Ἡ Πελαγία ἦταν κόρη τοῦ παπα-Νικηφόρου Νεγρεπόντη. Ἡ μητέρα της, ποὺ τὸ ὄνομά της δὲν εἶναι γνωστό, ἦταν ἀπὸ τὸν Τριπόταμο τῆς Τήνου καὶ ἀνῆκε στὴν οἰκογένεια Φραγκούλη.
Γεννήθηκε τὸ 1752 στὸ χωριὸ Κάμπος τῆς Τήνου καὶ τὸ κοσμικό της ὄνομα ἦταν Λουκία. Ἀπὸ διάφορα ἔγγραφα φαίνεται ὅτι εἶχε ἀκόμη τρεῖς ἀδελφές. Ἡ οἰκογένεια τοῦ παπα-Νικηφόρου διακρινόταν γιὰ τὴν ἁπλότητα, τὴν ἁγνὴ πίστη καὶ τὴν προσήλωση στὰ θρησκευτικὰ ἰδεώδη. Ἦταν μιὰ οἰκογένεια, ποὺ ζοῦσε κοντὰ στὴ φύση καὶ στὸν Θεὸ μὲ τὶς συμβουλὲς καὶ μὲ τὸ ἱερὸ παράδειγμα τοῦ ἁπλοῦ καὶ θεοφοβούμενου ἱερέα τῆς κρίσιμης ἐκείνης γιὰ τὴν Τῆνο καὶ γιὰ τὸ ἔθνος ὁλόκληρο ἐποχῆς.
Λίγα χρόνια μετὰ τὴν γέννηση τῆς Λουκίας ὁ παπα-Νικηφόρος πέθανε καὶ ἡ Λουκία μὲ τὴν οἰκογένειά της ἔζησε στὸ ἥσυχο περιβάλλον τῆς ἀγροτικῆς κατοικίας της, ποὺ γειτόνευε μὲ τρία ἐξωκκλήσια, σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴν ἀνατολικὴ ἄκρη τοῦ χωριοῦ.
Σ᾽ αὐτὸ τὸ εἰδυλλιακὸ καὶ γεμάτο ἀπὸ θρησκευτικὴ ἀνάταση καὶ γαλήνη περιβάλλον πέρασε ἡ Λουκία τὴν παιδικὴ καὶ ἐφηβική της ἡλικία καὶ πῆρε τὶς ἐντυπώσεις τῆς ζωῆς.
Μιὰ καὶ δὲν ὑπῆρχαν σχολεῖα στὴν Τῆνο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τῆς τουρκοκρατίας, ἡ Λουκία θὰ ἔμαθε τὰ πρῶτα γράμματα ἀπὸ τὸν πατέρα της καὶ πέρναγε τὶς μέρες της στὸ σπίτι βοηθώντας τὴ μητέρα της στὸ νοικοκυριὸ καὶ τὸν πατέρα της στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες καὶ στὴν φροντίδα τῶν ἐξωκκλησίων, ποὺ ἦταν κοντὰ στὸ σπίτι της, ἀπὸ τὰ ὁποῖα μάλιστα τὸ ἕνα, ὁ Εὐαγγελισμός, ἀνῆκε στὸν πατέρα της.
Ἡ ἀπόφαση νὰ ὑπηρετήση τὸν Θεό.
Ἡ ἥσυχη καὶ γεμάτη εὐσέβεια ζωὴ τῆς οἰκογένειάς της, ἡ γαλήνη καὶ ἡ ὑποβλητικὴ φύση, ἡ ἀπασχόλησή της μὲ τὶς οἰκιακὲς καὶ γεωργικὲς ἐργασίες, τὸ παράδειγμα τῶν εὐσεβῶν γονέων της γέμισαν τὴν ψυχὴ τῆς Λουκίας μὲ ἁγνὰ χριστιανικὰ βιώματα καὶ προίκισαν τὸν ψυχικό της κόσμο μὲ ἀρετές. Ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν γύρω της κόσμο σφράγιζε τὶς σκέψεις καὶ τὶς ἐνέργειές της. Ἡ εὐλάβεια κατηύθυνε τὴν ἀφοσίωσή της στὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ἡ πίστη γέμιζε μὲ περιεχόμενο τὶς τακτικὲς προσευχές της καὶ ἡ ἐλπίδα τῆς ἔδινε φτερὰ γιὰ νὰ συνεχίζει αὐτὸ τὸν ἀνηφορικό, τὸν δύσκολο μὰ τόσο ὄμορφο δρόμο, ποὺ φέρνει κοντὰ στὸν Θεὸ ὅσους ζητοῦν τὴν λύτρωση ὑπηρετώντας τὸ θέλημά Του καὶ δοξολογώντας τὸ ὄνομά Του.
Ἡ Λουκία ἀπ᾽ τὰ μικρά της χρόνια εἶχε διαλέξει τὸν δρόμο της. Καθὼς μεγάλωνε, ὅλα ἔδειχναν πὼς τὰ ἀγαθὰ καὶ οἱ χαρὲς τοῦ κόσμου ἦταν γι᾽ αὐτὴν κάτι τὸ ἀσήμαντο μπροστὰ στὴν ἀγαλλίαση νὰ ὑπηρετήσει τὸν Θεὸ καὶ τὸ θέλημά του, ἀφιερώνοντας τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά της, τὴν ζωή της σ᾽ ἐκεῖνον. Μ᾽ αὐτὴ τὴν πίστη καὶ μ᾽ αὐτὴ τὴν ἐλπίδα ἀντιμετώπισε τὸν θάνατο τοῦ πατέρα της, ποὺ τόσες φορὲς τὸν εἶχε παρακολουθήσει γονατιστὸ μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα νὰ τελεῖ τὴν Θεία Λειτουργία.
Ἦταν δὲν ἦταν τότε ἡ Λουκία δώδεκα χρονῶν. Καὶ οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς τῆς ἀπορφανισμένης πιὰ οἰκογένειας ἔκαμαν τὴν μητέρα της νὰ τὴν στείλει στὸν Τριπόταμο, στὴν ἀδελφή της, ποὺ τὰ πράγματα θὰ ἦταν πιὸ εὔκολα γιὰ τὴν μικρὴ Λουκία της. Ἐκεῖ ἔζησε ἡ Λουκία τρία χρόνια περίπου κοντὰ στὴν θεία της. Κι ἀπ᾽ τὸν Τριπόταμο πολλὲς φορὲς πήγαινε στὸ Μοναστήρι τοῦ Κεχροβουνίου νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν ἄλλη θεία της, ἀδελφὴ τῆς μητέρας της, Πελαγία, ποὺ ἦταν ἀπὸ καιρὸ μοναχή. Εἶναι, λοιπόν, φυσικὸ ἡ Λουκία νὰ παρακολουθοῦσε προσεκτικὰ τὴν ζωὴ τῶν μοναχῶν, τὶς προσευχές, τὶς νηστεῖες, τὶς ἀκολουθίες στὸ καθολικὸ τῆς Μονῆς καὶ νὰ ἔμοιωθε ἐπιτακτικὴ τὴν ἀνάγκη νὰ ἀκολουθήσει τὸν μοναχικὸ βίο. Καὶ σὲ ἡλικία δεκαπέντε χρονῶν μπῆκε στὸ μοναστήρι.
Μιὰ καινούργια ζωὴ ἄρχιζε τώρα γιὰ τὴν Λουκία. Ἔμεινε τὸν ὁρισμένο χρόνο δόκιμος στὸ κελλὶ τῆς θείας της Πελαγίας, μὲ τὸ παράδειγμα καὶ τὶς συμβουλὲς τῆς ὁποίας καλλιέργησε σὲ μεγάλο βαθμὸ τὶς ἀρετὲς, ποὺ πρὶν ἀκόμη μπεῖ στὸ μοναστήρι στόλιζαν τὴν ψυχή της. Ὑπακοή, ὑπομονή, ἐγκράτεια, πραότητα, ταπεινοφροσύνη, ἐγκατάλειψη τῶν ἐγκοσμίων, «ἀμάθεια τῶν ἀνθρωπίνων διαταγμάτων», ὅλες οἱ ἀπαιτήσεις τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ σίγουρα δὲν συνάντησε καμιά στὴν ἐκπλήρωση τῶν νέων της, μοναστικῶν καθηκόντων. Κι ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα, ἐκάρη μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Πελαγία.
Ἁγιότητα ζωῆς καὶ προσφορὰ ἀγάπης
Ὡς μοναχὴ πλέον ἡ Πελαγία ἀφοσιώθηκε «ψυχῇ τε καὶ σώματι» στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Τὴν προσκύνηση τῆς Παναγίας καὶ στὴν ἀνακούφιση ὅσων εἶχαν ἀνάγκη. Προσευχόταν μέρα καὶ νύχτα τὶς ὧρες τῆς λατρείας στὸ ναὸ τοῦ Μοναστηριοῦ καὶ μόνη της στὸ κελλί της, παρακαλώντας τὸν Θεὸ καὶ τὴν Παναγία νὰ τὴν φωτίζει καὶ νὰ τὴν βοηθεῖ νὰ ἀνατποκρίνεται πάντα σωστὰ καὶ ἀγόγγυστα στὶς ἀπαιτήσεις τοῦ δρόμου ποὺ διάλεξε.
Ἡ παράδοση ἀναφέρει πὼς τὶς ὧρες ποὺ δὲν προσευχόταν, ἐπισκεπτόταν τὶς ἄρρωστες καὶ θλιμμένες μοναχές, γιὰ νὰ τοὺς προσφέρει ὑλικὴ καὶ ἠθικὴ βοήθεια, νὰ τὶς ἐξυπηρετήσει, νὰ τὶς παρηγορήσει, νὰ τοὺς δυναμώσει τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα, πὼς γρήγορα θὰ περάσει ἡ δοκιμασία τους καὶ μετὰ τὸ Σταυρὸ ἀκολουθεῖ ἡ Ἀνάσταση.
Τὶς δύσκολες μέρες τοῦ χειμώνα, ποὺ οἱ φτωχὲς μοναχὲς ἀντιμετώπιζαν πρόβλημα τροφῆς, ἡ Πελαγία γύριζε στὰ κοντινὰ χωριὰ καὶ συγκέντρωνε ὅ,τι τῆς ἔδιναν οἱ καλοὶ καὶ εὐσεβεῖς χωριανοί, γιὰ νά ᾽ρθει στὸ Μοναστήρι νὰ τὸ μοιράσει σ᾽ ὅσες μοναχὲς εἶχαν ἀνάγκη τροφίμων. Πολλὲς φορὲς δὲν κρατοῦσε τίποτα γιὰ τὸν ἑαυτό της. Ἦταν πραγματικὰ ὁ παρήγορος ἄγγελος καὶ προστάτης τῶν μοναχῶν ποὺ ὑπέφεραν.
Ἡ ἁγνότητα τῆς ψυχῆς της, ἡ ὁσιότητα τοῦ βίου της, ἡ αὐταπάρνησή της, ἠ μυστικὴ ζωή της κι ὁ πόθος της γιὰ λύτρωση συνετέλεσαν ὥστε ἡ μοναχὴ Πελαγία νὰ γίνει «σκεῦος ἐκλογῆς», γιὰ ν᾽ ἀποκαλυφθεῖ σ᾽ αὐτὴν ἡ θέληση τῆς Κυρίας τῶν Ἀγγέλων γιὰ τὴν εὕρεση τῆς Ἁγίας Εἰκόνος της στὸν ἀγρὸ τοῦ Δοξαρᾶ στὴν πόλη τῆς Τήνου, γεγονὸς ποὺ ἔμελλε νὰ καταστήσει τὴν Τῆνο νέα Ἱερουσαλὴμ καὶ νὰ κατατάξει τὴν Πελαγία μεταξὺ τῶν Ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἀγγελιοφόρος τῆς Παναγίας
Βρισκόμαστε στὸ καλοκαίρι τοῦ 1822 καὶ ἡ γερόντισσα Πελαγία εἶναι πιὰ 72 χρονῶν. Εἶναι ξημερώματα τῆς Κυριακῆς 9 Ἰουλίου κι ἡ Πελαγία κοιμᾶται ἀκόμη. Τότε παρουσιάστηκε στὸν ὕπνο τῆς μιὰ μεγαλόπρεπη κυρία, ντυμένη σὰν βασίλισσα, καὶ τῆς εἶπε νὰ πάει νὰ βρεῖ τὸν ἐπίτροπο τῆς Μονῆς Σταματέλο Καγκάδη καὶ νὰ τοῦ πεῖ ὅτι στὸν ἀγρὸ τοῦ Δοξαρᾶ εἶναι καταχωσμένο τὸ κατερειπωμένο μέγαρό της καὶ πρέπει νὰ φροντίσει ὁ ἴδιος γιὰ τὴν εὕρεσή του καὶ τὸ ξανακτίσιμό του μὲ λαμπρότητα καὶ μεγαλοπρέπεια, ὅπως ἦταν τὸν παλιὸ καιρό, πρὶν ἐρειπωθεῖ καὶ θαφτεῖ στὸ χῶμα. Ἡ Πελαγία ξύπνησε τρομαγμένη ἀπ᾽ τὸ ὄνειρο.
Σκέφθηκε γιὰ μιὰ στιγμὴ πὼς ἡ Κυρία μπορεῖ νὰ ἦταν ἡ Παναγία καὶ ἤθελε μὲ τὴν παρουσία καὶ τὴν προσταγή της νὰ ὑποδείξει τὴ θέση παλαιοῦ ναοῦ της, ποὺ ἔπρεπε ν᾽ ἀποκαλυφθεῖ καὶ νὰ ξανακτιστεῖ. Ταυτόχρονα ὅμως τὴν βασάνιζαν ἀμφιβολίες· πῶς ἦταν δυνατὸ ν᾽ ἀποκαλυφθεῖ σ᾽ αὐτὴν τὴν ἄσημη καὶ ταπεινὴ μοναχὴ ἡ θεία θέληση; Καὶ ποιά θὰ ἦταν ἡ θέση της, ἂν τὸ ὄνειρο δὲν ἐπαληθευόταν; Γι᾽ αὐτὸ ἀποφάσισε νὰ μὴν πεῖ τίποτα γιὰ τὸ ὄνειρο καὶ ξεκίνησε γιὰ τὴν Κυριακάτικη λειτουργία. Στὴν ἐκκλησία προσευχήθηκε θερμὰ καὶ ἀνακουφίστηκε ἀπὸ τὴν ἀνησυχία τοῦ ὀνείρου.
Τὰ ξημερώματα ὅμως τῆς ἑπομένης Κυριακῆς, 16 Ἰουλίου, ἡ ἴδια μορφὴ ξαναπαρουσιάστηκε μὲ μειδίαμα γλυκὸ στὰ χείλη κι ἀκτινοβόλο λάμψη στὸ πρόσωπο καὶ ἐπανέλαβε τὴν ἴδια παραγγελία. Αὐτὴ τὴ φορὰ ἡ Πελαγία δὲν εἶχε πιὰ ἀμφιβολία, πὼς ἐπρόκειτο γιὰ τὴν Παναγία κι ἀποφάσισε νὰ πάει στὸν Καγκάδη, ποὺ ἔμενε στὴν χώρα, καὶ νὰ τοῦ διαβιβάσει τὴν παραγγελία τῆς Παναγίας. Δίσταζε ὅμως κι ἀνέβαλλε τὴν ἐπίσκεψη, γιατί φοβόταν τὸν εὐερέθιστο χαρακτήρα τοῦ Καγκάδη κι ἀκόμα σκεφτόταν τὴν θέση της, ἂν οἱ ἀνασκαφὲς δὲν ἔφερναν στὸ φῶς τὸν κρυμμένο στὸ χῶμα ναό. Ἔτσι πέρασε μιὰ βδομάδα ὁλόκληρη χωρὶς ἡ Πελαγία νὰ ἐκτελέσει τὴν διαταγὴ τῆς Παναγίας.
Τὰ ξημερώματα ὅμως τῆς Κυριακῆς 23 Ἰουλίου ἡ Παναγία ξαναφάνηκε στὴν Πελαγία λυπημένη καὶ αὐστηρὴ καὶ τὴ ρώτησε γιατί δὲν ἐκτέλεσε τὴν ἐντολή της. Ἡ Πελαγία ξύπνησε τρομαγμένη καὶ ἡ αὐστηρὴ μορφὴ τῆς Παναγίας τῆς λέγει τώρα, πώς, ἂν δὲν ἐκτελεσθεῖ ἡ ἐντολή της, φοβερὰ κακὰ θὰ ξεσπάσουν στὸν Καγκάδη καὶ σ᾽ ὁλόκληρο τὸ νησί. Ἡ Πελαγία τὴ ρώτησε, ποιά εἶναι καὶ ἡ μορφὴ ἀπάντησε: «Εὐαγγελίζου γῆ χαρὰν μεγάλην». Συντετριμμένη ἡ Πελαγία γονάτισε κι ἀπάντησε μὲ τρεμάμενη φωνή: «Αἰνεῖτε οὐρανοὶ Θεοῦ τὴν δόξαν». Δὲν ὑπῆρχε πιὰ δικαιολογία οὔτε γιὰ ἀμφιβολίες, οὔτε γιὰ ἀναβολή. Ἡ Πελαγία ἔτρεξε στὴν ἐκκλησία νὰ λειτουργηθεῖ καὶ νὰ προσευχηθεῖ γιὰ τὴ μεγάλη τιμή, ποὺ τῆς ἔκαμε ἡ Παναγία.
Ἡ ἀπόφαση γιὰ ἀνασκαφὲς
Πράγματι, τὴν ἄλλη κιόλας μέρα, ἀφοῦ συνεννοήθηκε μὲ τὸν Καγκάδη, κατέβηκε στὴ χώρα κι ἀνακοίνωσε στοὺς δημογέροντες ὅσα εἶχαν συμβεῖ στὴ μοναχὴ Πελαγία. Ἀποφάσισαν ὅλοι ν᾽ ἀρχίσουν ἀνασκαφὲς στὸν ἀγρὸ τοῦ Δοξαρᾶ, γιὰ νὰ βροῦν τὴν ἐκκλησία τῆς Παναγίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόδειξή Της. Μετὰ λίγες μέρες συγκέντρωσε ὁ Γαβριὴλ τὸν λαὸ τῆς Τήνου στὸν μητροπολιτικὸ ναὸ τῶν Ταξιαρχῶν, μίλησε γιὰ τὸ ὅραμα τῆς Πελαγίας, ἐξήγησε ὅτι πρόκειται γιὰ ἀποκάλυψη θείου θελήματος καὶ παρακίνησε ὅλους νὰ βοηθήσουν ὅσο μποροῦσαν τὸ ἔργο τῆς ἀνασκαφῆς γιὰ τὴν ἀνεύρεση τῆς Εἰκόνας.
Ὅλοι δήλωσαν πὼς θὰ βοηθήσουν πρόθυμα κι ἄρχισαν οἱ ἀνασκαφὲς τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1822. Βρέθηκαν τὰ ἐρείπια παλαιᾶς ἐκκλησίας, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, κι ἕνα πηγάδι χωρὶς νερό, δὲν βρέθηκε ὅμως ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ὅσο περνοῦσαν οἱ μέρες ὁ ζῆλος τῶν ἐργατῶν λιγόστευε καὶ τελικὰ οἱ ἀνασκαφὲς σταμάτησαν. Τότε ὅμως ἔπεσε στὴν Τῆνο βαριὰ ἀρρώστια κι ὅλοι θεώρησαν σὰν αἰτία τῆς συμφορᾶς τὴν παρακοὴ στὴ θεία διαταγὴ καὶ στὸ σταμάτημα τῶν ἀνασκαφῶν.
O Σταματέλος Καγκάδης, ποὺ ἡ γυναίκα του κι ἡ ἀδερφή του προσβλήθηκαν ἀπ᾽ τὴν ἀρρώστια, ἀνησύχησε ὑπερβολικά, γιατί θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ὑποχρεωμένο νὰ ἐκτελέσει τὴ διαταγή, καὶ παρακάλεσε τὸν Ἐπίσκοπο νὰ σχηματίσει μιὰ συντονιστικὴ ἐπιτροπὴ γιὰ τὴν ἐπανάληψη τῶν ἀνασκαφῶν. Ἡ ἐπιτροπὴ ἔγινε καὶ πρόεδρός της μπῆκε ὁ ἴδιος ὁ Καγκάδης. Ἔτσι ξανάρχισαν οἱ ἀνασκαφὲς μὲ συμμετοχὴ τῶν κατοίκων καὶ τῶν χωριῶν τοῦ νησιοῦ. Ἡ ἐπιτροπὴ ἀποφάσισε νὰ κτίσει πάνω στὰ ἐρείπια τῆς παλιᾶς ἐκκλησίας νέα ἐκκλησία κι ἄρχισαν οἱ ἐργασίες τῆς οἰκοδομῆς.
Ἡ Ἁγία Εἰκόνα βρέθηκε
Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ ἀνασκαφὲς συνεχίζονταν χωρὶς ἀποτέλεσμα καὶ ἡ Πελαγία βρέθηκε σὲ δύσκολη θέση. Τὴ νύχτα ὅμως τῆς 28 πρὸς 29 Ἰανουαρίου 1823 παρουσιάστηκε πάλι ἡ Παναγία στὸ ὄνειρό της καὶ τῆς ὑπέδειξε τὸ μέρος, ποὺ ἦταν θαμμένη ἡ εἰκόνα της. Ἔτσι στὶς 30 Ἰανουαρίου 1823, ποὺ εἶχαν σειρὰ γιὰ σκάψιμο οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ Φαλατάδος, ἄρχισαν μετὰ ἀπὸ μιὰ θερμὴ προσευχὴ τὴ δουλειά. Δούλεψαν μὲ εὐλάβεια καὶ φόβο Θεοῦ, γιατί τὴν προηγούμενη μέρα οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ Μουντάδος, ποὺ ἔσκαβαν μὲ εὐθυμία καὶ τραγούδια, δὲν εἶχαν καταφέρει νὰ βροῦν τὴν εἰκόνα.
Ἡ προσευχὴ καὶ ἡ εὐλάβειά τους καρποφόρησαν καὶ κατὰ τὶς 2 τὸ μεσημέρι ἡ ἀξίνα τοῦ Δημ. Βλάσση ἀκούμπησε σ ἕνα κομμάτι ξύλο. Τὸ πῆρε, τὸ καθάρισε καὶ μὲ δακρυσμένα μάτια εἶδε πὼς ἦταν τὸ ἕνα κομμάτι τῆς εἰκόνας τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ποὺ ἦταν ζωγραφισμένος ὁ Ἄγγελος. Σὲ λίγο ὁ Ἰωαν. Βιδάλης βρῆκε καὶ τὸ ἄλλο κομμάτι μὲ τὴν Παναγία.
Χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμὸς γέμισε τὶς ψυχὲς ὅλων, οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν ἄρχισαν νὰ κτυποῦν κι ὁ μητροπολίτης Τήνου Γαβριὴλ ἔκαμε παράκληση στὴν Παναγία γιὰ τὴν νίκη τῶν ἐπαναστατημένων Ἑλλήνων. H εὕρεση τῆς Ἁγίας εἰκόνας συμπλήρωσε τὸ θαῦμα τοῦ ὁράματος κι ἀπέδειξε περίτρανα ὅτι ἡ ταπεινὴ καὶ εὐσεβὴς Πελαγία εἶχε ἀξιωθεῖ νὰ γίνει ἡ ἐκλεκτὴ ἐκτελέστρια τοῦ θελήματος τῆς Παναγίας. Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες πῆγε καὶ προσκύνησε τὴν Ἁγία Εἰκόνα. Ἡ χάρη τῆς Παναγίας δικαίωσε τὴν εὐσέβεια, τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὴ μεγάλη πίστη τῆς μοναχῆς Πελαγίας.
Ἡ κοίμηση τῆς μοναχῆς Πελαγίας
Ἐκοιμήθη στὶς 28 Ἀπριλίου 1834 καὶ θάφτηκε στὸ ναὸ τῶν Ταξιαρχῶν τοῦ μοναστηρίου, ποὺ ἦταν τὸ νεκροταφεῖο. «Ἀκάλυπτος καὶ ἄνευ τοῦ περικαλύμματος, ἐντός τοῦ ὁποίου ράπτονται αἱ μοναχαί, ἡ σεπτὴ σορός της κατ᾽ ἐπιθυμίαν τῶν μοναχῶν καὶ ἔγκρισιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς ἐτοποθετήθη εἰς τὸ μέσον του Καθολικοῦ καὶ ἐξετέθη εἰς γενικὸν προσκύνημα. Κατὰ τὴν μαρτυρίαν τῆς Πελαγίας Παρασκευοπούλου ἡ σορὸς τῆς Ἁγίας ἔμεινεν ἄταφος ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρας καὶ ὅτι ἄρρητος εὐωδία ἐξήρχετο ἐξ αὐτῆς».
Ὅταν ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ὀστῶν της, ἡ ἐπιτροπὴ τοῦ Ἱεροῦ Ἱδρύματος Εὐαγγελιστρίας ζήτησε τὰ ὀστᾶ της, γιὰ νὰ τὰ τοποθετήσει στὸ ναὸ τῆς Εὐαγγελιστρίας. Οἱ μοναχὲς ὅμως τῆς Μονῆς τὰ ἔβαλαν σὲ μιὰ κρύπτη πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ ναοῦ τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Κι ὅταν τὸ 1950-51 γινόταν ἀνακαίνιση τοῦ ναοῦ, βρέθηκε ἡ Ἁγία Κάρα τῆς Πελαγίας καὶ φυλαγόταν ἀπὸ τότε μέσα σὲ θήκη στὸ κελλὶ τῆς μοναχῆς. Ὅταν ὅμως κτίστηκε, τὸ ἔτος 1973, ὁ μεγαλόπρεπος ναὸς τῆς Ἁγίας Πελαγίας, μεταφέρθηκε καὶ φυλάσσεται στὸ ναὸ γιὰ προσκύνημα.
Ἡ κατάταξή της στὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
Μετὰ ἀπὸ ἔκθεση τοῦ Μητροπολίτου Σύρου-Τήνου-Ἄνδρου Δωροθέου, ποὺ διαβιβάστηκε ἀπὸ τὴ μόνιμη Συνοδικὴ Ἐπιτροπὴ ἐπὶ τῆς Θείας Λατρείας πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἡ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου μὲ πράξη της τῆς 11 Σεπτεμβρίου 1970 θέσπισε «ὅπως ἡ ἀοίδιμος Μοναχὴ Πελαγία συναριθμῆται ταῖς Ὁσίαις καὶ Ἁγίαις τῆς Ἐκκλησίας» καὶ τιμᾶται ἡ μνήμη της τὴν 23η Ἰουλίου, ἡμέρα τοῦ ὁράματός της.
Ἀπολυτίκιο (Κατέβασμα). Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀμέμτπως ἐβίωσας ἐν ἐγκράτειᾳ πολλῇ, καὶ κόποις ἀσκήσεως, καὶ ἐν ἀγάπῃ θερμῇ, Πελαγία θεόληπτε· ὅθεν τὴν Θεοτόκον, ἐπαλλήλως κατεῖδες, μηνύουσάν σοι Εἰκόνος, τὴν ἀνεύρεσιν ταύτης· ᾗ πρέσβευε Ὁσία, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε. (ἐδῶ)
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Ζωὴν θεοφιλῆ, διανύσασα Μῆτερ, ἀσκήσει ἀρετῶν, καὶ ἠθῶν εὐκοσμίᾳ, θεράπαινα πεφήνας, τῆς Ἁγνῆς Θεομήτορος. Ὅθεν χαίρουσα, Κεχροβουνίου ἡ Μάνδρα, μακαρίζει σε, ὦ Πελαγία θεόφρον, τιμῶσα τὴν Κάραν σου. (ἐδῶ)
Μεγαλυνάριον.
Χάριν Πελαγία εὗρες πολλήν, τῇ σῇ ἐναρέτῳ, καὶ ἁγίᾳ Μήτερ ζωῇ, τῆς Ἁγνῆς Παρθένου, διάκονος φανεῖσα, ᾗ πρέσβευε Ὁσία, ὑπὲρ τῆς ποίμνης σου. (ἐδῶ)
Πηγή: Χριστιανική Βιβλιογραφία