Η Οικογένεια της Αγίας
Η Αγία Ευφημία έζησε στους χρόνους της βασιλείας του Διοκλητιανού ( 284-305 μ.Χ.) και καταγόταν από τη Χαλκηδόνα. Ο πατέρας της ονομαζόταν Φιλόφρων και ήταν πλούσιος συγκλητικός, η δε μητέρα της ονομαζόταν Θεοδωρησιανή κι ήταν γυναίκα ευσεβής και φιλάνθρωπος.
Ενώπιον του ηγέμονα
Εκείνη την εποχή ο Διοκλητιανός κίνησε μεγάλο διωγμό εναντίον των χριστιανών. Στα μέρη της Ανατολής ήταν ηγέμονας τότε ο Πρίσκοςμε συνάρχοντα τον φιλόσοφο Απελλιανό, που ήταν κι ιερέας του θεού Άρη. Όταν έφθασε η γιορτή του θεού τους, έστειλαν γράμματα και κήρυκες σ' όλη την επαρχία της Χαλκηδόνας, προσκαλώντας όλους να γιορτάσουν. Όσοι δεν θα πήγαιναν στη Χαλκηδόνα, όπου ήταν ο ναός του Θεού, θα τιμωρούνταν με θάνατο.
Τότε όσοι ήσαν χριστιανοί συγκεντρώνονταν και κλείνονταν σε σπίτια ή κατάφευγαν στην έρημο, για να αποφύγουν την ειδωλολατρική γιορτή. Σε μιά ομάδα χριστιανών οδηγός ήταν η Ευφημία. Ο Απελλιανός παρατήρησε την αποχή των χριστιανών και παρακίνησε τον ηγέμονα να συλλάβει όσους ήταν δυνατό, μεταξύ δε αυτών και την ένδοξη Ευφημία. Όλη η συντροφιά της Ευφημίας ήταν σαράντα εννέα άτομα, ξεχώριζε δε η κόρη από το άνθος της ηλικίας και την ευγένια της καταγωγής της.
Οδηγήθηκαν, λοιπόν, στον ηγέμονα, που τους μίλησε με προσποιητή πραότητα λέγοντας:
› Εγώ βλέπω την πολλή σας σύνεση. Ελπίζω, οτι θα θυσιάσετε στον μεγάλο Άρη και δε θα προτιμήσετε αντί της δόξας και της τιμής τον πικρό και επώδυνο θάνατο.
Σ' αυτά τα λόγια του απάντησαν οι Άγιοι με ανδρεία και θάρρος:
› Μη χάνεις τα λόγια σου, άρχοντα. Εμείς το έχουμε μεγάλη ντροπή, ενώ είμαστε λογικά όντα να προσκυνούμε ανόητους θεούς, και ν' αφήνουμε τον αληθινό Θεό. Όσο για τα μαρτύρια με τα οποία μας απειλείς μάθε, οτι φοβούμαστε μήπως είναι ελαφριά και δεν είναι αρκετά για τέλειο μαρτύριο. Δοκίμασε να μας βασανίσεις και θα δείς τη δύναμη του Θεού μας.
Αρχή των βασανιστηρίων
Η απάντηση ήταν απρόσμενη για τον ηγέμονα που οργισμένος διέταξε να τους κτυπούν καθημερινά για είκοσι μέρες. Την εικοστή μέρα τους έφερε πάλι μπροστά του και τους είπε:
› Τώρα που είδατε στην πράξη τον πρόλογο της δυστυχίας σας, πεισθήτε και θυσιάστε.
› Μη κουράζεσαι άδικα, απάντησε με μιά φωνή ο γενναίος χορός. Είναι αδύνατο να σ' ακούσουμε και να θυσιάσουμε στα είδωλα.
Ο ηγέμονας τους αντιμετώπισε πάλι κτυπώντας τους μέχρι που έπεσαν μισοπεθαμένοι. Με συμβουλή του Απελλιανού τους φυλάκισε όλους, για να τους στείλει στον Διοκλητιανό, εκτός από την Ευφημία, που την κάλεσε κοντά του και προσπάθησε να την πλανήσει με κολακείες. Εκείνη του έλεγε:
› Η δύναμη του Χριστού είναι ακατανίκητη. Μη νομίζεις οτι θα με νικήσεις επειδή με βλέπεις γυναίκα.
Τότε ο τύρρανος πρόσταξε να τη γυρίσουν στους τροχούς με ταχύτητα. Τα μέλη της Μάρτυρος κακοποιούντο και πονούσε φοβερά, αλλά ο νους της δεν έφευγε από το Χριστό. Ύψωνε τα μάτια στον ουρανό κι έλεγε:
› Κύριε Ιησού Χριστέ, που σώζεις όσους ελπίζουν σ' εσένα , βοήθησε με. Δείξε, οτι εσύ είσαι Θεός αληθινός.
Ο Θεός απάντησε στην προσευχή της. Αμέσως την έλυσε από τον τροχό και θεράπευσε το σώμα της. Αλλά ο Πρίσκος, πιο τυφλός κι από τους θεούς του, δεν εννοούσε την αλήθεια και φοβέριζε πως θα την κάψει ζωντανή. Η Ευφημία χωρίς να φοβηθεί από την απειλή αποκρίθηκε:
› Εγώ τύρρανε, αυτή την πρόσκαιρη φωτιά δεν την φοβάμαι. Τρέμω για την αιώνια φωτιά, που καίει, όσους αρνούνται τον Χριστό.
Στο καμίνι της φωτιάς
Ο τύραννος πρόσταξε και άναψαν καμίνι. Ενώ λοιπόν επρόκειτο να την ρίξουν μέσα, ήλθαν οι πρωτοϋπηρέτες Σωσθένης και Βίκτωρ λέγοντας:
› Εμείς, όπως βλέπεις, είμαστε πρόθυμοι να κάμουμε, οτι μας διατάξεις. Όμως δεν μπορούμε ν' αγγίξουμε το σώμα της παρθένου γιατί βλέπουμε άνδρες με φοβερή όψη, που στέκονται κοντά της και μας απειλούν.
Ο Πρίσκος σ' αυτά τα λόγια απάντησε με μιά διαταγή, να τους φυλακίσουν, επειδή έγιναν χριστιανοί. Ενώ γίνονταν αυτά η Αγία προσευχόταν λέγοντας:
› Ο Θεός, που βλέπεις τα πάντα, Συ, που έσωσες τους Τρείς Παίδας στη Βαβυλώνα, έλα βοηθός και στη δούλη σου, που αγωνίζεται για τη δόξα σου.
Τελικά ο ηγέμονας έστειλε δύο κακούς υπηρέτες, τον Καίσαρα και τον Βάριο, που ήσαν αδίστακτοι και δεν είχαν φόβο Θεού για να ρίξουν την Ευφημία στη φωτιά. Μέσα στο καμίνι η Αγία δεν έπαθε τίποτα. Η φωτιά χύθηκε έξω και διεσκόρπισε τους ασεβείς. Η δε Ευφημία βγήκε χωρίς να έχουν πάθει τίποτε ούτε τα ρούχα της. Πάλι φυλακίστηκε, και οι δύο πρωτοϋπηρέτες Σωσθένης και Βίκτορ διατάχθησαν να θυσιάσουν στα είδωλα. Τότε με γενναίο φρόνημα είπαν:
› Εμείς ανθύπατε, πρωτύτερα είμαστε υποδουλωμένοι σε μεγάλη πλάνη, όπως είσαι και συ ακόμη. Τώρα, όμως, αξιωθήκαμε δια μέσου αυτής της παρθένου να γνωρίσουμε την αλήθεια. Μάθε λοιπόν, οτι δεν θα θυσιάσουμε σε άψυχους Θεούς.
Μετά απ' αυτά τα λόγια τους παραδόθηκαν από τον ηγέμονα στα θηρία. Τα θηρία όμως σεβάσθηκαν τα σώματας τους και δεν κατάφαγαν τις σάρκες, ήπιαν μόνο το αίμα. Τα σώματα τους οι πιστοί τα έθαψαν με ψαλμούς και ύμνους.
Στη δεξαμενή με τα θηρία
Την άλλη μέρα έφεραν πάλι την Αγία στον ηγέμονα, κι αυτός άρχισε να τη φοβερίζει λέγοντας:
› Μέχρι πότε θα ταλαιπωρείς τον εαυτό σου; Μέχρι πότε θα λυπείς τους θεούς και θα οργίζεις τον βασιλιά; Καλό είναι να θυσιάσης.
› Βασιλιά, υπάρχει άλλο φρονιμότερο από το να μη πιστεύει κανείς σε λιθάρια άψυχα και ανόητα;
Ο Πρίσκος τρελλός από οργή διέταξε και κατασκεύασαν στη μέση του σταδίου μεγάλη δεξαμενή. Αφού τη γέμισε νερό έβαλε μέσα όλα τα σαρκοφάγα θηρία της θάλασσας και έρριξε την Αγία. Εκείνη προσευχόταν με δάκρυα και έλεγε:
› Ιησού, το φώς μου, γίνε βοηθός της αδυναμίας μου, Συ που έκανες την κοιλιά του θηρίου καλό θάλαμο για τον Ιωνά. Σώσε με τώρα για να δοξασθούν όσοι σε προσκυνούν και καταισχυνθούν όσοι σε αρνούνται.
Με το σημείο του σταυρού μπήκε στο νερό η Αγία. Τα θηρία όρμησαν, αλλά μόλις πλησίασαν στο μαρτυρικό της σώμα, λησμόνησαν την τροφή. Κράτησαν την Αγία πάνω τους, σαν να φοβούνταν μήπως πάθει κακό στο νερό. Ο Πρίσκος μπροστά σ' αυτό το θέαμα απορούσε κι έλεγε:
› Πως από μιά γυναίκα νικήθηκε η φωτιά, οι πληγές, τα θηρία;
Ο Απελλιανός τυφλός από φανατισμό του απάντησε:
› Όλα τα κάνει με μάγια.
› Αλλά γιατί οι Θεοί που μισούν τα πονηρά έργα δεν την τιμωρούν;
Στο λάκκο με τα καρφιά
Έπειτα ετοίμασαν άλλο λάκκο στρωμένο με καρφιά και σκεπασμένο από πάνω με λίγο χώμα. Η Αγία όμως πέρασε χωρίς να πάθει το παραμικρό. Μερικοί άλλοι που προσπάθησαν να περάσουν, έπεσαν στα κοφτερά όργανα και θανατώθηκαν. Η Αγία στο μεταξύ ευχαριστούσε το Θεό, που την έσωσε κι έλεγε:
› Ποιός θα λαλεί την δύναμη των έργων σου και θα κάνει ξακουστές τις ευχαριστίες για Σένα, Κύριε; Με φύλαξες από πληγές και μαστιγώσεις, από φωτιά και θηρία, από νερό και λάκκο. Τώρα σώσε την ψυχή μου από τα χέρια του εχθρού της ανθρώπινης φύσης.
Το τέλος της Αγίας
Τώρα ο Πρίσκος επινοεί άλλο τρόπο για να ξεκάμει την Αγία. Την καλεί και με προσποιητή ευγένεια της λέει:
› Εσύ, σαν γυναίκα, πλανήθηκες. Εμείς δεν πρέπει να δείξουμε τόσο θυμό εναντίον σου. Συγχώρησε μας και θυσίασε στον Άρη. Αν θυσιάσεις, θα ζήσεις με ευτυχία, όπως σου πρέπει, γιατί και όμορφη είσαι και από ευγενική οικογένεια κατάγεσαι.
› Σταμάτησε άρχοντα, τις φλυαρίες. Εγώ να θυσιάσω στους δαίμονες έπειτα από τόσες ευεργεσίες, που έτυχα από τον Κύριο μου; Άφησε, δυστυχισμένε, την υποκρισία και κάμε οτι σου λέει ο διάβολος που σε συμβουλεύει.
Στη συνέχεια υποβλήθηκε σε άλλα βασανιστήρια, αλλά το σώμα της εξακολουθούσε να μένει ανέπαφο. Την έφεραν πάλι στο στάδιο για ν' αντιμετωπίσει θηρία. Η Αγία λυπόταν γιατί δεν αξιωνόταν να φύγει προς το Νυμφίο της και έλεγε αυτά προσευχομένη:
› Κύριε μου έδειξες την ανίκητη δύναμη σου, με έκαμες δυνατή στις πληγές και στα βασανιστήρια. Καθώς δέχτηκες τη θυσία και τα αίματα των μαρτύρων σου που μαρτύρισαν πριν από εμένα, δέξου και τη δική μου θυσία και παράλαβε την ψυχή μου.
Ενώ τέτοια ζητούσε με την προσευχή της, άφησαν εναντίον της τέσσερα λιοντάρια και τρείς αρκούδες. Τα θηρία, αφού πλησίασαν άρχισαν να φιλούν με ευλάβεια τα πόδια της Μάρτυρος. Μιά από τις αρκούδες δάγκωσε την Αγία χωρίς να προξενήσει πληγή, έγινε όμως αφορμή να φύγει η Ευφημία προς τον ουρανό. Ήταν τότε η 16η Σεπτεμβρίου, κατά την επικρατέστερη γνώμη, του 303 μ.Χ. Μόλις ξεψύχησε φωνή ακούστηκε από τον ουρανό, που έλεγε:
› Έλα προς τον Κύριο, συ που αγωνίστηκες τον καλό αγώνα για να λάβεις τους μισθούς για τα μαρτύρια, που υπέστης.
Μαζί με τη φωνή έγινε μεγάλος σεισμός που προξένησε τον πανικό στους κατοίκους. Όταν βρήκαν ευκαιρία κατάλληλη οι γονείς της Αγίας πήραν το πολύτιμο εκείνο σώμα και το έθαψαν κοντά στη Χαλκιδόνα. Δεν έκλαιγαν, αλλά εχαίροντο, που αξιώθηκαν να γίνουν γονείς μιάς τέτοιας κόρης. Το τίμιο λείψανο της έγινε αίτιο πολλών θεραπειών και θαυμάτων.
Ένα από τα θαύματα της
Στην εποχή του Θεοδοσίου του Μικρού, το 410, κάποιος μοναχός και ιερέας, ο Ευτύχιος, έγινε αρχηγός αιρέσεως. Ισχυριζόταν οτι ο Κύριος ημώς Ιησούς Χριστός έχει μόνο μια φύση και μιά ενέργεια Θεότητας. Αυτός καθηρέθη από τον Άγιο Φλαβιανό, Πατριάρχη Κων/πόλεως. Αλλά ο Ευτύχιος δεν έπαυσε να ταράσσει την Εκκλησία μέχρι που πέθανε ο Θεοδόσιος.
Όταν ανέβηκε στην εξουσία ο Μαρκιανός, διέταξε να συγκροτηθεί Οικουμενική Σύνοδος στη Χαλκιδόνα το 451 μ.Χ. για να εξετασθή το θέμα. Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, εξακόσιοι τριάντα επίσκοποι και συγκρότησαν την Αγία Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Αφού συζητήθηκε το όλο θέμα καταδίκασαν τη πλάνη και αναθεμάτισαν τον Ευτύχιο. Επειδή όμως οι αιρετικοί δεν πείθονταν στις αποφάσεις της Συνόδου, οι Πατέρες έκαναν το εξής· Έγραψαν και οι Ορθόδοξοι και οι αιρετικοί Μονοφυσίτες σε δύο ξεχωριστά βιβλία τις απόψεις επί του θέματος. Έπειτα άνοιξαν τη θήκη, που περιείχε το λείψανο της Αγίας Ευφημίας, και τοποθέτησαν τα δύο βιβλία στο στήθος της Αγίας. Μετά από ορισμένο χρόνο άνοιξαν πάλι τη θήκη και είδαν το βιβλίο των Ορθοδόξων, που περιείχε και την απόφαση της Συνόδου, να το κρατά η Μάρτυς στην αγκαλιά της.
Απ' αυτό το θαύμα οι μεν Ορθόδοξοι στηρίχθηκαν στην πίστη και δόξασαν τον Θεό, οι δε αιρετικοί κατανικήθηκαν. Το Πατριαρχείο μετέφερε μαζί του στον ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι, το ιερό λείψανο της Αγίας Ευφημίας, όπου στο δεξιό μέρος αυτού του ναού έγινε παρεκκλήσι της Αγίας Ευφημίας την εποχή του Πατριάρχη Κων/πόλεως Γρηγορίου. Η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη της τη 16ην Σεπτεμβρίου, τη δε μνήμη του θαύματος που συνέβη τότε στη Χαλκιδόνα, την 11ην Ιουλίου.
Όταν η Αγία Ευφημία πήγε στον πατέρα Παϊσιο
Ηταν στην αυλή της Καλύβης του ο Γέροντας (Παΐσιος), όταν τον επισκέφθηκε κάποιο πνευματικό του τέκνο. Επανελάμβανε συνεχώς από την καρδιά του: «Δόξα σοι ο Θεός», πάλιν και πολλάκις. Σε μια στιγμή ο Γέροντας του είπε:
› Αχρηστεύεται κανείς με την καλή έννοια.
› Ποιός, Γέροντα;
› Ήσυχα καθόμουν στο Κελλί μου, ήρθε και με παλάβωσε. Ωραία περνούν επάνω.
› Τί συμβαίνει, Γέροντα;
› Θα σου πω, αλλά μην το πής σε κανέναν.
Του διηγήθηκε τότε το έξης:
«Είχα γυρίσει από τον κόσμο, όπου είχα βγή για ένα εκκλησιαστικό θέμα. Την Τρίτη, κατά η ώρα 10 το πρωί, ήμουν μέσα στο Κελλί μου και έκανα τις Ώρες. Ακούω χτύπημα στην πόρτα και μια γυναικεία φωνή να λέη: Δι΄ευχών των αγίων Πατέρων ημών. Σκέφθηκα: Πως βρέθηκε γυναίκα μέσα στο Όρος;. Εν τούτοις ένιωσα μια θεία γλυκύτητα μέσα μου και ρώτησα:
› Ποιος είναι;
› Η Ευφημία, απαντά.
Σκεφτόμουν, ποιά Ευφημία; Μήπως καμμιά γυναίκα έκανε καμμιά τρέλλα και ήρθε με ανδρικά στο Όρος; Τώρα τί να κάνω; Ξαναχτυπά. Ρωτάω: Ποιος είναι;. Η Ευφημία, άπαντα και πάλι. Σκέφτομαι και δεν ανοίγω. Στην τρίτη φορά πού χτύπησε, άνοιξε μόνη της η πόρτα, πού είχε σύρτη από μέσα. Άκουσα βήματα στον διάδρομο. Πετάχτηκα από το Κελλί μου και βλέπω μια γυναίκα με μανδήλα. Την συνώδευε κάποιος, πού έμοιαζε με τον Ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος εξαφανίσθηκε. Παρ’ όλο πού ήμουν σίγουρος ότι δεν είναι του πειρασμού, γιατί λαμποκοπούσε, την ρώτησα ποιά είναι·
› Η μάρτυς Ευφημία (απαντά).
› Αν είσαι η μάρτυς Ευφημία, ελα να προσκυνήσουμε την Αγία Τριάδα. Ό,τι κάνω εγώ να κάνης και σύ.
Μπήκα στην Εκκλησία, κάνω μια μετάνοια λέγοντας: «Εις το όνομα του Πατρός». Το επανέλαβε με μετάνοια. «Και του Υϊού». «Και του Υϊού», είπε με ψιλή φωνή.
› Πιο δυνατά, ν’ ακούω (είπα και επανέλαβε δυνατώτερα).
Ένώ ήταν ακόμα στο διάδρομο έκανε μετάνοιες, όχι προς την Εκκλησία, αλλά προς το Κελλί μου. Στην άρχή παραξενεύτηκα, αλλά μετά θυμήθηκα ότι είχα μια μικρή χάρτινη εικονίτσα της Αγίας Τριάδος, κολλημένη σε ξύλο, πάνω από την πόρτα του Κελλιού μου. Αφού προσκυνήσαμε και για τρίτη φορά -«Και του Αγίου Πνεύματος»- μετά είπα:
› Τώρα, να σε προσκυνήσω και εγώ.
Την προσκύνησα και ασπάστηκα τα πόδια της και την άκρη της μύτης της. Στο πρόσωπο το θεώρησα αναίδεια να την ασπασθώ. Ύστερα κάθησε η Αγία στο σκαμνάκι και εγώ στο μπαουλάκι και μου έλυσε την απορία πού είχα (στό εκκλησιαστικό θέμα). Μετά μου διηγήθηκε την ζωή της. Ήξερα ότι υπάρχει μια αγία Ευφημία, αλλά τον βίο της δεν τον ήξερα. Όταν μου διηγείτο τα μαρτύρια της, όχι απλώς τα άκουγα, αλλά σαν να τα έβλεπα· τα ζούσα. Έφριξα! Πά, πά, πά!
› Πώς άντεξες τέτοια μαρτύρια; (ρώτησα)
› Αν ήξερα τί δόξα έχουν οί Άγιοι, θα έκανα ό,τι μπορούσα να περάσω πιο μεγάλα μαρτύρια.
Μετά απ’ αυτό το γεγονός για τρεις μέρες δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Σκιρτούσα και συνεχώς δόξαζα τον Θεό. Ούτε να φάω, ούτε τίποτα… συνεχώς δοξολογία.»
Σε επιστολή του αναφέρει: «Σ’ όλη μου τη ζωή δεν θα μπορέσω να εξοφλήσω την μεγάλη μου υποχρέωση στην αγία Ευφημία, η οποία ενώ ήταν άγνωστη μου και χωρίς να είχε καμμιά υποχρέωση, μου έκανε αυτή την μεγάλη τιμή…». Διηγούμενος το γεγονός πρόσθεσε με ταπείνωση ότι παρουσιάστηκε η αγία Ευφημία, «όχι γιατί το αξίζω, αλλά επειδή με απασχολούσε εκείνο τον καιρό ενα θέμα πού είχε σχέση με την κατάσταση της Εκκλησίας γενικά, και για δύο άλλους λόγους».
Εντύπωση έκανε στον Γέροντα «πώς αυτή η μικροκαμωμένη και αδύνατη άντεξε τόσα μαρτύρια; Να πής ήταν καμμία… (εννοούσε σωματώδης και δυνατή). Μια σταλιά ήταν». Μέσα σε αυτήν την παραδεισένια κατάσταση συνέθεσε προς τιμήν της Αγίας ένα στιχηρό προσόμοιο: «Ποίοις ευφημιών άσμασιν ευφημήσωμεν την Ευφημίαν, την καταδεχθείσαν από άνωθεν και επισκεφθείσασαν κάτοικον μοναχόν ελεεινόν εν τη Καψάλα. Εκ τρίτου την θύραν πάλιν του έκρουσε τετάρτη ήνοίχθη μόνη εκ θαύματος και εισελθούσα με ουράνιον δόξαν, του Χρίστου η Μάρτυς, προσκυνούντες ομού Τριάδα την Αγίαν».
Και ενα εξαποστειλάριο κατά το «Τοις μαθηταίς συνέλθωμεν…», πού άρχιζε: «Μεγαλομάρτυς ένδοξε του Χρίστου Ευφημία, σ’ αγαπώ πολύ-πολύ μετά την Παναγία…».
Φυσικά αυτά δεν τα είχε για λειτουργική χρήση, ούτε τα έψαλλε δημοσίως. Παρά την συνήθεια του βγήκε πάλι στην Σουρωτή και έκανε τις αδελφές μετόχους αυτής της ουράνιας χαράς. Με την βοήθεια του και τις οδηγίες του αγιογράφησαν την Αγία, όπως του εμφανίσθηκε. Ό Γέροντας φιλοτέχνησε το αρνητικό της εικόνος της Αγίας σε μήτρα ατσάλινη με την οποία έκανε πρεσσαριστά είκονάκια και τα μοίραζε ευλογία στους προσκυνητές εις τιμήν της αγίας Ευφημίας. Κατά το σκάλισμα δυσκολεύτηκε να κάνη τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού. Είπε:
› Παιδεύτηκα να κάνω το χέρι της, αλλά μετά έβαλα έναν καλό λογισμό: Ίσως επειδή και εγώ την παίδεψα την καημένη!
Πηγή: (Έκδοση Ορθοδόξου Ιδρύματος "Ο Απόστολος Βαρνάβας", και, Ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, σ. 224-228, Έκδοσις Καλύβης Αναστάσεως, Καψάλα, Άγιον Όρος), orthodox-people.blogspot