Καταγωγή του.
Ὁ Μάρτυρας καὶ Ἐπίσκοπος Ἄνθιμος γεννήθηκε στὴν περίφημη πόλη τῆς Νικομήδειας, ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ εὐγενεῖς γονεῖς. Ἀπὸ μικρὸς διακρίθηκε γιὰ τὸν εὐσεβῆ ζῆλο του πρὸς τὰ θεία. Ὅταν ἐνηλικιώθηκε, ἡ ζωὴ τοῦ ἦταν ὑπόδειγμα σωφροσύνης καὶ ἀγάπης. Ἐπειδὴ πλούσια κατεῖχε τὸ θησαυρὸ τῶν θείων ἀληθειῶν, ἡ θερμή του διδασκαλία, ἐμπνεόμενη ἀπὸ ἀποστολικὸ ζῆλο, ἔβρισκε σχεδὸν πάντα ἀνταπόκριση στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀνέβασαν στὸν ὑψηλὸ βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης.
Ἡ ἐκ Θεοῦ ἐκλογή του.
Ὅταν ἐκοιμήθη ὁ τότε Ἐπίσκοπος Νικομήδειας Κύριλλος, καὶ χήρεψε ἀπὸ ποιμένα ἡ Ἐκκλησία καὶ πενθοῦσε τὴν ἐρημιά της καὶ θρηνοῦσε τὴν συμφορά της, τότε οἱ πρῶτοι της Νικομήδειας μαζὶ μὲ τοὺς Κληρικοὺς τῆς Ἐκκλησίας ἀπεφάσισαν ὁμόφωνα νὰ ἀναδείξουν Ἐπίσκοπό τους τὸν ἱερότατο Ἄνθιμο. Ἀφοῦ μπῆκαν στὴν Ἐκκλησία παρακαλοῦσαν θερμὰ τὸν Θεὸ νὰ τοὺς ἀποκαλύψει, ἐὰν αὐτὸ ἀρέσει καὶ σὲ Αὐτόν, καὶ ἐὰν ἔχουν σύμφωνη καὶ τὴν ἄνωθεν ψῆφο. Ἀμέσως δὲ ἄστραψε μεγάλο καὶ θαυμαστὸ φῶς, καὶ ἀκούσθηκε θεία φωνὴ ποὺ προσμαρτυροῦσε ὑπὲρ τοῦ Ἀνθίμου καὶ ἐπικύρωνε τὴν ψῆφο τους, καὶ μάλιστα τοὺς προέτρεπε, νὰ φέρουν εἰς πέρας τὸ γρηγορότερο δυνατὸν τὴν ἀπόφαση αὐτή. Ἔτσι ἀφοῦ ἐκλέχτηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ θεῖος Ἄνθιμος ἀνέλαβε τὴν διακυβέρνηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸν θρόνο κατάλαβε ἄξιος καὶ καλὸς ποιμένας ὁ ὁποῖος τὴν στόλισε. Ὁ Ἄνθιμος, ὡς ἀγαθὸς Κυβερνήτης, συγκέντρωσε ὅλη τὴν προσοχή του σὲ αὐτὸν μόνον τὸν σκοπό, νὰ καταπραΰνει δηλαδὴ τὴν δύσκολη ταραχὴ τῆς ἀσεβείας καὶ νὰ φέρει στὸ λιμάνι τοῦ Θεοῦ τὶς συμπλέουσες ψυχές.
Ὁ διωγμὸς.
Ἐνῶ ἔτσι θεάρεστα ἐπορεύετο ὁ Ἅγιος, ξαφνικὰ σηκώνεται βαρὺς χειμώνας καὶ ἐπειδὴ ἡ καταιγίδα ποὺ ξέσπασε ἦταν σφοδρὴ ὅσο ποτὲ ἄλλοτε, ἐπηρέασε ὅλους τους χριστιανούς. Διότι ὅταν ἐπέστρεψε ὁ Μαξιμιανὸς νικητὴς ἀπὸ τὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν Αἰθιόπων τὸ ἔτος 306, διέταξε ἀμέσως ὅλους νὰ συγκεντρωθοῦν στὴν Νικομήδεια, γιὰ νὰ θυσιάσουν στοὺς θεούς του. Ἔτσι κηρύχθηκε τότε ἐκεῖνος ὁ βαρύτατος καὶ μέγιστος διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ ὁποῖος προχωροῦσε καθημερινὰ σὲ ὅλη τὴν γῆ. Ἔτσι ἄλλοι μὲν ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἔφευγαν στὰ ὅρη καὶ στὰ σπήλαια ἄλλοι δὲ μὲ διάφορους τρόπους ἐθανατώνοντο, καὶ οἱ μὲν Ἱερὲς Μονὲς ἐρημώνοντο, τὰ δὲ Ἡσυχαστήρια τῶν Παρθένων παντελῶς κατεδαφίζοντο.
Ἡ παρθένος Θεοφίλη.
Τότε οἱ δήμιοι σὰν ἄγρια θηρία ἅρπαξαν καὶ μία παρθένο, καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα, ποὺ ὀνομαζόταν Θεοφίλη, τὴν ὁποίαν ὁδήγησαν βίαια στὸ ἐργαστήριο τῆς ντροπῆς. Αὐτὴ δὲ ἡ μακαρία, βλέπουσα πρὸς τὸν οὐρανό, φώναξε μὲ δάκρυα.
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ ἔρως, τὸ φῶς μου καὶ ὁ φύλαξ τῆς ζωῆς μου, ἰδὲ τὴν νυμφευθεῖσαν σοί, Νυμφίε μου ἄμωμε, καὶ λύτρωσαι μὲ ἀπὸ τῶν θηρίων τούτων, φύλαξον δὲ τὴν παρθενίαν μου ἄσπιλον εἰς δόξαν καὶ αἶνον τοῦ Παντοδυνᾶ μου σοῦ ὀνόματος».
Διάβαζε δὲ τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Τότε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς μπῆκε σὲ αὐτὸ τὸ σπίτι γιὰ νὰ πράξη τὴν ἐπιθυμία του καὶ ἀμέσως τρέμοντας ἀπέθανε. Στὴ συνέχεια μπῆκε ἄλλος καὶ εἶδε φῶς ὑπέρλαμπρο καὶ ἀπὸ τὴν λαμπρότητα τοῦ φωτὸς ἔμεινε τυφλός. Αὐτὸ τὸ ἔπαθαν πολλοὶ ἄλλοι. Ὅσοι ὅμως μπῆκαν μὲ σωφροσύνη στὸ σπίτι αὐτό, εἶδαν ἕναν ὡραῖο καὶ ὑπέρλαμπρο Ἄγγελο, νὰ στέκεται στὰ δεξιά της, καὶ τρόμαξαν, βλέποντας ἕνα τέτοιο παράδοξο θαῦμα. Ὅταν δὲ βγῆκαν ἔξω φώναξαν.
«Μέγας ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν».
Ὁ θεῖος ἐκεῖνος Ἄγγελος πῆρε τὴν παρθένο ἐκείνη ἀμόλυντη ἀπὸ τὴν αἰσχρὴ ἐκείνη οἰκία καὶ βγῆκε μαζί της καὶ περπατώντας τὴν ὁδήγησε στὴν Ἐκκλησία τῶν πιστῶν, λέγοντάς της.
«Εἰρήνη σοί».
Τότε ἡ Θεοφίλη λάμπουσα καὶ χαίρουσα κτύπησε τὴν πόρτα καὶ μπῆκε στὴν Ἐκκλησία. Τὴν νύκτα ἐκείνη ὁ Ἱεράρχης Ἄνθιμος ἑόρταζε μαζὶ μὲ ὅλους τους χριστιανοὺς τὴν Γέννησι τοῦ Χριστοῦ. Οἱ πιστοί, ὅταν εἶδαν χωρὶς νὰ τὸ περιμένουν τὴν Θεοφίλη, θαύμασαν. Αὐτὴ δὲ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ποὺ πίστεψαν ἀπὸ αὐτήν, διηγήθηκαν ὅσα ὁ Παντοδύναμος Θεὸς ἔκανε θαυμάσια, δοξάζοντες καὶ εὐχαριστοῦντες Αὐτόν.
«Ἰδοὺ καιρὸς εὔπροσδεκτος ἰδοὺ καιρὸς σωτηρίας».
Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ Μαξιμιανὸς διέταξε νὰ ἀνάψουν ἀμέσως ξύλα γύρω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ νὰ καοῦν ὅλοι οἱ χριστιανοὶ ποὺ ἤσαν μέσα στὴν Ἐκκλησία. Τότε κατάλαβε ὁ θεῖος Ἱεράρχης Ἄνθιμος τί ἐπρόκειτο νὰ συμβεῖ καὶ πλημμυρισμένος, ἀπὸ τὴν θεία Χάρι στάθηκε στὸ θυσιαστήριο λέγοντας:
«Θυμηθεῖτε ἀδελφοί μου φιλοχρηστοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίω, πόσες φορὲς θαυμάσαμε τὴν ἀνδρεία τῶν Ἁγίων Τριῶν Παίδων καὶ τὴν εὐσέβειά τους, οἱ ὁποῖοι στεκόμενοι στὸ μέσον της φωτιᾶς, καλοῦσαν ὅλη τὴν κτίσι νὰ ὑμνήση τὸν Κτίστη.
Ἃς γίνουμε λοιπὸν καὶ μεῖς συγκοινωνοὶ τῆς δόξας τους. Ἐκεῖνοι μὲν ἤσαν Τρεῖς καὶ δὲν εἶχαν ἄλλο προηγούμενο παράδειγμα, ἐμεῖς ὅμως εἴμαστε τόσοι πολλοὶ καὶ ἔχουμε γιὰ παράδειγμα ὄχι μόνον ἐκείνους, ἀλλὰ καὶ τὸν Κύριό της δόξης, ποὺ κρεμμάστηκε ἐπὶ τοῦ ξύλου γιὰ τὴν σωτηρία μας. Πῶς καὶ μεῖς ἀπὸ αὐτὸ νὰ μὴ γίνουμε συγκοινωνοὶ στὸ Ἅγιο Πάθος Του;
Ἰδοὺ καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ καιρὸς σωτηρίας. Ἃς διώξουμε λοιπὸν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἃς ἐνδυθοῦμε τὰ ὅπλα τοῦ φωτός, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε τῆς αἰωνίου Βασιλείας».
Οἱ δισμύριοι Μάρτυρες.
Αὐτὰ ἀφοῦ εἶπε ὁ ἀείμνηστος Ἄνθιμος καὶ συναγωνιζόμενος μαζί τους, βαπτίζει τοὺς κατηχούμενους καὶ ἀφοῦ ἔκαμε τὴν θεία Λειτουργία, μετέδωσε σὲ ὅλους τα θεία καὶ Ἄχραντα Μυστήρια. Ἐν τῷ μεταξὺ ἄναψαν ἀπὸ ἔξω ὅλα τα φρύγανα, οἱ δὲ Ἅγιοι ἀπὸ μέσα ἔψαλλαν τὴν ὑμνωδία τῶν Ἁγίων Τριῶν Παίδων, ἐπικαλούμενοι ὅλη τὴν Κτίσι πρὸς ὑμνωδία καὶ δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔτσι κατεκάησαν ὅλοι ὅσοι βρέθηκαν στὴν Ἐκκλησία οἱ ὁποῖοι ἤσαν εἴκοσι χιλιάδες. Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος ὅμως δὲν κάηκε, ἀλλὰ διαφυλάχθηκε ἀβλαβὴς ἀπὸ τὴν θείαν χάρι, γιὰ νὰ ὠφελήσει καὶ ἄλλους ἀπὸ τὴν διδασκαλία του, καὶ νὰ βαπτίσει καὶ προσφέρη αὐτοὺς σεσωσμένους στὸν Χριστό. Ἔτσι ἀνεχώρησε σὲ κάποια κωμόπολη, γιὰ νὰ φροντίσει γιὰ τὸ ὑπόλοιπο ποίμνιο σὰν καλὸς ποιμένας, σπέρνοντας τὸν λόγο τῆς ἀληθείας καὶ πολλαπλασιάζοντας τὸ τάλαντο τῆς πίστεως, ἐπιστρέφοντας πολλοὺς στὴν γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ στηρίζοντάς τους στὴν ὀρθὴ πίστη.
Ὁ Ἅγιος φιλοξενεῖ τοὺς διῶκτες του.
Καὶ πάλι καταγγέλλεται στὸν βασιλέα ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος τότε μὲν ἦταν πολὺ σπουδαῖος μεταξύ των Ἱεραρχῶν, μετὰ δὲ ἀπὸ λίγο ἦταν πολὺ μεγάλος καὶ μεταξύ των Μαρτύρων. Τότε ὁ Μαξιμιανὸς στέλνει εἴκοσι ἔφιππους στρατιῶτες γιὰ νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν φέρουν ἐνώπιόν του. Οἱ ἱππεῖς οἱ ὁποῖοι στάλθηκαν στὴν Σμύρνη, αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνομα τῆς κωμοπόλεως, εὑρίσκουν ἐκεῖ τὸν Ἅγιο καὶ χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζουν, ρωτοῦσαν τὸν ἴδιο τὸν Ἄνθιμο περὶ τοῦ Ἀνθίμου, ποιὸς εἶναι καὶ σὲ ποιὸ μέρος τῆς κωμοπόλεως κατοικοῦσε.
Ὁ ἀγαθός, φιλόξενος καὶ φιλαλήθης πατέρας, πρῶτα μὲν τοὺς φιλοξένησε καὶ παρέθεσε σὲ αὐτοὺς δεῖπνο, ἔπειτα τοὺς λέγει, ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ὁ Ἄνθιμος. Ὅταν ἐκεῖνοι τὸ ἄκουσαν ἔμειναν ἐκστατικοί, καὶ καθόλου δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντικρύσουν τὸ λευκό του κεφάλι, σκεπτόμενοι βαθειὰ ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν τράπεζα, τὸ δεῖπνο καὶ τὴν φιλοξενία, ἀφ’ ἑτέρου δὲ γιὰ ποιὸ σκοπὸ στάλθηκαν καὶ γιὰ ποιὸ σκοπὸ πρόκειται νὰ τὸν φέρουν ἐνώπιόν του Μαξιμιανοῦ. Πάντως γιὰ κακὸ σκοπὸ καὶ γιὰ σίγουρη τιμωρία. Ὡς ἐκ τούτου περισσότερο ἐλυποῦντο ψυχικὰ καὶ ἀπὸ ἐντροπὴ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντικρύσουν τὸν Ἄνθιμο διότι τοὺς εἶπε τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν σεβάσμιο ἄνδρα, τὸν ὁποῖον ζητοῦσαν, καὶ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ἄκουσαν καὶ ἀπὸ τὴν γλώσσα τοῦ ἔμαθαν, ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Ἄνθιμος. Θαύμαζαν δὲ τὴν φιλαλήθειά του καὶ τὸν προέτρεπαν μάλιστα νὰ φύγει ἀπὸ ἐκεῖ. Διότι γνώριζαν ὅτι κανένα καλὸ δὲν θὰ ἀπολαύσει ὅταν παρουσιασθεῖ στὸν Μαξιμιανό. Ἔτσι εἶπαν:
«Σὲ μᾶς εἶναι ἀρκετὸ νὰ ἀπολογηθοῦμε καὶ νὰ ποῦμε, ὅτι σὲ ὅλη τὴν Νικομήδεια τὸν ζητήσαμε, ἀλλὰ δὲν μπορέσαμε νὰ τὸν βροῦμε».
Κατηχεῖ καὶ βαπτίζει τοὺς διῶκτες του.
Ὁ Ἱερὸς ὅμως Ἄνθιμος, ποὺ πάντα μελετοῦσε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ διδάσκοντας καὶ προτρέποντας ὅλους νὰ ἔχουν τὴν ἀλήθεια στὴν καρδιά τους, οὔτε καὶ ἀνεχόταν μὲ τὰ χείλη τους νὰ ποῦνε ψέμα γὶ αὐτόν, ἄλλωστε καὶ ἐπειδὴ διψοῦσε τὸν θάνατο ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ, ἀνεχώρησε ἀπὸ ἐκεῖ μαζί τους. Ἐνῶ δὲ βάδιζαν στὸ δρόμο τοὺς ἔδωσε πολλὲς εὐσεβεῖς συμβουλὲς καὶ τοὺς δίδαξε περὶ τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, καὶ κάθε ἀσεβῆ λογισμὸ ἐξαφάνισε καὶ ἀφοῦ τοὺς προετοίμασε τὴν ψυχή τους γιὰ νὰ δεχθοῦν τὶς θεῖες ἐπαγγελίες τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, διαβάζει τὶς εὐχὲς καὶ ὅταν ἔφθασαν σὲ κάποιο ποτάμι τοὺς βαπτίζει, καὶ κατόπιν πάλι συνέχισαν τὴν ὁδοιπορία τους, μέχρις ὅτου ἔφθασαν στὴν πόλι.
Μπροστὰ στὸν τύραννο.
Τὸ ἔτος 288 ἔφθασε ὁ Ἅγιος στὸ τυραννικὸ βῆμα, μὲ δεμένα πίσω τα χέρια σύμφωνα μὲ τὴν διαταγὴ τοῦ βασιλέως, ἔχοντας ὅμως τὸν νοῦ του στὸν οὐρανό, ζητώντας δὲ καὶ τὴν ἐξ ὕψους βοήθεια. Ὁ βασιλεὺς θέλοντας νὰ ἐπιδείξει στὸν μακάριο Ἄνθιμο ἀπὸ ὑψηλὴ θέα τὸ πικρό της δοκιμασίας τῶν βασάνων, στὴν ἀρχὴ μὲν τοῦ συμπεριφέρθηκε, μὲ ἤπιο τρόπο ἀφοῦ προηγουμένως ἔδειξε δημόσια τα ὄργανα τῶν βασανιστηρίων, ἔπειτα δὲ τὸν κάλεσε καὶ τοῦ εἶπε:
«Σὺ εἶσαι ὁ λεγόμενος Ἄνθιμος, ὁ ὁποῖος ἔχει πλανηθεῖ στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ὡς ἁπλὸς καὶ εὐκολόπιστος ἄνθρωπος ἀπατήθηκες, καὶ ἐκτοξεύεις χιλιάδες ὕβρεις ἐναντίον τῶν δικῶν μᾶς θεῶν;»
Ὁ γενναῖος του Χριστοῦ ἀθλητής, ὁ ὁποῖος καὶ γιὰ τὰ ὄργανα τῶν βασανιστηρίων καὶ γιὰ τὰ λόγια τοῦ τυράννου γέλαγε, τοῦ εἶπε:
«Γνώριζε, βασιλιά, δὲν θὰ ἤθελα νὰ σοῦ ἀπαντήσω σὲ αὐτά, ἐὰν δὲν μὲ ἔπειθε ὁ ἱερὸς διδάσκαλος Παῦλος διδάσκοντας:
«Ἕτοιμους ἠμᾶς εἶναι παντὶ τῷ αἰτούντι λόγον διδόναι. Ἐπηγγείλατο γὰρ ἠμὶν ὁ Θεὸς στόμα καὶ σοφίαν, ἡ οὐ δυνήσονται ἀντιστῆναι πάντες οἱ ἀντικείμενοι ἠμίν»,
διότι ἐγὼ καὶ πιὸ μπροστὰ γνώριζα καλὰ τὴν πολλή σου παχύτητα ἐξ αἰτίας τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων. Τώρα ἐσένα καὶ τοὺς δικούς σου, ὅπως λέγεις, θεοὺς θὰ ἀποδείξω φανερὰ ἀναίσθητους, διότι ἤλπιζες νὰ μὲ προσυλητήσεις καὶ νὰ μὲ πάρεις ἀπὸ τὸν Δημιουργό των ἁπάντων, ὁ ὁποῖος καὶ σένα τὸ ἀχάριστο πλάσμα τίμησε μὲ τὴν δική του εἰκόνα. Ἀλλὰ γιατί μὲ ἔφερες δεμένο σὲ αὐτὸ τὸ βῆμα καὶ παρέταξες τὰ ὄργανα τῶν βασάνων; Ἐλπίζεις ὅτι μὲ αὐτὰ θὰ μὲ πείσεις ἢ ὅτι μὲ αὐτὰ θὰ μὲ καταπλήξεις; Σὲ ἄλλους ἀγενεῖς πρόσφερε αὐτά, στοὺς ὁποίους ὁ παρὼν βίος εἶναι ἡδονὴ καὶ ἡ στέρησις τοὺς εἶναι μεγάλη τιμωρία. Σὲ μένα ὅμως καὶ αὐτὸ τὸ χωματένιο σῶμα εἶναι χειρότερο ἀπὸ κάθε φυλακὴ διότι ἐμποδίζει τὴν ψυχή μου νὰ διαβεῖ πρὸς τὸν Θεὸ ποὺ ποθῶ. Ὥστε ἀπειλές, τιμωρίες καὶ βάσανα εἶναι πιὸ ἐπιθυμητὰ σὲ μένα ἀπὸ κάθε τρόπο ζωῆς, τὸν ὁποῖον κατόπιν ἀκολουθεῖ ὁ θάνατος, ὁ ὁποῖος ὅταν μὲ ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς σάρκας θὰ μὲ ὁδηγήσει σὲ αὐτὰ ποὺ ποθῶ».
Ἀρχίζουν τὰ βασανιστήρια.
Αὐτὰ ἀφοῦ ἀπολογήθηκε ὁ μεγάλος κατὰ τὴν ἀρχιερωσύνη καὶ ἀκόμη μεγαλύτερος κατὰ τὴν ἄθληση, τοῦ εἶπε ὁ βασιλεύς:
«Αὐτὰ εἶναι μεγάλη φλυαρία, θὰ δεῖς δὲ μετὰ ἀπὸ λίγο».
Ἀμέσως τότε διατάζει νὰ τὸν κτυποῦν μὲ πέτρες. Ὁ γενναῖος Ἄνθιμος ἐπειδὴ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ποθοῦσε τὴν ἄθληση γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ἤλπιζε νὰ λάβει ἀπὸ τὴν θεία πρόνοια τὸ στεφάνι τῆς ἀθλήσεως, γὶ αὐτὸ μὲ πραότητα δεχόταν καὶ τὶς παροῦσες πληγὲς γιὰ νὰ πετύχει δὲ λαμπρότερα ἔπαθλα, χλευάζει τὸν τύραννο, καὶ κατάκαιε τὴν ψυχή του μὲ τὴν φλόγα τῆς μανίας καὶ τὸν προκαλοῦσε γιὰ πιὸ βαριὲς τιμωρίες, λέγοντας:
«Θεοί, οἱ ὁποῖοι τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ δὲν ἔφτιαξαν, ἃς χαθοῦν».
Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Μάρτυρα κατατρυποῦσε τὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς τοῦ Μαξιμιανοῦ καὶ ἀμέσως διατάζει, μὲ πυρωμένες περόνες νὰ τρυπήσουν τοὺς ἀστραγάλους του. Στὸν Μάρτυρα ὅμως τὸ βασανιστήριο αὐτὸ ἦταν μεγάλη εὐχαρίστηση, διότι πετύχαινε αὐτὰ ποὺ ποθοῦσε καὶ ἀπέδιδε μικρὴ χάρι στὸν Μαξιμιανὸ γιὰ τὶς τιμωρίες, διότι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο διψοῦσε ὁ Ἄνθιμος, νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Χριστὸ λέγοντας τὸ προφητικὸ ρητό:
«Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεὸν τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα, πότε ἤξω καὶ ὀφθήσομαι τῷ προσώπω τοῦ Θεοῦ μου;»
Μεγάλα μαρτύρια.
Ὁ Μαξιμιανὸς ἔχοντας πνεῦμα τυραννικὸ νόμιζε, ὅτι ἐξ αἰτίας τῶν μεγάλων βασανιστηρίων θὰ νικήσει τὴν γενναία σταθερότητα τοῦ Μάρτυρα. Ἔτσι διατάζει νὰ στρωθεῖ στὸ ἔδαφος ὄστρακο, καὶ ἔπειτα νὰ τὸν ἁπλώσουν γυμνὸ ἐπάνω σε αὐτὸ καὶ νὰ δέρνουν τὸν ἀθλητὴ μὲ ράβδους ὅσο πιὸ πολὺ μποροῦσαν, ὥστε, μὲ τὶς πληγὲς ἀπὸ τὰ ραβδίσματα ἀπὸ πάνω, καὶ μὲ στρωμένα ἀπὸ κάτω ὄστρακα νὰ αἰσθανθεῖ ἡ ψυχὴ τοῦ διπλάσιο πόνο. Ὁ Ἄνθιμος ὅμως οὔτε καὶ μὲ τὸ βασανιστήριο αὐτὸ ἀπελπίσθηκε γιὰ τὴν νίκη, ἀλλὰ παρακαλοῦσε τὸν Κύριο λέγοντας.
«Εὐχαριστῶ σοί, Δέσποτα Βασιλεῦ τῶν αἰώνων, ὅτι περιέζωσας μὲ δύναμιν ἐξ ὕψους, καὶ τοὺς ἐχθρούς μου ἔδωκας μοὶ νῶτον, καὶ τοὺς μισοῦντας μὲ ἐξωλόθρευσας, καὶ συνεπόδισας πάντας τους ἐπανισταμένους ἐπ’ ἐμὲ ὑποκάτω μου».
Τότε ὁ Μαξιμιανὸς ἐπινοεῖ καὶ ἄλλα βασανιστήρια καὶ διατάζει νὰ καύσουν χάλκινες περικνημίδες καὶ νὰ τὶς βάλουν στὸν Μάρτυρα.
Ἡ θεία Χάρις τὸν ἐνισχύει.
Ὅσο ὅμως χρόνο οἱ μακάριοι ἐκεῖνοι πόδες ὑπέφεραν τὰ σφοδρότατα καὶ ἀφόρητα βασανιστήρια τῶν πυρακτωμένων περικνημίδων, θεία Χάρις ἦλθε ἀπὸ ψηλὰ στὸν γενναῖο Μάρτυρα καὶ φωνὴ ἀκούσθηκε ποὺ τὸν ἐνίσχυε περισσότερο καὶ τοῦ ὑποσχόταν μεγάλα βραβεῖα, ἡ ὁποία ἔλεγε.
«Ἐντὸς ὀλίγου διὰ λαμπρῶς ἀκτινοβολοῦντος στεφάνου ἐξ ἀνθέων ἀθλοφορεῖ».
Ἡ φωνὴ αὐτὴ χαροποιεῖ ἀμέσως τὴν ψυχή του καὶ κάνει τὸ πρόσωπό του χαρούμενο στὰ δὲ χείλη τοῦ φαίνεται χαριτωμένο μειδίαμα, ποὺ μαρτυροῦσε τὴν ἐσωτερικὴ γαλήνη τῆς καρδιᾶς του. Βλέποντας αὐτὰ ὁ Μαξιμιανὸς ἀποροῦσε, ὅπως ἦταν φυσικό, καὶ θαύμαζε γιὰ αὐτά. Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀπιστία τοῦ ὀνόμαζε αὐτὰ μαγικὰ καὶ ρωτοῦσε νὰ μάθει τὴν αἰτία. Ὁ δὲ δίκαιος εἶπε:
«Βασιλιά, τὰ παρόντα θαυμάσια, τὰ ὁποῖα βλέπεις, εἶναι προοίμνια μόνο καλὰ καὶ ἀληθινὴ ἐπαγγελία τῶν μελλόντων, σὲ λίγο δὲ θὰ καταλάβεις, ὅτι μάταια κομπάζεις, καὶ ἐκείνους τοὺς ὁποίους ὀνομάζεις θεοὺς θὰ ἀποδείξω ὅτι εἶναι πολὺ κατώτεροί της ἀνθρωπίνης δυνάμεως, ὥστε νὰ μετανοήσεις γιὰ τὴν ἐμπειρία τῶν βασάνων, τὴν ὁποίαν ἐπιδεικνύεις σὲ μένα».
Οἱ δήμιοι παρέλυσαν.
Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ὀργίσθηκε ὁ βασιλεὺς καὶ διατάζει νὰ δέσουν τὸν Μάρτυρα πάνω σε τροχὸ καὶ νὰ τὸν περιστρέφουν συνεχῶς, συγχρόνως δὲ μὲ λαμπάδες καὶ φωτιὰ νὰ κατακαίουν τὶς σάρκες του καὶ ἔτσι νὰ διαλύωνται. Ἡ διαταγὴ αὐτὴ τοῦ Μαξιμιανοῦ ἔγινε ἀμέσως ἔργο καὶ οἱ δήμιοι ποὺ κρατοῦσαν τὶς λαμπάδες στὰ χέρια τοὺς πλησίασαν τὴν φωτιὰ στὸν τροχό. Οἱ δὲ ψυχὲς τοὺς οἱ ὁποῖες ἤσαν θερμοτέρες ἀπὸ τὴν φωτιὰ ποὺ κρατοῦσαν στὰ χέρια τους, ἐπιθυμοῦσαν νὰ μεταβάλουν ὁλόκληρο τὸν Ἀθλητὴ σὲ φλόγα. Ἀλλὰ ὢ τοῦ θαύματος! Σταμάτησε ἀμέσως νὰ κινεῖται ὁ τροχός, οἱ δὲ δήμιοι ἔπεσαν κάτω, ἔπεσαν δὲ ἀπὸ τὰ χέρια τοὺς οἱ λαμπάδες, ἐπειδὴ τὰ χέρια τοὺς ἔμειναν σὰν νεκρὰ καὶ παράλυτα καὶ ναρκώθηκαν σὰν ἀπὸ κάποιο ὕπνο. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ του γεγονότος θύμωσε ὁ βασιλεὺς καὶ κατέκρινε τοὺς δημίους, ὡς ἀμελεῖς των διαταγῶν του καὶ ἀνίκανους στὰ χέρια τους. Ὁ δὲ τύραννος ἀγνοώντας ὅτι θεία δύναμη ἔσβησε τὴν δύναμή τους, νόμιζε ὅτι ἡ ὀκνηρία τοὺς ἦταν ἡ αἰτία. Γὶ αὐτὸ ἔλεγε:
«πῶς, ἀφοῦ μὲ τόση τόλμη ἤλθατε, τώρα σᾶς ἔχει καταβάλει ἡ ὀκνηρία; Αὐτὸν λοιπὸν προτιμήσατε ἀπὸ τὶς διαταγές μου, ὥστε αὐτὰ ποὺ ἔχουμε πετύχει νὰ τὰ ἐγκαταλείψουμε ἡμιτελῆ, στὸ ἔδαφος δὲ ξαπλώσατε γιὰ νὰ εὐχαριστηθεῖτε, καταβεβλημένοι δῆθεν ἀπὸ τὴν κούραση καὶ θέλετε δῆθεν νὰ ξεκουρασθεῖτε;».
Τότε οἱ δήμιοί του εἶπαν:
«Ὢ βασιλεῦ, οὔτε ἀμελεῖς εἴμαστε στὶς δικές σου διαταγές, οὔτε τολμήσαμε κάτι τέτοιο, οὔτε ἀπὸ ὀκνηρία καταληφθήκαμε, οὔτε ἀπὸ τὸν πολὺ κόπο ἀπέκαμαν τὰ χέρια μας, ἀλλὰ κάποια φοβερὰ ὄψι ποὺ φανερώθηκε σὲ μᾶς, παρέλυσε τὰ χέρια μας καὶ ὁλόκληροι εἴμαστε διαλελυμένοι καὶ ἔχομε ἀτονία. Διότι τρεῖς ἄνδρες, λαμπροὶ μὲν στὴν ὄψι, μὲ λευκὰ ἐνδύματα, φοβεροὶ δὲ στὴν ἐμφάνιση, φανερώθηκαν σὲ μᾶς μὲ ἄγριο βλέμμα καὶ ἔστρεψαν τὴν φωτιὰ μὲ τὶς ἀναμένες λαμπάδες ἐναντίον μας, καὶ ἀμέσως διέταξαν νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὸν Ἄνθιμο, καὶ χαρούμενοι τὸν ἀποκαλοῦσαν ὑπηρέτη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἀφοῦ μᾶς κατενίκησαν μᾶς ἔφεραν σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση, ποὺ μᾶς βλέπεις».
Ὅσο δὲ αὐτοὶ ἔλεγαν αὐτά, καὶ ὁ τροχὸς δὲν ἔρχονταν γύρω, ὁ Μάρτυρας θερμοτέρα εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ καὶ ἀπελάμβανε μεγαλύτερη χάρι. Ὁ Μαξιμιανὸς θέλοντας νὰ ἀποδείξει, ὅτι αὐτὸ συνέβη ἀπὸ ἀμέλεια τῶν δημίων καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν μαρτυρικὴ παρρησία του πρὸς τὸν Θεό, τὸν ἀπειλοῦσε νὰ τὸν θανατώσει μὲ ξίφος ἐὰν δὲν θυσιάσει στοὺς θεούς.
Ὁ θεῖος Ἄνθιμος τὴν ἀπειλὴ τὴν δεχόταν μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση, παρακαλώντας τὸν Θεὸ μὲ ὅλη τὴν καρδιά του, νὰ ἀξιωθεῖ τοῦ χοροῦ τῶν Δισμυρίων Μαρτύρων συγχρόνως δὲ τὸν εὐχαριστοῦσε νὰ λέγει:
«Ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία, ἃ μοὶ ἔδωκεν ὁ Θεός».
Ὁ δὲ Μαξιμιανός, ἐπειδὴ ἔβλεπε, ὅτι τὸ τέλος τοῦ Ἀνθίμου θὰ ἀποβεῖ μᾶλλον κατὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ εἶπε:
«Γνωρίζω τὴν δοξομανία καὶ τὸ φιλότιμο ἐσὰς τῶν Χριστιανῶν καὶ ὅτι γιὰ τὴν ἀνταπόδοση αὐτοῦ του τολμήματος, ποὺ κάνετε καὶ γιὰ νὰ πετύχετε τὸ ὄνομα ποὺ ἐπιθυμεῖτε, προτιμᾶτε καὶ αὐτὸ τὸ ἔσχατο ὅλων των κακῶν τὸν βίαιο θάνατο. Ἀλλὰ σὺ τίποτα δὲν θὰ πετύχεις ἀλλὰ ἀφοῦ πρῶτα σὲ τιμωρήσω πολύ, ἔπειτα καὶ τοῦ παρόντος φωτὸς θὰ σὲ στερήσω, διότι δὲν σοῦ ἀξίζει νὰ ἀπολαμβάνεις τέτοια ἡδονὴ καὶ τέτοια μεγάλα ἀγαθά».
Ὁ δὲ Μάρτυρας εἶπε:
«Ἀλήθεια δὲν μοῦ εἶναι ἄξια ἡ παροῦσα ἡδονὴ οὔτε τὸ φῶς. Ἔτσι τύφλωσε τοὺς ὀφθαλμούς μου γιὰ νὰ μὴ σὲ βλέπω ἐσένα τὸ ἀχάριστο πλάσμα».
Ὁδηγεῖται στὴ φυλακὴ.
Κατόπιν πῆραν ἐκεῖνοι οἱ κακοῦργοι τὸν Ἅγιο καὶ τὸν ὁδηγοῦσαν σύμφωνα μὲ τὴν διαταγὴ τοῦ βασιλέως στὴν φυλακή. Ἀλλὰ ἡ θεοφθόγγος γλώσσα τοῦ πάλι ἔψαλλε πρὸς τὸν Θεὸ ὅπως συνήθιζε καὶ ξαφνικὰ ἐλευθερώνεται ὁ Ἅγιος ἀπὸ τὶς ἁλυσίδες καὶ τὰ δεσμά. Τὸ θαῦμα αὐτὸ δὲν ἄφησε ἀσυγκίνητούς τους δήμιους ποὺ τὸν πήγαιναν στὴ φυλακή, ἀλλὰ πέφτοντας μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ ἔμειναν ἐκεῖ βλέποντες ἕνα τέτοιο παράδοξο φαινόμενο. Διότι ἡ θεία Χάρις ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ φῶς ἑξαστράπτουσα περιεκύκλωσε τὸν Μάρτυρα, τοὺς δὲ δημίους, ποὺ τὸν ὁδηγοῦσαν μὲ τὰ σιδερένια ἐκεῖνα δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα ἦταν δεμένος ὁ Ἅγιος ρίχνει κάτω στὴν γῆ χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ ποῦνε κάτι οὔτε καὶ αὐτὰ τὰ μάτια τους δὲν μπόρεσαν νὰ καλύψουν. Ὁ Μάρτυρας ἀφοῦ τοὺς σήκωσε τοὺς εἶπε νὰ ἐξακολουθήσουν τὸν δρόμο τους. Τέλος ὁ Ἄνθιμος μπῆκε στὴ φυλακὴ χαρούμενος σὰ νὰ ἔμπαινε σὲ πλούσιο τραπέζι καὶ ἀφοῦ πρόσφερε σὲ ὅσους βρισκότανε ἐκεῖ τὸν ἄρτο τῆς πίστεως, μὲ πολλὴ ἀγάπη τοὺς δίδαξε τὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ τοὺς βάπτισε. Ὁ Μαξιμιανός, ὅταν ἔμαθε αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἐπειδὴ φοβήθηκε μήπως χάσει ἐξ αἰτίας του καὶ ἄλλους πολλούς, φέρνει καὶ πάλι τὸν Ἀθλητὴ μπροστά του καὶ τὸν παροτρύνει πάλι νὰ θυσιάσει στοὺς θεούς του, ὑποσχόμενος ὡς ἀνταμοιβὴ ἂν συμφωνήσει, νὰ τὸν κάνη ἱερέα τῶν εἰδώλων.
Ἱερεὺς Χριστοῦ.
Ὁ θεῖος Ἄνθιμος μὲ πολλὴ παρρησία τοῦ λέγει:
«Ἐγὼ καὶ προτοῦ μου ὑποσχεθεῖς εἶμαι Ἱερεὺς τοῦ πρώτου καλοῦ ποιμένος καὶ Ἀρχιερέως Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν μεγάλη του φιλανθρωπία καὶ τὴν ἄκρα συγκατάβαση, ἐνῶ εἶναι ἄϋλος καὶ ἀπερίληπτος, ὄχι μόνον ἔγινε ἄνθρωπος παίρνοντας τὴν δική μας σάρκα, ἀφοῦ κατέβηκε μέχρι ἐμᾶς, καὶ γιὰ ἐμᾶς πράττοντας αὐτά, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐαυτὸν τοῦ προσέφερε θυσία, γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, σταυρωθεῖς καὶ ὑπομένοντας ὀδυνηρὸ θάνατο καὶ ἀφοῦ μετὰ τρεῖς μέρες ἀναστήθηκε καὶ ἀνέβηκε στοὺς οὐρανούς, πάλι μετέφερε ἐμᾶς ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου μὲ τὸν παρακοὴ μᾶς εἴχαμε πέσει. Αὐτοῦ εἶμαι Ἱερεὺς καὶ σὲ αὐτὸν προτιμῶ νὰ προσφέρω τὸν ἐαυτόν μου θυσίαν, τὰ δὲ δικά σου καὶ οἱ δικοί σου λεγόμενοι θεοὶ εἶναι ἄξιοι μόνον τοῦ σκότους καὶ τῶν θρήνων μᾶλλον δὲ εἶναι ἄξιοι χλευασμοῦ ἐξ αἰτίας τῆς δικῆς σας ἀπώλειας καὶ συμφορᾶς».
Τὸ τέλος τοῦ Ἁγίου.
Τότε πολὺ ὀγίσθηκε ὁ Μαξιμιανὸς καὶ διατάζει νὰ θανατώσουν τὸν γενναῖο Ἄνθιμο. Ὁδηγεῖται λοιπὸν ὁ Ἀθλητής, πρὸς τὸν θάνατο μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση, ἕνεκα τῆς ἐπαγγελίας τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, διότι ἐπρόκειτο νὰ περάσει μὲ τὸν θάνατο στὴν ζωή, εὐχαριστούμενος μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους καὶ τοὺς Μάρτυρες στὶς αἰώνιες σκηνές. Ἀφοῦ δὲ ζήτησε λίγο χρόνο νὰ προσευχηθεῖ, προσευχήθηκε γιὰ τελευταία φορά, καὶ ἔτσι ἐνῶ προσευχόταν στὸ Θεὸ τοῦ ἔκοψαν τὴν μακαρία του κεφαλὴ τὴν τρίτη του μηνὸς Σεπτεμβρίου, καὶ στὸν τρισήλιο Θεὸ παραδίδει τὸν ἁγία καὶ μακαρία ψυχὴ τοῦ κατὰ τὸ ἔτος 304 μ.Χ. Τὸ ἀπόγευμα ἦλθαν μερικοὶ πιστοὶ οἱ ὁποῖοι μὲ σεβασμὸ καὶ λαμπρότητα πῆραν τὸ τίμιο ἐκεῖνο σῶμα καὶ μὲ μεγάλο σεβασμὸ τὸ ἐνταφίασαν στὸν ἴδιο ἐκεῖνο τόπο, δοξάζοντας τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Στίχος.
Τμηθεῖς κεφαλὴν Μάρτυς Ἄνθιμε ξίφει, Καὶ νεκρὸς ἀνθεῖς εἰς Θεοῦ δόξαν τρίχας. Ἄνθιμον ἐν τριτάτη ἀπέκτεινε ξίφος ὀξύ.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Φωστὴρ Νικομηδείας ἀνεδείχθης πολύφωτος, καὶ πάσης Ἐκκλησίας Πάτερ Ἄνθιμε πρόβολος· ἀθλήσας γὰρ στερρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, πλουσίων ἠξιώθης δωρεῶν· διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν ἀσματικῶς, Ἱερομάρτυς κράζοντες: Δόξα τῷ δεδωκότι σοὶ ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διά σου πάσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς ποίμνης σου θεοφρον, στερρὸς προστάτης γενόμενος, ὑπὲρ αὐτῆς ἐτοίμως τὸ σὸν αἷμα ἐξέχεας, καὶ ἀπειλᾶς τῶν δυσμενῶν μὴ πτοηθεῖς, ἐν οὐρανοῖς νῦν ἀγάλλη, τῷ θρόνω τῆς τρισηλίου Θεότητος παριστάμενος. Δόξα τῷ ἐνισχύσαντί σε Χριστῷ· δόξα τὴ εὐψυχία σου, δόξα τὴ μαρτυρική σου Ἄνθιμε καρτερότητι. (Ποίημα Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀνθίμου Δ’).
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’.
Καὶ τρόπων μέτοχος, καὶ θρόνων διάδοχος, τῶν Ἀποστόλων γενόμενος, τὴν πράξιν εὖρες θεόπνευστε, εἰς θεωρίας ἐπίβασιν· διὰ τοῦτο τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομῶν, καὶ τὴ πίστει ἐνήθλησας μέχρις αἵματος, Ἱερομάρτυς Ἄνθιμε· Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῶ, σωθῆναι τὰς ψυχᾶς ἠμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς φοῖνιξ ἐξήνθισας, τὴ Ἐκκλησία Χριστοῦ, καρποῖς τοῖς τῶν λόγων σου, τῶν εὐσεβῶν τὰς ψυχᾶς, ἐκτρέφων ἐν χάριτι ὅθεν καὶ ἐναθλήσας, Πάτερ Ἄνθιμε χαίρων, ὤφθης Ἱερομάρτυς, εὐκλεής του Σωτῆρος, ὢ πρέσβευε δεόμεθα, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς.
Ἐν ἱερεύσιν εὐσεβῶς διαπρέψας, καὶ μαρτυρίου τὴν ὁδὸν διανύσας, τὰ τῶν εἰδώλων ἔσβεσας σεβάσματα, πρόμαχος γενόμενος, τῆς σῆς ποίμνης θεοφρον, διό σε καὶ γεραίρει νῦν, μυστικῶς ἐκβοώσα· Ἐκ τῶν κινδύνων λύτρωσαι ἠμᾶς, ταῖς σαῖς πρεσβείαις, Πατὴρ ἠμῶν Ἄνθιμε.
Κάθισμα Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Τὸ αἷμά σου σοφέ, μυστικῶς ἀνεβόα, ἐκ γῆς πρὸς τὸν Θεόν, ὡς τοῦ Ἄβελ θεοφρον· σαφῶς γὰρ ἐκήρυξας, τὴν Τριάδα τὴν ἄκτιστον· ὅθεν Ἄνθιμε, ποιμαντικῶς διαπρέψας, ἀπεδίωξας, τοὺς τῶν αἱρέσεων θήρας, ὡς φύλαξ τῆς πίστεως.
Ὁ Οἴκος.
Ἐνθεῖς μοὶ γνῶσιν θεϊκήν, τὸν ζόφον τῆς ἀγνοίας, ἐκ τῆς ἐμῆς καρδίας, ἀπέλασον εὐχαίς σου, ὅπως ὑμνήσω σου πιστῶς τὴν ἁγίαν μνήμην, ἐν ἢ Ἀγγέλων χοροί, μετὰ Μαρτύρων σήμερον εὐφραίνονται ἐνθέως· καὶ ἄνθρωποι, ὕμνοις ἐγκωμίων τὴν σὴν κάραν, ὥσπερ ἄνθη συμπλέξαντες, στέφουσιν ἀξίως, αἰτοῦντες παρά σου λαβεῖν, τῶν πταισμάτων ἀποχήν, καὶ τῶν κακῶν του βίου λύσιν, καὶ ἐχθρῶν ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ρυσθῆναι, ταῖς σαῖς πρεσβείαις, Πατὴρ ἠμῶν Ἄνθιμε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τοῦ Σωτῆρος μυσταγωγέ, τῶν Ἀρχιερέων, ὑποτύπωσις καὶ κανών· χαίροις τῶν Μαρτύρων, συνάθλος καὶ ἀλείπτης, Ἄνθιμε Ἱεράρχα, ἠμῶν ἀντίληψις.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Φύλαττε τρισμάκαρ ταῖς σαῖς εὐχαῖς, πάντας τους τιμώντας, τὴν πανίερον μνήμην σου, καὶ τοὺς σοὺς ἀγώνας, καὶ ρύσαι αἰωνίως, παντοίας καταδίκης, Ἄνθιμε ἔνδοξε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Ἔχει δὲ τὸ πνεῦμά σου Οὐρανός, καὶ ἠμεῖς πλουτοῦμεν, τὴν εἰκόνα σου φέροντες, ἣν μετ’ εὐλαβείας καὶ πόθου ἀνεικάστου, τιμῶντες προσκυνοῦμεν, καὶ ἀσπαζόμεθα.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον.
Τὸν ἐν ἱερεύσιν ἱερουργόν, μύστην τοῦ Δεσπότου, καὶ ἐν μάρτυσι θαυμαστόν, Ἱερομαρτύρων, τὸ κλέος εὐφημοῦμεν· Ἄνθιμε Ἱεράρχα, θεομακάριστε.
Πηγή: Αγιορείτικα