Κατά τήν περίοδο πού Αὐτοκράτορας τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἦταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἤτοι τόν 4ο αἰώνα μ.Χ., στίς Ἰνδίες βασίλευε ὁ Ἀβενίρ. Αὐτός ἀπέκτησε ἕναν υἱό, τόν Ἰωάσαφ, γιά τόν ὁποῖο οἱ ἀστρολόγοι εἶπαν ὅτι, ὅταν μεγαλώση θά γίνη Χριστιανός. Ὅταν τό ἄκουσε αὐτό ὁ Ἀβενίρ, ταράχθηκε, ἀνησύχησε καί προκειμένου νά ματαιώση αὐτήν τήν πρόρρηση ἔκλεισε τόν Ἰωάσαφ σέ ἕνα ἀπομακρυσμένο παλάτι. Συνέστησε δέ στούς ὑπηρέτες καί τούς δασκάλους νά μή ὁμιλήσουν ποτέ μπροστά του γιά τήν πίστη τῶν Χριστιανῶν. Τά χρόνια πέρασαν, ὁ Ἰωάσαφ μεγάλωσε, ἔλαβε λαμπρή μόρφωση, ἀλλά δέν μποροῦσε νά διώξη ἀπό μέσα του τήν μελαγχολία καί τήν ἀπορία γιά τόν περιορισμό του. Ρωτοῦσε νά μάθη γιατί συνέβαινε αὐτό, ἀλλά κανείς δέν τοῦ ἀπαντοῦσε. Κάποτε ὁ πατέρας του τοῦ ἐπέτρεψε νά βγαίνη λίγο ἔξω, γιά ἕναν περίπατο, ἀλλά ὑπό αὐστηρή ἐπιτήρηση. Σέ κάποιον περίπατό του συνάντησε δύο φτωχούς ἡλικιωμένους ἀνθρώπους, τούς πλησίασε μόνος του καί τούς ἔδωσε γενναία ἐλεημοσύνη. Αὐτοί συγκινημένοι τοῦ ἀποκάλυψαν τό μυστικό τοῦ περιορισμοῦ του. Ἀπό τότε διψοῦσε νά μάθη γιά τήν χριστιανική πίστη. Ὁ Θεός, πού δέν ἦταν δυνατό νά παραβλέψη τόν πόθο τοῦ καλοπροαίρετου Ἰωάσαφ, τοῦ ἔστειλε στό παλάτι τόν εὐλαβέστατο ἱερέα Βαρλαάμ, ὁ ὁποῖος προσποιήθηκε τόν πραματευτή, καί ἔτσι μπόρεσε νά συναντήση τόν Ἰωάσαφ, νά τόν κατηχήση καί νά τόν βαπτίση. Ἀργότερα βαπτίσθηκε καί ὁ Ἀβενίρ.
Ὁ Ἰωάσαφ, τελικά, ἀφιερώθηκε στόν Θεό καί ἔγινε κήρυκας καί διδάσκαλος τοῦ Εὐαγγελίου στήν χώρα του.
Αὐτήν τήν διήγηση τοῦ βίου τοῦ ὁσίου Ἰωάσαφ τήν συνέγραψε, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός.
Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία τοῦ Ὁσίου μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:
Πρῶτον. Τούς ἀνθρώπους μπορεῖ, ἴσως, κανείς νά τούς ξεγελᾶ καί νά κρύβεται ἀπό αὐτούς, ἀλλά τόν Τριαδικό Θεό δέν μπορεῖ νά τόν ξεγελάση καί δέν μπορεῖ νά κρυφθῆ ἀπό Αὐτόν, ἐπειδή Αὐτός εἶναι ὁ «πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν», καί τίποτε δέν εἶναι ἀφανές ἐνώπιόν Του. Τήν ἀλήθεια αὐτήν τονίζει καί ὁ ἱερός Ψαλμωδός, στόν 138ο Ψαλμό. Λέγει: «Ἰδού, Κύριε, σύ ἔγνως πάντα, τά ἔσχατα καί τά ἀρχαῖα», καί συνεχίζει γιά νά πῆ, ἐρωτώντας τόν Θεό: «Ποῦ πορευθῶ ἀπό τοῦ πνεύματός σου καί ἀπό τοῦ προσώπου σου ποῦ φύγω; ἐάν ἀναβῶ εἰς τόν οὐρανόν, σύ ἐκεῖ εἶ, ἐάν καταβῶ εἰς τόν ᾅδην, πάρει· ἐάν ἀναλάβοιμι τάς πτέρυγάς μου κατ᾿ ὄρθρον καί κατασκηνώσω εἰς τά ἔσχατα τῆς θαλάσσης, καί γάρ ἐκεῖ ἡ χείρ σου ὁδηγήσει με, καί καθέξει με ἡ δεξιά σου».
Αὐτή ἡ αἴσθηση τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ θά πρέπει νά διακατέχη συνεχῶς τόν καθένα ἀπό ἐμᾶς, ἐπειδή θά μᾶς βοηθήση νά εἴμαστε πιό προσεκτικοί στά λόγια μας, τά ἔργα μας καί τήν ἐν γένει συμπεριφορά μας. Ἀκόμη, θά μᾶς προφυλάσση ἀπό τήν ἐμπερίστατη ἁμαρτία καί τά σοβαρά λάθη, κυρίως δέ ἀπό τά πνευματικά λάθη, τά ὁποῖα ἔχουν τραγικές συνέπειες, ὄχι μόνον στόν παρόντα αἰώνα, ἀλλά καί στόν μέλλοντα. Ὅμως, αὐτή ἡ αἴσθηση τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ, γιά νά εἶναι πάντοτε ἐναργής καί νά μή ξεθωριάζη, θά πρέπει κανείς νά ζῆ μέσα στήν Ἐκκλησία, νά εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Χριστό, καί νά προσεύχεται ἀδιαλείπτως. Ἔτσι, θά ἑλκύη τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία θά τόν παρηγορῆ, θά τόν προστατεύη, θά τόν ἐνδυναμώνη καί θά τόν στηρίζη πάντοτε, καί ἰδιαίτερα στίς δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς του, ἤτοι κατά τήν περίοδο τῶν πειρασμῶν, τῶν ἀποτυχιῶν, τῶν δυσκολιῶν καί τῶν θλίψεων.
Ὁ Προφητάναξ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος διακρινόταν ἀπό αὐτήν τήν αἴσθηση τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί τῆς προστασίας Του, ἀναφωνεῖ: «Προωρώμην τόν Κύριον ἐνώπιόν μου διαπαντός, ὅτι ἐκ δεξιῶν μού ἐστιν, ἵνα μή σαλευθῶ». Δηλαδή, ἔχω ἐπίγνωση ὅτι ὁ Κύριος εἶναι πάντα παρών κοντά μου, καθώς στά δεξιά μου στέκεται, γιά νά μή κλονισθῶ.
Στό σημεῖο αὐτό θά πρέπει νά τονισθῆ ὅτι τήν ἐποχή ἐκείνη στό δικαστήριο ὁ ὑπερασπιστής (συνήγορος) στεκόταν στά δεξιά τοῦ κατηγορουμένου. Ἑπομένως, ὁ Δαβίδ αἰσθάνεται τόν Θεό ὡς βοηθό καί ὑπερασπιστή τῆς ζωῆς του, ὡς βακτηρία καί στήριγμά του. Καί εἶναι σημαντικό τό νά αἰσθάνεται κανείς τόν Θεό ὡς βοηθό καί ὑπερασπιστή τῆς ζωῆς του, ὡς βακτηρία καί στήριγμά του, γιατί θά μπορῆ νά ὑπερβαίνη τίς δυσκολίες καί νά παραμένη ἀκλόνητος καί ἀσάλευτος.
Δεύτερον. Ὁ Χριστός εἶπε ὅτι «ὁ πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγώ ἐργάζομαι». Αὐτό σημαίνει ὁ Τριαδικός Θεός «ἐργάζεται» συνεχῶς γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, τόν ὁποῖο δημιούργησε «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσή» Του. Μάλιστα, ἐνδιαφέρεται καί φροντίζει γιά τόν κάθε ἕναν ξεχωριστά, γιά τήν πνευματική πρόοδό του καί τήν σωτηρία του. Γι’ αὐτό καί ὁ καλοπροαίρετος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος κάνει σωστή χρήση τῆς ἐλευθερίας του, βρίσκει πάντα τόν δρόμο πού ὁδηγεῖ στόν ἁγιασμό καί τήν σωτηρία.
Χαρακτηριστικά εἶναι τά ὅσα γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος σέ ἐπιστολή του πρός τόν ἅγιο Ἀμφιλόχιο, Ἐπίσκοπο Ἰκονίου, σχετικά μέ τήν ἀγάπη καί τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά τόν κάθε ἄνθρωπο, καί ἰδιαίτερα γιά ἐκείνους πού πρόκειται νά γίνουν διδάσκαλοι τῶν πιστῶν καί κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου. Γράφει: «Εὐλογητός εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σέ κάθε γενεάν ἐκλέγει τούς εὐαρεστοῦντας σέ Αὐτόν καί γνωρίζει τά σκεύη τῆς ἐκλογῆς καί τά χρησιμοποιεῖ διά τήν ὑπηρεσίαν τῶν ἁγίων∙ Αὐτός τώρα ἐσαγήνευσε καί σέ, μέ τά ἀναπόφευκτα δίκτυα τῆς Χάριτος... ὥστε νά θηρεύσης διά τόν Κύριον ἀνθρώπους, καί κατά τό θέλημά Του νά ἑλκύσης ἀπό τόν βυθόν ὅσους εἶχαν συλληφθῆ ὑπό τοῦ διαβόλου».
Τά παραπάνω, πιστεύω, ὅτι ἰσχύουν καί γιά τόν ὅσιο Ἰωάσαφ, τόν ὁποῖο ὁ Θεός «ἐξέλεξε καί ἐσαγήνευσε μέ τά ἀναπόφευκτα δίκτυα τῆς Χάριτος» καί στήν συνέχεια καί αὐτός ἐθήρευσε «διά τόν Κύριον ἀνθρώπους», ἀφοῦ κήρυξε τό Εὐαγγέλιο στήν πατρίδα του, τήν Ἰνδία, καί μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τόν προσωπικό του ἀγώνα καί μέ τό φωτεινό παράδειγμά του «ἥλκυσε ἀπό τόν βυθόν ὅσους εἶχαν συλληφθῆ ὑπό τοῦ διαβόλου».
Ἡ αἴσθηση τῆς πανταχοῦ παρουσίας τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀγάπης Του γιά μᾶς θά πρέπει νά μᾶς συνέχη, νά μᾶς ἐμπνέη καί νά μᾶς στηρίζη πάντοτε, καί ἰδιαίτερα στίς δύσκολες στιγμές τῆς ζωῆς μας, οὕτως ὥστε νά παραμένουμε ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό, μέσα στήν Ἐκκλησία, γιά νά μή «σαλευθοῦμε».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας πίστεως, τὴ εἰσηγήσει, φῶς προσέλαβες, θεογνωσίας, Ἰωάσαφ Ὁσίων ἀγλάισμα, τοῦ Βαρλαὰμ λαμπρυνθεῖς γὰρ τοὶς ρήμασι, πρὸς ἀρετῶν τὴν ἀκρώρειαν ἔφθασας. Μεθ' οὐ πρέσβευε, Τριάδι τὴ πανοικτίρμονι, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Πηγή: Εκκλησιαστική Παρέμβαση