστοτέλη περισσότερο θεϊκή, πού βασίζεται στή λογική ἀναγκαιότητα καί προσπαθεῖ νά εἶναι μεθοδική. Στόν Πλάτωνα βλέπει μᾶλλον τόν φιλόσοφο τῶν μύθων, τοῦ Τιμαίου, τόν Πλάτωνα ὁλόκληρου σχεδόν τοῦ Μεσαίωνα, τόν Πλάτωνα τῶν νεοπλατωνικῶν, ὄχι τόν Πλάτωνα τῆς διαλεκτικῆς.
Αὐτό εἶναι ἕνα σημεῖο πού πρέπει πάντα νά ἔχουμε κατά νοῦ προκειμένου νά συλλάβουμε σωστά τήν ἔννοια τῆς προτίμησής του γιά τόν Ἀριστοτέλη. Ὁ Φώτιος, πνεῦμα πρακτικό, δέν ἀνέχεται τήν ποιητική γλώσσα τοῦ Πλάτωνος, τό βάθος τῆς πλατωνικῆς διαλεκτικῆς. Ἡ μεθοδική κάι λογική ἀναζήτηση τοῦ Ἀριστοτέλη ταίριαζε καλύτερα στό θεολογικό ρεαλισμό τῆς ἐποχῆς.
Ὁ Φώτιος ἦταν ὁ μοχλός ὅλης αὐτῆς τῆς ἠθικῆς ἀναπλάσεως. Ἡ πολυμάθειά του καί ὁ ζῆλος καί ἡ ἀπαράμιλλη αὐταπάρνηση, τό ἐνεργητικό μέρος πού ἐλάμβανε διδάσκοντας ὁ ἴδιος στό Πανεπιστήμιον τῆς Μαγναύρας, οἱ σοφοί σύλλογοι, τούς ὁποίους ἐσχημάτιζε, τά συγγράμματα τά ὁποῖα συνέγραφε καί μέσῳ τῶν ἀντιγραφέων διέδιδε, ἐπί πλέον ἡ νευρώδης ἐκείνη εὐγλωττία καί ἡ ἰδιάζουσα ἐπιτηδειότητα, νά ἀποκτᾶ φίλους, τόν ἔθεταν πάνω ἀπό ὅλους, τόν ἀνεδείκνυαν κέντρο ἰσχυρό καί ἀκράδαντο, γύρω ἀπό τόν ὁποῖον συνερχόταν ἡ ἀριστοκρατική τάξη, ὅλη ἡ ἐκλεκτή νεότητα τοῦ Βυζαντίου, ὅλοι ὅσοι ἥθελαν ν' ἀκούσουν ἤ νά μάθουν λόγο σοφό, ἤ νά λύσουν κάποια ἀπορία. Ἡ οἰκία του ἦταν ἀκαδημία, ἦταν σύλλογος τῶν πεπαιδευμένων, ἀπό τούς ὁποίους ὁ Φώτιος ἦταν ὁ κορυφαῖος καί ὁ ὕπατος.
Ἔτσι δημιουργικά ὁ Φώτιος μέ τό ὑπέροχο καί ἄφθιτο μεγαλεῖο του βρίσκεται στήν πινακοθήκη τῶν διασήμων καί ἐναρέτων ἀνδρῶν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας καί τοῦ παγκοσμίου πολιτισμοῦ, καί ἀνταποκρίνεται στίς ἱστορικές προκλήσεις τῶν καιρῶν του, πού εἶχαν ὡς στόχο τήν γεωγραφική καί πνευματική συρρίκνωση τῆς αὐτοκρατορίας· μέ τό ἱεραποστολικό του ἔργο διεύρυνε τά ὅρια ἐπιρροῆς τοῦ Βυζαντίου, ἐνῶ μέ τό θεολογικό καί ἀνθρωπιστικό ἐνίσχυσε τά πνευματικά θεμέλια καί τήν ἀκτινοβολία τοῦ ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ. Ὡδήγησε ἔτσι μέ τό τρισδιάστατο μεγαλεῖο του τήν Ἐκκλησία καί τό Ἔθνος στήν ἐνδοξότερή της ἐποχή μέσα σέ ἕνα ἀκμαῖο καί ἰσχυρό χριστιανικό κράτος. Αὐτός ὁ μέγας ὡς θεολόγος, μέγας ὡς ἐκκλησιαστικός πολιτικός καί μέγας ὡς ἀνθρωπιστής.
(Πηγή: Ὁμιλία ἐκφωνηθεῖσα εἰς τον Ἱερόν Καθεδρικόν Ναόν Ἀθηνῶν, 5-2-2005, MYRIOBIBLOS Βιβλιοθήκη)
Ὁ Μέγας Φώτιος καὶ οἱ αἱρετικοὶ Λατῖνοι,
Τοῦ μακαριστοῦ Ἁγιορείτου μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου
«ΟΣΟΙ μελετοῦν τὰ αἴτια τοῦ σχίσματος, βλέπουν τὸν Μ. Φώτιον ὡς πρωταγωνιστήν, ὡς δογματικὸν διδάσκαλον, ἀντιτεθέντα εἰς τὰς καινοτομίας τῆς Ρώμης. Καὶ πολλοὶ μένουν μὲ τὴν ἐντύπωσιν ὅτι, ἐπειδὴ ὁ παπισμὸς παρουσιάζει τάσεις καταδυναστείας ἐφ’ ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἰσῆγε νέαν διδασκαλίαν ἐπὶ τῆς κυρίως Θεολογίας τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Μ. Φώτιος, κατὰ ἕνα τρόπον ἐντελῶς δογματικόν, ἀντέδρασε προετοιμάσας τὸ σχίσμα, τὸ ὁποῖον τόσον ἐταλαιπώρησε τὴν Ἐκκλησίαν.
Ἡ ἑρμηνεία αὕτη εἰς τὴν στάσιν τοῦ Μ. Φωτίου ἔναντι τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, δὲν στερεῖται βεβαίως ποιᾶς τινος ἀληθείας. Ἀλλὰ δὲν ἐξαντλεῖται ἡ ἀλήθεια. Θὰ πρέπει νὰ μελετήση κανεὶς βαθύτατα τὴν ζωὴν καὶ τὰ φρονήματα τοῦ θειοτάτου καὶ σοφωτάτου Φωτίου, διά νὰ ἀντιληφθῆ ὅτι τὰ αἴτια τοῦ σχίσματος, τὸ ὁποῖον ἐπεδίωξεν ὁ ἅγιος Φώτιος, εὑρίσκοντο πολὺ βαθύτερα ἀπὸ τὰ φαινόμενα, τὰ ὁποῖα ἀπατοῦν καὶ ἐνίοτε ἀδικοῦν.
* * *
Ἡ Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία κατὰ τὸν δέκατον αἰῶνα, εἶχε δημιουργήσει μίαν μακρὰν πνευματικὴν παράδοσιν. Εἶχε βιώσει τὴν δογματικήν της διδασκαλίαν. Ἔζη ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἐτρύγα τοὺς καρποὺς τῆς μυστικῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ἦτο προσανατολισμένη πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς ἀκριβείας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Καὶ ὁ Μ. Φώτιος, εὑρεθεὶς μέσα εἰς τὸ πνευματικὸν κλῖμα τῆς Ἐκκλησίας, ζῶν μὲ συνέπειαν, μὲ μέθεξιν, μὲ σεβασμόν, τὸν βίον, τῶν πρὸ αὐτοῦ ἁγίων Πατέρων, εἶδεν εἰς τὰς καινοτομίας τῶν Λατίνων, ἕνα πνεῦμα ξένον πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ. Ἔβλεπε κοσμικότητα, ὑπερηφάνειαν, κενοδοξίαν, ἀντὶ τοῦ ταπεινοῦ καὶ οὐρανίου φρονήματος τῆς Ἀνατολῆς. Αἱ καινοτομίαι τὸν ἐθορύβησαν, ὄχι τόσον καθ’ ἑαυτάς, ὅσον ὡς πνευματικὴ παρέκκλισις, ἡ ὁποία θὰ ὡδήγει τὴν Δυτικὴν Ἐκκλησίαν κατὰ κρημνῶν. Ἂν δὲ σημειωθεῖ ὅτι κατὰ τὴν ἐποχήν του, ἤρχισεν εἰς τὴν Δύσιν νὰ ἐμφανίζεται ἕνα ρεῦμα ἀπιστίας, ὑπὸ τὸν μανδύαν τοῦ ἀνθρωπισμοῦ, εὔκολον εἶναι νὰ ἀντιληφθῆ κανεὶς τὴν ἀνησυχίαν τοῦ Μ. Φωτίου…
* * *
Μὲ πνεῦμα προφητικόν, ἐπεσήμανεν, εἰς τὴν προοπτικὴν τοῦ μέλλοντος, μίαν τοπικὴν Ἐκκλησίαν ταλαιπωρουμένην ταῖς ἀντιπνοίαις τοῦ Σατανᾶ, ὁτὲ μὲν οἰστρηλατουμένην ἀπὸ φαντασιώσεις κοσμοκρατορικάς, ὁτὲ δὲ ναυτιῶσαν τῷ τῆς ἀπιστίας κλύδωνι, διά τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης…
Καὶ ἐντεῦθεν ἀνέλαβε τὰς εὐθύνας διασώσεως τῆς Ὀρθοδοξίας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἀποκόπτων ὡς σεσηπὸς μέλος τὸν ὑπερφίαλον λατινισμόν. Καὶ μόνον διά τοῦτο, ὁ σοφώτατος Φώτιος ἤξιζε νὰ καθιερωθῆ ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας ὡς Μέγας.
Παρὰ τὰς κατὰ τοῦ Φωτίου κραυγὰς τῆς Ρωμάνας Ἐκκλησίας, τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀνήγαγεν εἰς τόσην περιωπὴν τὴν θείαν μορφὴν τοῦ Θεοφόρου τούτου Πατρός, ἀποδεικνύει ὅτι ἡ στάσις του, ἦτο καὶ στάσις τῆς καθόλου Ἐκκλησίας ἔναντι τῆς ἀφηνιασάσης «Δυτικῆς ὀφρύος», κατὰ τὸν Μ. Βασίλειον.
Καὶ αἱ προφητεῖαι, περὶ τοῦ Λατινισμοῦ, τοῦ Μ. Φωτίου ἐξεπληρώθησαν. Οὐδὲν ἄφησεν ἄθικτον, εἰς τὴν ταλαίπωρον αὐτὴν Ἐκκλησίαν ὁ Σατανᾶς τῆς πλάνης.
Αἰῶνες τώρα ἀκούονται αἱ φωναὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἐλέγχουσαι τὰς καινοτομίας, τὰς ὑπερβασίας, τὰ ἀλάθητα, τὸ «ὁ Χριστὸς εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ὁ Πάπας εἰς τὴν γῆν», τὴν ἀντιδογματικὴν διδασκαλίαν, τὴν μεῖξιν μετὰ τοῦ κόσμου, τὰς «Τραπέζας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», τὴν θεατροποίησιν τῶν ναῶν, τὴν ρῖψιν τῶν ἁγίων τοῖς κυσί, τὰς μοναζούσας ἀσέμνως ἐπιβαινούσας δικύκλων, τὸ δημοσιευόμενον πλουσιώτατον καθημερινὸν μενοὺ τοῦ Πάπα, ὑπηρετουμένου ὑπὸ τριῶν νεαρῶν μοναζουσῶν, τὴν ἄρσιν, τέλος, παντὸς ὁρίου μεταξὺ Ἐκκλησίας, Θεοῦ καὶ κόσμου, τόσον, ὥστε νὰ κάμνη τὸν ἁγιώτατον Νικόδημον τὸν Ἁγιορείτην νὰ περιπίπτη εἰς μελαγχολίαν, διά τὸ κατάντημα τῆς ἀδελφῆς Ἐκκλησίας τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, τῆς πάλαι ποτὲ «προκαθημένης τῆς ἀγάπης»…
* * *
Καὶ τώρα; Ἂν ὑπῆρχε σήμερον πάλιν ἕνας Μ. Φώτιος; Τί τάχα θὰ ἔκαμνεν εἰς τὴν ἐποχὴν τῶν διαλόγων, τῶν ἑνώσεων, τῆς «ἀγάπης», τῆς τάσεως τοῦ κόσμου νὰ γίνη ἕνα, ἐν ἀδιαφορίᾳ πρὸς τὰς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ; Δὲν θὰ ἐφρόντιζε νὰ ἑνώση τὰ πρὶν διεστῶτα; Δὲν θὰ ἠγωνίζετο χάριν ἀγάπης καὶ ἀμύνης τοῦ Χριστιανισμοῦ, νὰ ἐπιτύχη τουλάχιστον τὴν ἑνότητα; Τί θὰ ἔκαμνεν ὁ Μ. Φώτιος εἰς τὸν εἰκοστὸν αἰῶνα; Ἁπλούστατα. Ἀδιστάκτως φρονοῦμεν ὅτι, ἐὰν ἔβλεπε τὴν κατακόρυφον κατολίσθησιν τῆς Λατινικῆς ἐκκλησίας, τὸ οἰκτρὸν θέαμα, ποὺ παρουσιάζει σήμερον, τὰ σαθρὰ δόγματα, τὴν ἀντιπνευματικότητα, τὴν ἐγκατάλειψιν τοῦ Θεοῦ, ἀδιστάκτως φρονοῦμεν ὅτι ὁ Μ. Φώτιος δὲν θὰ διέψευδεν ἑαυτόν. Καὶ ἂν ἀκόμη ἔβλεπεν Ὀρθοδόξους καὶ Λατίνους ἡνωμένους, θὰ ἀνελάμβανε τὴν εὐθύνην δι’ ἕνα δεύτερον χωρισμόν, ποὺ εἶναι ἡ μόνη ἐλπὶς τοῦ κόσμου. Ὁ Μ. Φώτιος θὰ ἔκοπτε πάλιν τὴν Δυτικὴν Ἐκκλησίαν, διά νὰ σώση τὴν Ἐκκλησίαν…»
(Πηγή: ἀπὸ τὸ βιβλίον «Ἀθωνικὰ Ἄνθη», μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης, «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ», 21/2/2014, Η Άλλη Όψις)
Το μεγαλείο και η προσφορά του Μεγάλου Φωτίου,
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης
1. Παγκοσμίων διαστάσεων τὸ ἔργο τοῦ Φωτίου
Ὁ Μέγας Φώτιος εἶναι μία ἔξοχη, μία σπάνια, μία μεγαλειώδης φυσιογνωμία τοῦ 9ου αἰῶνος. Ὁ αἰώνας αὐτὸς ἔχει χαρακτηρισθῆ, ἰδιαίτερα ἀπὸ δυτικοὺς ἐρευνητάς, ὡς αἰώνας τῆς ἀναγέννησης τῶν κλασσικῶν γραμμάτων. Ἄλλοι ἐρευνηταὶ διαφωνοῦν μὲ τὸν χαρακτηρισμὸ αὐτό, διότι, ὅπως ὀρθῶς ἰσχυρίζονται, οὐδέποτε στὸ Βυζάντιο ἔπαυσε ἡ καλλιέργεια καὶ ἡ σπουδὴ τῆς ἀρχαιοελληνικῆς παιδευτικῆς καὶ γραμματειακῆς παραδόσεως. Ἂν ὑπάρχει κάποια διαφοροποίηση τὸν 9ο αἰώνα, αὐτὴ συνίσταται στὴν παρουσία καὶ δράση τῆς ἐξαιρετικῆς μορφῆς τοῦ Μεγάλου Φωτίου.
Ὁ Μέγας Φώτιος ἔχει προσδιορίσει τὸ μέλλον ὄχι μόνον τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀλλὰ καὶ τῆς παγκόσμιας ἱστορίας, ὅπως ἐλπίζω νὰ φανῆ ἀπὸ τὴν σύντομη ἀνάπτυξη ποὺ θὰ ἐπιχειρήσω. Ἐὰν ὁ Μέγας Φώτιος δὲν μᾶς ἐχαρίζετο ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ τὴν κρίσιμη περίοδο τοῦ 9ου αἰῶνος, ἡ σημερινὴ μορφὴ τοῦ κόσμου θὰ ἦταν διαφορετική. Καὶ σπεύδω νὰ πῶ ἀμέσως, κατοχυρώνοντας αὐτὴν τὴν θέση, ὅτι ἡ πορεία τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ Ἑλληνισμοῦ σὲ σχέση μὲ τὴν Δύση τῶν Φράγκων σφραγίσθηκε ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Μεγάλου Φωτίου, ὅπως καὶ ἡ πορεία καὶ ἡ πνευματικὴ ἐξέλιξη τῶν Σλάβων. Οἱ σλαβικοὶ λαοὶ οφείλουν τὸν πολιτισμό τους, τὴν γλῶσσα τους, τὴν θρησκεία τους σὲ ἐνέργειες καὶ δράσεις τοῦ Μ. Φωτίου, ὁ ὁποῖος ἐσχεδίασε καὶ ἐπραγματοποίησε τὸν ἐκχριστιανισμό τους. Ἡ σθεναρὴ στάση τοῦ Μ. Φωτίου ἔναντι τοῦ πάπα καὶ τῶν Φράγκων, ὅπως θὰ δοῦμε, καὶ ἡ πολιτιστικὴ διεύρυνση τοῦ Βυζαντίου πρὸς τοὺς σλαβικοὺς λαοὺς δείχνουν τὸ παγκοσμίων διαστάσεων ἔργο τοῦ Μεγάλου Φωτίου. Ἂν ὁ Μέγας Φώτιος δὲν προσέφερε αὐτὰ ποὺ προσέφερε, ἐκινδύνευαν οἱ Ἕλληνες νὰ ἐκλατινισθοῦν, νὰ φραγκέψουν, οἱ δὲ σλαβικοὶ λαοὶ ἢ θὰ ἐξισλαμίζοντο ἢ θὰ ἐξελατινίζοντο, μὲ συνέπεια νὰ εἶναι πολὺ διαφορετικὸς σήμερα ὁ χῶρος τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς.
2. Ἡ Εὐρώπη τῶν Φράγκων καὶ τοῦ πάπα
Ὁ αἰώνας τοῦ Φωτίου, ὁ 9ος αἰώνας, ἦταν πολὺ κρίσιμη ἐποχὴ γιὰ τὴν Ρωμιοσύνη τοῦ Βυζαντίου. Μέχρι τότε ὑπῆρχε μιὰ ἑνιαία αὐτοκρατορία, μία ἑνιαία οἰκουμένη, ἡ ἑλληνορωμαϊκὴ αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου, ποὺ ἐκτεινόταν στὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴ Δύση. Δὲν ὑπῆρχε ἄλλη πολιτικὴ ὀντότητα, ἄλλη πολιτικὴ δύναμη ἱκανὴ νὰ ἀμφισβητήσει τὴν κυριαρχία τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ νὰ διαιρέσει τὴν αὐτοκρατορία. Ἡ ἕνωση ὅμως τῶν φραγκικῶν λαῶν ὑπὸ τὸν Μέγα Κάρολο δημιουργεῖ στὴ Δύση ἕνα νέο ἰσχυρὸ πολιτικὸ κέντρο, μία νέα πολιτικὴ δύναμη. Τὸ 800 μ.Χ. γίνεται στὴ Ρώμη ἀπὸ τὸν πάπα ἡ στέψη τοῦ Μεγάλου Καρόλου ὡς αὐτοκράτορος τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Γερμανικοῦ ἔθνους. Ἡ ἑνιαία αὐτοκρατορία διασπᾶται, τὸ Βυζάντιο ἀποκτᾶ ἰσχυρὸ ἀντίπαλο στὴ Δύση μὲ καταλυτικὲς συνέπειες γιὰ τὴν παγκόσμια ἱστορία.
Ὁ πάπας μέχρι τότε μετεῖχε στὴν ἑνιαία ἑλληνορωμαϊκὴ αὐτοκρατορία. Παρὰ τὶς αὐταρχικὲς καὶ μοναρχικὲς τάσεις ποὺ εἶχαν ἐκδηλωθῆ ἐκ μέρους μερικῶν παπῶν, ἦταν ἁπλῶς ἕνα μέλος τῆς πενταρχίας τῶν πατριαρχῶν, μετέχων ἰσοτίμως στὶς οἰκουμενικὲς συνόδους, ἀκόμη καὶ στὴν ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἐναντίον τῶν εἰκονομάχων τὸ 787. Θεώρησε λοιπὸν κατάλληλη τὴν εὐκαιρία, συμμαχῶν μὲ τοὺς Φράγκους, νὰ προωθήσει τὶς μοναρχικὲς ἀξιώσεις του ἐπὶ τῆς παγκόσμιας Ἐκκλησίας καὶ νὰ ἐπιβάλει τὶς περὶ πρωτείου καὶ παγκόσμιας δικαιοδοσίας ἀξιώσεις του.
Ἐπὶ ἀρκετὸ καιρὸ κρατοῦσε ἰσορροπίες ἀνάμεσα στὰ δύο ἰσχυρὰ πολιτικὰ κέντρα τῆς Κωνσταντινούπολης καὶ τῶν Φράγκων, μέχρι, ποὺ τελικῶς, ὅπως πειστικὰ ἔχει ἀναπτύξει στὰ βιβλία του ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὑπέκυψε στοὺς Φράγκους, καὶ ἔτσι οὐσιαστικῶς ὅλος ὁ δυτικὸς κόσμος, καὶ ἡ Ρώμη, ἐφράγκεψαν, ἐτέθησαν ὑπὸ τὴν κυριαρχία τῶν Γερμανῶν Φράγκων. Αὐτὸ ἔχει πολὺ μεγάλη σημασία ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς σημερινοὺς εὐρωπαϊκοὺς προβληματισμούς, γιὰ τὸ εὐρωπαϊκὸ γίγνεσθαι σήμερα, γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἕνα ἀντίπαλο ἰσχυρὸ πολιτικὸ κέντρο, ὅπως ἦταν τότε ἡ κοσμοκράτειρα Κωνσταντινούπολη. Ἴσως ἡ Ὀρθόδοξη Μόσχα θὰ ἠμποροῦσε σήμερα νὰ παίξει αὐτὸν τὸν ρόλο.
Ἡ τότε στάση τοῦ Μεγάλου Φωτίου ἀπέναντι στὰ δύο μεγάλα κέντρα ἐξουσίας ποὺ ὑπῆρχαν στὴ Δύση, ἕνα πολιτικὸ καὶ ἕνα ἐκκλησιαστικό, πρέπει νὰ προσδιορίζει καὶ τὴν δική μας πολιτικὴ καὶ πολιτιστικὴ στάση, ἂν θέλουμε νὰ διαφυλάξουμε τὴν πολιτιστικὴ καὶ πνευματική μας ἰδιοπροσωπία, μολονότι φαίνεται ὅτι ἡ ἔνταξή μας στὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη τῶν Φράγκων ἔγινε χωρὶς κανένα ὅρο, καὶ ἤδη οἱ ἀφομοιωτικὲς διαδικασίες ἔχουν ἀρχίσει νὰ λειτουργοῦν εἰς βάρος μας. Σήμερα καμαρώνουμε ὅλοι, διότι ἐγίναμε μέλη τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης καὶ θεωροῦμε ὅτι ἡ Δύση εἶναι ὁ φυσικὸς ζωτικός μας χῶρος. Ἀπὸ αὐτὸν ὅμως τὸν χῶρο εἰσέρχονται στὸν δικό μας χῶρο, εἴτε ἐπίσημα μὲ τὴν νομοθεσία, εἴτε ἀνεπίσημα, λόγω τῶν ἀναγκαίων ἐπαφῶν, νοοτροπίες, μέτρα, ἤθη καὶ ἔθιμα, στὴν παιδεία καὶ στὴν καθημερινότητα, τὰ ὁποῖα ἀλλοιώνουν καὶ ἐξασθενοῦν τὶς δικές μας πολιτιστικὲς παραδόσεις. Σκέφθηκε ποτὲ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ὑπεύθυνους πολιτικούς μας, οἱ περισσότεροι τῶν ὁποίων στεροῦνται ἀκραιφνοῦς ἱστορικῆς παιδείας, πῶς ἐνήργησαν σὲ ἀνάλογες περιπτώσεις οἱ μεγάλοι ἄνδρες τοῦ Γένους καὶ κατόρθωσαν νὰ διασώσουν τὸν ἑλληνορθόδοξο πολιτισμό, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁποίους, ὄντως καὶ ἀληθῶς μέγας, εἶναι ὁ Φώτιος; Θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια πῶς διαμόρφωσε τὴν στάση του, τελείως διαφορετικὴ καὶ ἀσύγκριτα ἀνώτερη ἀπὸ τὴ στάση τῆς σημερινῆς πολιτικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας.
3. Ἡ εἰκονομαχικὴ Μεταρρύθμιση περιελάμβανε καὶ τὸν ἀποχριστιανισμὸ τῆς παιδείας
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀντιπαράθεση αὐτὴ τῶν τριῶν κέντρων ἐξουσίας, δηλαδὴ Κωνσταντινούπολης, Ρώμης καὶ Φράγκων (Ἄαχεν), τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Φωτίου χαρακτηρίζουν καὶ οἱ καταστροφικὲς συνέπειες τῆς Εἰκονομαχίας, τὴ δεύτερη φάση τῆς ὁποίας, στὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 9ου αἰῶνος, ἐπρόλαβε νὰ βιώσει ὁ Φώτιος. Εἶναι πολὺ γνωστὸ ὅτι ὁ πολιτικὰ πρωταίτιος τῆς Εἰκονομαχίας αὐτοκράτωρ Λέων Γ’, ὁ Ἴσαυρος, λόγω τοῦ ὅτι οἱ μοναχοὶ ἀποτελοῦσαν τὴν βασικὴ δύναμη ἀντιδράσεως, ὡς ὑπέρμαχοι τῶν ἱερῶν εἰκόνων, προσέδωσε στὴν παιδεία κοσμικὸ χαρακτήρα μὲ ἀνάλογες μεταρρυθμίσεις στὸ Πανεπιστήμιο Κωνσταντινουπόλεως. Θέλησε νὰ ἀποεκκλησιαστικοποιήσει, νὰ ἀποχριστιανίσει τὴν παιδεία καὶ τὴν αὐτοκρατορία, νὰ τὴν ἐκκοσμικεύσει, ὥστε νὰ παύσουν οἱ μοναχοὶ νὰ ἐπηρεάζουν πνευματικὰ τοὺς πιστούς, πρᾶγμα ποὺ ἐπετεύχθη πολὺ ἀργότερα στὴ Δύση μὲ τὸν Διαφωτισμὸ καὶ τὴν Ἀναγέννηση, ἰδιαίτερα δὲ μετὰ τὴν Γαλλικὴ Ἐπανάσταση καὶ τὴν ἐγκαθίδρυση κοσμικῶν κρατῶν, παντελῶς χωρισμένων ἢ καὶ ἐχθρικῶν πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Ἡ παιδεία στὸ Βυζάντιο μέχρι τὴν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας εἶχε διπλὸ χαρακτήρα, ὅπως εἶχε προσδιορισθῆ ἀπὸ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχας. Ἦταν ἑλληνικὴ καὶ χριστιανικὴ συγχρόνως.
Στὰ σχολεῖα τῆς Ρωμιοσύνης, τοῦ Βυζαντίου, διδάσκονταν ἀδιαιρέτως οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες συγγραφεῖς καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Λέων Ἴσαυρος, λοιπόν, θέλησε νὰ δώσει μία «προοδευτικὴ» κατεύθυνση στὸν πολιτισμὸ καὶ στὴν παιδεία, ὅπως ἐπιθυμοῦν νὰ δώσουν «προοδευτικὴ» κατεύθυνση καὶ οἱ νεώτεροι εἰκονομάχοι ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα, οἱ σύγχρονοι «προοδευτικοί». Θέλησε νὰ προσδώσει περισσότερο κοσμικὸ χαρακτήρα στὴν παιδεία. Καὶ ὅπως σήμερα γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἔξοδο τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν ἀπὸ τὰ σχολεῖα μας, νὰ μὴ διδάσκονται ἡ Ἁγία Γραφή, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἀρχὲς τῆς πίστεως, περίπου τὸ ἴδιο εἶχε ἀποφασίσει ὁ Λέων Ἴσαυρος τὴν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας. Ἐξεδίωξε τοὺς Χριστιανοὺς καθηγητὰς ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινούπολης, ὅπως εἶχε κάνει σὲ εὐρύτερη κλίμακα, σὲ ὅλα τὰ σχολεῖα, τὸν 4ο αἰώνα ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης, τοῦ ὁποίου τὰ σχέδια εὐτυχῶς δὲν εὐδοκίμησαν, διότι ἐκυριάρχησε μετὰ τὸν θάνατό του ἡ παιδευτικὴ γραμμὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκράτησαν τὴν παιδεία μας ἑλληνικὴ καὶ χριστιανικὴ συγχρόνως, τὰ ὑγιῆ στοιχεῖα τῆς ἀρχαιοελληνικῆς παιδευτικῆς παραδόσεως συνταιριασμένα μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου.
Τὴν περίοδο λοιπὸν αὐτὴ ποὺ ἡ παράδοση τῆς παιδείας ἀμφισβητεῖται, γεννιέται καὶ ἀναπτύσσεται ὁ Μέγας Φώτιος. Οἱ συγγενεῖς του ἦσαν φίλοι τῶν ἁγίων εἰκόνων· ὁ πατριάρχης Ἅγιος Ταράσιος ποὺ συνεκάλεσε τὴν ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἦταν θεῖος του, ἀδελφὸς τοῦ πατρός του, ἐνῶ ἀμφότεροι οἱ γονεῖς του εἶχαν διωχθῆ ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ κλῖμα διαμορφώνει ὁ Μέγας Φώτιος τὴν δική του στάση ἀπέναντι στὴν παιδεία.
4. Τὸ τριπλὸ μεγαλεῖο τοῦ Φωτίου
Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς δύο αὐτοὺς παράγοντες, τὴν αὐτονόμηση δηλαδὴ τῆς Δύσεως καὶ τὸ εἰκονομαχικὸ κίνημα, ἐμφανίζεται καὶ ἕνας τρίτος παράγων ποὺ συνυπολογίζεται ἀπὸ τὸν Μέγα Φώτιο στὴν διαμόρφωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς του πολιτικῆς· πρόκειται γιὰ τὴν ἐδαφική, τὴν γεωγραφικὴ συρρίκνωση τῆς αὐτοκρατορίας ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τῶν Ἀράβων τὸν 7ο αἰώνα, οἱ ὁποῖοι διαρκῶς ἀποσποῦσαν ἀνατολικὲς ἐπαρχίες ἀπὸ τὴν αὐτοκρατορία καὶ ἐγκαθιστοῦσαν τὴν νέα θρησκεία τοῦ Μωάμεθ, τὸ Ἰσλάμ.
Ἐπιχειρεῖται, λοιπόν, ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς Φράγκους ἡ διεκδίκηση τῆς ἑνιαίας αὐτοκρατορίας, ἡ ἀμφισβήτηση τῆς οἰκουμενικότητος τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἐπιδιώκουν νὰ πάρουν αὐτοὶ τὴν παγκόσμια ηγεμονία, ἔχοντας συνεπίκουρο καὶ τὸν πάπα, ὁ ὁποῖος στηριζόμενος τώρα πολιτικὰ στους Φράγκους ἀποτολμᾶ ἐκκλησιαστικὴ διείσδυση σὲ ἔδαφος τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως μὲ ἀποστολὴ Φράγκων ἱεραποστόλων στὴν Βουλγαρία, ἡ ὁποία μόλις πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια εἶχε ἐπισήμως δεχθῆ τὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη (864). Ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ ἐπίσης ἡ αὐτοκρατορία ὑφίστατο συρρίκνωση ἐκ μέρους τῶν Ἀράβων, ὅπως εἴπαμε.
Πολλοὶ ἐρευνηταὶ βλέπουν ὅτι αὐτὴν τὴν ἐπιβολὴ καὶ ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ καὶ ἀπὸ τὴν Δύση τὴν ἀντιμετώπισε μὲ μεγαλοφυῆ σχεδιασμὸ ὁ Μ. Φώτιος, ὥστε νὰ ἀναπληρωθοῦν οἱ ἀπώλειες ζωτικοῦ χώρου, ἐδαφικῶς καὶ πολιτιστικῶς. Ἰθύνων νοῦς αὐτοῦ τοῦ σχεδιασμοῦ ἦταν ὁ Μ. Φώτιος. Καὶ ἐπειδὴ τὸ θέμα τῆς ὁμιλίας μου εἶναι τὸ μεγαλεῖο καὶ ἡ προσφορὰ τοῦ Μεγάλου Φωτίου, αὐτὰ ἐκδηλώθηκαν σὲ τρεῖς βασικοὺς τομεῖς, τριπλασιάζοντας ἔτσι τὴν προσφορά του, διότι καὶ ἡ ἐπιτυχία σὲ ἕνα μόνον ἀπὸ τοὺς τρεῖς τομεῖς θὰ ἀρκοῦσε γιὰ νὰ χαρακτηρισθῆ ὡς μέγας ὁ Φώτιος. Ὁ Φώτιος λοιπὸν ἦταν μέγας α) ὡς ἐκκλησιαστικοπολιτικὸς ἡγέτης β) ὡς φιλόλογος καὶ γ) ὡς θεολόγος.
Πρὶν ἀπὸ μερικὰ χρόνια, τὸ 1991, γιορτάσαμε διορθοδόξως καὶ διεπιστημονικῶς τὰ 1100 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Μεγάλου Φωτίου († 891). Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἐπετείου συνεκλήθησαν ἀπὸ διαφόρους φορεῖς, ἐκκλησιαστικοὺς καὶ πανεπιστημιακούς, συμπόσια καὶ συνέδρια, στὰ ὁποῖα παρουσιάσθηκαν δεόντως τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Μ. Φωτίου. Στὴν Θεσσαλονίκη ὀργανώθηκαν δύο ἐπιστημονικὰ συνέδρια: ἕνα ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, στὰ πρακτικὰ τοῦ ὁποίου ὑπάρχουν ἀναφορὲς στὴν μνημονευθεῖσα τριπλὴ προσφορὰ τοῦ Φωτίου[1] καὶ τὸ ἄλλο ἀπὸ τὸ Κέντρο Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τὸ ὁποῖο εἶχε ὡς θέμα τοὺς δύο μεγάλους ἀρχιεπισκόπους Κωνσταντινουπόλεως, τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο καὶ τὸν Μέγα Φώτιο: «Μνήμη Ἁγίων Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Μεγάλου Φωτίου, ἀρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως» (14-17 Ὀκτωβρίου 1993)[2]. Ὅταν λοιπὸν τότε, τὸ 1993, ὡς πρόεδρος τοῦ Κέντρου Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν παρουσίαζα στὴν Μεγάλη Αἴθουσα Τελετῶν τοῦ Πανεπιστημίου τὸ συνέδριο, ἔκανα τὴν ἑξῆς συνοπτικὴ ἀναφορὰ στὴν προσφορὰ καὶ στὸ ἔργο τοῦ Μεγάλου Φωτίου:
«Μισὴ χιλιετηρίδα χωρίζει αὐτὲς τὶς δύο μεγάλες μορφὲς τοῦ Βυζαντίου, τὸν ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο († 391) καὶ τὸν Μέγα Φώτιο († 891). Ὁ ἕνας ζῆ στὴν ἀρχὴ τῆς θεμελιώσεως τοῦ βυζαντινοῦ κράτους, σὲ ἐποχὴ ἐκρηκτικῆς πνευματικῆς καὶ θεολογικῆς ἀνθήσεως, τῆς ὁποίας εἶναι συντελεστὴς μαζὺ μὲ ἄλλες μεγάλες μορφὲς ἁγίων καὶ πατέρων. Ὁ ἄλλος ζῆ σὲ περίοδο ποὺ ἡ χριστιανικὴ αὐτοκρατορία ἔχει φθάσει στὸ ἀπόγειο τῆς δυνάμεως καὶ τῆς αἴγλης, μὲ ἰσχυρὴ καὶ ἐλκυστικὴ ἀκτινοβολία, τὴν ὁποία ἐκμεταλλεύεται ἀφ’ ἑνὸς γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ στοὺς Σλάβους καὶ ἀφ’ ἑτέρου γιὰ τὸν αὐτοπροσδιορισμό της ἀπέναντι στὴ Δύση, ποὺ ἀμφισβητεῖ τὴν οἰκουμενικότητά της καὶ ἐπιδιώκει πνευματικὴ αὐτονόμηση.
Ἐκφραστὴς αὐτῆς τῆς αὐτοσυνειδησίας ὁ πατριάρχης Φώτιος κυριαρχεῖ θεολογικὰ τὸν 9ο αἰῶνα καὶ συμπληρώνει τὴν τριάδα τῶν πατέρων ποὺ ὀνομάσθηκαν μεγάλοι, καταστὰς ὄντως Μέγας, μαζὺ μὲ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο καὶ τὸν Μέγα Βασίλειο. Ὁ Μέγας Φώτιος, μετὰ ἀπὸ πέντε αἰῶνες, ἀνώτερος κρατικὸς ἀξιωματοῦχος καὶ καθηγητὴς στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Μαγναύρας, κατέστη ὠς πατριάρχης ὁ ἐνσαρκωτὴς καὶ προγραμματιστὴς τῆς οἰκουμενικῆς προοπτικῆς τῆς αὐτοκρατορίας καὶ συγχρόνως μέγας θεολόγος καὶ μέγας ἀνθρωπιστής. Ἡ ἐκκλησιαστική του πολιτικὴ μὲ τοὺς δύο προγραμματικούς της στόχους, τὴν ἱεραποστολικὴ ἐξόρμηση πρὸς τοὺς Σλάβους καὶ τὴν παρεμπόδιση τῶν παπικῶν διεκδικήσεων στὴν Ἀνατολή, δημιούργησε τὶς προϋποθέσεις γιὰ τὴν αἴγλη τῆς αὐτοκρατορίας καὶ τὴν ἐπιβίωσή της ἐπὶ πεντακόσια ἀκόμη χρόνια. Ἡ θεολογικὴ δεινότης τοῦ ἁγίου Φωτίου, ἐμφανὴς εἰς ὅλα τὰ θεολογικά του ἔργα, κορυφώνεται στὸ Περὶ Ἁγίου Πνεύματος ἔργο του, ποὺ προσδιώρισε τὴν πνευματολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καθ’ ὅλους τοὺς μετέπειτα αἰῶνες. Δὲν ὑστερεῖ καθόλου ἡ φιλολογικὴ καὶ φιλοσοφική του προσφορά, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν ἐνασχόληση τῶν φιλολόγων μὲ τὸ τεράστιο φιλολογικό του ἔργο καὶ ἀπὸ τὸν χαρακτηρισμό του ὠς μεγάλου ἀνθρωπιστοῦ. Ἀπάντησε ἔτσι δημιουργικὰ ὁ Φώτιος στὶς ἱστορικὲς προκλήσεις τῶν καιρῶν του, ποὺ εἶχαν ὠς στόχο τὴν γεωγραφικὴ καὶ πνευματικὴ συρρίκνωση τῆς αὐτοκρατορίας· μὲ τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο διεύρυνε τὰ ὅρια ἐπιρροῆς τοῦ Βυζαντίου, ἐνῶ μὲ τὸ θεολογικὸ καὶ ἀνθρωπιστικὸ ἐνίσχυσε τὰ πνευματικὰ θεμέλια καὶ τὴν ἀκτινοβολία τοῦ ὀρθοδόξου πολιτισμοῦ. Ὡδήγησε ἔτσι τὴν Ἐκκλησία στὴν ἐνδοξότερή της ἐποχὴ μέσα σὲ ἕνα ἀκμαῖο καὶ ἰσχυρὸ χριστιανικὸ κράτος. Εἶναι λοιπὸν τρισδιάστατο τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἁγίου Φωτίου· μέγας ὡς θεολόγος, μέγας ὡς ἐκκλησιαστικὸς πολιτικὸς καὶ μέγας ὡς ἀνθρωπιστής»[3].
Σχετικὰ μὲ αὐτὲς τὶς τρεῖς πλευρὲς τῆς δραστηριότητος τοῦ Φωτίου ὡς φιλολόγου, ὡς θεολόγου και ὡς ἐκκλησιαστικοῦ πολιτικοῦ θὰ παρουσιάσω μερικὰ στοιχεῖα. Ἐν πρώτοις τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ καθιστᾶ τὸν Φώτιο μεγάλο φιλόλογο; Ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς τῆς φιλοσοφίας στὴν Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Β. Τατάκης γράφει ὅτι τὸν Φώτιο τὸν διεκδικοῦν περισσότερο οἱ φιλόλογοι παρὰ οἱ θεολόγοι, ὅτι ἔχει μεγαλύτερη σημασία ὡς φιλόλογος παρὰ ὡς θεολόγος[4]. Ὁ Μέγας Φώτιος ἦταν κάτοχος μιᾶς ἐξαιρετικῆς, μιᾶς μοναδικῆς σοφίας καὶ γνώσης, γιὰ τὴν ὁποία προκαλοῦσε τὸν θαυμασμὸ καὶ τὸν ἔπαινο ἀκόμη καὶ τῶν ἐχθρῶν καὶ ἀντιπάλων του. Πρὶν γίνει πατριάρχης ἐδίδασκε καὶ σὲ ἰδιωτικὴ σχολὴ ποὺ εἶχε ὀργανώσει στὴν οἰκία του, ἀλλὰ καὶ στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Μαγναύρας. Ἐδίδασκε γραμματική, φιλοσοφία, λογική, διαλεκτική, ἀκόμη καὶ μαθηματικὰ[5].
Μὲ πολλὴ στενοχωρία ἐγκατέλειψε αὐτὴν τὴν ἐκπαιδευτικὴ δραστηριότητα, ποὺ τοῦ ταίριαζε καὶ τὴν ἀγαποῦσε, γιὰ νὰ ἀνέλθει, πιεζόμενος, στὴν ἡλικία τῶν σαράντα ἐτῶν στὸν πατριαρχικὸ θρόνο. Σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν ὑπερφίαλο πάπα Νικόλαο, ὁ ὁποῖος τὸν κατηγοροῦσε ὅτι ἀνῆλθε «ἀθρόον» εἰς τὸν πατριαρχικὸ θρόνο, ἔγινε δηλαδὴ ἐκ λαϊκῶν ἀμέσως ἐπίσκοπος, διελθὼν ταχέως τοὺς ἱερατικοὺς βαθμούς, γράφει ὅτι δὲν εἶχε κανένα λόγο, δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ ἐγκαταλείψει τὰ γράμματα, τὸ χῶρο τῆς παιδείας, καὶ νὰ ἀναλάβει τὸν πολυεύθυνο ρόλο τοῦ πατριάρχου. Γιὰ νὰ δείξει πόσο καρποφόρο καὶ ἀποδοτικὸ ἦταν τὸ ἔργο του στὴν παιδεία, διηγεῖται ὅτι, ὅταν ἔφευγε ἀπὸ τὴν ἰδική του σχολὴ γιὰ νὰ μεταβεῖ στὰ ἀνάκτορα, ὅπου εἶχε ὑψηλὴ πολιτικὴ θέση, τὸν συνόδευαν οἱ μαθηταί του μὲ πίκρα καὶ πόνο, γιατὶ τοὺς ἄφηνε μόνους γιὰ λίγο χρονικὸ διάστημα. Τόση ἕλξη ἀσκοῦσε ὡς διδάσκαλος, ὥστε καὶ ἡ ὀλιγόωρη ἀπουσία του στενοχωροῦσε τοὺς μαθητάς του. Ὅταν δὲ ἐπέστρεφε ἀπὸ τὰ ἀνάκτορα, ἔβγαιναν ὅλοι νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν καὶ ἐσχημάτιζαν κύκλο γύρω του[6]. Ἀπὸ αὐτὸν τὸν κύκλο τῶν μαθητῶν τοῦ Φωτίου προῆλθαν μεγάλες προσωπικότητες, ὅπως ὁ αὐτοκράτωρ Λέων Στ’ ὁ Σοφός, οἱ αὐτάδελφοι ἀπόστολοι τῶν Σλάβων Κύριλλος καὶ Μεθόδιος, ὁ πατριάρχης Νικόλαος Α’ Μυστικός, ὁ Ἀρέθας Καισαρείας κ.ἄ.
Ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς φιλολογικῆς δραστηριότητος τοῦ Φωτίου πολὺ γνωστὰ στοὺς εἰδικοὺς εἶναι δύο ἐξαιρετικά του ἔργα. Τὸ πρῶτο εἶναι τὸ Λεξικὸ τοῦ Φωτίου, τὸ «Λέξεων Συναγωγή». Μέχρι τῶν μέσων τοῦ 20οῦ αἰῶνος τὸ σπουδαῖο αὐτὸ ἔργο ἐσώζετο ἀποσπασματικῶς σὲ μερικὰ χειρόγραφα. Εὐτυχῶς τὸ 1959 ὁ καθηγητὴς τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Λίνος Πολίτης ἀνακάλυψε ἕνα χειρόγραφο στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νικάνορος (Ζάβορδα) στὰ Γρεβενά, τὸ ὁποῖο περιεῖχε ὁλόκληρο τὸ ἔργο, τοῦ ὁποίου τὴν ἔκδοση ἀνέλαβε καὶ πραγματοποιεῖ ὁ καθηγητὴς τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Χρῆστος Θεοδωρίδης· ἐξεδόθησαν ἤδη δύο τόμοι[7]. Στὸ Λεξικό του ὁ Μ. Φώτιος συγκέντρωσε ὅλες τὶς δύσκολες λέξεις τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας τὶς ὁποῖες ἑρμηνεύει ἐτυμολογικὰ καὶ ἐννοιολογικά, γιὰ νὰ διευκολύνει τοὺς μαθητές του, ἀλλὰ καὶ τοὺς μετέπειτα, στὴν ἐνασχόλησή τους μὲ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ κείμενα.
Τὸ σπουδαιότερο ὅμως ἔργο τοῦ Φωτίου στὸν χῶρο αὐτὸ εἶναι ἡ γνωστὴ «Μυριόβιβλος» ἢ «Βιβλιοθήκη», ὅπως χαρακτηρίσθηκε ἐπαινετικῶς καὶ ὀρθῶς ἀπὸ μεταγενεστέρους. Ὁ ἴδιος ὁ Φώτιος τὸ χαρακτηρίζει ὡς «Ἀπογραφὴ καὶ συναρίθμησις τῶν ἀνεγνωσμένων ἡμῖν βιβλίων». Στὸ ἔργο αὐτὸ ἀναλύει καὶ σχολιάζει διακόσια ὀγδόντα συγγράμματα προγενεστέρων συγγραφέων καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ πατερικὴ γραμματεία. Ἡ μεγάλη σημασία αὐτοῦ τοῦ ἔργου, πέραν τῶν ἐκτιμήσεων καὶ σχολίων τοῦ Φωτίου, ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι μᾶς προσφέρει πληροφορίες γιὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα ἔχουν χαθῆ, καὶ ἑπομένως χωρὶς τὸ ἔργο αὐτὸ δὲν θὰ ἐγνωρίζαμε οὔτε τὴν ὕπαρξη οὔτε τὸ περιεχόμενό τους.
Στὴ συνάφεια αὐτὴ ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε ὅτι ὁ καθηγητὴς Β. Τατάκης ἔχει γράψει, πέραν τῶν ἄλλων, καὶ μία μελέτη μὲ τίτλο «Φώτιος ὁ μέγας ἀνθρωπιστής»[8]. Ἐπειδὴ ὁ ὅρος «ἀνθρωπιστὴς» μπορεῖ νὰ παρεξηγηθῆ, συμπληρώσαμε ἢ διευκρινήσαμε τὶς σκέψεις τοῦ καθηγητοῦ Τατάκη σὲ δικό μας ἄρθρο μὲ τὸν ἐρωτηματικό τίτλο «Ἦταν ὁ Μ. Φώτιος ἀνθρωπιστής;»[9]. Ἐπειδὴ συνήθως ὡς «ἀνθρωπισμὸς» ἐννοεῖται ἡ στροφὴ πρὸς τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σκέψη μὲ συνακόλουθη ἀπόρριψη τῆς Χριστιανικῆς σκέψεως, καὶ πλειστάκις μὲ ἐχθρικὴ ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας στάση, διευκρινίζουμε ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν ἀνθρωποκεντρικὸ καὶ ἄθεο Οὐμανισμὸ τῆς Δύσεως δὲν ἔχει καμμία σχέση ὁ Μ. Φώτιος· ἦταν χριστιανὸς ἀνθρωπιστὴς στὰ ἴχνη τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ ὄχι σὰν τοὺς ἀνθρωπιστὰς τῆς εὐρωπαϊκῆς Ἀναγεννήσεως καὶ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ.
β) Ὁ Μέγας Φώτιος ὡς θεολόγος
Ὁ Φώτιος διέπρεψε ὄχι μόνον ὡς φιλόλογος, ἀλλὰ καὶ ὡς θεολόγος. Μέχρι τὴν ἡλικία τῶν 38 ἐτῶν κανεὶς δὲν πίστευε ὅτι θὰ ἀναμιχθῆ στὰ πράγματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Θεολογίας· ἦταν ἕνας ἐπιτυχημένος κοσμικὸς καθηγητής, κρατικὸς ἀξιωματοῦχος στὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλὴ καὶ ἔμπειρος διπλωμάτης. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ ἀνῆλθε, πιεζόμενος, στὸν πατριαρχικὸ θρόνο ἦταν φυσικὸ καὶ ἀναμενόμενο νὰ ἀσχοληθῆ μὲ τὰ ἀνακύπτοντα θεολογικὰ προβλήματα. Εἶναι πολυμερὴς καὶ ἐκτεταμένη ἡ θεολογική του παραγωγή, θὰ ἐπισημάνω ὅμως ἐδῶ ὀλίγα ἀπὸ τὴν πλούσια θεολογικὴ προσφορά του. Τὸ σημαντικώτερο εἶναι ὅτι ἐτόλμησε πρῶτος καὶ μόνος, μὲ πολὺ προσωπικὸ κόστος, νὰ ἀντιπαραταχθῆ πρὸς τὴν Φραγκικὴ Θεολογία, ἡ ὁποία πλέον εἶχε ἐπιβληθῆ στὴν παλαιὰ Ρώμη. Οἱ Φράγκοι θεολόγοι τῆς αὐλῆς τοῦ Μ. Καρόλου καὶ τῶν διαδόχων του ἤθελαν νὰ εἶναι καὶ θεολογικὰ ἀνεξάρτητοι καὶ αὐτόνομοι, νὰ μὴν ἀκολουθοῦν τὴν Θεολογία τῆς Ἀνατολῆς στὰ δόγματα, στὴν λατρεία, στὸ δίκαιο, ὅπως ἔπραττε μέχρι τότε η Δύση, ποὺ οὐσιαστικὰ ἦταν μαθήτρια τῆς Ἀνατολῆς. Ἤθελαν νὰ οἰκοδομήσουν δικό τους πολιτισμό, δική τους θεολογία, καὶ αὐτὰ νὰ μεταδώσουν καὶ εἰς ἄλλους λαούς, ὡς ἰσχυρὸ πλέον πολιτικὸ κέντρο.
Ὅπως σήμερα ἡ Ἀμερικὴ ἐδημιούργησε δικό της πολιτισμό, τοῦ ὁποίου τᾶ προϊόντα μεταδίδει καὶ εἰς ἄλλους λαούς, τὰ μεταδίδει καὶ σὲ ἐμᾶς, χωρὶς δυστυχῶς νὰ ἀντιδροῦμε, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο οἱ Φράγκοι θέλησαν νὰ εἰσέλθουν καὶ στὸν χῶρο τῆς Θεολογίας. Ἡ ἐπέμβαση αὐτὴ ἔγινε μὲ τὴν υἱοθέτηση καὶ ὑποστήριξη τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ», μὲ τὸ γνωστὸ στὰ λατινικὰ «filioque», καὶ μὲ τὴν προσθήκη αὐτῆς τῆς αἱρέσεως στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Καὶ μολονότι ἀκόμη καὶ ὀρθόδοξοι πάπες ἀντέδρασαν στὸ ἐγχείρημα αὐτό, ἐν τούτοις κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Φωτίου θέλησαν νὰ περάσουν αὐτὴν τὴν διδασκαλία καὶ τὴν προσθήκη καὶ στὸ χῶρο τῆς Ἀνατολῆς. Ἔστειλαν ἱεραποστόλους στὴν Βουλγαρία, μολονότι ἐκεῖ προηγουμένως εἶχαν ἐργασθῆ ἱεραπόστολοι ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ εἶχαν ἐκχριστιανίσει τοὺς Βουλγάρους. Οἱ Φραγκολατῖνοι ἱεραπόστολοι δίδαξαν στοὺς νεοφύτους Χριστιανοὺς τὴν αἵρεση τοῦ filioque καὶ κατήργησαν ὅλα τὰ ἰδικά μας λειτουργικὰ καὶ ἄλλα ἤθη καὶ ἔθιμα, τὰ ὁποῖα ἀπαριθμεῖ ὁ Μ. Φώτιος, ἐνημερώνοντας μὲ ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ τοὺς πατριάρχας τῆς Ἀνατολῆς[10]. Ὁ Φραγκικὸς πολιτισμὸς ἀπειλοῦσε νὰ ὑποκαταστήσει τὸν Ὀρθόδοξο πολιτισμό.
Εὐτυχῶς βρέθηκε τὴν περίοδο ἐκείνη ἡ ἰσχυρὴ προσωπικότητα τοῦ Μεγάλου Φωτίου, γιὰ νὰ ἐμποδίσει τὴν διείσδυση τῶν Φράγκων στὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία. Συνέγραψε γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ πρῶτος μία καταπληκτικὴ θεολογικὴ πραγματεία μὲ τίτλο «Περὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας». Ἐκφράζεται πολὺ αὐστηρὰ γιὰ τοὺς Φράγκους θεολόγους τοὺς ὁποίους ὀνομάζει «ἄνδρας ἐκ σκότους ἀναδύντας», καὶ ἀνασκευάζει ὅλα τὰ θεολογικά τους ἐπιχειρήματα. Τὸ ἔργο αὐτὸ ἔγινε τὸ βασικὸ θεολογικὸ ἔργο, στο ὁποῖο στηρίχθηκαν καὶ στηρίζονται ὅλοι οἱ μεταγενέστεροι θεολόγοι στὴν ἀντιμετώπιση τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ Παπισμοῦ περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ».
Ἡ θεολογικὴ προσφορὰ τοῦ Μ. Φωτίου δὲν ἐξαντλεῖται βεβαίως στὴν ἀντιπαράθεσή του μὲ τοὺς παπικούς, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται στὴν ὑμνογραφία, τὴν ὁμιλητική, τὸ κανονικὸ δίκαιο, τὴν ἐπιστολογραφία, τὴν ἑρμηνευτική. Στὰ ἑρμηνευτικά του ἔργα ἀνήκουν τὰ «Ἀμφιλόχια», μία μεγάλη συλλογὴ ἐρωταποκρίσεων, ποὺ γράφτηκε γιὰ τὸν ἐπίσκοπο Κυζίκου Ἀμφιλόχιο, ἐκ τοῦ ὁποίου πῆρε καὶ τὸ ὄνομά της. Ὅ,τι εἶναι ἡ «Μυριόβιβλος» γιὰ τοὺς φιλολόγους εἶναι τὰ «Ἀμφιλόχια» γιὰ τοὺς θεολόγους. Ἀπαντᾶ ὁ Φώτιος σὲ τριακόσια (300) θεολογικὰ ἐρωτήματα, τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔχουν σχέση μὲ ἑρμηνεία δυσκόλων χωρίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
γ) Ὁ Μέγας Φώτιος ὡς ἐκκλησιαστικὸς πολιτικὸς
Ἔκανα προηγουμένως ἐνδεικτικὴ ἀναφορὰ στὴν προσφορὰ τοῦ Μεγάλου Φωτίου ὡς ἐκκλησιαστικοῦ πολιτικοῦ, ἡ ὁποία εἶναι διπλῆ· περιλαμβάνει καὶ τὴν σθεναρή του στάση ἀπέναντι στὴν Εὐρώπη τῶν Φράγκων καὶ τοῦ ἐκφραγκευμένου πλέον Παπισμοῦ, ἀλλὰ καὶ τὴν ἱεραποστολικὴ ἐξόρμηση τῆς αὐτοκρατορίας πρὸς τοὺς σλαβικοὺς λαοὺς τῆς Νοτιοανατολικῆς Εὐρώπης καὶ πρὸς τὴν Ρωσία. Τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τοῦ Μ. Φωτίου εἶναι τεράστιο, συγκρινόμενο μόνον μὲ τὸ ἀνάλογο ἔργο τοῦ πολυπαθοῦς μεγάλου ἐπίσης προκατόχου του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου. Ὁ ἐκχριστιανισμὸς τῶν Σλάβων τῆς Μοραβίας ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Κύριλλο καὶ Μεθόδιο, τῶν Βουλγάρων καὶ τῶν Ρώσων ἐντάσσεται στὰ πλαίσια αὐτῆς τῆς δραστηριότητος τοῦ Μ. Φωτίου.
5. Κρίσεις περὶ τοῦ Μεγάλου Φωτίου
Πρὶν φθάσω στον Ἐπίλογο, ὅπου θὰ κάνω μερικὲς ἐκσυγχρονιστικὲς ἐκτιμήσεις, θὰ παραθέσω ἐνδεικτικὰ μερικὲς γνῶμες γιὰ τὸν Μέγα Φώτιο, ποὺ δείχνουν κάλλιστα τὸν ἐντελῶς ἐξαιρετικὸ καὶ μοναδικὸ χαρακτήρα τῆς προσφορᾶς του. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἀκόμη καὶ οἱ φανατικοὶ ἀντίπαλοί του ἀναγνωρίζουν τὰ φυσικὰ καὶ ἐπίκτητα χαρίσματά του, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸν γνωστὸ συγγραφέα Νικήτα Δαβὶδ Παφλαγόνα, ὁ ὁποῖος στὸν Βίο τοῦ Πατριάρχου Ἰγνατίου γράφει τὰ ἑξῆς, γνωστὰ σὲ ὅσους ἀσχολοῦνται μὲ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Μ. Φωτίου:
«Ἦν δὲ οὗτος (ὁ Φώτιος) οὐ τῶν ἀγενῶν τε καὶ ἀνωνύμων, ἀλλὰ καὶ τῶν εὐγενῶν κατὰ σάρκα καὶ λίαν περιφανῶν σοφίᾳ τε κοσμικῇ καὶ συνέσει τῶν ἐν τῇ πολιτείᾳ στρεφομένων εὐδοκιμώτατος πάντων ἐνομίζετο. Γραμματικῆς μὲν γὰρ καὶ ποιήσεως, ρητορικῆς τε καὶ φιλοσοφίας καὶ δὴ καὶ ἰατρικῆς, καὶ πάσης ὀλίγου δεῖν ἐπιστήμης τῶν θύραθεν τοσοῦτον αὐτῷ τὸ περιϊὸν ὡς μὴ μόνον σχεδὸν φάναι τῶν κατὰ τὴν αὐτοῦ γενεὰν πάντων διενεγκεῖν, ἤδη δὲ καὶ πρὸς τοὺς παλαιοὺς αὐτὸν διαμιλλᾶσθαι. Πάντα γὰρ συνέτρεχεν ἐπ’ αὐτοῦ, ἡ ἐπιτηδειότης τῆς φύσεως, ἡ σπουδή, ὁ πλοῦτος, δι’ ὃν αὐτῷ καὶ νύκτες ἄυπνοι περὶ τὴν ἀνάγνωσιν ἐμμελῶς ἐσχολακότι»[11].
Ὁ διάδοχος ἐπίσης τοῦ μεγάλου ἐχθροῦ τοῦ Φωτίου πάπα Νικολάου Α’, πάπας Ἰωάννης Η’, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐπῆλθε εἰρήνευση στὶς σχέσεις Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως, χωρὶς βέβαια νὰ ἐπιλυθοῦν τὰ σχετικὰ προβλήματα, γράφει περὶ τοῦ Φωτίου σὲ ἐπιστολή του πρὸς τοὺς αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου:
«Ἀναμανθάνομεν γὰρ σχεδὸν παρὰ πάντων τῶν πρὸς ἡμᾶς ἐκ τῶν αὐτόθι φοιτώντων τὸν ἄνδρα πᾶσι προτερήμασι τοῖς κατὰ Θεὸν κομᾶν. Τοῦτο μὲν σοφίᾳ καὶ συνέσει τῇ περὶ τὰ θεῖα καὶ τὰ ἀνθρώπινα πάντων διαφέρειν· τοῦτο δὲ περὶ τὴν ἄλλην πρακτικὴν ἀρετὴν καὶ ἐπιμέλειαν τῶν θείων ἐνταλμάτων ἀνεπαίσχυντον ἐργάτην διαβοώμενον. Καὶ οὐ δίκαιον ἐκρίναμεν εἶναι, τοιοῦτον καὶ τηλικοῦτον ἄνδρα καὶ ἄπρακτον διαμένειν»[12].
Ὁ διάκονος καὶ ρήτωρ Ἰωάννης, σχολιαστὴς τοῦ βίου τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Ὑμνογράφου, εὐνοϊκὰ διακείμενος πρὸς τοὺς ἀντιφωτιανοὺς «Ζηλωτὰς» γράφει:
«Φώτιος τῆς συγκλήτου βουλῆς ἐτύγχανε τὸ πρωτεῖον ἐπιφερόμενος, διὰ τε τὸ πολὺ τοῦ λόγου καὶ τὸ ὑπερβάλλον τῆς γνώσεως καὶ ἅμα διὰ τὸ δεινὸν τοῦ νοὸς καὶ πρὸς τὸ συνθεῖναι καὶ σκευάσαι ἐπιτήδειον»[13].
Ἀπὸ τοὺς μεταγενέστερους μνημονεύουμε ὅσα σημειώνει ὁ ἐκδότης τῶν «Ἀπομνημονευμάτων» τοῦ Σιλβέστρου Συροπούλου γιὰ τὴν σύνοδο Φερράρας Φλωρεντίας R. Greyghton, στὰ ὁποῖα «Ἀπομνημονεύματα» ἔδωσε τὸν εὑρηματικὸ καὶ κατάλληλο τίτλο, Vera Historia unionis non verae inter Graecos et Latinos (= «Ἀληθὴς ἱστορία ἑνώσεως μὴ ἀληθοῦς μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ Λατίνων»). Γράφει λοιπὸν περὶ τοῦ Φωτίου:
«Γι’ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ δοῦν τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων μὲ τὰ δικά τους μάτια καὶ ὄχι μὲ τῶν ἄλλων νομίζω ὅτι πρέπει νὰ συμφωνήσουν μαζί μου ὅτι οὐδέποτε σοφώτερος ἐν λόγοις, οὐδὲ περὶ τὴν τῶν πραγμάτων διοίκησιν συνετώτερος, οὐδὲ τοῦ θείου καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου δικαίου ἐπιστημονικώτερος ἄλλος ἐπὶ τὸν θρόνον ἀνέβη, οὔτε πάπας ἐν Ρώμῃ, οὔτε πατριάρχης ἐν Κωνσταντινουπόλει»[14].
Ὁ Γάλλος ἐπίσης ἀββᾶς Jaeger στὸ ἔργο του Historie de Rhotios (Paris 1854) περιγράφει καλύτερα ἀπὸ κάθε ἄλλο τὰ τάλαντα τοῦ ἀνδρός:
«Ὁ Φώτιος παρὰ τῆς φύσεως ἀθρόα ἔλαβε τὰ κάλλιστα τῶν δώρων, ὅσα ἐπεδαψίλευσέ ποτε αὕτη εἰς ἄνθρωπον θνητόν. Ὕψος διανοίας, βάθος μεγαλοφυΐας, ζωηρότητα πνεύματος, ἐπιμονήν, δραστηριότητα, φιλοδοξίαν καὶ δύναμιν θελήσεως, ἅμα μὲν εὐκαμπτοτέραν τοῦ χρυσοῦ, ἅμα δὲ τοῦ σιδήρου ἀκαμπτοτέραν. Ἐραστὴς ὢν τῶν γραμμάτων ἔνθερθμος διῆγε νύκτας ὅλας περὶ τὴν θεραπείαν αὐτῶν καὶ ἀπέβη ρήτωρ μὲν δεξιός, συγγραφεὺς δὲ ἔγκριτος ἔν τε τῷ πεζῷ καὶ ἐν τῷ ἐμμέτρῳ λόγω καὶ ἐνάμιλλος ἔστιν ὅτε τῶν ἀρχαίων ἀριστοτεχνῶν. Σπουδάσας ὅλας τὰς ἐπιστήμας τοῦ τε κατ’ αὐτὸν αἰῶνος καὶ τῶν προηγουμένων, ἀνεδείχθη καὶ περὶ αὐτὰς παντὸς ἄλλου καθυπέρτερος… Προσθέσατε εἰς ταῦτα ὄψιν εὐειδῆ, σχῆμα ἐμβριθὲς καὶ σῶφρον, ἦθος φαιδρόν, τρόπους προσηνεῖς καὶ ἀπερίττους, λεπτοτάτην εὐπροσηγορίαν, πάντα, ἁπλῶς εἰπεῖν, τὰ ἐξωτερικὰ ἐκεῖνα κοσμήματα, τὰ προσελκύοντα καὶ δελεάζοντα τοὺς ἀνθρώπους δι’ ἀνεκλαλήτου τινὸς χάριτος, καὶ θέλετε ἐννοήσει πῶς τὸ σύμπλεγμα τῶν τοσούτων λαμπρῶν καὶ σπουδαίων προτερημάτων περιεποίησεν εἰς τὸν Φώτιον παράδοξον ἐπὶ πάντων τῶν συγχρόνων ὑπεροχήν, διότι εἶχεν εἰς ὕπατον βαθμὸν τὴν τύχην τοῦ νὰ ἀγαπᾶται ὑπὸ τῶν φίλων καὶ νὰ καθιστᾶ αὐτοὺς πιστοὺς τῶν ἑαυτοῦ συμφερόντων συμμάχους»[15].
Ἀπὸ τοὺς νεωτέρους Ἕλληνας ἱστορικοὺς περιοριζόμαστε νὰ ἀναφέρουμε δύο, ἕνα ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς γενικῆς Πολιτικῆς Ἱστορίας καὶ ἕνα ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, καταξιωμένους ἀμφοτέρους καὶ κατέχοντας ἀναμφισβήτητο ἐπιστημονικὸ κῦρος, ἐνῶ ὑπάρχουν πάμπολλοι ἄλλοι ἐπιστήμονες, παλαιότεροι καὶ νεώτεροι, ποὺ ἐκφράζονται μὲ θαυμασμὸ γιὰ τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν προσφορὰ τοῦ Φωτίου. Τὶς γνῶμες τῶν περισσοτέρων ἀπὸ αὐτούς, θετικὲς καὶ ἀρνητικές, συγκέντρωσε σὲ μελέτη του ὁ λόγιος μητροπολίτης Ἡλιουπόλεως καὶ Θείρων Γεννάδιος μὲ τίτλο «Αἱ περὶ τοῦ Ἱεροῦ Φωτίου κρίσεις τῶν ἀρχαίων καὶ τῶν ἱστορικῶν τῆς ἐποχῆς μας»[16]. Γράφει λοιπὸν γιὰ τὸν Φώτιο ὁ ἐθνικός μας ἱστορικὸς Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος:
«Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι ὁ Φώτιος ὑπῆρξεν ἄνθρωπος ἔξοχος. Μεταξὺ τοῦ πρώτου Κωνσταντίνου, τοῦ δόντος ἀφορμήν εἰς τὴν ἵδρυσιν τοῦ ἀνατολικοῦ κράτους, καὶ τοῦ τελευταίου, τοῦ ὁποίου πεσόντος ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων τῆς Κωνσταντινουπόλεως συγκατέπεσε καὶ τὸ κράτος ἐκεῖνο, ἐν τῷ διαστήματι ἐτῶν 1000, οὐδὲν ἄλλο ὄνομα διέλαμψε λαμπρότερον ἐπὶ τοῦ ἱστορικοῦ ἡμῶν στερεὼματος ἢ τὸ τοῦ Φωτίου ὄνομα, ὅστις ἐν τῷ μέσῳ ἱστάμενος τῶν δύο Κωνσταντίνων, ὧν ὁ εἷς ἐκπροσωπεῖ τὴν ἀρχήν, ὁ δὲ τὸ ὁριστικὸν τέλος τοῦ μεσαιωνικοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὑπὲρ πάντα ἄλλον συνετέλεσεν εἰς τὴν διάπλασιν τοῦ Ἑλληνισμοῦ τούτου»[17].
Ὁ ἐκκλησιαστικός, ἐπίσης ἱστορικός, καθηγητὴς τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καὶ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν (1923-1938) Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, γράφει:
«Διὰ τοῦ πολυυμνήτου ἐκείνου ἀγῶνος ὁ Φώτιος ὑπῆρξε νέας ἱστορικῆς ἐποχῆς δημιουργός, ἐν ᾗ ἐξέχει ἡ ἀναλαμπὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ Πνεύματος, διὰ τῆς ὁποίας ἐσελαγίσθη ὁ μεσαιωνικὸς Ἑλληνισμὸς πρὸς νέαν καθοδηγηθεὶς πνευματικὴν ζωὴν καὶ ἀνάπτυξιν… Καθὼς ὁ Πλάτων τῶν διαυγῶν καὶ κλασσικῶν ἡμερῶν τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνισμοῦ, οὕτω καὶ ὁ Φώτιος ὑπῆρξε κατὰ τοὺς μέσους χρόνους μέγα τι καὶ κολοσσιαῖον ἀνάστημα, ταμεῖον ἱερὸν τῶν ἑλληνικῶν παραδόσεων καὶ κιβωτὸς τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, βιβλιοθήκη ζῶσα τῆς ἑλληνικῆς σοφίας καὶ ἐπιστήμης… ἥ τε φιλολογία καὶ ἡ θεολογία ἔλαβον παρὰ τοῦ Φωτίου τὴν ἰσχυρὰν παρώθησιν πρὸς τὴν περαιτέρω ἀνάπτυξιν, δι’ ἧς ἐμορφώθη ὁ νεώτερος Ἑλληνισμός»[18].
Ἂς προσθέσουμε, τέλος, καὶ τὴν γνώμη τοῦ νεωτέρου μεγάλου Ἁγίου καὶ Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας Νεκταρίου Πενταπόλεως τοῦ Θαυματουργοῦ, ὁ ὁποῖος σὲ μικρὴ μελέτη του μὲ τίτλο «Τίνες οἱ λόγοι τῆς μήνιδος τῶν Δυτικῶν κατὰ τοῦ Φωτίου» συμπεραίνει:
«Ἡ στάσις τοῦ Φωτίου καὶ τὰ ὑπὲρ τῆς ἀνεξαρτησίας καὶ τῆς ὀρθοδοξίας τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας προπύργια τοῦ Φωτίου ἐξησφάλισαν τὴν ἐκκλησίαν καὶ εἰς τὸ μετὰ ταῦτα, οἱ δὲ κατὰ καιροὺς πρόμαχοι αὐτῆς ἔνθεν ὠχυροῦντο ὄπισθεν τῶν προμαχώνων τούτων, ἑτέρωθεν δὲ ἐλάμβανον τοὺς ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Φωτίου ἀγῶνας ὡς παράδειγμα ἀξιομίμητον. Ἐὰν ἡ Ἀνατολὴ δὲν ὑπετάγη τῇ Δύσει, ὀφείλεται τῷ Φωτίῳ. Διότι ἐὰν ὁ Φώτιος ἐμιμεῖτο τὸν Ἰγνάτιον, δὲν συνεκρότει δὲ τὴν Η’ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, ἅπασα ἡ Ἀνατολὴ θὰ ὑπετάσσετο τῷ Πάπα. Ὁ Φώτιος, οὐ μόνον ἀνέτρεψε τὰ ἐπὶ Ἰγνατίου γενόμενα καὶ ἔστησε τὸ ἑαυτοῦ ὀρθόδοξον ἵδρυμα, ἀλλὰ καὶ τὴν Βουλγαρίαν αὐτὸς ἔσωσε τῆς ἑτεροδοξίας καὶ ἐὰν οἱ Βούλγαροι διέσωσαν τὴν ὀρθὴν πίστιν, ταύτην ὀφείλουσι τῷ Φωτίῳ. Ἰδοὺ οἱ λόγοι, δι’ οὓς οἱ Παπικοὶ πνέουσι μένεα κατὰ τοῦ Φωτίου. Ἔχουσι δίκαιον, διότι ἐὰν δὲν ὑπῆρχε Φώτιος, ἀληθῶς δὲν θὰ ὑπῆρχε σχίσμα, ἀλλὰ δὲν θὰ ὑπῆρχε καὶ Ἑλληνισμὸς καὶ ὀρθοδοξία, ἀλλὰ θὰ ὑπῆρχε πνευματικὴ δουλεία καὶ φρόνημα θρησκευτικὸν καὶ ἐθνικὸν πεπλανημένον. Ὁ Φώτιος περιέσωσεν ἀμφότερα καταπολεμήσας τὴν Δυτικὴν ἐπιδρομήν»[19].
6. Ἐπίλογος
Ὡς ἐπίλογο ἐπιθυμῶ νὰ κάνω μερικὲς ἐκσυγχρονιστικὲς σκέψεις, ποὺ πρέπει νὰ μᾶς προβληματίσουν ζωηρά. Ὁ Μ. Φώτιος βλέπει τὴν ἑλληνικὴ παιδεία ἀθροιστικὰ καὶ ἀδιαίρετα, ἑνωτικὰ θὰ λέγαμε, κατὰ τὸ δόγμα τῆς Χαλκηδόνος, ὅπως διαμορφώθηκε διαχρονικὰ καὶ κατὰ τὴν προχριστιανικὴ καὶ κατὰ τὴν χριστιανικὴ μακροχρόνια περίοδο. Οἱ οὐτοπικὲς διαιρετικὲς ἀπόπειρες τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου καὶ τοῦ Γεωργίου Πλήθωνος Γεμιστοῦ ἀποκρούσθηκαν ἀπὸ τὴν ἑλληνοχριστιανικὴ πλέον συνείδηση καὶ ἀπέτυχαν. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν ἔβλαψε, ἀλλὰ ὠφέλησε τὸν Ἑλληνισμό· οὐσιαστικὰ τὸν διέσωσε. Αὐτὸ σήμερα τείνει νὰ ἀγνοηθεῖ καὶ νὰ ἐκλείψει· ἰδιαίτερα τὶς τελευταῖες δεκαετίες καταβάλλονται συντονισμένες καὶ σχεδιασμένες προσπάθειες ἀποχριστιανισμοῦ τῆς παιδείας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας, ἀπὸ κομματικοὺς κύκλους ἀθέων καὶ ἐκκλησιομάχων, χωρὶς ἀποτελεσματικὴ ἀντίδραση οὔτε ἀπὸ τὰ θεωρούμενα φιλικὰ πρὸς τὴν Ἐκκλησία κόμματα, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀπὸ τὴν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας. Θὰ ἀφήσουμε νὰ ἀφανισθοῦν ὁ Ἑλληνισμὸς καὶ ἡ Ὀρθοδοξία μέσα στὸ χωνευτήρι τοῦ Δυτικοῦ τοῦ Φραγκολατινικοῦ πολιτισμοῦ;
Ἡ δεύτερη ἐπισήμανση εἶναι ὅτι δυστυχῶς ἀπέναντι σ’ αὐτὴν τὴν πολιτιστικὴ διείσδυση, σ’ αὐτὴν τὴν πολυποίκιλη ἐμφανῆ καὶ ἀφανῆ πίεση ποὺ ἀσκεῖ ἡ Δύση, ἐδῶ καὶ δεκαετίες, δὲν ἔχουν ἐμφανισθῆ ἡγέτες, πολιτικοὶ καὶ ἐκκλησιαστικοί, μὲ συνείδηση ἱστορικῆς εὐθύνης γιὰ τὴν ἀποτροπὴ αὐτοῦ τοῦ κινδύνου. Πολλοὶ μάλιστα ἐργάζονται ἐνισχυτικὰ πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση. Ὁ Μέγας Φώτιος δὲν ἐπεδίωξε νὰ ἐνταχθῆ στὴν Εὐρώπη τῶν Φράγκων καὶ τοῦ πάπα οὔτε πολὺ περισσότερο νὰ ἐπιτρέψει τὴν διείσδυση τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ στὸ χῶρο τῆς Ρωμιοσύνης. Ἀγωνίσθηκε νὰ ἀποτρέψει αὐτὸν τὸν κίνδυνο καὶ τὰ κατάφερε.
Καὶ τελειώνω μὲ μιὰ τρίτη ἐπισήμανση. Οἱ πρόγονοί μας ἐδημιούργησαν τὸν θαυμάσιο πολιτισμὸ τῆς Ρωμιοσύνης τοῦ Βυζαντίου, κορυφαῖο, μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο πολιτισμό. Αὐτὸν τὸν πολιτισμὸ ἐπέλεξαν νὰ ἀσπασθοῦν καὶ νὰ ἀναπτύξουν μὲ τὶς δικές τους σημαντικὲς συμβολὲς οἱ σλαβικοὶ λαοὶ καὶ ἡ Ρουμανία, μὲ συνέπεια, ὅπως διαπιστώνει ὁ Obolensky στὸ ὁμότιτλο ἔργο του, νὰ ὑπάρχει μία «Βυζαντινὴ Κοινοπολιτεία»[20] λαῶν καὶ ἐθνῶν μὲ ἑνωτικὸ στοιχεῖο τὸν ἑλληνορθόδοξο πολιτισμό. Δημιουργὸς ἀρχὴ καὶ ρίζα αὐτῆς τῆς ἰσχυρῆς κοινοπολιτείας εἶναι ὁ Φώτιος. Ἐμεῖς ἀντὶ νὰ ἐνισχύσουμε τοὺς δεσμούς μας μὲ αὐτοὺς τοὺς ὁμοδόξους λαούς, ἔχουμε δυστυχῶς στραμμένα τὰ μάτια μας πρὸς τὴν Δύση, πρὸς τὸν πάπα καὶ πρὸς τοὺς Φράγκους, οἱ ὁποῖοι διαχρονικὰ μᾶς ἀποδέχονται μόνον ἂν φραγκέψουμε. Παλαιότερα εἶχα γράψει ἕνα βιβλίο μὲ τίτλο «Φραγκέψαμε»[21]. Φίλος Ἁγιορείτης μοναχὸς μὲ συνεβούλευσε ὅτι ἴσως καλύτερα θὰ ἦταν ὁ τίτλος νὰ εἶχε καὶ ἐρωτηματικό, ὥστε νὰ φαίνεται ὅτι δὲν ἔχουν ὅλα φραγκέψει, κάτι ἔχει ἀπομείνει. Σήμερα πιστεύω μὲ τὴν ταχύτατη πορεία τῶν πολιτιστικῶν καταστροφικῶν διεργασιῶν ὅτι δὲν χρειάζεται ἐρωτηματικό, ὅτι ὄχι μόνο ἡ παιδεία μας, ἀλλὰ καὶ ἡ θεολογία καὶ ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὸ κίνημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὸν ἄκριτο φιλοπαπισμό, μὲ τὰ πρωτοφανῆ ἀντικανονικὰ καὶ ἀνορθόδοξα ἀνοίγματα πρὸς τὸ Βατικανὸ καὶ πρὸς τὸ προτεσταντικὸ Παγκόσμιο Συμβοὺλιο Ἐκκλησιῶν, ἔχουν δυστυχῶς φραγκέψει. Πολιτιστικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ ἀποδεικνυόμαστε ἀνάξιοι κληρονόμοι τοῦ Μεγάλου Φωτίου, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καὶ τοῦ συνόλου τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ Διδασκάλων.
* * *
1. Πρακτικὰ ΙΕ’ Θεολογικοῦ Συνεδρίου «Μέγας Φώτιος», Ιερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1995.
2. Θεσσαλονίκη 1994.
3. Αὐτόθι, σελ. 27-28. Ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέρων ἑόρτιος τόμος γιὰ τὰ 1100 χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Φωτίου ἑτοιμάσθηκε ἀπὸ τὸν μητροπολίτη πρῲην Θυατείρων Μεθόδιο Φούγια ὡς 10ος τόμος τῆς Ἐκκλησιαστικῆς καὶ Θεολογικῆς Ἐπετηρίδος ποὺ ἐκδίδει μὲ τίτλο «Ἐκκλησία καὶ Θεολογία», μὲ ἐξαιρετικὲς ἐπιστημονικὲς συμβολές· Ἐκκλησία καὶ Θεολογία 10 (1989-1991). Στὸν ἴδιο τόμο ὑπάρχει ἐξαντλητικὴ και ἄριστη βιβλιογραφία γιὰ τὸν Μέγα Φώτιο παρατιθέμενη χρονολογικά, τὴν ὁποία ἑτοίμασε ἀξιεπαίνως ὁ πρωτοπρεσβύτερος - καθηγητὴς π. Γεώργιος Δράγας (1561-1990): Protopresbyter Dr George Dragas, “Towards a complete Bibliographia Photiana in chronological progression, with an Index to autors”, σελ. 531-669.
4. Β. Τατάκη, «Φώτιος ὁ μεγάλος ἀνθρωπιστής», στοῦ ἰδίου Μελετήματα Χριστιανικῆς Φιλοσοφίας, Ἀθῆναι 1967, ἐκδ. οἶκος «Ἀστήρ», σελ. 105: «Ὁ κύριος τόνος ποὺ χαρακτηρίζει τη σοφία του δὲν παύει νὰ εἶναι ὁ φιλολογικός. Εἶναι ἕνας μεγάλος, πολὺ μεγάλος λόγιος».
5. Γιὰ τὸ διδακτικὸ ἔργο τοῦ Φωτίου βλ. Π. Χρήστου, «Τὸ διδακτικὸ ἔργο τοῦ Ἱεροῦ Φωτίου», εἰς Πρακτικὰ ΙΕ’ Θεολογικοῦ Συνεδρίου, Ἱ. Μ. Θεσσαλονίκης, ἔνθ. ἀνωτ., σσ. 537-556.
6. Τῷ τὰ πάντα ἁγιωτάτῳ ἀδελφῷ καὶ συλλειτουργῷ Νικολάῳ, Πάπα τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης: «Τοιοῦτος γὰρ χορὸς τῆς ἐμῆς οἰκίας ἦν ὁ χορός. Ἐξιόντι δὲ πάλιν πρὸς τὴν βασίλειον πολλάκις αὐλὴν αἱ προπεμπτήριοι τῶν εὐχῶν καὶ τοῦ μὴ βραδύνειν ἡ προτροπή· ἦν γὰρ μοι καὶ τοῦτο γέρας ἀφωσιωμένων ἐξαίρετον, τὸ μέτρον ἔχειν τὴν βούλησιν τῆς ἐν τοῖς βασιλείοις διατριβῆς. Ἐπανιόντι δὲ πάλιν πρὸ πυλῶν ἱστάμενος ὁ σοφὸς ἐκεῖνος ὑπήντα χορός». Εἰς Ἰ. Βαλέτα, Φωτίου τοῦ σοφωτάτου καὶ ἁγιωτάτου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἐπιστολαί, Λονδῖνον 1864, σσ. 146-165. Νεώτερη ἔκδοση B. Laourdas - L. G. Westering, Photii Patriarchae Constantinopolitani Epistulae et Amphilochia, I. Epistularum pars prima, Teubner· Leipzig 1983, Ἐπιστολὴ 290, σελ. 50 ἑἑ.
7. Σχετικὰ μὲ τὸ Λεξικὸ βλ. L. Politis, «Die Handschriftensammlung des Klosters Zaborda und die neuaufgefundene Photios Handschrift», Philologus 105 (1961) 136-144. Κ. Τσαντσάνογλου, «Τὸ Λεξικὸ τοῦ Φωτίου. Χρονολόγηση, χειρόγραφη παράδοση», Ἑλληνικὰ 17 (1967), παράρτημα 17. Chr. Theodoridis, Photii Patriarchae Lexicon, I: Α-Δ, De Gruyter, Berlin 1982.
8. Βλ. ὑποσημείωση 4 τῆς παρούσης.
9. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, «Ἦταν ὁ Μέγας Φώτιος ἀνθρωπιστής;», Θεοδρομία 9 (2007) 10-27.
10. Ἡ πολυσήμαντη αὐτὴ Ἐγκύκλιος Ἐπιστολὴ τοῦ Μεγάλου Φωτίου «Πρὸς τοὺς τῆς Ἀνατολῆς ἀρχιερατικοὺς θρόνους» ἐδημοσιεύθη πολλάκις. Βλ. τὸ κείμενο εἰς PG 102, 721-741 καὶ εἰς Ἰ. Καρμίρη, Τὰ Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμος 1, Ἀθῆναι 1960, σελ. 321-330.
11. Βίος Ἰγνατίου PG 105, 509.
12. August 16th, 879, Mansi XVII, 396-408.
13. Λόγος εἰς τὸν βίον Ἰωσήφ τοῦ Ὑμνογράφου, PG 105, 968-969.
14. Robertus Greygthon, Vera Historia unionis non verae inter Graecos et Latinos, sive Concilii Florentini exactissima Narratio Graece scripta per Sylvestrum Sgyropoulum, Hage - Comitis, MPCLX, σελ. 34, Praefatio.
15. Βλ. τὸ παράθεμα εἰς Στ. Σάκκου, «Τὸ φῶς ἑνὸς σοφοῦ», εἰς ἑόρτιο τόμο «Ἐκκλησία καὶ Θεολογία», ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 506, ὑποσημ. 1.
16. Ὀρθοδοξία 30 (1956) 37-68.
17. Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τόμ. 4, σ. 611.
18. Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου, Περὶ τῆς ἐπιστημονικῆς δράσεως τοῦ Μεγάλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Ἐν Ἀθήναις 1912, σελ. 39.
19. Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, «Τίνες οἱ λόγοι τῆς μήνιδος τῶν Δυτικῶν κατὰ τοῦ Φωτίου», Θεοδρομία 3 (2001) τεῦχος 2, Ἀπρ. - Μάϊος, σελ. 29-32.
20. Dimitri Obolensky, Ἡ Βυζαντινὴ Κοινοπολιτεία, τόμοι α’ καὶ β’, ἐκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991.
21. Πρωτοπρεσβυτέρου Θεοδώρου Ζήση, Φραγκέψαμε. Ἡ εὐρωπαϊκή μας αἰχμαλωσία, Θεσσαλονίκη 1994.
(Πηγή: περιοδικό ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ, τριμηνιαία έκδοση ορθοδόξου διδαχής, Έτος ΙΕ', Τεύχος 2, Απρίλιος – Ιούνιος, 2013, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου)
* * *
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ — Η συγκλονιστική αποκάλυψη έχει κάνει ο Μέγας Φώτιος
Ο Μέγας Φώτιος διέσωσε το όνομα της μοναδικής Ελληνίδας γυναίκας, που πήγε να πολεμήσει στην Τροία για την Ελλάδα, η οποία όταν αποκαλύφθηκε η ταυτότητά της καταδικάστηκε δια λιθοβολισμού εις θάνατον!
Ποια ήταν η Επιπόλη;
Η Επιπόλη ήτο θυγατέρα του Τραχίωνος από την Κάρυστο, η οποία ενδεδυμένη με ανδρικά φορέματα, εξεστράτευσε μετά των λοιπών Ελλήνων Αχαιών εις την Τροίαν. Μόλις, όμως, έγινε αντιληπτή από τον Παλαμήδη, κατεδικάσθη εις θάνατον δια λιθοβολισμού!
Και μόνον το γεγονός ότι υπήρξε η μοναδική αρχαία Ελληνίδα, που έλαβε μέρος στον Τρωϊκό Πόλεμο, θα πρέπει να ήτο μία πολύ ισχυρή προσωπικότητα και είναι ν’ απορή κανείς πώς αυτή η πανάξια πρόγονός μας δεν τιμάται από την Ελληνική Πολιτεία ως πρότυπον γυναικός, που θυσίασε την ζωή της, δια του τραγικού αυτού τρόπου, προκειμένου να σωθή η πατρίδα της! (Φώτιος, Βιβλιοθήκη, Κώδιξ 190).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῆς σοφίας ἐκφάντωρ λαμπρὸς γενόμενος, Ὀρθοδοξίας ἐδείχθης θεοπαγὴς προμαχών, τῶν Πατέρων καλλονὴ Φώτιε μέγιστε· οὐ γὰρ αἱρέσεων δεινῶν, στηλιτεύεις τὴν ὀφρύν, Ἑῴας τὸ θεῖον σέλας, τῆς Ἐκκλησίας λαμπρότης, ἣν διατήρει Πάτερ ἄσειστον.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον.
Ὡς τῶν ἀποστόλων ὁμότροπος καὶ τῆς οἰκουμένης διδάσκαλος, τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων ἱκέτευε, Φώτιε, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρίσασθαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Ἐκκλησίας ὁ φωστὴρ ὁ τηλαυγέστατος καὶ ὀρθοδόξων ὁδηγὸς ὁ ἐνθεώτατος στεφανούσθω νῦν τοῖς ἄνθεσι τῶν ᾀσμάτων.
Ἡ θεοφθόγγος κιθάρα ἡ τοῦ Πνεύματος, ὁ στερρότατος αἱρέσεων ἀντίπαλος καὶ κράζομεν, χαῖρε πάντιμε Φώτιε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὀρθοδόξων φωταγωγέ, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, νυμφοστόλε καὶ ὁδηγέ· χαίροις κακοδόξων, ἡ δίστομος ῥομφαία, ὦ Φώτιε τρισμάκαρ, ῥητόρων ἔξοχε.
Πηγή: Το Εἰλητάριον, MYRIOBIBLOS Βιβλιοθήκη, Η Άλλη Όψις, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου, Σακκέτος Άγγελος