Οἱ Ἅγιοι Ἑκατὸν ἑβδομήντα ἐννιὰ Ὁσιομάρτυρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παντοκράτορα Ταώ Πεντέλης (ἱδρύθηκε τόν 9ο αἰ. ὡς ἀνδρικό κοινόβιο) μαρτύρησαν περὶ τὰ τέλη τοῦ 17ου αἰώνα μ.Χ. Τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα τοῦ 1680 Ἀγαρηνοί Πειρατές λεηλατοῦσαν καί ἐρήμωναν τά παράλια μέρη τῆς Ραφήνας. Κάποιος ὑπηρέτης τῆς Μονῆς, ἀπό φθόνο κινούμενος, συννενοήθηκε μέ τούς πειρατές νά τούς ὁδηγήσει ἀσφαλῶς στήν Μονή, μέσω ἑνός μυστικοῦ περάσματος πού γνώριζε.
Οἱ Πατέρες, ἔχοντας πολλές φορές ὑποφέρει ἀπό ἐπιδρομές καί λεηλασίες, εἶχαν κατασκευάσει ὡς τελευταία ἔξοδο κινδύνου ἕνα ὑπόγειο τοῦνελ ὅπου ξεκινοῦσε ἀπό τά δεξιά τοῦ Ἱεροῦ καί κατέληγε στή Ραφήνα.Μέσω αὐτῆς τῆς σύραγγας, ὁ προδότης ὁδήγησε τούς βάρβαρους στό Μοναστήρι ἀνήμερα τῆς Ἀναστάσεως. Οἱ πειρατές αἰφνιδίασαν τούς Μοναχούς, πού τούς βρῆκαν ὅλους συναγμένους στήν Ἐκκλησία, μέ ἀναμμένες τίς λαμπάδες, νά ψάλλουν τό τελευταῖο «Χριστός Ἀνέστη» τῆς Πασχαλινῆς Θείας Λειτουργίας. Ἡ σφαγή πού ἀκολούθησε ὑπῆρξε καθολική καί ἡ λεηλασία ὁλοκληρωτική. Βρῆκαν φρικτό μαρτυρικό θάνατο 179 Μοναχοί.
Κανένας δέν θά εἶχε σωθεῖ ἀπό τήν Ἀδελφότητα, ἐάν λόγω τοῦ Πάσχα δέν ἀπουσίαζε στό Μετόχι «Χεροσακκούλι» ἕνας ἀπό τούς Ἱερομονάχους τῆς Μονῆς. Ἐπιστρέφοντας τό ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα στό Μοναστήρι του, εἶδε σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό αὐτό μέσα στό δάσος, κατακρεουργημένα σώματα μοναχῶν. Φοβισμένος, κατευθύνθηκε πρός τήν κορυφή τοῦ βουνοῦ, ὅπου ἀγναντεύοντας τήν γύρω περιοχή διέκρινε στόν ὅρμο τῆς Ραφήνας πειρατικά καράβια καί ἀντιλήφθηκε τί εἶχε συμβεῖ. Τήν Δευτέρα μετά τό Πάσχα ὅταν ξημέρωσε, εἶδε τά πλοῖα τά πειρατικά νά σηκώνουν ἄγκυρα καί νά ἀπομακρύνονται στό πέλαγος. Τότε ἔσπευσε καί κατέβηκε στό Μοναστήρι του... γιά νά ἀντικρύσουν τά μάτια τοῦ σκηνές φρίκης.
Ποιός εἶναι σέ θέση νά διηγηθεῖ τά δάκρυα καί τούς θρήνους πού ἔκανε; Μπαίνοντας στήν Μονή ἔκλαιγε, φώναζε γοερά, χτυποῦσε τό στῆθος του βλέποντας τήν Ποίμνη τοῦ Χριστοῦ πεσμένη στή γῆ σάν πρόβατα πού κατασπαράχθηκαν ἀπό λύκους. Γιατί πράγματι φοβερή καί ἀφόρητη σφαγή ὑπέστησαν οἱ δοῦλοι καί Μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας δέχτηκε τό χτύπημα ἀπό τόν ὦμο μέχρι τόν ὀφαλό, ἄλλος πριονισμένος στά δυό κείτονταν κάτω, ἄλλος χωρίς χέρια καί πόδια ἔμοιαζε τό σῶμα του σάν ἄψυχο ξύλο, ἐνῶ ἄλλος δέχτηκε τό χτύπημα ἀπό τήν κορυφή τοῦ κεφαλιοῦ μέχρι τόν τράχηλο. Εἶδε ἱεροπρεπεῖς Γέροντες πού κρατοῦσαν σφιχτά ἀκόμη στό χέρι τους τό ἀντίδωρο νά βρίσκονται ἄθλια κακοποιημένοι, γδαρμένοι, ἀτιμασμένοι, ἐνῶ πολλοί ὅσιοι ἄνδρες μέ τήν ὀδύνη ζωγραφισμένη ἀκόμα στά πρόσωπά τους εἶχαν σταυρώσει τά χέρια, δεχόμενοι σέ στάση προσευχῆς τόν θάνατο. Ὅλοι εἶχαν ὑποστεῖ διαφορετικό Μαρτύριο ἔχοντας βάψει μέ τό αἷμα τούς ἄπ΄ ἄκρη σ' ἄκρη τοῦτον τόν τόπο. Ὅμως ἐνῶ τά σώματά τους βρίσκονταν κομματιασμένα στή γῆ, τό φρόνημά τους ἦταν στόν Οὐρανό, ἀφοῦ ποτέ ὅσο ἔζησαν ὡς Μοναχοί δέν φρόντισαν τό σῶμα τούς ἀλλά « πάντοτε τή νέκρωση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶχαν ἀποτυπωμένη στό σῶμα τους» γιά νά ζωοποιηθοῦν στήν ἄλλη ζωή. Πέρασαν ὅλη τους τή βιοτή εὐάρεστα στό Θεό, ζώντας ζωή ἰσάγγελη μέ ἀδιάλειπτη προσευχή καί στολίζοντας τίς ψυχές τους μέ ἀρετές. Καί μέ τό μαρτυρικό τέλος Τους πρόσθεσαν ἀρετή πάνω στήν ἀρετή καί κατετάγησαν στό χορό τῶν Ὁσιομαρτύρων.
Γιά αἰώνες ὁ τάφος τῶν 179 πατέρων παρέμενε ἂγνωστος ἓως ὃτου τό Σεπτέμβριο τοῦ 1965, κατά τήν πραγματοποίηση ἒργων ἀνανέωσης τοῦ δαπέδου στό ἐσωτερικό τοῦ καθολικοῦ, ἑντοπίσθηκαν τάφοι μέ ὁλόκληρα λείψανα μοναχῶν.
Στή συνέχεια, σέ ἂλλα σημεῖα τοῦ δαπέδου πού πραγματοποιοῦνταν ἐργασίες, βρέθηκαν και ἂλλοι τάφοι καί λείψανα, που βρίσκονταν ἐντός αὐτῶν και ἀνέβλυζαν ἂρρητη εὐωδία.
Ἡ προσπάθεια τῆς ἀνεύρεσης τῶν ὑπόλοιπων σωμάτων τῶν Ἁγίων Πατέρων συνεχίστηκε, ὃταν ὓστερα ἀπό ὁρισμένα χρόνια ἐντοπίστηκαν καί ἂλλα σέ παρακείμενο τοῦ καθολικοῦ χῶρο. Στη συνέχεια, ακολούθησε ἡ ἒνταξη τῶν 179 Ὁσιομαρτύρων Πατέρων τῆς Ἱεράς Μονῆς Παντοκράτορος στό ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἀπό 14 Αὐγούστου 1992 συνοδική ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Σήμερα, τά λείψανα φυλάσσονται σέ λάρνακα στόν πρόναο τοῦ καθολικοῦ, καθώς καί σέ ἐιδικό χῶρο, πού ἒχει οἰκοδομηθεῖ καί διαμορφωθεῖ πρός τόν σκοπό αὐτό δίπλα ἀπό το καθολικό.